Παραίτηση δικογράφου στον Άρειο Πάγο
Έτος:2015
Νούμερο:28
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία ..
Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. συζ. Ν. Ζ., το γένος Γ. Μ., 2)Ν. Μ. του Γ., κατοίκων ..., και 3)Κ. Π. του Δ., κατοίκου .... Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αλαχούζο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι 2ος και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ο. T. (O. - Θ. Τ.), το γένος Ν. Μ. του Ν., 2)Ο. Τ., το γένος Ν. Μ., κατοίκων ..., 3)M. (Μ.) χήρας Ν. Μ., κατοίκου ..., 4)Θ. συζ. Ν. ..., τα γένος Η. Μ., 5)Φ. συζ. Γ. Σ., το γένος Η. Μ., κατοίκων ..., 6)Κ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., 7)Ν. Μ. του Γ., 8)Α. συζ. Δ. Ν., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., 9)T. (Τ.) Μ., 10)Γ. Μ. και 11)M. (Θ.) Μ., συζ. Φ. Μ., κατοίκων .... Οι 6ος και 7ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπύρο Ασημακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/11/1980 αγωγή των ήδη 1ης και 2ου των αναιρεσειόντων και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καστοριάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 160/1981, 56/2004 μη οριστικές, 38/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 145/2008 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/12/2008 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 26/3/2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔικ, που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση, ολική ή μερική από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔικ), γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Με τις διατάξεις αυτές ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης (Ολ ΑΠ 1187/1981). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, τούτο έχει ως κύρια συνέπεια ότι οι πράξεις του καθενός ομοδίκου ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Κατά την παρ 2 του ίδιου άρθρου η κοινή διαδικαστική πορεία της παρ. 1 αποκλείει το ενδεχόμενο της διασπάσεως της δικονομικής ενότητας που απαρτίζουν οι αναγκαίοι ομόδικοι, όπως είναι οι ομόδικοι της δίκης διανομής, στην οποία λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους. Γι' αυτό δεν μπορεί ο ένας να συμβιβασθεί ο άλλος να αποδεχθεί την αγωγή ή να παραιτηθεί από αυτήν και ο τρίτος να συμφωνήσει διαιτητική επίλυση της επίδικης διαφοράς. Για να επιχειρηθούν οι διαδικαστικές αυτές πράξεις χρειάζεται η σύμπραξη όλων των αναγκαίων ομοδίκων, η δε τυχόν χωριστή επιχείρηση από τον ένα από αυτούς είναι ανίσχυρη τόσο έναντι των άλλων, όσο και έναντι εκείνου που τις επιχείρησε, σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. Στην προκειμένη περίπτωση οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων με την από 16.2.2009 δήλωσή τους, που υπογράφεται από τους ίδιους και τον προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο τους Χρήστο Τσακλίδη και έχει επιδοθεί στους έκτο και έβδομο των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι και προσκομίζουν τα επιδοθέντα σ' αυτούς αντίγραφα, με τις οικείες σημειώσεις των διενεργησάντων τις επιδόσεις δικαστικών επιμελητών Θεσ/κης και Καστοριάς Α. Η. Κ. και Α. Π. Μ. παραιτούνται από το δικόγραφο της αναιρέσεως. Πλην όμως κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η παραίτηση αυτή είναι ανίσχυρη, καθόσον η επίδικη διαφορά αφορά σε διανομή επικοίνου ακινήτου και ο δεσμός που συνδέει τους διαδίκους και των δύο πλευρών είναι εκείνος της αναγκαστικής ομοδικίας και συνακόλουθα η επίμαχη παραίτηση, εφόσον δεν γίνεται από όλους μαζί τους αναιρεσείοντες δεν επιφέρει τα οριζόμενα από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΚΠολΔικ αποτελέσματα τόσο για τους αναιρεσείοντες, όσο και για εκείνους από τους αναιρεσίβλητους, στους οποίους επιδόθηκε (έκτο και έβδομο). Ενόψει τούτων η παραίτηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη, μη παράγουσα ουδένα έννομο αποτέλεσμα. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους ομοδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός τους, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι, συνδεόμενοι με αναγκαστική ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Περαιτέρω κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔικ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλείφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και 6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία έχουν κυρώσει και η Γαλλία και οι ΗΠΑ, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται, είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων, αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του Κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, κατά τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Η επίδοση αποδεικνύεται με την προσκομιδή της παραπάνω βεβαιώσεως της αρμοδίας αρχής, ενώ για τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ προθεσμίας των ενενήντα ημερών, για τους διαμένοντες στο εξωτερικό, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο, κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 23-29/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναίρεση εισήχθη προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 4-4-2012, κατά την οποία, όπως προκύπτει από το οικείο πινάκιο παραστάθηκαν οι μεν αναιρεσείοντες δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, οι δε έκτος και έβδομος των αναιρεσιβλήτων με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ενώ οι λοιποί αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν. Η υπόθεση στη συνέχεια αναβλήθηκε για τις δικασίμους της 18-9-2013, της 2-4-2014 και της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο της 5-11-2014. Νέα κλήτευση, για τις μετ' αναβολή δικασίμους, των παραστάντων κατά την αρχική δικάσιμο διαδίκων δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των νομίμως παραστάντων διαδίκων (άρθρο 575 και 226 παρ. 4 ΚΠολΔικ) αυτοί δε πλην του δεύτερου και τρίτου των αναιρεσειόντων, παραστάθηκαν, κατά τις μετ' αναβολή δικασίμους, όπως και στην αρχική. Οι απολιπόμενοι της αρχικής δικασίμου διάδικοι δεν προκύπτουν ότι είχαν κλητευθεί από την επισπεύδουσα τη συζήτηση πρώτη αναιρεσείουσα τόσο κατά την αρχική δικάσιμο της 4-4-2012 όσο και για τις μετ' αναβολή ορισθείσες της 18-9-2013 και 2-4-2014 ενώ οι κλητεύσεις που έχουν γίνει για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο της 5-11-2014 δεν είναι νόμιμες, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα για τον δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων που, όπως έχει αναφερθεί παραστάθηκε κατά την αρχική δικάσιμο της 4-4-2012 και απουσίασε κατά τις εν συνεχεία μετ' αναβολή δικασίμους, δεν αποδεικνύεται η παροχή πληρεξουσιότητας στον δικηγόρο που τους εκπροσώπησε δια της προσκομιδής του οικείου, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔικ πληρεξουσίου συμβολαίου. Επομένως οι εν λόγω αναιρεσείοντες, ως μη νομίμως παριστάμενοι, δικάζονται ερήμην και ανακύπτει θέμα όπως αναφέρεται παρακάτω του νομίμου της κλητεύσεως για την αρχική δικάσιμο από την επισπεύδουσα πρώτη αναιρεσείουσα. Για τις τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες, που είναι κάτοικοι Γαλλίας και τους τρεις τελευταίους ήτοι την 9η τον 10ο και την 11η που είναι κάτοικοι Νέας Υόρκης έχει γίνει επίδοση, στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου τούτου τόσο του πρακτικού αναβολής της 2-4-2014 (κατά το οποίο η υπόθεση αναβάλλεται για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο) όσο και της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 2502Δ, 2503Δ, 2504Δ, 2501Δ, 2499Δ, 2500Δ, της 29-7-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Α. Τ. Πλην όμως ως προς τους εν λόγω αναιρεσιβλήτους δεν προσκομίζεται η προαναφερόμενη βεβαίωση του άρθρου 6 της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως περί πραγματοποιήσεως της επιδόσεως. Αντίθετα προσκομίζονται ως προς τους 9η, 10ο και 11η οι υπ' αριθμ. πρωτ. 3887/18.9.2014, 3773/12.9.2014, 4227/9.10.2014 και 5143/18.12.2014 και με αριθμούς 30233532/25.8.2014 και 30233534/9.10.2014 απαντήσεις των αρμοδίων αρχών των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) όπου αναφέρεται ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι επιδόσεις, ενώ ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη προσκομίζεται η εν λόγω βεβαίωση των αρμοδίων αρχών της Γαλλίας, στην οποία όμως αναφέρεται ότι οι επίμαχες επιδόσεις έγιναν στις 8-8-2014, ήτοι σε διάστημα μικρότερο της προθεσμίας των 90 τουλάχιστον ημερών πριν από τη δικάσιμο της 5.11.2014 (άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Στην τέταρτη, πέμπτη και όγδοη από τις αναιρεσίβλητες έχει γίνει επίδοση του πρακτικού αναβολής της 2-4-2014, όχι όμως και του αναιρετηρίου, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 4485Δ/16.7.2013, 4456Δ/14-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Γ. Δ. και 5184Β/15.7.2014 της δικαστικής επιμελήτριας Θεσσαλονίκης Σ. Κ.. Εφόσον λοιπόν οι απολιπόμενοι αναιρεσίβλητοι δεν έχουν νόμιμα κλητευθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, ενώ περαιτέρω η επισπεύδουσα τη συζήτηση πρώτη αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει την κλήτευση των μη νομίμως παραστάντων (εκπροσωπηθέντων) κατά την αρχική δικάσιμο, δευτέρου και τρίτου των αναιρεσειόντων, η συζήτηση είναι απαράδεκτη για όλους αυτούς τους απολιπομένους διαδίκους και συνακόλουθα και για τους παρισταμένους διαδίκους, ήτοι ως προς όλους τους διαδίκους κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3 ΚΠολΔικ, καθόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η υπόθεση αφορά σε διανομή επίκοινου ακινήτου και οι διάδικοι συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Ενόψει τούτων, θα πρέπει η συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ ανίσχυρη την από 16.2.2009 παραίτηση των Ν. Μ. του Γ. και Κ. Π. του Δ., από το δικόγραφο της από 29-12-2008 αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθ. 145/2008 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αναιρέσεως αυτής.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου