Έκτακτη χρησικτησία
Έτος:2015
Νούμερο:27
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη ..
Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Ν. του Ε., 2) Ν. Ν. του Ε. και 3) Σ. Ν. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σπανορρήγα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Α. του Π., κατοίκου ..., και 2) Π. Α. του Π., κατοίκου ..., ως εκ διαθήκης κληρονόμων της (αρχικής ενάγουσας) Π. χήρας Μ. Π., το γένος Ν. Ν., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σαμουρέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/3/2007 αγωγή της αρχικής διαδίκου Π. Π. και την από 13/9/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7677/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 2515/2010 μη οριστική και 626/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/6/2013 αίτησή τους και τους από 2/4/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 31/3/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την από 15/4/2014 συμπληρωματική έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 2/4/2014 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 626/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, και ορίζει περαιτέρω ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Εκ τούτου παρέπεται ότι κατά την επανάληψη της συζήτησης δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων οι προτάσεις δε που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν και για την κατά την επανάληψη συζήτηση, με αποτέλεσμα όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζήτησης (μετά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη) να θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της, και δη είτε ο διάδικος δεν κατέθεσε εκ νέου, κατ'αυτήν (επανάληψη), προτάσεις είτε κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε εκείνες της προηγούμενης συζήτησης, ταύτα δε ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο διατάσσει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο κατά το άρθρο 245 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή (και) την εκ νέου εξέταση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων προς συμπλήρωση ή διευκρίνιση των καταθέσεών τους κατά το άρθρο 411 του ίδιου ΚΠολΔ (Ολομ. ΑΠ 30/1997). Επομένως στην περίπτωση της επανάληψης της συζήτησης κατά τα ανωτέρω, το δικαστήριο νομίμως λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί με τις προτάσεις που κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως κατά τη συζήτηση μετά την οποία (ή της οποίας) διατάχθηκε η επανάληψη και τις οποίες (προτάσεις) ενσωματώνει ήδη, κατά την επανάληψη της συζήτησης, στις κατατιθέμενες κατά την επανάληψη προτάσεις, υπό τον όρο βεβαίως της προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων, και δεν υποπίπτει (το δικαστήριο) στην περίπτωση αυτή στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β' του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή λήψεως υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίστηκαν, με τις οποίες ισοδυναμούν και οι αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νομίμως και οι οποίες εκ του λόγου αυτού δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο.
Εν προκειμένω, το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την υπ'αριθμ. 2515/2010 παρεμπίπτουσα απόφασή του δέχθηκε τυπικά τις συνεκδικασθείσες αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της πρωτόδικης υπ'αριθμ. 7677/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να εξεταστούν εκ νέου (ενώπιόν του) οι μάρτυρες Δ. Α. και Β. Κ. που είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, προς συμπλήρωση και διευκρίνιση των καταθέσεών τους. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μετά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω μη οριστική, περί επαναλήψεώς της, απόφαση, η ενάγουσα και εκκαλούσα εφεσίβλητη Π. Π., αποβιώσασα ήδη μητέρα και δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις, με τις οποίες εκτός των άλλων επικαλέστηκε και τα αναφερόμενα σ' αυτές αποδεικτικά μέσα (έγγραφα κ.λ.π.), η ίδια δε διάδικος, κατά την επανάληψη της συζητήσεως που έλαβε χώραν την 31-5-2012 και μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθμ. 626/2013 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπέβαλε στο δικαστήριο τις από 30-5-2012 έγγραφες προτάσεις της, στις οποίες ενσωμάτωσε τις προηγούμενες ως ανωτέρω προτάσεις, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έκανε επίκληση και των αποδεικτικών της μέσων. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η κατά τον τρόπο αυτό επίκληση των αποδεικτικών μέσων στην μετά τη διαταχθείσα επανάληψη συζήτηση της υποθέσεως, που αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης, ήταν νόμιμη, μη απαιτουμένης υποβολής νέων (αυτοτελών) προτάσεων, και το Εφετείο, που έλαβε υπόψη τα προταθέντα ως ανωτέρω, προσκομισθέντα δε, αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της κρίσεώς του και την έκδοση της οριστικής του, αναιρεσιβαλλομένης, απόφασης, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 11 περ. β' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγω της αιτήσεώς τους.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1051 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει στη νομή του επί μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμενος να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974 και 976 εδ. α' του ΑΚ προκύπτει ότι νομή είναι η φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) που ασκείται διανοία κυρίου, αποκτάται δε η νομή, όταν το πράγμα βρίσκεται στη νομή άλλου, και με παράδοση στον αποκτώντα που γίνεται με τη βούληση του μέχρι τότε νομέα. Τέλος, ως πράξεις νομής κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων νοούνται οι υλικές και εμφανείς ενέργειες που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του πράγματος και με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα ως δικό του, τέτοιες δε πράξεις νομής αποτελούν προκειμένου περί αγροτικού ακινήτου, μεταξύ των άλλων η επίβλεψη και επιστασία του ακινήτου, η καλλιέργεια και η συλλογή των καρπών, η ανόρυξη φρέατος για την άδρευσή του, η εκμίσθωσή του προς τρίτους για εκμετάλλευση κ.λ.π. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση κατ' ουσίαν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου. Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου. Αντιφατική αιτιολογία, ειδικότερα, δεν συντρέχει όταν το δικαστήριο, επί διεκδικητικής κυριότητας αγωγής, στηριζόμενης σε παράγωγο (αγορά από κύριο, κληρονομική διαδοχή κ.λ.π.) τρόπο, αλλά και σε πρωτότυπο (χρησικτησία), δέχεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου τόσον με τον παράγωγο όσο και με τον πρωτότυπο τρόπο, αφού οι τρόποι αυτοί της απόκτησης της κυριότητας στηρίζουν αυτοτελώς ο καθένας την αγωγή και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ούτε ο ένας αποκλείει τον άλλο. Τέλος, όταν το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες της μιας αιτιολογίες (επάλληλη αιτιολογία), η προσβολή με λόγον αναιρέσεως της μιας από τις αιτιολογίες αυτές παρίσταται αλυσιτελής και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορριπτέος, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ότι η ενάγουσα-δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 2325,59 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "Ν.", στο Πόρτο Ράφτη Αττικής, με κληρονομική εκ διαθήκης διαδοχή και ειδικότερα με την νομίμως δημοσιευθείσα από 20-12-1992 ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου της Μ. Π. που απεβίωσε την 16-4-1994 και ήταν κύριος του επιδίκου και του οποίου την κληρονομία η ενάγουσα αποδέχθηκε και μετέγραψε το σχετικό συμβόλαιο, "σε κάθε δε περίπτωση", δέχεται το Εφετείο, η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου (και) με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη το ακίνητο αυτό με τις λεπτομερώς αναφερόμενες, ως κατωτέρω, πράξεις νομής από τον κατά τα ανωτέρω θάνατο του συζύγου της (1994) μέχρι την εν έτει 2003 αποβολή της από τη νομή αυτή εκ μέρους των αναιρεσειόντων, προσμετρώντας στον χρόνο της δικής της χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου-πατέρας της, αρχομένης από του έτους 1953, ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας. Ως προς το ζήτημα αυτό της χρησικτησίας το Εφετείο δέχεται ειδικότερα ότι το επίδικο, συνολικού εμβαδού, όπως προαναφέρθηκε, 2325,59 τ.μ., περιήλθε στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας Π. Π., δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά μεν το προσδιοριζόμενο τμήμα του, εμβαδού 1000 τ.μ, με αγορά από τον Β. Δ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1951 συμβολαίου, κατά το έτερο τμήμα του, εμβαδού 1020 τ.μ. με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του εν έτει 1949 και κατά το υπόλοιπο τμήμα του, εμβαδού 304 τ.μ. με άτυπη ανταλλαγή ακινήτων με τους κληρονόμους Δ. Μ. εν έτει 1953, ότι από την κατά τα ανωτέρω παράδοση της νομής των επιμέρους τμημάτων του επιδίκου από τους μέχρι τότε νομείς τους στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ο τελευταίος, που το έτος 1953 ενοποίησε τα αποκτηθέντα αυτά τμήματα ώστε να αποτελούν έκτοτε ενιαίο ως ανωτέρω ακίνητο (το επίδικο), ο τελευταίος ασκούσε στο επίδικο τις αναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου ως αγροτεμαχίου, ήτοι φύτευση και καλλιέργεια σε όλη την έκτασή του βασιλικών συκόδενδρων, συλλογή και εμπορία των καρπών τους, ανόρυξη φρέατος στο κέντρο του ακινήτου για την άρδευσή του, καθαρισμό και επιστασία του ακινήτου έναντι των τρίτων, και, τέλος, εκμίσθωσή του στον Ε. Ν. (δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων) αντί του συμβολικού, λόγω των στενών οικογενειακών τους σχέσεων, ποσού των 50.000 δραχμών ετησίως, μέχρι τον θάνατό του (16-4-1994), τις ίδιες δε πράξεις νομής εξακολούθησε έκτοτε να ασκεί η ενάγουσα δια του ανωτέρω μισθωτή, ο οποίος συνέχισε να καλλιεργεί το επίδικο καταβάλλοντας κατ' έτος το προαναφερθέν μίσθωμα στην ενάγουσα και περιφράσσοντάς το με συρματόπλεγμα προς τη βόρεια και νότια πλευρά του κατόπιν εγκρίσεως της ενάγουσας, ενώ ο ίδιος (δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων-μισθωτής) ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο για δικό του λογαριασμό, μη αντιποιηθείς ποτέ τη νομή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της, μέχρι τον θάνατό του (21-6-2003), μετά τον οποίο (θάνατο) οι κληρονόμοι του-αναιρεσείοντες κατέλαβαν το επίδικο και απέβαλαν την ενάγουσα από αυτό. Οι κατά τα ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ότι η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), αλλά και με πρωτότυπο (χρησικτησία) δεν είναι αντιφατικές, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα.
Περαιτέρω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της νομής του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο-πατέρα της ενάγουσας δια της παραδόσεώς της (νομής) σ' αυτόν εκ μέρους των μέχρι τότε (1949-1953) νομέων, καθώς και της ασκήσεως της νομής αυτής εκ μέρους του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του (1994) και της ίδιας της ενάγουσας από τότε (1994) μέχρι την κατάληψη του επιδίκου από τους αναιρεσείοντες (2003), με τις αναφερόμενες ως ανωτέρω πράξεις νομής επί του επιδίκου, ενώ τέτοιες πράξεις νομής δεν άσκησε ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, κατά τις ίδιες παραδοχές του Εφετείου. Οι αιτιολογίες αυτές του δικαστηρίου στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το διατακτικό της απόφασής του, με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη διεκδικητική αγωγή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων και απορρίφθηκε η αντίθετη αγωγή των αναιρεσειόντων και επιτρέπουν (οι ανωτέρω αιτιολογίες) τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1045, 1051 και 974, 976 του ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρεις, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, που ασκήθηκαν νομίμως, είναι αβάσιμα. Τέλος, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια των ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς την παραδοχή της ότι η προαναφερθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος πατέρα της ενάγουσας, με την οποία περιήλθε, κατά τα προεκτεθέντα, το επίδικο στην τελευταία, ήταν έγκυρη και ισχυρή, αφού είχε γραφεί καθ' ολοκληρίαν με το χέρι του διαθέτη, είχε χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν, ο ίδιος δε (διαθέτης) ήταν ικανός κατά τον χρόνο της συντάξεώς της να συντάξει τη διαθήκη. Ενόψει της παραδοχής του Εφετείου που προαναφέρθηκε ότι η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου εν πάση περιπτώσει και με έκτακτη χρησικτησία, η οποία παραδοχή στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης, ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης, τούτο δε πέραν του ότι η αναιρεσιβαλλομένη περιέχει και ως προς ανωτέρω ζήτημα επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1721 επ. του ΑΚ.
ΙΙ.- Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-6-2013 αίτηση των Δ. Ν. κ.λ.π., όπως διαμορφώθηκε με τους από 2-4-2014 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 626/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου