ΑΠ 218/2014: Εφαρμοστέο δίκαιο για την άσκηση γονικής μέριμνας και την αμέλεια κατά την άσκηση της επιμέλειας.Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014 (τμ. Δ).....
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ανήλικος του οποίου οι γονείς έχουν αμφότεροι την αλβανική ιθαγένεια εκπροσωπείται δικαστικά από αυτούς εφόσον ασκούν τη γονική μέριμνα, κάτι που συνέβαινε εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 ΑΚ, 63 ΚΠολΔ και 215 επ. ν. 9062/8-5-2003 του αλβανικού οικογενειακού δικαίου. Περαιτέρω, σε περίπτωση τραυματισμού του ανηλίκου που οφείλεται σε αδικοπρακτική ενέργεια τρίτου προσώπου, το ζήτημα τυχόν υπαιτιότητας – αμέλειας – των γονέων του, οι οποίοι ασκούν τη γονική μέριμνα βάσει των προαναφερθέντων διατάξεων, περιεχόμενο της οποίας είναι και η επιμέλεια, θα κριθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 222/2014: Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 26 ΑΚ
Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014 (τμ. Δ).\
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Δ τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, από το οποίο προκαλείται ο θάνατος αλλοδαπού, εφαρμοστέο με την έννοια της lex causae είναι το δίκαιο του τόπου τέλεσης του ατυχήματος και εάν αυτό έλαβε χώρα στην Ελλάδα, το ελληνικό δίκαιο. Βάσει του δικαίου αυτού κρίνονται όλα τα ζητήματα που αφορούν την καταβολή αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ. Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, την έννοια της “οικογένειας” που αναφέρεται στην τελευταία διάταξη, αυτή εξειδικεύεται βάσει της έννοιας που της έχει αποδοθεί κατά το ελληνικό δίκαιο και όχι με παραπομπή σε άλλες διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εν στενή εννοία, όπως είναι για παράδειγμα τα άρθρα 3, 14, 17-24 ΑΚ. Στις διατάξεις αυτές θα προσφύγει ο δικαστής μόνο στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη μίας συγκεκριμένης συγγενικής σχέσης.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014 (τμ. Δ).\
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Δ τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, από το οποίο προκαλείται ο θάνατος αλλοδαπού, εφαρμοστέο με την έννοια της lex causae είναι το δίκαιο του τόπου τέλεσης του ατυχήματος και εάν αυτό έλαβε χώρα στην Ελλάδα, το ελληνικό δίκαιο. Βάσει του δικαίου αυτού κρίνονται όλα τα ζητήματα που αφορούν την καταβολή αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ. Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, την έννοια της “οικογένειας” που αναφέρεται στην τελευταία διάταξη, αυτή εξειδικεύεται βάσει της έννοιας που της έχει αποδοθεί κατά το ελληνικό δίκαιο και όχι με παραπομπή σε άλλες διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εν στενή εννοία, όπως είναι για παράδειγμα τα άρθρα 3, 14, 17-24 ΑΚ. Στις διατάξεις αυτές θα προσφύγει ο δικαστής μόνο στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη μίας συγκεκριμένης συγγενικής σχέσης.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 105/2014: επίδοση δικαστικών εγγράφων στο εξωτερικό
Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014 (τμ. Δ). Η διεθνής Σύμβαση της Χάγης του 1965 (ν. 1334/1983) που αφορά την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων στο εξωτερικό υπερισχύει των εθνικών διατάξεων το περιεχόμενο των οποίων έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις της. Στο ελληνικό δίκαιο, συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 προβλέπει πλασματική επίδοση στο πρόσωπο του λήπτη του εγγράφου με την πραγματική επίδοση στον εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο πραγματικής παραλαβής του από τον παραλήπτη. Η διάταξη αυτή ωστόσο είναι αντίθετη με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία δεν επιτρέπει την πλασματική επίδοση. Έτσι, η απόδειξη της επίδοσης των προς κοινοποίηση εγγράφων πρέπει να προκύπτει είτε από επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής είτε από πιστοποιητικό της αρχής της επίδοσης.
Περαιτέρω, η ελληνοαλβανική Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις (ν. 2311/1995) καθιερώνει την αρχή της πραγματικής περιέλευσης του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται από σχετική βεβαίωση της αρχής του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η οποία εμφαίνει τον τρόπο, την ημερομηνία της επίδοσης και τα στοιχεία του παραλήπτη, κάθε δε εθνική ρύθμιση που έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις αυτές, δεν εφαρμόζεται.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014 (τμ. Δ). Η διεθνής Σύμβαση της Χάγης του 1965 (ν. 1334/1983) που αφορά την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων στο εξωτερικό υπερισχύει των εθνικών διατάξεων το περιεχόμενο των οποίων έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις της. Στο ελληνικό δίκαιο, συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 προβλέπει πλασματική επίδοση στο πρόσωπο του λήπτη του εγγράφου με την πραγματική επίδοση στον εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο πραγματικής παραλαβής του από τον παραλήπτη. Η διάταξη αυτή ωστόσο είναι αντίθετη με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία δεν επιτρέπει την πλασματική επίδοση. Έτσι, η απόδειξη της επίδοσης των προς κοινοποίηση εγγράφων πρέπει να προκύπτει είτε από επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής είτε από πιστοποιητικό της αρχής της επίδοσης.
Περαιτέρω, η ελληνοαλβανική Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις (ν. 2311/1995) καθιερώνει την αρχή της πραγματικής περιέλευσης του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται από σχετική βεβαίωση της αρχής του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η οποία εμφαίνει τον τρόπο, την ημερομηνία της επίδοσης και τα στοιχεία του παραλήπτη, κάθε δε εθνική ρύθμιση που έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις αυτές, δεν εφαρμόζεται.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 539/2013: Σύναψη ρήτρας υπαγωγής στη διεθνή διαιτησία
Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2013 (τμ. Α2).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 869 ΚΠολΔ (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 ν. 2331/1995) προκύπτει ότι οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που μπορούν, λόγω του αντικειμένου τους, να υπαχθούν στη διαιτησία, υπάγονται έγκυρα στη διαιτητική επίλυση όταν η διαιτητική συμφωνία είναι έγγραφη, ο δε έγγραφος τύπος είναι συστατικός και δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί με τη χρήση άλλων αποδεικτικών μέσων. Έγγραφη πάντως είναι η συμφωνία και όταν έχει καταρτιστεί με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων (869 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ). Έγγραφη συμφωνία πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται όταν στα υπογραφέντα έγγραφα που έχουν ανταλλάξει τα μέρη δεν υπάρχει ρητή διαιτητική ρήτρα. Περαιτέρω, ο όρος της σύμβασης που παραπέμπει στους “Γενικούς Όρους παράδοσης και συναρμολόγησης” του μηχανήματος (η επίδικη σχέση αφορούσε την πώληση επαγγελματικού μηχανήματος) δεν αποτελεί τέτοια ρητή αναφορά υπαγωγής στη διαιτησία. Τέλος, οι ως άνω γενικοί όροι δε θα πρέπει να ταυτίζονται άνευ ετέρου με τους ”Γενικούς Όρους δια την προμήθειαν μηχανολογικών, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προϊόντων” του ευρωπαϊκού φορέα “ORGALIME”, ειδικότερα δε με τον όρο 44 αυτών, ο οποίος προβλέπει τη διαιτητική επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από τη σύμβαση βάσει των κανόνων του ICC (Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο Παρισιού). Απόφαση δε που δέχεται ότι στις ως άνω περιπτώσεις υφίσταται έγκυρη διαιτητική ρήτρα, η οποία έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αφού η ερμηνεία αυτή δεν είναι σύμφωνη με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ’ όψιν και τα συναλλακτικά ήθη και συνεπώς είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α’.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2013 (τμ. Α2).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 869 ΚΠολΔ (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 ν. 2331/1995) προκύπτει ότι οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που μπορούν, λόγω του αντικειμένου τους, να υπαχθούν στη διαιτησία, υπάγονται έγκυρα στη διαιτητική επίλυση όταν η διαιτητική συμφωνία είναι έγγραφη, ο δε έγγραφος τύπος είναι συστατικός και δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί με τη χρήση άλλων αποδεικτικών μέσων. Έγγραφη πάντως είναι η συμφωνία και όταν έχει καταρτιστεί με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων (869 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ). Έγγραφη συμφωνία πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται όταν στα υπογραφέντα έγγραφα που έχουν ανταλλάξει τα μέρη δεν υπάρχει ρητή διαιτητική ρήτρα. Περαιτέρω, ο όρος της σύμβασης που παραπέμπει στους “Γενικούς Όρους παράδοσης και συναρμολόγησης” του μηχανήματος (η επίδικη σχέση αφορούσε την πώληση επαγγελματικού μηχανήματος) δεν αποτελεί τέτοια ρητή αναφορά υπαγωγής στη διαιτησία. Τέλος, οι ως άνω γενικοί όροι δε θα πρέπει να ταυτίζονται άνευ ετέρου με τους ”Γενικούς Όρους δια την προμήθειαν μηχανολογικών, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προϊόντων” του ευρωπαϊκού φορέα “ORGALIME”, ειδικότερα δε με τον όρο 44 αυτών, ο οποίος προβλέπει τη διαιτητική επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από τη σύμβαση βάσει των κανόνων του ICC (Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο Παρισιού). Απόφαση δε που δέχεται ότι στις ως άνω περιπτώσεις υφίσταται έγκυρη διαιτητική ρήτρα, η οποία έχει συμφωνηθεί από τα μέρη, παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αφού η ερμηνεία αυτή δεν είναι σύμφωνη με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ’ όψιν και τα συναλλακτικά ήθη και συνεπώς είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α’.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 2013/2013: Η άσκηση δημόσιας εξουσίας στους Κανονισμούς 1393/2007 και 44/2001
Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2013 (τμ. Α2).
Ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 που αφορά την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις εξαιρεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής του υποθέσεις με αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις Κράτους κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (acta iure imperii), όπως είναι οι πράξεις των Γερμανικών Αρχών Κατοχής μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ παρόμοια ρύθμιση προβλέπεται και στην ελληνογερμανική Σύμβαση 1938 “περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου”. Επομένως, πράξεις του Κράτους, που τελούνται στο πλαίσιο άσκησης της δημόσιας εξουσίας του, δεν εξαιρούνται από τη δυνατότητα πλασματικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 134 ΚΠολΔ. Με τον ίδιο τρόπο δε, ερμηνεύεται και η διάταξη του άρθρου 1 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2013 (τμ. Α2).
Ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 που αφορά την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις εξαιρεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής του υποθέσεις με αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις Κράτους κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (acta iure imperii), όπως είναι οι πράξεις των Γερμανικών Αρχών Κατοχής μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ παρόμοια ρύθμιση προβλέπεται και στην ελληνογερμανική Σύμβαση 1938 “περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου”. Επομένως, πράξεις του Κράτους, που τελούνται στο πλαίσιο άσκησης της δημόσιας εξουσίας του, δεν εξαιρούνται από τη δυνατότητα πλασματικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 134 ΚΠολΔ. Με τον ίδιο τρόπο δε, ερμηνεύεται και η διάταξη του άρθρου 1 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1487/2013: Αναιρετικός έλεγχος παραβίασης κανόνα αλλοδαπού δικαίου
Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την κρίση του ελληνικού Ακυρωτικού στην προκειμένη απόφαση, η παραβίαση κανόνα του αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται αναιρετικά μεν, πλην όμως αποτελεί προϋπόθεση του ελέγχου να έχει προταθεί η παραβίαση αυτή στο δικαστήριο της ουσίας, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό. Τούτο ισχύει, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, οι αλλοδαποί κανόνες ουσιαστικού δικαίου αποτελούν δίκαιο το οποίο ο δικαστής μπορεί να γνωρίζει, δεν είναι όμως υποχρεωμένος να γνωρίζει και αυτό γιατί εάν το αγνοεί, δύναται να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσο για τη διαπίστωση του περιεχομένου του.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την κρίση του ελληνικού Ακυρωτικού στην προκειμένη απόφαση, η παραβίαση κανόνα του αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται αναιρετικά μεν, πλην όμως αποτελεί προϋπόθεση του ελέγχου να έχει προταθεί η παραβίαση αυτή στο δικαστήριο της ουσίας, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό. Τούτο ισχύει, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, οι αλλοδαποί κανόνες ουσιαστικού δικαίου αποτελούν δίκαιο το οποίο ο δικαστής μπορεί να γνωρίζει, δεν είναι όμως υποχρεωμένος να γνωρίζει και αυτό γιατί εάν το αγνοεί, δύναται να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσο για τη διαπίστωση του περιεχομένου του.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 2154/2013: Διεθνής δικαιοδοσία σε κληρονομικές διαφορές και δημόσια τάξη
Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το άρθρο 3 ΚΠολΔ καθιερώνει διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων εφόσον υφίσταται -τοπική- αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα από εάν πρόκειται για ημεδαπούς ή αλλοδαπούς διαδίκους. Η διάταξη δε του άρθρου 30 ΚΠολΔ, που καθιερώνει, ως προς τις κληρονομικές διαφορές, την αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε την κατοικία του και εάν δεν είχε κατοικία τη διαμονή του, είναι ειδικότερη και υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 29 ΚΠολΔ σχετικά με την αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο αλλά και της διάταξης του άρθρου 40 ΚΠολΔ, που καθιερώνει συντρέχουσα αρμοδιότητα της περιουσίας. Επομένως, εάν ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε κατοικία ή διαμονή στην αλλοδαπή, δε θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα εάν πρόκεται για κληρονομιά Έλληνα πολίτη καθώς και εάν ο εναγόμενος έχει κατοικία ή διαμονή στην ημεδαπή ή εάν εντοπίζεται περιουσιακό στοιχείο -κινητό ή ακίνητο- στην Ελλάδα.
Περαιτέρω, η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση αναγνωρίζεται και εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 905 ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 905 παρ. 2, 3 και 323 αρ. 2-5. Η απόφαση δεν πρέπει, επίσης, να προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δεν πρέπει δηλαδή να έρχεται σε αντίθεση με “θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιικές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα. Μόνο το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση, που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από την απόφαση ή ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται όμως να εκτελεστεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεση της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ’ αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα”. Αντίθεση δε προς τη δημόσια τάξη, σύμφωνα και με πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, δε συνιστά η έλλειψη αιτιολογίας, καθώς αυτή δεν καθιστά ανεκτέλεστες ούτε τις ελληνικές αποφάσεις οι οποίες, αν δεν προσβληθούν με ένδικο μέσο, εκτελούνται κανονικά.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το άρθρο 3 ΚΠολΔ καθιερώνει διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων εφόσον υφίσταται -τοπική- αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα από εάν πρόκειται για ημεδαπούς ή αλλοδαπούς διαδίκους. Η διάταξη δε του άρθρου 30 ΚΠολΔ, που καθιερώνει, ως προς τις κληρονομικές διαφορές, την αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε την κατοικία του και εάν δεν είχε κατοικία τη διαμονή του, είναι ειδικότερη και υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 29 ΚΠολΔ σχετικά με την αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο αλλά και της διάταξης του άρθρου 40 ΚΠολΔ, που καθιερώνει συντρέχουσα αρμοδιότητα της περιουσίας. Επομένως, εάν ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε κατοικία ή διαμονή στην αλλοδαπή, δε θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα εάν πρόκεται για κληρονομιά Έλληνα πολίτη καθώς και εάν ο εναγόμενος έχει κατοικία ή διαμονή στην ημεδαπή ή εάν εντοπίζεται περιουσιακό στοιχείο -κινητό ή ακίνητο- στην Ελλάδα.
Περαιτέρω, η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση αναγνωρίζεται και εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 905 ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 905 παρ. 2, 3 και 323 αρ. 2-5. Η απόφαση δεν πρέπει, επίσης, να προσκρούει στην ελληνική δημόσια τάξη, δεν πρέπει δηλαδή να έρχεται σε αντίθεση με “θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιικές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα. Μόνο το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση, που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από την απόφαση ή ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται όμως να εκτελεστεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεση της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ’ αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα”. Αντίθεση δε προς τη δημόσια τάξη, σύμφωνα και με πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, δε συνιστά η έλλειψη αιτιολογίας, καθώς αυτή δεν καθιστά ανεκτέλεστες ούτε τις ελληνικές αποφάσεις οι οποίες, αν δεν προσβληθούν με ένδικο μέσο, εκτελούνται κανονικά.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1862/2013: κληρονομικές σχέσεις Μουσουλμάνων σύμφωνα με το μουσουλμανικό δίκαιο
Aπόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2013 (τμ. Γ).
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2345/1920 – η διάταξη του οποίου επανέλαβε τροποποιημένη τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 9 της Συνθήκης των Αθηνών (1-11-1913) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/1913 - ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Το διαπροσωπικό των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων δίκαιο, που καθιερώθηκε με την παραπάνω επικυρωθείσα συνθήκη, αποτελεί κατά το άρθρο 28 παράγ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Επομένως, η βούληση του νομοθέτη ήταν οι κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, ως προς τα καθαρής ιδιοκτησίας κτήματα αυτών (μούλκια), να διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Περαιτέρω, οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 147/1914 και του ν. 2345/1920 καταργήθηκαν μεν ως προς τους Ισραηλίτες, όχι όμως και για τους Μουσουλμάνους, όπως προκύπτει και από το άρθρο 6 ΕισΝΑΚ.
Σύμφωνα δε με το μουσουλμανικό κληρονομικό δίκαιο, η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή δεν αποτελεί λόγω επαγωγής της κληρονομίας εφόσον υπάρχουν συγγενείς και αυτό διότι “ό,τι διά στόματος του Προφήτου ωρίσθη δεν δύνανται οι πιστοί δι’ αντιθέτου διατάξεως να μεταβάλλουν”. Μόνο κατ’ εξαίρεση και από πνεύμα αγαθοεργίας είναι δυνατό ο κληρονομούμενος να διαθέσει έως το 1/3 της περιουσίας του. Οι διατάξεις δε αυτές, οι οποίες καθιερώνονται με την παραπάνω επικυρωθείσα συνθήκη, αποτελούν κατά το άρθρο 28 παράγ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Aπόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2013 (τμ. Γ).
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2345/1920 – η διάταξη του οποίου επανέλαβε τροποποιημένη τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 9 της Συνθήκης των Αθηνών (1-11-1913) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/1913 - ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Το διαπροσωπικό των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων δίκαιο, που καθιερώθηκε με την παραπάνω επικυρωθείσα συνθήκη, αποτελεί κατά το άρθρο 28 παράγ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Επομένως, η βούληση του νομοθέτη ήταν οι κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, ως προς τα καθαρής ιδιοκτησίας κτήματα αυτών (μούλκια), να διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Περαιτέρω, οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 147/1914 και του ν. 2345/1920 καταργήθηκαν μεν ως προς τους Ισραηλίτες, όχι όμως και για τους Μουσουλμάνους, όπως προκύπτει και από το άρθρο 6 ΕισΝΑΚ.
Σύμφωνα δε με το μουσουλμανικό κληρονομικό δίκαιο, η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή δεν αποτελεί λόγω επαγωγής της κληρονομίας εφόσον υπάρχουν συγγενείς και αυτό διότι “ό,τι διά στόματος του Προφήτου ωρίσθη δεν δύνανται οι πιστοί δι’ αντιθέτου διατάξεως να μεταβάλλουν”. Μόνο κατ’ εξαίρεση και από πνεύμα αγαθοεργίας είναι δυνατό ο κληρονομούμενος να διαθέσει έως το 1/3 της περιουσίας του. Οι διατάξεις δε αυτές, οι οποίες καθιερώνονται με την παραπάνω επικυρωθείσα συνθήκη, αποτελούν κατά το άρθρο 28 παράγ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1491/2013: εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση σε περίπτωση ατυχήματος (ΑΚ 25)
Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του ελληνικού ανωτάτου δικαστηρίου, η συνδρομή των περιστατικών που θεμελιώνουν την υπαγωγή μιας έννομης σχέσης στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί αναιρετικά, καθώς αποτελεί πραγματικό και όχι νομικό ζήτημα. Αντιθέτως, αναιρετικά ελέγχεται το κατά πόσο τα περιστατικά που έκανε δεκτά το δικαστήριο της ουσίας (ιθαγένεια, κατοικία, τόπος κατάρτισης της σύμβασης κλπ) έχουν υπαχθεί ορθά στον οικείο κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και, επιπλέον, κατά πόσο ο συγκεκριμένος κανόνας επιφέρει την εφαρμογή του δικαίου που εφαρμόστηκε από το δικαστήριο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΑΚ 26, εφαρμοστέο σε ενοχές από αδίκημα είναι το δίκαιο του τόπου όπου τελέστηκε το αδίκημα, το δίκαιο αυτό δε ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένη πράξη συνιστά αδίκημα, την υποχρέωση προς αποζημίωση, την έκταση αυτής, την παραγραφή και αν, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, τα μέλη της οικογένειάς του έχουν ή όχι εξ ιδίου δικαίου προσωπική αξίωση κατά των υποχρέων. Ενδέχεται, ωστόσο, να τύχουν εφαρμογής και άλλες διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όπως για παράδειγμα προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ένα πρόσωπο ανήκει στην οικογένεια του θανατωθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, όπου εφαρμόζονται τα άρθρα 13, 14, 17, 18, 22 και 23 ΑΚ.
Ακόμη, σε περίπτωση που προκαλείται ατύχημα σε τρίτο πρόσωπο στο έδαφος ξένου κράτους γεννάται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου στην ασφαλιστική σύμβαση και ειδικότερα το ζήτημα εάν το θύμα έχει ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή. Στην ελληνική έννομη τάξη υφίσταται αμφισβήτηση κατά πόσο σε αυτή την περίπτωση το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται με βάση το άρθρο 25, που διέπει την ασφαλιστική σύμβασή ή το άρθρο 26 ΑΚ, που αφορά την ενοχή από το αδίκημα, το οποίο αποτελεί το γενεσιουργό λόγο ευθύνης του ασφαλιστή. Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου στην παρούσα απόφαση, εφαρμοστέο θα πρέπει να είναι το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και όχι το αδίκημα, διότι ο τόπος του ατυχήματος είναι τυχαίο περιστατικό, το οποίο δεν επιτρέπεται να βαρύνει αποφασιστικά.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του ελληνικού ανωτάτου δικαστηρίου, η συνδρομή των περιστατικών που θεμελιώνουν την υπαγωγή μιας έννομης σχέσης στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί αναιρετικά, καθώς αποτελεί πραγματικό και όχι νομικό ζήτημα. Αντιθέτως, αναιρετικά ελέγχεται το κατά πόσο τα περιστατικά που έκανε δεκτά το δικαστήριο της ουσίας (ιθαγένεια, κατοικία, τόπος κατάρτισης της σύμβασης κλπ) έχουν υπαχθεί ορθά στον οικείο κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και, επιπλέον, κατά πόσο ο συγκεκριμένος κανόνας επιφέρει την εφαρμογή του δικαίου που εφαρμόστηκε από το δικαστήριο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΑΚ 26, εφαρμοστέο σε ενοχές από αδίκημα είναι το δίκαιο του τόπου όπου τελέστηκε το αδίκημα, το δίκαιο αυτό δε ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένη πράξη συνιστά αδίκημα, την υποχρέωση προς αποζημίωση, την έκταση αυτής, την παραγραφή και αν, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, τα μέλη της οικογένειάς του έχουν ή όχι εξ ιδίου δικαίου προσωπική αξίωση κατά των υποχρέων. Ενδέχεται, ωστόσο, να τύχουν εφαρμογής και άλλες διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όπως για παράδειγμα προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ένα πρόσωπο ανήκει στην οικογένεια του θανατωθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, όπου εφαρμόζονται τα άρθρα 13, 14, 17, 18, 22 και 23 ΑΚ.
Ακόμη, σε περίπτωση που προκαλείται ατύχημα σε τρίτο πρόσωπο στο έδαφος ξένου κράτους γεννάται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου στην ασφαλιστική σύμβαση και ειδικότερα το ζήτημα εάν το θύμα έχει ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή. Στην ελληνική έννομη τάξη υφίσταται αμφισβήτηση κατά πόσο σε αυτή την περίπτωση το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται με βάση το άρθρο 25, που διέπει την ασφαλιστική σύμβασή ή το άρθρο 26 ΑΚ, που αφορά την ενοχή από το αδίκημα, το οποίο αποτελεί το γενεσιουργό λόγο ευθύνης του ασφαλιστή. Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου στην παρούσα απόφαση, εφαρμοστέο θα πρέπει να είναι το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και όχι το αδίκημα, διότι ο τόπος του ατυχήματος είναι τυχαίο περιστατικό, το οποίο δεν επιτρέπεται να βαρύνει αποφασιστικά.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1819/2013: νόμιμη υποκατάσταση αλλοδαπού φορέα κοινωνικής ασφάλισης
Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η θεμελίωση της νόμιμης υποκατάστασης αλλοδαπού φορέα κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου σε περίπτωση ατυχήματος διέπεται ως προς τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου από τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ, εάν δε πρόκειται για γερμανικό ασφαλιστικό φορέα, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 53 του ν.δ/τος 4259/1962, με τον οποίο κυρώθηκαν οι μεταξύ της Ελλάδος και Γερμανίας Συμβάσεις “Περί Κοινωνικής Ασφάλειας και Ασφαλίσεως Κατά της Ανεργίας”.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η θεμελίωση της νόμιμης υποκατάστασης αλλοδαπού φορέα κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου σε περίπτωση ατυχήματος διέπεται ως προς τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου από τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ, εάν δε πρόκειται για γερμανικό ασφαλιστικό φορέα, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 53 του ν.δ/τος 4259/1962, με τον οποίο κυρώθηκαν οι μεταξύ της Ελλάδος και Γερμανίας Συμβάσεις “Περί Κοινωνικής Ασφάλειας και Ασφαλίσεως Κατά της Ανεργίας”.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1497/2013: εφαρμοστέο δίκαιο στις κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων και μουσουλμανικό δίκαιο
Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2013 (τμ. Γ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το άρθρο 4 του ν. 147/1914 ορίζει ότι τα ζητήματα που αφορούν τις συγγενικές σχέσεις των Μουσουλμάνων και των Ισραηλιτών διέπονται από τον αντίστοιχο ιερό νόμο. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2345/1920 – η διάταξη του οποίου επανέλαβε τροποποιημένη τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 9 της Συνθήκης των Αθηνών (1-11-1913) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/1913 - ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Επομένως, η βούληση του νομοθέτη ήταν οι κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, ως προς τα καθαρής ιδιοκτησίας κτήματα αυτών (μούλκια), να διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Περαιτέρω, οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 147/1914 και του ν. 2345/1920 καταργήθηκαν μεν ως προς τους Ισραηλίτες, όχι όμως και για τους Μουσουλμάνους, όπως προκύπτει και από το άρθρο 6 ΕισΝΑΚ.
Σύμφωνα δε με το μουσουλμανικό κληρονομικό δίκαιο, η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή δεν αποτελεί λόγω επαγωγής της κληρονομίας εφόσον υπάρχουν συγγενείς και αυτό διότι “ό,τι διά στόματος του Προφήτου ωρίσθη δεν δύνανται οι πιστοί δι’ αντιθέτου διατάξεως να μεταβάλλουν”. Μόνο κατ’ εξαίρεση και από πνεύμα αγαθοεργίας είναι δυνατό ο κληρονομούμενος να διαθέσει έως το 1/3 της περιουσίας του. Συνεπώς, η διαθήκη των μουσουλμάνων είναι είδος απλής κληροδοσίας υπέρ τρίτου που δεν έχει την ιδιότητα κληρονόμου ή υπέρ ευαγών και φιλανθρωπικών σκοπών. Με το θάνατο του κληρονομουμένου οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι υπεισέρχονται αυτοδικαίως στην κυριότητα των κληρονομιαίων ο καθένας κατά το ιδανικό του μέρος και επομένως ως κύριοι μπορούν να παραιτηθούν από το δικαίωμα αυτό, εγκρίνοντας τη διαθήκη για το υπέρ το 1/3 ποσοστό. Αν αυτοί δεν εγκρίνουν, τότε η διαθήκη είναι άκυρη για το επί πλέον και αν αυτό καταλείπεται υπέρ κάποιου συγκληρονόμου, τότε εφόσον υπερβαίνει τη νόμιμη μοίρα δεν περιέρχεται στον τιμώμενο, αλλά στους κληρονόμους και ο τιμώμενος περιορίζεται στη νόμιμη μοίρα του, όπως την όρισε ο Προφήτης, εκμηδενίζοντας έτσι τη βούληση του διαθέτη όσον αφορά τους νόμιμους κληρονόμους.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2013 (τμ. Γ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το άρθρο 4 του ν. 147/1914 ορίζει ότι τα ζητήματα που αφορούν τις συγγενικές σχέσεις των Μουσουλμάνων και των Ισραηλιτών διέπονται από τον αντίστοιχο ιερό νόμο. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2345/1920 – η διάταξη του οποίου επανέλαβε τροποποιημένη τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 9 της Συνθήκης των Αθηνών (1-11-1913) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το ν. ΔΣΙΓ/1913 - ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Επομένως, η βούληση του νομοθέτη ήταν οι κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, ως προς τα καθαρής ιδιοκτησίας κτήματα αυτών (μούλκια), να διέπονται από τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο. Περαιτέρω, οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 147/1914 και του ν. 2345/1920 καταργήθηκαν μεν ως προς τους Ισραηλίτες, όχι όμως και για τους Μουσουλμάνους, όπως προκύπτει και από το άρθρο 6 ΕισΝΑΚ.
Σύμφωνα δε με το μουσουλμανικό κληρονομικό δίκαιο, η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή δεν αποτελεί λόγω επαγωγής της κληρονομίας εφόσον υπάρχουν συγγενείς και αυτό διότι “ό,τι διά στόματος του Προφήτου ωρίσθη δεν δύνανται οι πιστοί δι’ αντιθέτου διατάξεως να μεταβάλλουν”. Μόνο κατ’ εξαίρεση και από πνεύμα αγαθοεργίας είναι δυνατό ο κληρονομούμενος να διαθέσει έως το 1/3 της περιουσίας του. Συνεπώς, η διαθήκη των μουσουλμάνων είναι είδος απλής κληροδοσίας υπέρ τρίτου που δεν έχει την ιδιότητα κληρονόμου ή υπέρ ευαγών και φιλανθρωπικών σκοπών. Με το θάνατο του κληρονομουμένου οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι υπεισέρχονται αυτοδικαίως στην κυριότητα των κληρονομιαίων ο καθένας κατά το ιδανικό του μέρος και επομένως ως κύριοι μπορούν να παραιτηθούν από το δικαίωμα αυτό, εγκρίνοντας τη διαθήκη για το υπέρ το 1/3 ποσοστό. Αν αυτοί δεν εγκρίνουν, τότε η διαθήκη είναι άκυρη για το επί πλέον και αν αυτό καταλείπεται υπέρ κάποιου συγκληρονόμου, τότε εφόσον υπερβαίνει τη νόμιμη μοίρα δεν περιέρχεται στον τιμώμενο, αλλά στους κληρονόμους και ο τιμώμενος περιορίζεται στη νόμιμη μοίρα του, όπως την όρισε ο Προφήτης, εκμηδενίζοντας έτσι τη βούληση του διαθέτη όσον αφορά τους νόμιμους κληρονόμους.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 568/2013: κτήση εμπράγματων δικαιωμάτων από αλλοδαπούς σε παραμεθόριες περιοχές
Απόφαση της 1ης Απριλίου 2013 (τμ. Γ’).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, στις περιοχές που θεωρούνται ως παραμεθόριες σύμφωνα με το άρθρο μόνο του π.δ. 22-24/1927 απαγορεύεται, επί ποινή απόλυτης ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας αλλά και ποινών που προβλέπονται από το εδάφιο 7 του ανωτέρω άρθρου, η κτήση οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, πλην της υποθήκης, από αλλοδαπούς. Με τελολογική δε ερμηνεία του νόμου και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι σκοπό του νομοθέτη αποτελεί η διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας της χώρας, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η απαγόρευση ισχύει τόσο την κτήση κυριότητας από δικαιοπραξία, η οποία προβλέπεται ρητώς, τόσο και από χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη, που δεν προβλέπεται ρητώς.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 1940/1985, η απαγόρευση αυτή ισχύει αναδρομικά και για τα δικαιώματα κυριότητας που κτήθηκαν πριν την εφαρμογή του ν. 3250/1924, όπως συμπληρώθηκε από το π.δ. 22-24/1927, η απαγόρευση όμως σε αυτή την περίπτωση είναι σχετική και όχι απόλυτη και μπορεί να προβληθεί μόνο από το ελληνικό Δημόσιο με την έγερση αγωγής έναντι του αγοραστή ή των διαδόχων του. Και σε αυτή την περίπτωση, πάντως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η απαγόρευση καλύπτει τόσο την κτήση κυριότητας με δικαιοπραξία όσο και με έκτακτη ή τακτική χρησικτησία. Ωστόσο, η σχετική ακυρότητα ισχύει μόνο εφόσον ο χρόνος χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του ν. 1940/1985, ενώ σε διαφορετική περίπτωση ισχύει η απόλυτη απαγόρευση κτήσης εμπράγματων δικαιωμάτων από αλλοδαπούς σε παραμεθόριες περιοχές.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 1ης Απριλίου 2013 (τμ. Γ’).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, στις περιοχές που θεωρούνται ως παραμεθόριες σύμφωνα με το άρθρο μόνο του π.δ. 22-24/1927 απαγορεύεται, επί ποινή απόλυτης ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας αλλά και ποινών που προβλέπονται από το εδάφιο 7 του ανωτέρω άρθρου, η κτήση οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, πλην της υποθήκης, από αλλοδαπούς. Με τελολογική δε ερμηνεία του νόμου και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι σκοπό του νομοθέτη αποτελεί η διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας της χώρας, και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η απαγόρευση ισχύει τόσο την κτήση κυριότητας από δικαιοπραξία, η οποία προβλέπεται ρητώς, τόσο και από χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη, που δεν προβλέπεται ρητώς.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 1940/1985, η απαγόρευση αυτή ισχύει αναδρομικά και για τα δικαιώματα κυριότητας που κτήθηκαν πριν την εφαρμογή του ν. 3250/1924, όπως συμπληρώθηκε από το π.δ. 22-24/1927, η απαγόρευση όμως σε αυτή την περίπτωση είναι σχετική και όχι απόλυτη και μπορεί να προβληθεί μόνο από το ελληνικό Δημόσιο με την έγερση αγωγής έναντι του αγοραστή ή των διαδόχων του. Και σε αυτή την περίπτωση, πάντως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η απαγόρευση καλύπτει τόσο την κτήση κυριότητας με δικαιοπραξία όσο και με έκτακτη ή τακτική χρησικτησία. Ωστόσο, η σχετική ακυρότητα ισχύει μόνο εφόσον ο χρόνος χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί κατά την έναρξη εφαρμογής του ν. 1940/1985, ενώ σε διαφορετική περίπτωση ισχύει η απόλυτη απαγόρευση κτήσης εμπράγματων δικαιωμάτων από αλλοδαπούς σε παραμεθόριες περιοχές.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 382/2013: δικαιούχοι αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης σε τροχαίο (26 ΑΚ)
Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, σε περίπτωση θανάτωσης αλλοδαπού σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ, το ελληνικό, ως δίκαιο του τόπου όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός. Κατά το ελληνικό δίκαιο δε θα κριθούν όλα τα σχετικά ζητήματα, στα οποία περιλαμβάνεται και το ζήτημα των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει να εξειδικευθεί η έννοια “οικογένεια” βάσει του ελληνικού δικαίου, χωρίς την εξέταση ως πρόκριμα της ύπαρξης της συγγενικής σχέσης που θεμελιώνει την ένταξη του συγκεκριμένου προσώπου στην οικογένεια του θανόντος. Το δικαστήριο θα καταφύγει στην εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μόνο στην περίπτωση που αμφισβητείται η συγγενική σχέση (ΑΚ 13, 14, 17-24) και η σχετική κρίση απαιτείται για τον προσδιορισμό της έννοιας της οικογένειας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, σε περίπτωση θανάτωσης αλλοδαπού σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ, το ελληνικό, ως δίκαιο του τόπου όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός. Κατά το ελληνικό δίκαιο δε θα κριθούν όλα τα σχετικά ζητήματα, στα οποία περιλαμβάνεται και το ζήτημα των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει να εξειδικευθεί η έννοια “οικογένεια” βάσει του ελληνικού δικαίου, χωρίς την εξέταση ως πρόκριμα της ύπαρξης της συγγενικής σχέσης που θεμελιώνει την ένταξη του συγκεκριμένου προσώπου στην οικογένεια του θανόντος. Το δικαστήριο θα καταφύγει στην εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μόνο στην περίπτωση που αμφισβητείται η συγγενική σχέση (ΑΚ 13, 14, 17-24) και η σχετική κρίση απαιτείται για τον προσδιορισμό της έννοιας της οικογένειας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1001/2013: εφαρμοστέο
δίκαιο στην αποζημίωση στο πρόσωπο που έχει αξίωση διατροφής από το νόμο
από το πρόσωπο του θανατωθέντος σε τροχαίο ατύχημα
Απόφαση της 24ης Μαΐου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ελέγχεται αναιρετικά η παραβίαση του ουσιαστικού αλλοδαπού κανόνα δικαίου. Παραβίαση δε του αλλοδαπού κανόνα μπορεί να γίνει επειδή ο σχετικός κανόνας δεν εφαρμόστηκε εάν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε επειδή εφαρμόστηκε χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, καθώς και εάν εφαρμόστηκε εσφαλμένα, έγινε δηλαδή ψευδής ερμηνεία ή κακή εφαρμογή (εσφαλμένη υπαγωγή).
Περαιτέρω, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του κράτους όπου τελέστηκε το αδίκημα, κατά το δίκαιο αυτό δε (lex causae) κρίνονται όλα τα συναφή ζητήματα, στα οποία περιλαμβάνονται ο δικαιούχος και ο υπόχρεος της αποζημίωσης καθώς και η μορφή και η έκταση αυτής. Η αξίωση αποζημίωσης που προβλέπεται από το άρθρο 928 εδ. β’ ΑΚ, που αφορά την αποζημίωση από τον υπαίτιο του τροχαίου ατυχήματος προς εκείνον που έχει δικαίωμα διατροφής εκ του νόμου από τον θανατωθέντα, αποτελεί γνήσια αξίωση αποζημίωσης. Συνεπώς, διέπεται από τη lex causae του τόπου του ατυχήματος και όχι από το δίκαιο της ιθαγένειας του θανατωθέντος ή του δικαιούχου της αποζημίωσης.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 24ης Μαΐου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ελέγχεται αναιρετικά η παραβίαση του ουσιαστικού αλλοδαπού κανόνα δικαίου. Παραβίαση δε του αλλοδαπού κανόνα μπορεί να γίνει επειδή ο σχετικός κανόνας δεν εφαρμόστηκε εάν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε επειδή εφαρμόστηκε χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, καθώς και εάν εφαρμόστηκε εσφαλμένα, έγινε δηλαδή ψευδής ερμηνεία ή κακή εφαρμογή (εσφαλμένη υπαγωγή).
Περαιτέρω, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του κράτους όπου τελέστηκε το αδίκημα, κατά το δίκαιο αυτό δε (lex causae) κρίνονται όλα τα συναφή ζητήματα, στα οποία περιλαμβάνονται ο δικαιούχος και ο υπόχρεος της αποζημίωσης καθώς και η μορφή και η έκταση αυτής. Η αξίωση αποζημίωσης που προβλέπεται από το άρθρο 928 εδ. β’ ΑΚ, που αφορά την αποζημίωση από τον υπαίτιο του τροχαίου ατυχήματος προς εκείνον που έχει δικαίωμα διατροφής εκ του νόμου από τον θανατωθέντα, αποτελεί γνήσια αξίωση αποζημίωσης. Συνεπώς, διέπεται από τη lex causae του τόπου του ατυχήματος και όχι από το δίκαιο της ιθαγένειας του θανατωθέντος ή του δικαιούχου της αποζημίωσης.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 865/2013: κλήτευση ερημοδικασθέντος διαδίκου βάσει της ελληνοαλβανικής Σύμβασης δικαστικής αρωγής
Απόφαση της 9ης Μαΐου 2013 (τμ. Δ) που αφορά την προσήκουσα κλήτευση του ερημοδικασθέντος διαδίκου ως προϋπόθεση αναγνώρισης του δεδικασμένου σύμφωνα με την ελληνοαλβανική Σύμβασης δικαστική αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας (ν. 2311/1995, ΦΕΚ Α’ 119).
Σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, μεταξύ των προϋποθέσεων για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από δικαστήριο της Αλβανίας, είναι ότι ο ερημοδικασθείς διάδικος πρέπει να έχει κλητευθεί εμπρόθεσμα και κατά προσήκοντα τρόπο. Για τον έλεγχο της προσήκουσας κλήτευσης, το ελληνικό δικαστήριο θα εφαρμόσει την ελληνοαλβανική Σύμβαση και μόνο στο βαθμό που οι διατάξεις αυτής δεν εφαρμόζονται, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του αλβανικού δικαίου.
Περαιτέρω, οι διατάξεις της ανωτέρω Σύμβασης εκτοπίζουν τις αντίστοιχες των άθρθων 134 και 136 ΚΠολΔ, στο βαθμό που οι τελευταίες επιτρέπουν την πλασματική επίδοση με την παράδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από την πραγματική παραλαβή του από τον παραλήπτη. Επομένως, εφόσον δεν προκύπτει η παραλαβή του προς επίδοση εγγράφου, εν προκειμένω του αναιρετηρίου, η αίτηση αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 9ης Μαΐου 2013 (τμ. Δ) που αφορά την προσήκουσα κλήτευση του ερημοδικασθέντος διαδίκου ως προϋπόθεση αναγνώρισης του δεδικασμένου σύμφωνα με την ελληνοαλβανική Σύμβασης δικαστική αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας (ν. 2311/1995, ΦΕΚ Α’ 119).
Σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, μεταξύ των προϋποθέσεων για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από δικαστήριο της Αλβανίας, είναι ότι ο ερημοδικασθείς διάδικος πρέπει να έχει κλητευθεί εμπρόθεσμα και κατά προσήκοντα τρόπο. Για τον έλεγχο της προσήκουσας κλήτευσης, το ελληνικό δικαστήριο θα εφαρμόσει την ελληνοαλβανική Σύμβαση και μόνο στο βαθμό που οι διατάξεις αυτής δεν εφαρμόζονται, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του αλβανικού δικαίου.
Περαιτέρω, οι διατάξεις της ανωτέρω Σύμβασης εκτοπίζουν τις αντίστοιχες των άθρθων 134 και 136 ΚΠολΔ, στο βαθμό που οι τελευταίες επιτρέπουν την πλασματική επίδοση με την παράδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από την πραγματική παραλαβή του από τον παραλήπτη. Επομένως, εφόσον δεν προκύπτει η παραλαβή του προς επίδοση εγγράφου, εν προκειμένω του αναιρετηρίου, η αίτηση αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 864/2013: κλήτευση ερημοδικασθέντος διαδίκου βάσει της ελληνοαλβανικής Σύμβασης δικαστικής αρωγής
Απόφαση της 9ης Μαΐου 2013 (τμ. Δ) που αφορά την προσήκουσα κλήτευση του ερημοδικασθέντος διαδίκου ως προϋπόθεση αναγνώρισης του δεδικασμένου σύμφωνα με την ελληνοαλβανική Σύμβασης δικαστική αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας (ν. 2311/1995, ΦΕΚ Α’ 119).
Σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, μεταξύ των προϋποθέσεων για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από δικαστήριο της Αλβανίας, είναι ότι ο ερημοδικασθείς διάδικος πρέπει να έχει κλητευθεί εμπρόθεσμα και κατά προσήκοντα τρόπο. Για τον έλεγχο της προσήκουσας κλήτευσης, το ελληνικό δικαστήριο θα εφαρμόσει την ελληνοαλβανική Σύμβαση και μόνο στο βαθμό που οι διατάξεις αυτής δεν εφαρμόζονται, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του αλβανικού δικαίου.
Συνεπώς, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, εφόσον ο παραλήπτης του επιδιδόμενου εγγράφου έχει γνωστή κατοικία στην Ελλάδα, η επίδοση θα πρέπει να γίνεται βάσει των διατάξεων της Σύμβασης και όχι βάσει των διατάξεων του αλβανικού δικαίου και συγκεκριμένα του άρθρου 133 του αλβανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει ότι: “όταν ο παραλήπτης δεν έχει κατοικία στη Δημοκρατία της Αλβανίας ή δεν έχει επιλέξει κατοικία ή δεν έχει ορίσει πληρεξούσιο (αντίκλητο) σύμφωνα με το άρθρο 131 του παρόντος Κώδικα, η επίδοση της πράξης πρέπει να γίνεται με ανάρτηση αντιγράφου στο δικαστήριο του τόπου όπου αναρτάται η κλήση προς επίδοση, στην κοινότητα όπου είχε την κατοικία του και στην περίπτωση που ο τόπος αυτός είναι άγνωστος στον τόπο της γενέτειράς του. Όταν υπάρχουν διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις στις οποίες η Δημοκρατίας της Αλβανίας είναι Συμβαλλόμενο Μέρος, η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται μόνον όταν είναι αδύνατο να εκτελεστεί η επίδοση με έναν από τους τρόπους που ορίζονται στις συμβάσεις αυτές”.
Εφόσον, επομένως, η επίδοση έγινε βάσει του άρθρου 133 ΚΠολΔ της Αλβανίας και όχι βάσει της Σύμβασης, εμποδίζεται η αναγνώριση του δεδικασμένου της απόφασης που εκδόθηκε από το αλβανικό δικαστήριο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 9ης Μαΐου 2013 (τμ. Δ) που αφορά την προσήκουσα κλήτευση του ερημοδικασθέντος διαδίκου ως προϋπόθεση αναγνώρισης του δεδικασμένου σύμφωνα με την ελληνοαλβανική Σύμβασης δικαστική αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας (ν. 2311/1995, ΦΕΚ Α’ 119).
Σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, μεταξύ των προϋποθέσεων για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από δικαστήριο της Αλβανίας, είναι ότι ο ερημοδικασθείς διάδικος πρέπει να έχει κλητευθεί εμπρόθεσμα και κατά προσήκοντα τρόπο. Για τον έλεγχο της προσήκουσας κλήτευσης, το ελληνικό δικαστήριο θα εφαρμόσει την ελληνοαλβανική Σύμβαση και μόνο στο βαθμό που οι διατάξεις αυτής δεν εφαρμόζονται, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του αλβανικού δικαίου.
Συνεπώς, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, εφόσον ο παραλήπτης του επιδιδόμενου εγγράφου έχει γνωστή κατοικία στην Ελλάδα, η επίδοση θα πρέπει να γίνεται βάσει των διατάξεων της Σύμβασης και όχι βάσει των διατάξεων του αλβανικού δικαίου και συγκεκριμένα του άρθρου 133 του αλβανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει ότι: “όταν ο παραλήπτης δεν έχει κατοικία στη Δημοκρατία της Αλβανίας ή δεν έχει επιλέξει κατοικία ή δεν έχει ορίσει πληρεξούσιο (αντίκλητο) σύμφωνα με το άρθρο 131 του παρόντος Κώδικα, η επίδοση της πράξης πρέπει να γίνεται με ανάρτηση αντιγράφου στο δικαστήριο του τόπου όπου αναρτάται η κλήση προς επίδοση, στην κοινότητα όπου είχε την κατοικία του και στην περίπτωση που ο τόπος αυτός είναι άγνωστος στον τόπο της γενέτειράς του. Όταν υπάρχουν διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις στις οποίες η Δημοκρατίας της Αλβανίας είναι Συμβαλλόμενο Μέρος, η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται μόνον όταν είναι αδύνατο να εκτελεστεί η επίδοση με έναν από τους τρόπους που ορίζονται στις συμβάσεις αυτές”.
Εφόσον, επομένως, η επίδοση έγινε βάσει του άρθρου 133 ΚΠολΔ της Αλβανίας και όχι βάσει της Σύμβασης, εμποδίζεται η αναγνώριση του δεδικασμένου της απόφασης που εκδόθηκε από το αλβανικό δικαστήριο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 263/2013: επίδοση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων – Καν. (ΕΚ) 1393/2007
Απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2013 (τμ. Α1).
Με βάση την απόφαση αυτή, η ερμηνεία των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοιβουλίου και του Συμβουλίου υποδεικνύει ότι η επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς πρόσωπο με γνωστή διαμονή ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση της πράξης στον αντίδικο (εν προκειμένω τον αναιρεσίβλητο), η οποία αποδεικνύεται με τη βεβαίωση του άρθρου 10 του Κανονισμού. Η πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις των άρθρων 134 και 136 ΚΠολΔ, αντιθέτως, δεν επαρκεί.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2013 (τμ. Α1).
Με βάση την απόφαση αυτή, η ερμηνεία των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοιβουλίου και του Συμβουλίου υποδεικνύει ότι η επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς πρόσωπο με γνωστή διαμονή ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση της πράξης στον αντίδικο (εν προκειμένω τον αναιρεσίβλητο), η οποία αποδεικνύεται με τη βεβαίωση του άρθρου 10 του Κανονισμού. Η πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις των άρθρων 134 και 136 ΚΠολΔ, αντιθέτως, δεν επαρκεί.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1521/2013: Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων (Καν. 44/2001)
Απόφαση της 24ης Απριλίου 2013 (τμ. Α1).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 ΚΠολΔ και 2 παρ. 1, 5, 6 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 προκύπτει
α) ότι τα πρόσωπα που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος, χωρίς να έχουν την ιθαγένεια του μέλους αυτού, υπάγονται, στο κράτος αυτό και συνεπώς ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν
β) για τις διαφορές από τη σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων μεταξύ προσώπων – κατοίκων των χωρών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση των Βρυξελλών (ήδη Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου), ιδρύεται δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων εφόσον η παράδοση των εμπορευμάτων κατά τη σύμβαση έγινε ή έπρεπε να γίνει στην Ελλάδα και δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση
γ) ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του επί εδάφους κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος, για τις αναφερόμενες στο άρθρο 5 διαφορές, εάν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ τη χωριστή εκδίκασή τους και
δ) ότι εταιρεία που έχει την καταστατική της έδρα στο εξωτερικό, της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική έδρα της, αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται με βάση τον τόπο της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρεία. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον για την ίδια, από τη σύμβαση διαφορά, ενέχεται και άλλο πρόσωπο, που κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εγκύρως ενάγεται στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο αποκτά και γι’ αυτό διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον πρόκειται για διαφορά που επιδέχεται ενιαία ρύθμιση και προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 24ης Απριλίου 2013 (τμ. Α1).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 ΚΠολΔ και 2 παρ. 1, 5, 6 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 προκύπτει
α) ότι τα πρόσωπα που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος, χωρίς να έχουν την ιθαγένεια του μέλους αυτού, υπάγονται, στο κράτος αυτό και συνεπώς ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν
β) για τις διαφορές από τη σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων μεταξύ προσώπων – κατοίκων των χωρών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση των Βρυξελλών (ήδη Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου), ιδρύεται δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων εφόσον η παράδοση των εμπορευμάτων κατά τη σύμβαση έγινε ή έπρεπε να γίνει στην Ελλάδα και δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση
γ) ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του επί εδάφους κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος, για τις αναφερόμενες στο άρθρο 5 διαφορές, εάν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ τη χωριστή εκδίκασή τους και
δ) ότι εταιρεία που έχει την καταστατική της έδρα στο εξωτερικό, της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική έδρα της, αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται με βάση τον τόπο της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρεία. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον για την ίδια, από τη σύμβαση διαφορά, ενέχεται και άλλο πρόσωπο, που κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εγκύρως ενάγεται στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο αποκτά και γι’ αυτό διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον πρόκειται για διαφορά που επιδέχεται ενιαία ρύθμιση και προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1527/2013: κοινοποίηση δικαστικών πράξεων στο εξωτερικό βάσει του Καν. 1393/2007
Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2013 (τμ. Α1).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/13.11.2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που ρυθμίζει τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη (άρθρο 1 παρ. 1 και 2). Σύμφωνα με τον Κανονισμό, η υπηρεσία παραλαβής του κράτους, στο οποίο διαβιβάστηκε η προς επίδοση πράξη, επιδίδει ή κοινοποιεί το συντομότερο δυνατόν την πράξη και οπωσδήποτε εντός μηνός από την παραλαβή ή μεριμνά προς τούτο είτε κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής είτε κατά την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους (άρθρο 7 παρ. 1 και 2). Μετά δε την ολοκλήρωση των διατυπώσεων επίδοσης ή κοινοποίησης, εκδίδεται σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι του Κανονισμού, η οποία αποστέλλεται στην αρχή του κράτους μέλους που τη διαβίβασε (άρθρ. 10§1). Για την περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, τον οποίο αφορά η επίδοση εγγράφου εισαγωγικού δίκης ή άλλης ισοδύναμης πράξης, που διαβιβάστηκε για το σκοπό αυτό σε άλλο κράτος μέλος, προβλέπεται στον Κανονισμό ότι ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε, όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους της παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων που βρίσκονται στην επικράτειά του ή β) ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον Κανονισμό, καθώς και ότι και στις δυο περιπτώσεις η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί (άρθρο 19 παρ. 1). Ωστόσο παρέχεται σε κάθε κράτος μέλος η ευχέρεια να δηλώσει κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού ότι οι δικαστές του μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάστηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον Κανονισμό, β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες και γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμόδιων αρχών ή φορέων του κράτους παραλαβής (άρθρο 19 παρ. 2).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2013 (τμ. Α1).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/13.11.2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που ρυθμίζει τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη (άρθρο 1 παρ. 1 και 2). Σύμφωνα με τον Κανονισμό, η υπηρεσία παραλαβής του κράτους, στο οποίο διαβιβάστηκε η προς επίδοση πράξη, επιδίδει ή κοινοποιεί το συντομότερο δυνατόν την πράξη και οπωσδήποτε εντός μηνός από την παραλαβή ή μεριμνά προς τούτο είτε κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής είτε κατά την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους (άρθρο 7 παρ. 1 και 2). Μετά δε την ολοκλήρωση των διατυπώσεων επίδοσης ή κοινοποίησης, εκδίδεται σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι του Κανονισμού, η οποία αποστέλλεται στην αρχή του κράτους μέλους που τη διαβίβασε (άρθρ. 10§1). Για την περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, τον οποίο αφορά η επίδοση εγγράφου εισαγωγικού δίκης ή άλλης ισοδύναμης πράξης, που διαβιβάστηκε για το σκοπό αυτό σε άλλο κράτος μέλος, προβλέπεται στον Κανονισμό ότι ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε, όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους της παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων που βρίσκονται στην επικράτειά του ή β) ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον Κανονισμό, καθώς και ότι και στις δυο περιπτώσεις η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί (άρθρο 19 παρ. 1). Ωστόσο παρέχεται σε κάθε κράτος μέλος η ευχέρεια να δηλώσει κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού ότι οι δικαστές του μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάστηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον Κανονισμό, β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες και γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμόδιων αρχών ή φορέων του κράτους παραλαβής (άρθρο 19 παρ. 2).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 670/2013: αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων διαζυγίου βάσει ελληνοαλβανικής Σύμβασης περί δικαστικής αρωγής
Απόφαση της 12ης Απριλίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, τυχόν διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα σχετικά με την αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπών αποφάσεων υπερισχύουν, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος των διατάξεων των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικά και μόνο εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με διατάξεις της διεθνούς σύμβασης. Μεταξύ δε Ελλάδας και Αλβανίας έχει καταρτιστεί η από 17-5-1993 Διμερής Σύμβαση δικαστικής αρωγής μεταξύ των κρατών αυτών, που κυρώθηκε με το ν. 2311/1995 και τέθηκε σε ισχύ από 15-9-1995.
Σύμφωνα με το άρθρο 24 της ανωτέρω Σύμβασης, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 905 παρ. 4 ΚΠολΔ, για την αναγνώριση απόφασης αλβανικού δικαστηρίου, η οποία αφορά οικογενειακή υπόθεση κατά το άρθρο 23 παρ. 1 περ. α’ της Σύμβασης αυτής, θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) να έχει αποκτήσει η απόφαση, κατά τη νομοθεσία του συμβαλλόμενους μέρους προέλευσης αυτής, ισχύ δεδικασμένου και να είναι εκτελεστή
β) τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους εκτέλεσης να μην είναι, κατά το δίκαιο του κράτους αυτού, αποκλειστικώς αρμόδια για την εκδίκαση της υπόθεσης
γ) η εμπρόθεσμη και προσήκουσα κλήση του ερημοδικασθέντος διαδίκου, ο οποίος δεν μετέσχε στη διαδικασία ή η νόμιμη αντιπροσώπευση του διαδίκου που δεν εμφανίστηκε και που δεν είχε την ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο, ενώ η κλήση με θυροκόλληση δε λαμβάνεται υπ’ όψιν
δ) η απόφαση να μην είναι αντίθετη με προηγούμενη απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μεταξύ των ίδιων μερών, σχετικά με το ίδιο αντικείμενο και επί της ίδιας ουσίας και που εκδόθηκε από το δικαστήριο του συμβαλλόμενου κράτους αναγνώρισης ή εκτέλεσης ή να μην έχει εγερθεί καμιά αγωγή προηγούμενα ενώπιον του δικαστηρίου του συμβαλλόμενου αυτού μέρους για την ίδια υπόθεση
ε) η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης να μην αντίκειται στη δημόσια τάξη ή τις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οποίου πρέπει να λάβουν χώρα η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης
στ) να υπάγεται, κατά το ελληνικό δίκαιο, η υπόθεση στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση (323 περ.2 ΚΠολΔ) και
ζ) να μη στερήθηκε το δικαίωμα υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη ο διάδικος που νικήθηκε (323 περ.3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με την κρίση του Ακυρωτικού, η αντίθεση της αλλοδαπής απόφασης που αφορά οικογενειακή υπόθεση, όπως είναι το διαζύγιο, προς τη δημόσια τάξη κρίνεται σε συνάρτηση με το αν οι έννομες συνέπειες, που αυτή αναπτύσσει στην ημεδαπή αντίκεινται στις θεμελιώδεις αρχές που επικρατούν στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι κατά το άρθρο 1438 ΑΚ, το διαζύγιο απαγγέλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι αντίκειται στη δημόσια τάξη η αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου πριν αυτή γίνει αμετάκλητη.
Επίσης, άλλη προϋπόθεση για την ανωτέρω αναγνώριση είναι να μην έχει ασκηθεί καμία αγωγή ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση πριν από τη δημοσίευση της αλβανικής απόφασης, της οποίας ζητείται η αναγνώριση του δεδικασμένου, διότι διαφορετικά θα προσέκρουσε στην ημεδαπή δημόσια τάξη. ΟΆρειος Πάγος τόνισε σχετικά ότι η εκκρεμούσα αγωγή ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων θα πρέπει να είναι προγενέστερη της έκδοσης της αλλοδαπής απόφασης ώστε να αποκρούεται η αναγνώριση και εκτέλεση της τελευταίας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση της 12ης Απριλίου 2013 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, τυχόν διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα σχετικά με την αναγνώριση και κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπών αποφάσεων υπερισχύουν, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος των διατάξεων των άρθρων 323 και 905 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικά και μόνο εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με διατάξεις της διεθνούς σύμβασης. Μεταξύ δε Ελλάδας και Αλβανίας έχει καταρτιστεί η από 17-5-1993 Διμερής Σύμβαση δικαστικής αρωγής μεταξύ των κρατών αυτών, που κυρώθηκε με το ν. 2311/1995 και τέθηκε σε ισχύ από 15-9-1995.
Σύμφωνα με το άρθρο 24 της ανωτέρω Σύμβασης, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 905 παρ. 4 ΚΠολΔ, για την αναγνώριση απόφασης αλβανικού δικαστηρίου, η οποία αφορά οικογενειακή υπόθεση κατά το άρθρο 23 παρ. 1 περ. α’ της Σύμβασης αυτής, θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) να έχει αποκτήσει η απόφαση, κατά τη νομοθεσία του συμβαλλόμενους μέρους προέλευσης αυτής, ισχύ δεδικασμένου και να είναι εκτελεστή
β) τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους εκτέλεσης να μην είναι, κατά το δίκαιο του κράτους αυτού, αποκλειστικώς αρμόδια για την εκδίκαση της υπόθεσης
γ) η εμπρόθεσμη και προσήκουσα κλήση του ερημοδικασθέντος διαδίκου, ο οποίος δεν μετέσχε στη διαδικασία ή η νόμιμη αντιπροσώπευση του διαδίκου που δεν εμφανίστηκε και που δεν είχε την ικανότητα να παρίσταται σε δικαστήριο, ενώ η κλήση με θυροκόλληση δε λαμβάνεται υπ’ όψιν
δ) η απόφαση να μην είναι αντίθετη με προηγούμενη απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μεταξύ των ίδιων μερών, σχετικά με το ίδιο αντικείμενο και επί της ίδιας ουσίας και που εκδόθηκε από το δικαστήριο του συμβαλλόμενου κράτους αναγνώρισης ή εκτέλεσης ή να μην έχει εγερθεί καμιά αγωγή προηγούμενα ενώπιον του δικαστηρίου του συμβαλλόμενου αυτού μέρους για την ίδια υπόθεση
ε) η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης να μην αντίκειται στη δημόσια τάξη ή τις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οποίου πρέπει να λάβουν χώρα η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης
στ) να υπάγεται, κατά το ελληνικό δίκαιο, η υπόθεση στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση (323 περ.2 ΚΠολΔ) και
ζ) να μη στερήθηκε το δικαίωμα υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη ο διάδικος που νικήθηκε (323 περ.3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με την κρίση του Ακυρωτικού, η αντίθεση της αλλοδαπής απόφασης που αφορά οικογενειακή υπόθεση, όπως είναι το διαζύγιο, προς τη δημόσια τάξη κρίνεται σε συνάρτηση με το αν οι έννομες συνέπειες, που αυτή αναπτύσσει στην ημεδαπή αντίκεινται στις θεμελιώδεις αρχές που επικρατούν στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι κατά το άρθρο 1438 ΑΚ, το διαζύγιο απαγγέλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι αντίκειται στη δημόσια τάξη η αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου πριν αυτή γίνει αμετάκλητη.
Επίσης, άλλη προϋπόθεση για την ανωτέρω αναγνώριση είναι να μην έχει ασκηθεί καμία αγωγή ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση πριν από τη δημοσίευση της αλβανικής απόφασης, της οποίας ζητείται η αναγνώριση του δεδικασμένου, διότι διαφορετικά θα προσέκρουσε στην ημεδαπή δημόσια τάξη. ΟΆρειος Πάγος τόνισε σχετικά ότι η εκκρεμούσα αγωγή ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων θα πρέπει να είναι προγενέστερη της έκδοσης της αλλοδαπής απόφασης ώστε να αποκρούεται η αναγνώριση και εκτέλεση της τελευταίας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 1027/2013: απαράδεκτο ισχυρισμού για την παραβίαση κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου
Απόφαση της 28ης Μαΐου 2013 (τμ. Α2), η οποία αφορά το παραδεκτό της προβολής ισχυρισμού περί παραβίασης κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Σύμφωνα με την απόφαση του ελληνικού Ακυρωτικού, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Εάν ο αναιρεσείων, ο οποίος ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 25 ΑΚ αλλά και των άρθρων 3 και 4 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης της Ρώμης του 1980, δεν προέβαλε ισχυρισμό και μάλιστα σαφή και ορισμένο ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην υπό κρίση διαφορά ήταν αλλοδαπό δίκαιο αλλά ασαφείς και αόριστους ισχυρισμούς περί αοριστίας και νόμω αβασίμου της αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, ο σχετικός ισχυρισμός, προβαλλόμενος κατά την αναιρετική δίκη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τούτο μάλιστα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι επικαλείται την ύπαρξη συνδετικών στοιχείων που παραπέμπουν στο αλλοδαπό εφαρμοστέο δίκαιο (έναντι του ελληνικού), εφόσον στη συνέχεια ο ίδιος, για να καταδείξει το αόριστο και το νόμω αβάσιμο της αγωγής, επικαλέσθηκε διατάξεις του ελληνικού δικαίου (εν προκειμένω τα άρθρα 806 και 807 Α.Κ).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 28ης Μαΐου 2013 (τμ. Α2), η οποία αφορά το παραδεκτό της προβολής ισχυρισμού περί παραβίασης κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Σύμφωνα με την απόφαση του ελληνικού Ακυρωτικού, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Εάν ο αναιρεσείων, ο οποίος ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 25 ΑΚ αλλά και των άρθρων 3 και 4 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης της Ρώμης του 1980, δεν προέβαλε ισχυρισμό και μάλιστα σαφή και ορισμένο ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην υπό κρίση διαφορά ήταν αλλοδαπό δίκαιο αλλά ασαφείς και αόριστους ισχυρισμούς περί αοριστίας και νόμω αβασίμου της αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, ο σχετικός ισχυρισμός, προβαλλόμενος κατά την αναιρετική δίκη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τούτο μάλιστα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι επικαλείται την ύπαρξη συνδετικών στοιχείων που παραπέμπουν στο αλλοδαπό εφαρμοστέο δίκαιο (έναντι του ελληνικού), εφόσον στη συνέχεια ο ίδιος, για να καταδείξει το αόριστο και το νόμω αβάσιμο της αγωγής, επικαλέσθηκε διατάξεις του ελληνικού δικαίου (εν προκειμένω τα άρθρα 806 και 807 Α.Κ).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 775/2013: Διεθνής δικαιοδοσία για κληρονομικές διαφορές σχετικά με ακίνητο στην ημεδαπή
Απόφαση της 22ας Απριλίου 2013 (τμήμα Δ).
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, το άρθρο 3 ΚΠολΔ απαιτεί, για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, οποιοδήποτε στοιχείο σύνδεσης θεμελιώνει δωσιδικία ελληνικού δικαστηρίου. Η ταυτόχρονη ύπαρξη ημεδαπής γενικής δωσιδικίας και αλλοδαπής αποκλειστικής δωσιδικίας αποκλείει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Το άρθρο 4 ΚΠολΔ δε, προβλέπει ότι η έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως στις εξής περίπτωσεις: α) εάν ο εναγόμενος δεν παρέστη στη δίκη και β) εάν η υπόθεση αφορά ακίνητο που κείται σε άλλο κράτος. Το άρθρο 4 ισχύει τόσο για τη θεμελίωση όσο και για τον αποκλεισμό της ημεδαπής αποκλειστικής δικαιοδοσίας και επομένως υπάρχει αποκλειστική δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για διαφορές περί ακινήτων κειμένων στην Ελλάδα, η οποία καθιστά ανεφάρμοστη οιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου, στηριζόμενη σε άλλη αποκλειστική δωσιδικία κατά τον ΚΠολΔ. Επομένως, αν ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε κατοικία και διαμονή στην αλλοδαπή δεν συντρέχει μεν διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων για την εκδίκαση των κληρονομικών διαφορών, λόγω της αποκλειστικής δωσιδικίας του άρθρου 30 του ΚΠολΔ, δύναται όμως να υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία τούτων, λόγω της αποκλειστικής δωσιδικίας των ακινήτων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 22ας Απριλίου 2013 (τμήμα Δ).
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, το άρθρο 3 ΚΠολΔ απαιτεί, για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, οποιοδήποτε στοιχείο σύνδεσης θεμελιώνει δωσιδικία ελληνικού δικαστηρίου. Η ταυτόχρονη ύπαρξη ημεδαπής γενικής δωσιδικίας και αλλοδαπής αποκλειστικής δωσιδικίας αποκλείει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Το άρθρο 4 ΚΠολΔ δε, προβλέπει ότι η έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως στις εξής περίπτωσεις: α) εάν ο εναγόμενος δεν παρέστη στη δίκη και β) εάν η υπόθεση αφορά ακίνητο που κείται σε άλλο κράτος. Το άρθρο 4 ισχύει τόσο για τη θεμελίωση όσο και για τον αποκλεισμό της ημεδαπής αποκλειστικής δικαιοδοσίας και επομένως υπάρχει αποκλειστική δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για διαφορές περί ακινήτων κειμένων στην Ελλάδα, η οποία καθιστά ανεφάρμοστη οιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου, στηριζόμενη σε άλλη αποκλειστική δωσιδικία κατά τον ΚΠολΔ. Επομένως, αν ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε κατοικία και διαμονή στην αλλοδαπή δεν συντρέχει μεν διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων για την εκδίκαση των κληρονομικών διαφορών, λόγω της αποκλειστικής δωσιδικίας του άρθρου 30 του ΚΠολΔ, δύναται όμως να υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία τούτων, λόγω της αποκλειστικής δωσιδικίας των ακινήτων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1308/2013: εφαρμοστέο δίκαιο στην αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ άρθρο 26 ΑΚ
Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2013 (τμήμα Δ) που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο επί της αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτωσης σε αυτοκινητικό ατύχημα, ειδικότερα δε το δίκαιο με το οποίο θα οριστούν οι δικαιούχοι της αποζημίωσης αυτής.
Σύμφωνα με την κρίση του Ακυρωτικού, σε περίπτωση αδικοπραξίας, όπως είναι επί παραδείγματι η πρόκληση ζημίας σε αυτοκινητικό ατύχημα, το εφαρμοστέο δίκαιο κατά το άρθρο 26 ΑΚ είναι το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Κατά το δίκαιο αυτό δε κρίνεται και το ζήτημα της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (932 ΑΚ), ειδικότερα δε το ζήτημα των δικαιούχων προς αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης. Η αόριστη νομική έννοια της “οικογένειας” εξειδικεύεται δε με βάση το δίκαιο του τόπου τέλεσης του αδικήματος σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ και όχι με το δίκαιο στο οποίο παραπέμπει ο κανόνας σύγκρουσης που ρυθμίζει την έννομη σχέση της ενδεχόμενης συγγένειας μεταξύ του θανόντος και του αιτούντος αποζημίωση. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, μια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ η ύπαρξη ή όχι γάμου ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα των οικείων του θανατωθέντος. Συνεπώς, δεν υφίσταται ζήτημα προκριματικής κρίσης του δικαστηρίου και η απόφαση του Εφετείου που εφάρμοσε το αλβανικό δίκαιο, ως δίκαιο της ιθαγένειας των εμπλεκομένων προσώπων, είναι αναιρετέα.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2013 (τμήμα Δ) που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο επί της αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτωσης σε αυτοκινητικό ατύχημα, ειδικότερα δε το δίκαιο με το οποίο θα οριστούν οι δικαιούχοι της αποζημίωσης αυτής.
Σύμφωνα με την κρίση του Ακυρωτικού, σε περίπτωση αδικοπραξίας, όπως είναι επί παραδείγματι η πρόκληση ζημίας σε αυτοκινητικό ατύχημα, το εφαρμοστέο δίκαιο κατά το άρθρο 26 ΑΚ είναι το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Κατά το δίκαιο αυτό δε κρίνεται και το ζήτημα της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (932 ΑΚ), ειδικότερα δε το ζήτημα των δικαιούχων προς αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης. Η αόριστη νομική έννοια της “οικογένειας” εξειδικεύεται δε με βάση το δίκαιο του τόπου τέλεσης του αδικήματος σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ και όχι με το δίκαιο στο οποίο παραπέμπει ο κανόνας σύγκρουσης που ρυθμίζει την έννομη σχέση της ενδεχόμενης συγγένειας μεταξύ του θανόντος και του αιτούντος αποζημίωση. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, μια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ η ύπαρξη ή όχι γάμου ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα των οικείων του θανατωθέντος. Συνεπώς, δεν υφίσταται ζήτημα προκριματικής κρίσης του δικαστηρίου και η απόφαση του Εφετείου που εφάρμοσε το αλβανικό δίκαιο, ως δίκαιο της ιθαγένειας των εμπλεκομένων προσώπων, είναι αναιρετέα.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 442/2013: Διεθνής δικαιοδοσία σε υπόθεση ασφαλιστικής σύμβασης σύμφωνα με τον Κανονισμό 44/2001
Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013 (τμ. Δ), η οποία αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλιστικών συμβάσεων βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ου Συμβουλίου της 22 Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Κανονισμός 44/2001 στο άρθρο 9 ορίζει ότι: “1. Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους – μέλους, όπου έχει την κατοικία του ή β) σε άλλο κράτος-μέλος, εφ’ όσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος, ή ο δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων έχει την κατοικία ή (…)”. Εξ άλλου, στο άρθρο 11 (αρθρο 10 Συμβάσεως Βρυξελλών), ορίζεται ότι: 1) Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί επίσης να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει. 2)Οι διατάξεις των αρθρων 8, 9 και,10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφ’ όσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται”. Εν όψει της παραπομπής της παρ. 2 του άρθρου 11 του άνω Κανονισμού στο αρθρ. 9 του ιδίου Κανονισμού γεννήθηκε το ζήτημα κατά πόσο ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα δύναται να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος κατά την έννοια της β’ περιπτώσεως της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού.
Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ζημιωθέντος, διότι εάν αυτός χρειασθεί να ασκήσει αγωγή για την διεκδίκηση των αξιώσεων του έχει τη δυνατότητα να εγείρει αυτή και ενώπιον δικαστηρίου της χώρας της κατοικίας του με προφανή τα εντεύθεν γι’ αυτόν πλεονεκτήματα. Για το λόγο αυτό το γερμανικό Ακυρωτικό απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ), το οποίο απεφάνθη ότι η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 στο άρθρο 9 παρ.1 στοιχείο β’ του Κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του σε κράτος – μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους – μέλους.
Τέτοια ρύθμιση έχει εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3746/2009, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η πέμπτη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα έπρεπε να καταστεί εσωτερικό δίκαιο μέχρι 11-6-2007. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον Ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτό.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013 (τμ. Δ), η οποία αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλιστικών συμβάσεων βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ου Συμβουλίου της 22 Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Κανονισμός 44/2001 στο άρθρο 9 ορίζει ότι: “1. Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους – μέλους, όπου έχει την κατοικία του ή β) σε άλλο κράτος-μέλος, εφ’ όσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος, ή ο δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων έχει την κατοικία ή (…)”. Εξ άλλου, στο άρθρο 11 (αρθρο 10 Συμβάσεως Βρυξελλών), ορίζεται ότι: 1) Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί επίσης να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει. 2)Οι διατάξεις των αρθρων 8, 9 και,10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφ’ όσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται”. Εν όψει της παραπομπής της παρ. 2 του άρθρου 11 του άνω Κανονισμού στο αρθρ. 9 του ιδίου Κανονισμού γεννήθηκε το ζήτημα κατά πόσο ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα δύναται να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος κατά την έννοια της β’ περιπτώσεως της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού.
Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ζημιωθέντος, διότι εάν αυτός χρειασθεί να ασκήσει αγωγή για την διεκδίκηση των αξιώσεων του έχει τη δυνατότητα να εγείρει αυτή και ενώπιον δικαστηρίου της χώρας της κατοικίας του με προφανή τα εντεύθεν γι’ αυτόν πλεονεκτήματα. Για το λόγο αυτό το γερμανικό Ακυρωτικό απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ), το οποίο απεφάνθη ότι η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 στο άρθρο 9 παρ.1 στοιχείο β’ του Κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του σε κράτος – μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους – μέλους.
Τέτοια ρύθμιση έχει εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3746/2009, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η πέμπτη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα έπρεπε να καταστεί εσωτερικό δίκαιο μέχρι 11-6-2007. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον Ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτό.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 485/2013: Νομική κατάσταση των θρησκευτικών καθιδρυμάτων κατά το οθωμανικό δίκαιο
Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013 (τμ. Γ) που αφορά, μεταξύ άλλων, τη νομική κατάσταση των θρησκευτικών καθιδρυμάτων κατά το οθωμανικό δίκαιο την περίοδο της Τουρκοκρατίας και την αποδεικτική δύναμη των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων.
Σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, για τα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα δεν εφαρμόζεται το άρθρο 455 ΚΠολΔ, βάσει του οποίου καθιερώνεται τεκμήριο γνησιότητας των δημοσίων εγγράφων το οποίο κάμπτεται με την προσβολή τους ως πλαστών, αλλά το άρθρο 456 ΚΠολΔ και συνεπώς δεν υφίσταται το ανωτέρω τεκμήριο. Το δικαστήριο, ωστόσο, μπορεί, με βάση τις περιστάσεις, να θεωρήσει αυτά γνήσια και χωρίς απόδειξη.
Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος προέβη στην ανάλυση του Οθωμανικού δικαίου επί Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την οποία: Τα θρησκευτικά καθιδρύματα δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αναγνωρίζονταν όμως de facto περιουσιακές ολότητες προορισμένες για την εξυπηρέτηση του θρησκευτικού και του φιλανθρωπικού σκοπού τους. Λόγω της ιδιόρρυθμης αυτής νομικής κατάστασης τα θρησκευτικά ή ευαγή καθιδρύματα δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία στο όνομά τους και η απόκτηση περιουσίας γινόταν με εικονικές δικαιοπραξίες στο όνομα φυσικών προσώπων, τα οποία αποκτούσαν προσωπικά αυτή την περιουσία. Η αφιερωμένη περιουσία σε εκκλησιαστικά καθιδρύματα μη Μουσουλμανικών θρησκειών, ανήκε στην κατηγορία των εξαιρετικών βακουφιών (μουστεστά) και η διοίκησή της ρυθμιζόταν από την αφιερωτήρια πράξη ή από τη συνήθεια που από παλιά κρατούσε και δεν την είχε εκείνος στο όνομα του οποίου είχε γίνει (εικονικά) η σχετική δικαιοπραξία. Την πραγματική αυτή κατάσταση που υπήρχε στις Νέες Χώρες κατά το χρόνο της απελευθέρωσής τους από την Ελλάδα αναγνώρισε και ο Έλληνας Νομοθέτης προνοώντας για την εξασφάλιση των περιουσιών αυτών των νομικών προσώπων. Έτσι με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 147/1914 “περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας” ορίστηκε ότι: ” Εν ταις χώραις ταίς διατελούσαις τέως υπό την άμεσον Οθωμανικήν κυριαρχίαν εισί δεκτικά μεταγραφής, τα καθ’ οιονδήποτε τύπον συντεταγμένα αντέγγραφα, δι’ων αποδεικνύεται ότι ακίνητα κτήματα εικονικώς παρίστανται ως ανήκοντα εις ωρισμένον ιδιώτην, ενώ πράγματι ανήκουσιν εις κοινότητας, ευαγή ή φιλανθρωπικά ιδρύματα ή εις το Ελληνικόν Δημόσιον. Μεταγράφονται δε ταύτα άνευ χρονικού τινός περιορισμού, προσαγόμενα εν πρωτοτύπω ή όπου ταύτα είνε κατακεχωρημένα εις βιβλία Μητροπόλεων, εν αντιγράφω κεκυρωμένω υπό του αρμοδίου Μητροπολίτου. Προς βεβαίωσιν της ταυτότητος του κτήματος, εφ’ όσον τούτο δεν καθορίζεται επαρκώς εν τω αντεγγράφω, δέον μετ’ αυτού να μεταγραφή και ο σχετικός τίτλος του εικονικώς φαινομένου κτήτορος εν κεκυρωμένη μεταφράσει. Η τε πράξις της μεταγραφής ταύτης και τα προσαγόμενα ως άνω έγγραφα απαλλάσσονται παντός τέλους και δαπάνης. Δια της τοιαύτης δε μεταγραφής και απ’ αυτής αποκλείεται η ένστασις παντός τυχόν παρά του εικονικού κυρίου κτησαμένου περί καλής αυτού πίστεως”.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013 (τμ. Γ) που αφορά, μεταξύ άλλων, τη νομική κατάσταση των θρησκευτικών καθιδρυμάτων κατά το οθωμανικό δίκαιο την περίοδο της Τουρκοκρατίας και την αποδεικτική δύναμη των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων.
Σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, για τα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα δεν εφαρμόζεται το άρθρο 455 ΚΠολΔ, βάσει του οποίου καθιερώνεται τεκμήριο γνησιότητας των δημοσίων εγγράφων το οποίο κάμπτεται με την προσβολή τους ως πλαστών, αλλά το άρθρο 456 ΚΠολΔ και συνεπώς δεν υφίσταται το ανωτέρω τεκμήριο. Το δικαστήριο, ωστόσο, μπορεί, με βάση τις περιστάσεις, να θεωρήσει αυτά γνήσια και χωρίς απόδειξη.
Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος προέβη στην ανάλυση του Οθωμανικού δικαίου επί Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την οποία: Τα θρησκευτικά καθιδρύματα δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αναγνωρίζονταν όμως de facto περιουσιακές ολότητες προορισμένες για την εξυπηρέτηση του θρησκευτικού και του φιλανθρωπικού σκοπού τους. Λόγω της ιδιόρρυθμης αυτής νομικής κατάστασης τα θρησκευτικά ή ευαγή καθιδρύματα δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία στο όνομά τους και η απόκτηση περιουσίας γινόταν με εικονικές δικαιοπραξίες στο όνομα φυσικών προσώπων, τα οποία αποκτούσαν προσωπικά αυτή την περιουσία. Η αφιερωμένη περιουσία σε εκκλησιαστικά καθιδρύματα μη Μουσουλμανικών θρησκειών, ανήκε στην κατηγορία των εξαιρετικών βακουφιών (μουστεστά) και η διοίκησή της ρυθμιζόταν από την αφιερωτήρια πράξη ή από τη συνήθεια που από παλιά κρατούσε και δεν την είχε εκείνος στο όνομα του οποίου είχε γίνει (εικονικά) η σχετική δικαιοπραξία. Την πραγματική αυτή κατάσταση που υπήρχε στις Νέες Χώρες κατά το χρόνο της απελευθέρωσής τους από την Ελλάδα αναγνώρισε και ο Έλληνας Νομοθέτης προνοώντας για την εξασφάλιση των περιουσιών αυτών των νομικών προσώπων. Έτσι με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 147/1914 “περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας” ορίστηκε ότι: ” Εν ταις χώραις ταίς διατελούσαις τέως υπό την άμεσον Οθωμανικήν κυριαρχίαν εισί δεκτικά μεταγραφής, τα καθ’ οιονδήποτε τύπον συντεταγμένα αντέγγραφα, δι’ων αποδεικνύεται ότι ακίνητα κτήματα εικονικώς παρίστανται ως ανήκοντα εις ωρισμένον ιδιώτην, ενώ πράγματι ανήκουσιν εις κοινότητας, ευαγή ή φιλανθρωπικά ιδρύματα ή εις το Ελληνικόν Δημόσιον. Μεταγράφονται δε ταύτα άνευ χρονικού τινός περιορισμού, προσαγόμενα εν πρωτοτύπω ή όπου ταύτα είνε κατακεχωρημένα εις βιβλία Μητροπόλεων, εν αντιγράφω κεκυρωμένω υπό του αρμοδίου Μητροπολίτου. Προς βεβαίωσιν της ταυτότητος του κτήματος, εφ’ όσον τούτο δεν καθορίζεται επαρκώς εν τω αντεγγράφω, δέον μετ’ αυτού να μεταγραφή και ο σχετικός τίτλος του εικονικώς φαινομένου κτήτορος εν κεκυρωμένη μεταφράσει. Η τε πράξις της μεταγραφής ταύτης και τα προσαγόμενα ως άνω έγγραφα απαλλάσσονται παντός τέλους και δαπάνης. Δια της τοιαύτης δε μεταγραφής και απ’ αυτής αποκλείεται η ένστασις παντός τυχόν παρά του εικονικού κυρίου κτησαμένου περί καλής αυτού πίστεως”.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 596/2013: εφαρμοστέο δίκαιο στις ασφαλιστικές συμβάσεις σύμφωνα με το ν.δ. 400/1970
Απόφαση της 1ης Απριλίου 2013 (τμήμα Α1), η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου στις ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν.δ. 400/1970.
Σύμφωνα με την απόφαση του ελληνικού Ακυρωτικού, το νομοθετικό διάταγμα 400/1970 διέπει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ανωτέρω διατάγματος, κάθε ασφάλιση της οποίας το ασφαλιστήριο εκδίδεται στην Ελλάδα ή εκδιδόμενο στην αλλοδαπή είτε προσυπογράφεται από τον αντιπρόσωππο στην Ελλάδα της εκδότριας ασφαλστικής επιχείρησης, είτε συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του 7ου κεφαλαίου του εν λόγω διατάγματος “Ιδιαίτερες διατάξεις για την Ελευθερία Εγκατάστασης και την Ελεύθερη Παροχή Υπηρεσιών”. Το άρθρο 2 του ανωτέρω διατάγματος καθιερώνει μονομερή κανόνα συγκρούσεως για τις ασφαλισίσεις κατά ζημιών του άρθρου 13 παρ. 1 και 3 του διατάγματος και προβλέπει τα εξής: “Α. Όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στην Ελλάδα και ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητας του στην Ελλάδα, η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, επιφυλασσομένων των επόμενων υπό στοιχείο Β έως και Η περιπτώσεων. … Ε. Κατ’ εξαίρεση των ανωτέρω, για τις ασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13 παρ. 3 του παρόντος, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα το εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση”.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι από τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες μεταξύ τους, προκύπτει, ότι η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη αποκλείεται στην περίπτωση, κατά την οποία τα συγκεκριμένα συνδετικά στοιχεία (και δη ο εντοπισμός του κινδύνου συνδυαζόμενος, διαζευκτικά, με τη συνήθη διαμονή ή το κέντρο της δραστηριότητας του ασφαλισμένου) συγκεντρώνονται στην Ελλάδα, με την εξαίρεση των μεγάλων κινδύνων (άρθρο 4 παρ. 2 στοιχ. Ε σε συνδ. με άρθρο 13 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970). Πρόκειται για τις ασφαλίσεις: 1) σιδηροδρομικών οχημάτων, αεροσκαφών, πλοίων, αστικής ευθύνης από τη λειτουργία των ως άνω μέσων μεταφοράς πλην των σιδηροδρομικών οχημάτων, μεταφερομένων εμπορευμάτων, 2) πιστώσεων, εγγυήσεων, όταν ο ασφαλισμένος ασκεί κατ1 επάγγελμα την εμπορία ή ελευθέριο επάγγελμα και ο κίνδυνος έχει σχέση με τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και 3) ασφαλίσεις ποσοτικά μεγάλων κινδύνων των κλάδων πυρός και στοιχείων της φύσης, λοιπών ζημιών αγαθών, γενικής αστικής ευθύνης και διαφόρων χρηματικών απωλειών και εφόσον ο ασφαλισμένος υπερβαίνει, αριθμητικά, τα όρια των δύο τουλάχιστον κριτηρίων, από τα αναφερόμενα στο εδ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 13, όσον αφορά το σύνολο ισολογισμού, το καθαρό ποσό κύκλου εργασιών και το μέσο αριθμό απασχολουμένων προσώπων, κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.
Ακολούθως, το Ακυρωτικό εξέτασε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο παρέλειψε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, συνισταμένης στο γεγονός ότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής ο τόπος και ο χρόνος καταρτίσεως της θεμελιωτικής της αξιώσεως του αναιρεσίβλητου συμβάσεως, στοιχεία αναγκαία για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Σύμφωνα με την απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός είναι κατ’ αρχήν απαράδεκτος, διότι δεν προβλήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ουσίας, σε κάθε δε περίπτωση, σε συνέπεια με τις αμέσως παραπάνω σημειούμενες νομικές παραδοχές, η θεμελιωτική της αξιώσεως της αναιρεσίβλητου σύμβαση διέπεται αποκλειστικά από το ελληνικό δίκαιο με βάση τα συνδετικά στοιχεία της έδρας της ασφαλιστικής εταιρείας και του ασφαλισμένου κινδύνου στην Ελλάδα, χωρίς τούτο να διαφοροποιείται από τον τόπο και χρόνο καταρτίσεως της εν λόγω σύμβασης.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 1ης Απριλίου 2013 (τμήμα Α1), η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου στις ασφαλιστικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν.δ. 400/1970.
Σύμφωνα με την απόφαση του ελληνικού Ακυρωτικού, το νομοθετικό διάταγμα 400/1970 διέπει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ανωτέρω διατάγματος, κάθε ασφάλιση της οποίας το ασφαλιστήριο εκδίδεται στην Ελλάδα ή εκδιδόμενο στην αλλοδαπή είτε προσυπογράφεται από τον αντιπρόσωππο στην Ελλάδα της εκδότριας ασφαλστικής επιχείρησης, είτε συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του 7ου κεφαλαίου του εν λόγω διατάγματος “Ιδιαίτερες διατάξεις για την Ελευθερία Εγκατάστασης και την Ελεύθερη Παροχή Υπηρεσιών”. Το άρθρο 2 του ανωτέρω διατάγματος καθιερώνει μονομερή κανόνα συγκρούσεως για τις ασφαλισίσεις κατά ζημιών του άρθρου 13 παρ. 1 και 3 του διατάγματος και προβλέπει τα εξής: “Α. Όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στην Ελλάδα και ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητας του στην Ελλάδα, η ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, επιφυλασσομένων των επόμενων υπό στοιχείο Β έως και Η περιπτώσεων. … Ε. Κατ’ εξαίρεση των ανωτέρω, για τις ασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13 παρ. 3 του παρόντος, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα το εφαρμοστέο δίκαιο στην ασφαλιστική σύμβαση”.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι από τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες μεταξύ τους, προκύπτει, ότι η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη αποκλείεται στην περίπτωση, κατά την οποία τα συγκεκριμένα συνδετικά στοιχεία (και δη ο εντοπισμός του κινδύνου συνδυαζόμενος, διαζευκτικά, με τη συνήθη διαμονή ή το κέντρο της δραστηριότητας του ασφαλισμένου) συγκεντρώνονται στην Ελλάδα, με την εξαίρεση των μεγάλων κινδύνων (άρθρο 4 παρ. 2 στοιχ. Ε σε συνδ. με άρθρο 13 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970). Πρόκειται για τις ασφαλίσεις: 1) σιδηροδρομικών οχημάτων, αεροσκαφών, πλοίων, αστικής ευθύνης από τη λειτουργία των ως άνω μέσων μεταφοράς πλην των σιδηροδρομικών οχημάτων, μεταφερομένων εμπορευμάτων, 2) πιστώσεων, εγγυήσεων, όταν ο ασφαλισμένος ασκεί κατ1 επάγγελμα την εμπορία ή ελευθέριο επάγγελμα και ο κίνδυνος έχει σχέση με τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και 3) ασφαλίσεις ποσοτικά μεγάλων κινδύνων των κλάδων πυρός και στοιχείων της φύσης, λοιπών ζημιών αγαθών, γενικής αστικής ευθύνης και διαφόρων χρηματικών απωλειών και εφόσον ο ασφαλισμένος υπερβαίνει, αριθμητικά, τα όρια των δύο τουλάχιστον κριτηρίων, από τα αναφερόμενα στο εδ. γ’ της παρ. 3 του άρθρου 13, όσον αφορά το σύνολο ισολογισμού, το καθαρό ποσό κύκλου εργασιών και το μέσο αριθμό απασχολουμένων προσώπων, κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.
Ακολούθως, το Ακυρωτικό εξέτασε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο παρέλειψε να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, συνισταμένης στο γεγονός ότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής ο τόπος και ο χρόνος καταρτίσεως της θεμελιωτικής της αξιώσεως του αναιρεσίβλητου συμβάσεως, στοιχεία αναγκαία για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Σύμφωνα με την απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός είναι κατ’ αρχήν απαράδεκτος, διότι δεν προβλήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ουσίας, σε κάθε δε περίπτωση, σε συνέπεια με τις αμέσως παραπάνω σημειούμενες νομικές παραδοχές, η θεμελιωτική της αξιώσεως της αναιρεσίβλητου σύμβαση διέπεται αποκλειστικά από το ελληνικό δίκαιο με βάση τα συνδετικά στοιχεία της έδρας της ασφαλιστικής εταιρείας και του ασφαλισμένου κινδύνου στην Ελλάδα, χωρίς τούτο να διαφοροποιείται από τον τόπο και χρόνο καταρτίσεως της εν λόγω σύμβασης.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 379/2013: ο ζημιωθείς αυτοκινητικού ατυχήματος ως “δικαιούχος” κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 β’ του Καν. 44/2001
Απόφαση της 5.3.2013 (τμ. Δ’) που αφορά, μεταξύ άλλων, και το κατά πόσο η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σχετικά με τη δυνατότητα έγερσης ευθείας αγωγής, στο άρθρο 9, συνεπάγεται ότι ο ζημιωθείς αυτοκινητικού ατυχήματος θεωρείται “δικαιούχος” κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 β’ του Κανονισμού.
Το πλεονέκτημα που απολαμβάνει ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα από το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου κατά την ανωτέρω διάταξη του Κανονισμού 44/2001 είναι ότι μπορεί αυτός να ασκήσει την αγωγή του και στο κράτος στο οποίο έχει την κατοικία του. Σύμφωνα δε με απόφαση του ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ) σε σχετικό προδικαστικό ερώτημα, η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού (Ε.Κ) 44/2001 στο άρθρο 9 παρ.1 στοιχείο β’ του Κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του σε κράτος-μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους-μέλους.
Επομένως, σύμφωνα με την κρίση του ελληνικού Ακυρωτικού, ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον Ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτόν (ΑΠ 2163/2009, ΑΠ 640/2010, ΑΠ 37/2012).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση της 5.3.2013 (τμ. Δ’) που αφορά, μεταξύ άλλων, και το κατά πόσο η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σχετικά με τη δυνατότητα έγερσης ευθείας αγωγής, στο άρθρο 9, συνεπάγεται ότι ο ζημιωθείς αυτοκινητικού ατυχήματος θεωρείται “δικαιούχος” κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 β’ του Κανονισμού.
Το πλεονέκτημα που απολαμβάνει ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα από το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου κατά την ανωτέρω διάταξη του Κανονισμού 44/2001 είναι ότι μπορεί αυτός να ασκήσει την αγωγή του και στο κράτος στο οποίο έχει την κατοικία του. Σύμφωνα δε με απόφαση του ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ) σε σχετικό προδικαστικό ερώτημα, η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού (Ε.Κ) 44/2001 στο άρθρο 9 παρ.1 στοιχείο β’ του Κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του σε κράτος-μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους-μέλους.
Επομένως, σύμφωνα με την κρίση του ελληνικού Ακυρωτικού, ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον Ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτόν (ΑΠ 2163/2009, ΑΠ 640/2010, ΑΠ 37/2012).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 1814/2012: Κτήση κυριότητας με χρησικτησία στα Δωδεκάνησα υπό το Οθωμανικό δίκαιο πριν την εισαγωγή του ΑΚ
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ) που αφορά την κτήση κυριότητας με χρησικτησία στα Δωδεκάνησα υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου, έως τις 31.12.1931.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, με το άρθρο 2 παρ.1 στοιχείο α ν. 510/1947, που ίσχυσε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30.12.1947) εισήχθηκαν στα Δωδεκάνησα ο Αστικός Κώδιξ, ο Εισαγωγικός αυτού Νόμος και το ν.δ. της 7/10 Μαΐου 1946 “περί αποκαταστάσεως του ΑΚ και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου”. Περαιτέρω, με βάση τη διάταξη του άρθρου 51 ΕισΝΑΚ, η κτήση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα. Πριν την εισαγωγή του Ιταλικού ΑΚ του 1865 στα Δωδεκάνησα, η οποία έλαβε χώρα από 1.1.1932 με το άρθρο 7 του με αριθμό 200/1931 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, η ακίνητη περιουσία στα Δωδεκάνησα ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό δίκαιο, το οποίο δε γνωρίζει τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης κυριότητας. Συνεπώς, ο χρόνος νομής που διανύθηκε υπό το κράτος της Οθωμανικής νομοθεσίας, δηλαδή μέχρι 31.12.1931, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στα Δωδεκάνησα.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ) που αφορά την κτήση κυριότητας με χρησικτησία στα Δωδεκάνησα υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου, έως τις 31.12.1931.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, με το άρθρο 2 παρ.1 στοιχείο α ν. 510/1947, που ίσχυσε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30.12.1947) εισήχθηκαν στα Δωδεκάνησα ο Αστικός Κώδιξ, ο Εισαγωγικός αυτού Νόμος και το ν.δ. της 7/10 Μαΐου 1946 “περί αποκαταστάσεως του ΑΚ και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου”. Περαιτέρω, με βάση τη διάταξη του άρθρου 51 ΕισΝΑΚ, η κτήση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα. Πριν την εισαγωγή του Ιταλικού ΑΚ του 1865 στα Δωδεκάνησα, η οποία έλαβε χώρα από 1.1.1932 με το άρθρο 7 του με αριθμό 200/1931 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, η ακίνητη περιουσία στα Δωδεκάνησα ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό δίκαιο, το οποίο δε γνωρίζει τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης κυριότητας. Συνεπώς, ο χρόνος νομής που διανύθηκε υπό το κράτος της Οθωμανικής νομοθεσίας, δηλαδή μέχρι 31.12.1931, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στα Δωδεκάνησα.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 1818/2012: επίδοση στον
ερημοδικήσαντα διάδικο κατά τη Σύμβαση της Χάγης 1965 και την
ελληνοαλβανική Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και ποινικών
υποθέσεων
Απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2012 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης 1965 (ν. 1334/1983) δεν καταργούν τις περί επιδόσεων διατάξεις εσωτερικού δικαίου των συμβαλλομένων κρατών, εμποδίζουν όμως να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η επίδοση με την παράδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από την παραλαβή του από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται.
Από τη Σύμβαση της Χάγης δεσμεύεται και η Αλβανία, ωστόσο σε εφαρμογή είναι και η ελληνοαλβανική Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων (ν. 2311/1995, ΦΕΚ Α’ 119/1995), η οποία επίσης καθιερώνει την αρχή της πραγματικής περιέλευσης του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται από σχετική βεβαίωση της Αρχής του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, που να εμφαίνεται ο τρόπος, η ημερομηνία της επίδοσης και τα στοιχεία του παραλήπτη.
Συνεπώς, εάν δεν προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας η πραγματική επίδοση (εν προκειμένω του αναιρετηρίου) στον ερημοδικήσαντα διάδικο, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2012 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης 1965 (ν. 1334/1983) δεν καταργούν τις περί επιδόσεων διατάξεις εσωτερικού δικαίου των συμβαλλομένων κρατών, εμποδίζουν όμως να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η επίδοση με την παράδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από την παραλαβή του από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται.
Από τη Σύμβαση της Χάγης δεσμεύεται και η Αλβανία, ωστόσο σε εφαρμογή είναι και η ελληνοαλβανική Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων (ν. 2311/1995, ΦΕΚ Α’ 119/1995), η οποία επίσης καθιερώνει την αρχή της πραγματικής περιέλευσης του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται από σχετική βεβαίωση της Αρχής του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, που να εμφαίνεται ο τρόπος, η ημερομηνία της επίδοσης και τα στοιχεία του παραλήπτη.
Συνεπώς, εάν δεν προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας η πραγματική επίδοση (εν προκειμένω του αναιρετηρίου) στον ερημοδικήσαντα διάδικο, η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 954/2012: εφαρμοστέο δίκαιο κατά ΑΚ 26 και αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ) της 1ης Ιουνίου 2012, που αφορά την αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης από θάνατο αλλοδαπού σε αυτοκινητικό ατύχημα.
Σύμφωνα με την απόφαση, το εφαρμοστέο δίκαιο στο αδίκημα, το οποίο καθορίζεται κατά ΑΚ 26 και το οποίο είναι το δίκαιο του τόπου του ατυχήματος, είναι το ελληνικό. Σύμφωνα με αυτό το δίκαιο θα κριθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν το ατύχημα, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της ψυχικής οδύνης. Οι δικαιούχοι θα καθορισθούν βάσει της 932 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι αποζημίωση δικαιούνται τα μέλη της οικογένειας του θύματος. Μόνο δε στην περίπτωση που αμφισβητηθεί η συγγενική ιδιότητα του μέλους της οικογένειας θα εφαρμοστεί το δίκαιο που ορίζουν οι διατάξεις 13, 14, 17-24 ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου, του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ) της 1ης Ιουνίου 2012, που αφορά την αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης από θάνατο αλλοδαπού σε αυτοκινητικό ατύχημα.
Σύμφωνα με την απόφαση, το εφαρμοστέο δίκαιο στο αδίκημα, το οποίο καθορίζεται κατά ΑΚ 26 και το οποίο είναι το δίκαιο του τόπου του ατυχήματος, είναι το ελληνικό. Σύμφωνα με αυτό το δίκαιο θα κριθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν το ατύχημα, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της ψυχικής οδύνης. Οι δικαιούχοι θα καθορισθούν βάσει της 932 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι αποζημίωση δικαιούνται τα μέλη της οικογένειας του θύματος. Μόνο δε στην περίπτωση που αμφισβητηθεί η συγγενική ιδιότητα του μέλους της οικογένειας θα εφαρμοστεί το δίκαιο που ορίζουν οι διατάξεις 13, 14, 17-24 ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου, του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1125/2012: Κήρυξη αλλοδαπής απόφασης ως εκτελεστής σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ) της 22ης Ιουνίου 2012, η οποία αφορά την κήρυξη της εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 323 και 905 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, δε θίγεται το υπερασπιστικό δικαίωμα του διαδίκου όταν, κατά το δικονομικό δίκαιο του αλλοδαπού δικαστηρίου, η απόφαση κατέστη εκτελεστή χωρίς να επιδοθεί σε αυτόν και μόνο με την πάροδο 30 ημερών από την έκδοσή της, εφόσον είχε κλητευθεί εγκαίρως στη δίκη με την επίδοση του αρχικού δικογράφου, με το οποίο είχε τη δυνατότητα να λάβει μέρος στη δικαστική διαδικασία.
Περαιτέρω, το Ακυρωτικό δικαστήριο επιβεβαίωσε παλαιότερη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία η έλλειψη αιτιολογίας της αλλοδαπής απόφασης καθώς και η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των αλλοδαπών κανόνων δικαίου και η εσφαλμένη εκτίμηση των αλλοδαπών αποδείξεων δεν αντιτίθενται στη δημόσια τάξη.
Τέλος, η διάταξη του αλλοδαπού δικαίου που ορίζει ότι δεν είναι αναγκαία η επίδοση των δικογράφων ή εγγράφων που κατατίθενται μετά την κατάθεση της αγωγής σε διάδικο που ερημοδικεί, εκτός από δικόγραφο που προβάλλει νέα ή πρόσθετη απαίτηση κατά του διαδίκου, το οποίο πρέπει να επιδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες περί επιδόσεως της αρχικής αγωγής, δε θίγει το υπερασπιστικό δικαίωμα του διαδίκου που ερημοδίκησε. Άλλωστε, και η Σύμβαση της Χάγης απαιτεί την επίδοση μόνο του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ) της 22ης Ιουνίου 2012, η οποία αφορά την κήρυξη της εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 323 και 905 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, δε θίγεται το υπερασπιστικό δικαίωμα του διαδίκου όταν, κατά το δικονομικό δίκαιο του αλλοδαπού δικαστηρίου, η απόφαση κατέστη εκτελεστή χωρίς να επιδοθεί σε αυτόν και μόνο με την πάροδο 30 ημερών από την έκδοσή της, εφόσον είχε κλητευθεί εγκαίρως στη δίκη με την επίδοση του αρχικού δικογράφου, με το οποίο είχε τη δυνατότητα να λάβει μέρος στη δικαστική διαδικασία.
Περαιτέρω, το Ακυρωτικό δικαστήριο επιβεβαίωσε παλαιότερη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία η έλλειψη αιτιολογίας της αλλοδαπής απόφασης καθώς και η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των αλλοδαπών κανόνων δικαίου και η εσφαλμένη εκτίμηση των αλλοδαπών αποδείξεων δεν αντιτίθενται στη δημόσια τάξη.
Τέλος, η διάταξη του αλλοδαπού δικαίου που ορίζει ότι δεν είναι αναγκαία η επίδοση των δικογράφων ή εγγράφων που κατατίθενται μετά την κατάθεση της αγωγής σε διάδικο που ερημοδικεί, εκτός από δικόγραφο που προβάλλει νέα ή πρόσθετη απαίτηση κατά του διαδίκου, το οποίο πρέπει να επιδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες περί επιδόσεως της αρχικής αγωγής, δε θίγει το υπερασπιστικό δικαίωμα του διαδίκου που ερημοδίκησε. Άλλωστε, και η Σύμβαση της Χάγης απαιτεί την επίδοση μόνο του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 930/2012: εφαρμοστέο δίκαιο στη νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα Ιερών Μονών που εδρεύουν στην αλλοδαπή
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Γ) της 3ης Απριλίου 2012, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, το εφαρμοστέο δίκαιο στην κυριότητα και νομή κινητών και ακίνητων πραγμάτων.
Σύμφωνα με την κρίση του ελληνικού Ακυρωτικού, τα μετόχια των Ιερών Μονών, δηλαδή οι ακίνητες ιδιοκτησίες τους, οι οποίες κείνται μακριά από την έδρα τους και διαθέτουν ναϊδριο ή τουλάχιστον κάποιο άλλο κτίσμα, ανήκουν στα πράγματα εκτός συναλλαγής του άρθρου 966 ΑΚ. Ο χαρακτήρας τους ως πραγμάτων προορισμένων στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών δεν είναι ασυμβίβαστη προς την έννοια της ιδιοκτησίας και της νομής, αφού η διάθεσή τους για την εκπλήρωση θρησκευτικών σκοπών αποτελεί είδος χρήσεως, η οποία κατ’ ουσία συνιστά νομή. Η κυριότητα δε των μετοχίων είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου και συνεπώς, οι Ιερές Μονές στις οποίες αυτά ανήκουν μπορούν, ως κύριοι και νομείς τους, να ασκήσουν την αγωγή κυριότητας και νομής.
το άρθρο 27 ΑΚ ορίζει ότι η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά ή ακίνητα πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκονται. Επομένως, το εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προστασίας της νομής μετοχίων που ανήκουν μεν σε Ιερές Μονές που εδρεύουν στην αλλοδαπή πλην βρίσκονται στην Ελλάδα, θα κριθεί με βάση το ελληνικό δίκαιο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Γ) της 3ης Απριλίου 2012, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, το εφαρμοστέο δίκαιο στην κυριότητα και νομή κινητών και ακίνητων πραγμάτων.
Σύμφωνα με την κρίση του ελληνικού Ακυρωτικού, τα μετόχια των Ιερών Μονών, δηλαδή οι ακίνητες ιδιοκτησίες τους, οι οποίες κείνται μακριά από την έδρα τους και διαθέτουν ναϊδριο ή τουλάχιστον κάποιο άλλο κτίσμα, ανήκουν στα πράγματα εκτός συναλλαγής του άρθρου 966 ΑΚ. Ο χαρακτήρας τους ως πραγμάτων προορισμένων στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών δεν είναι ασυμβίβαστη προς την έννοια της ιδιοκτησίας και της νομής, αφού η διάθεσή τους για την εκπλήρωση θρησκευτικών σκοπών αποτελεί είδος χρήσεως, η οποία κατ’ ουσία συνιστά νομή. Η κυριότητα δε των μετοχίων είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου και συνεπώς, οι Ιερές Μονές στις οποίες αυτά ανήκουν μπορούν, ως κύριοι και νομείς τους, να ασκήσουν την αγωγή κυριότητας και νομής.
το άρθρο 27 ΑΚ ορίζει ότι η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά ή ακίνητα πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκονται. Επομένως, το εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προστασίας της νομής μετοχίων που ανήκουν μεν σε Ιερές Μονές που εδρεύουν στην αλλοδαπή πλην βρίσκονται στην Ελλάδα, θα κριθεί με βάση το ελληνικό δίκαιο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 345/2012: Εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ και δικαιούχοι αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ), της 10ης Φεβρουαρίου 2012, που αφορά τον καθορισμό των δικαιούχων αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης σε τροχαίο ατύχημα με στοιχεία αλλοδαπότητας.
Ακόμη μια απόφαση του ελληνικού Ακυρωτικού που αφορά το άρθρο 26 ΑΚ και τον καθορισμό των δικαιούχων αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία που προκλήθηκε από αυτοκινητικό ατύχημα. Σύμφωνα με την απόφαση, εφαρμοστέο δίκαιο για ατύχημα που έλαβε χώρα στην ελληνική επικράτεια είναι το ελληνικό, ως δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, κατά την ΑΚ 26. Επομένως, ζητήματα όπως ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, αν η αποζημίωση παρέχεται σε κεφαλαίο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (αρθρ. 932 ΑΚ) ή αποζημίωση από το αρθ. 931 ΑΚ, τα θέματα της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης θα κριθούν κατά το ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 932 ΑΚ. Με βάση το άρθρο 932 θα κριθεί εάν το πρόσωπο που αιτείται αποζημίωσης ανήκει στην “οικογένεια” του θύματος, μία αόριστη νομική έννοια που εξειδικεύεται από το δικαστή ανάλογα με τις επιδράσεις που υφίσταται από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Περαιτέρω, μόνο εάν αμφισβητηθεί η συγγενική ιδιότητα του ενάγοντος θα ενεργοποιηθεί ξανά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (13, 14, 17-24 του ΑΚ), ώστε να κριθεί, με βάση το εκάστοτε εφαρμοστέο δίκαιο, το προκριματικό αυτό ζήτημα.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1170/2012: εφαρμοστέο δίκαιο στην παραγραφή τόκων και εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Γ) της 28 Ιουνίου 2012, που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στην παραγραφή τόκων, με βάση το άρθρο 25 ΑΚ.
Ο Άρειος Πάγος, στην συγκεκριμένη απόφασή του, επεσήμανε, καταρχάς, ότι σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 1 αναίρεση επιτρέπεται εάν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι ημεδαποί όσο και οι αλλοδαποί κανόνες δικαίου. Η αλλοδαπή διάταξη αποτελεί δίκαιο και όχι πράγμα και συνεπώς, σύμφωνα με την αρχή iura novit curia, ο έλληνας δικαστής υποχρεούται να το ερμηνεύει και να το εφαρμόζει, εάν δε δεν το γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη με κάθε πρόσφορο μέσο, χωρίς να δεσμεύεται από τους δικονομικούς κανόνες για τα μέσα και το βάρος απόδειξης.
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, απόφαση του Πρωτοδικείου Βούπερταλ Γερμανίας είχε επιδικάσει συγκεκριμένο ποσό το οποίο έπρεπε να καταβάλει εντόκως η πρώην σύζυγος του καθ’ ου η ανακοπή σε αυτόν για απαίτησή του, η οποία προερχόταν από τη διαχείριση εκ μέρους της των κοινών περιουσιακών τους στοιχείων στη Γερμανία κατά το χρόνο της έγγαμης συμβίωσής τους. Η απόφαση κηρύχθηκε εκτελεστή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Μετά την αποβίωση της πρώην συζύγου και την εγκατάσταση των γιων της ως μοναδικών της κληρονόμων, ο καθ’ ου επέδωσε αντίγραφο εκτελεστού απογράφου της αλλοδαπής απόφασης στον ανακόπτοντα (γιο της πρώην συζύγου), με επιταγή προς πληρωμή των ποσών που αυτή επιδίκαζε. Ο ανακόπτων προέβαλε, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι ηαξίωση των τόκων είχε υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 15 ΑΚ.
Σύμφωνα με την κρίση του Εφετείου, την οποία ο Άρειος Πάγος δεν αμφισβήτησε, εφαρμοστέος κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ήταν, εν προκειμένω, το άρθρο 25 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να εφαρμοστεί το γερμανικό δίκαιο στο οποίο είχαν υποβληθεί οι σύζυγοι για τη διαχείριση των κοινών του περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία. Επομένως, εφαρμοστέα ήταν η διάταξη 197 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB), η οποία προβλέπει τετραετή παραγραφή και όχι η ΑΚ 250 αρ. 15. Σύμφωνα ωστόσο με το Ακυρωτικό δικαστήριο, είναι αναιρετέα η απόφαση του Εφετείου που έκρινε ότι εφόσον ο ανακόπτων επικαλέστηκε πενταετή και όχι τετραετή παραγραφή η ανακοπή του θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη και αυτό διότι με την απόφασή του αυτή το Εφετείο παραβίασε την εφαρμοστέα κατά το άρθρο 25 ΑΚ διάταξη του άρθρου 197 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (ΒGΒ). Ο Άρειος Πάγος δεν εξέτασε κατά πόσο εφαρμοστέος κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου θα ήταν το άρθρο 15 ΑΚ αντί του 25 ΑΚ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Γ) της 28 Ιουνίου 2012, που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στην παραγραφή τόκων, με βάση το άρθρο 25 ΑΚ.
Ο Άρειος Πάγος, στην συγκεκριμένη απόφασή του, επεσήμανε, καταρχάς, ότι σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 1 αναίρεση επιτρέπεται εάν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι ημεδαποί όσο και οι αλλοδαποί κανόνες δικαίου. Η αλλοδαπή διάταξη αποτελεί δίκαιο και όχι πράγμα και συνεπώς, σύμφωνα με την αρχή iura novit curia, ο έλληνας δικαστής υποχρεούται να το ερμηνεύει και να το εφαρμόζει, εάν δε δεν το γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη με κάθε πρόσφορο μέσο, χωρίς να δεσμεύεται από τους δικονομικούς κανόνες για τα μέσα και το βάρος απόδειξης.
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, απόφαση του Πρωτοδικείου Βούπερταλ Γερμανίας είχε επιδικάσει συγκεκριμένο ποσό το οποίο έπρεπε να καταβάλει εντόκως η πρώην σύζυγος του καθ’ ου η ανακοπή σε αυτόν για απαίτησή του, η οποία προερχόταν από τη διαχείριση εκ μέρους της των κοινών περιουσιακών τους στοιχείων στη Γερμανία κατά το χρόνο της έγγαμης συμβίωσής τους. Η απόφαση κηρύχθηκε εκτελεστή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Μετά την αποβίωση της πρώην συζύγου και την εγκατάσταση των γιων της ως μοναδικών της κληρονόμων, ο καθ’ ου επέδωσε αντίγραφο εκτελεστού απογράφου της αλλοδαπής απόφασης στον ανακόπτοντα (γιο της πρώην συζύγου), με επιταγή προς πληρωμή των ποσών που αυτή επιδίκαζε. Ο ανακόπτων προέβαλε, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι ηαξίωση των τόκων είχε υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 15 ΑΚ.
Σύμφωνα με την κρίση του Εφετείου, την οποία ο Άρειος Πάγος δεν αμφισβήτησε, εφαρμοστέος κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ήταν, εν προκειμένω, το άρθρο 25 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να εφαρμοστεί το γερμανικό δίκαιο στο οποίο είχαν υποβληθεί οι σύζυγοι για τη διαχείριση των κοινών του περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία. Επομένως, εφαρμοστέα ήταν η διάταξη 197 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB), η οποία προβλέπει τετραετή παραγραφή και όχι η ΑΚ 250 αρ. 15. Σύμφωνα ωστόσο με το Ακυρωτικό δικαστήριο, είναι αναιρετέα η απόφαση του Εφετείου που έκρινε ότι εφόσον ο ανακόπτων επικαλέστηκε πενταετή και όχι τετραετή παραγραφή η ανακοπή του θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη και αυτό διότι με την απόφασή του αυτή το Εφετείο παραβίασε την εφαρμοστέα κατά το άρθρο 25 ΑΚ διάταξη του άρθρου 197 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (ΒGΒ). Ο Άρειος Πάγος δεν εξέτασε κατά πόσο εφαρμοστέος κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου θα ήταν το άρθρο 15 ΑΚ αντί του 25 ΑΚ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 207/2012: Εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ και δικαιούχοι αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 20 Ιανουαρίου 2012, που αφορά τον τρόπο καθορισμού των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης από τροχαίο ατύχημα στο οποίο θανατώθηκε αλλοδαπός.
Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος αλλοδαπού, το οποίο έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) και από το οποίο γεννάται αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται με βάση την ΑΚ 26. Εν προκειμένω, εφαρμοστέο ήταν το δίκαιο της Ελλάδας, ως δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα κατά 26 ΑΚ. Περαιτέρω, σε περίπτωση θανάτου, ως προς το ζήτημα της αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης θα εφαρμοστεί η ΑΚ 932 του ελληνικού δικαίου απευθείας, με την ερμηνεία της οποίας θα κριθεί αν ένα πρόσωπο ανήκει στην οικογένεια του θύματος και κατ’ επέκταση στον κύκλο των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, χωρίς την παρεμβολή άλλων κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Ως πρόκριμα θα ερευνηθεί η συγγενική σχέση με βάση τα άρθρα 13 ΑΚ επ. μόνον στην περίπτωση που αυτή αμφισβητηθεί, για να κριθεί αν ο ενάγων έχει την ιδιότητα του συζύγου, τέκνου και γενικότερα συγγενή του θύματος, με σκοπό πάντως να διαπιστωθεί εάν αυτός ανήκει στην οικογένεια του θύματος όπως αυτή ερμηνεύεται με βάση τον εφαρμοστέο ουσιαστικό κανόνα, ήτοι το άρθρο 932 ΑΚ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 20 Ιανουαρίου 2012, που αφορά τον τρόπο καθορισμού των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης από τροχαίο ατύχημα στο οποίο θανατώθηκε αλλοδαπός.
Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος αλλοδαπού, το οποίο έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) και από το οποίο γεννάται αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται με βάση την ΑΚ 26. Εν προκειμένω, εφαρμοστέο ήταν το δίκαιο της Ελλάδας, ως δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα κατά 26 ΑΚ. Περαιτέρω, σε περίπτωση θανάτου, ως προς το ζήτημα της αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης θα εφαρμοστεί η ΑΚ 932 του ελληνικού δικαίου απευθείας, με την ερμηνεία της οποίας θα κριθεί αν ένα πρόσωπο ανήκει στην οικογένεια του θύματος και κατ’ επέκταση στον κύκλο των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, χωρίς την παρεμβολή άλλων κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Ως πρόκριμα θα ερευνηθεί η συγγενική σχέση με βάση τα άρθρα 13 ΑΚ επ. μόνον στην περίπτωση που αυτή αμφισβητηθεί, για να κριθεί αν ο ενάγων έχει την ιδιότητα του συζύγου, τέκνου και γενικότερα συγγενή του θύματος, με σκοπό πάντως να διαπιστωθεί εάν αυτός ανήκει στην οικογένεια του θύματος όπως αυτή ερμηνεύεται με βάση τον εφαρμοστέο ουσιαστικό κανόνα, ήτοι το άρθρο 932 ΑΚ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 349/2012: Περίληψη: Λόγοι μη αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής απόφασης κατά το άρθρο 34 σημ. 1 και 2 του Κανονισμού 44/2001
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 10 Φεβρουαρίου 2012, που αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 34 σημ. 1 και 2 του Κανονισμού 44/20001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις .
Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, στο άρθρο 34 σημ. 2, όπου προβλέπεται ότι απόφαση δεν αναγνωρίζεται “αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει”, ο ευρωπαίος νομοθέτης δίνει στα εθνικά δικαστήρια, που καλούνται να αναγνωρίζουν αλλοδαπές ερήμην αποφάσεις, την ευχέρεια να κρίνουν το νομότυπο της επίδοσης σε συνάρτηση με το υπερασπιστικό δικαίωμα του εναγομένου. Το δικαστήριο, δηλαδή, μπορεί να κρίνει in concreto ότι παρά την παράτυπη επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, το δικαίωμα του εναγομένου προς υπεράσπιση δε δίχτηκε. Σύμφωνα δε με το δεύτερο ημιεδάφιο της αναφερθείσας διάταξης, ο λόγος μη αναγνώρισης λόγω μη νόμιμης κοινοποίησης του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου αίρεται εάν ο ερημοδικήσας εναγόμενος είχε τη δυνατότητα να προσβάλει, με την άσκηση προσφυγής, την απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του στο κράτος προέλευσής της αλλά δεν το έπραξε. Ως προσφυγή θεωρείται, σύμφωνα με την απόφαση, το ένδικο μέσο του κράτους μέλους προέλευσης, το οποίο αντιστοιχεί στην (αιτιολογημένη) ανακοπή ερημοδικίας του ημεδαπού δικαίου (άρθρα 501 επ. ΚΠολΔ), αλλά και οποιαδήποτε άλλο παραδεκτό ένδικο μέσο, όπως η έφεση, η παράλειψη ασκήσεως του οποίου στο κράτος μέλος προελεύσεως δεν εμποδίζει πλέον την αναγνώριση και την εκτελεστότητα της ερήμην απόφασης, αλλά αποκλείει την αμφισβήτηση της κανονικότητας της επίδοσης του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου στο κράτος μέλος υποδοχής.
Στη συνέχεια, η απόφαση του Αρείου Πάγου διέκρινε μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 34 σημ. 2 και του άρθρου 42 του Κανονισμού 44/2001. Tο άρθρο 42 αναφέρεται στην επίδοση της απόφασης που κηρύσσει την αλλοδαπή απόφαση εκτελεστή, η οποία γίνεται μαζί με την αλλοδαπή απόφαση, εάν αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί αυτοτελώς στον εναγόμενο. Η παράλειψη της προηγουμένης αυτοτελούς επίδοσης της αλλοδαπής ερήμην αποφάσεως και η επίδοση αυτής μαζί με την απόφαση του κράτους μέλους εκτέλεσης, που κηρύσσει την αλλοδαπή ερήμην απόφαση εκτελεστή, δεν έχει ως συνέπεια την αδυναμία ασκήσεως προσφυγής κατά της ερήμην αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του κρότους μέλους προέλευσης. Περαιτέρω, η ταυτόχρονη κοινοποίηση των δύο αποφάσεων συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας αφενός, όσον αφορά την απόφαση που κηρύσσει την εκτελεστότητα, για την άσκηση του ενδίκου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001 και αφετέρου, όσον αφορά την ερήμην αλλοδαπή απόφαση, για την άσκηση της προβλεπόμενης από την εσωτερική νομοθεσία του κράτους μέλους προέλευσης προσφυγής κατά της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, εφόσον, κατά την ως άνω νομοθεσία, η σχετική προθεσμία αρχίζει από την κοινοποίηση αυτής.
Καταληκτικά, το ακυρωτικό δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον ο ερημοδικήσας διάδικος είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, δε θίγεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα και επομένως δε θεμελιώνεται λόγος μη αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης κατά το άρθρο 34 σημ. 2 του Κανονισμού 44/2001, ακόμη και εάν η επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου έγινε μεταγενέστερα της συζήτησης, όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση.
Τέλος, όσον αφορά την αντίθεση της αλλοδαπής απόφασης στην ελληνική δημόσια τάξη, το δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η αλλοδαπή απόφαση που κηρύχθηκε εκτελεστή δεν περιέχει αιτιολογίες και ότι οι διάδικοι δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τα ένδικα μέσα που θα μπορούσαν να ασκήσουν κατά της εν λόγω απόφασης, δε θεμελιώνει καθ’ εαυτό αντίθεση προς τη δημόσια τάξη. Επιπλέον, απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός περί αντίθεσης στη δημόσια τάξη λόγω αναιτιολόγητου της αλλοδαπής απόφασης, η οποία έτσι έθιγε το υπερασπιστικό δικαίωμα των ερημοδικησάντων διαδίκων, καθώς δεν προέκυπτε από το αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 10 Φεβρουαρίου 2012, που αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 34 σημ. 1 και 2 του Κανονισμού 44/20001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις .
Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, στο άρθρο 34 σημ. 2, όπου προβλέπεται ότι απόφαση δεν αναγνωρίζεται “αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει”, ο ευρωπαίος νομοθέτης δίνει στα εθνικά δικαστήρια, που καλούνται να αναγνωρίζουν αλλοδαπές ερήμην αποφάσεις, την ευχέρεια να κρίνουν το νομότυπο της επίδοσης σε συνάρτηση με το υπερασπιστικό δικαίωμα του εναγομένου. Το δικαστήριο, δηλαδή, μπορεί να κρίνει in concreto ότι παρά την παράτυπη επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, το δικαίωμα του εναγομένου προς υπεράσπιση δε δίχτηκε. Σύμφωνα δε με το δεύτερο ημιεδάφιο της αναφερθείσας διάταξης, ο λόγος μη αναγνώρισης λόγω μη νόμιμης κοινοποίησης του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου αίρεται εάν ο ερημοδικήσας εναγόμενος είχε τη δυνατότητα να προσβάλει, με την άσκηση προσφυγής, την απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του στο κράτος προέλευσής της αλλά δεν το έπραξε. Ως προσφυγή θεωρείται, σύμφωνα με την απόφαση, το ένδικο μέσο του κράτους μέλους προέλευσης, το οποίο αντιστοιχεί στην (αιτιολογημένη) ανακοπή ερημοδικίας του ημεδαπού δικαίου (άρθρα 501 επ. ΚΠολΔ), αλλά και οποιαδήποτε άλλο παραδεκτό ένδικο μέσο, όπως η έφεση, η παράλειψη ασκήσεως του οποίου στο κράτος μέλος προελεύσεως δεν εμποδίζει πλέον την αναγνώριση και την εκτελεστότητα της ερήμην απόφασης, αλλά αποκλείει την αμφισβήτηση της κανονικότητας της επίδοσης του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου στο κράτος μέλος υποδοχής.
Στη συνέχεια, η απόφαση του Αρείου Πάγου διέκρινε μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 34 σημ. 2 και του άρθρου 42 του Κανονισμού 44/2001. Tο άρθρο 42 αναφέρεται στην επίδοση της απόφασης που κηρύσσει την αλλοδαπή απόφαση εκτελεστή, η οποία γίνεται μαζί με την αλλοδαπή απόφαση, εάν αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί αυτοτελώς στον εναγόμενο. Η παράλειψη της προηγουμένης αυτοτελούς επίδοσης της αλλοδαπής ερήμην αποφάσεως και η επίδοση αυτής μαζί με την απόφαση του κράτους μέλους εκτέλεσης, που κηρύσσει την αλλοδαπή ερήμην απόφαση εκτελεστή, δεν έχει ως συνέπεια την αδυναμία ασκήσεως προσφυγής κατά της ερήμην αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του κρότους μέλους προέλευσης. Περαιτέρω, η ταυτόχρονη κοινοποίηση των δύο αποφάσεων συνεπάγεται την έναρξη της προθεσμίας αφενός, όσον αφορά την απόφαση που κηρύσσει την εκτελεστότητα, για την άσκηση του ενδίκου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 43 του Κανονισμού 44/2001 και αφετέρου, όσον αφορά την ερήμην αλλοδαπή απόφαση, για την άσκηση της προβλεπόμενης από την εσωτερική νομοθεσία του κράτους μέλους προέλευσης προσφυγής κατά της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, εφόσον, κατά την ως άνω νομοθεσία, η σχετική προθεσμία αρχίζει από την κοινοποίηση αυτής.
Καταληκτικά, το ακυρωτικό δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον ο ερημοδικήσας διάδικος είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, δε θίγεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα και επομένως δε θεμελιώνεται λόγος μη αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης κατά το άρθρο 34 σημ. 2 του Κανονισμού 44/2001, ακόμη και εάν η επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου έγινε μεταγενέστερα της συζήτησης, όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση.
Τέλος, όσον αφορά την αντίθεση της αλλοδαπής απόφασης στην ελληνική δημόσια τάξη, το δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η αλλοδαπή απόφαση που κηρύχθηκε εκτελεστή δεν περιέχει αιτιολογίες και ότι οι διάδικοι δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τα ένδικα μέσα που θα μπορούσαν να ασκήσουν κατά της εν λόγω απόφασης, δε θεμελιώνει καθ’ εαυτό αντίθεση προς τη δημόσια τάξη. Επιπλέον, απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός περί αντίθεσης στη δημόσια τάξη λόγω αναιτιολόγητου της αλλοδαπής απόφασης, η οποία έτσι έθιγε το υπερασπιστικό δικαίωμα των ερημοδικησάντων διαδίκων, καθώς δεν προέκυπτε από το αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1271/2012: Επιδόσεις και κοινοποιήσεις σε κράτη μέλη της ΕΕ σύμφωνα με τον Κανονισμό 1393/2007
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Α1′) της 5 Ιουνίου 2012, που αφορά, μεταξύ άλλων, και επιδόσεις στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1393/2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (“επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων”) και κατάργησης του Κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000.
Σε περίπτωση επίδοσης πράξης σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά υπόθεση αστική ή εμπορική εφαρμόζεται ο Κανονισμός 1393/2007 (άρθρο 1 παρ. 1), ο οποίος, για τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη (άρθρο 20 παρ. 1). Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση του Αρείου Πάγου, η επίδοση θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού και κατά τα λοιπά, θα διέπεται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο αυτή γίνεται (άρθρο 15).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Α1′) της 5 Ιουνίου 2012, που αφορά, μεταξύ άλλων, και επιδόσεις στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1393/2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (“επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων”) και κατάργησης του Κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000.
Σε περίπτωση επίδοσης πράξης σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά υπόθεση αστική ή εμπορική εφαρμόζεται ο Κανονισμός 1393/2007 (άρθρο 1 παρ. 1), ο οποίος, για τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη (άρθρο 20 παρ. 1). Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση του Αρείου Πάγου, η επίδοση θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού και κατά τα λοιπά, θα διέπεται από το δίκαιο του κράτους στο οποίο αυτή γίνεται (άρθρο 15).
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, εδώ.
ΑΠ 298/2012: Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Β1) της 24 Ιανουαρίου 2012, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, και τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων στην περίπτωση που αυτή έχει αποκλειστεί μέσω παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας σε σύμβαση εργασίας αλλά μεταγενέστερη σύμβαση, και ενώ έχει μεσολαβήσει μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, δεν περιέχει αντίστοιχη ρήτρα παρέκτασης.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, είχε συναφθεί ατομική σύμβαση εργασίας μεταξύ ιδιώτη και ελληνικής εταιρίας εδρεύουσας στην Αττική, η οποία ήταν θυγατρική αλλοδαπής εταιρίας εδρεύουσας στα Marshall Islands (αμερικανικών συμφερόντων). Στη σύμβαση προβλεπόταν ότι αυτή θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και ότι αρμόδια για την εκδίκαση οποιασδήποτε διαφοράς απορρέουσας από τη συγκεκριμένη σύμβαση αρμόδια θα είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Στη συνέχεια, η αλλοδαπή εταιρία, μητρική της ελληνικής, συνήψε με τον ίδιο ιδιώτη μία σύμβαση (Συμφωνητικό Παροχής Οικονομικού Προνομίου σε Περίπτωση Απόλυσης). Στη νέα αυτή σύμβαση προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση διαφοράς από την εργασιακή σχέση, η οποία δε θα μπορούσε να επιλυθεί, αυτή θα επιλύοταν με διαμεσολάβηση με ορισμό από τα μέρη κοινώς αποδεκτού διαμεσολαβητή η με ορισμό διαμεσολαβητή κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε μέρους σε οργανισμό ή πρόσωπο για το οποίο τα μέρη θα έπρεπε να έχουν συμφωνήσει εγγράφως. Σε περίπτωση που η διαμεσολάβηση ήταν ανεπιτυχής, η επίλυση θα γινόταν αποκλειστικά με τελεσίδικη και δεσμευτική διαιτησία, κατά τους Κανονισμούς Εργασιακής Διαιτησίας της Αμερικανικής Ένωσης Διαιτησίας στο Χιούστον του Τέξας. Ακόμη, προβλεπόταν ότι αν η απαίτηση αυτή αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, αποκλειστική δικαιοδοσία θα είχαν τα πολιτειακά και ομοσπονδιακά δικαστήρια του Χιούστον του Τέξας. Τέλος, η ισχύς, ερμηνεία και εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας θα διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο. Μεταγενέστερα, μεταβλήθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δύο εταιριών, μέσω συγχωνεύσεως. Ακολούθως, ο ενάγων κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και αξίωσε, μεταξύ άλλων, τα ποσά που προέβλεπε το Συμφωνητικό περί Οικονομικών Προνομίων σε Περίπτωση Απόλυσης. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας που υπεισήλθε στις υποχρεώσεις της αρχικής εργοδότριας αναγνώρισε εγγράφως την υποχρέωση καταβολής των ποσών που προβλέπονταν στο συμφωνητικό και έθεσε ως μόνη προϋπόθεση για την είσπραξη αυτών την υπογραφή εκ μέρους του ενάγοντος και επιστροφή του πιο πάνω συμφωνητικού με εντός προθεσμίας, προϋπόθεση που τηρήθηκε.
Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, η τελευταία αυτή πράξη μεταξύ του Προέδρου του Δ.Σ. της νέας εργοδότριας και του ενάγοντος συνιστά αιτιώδη αναγνωριστική σύμβαση χρέους (ΑΚ 192). Στη σύμβαση δε αυτή δεν αναφερόταν η ρήτρα του προγενέστερου συνυποσχετικού περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Χιούστον του Τέξας. Υπόψη θα έπρεπε, σύμφωνα με την απόφαση, να ληφθεί και το γεγονός ότι οι δύο εταιρίες που ανέλαβαν τον έλεγχο των προγενέστερα συμβληθέντων με τον ενάγοντα, αν και τυπικώς αλλοδαπές, ήταν εγκατεστημένες στην Ελλάδα, όπου ασκείτο η διοίκησή τους και βρισκόταν η πραγματική τους έδρα (άρθρο 10 ΑΚ) και επομένως δωσιδικούσαν στην Ελλάδα και ειδικότερα στα Δικαστήρια του Πειραιά, η δε εργασία του ενάγοντος παρείχετο στην Ελλάδα. Συνεπώς, με βάση την καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών πρόδηλα, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα συμβαλλόμενα μέρη θα ήθελαν να προσφύγουν προς επίλυση της διαφοράς τους εκ της αναγνωριστικής σύμβασης χρέους στα δικαστήρια της Ελλάδας, αφού έτσι θα διευκολυνόταν η συλλογή εκ μέρους τους αποδεικτικών στοιχείων και θα υπήρχε αποφυγή απ’ αυτούς δυσβάστακτων οικονομικών βαρών από τυχόν προσφυγή τους σε αλλοδαπά δικαστήρια. Σύμφωνα επομένως με τον Άρειο Πάγο, τα ελληνικά δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Β1) της 24 Ιανουαρίου 2012, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, και τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων στην περίπτωση που αυτή έχει αποκλειστεί μέσω παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας σε σύμβαση εργασίας αλλά μεταγενέστερη σύμβαση, και ενώ έχει μεσολαβήσει μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, δεν περιέχει αντίστοιχη ρήτρα παρέκτασης.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, είχε συναφθεί ατομική σύμβαση εργασίας μεταξύ ιδιώτη και ελληνικής εταιρίας εδρεύουσας στην Αττική, η οποία ήταν θυγατρική αλλοδαπής εταιρίας εδρεύουσας στα Marshall Islands (αμερικανικών συμφερόντων). Στη σύμβαση προβλεπόταν ότι αυτή θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και ότι αρμόδια για την εκδίκαση οποιασδήποτε διαφοράς απορρέουσας από τη συγκεκριμένη σύμβαση αρμόδια θα είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Στη συνέχεια, η αλλοδαπή εταιρία, μητρική της ελληνικής, συνήψε με τον ίδιο ιδιώτη μία σύμβαση (Συμφωνητικό Παροχής Οικονομικού Προνομίου σε Περίπτωση Απόλυσης). Στη νέα αυτή σύμβαση προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση διαφοράς από την εργασιακή σχέση, η οποία δε θα μπορούσε να επιλυθεί, αυτή θα επιλύοταν με διαμεσολάβηση με ορισμό από τα μέρη κοινώς αποδεκτού διαμεσολαβητή η με ορισμό διαμεσολαβητή κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε μέρους σε οργανισμό ή πρόσωπο για το οποίο τα μέρη θα έπρεπε να έχουν συμφωνήσει εγγράφως. Σε περίπτωση που η διαμεσολάβηση ήταν ανεπιτυχής, η επίλυση θα γινόταν αποκλειστικά με τελεσίδικη και δεσμευτική διαιτησία, κατά τους Κανονισμούς Εργασιακής Διαιτησίας της Αμερικανικής Ένωσης Διαιτησίας στο Χιούστον του Τέξας. Ακόμη, προβλεπόταν ότι αν η απαίτηση αυτή αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, αποκλειστική δικαιοδοσία θα είχαν τα πολιτειακά και ομοσπονδιακά δικαστήρια του Χιούστον του Τέξας. Τέλος, η ισχύς, ερμηνεία και εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας θα διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο. Μεταγενέστερα, μεταβλήθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δύο εταιριών, μέσω συγχωνεύσεως. Ακολούθως, ο ενάγων κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και αξίωσε, μεταξύ άλλων, τα ποσά που προέβλεπε το Συμφωνητικό περί Οικονομικών Προνομίων σε Περίπτωση Απόλυσης. Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας που υπεισήλθε στις υποχρεώσεις της αρχικής εργοδότριας αναγνώρισε εγγράφως την υποχρέωση καταβολής των ποσών που προβλέπονταν στο συμφωνητικό και έθεσε ως μόνη προϋπόθεση για την είσπραξη αυτών την υπογραφή εκ μέρους του ενάγοντος και επιστροφή του πιο πάνω συμφωνητικού με εντός προθεσμίας, προϋπόθεση που τηρήθηκε.
Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, η τελευταία αυτή πράξη μεταξύ του Προέδρου του Δ.Σ. της νέας εργοδότριας και του ενάγοντος συνιστά αιτιώδη αναγνωριστική σύμβαση χρέους (ΑΚ 192). Στη σύμβαση δε αυτή δεν αναφερόταν η ρήτρα του προγενέστερου συνυποσχετικού περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Χιούστον του Τέξας. Υπόψη θα έπρεπε, σύμφωνα με την απόφαση, να ληφθεί και το γεγονός ότι οι δύο εταιρίες που ανέλαβαν τον έλεγχο των προγενέστερα συμβληθέντων με τον ενάγοντα, αν και τυπικώς αλλοδαπές, ήταν εγκατεστημένες στην Ελλάδα, όπου ασκείτο η διοίκησή τους και βρισκόταν η πραγματική τους έδρα (άρθρο 10 ΑΚ) και επομένως δωσιδικούσαν στην Ελλάδα και ειδικότερα στα Δικαστήρια του Πειραιά, η δε εργασία του ενάγοντος παρείχετο στην Ελλάδα. Συνεπώς, με βάση την καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών πρόδηλα, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα συμβαλλόμενα μέρη θα ήθελαν να προσφύγουν προς επίλυση της διαφοράς τους εκ της αναγνωριστικής σύμβασης χρέους στα δικαστήρια της Ελλάδας, αφού έτσι θα διευκολυνόταν η συλλογή εκ μέρους τους αποδεικτικών στοιχείων και θα υπήρχε αποφυγή απ’ αυτούς δυσβάστακτων οικονομικών βαρών από τυχόν προσφυγή τους σε αλλοδαπά δικαστήρια. Σύμφωνα επομένως με τον Άρειο Πάγο, τα ελληνικά δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της διαφοράς.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1063/2012: Επιδόσεις και κοινοποιήσεις σε πρόσωπα με άγνωστη διαμονή στο εξωτερικό
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Α1) της 21 Ιουνίου 2012, η οποία εξετάζει το ζήτημα της επίδοσης σε πρόσωπα με άγνωστη διεύθυνση στο εξωτερικό και το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 για τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις αλλά και της Σύμβασης της Χάγης 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 1334/1983.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, τα δύο αυτά κείμενα δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη (άρθρο 1 παρ. 2 Κανονισμού 1393/2007 και άρθρο 1 παρ. 2 Σύμβασης της Χάγης), αφού αυτές οι περιπτώσεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής τους. Συνεπώς, εάν ο παραλήπτης έχει άγνωση διεύθυνση, θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, και συγκεκριμένα το άρθρο 134 παρ. 1 (κατά παραπομπή του άρθρου 135 παρ. 1), το οποίο ορίζει ότι η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, δημοσιεύεται δε, με υπόδειξη του εισαγγελέα, περίληψη του δικογράφου που επιδόθηκε σε δυο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, συντάσσεται δε και υπογράφεται η περίληψη από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και πρέπει να αναφέρει το ονοματεπώνυμο των διαδίκων, το είδος και το αίτημα του δικογράφου που επιδόθηκε, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιπλέον, αν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση καλείται να εμφανισθεί ή να ενεργήσει ορισμένη πράξη, πρέπει να αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος εμφάνισης, καθώς και το είδος της πράξης. Σύμφωνα με το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τη δημοσίευση της περίληψης αυτής θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε η επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 221/2012: Διεθνής Σύμβαση της Χάγης (ν. 1334/83) για
επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε
αστικές ή εμπορικές υποθέσειςΑπόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Α1) της 21 Ιουνίου 2012, η οποία εξετάζει το ζήτημα της επίδοσης σε πρόσωπα με άγνωστη διεύθυνση στο εξωτερικό και το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 για τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις αλλά και της Σύμβασης της Χάγης 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 1334/1983.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, τα δύο αυτά κείμενα δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη (άρθρο 1 παρ. 2 Κανονισμού 1393/2007 και άρθρο 1 παρ. 2 Σύμβασης της Χάγης), αφού αυτές οι περιπτώσεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής τους. Συνεπώς, εάν ο παραλήπτης έχει άγνωση διεύθυνση, θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, και συγκεκριμένα το άρθρο 134 παρ. 1 (κατά παραπομπή του άρθρου 135 παρ. 1), το οποίο ορίζει ότι η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, δημοσιεύεται δε, με υπόδειξη του εισαγγελέα, περίληψη του δικογράφου που επιδόθηκε σε δυο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, συντάσσεται δε και υπογράφεται η περίληψη από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και πρέπει να αναφέρει το ονοματεπώνυμο των διαδίκων, το είδος και το αίτημα του δικογράφου που επιδόθηκε, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιπλέον, αν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση καλείται να εμφανισθεί ή να ενεργήσει ορισμένη πράξη, πρέπει να αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος εμφάνισης, καθώς και το είδος της πράξης. Σύμφωνα με το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τη δημοσίευση της περίληψης αυτής θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε η επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. A1’) της 6 Φεβρουαρίου 2012, η οποία μεταξύ άλλων ερμηνεύει και το άρθρο 15 της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 1334/1983.
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το άρθρο 15 της Σύμβασης της Χάγης, που ορίζει ότι, αν διάδικος που διαμένει στο εξωτερικό δεν παρίσταται στο δικαστήριο κατά τη δικάσιμο, το δικαστήριο οφείλει να αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεσης για να διαπιστώσει εάν του έχει κοινοποιηθεί εγκαίρως το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αφορά μόνο εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα και άλλα έγγραφα, ισοδύναμα με αυτά. Συνεπώς, η κλήτευση του αντιδίκου που διαμένει σε άλλο συμβαλλόμενο στη Σύμβαση κράτος, ώστε να ληφθεί η ένορκη κατάθεσή του, δεν απαιτείται να γίνει κατά τις διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης. Αρκεί, αντίθετα, και η πλασματική κλήτευση που προβλέπουν τα άρθρα 134 και 136 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, εδώ.
ΑΠ 102/2012: Ακύρωση διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε με βάση τους κανόνες του ICC
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. A1’) της 23 Ιανουαρίου 2012, που αφορά την ακύρωση διαιτητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε κατόπιν συμφωνίας των μερών να υπαγάγουν τη διατητική διαδικασία στους κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce – ICC) και η οποία απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, μετά την υπογραφή (ή την έγκρισή της από το διαιτητικό δικαστήριο) της πράξης πλαίσιο που ορίζει τους όρους διεξαγωγής της διαιτησίας, είναι απαράδεκτη η υποβολή νέων αιτημάτων ή ανταιτημάτων που υπερβαίνουν τα όρια της πράξης, εκτός αν αυτό επιτραπεί από το διαιτητικό δικαστήριο (άρθρο 19 του Κανονισμού του ICC). Επίσης, σύμφωνα και με το άρθρο 23§2 του ν. 2735/1999, κάθε μέρος μπορεί, κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας, να τροποποιήσει ή να συμπληρώσει το αγωγικό του αίτημα ή την απάντησή του, εκτός εάν αυτό δεν επιτραπεί από το διαιτητικό δικαστήριο λόγω της καθυστερημένης προβολής του και υπό την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των μερών. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ελαστικότητα της διαιτητικής διαδικασίας επιτρέπει την τροποποίηση ή μεταβολή του ανταγωγικού αιτήματος ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου, εφόσον δεν συνιστά μεταβολή του αντικειμένου της διαιτητικής δίκης και εφόσον ο αντίδικος δεν επικαλείται αντίθετη συμφωνία των μερών.
Όσον αφορά την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης λόγω αντίθεσής της προς τη δημόσια τάξη της ΑΚ 33, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου ότι δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τις επιπτώσεις από προγενέστερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου και των δικαστηρίων της ουσίας, οι οποίες είναι συναφείς με την κρινόμενη υπόθεση, δεν ενέχει καθ’ εαυτή απαξίωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στη δημόσια τάξη.
Ακόμη, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να αφορά και μελλοντικές διαφορές που προκύπτουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύονται στη διαιτητική συμφωνία. Τέλος, σε περίπτωση αναγνωριστικής ανταγωγής ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, ως προς διαφορές που ενδέχεται να προκύψουν στο μέλλον μεταξύ των διαδίκων, αποτελούν διαφορές με αντικείμενο επιδεκτικό διαιτησίας κατά το ελληνικό δίκαιο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. A1’) της 23 Ιανουαρίου 2012, που αφορά την ακύρωση διαιτητικής απόφασης η οποία εκδόθηκε κατόπιν συμφωνίας των μερών να υπαγάγουν τη διατητική διαδικασία στους κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce – ICC) και η οποία απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, μετά την υπογραφή (ή την έγκρισή της από το διαιτητικό δικαστήριο) της πράξης πλαίσιο που ορίζει τους όρους διεξαγωγής της διαιτησίας, είναι απαράδεκτη η υποβολή νέων αιτημάτων ή ανταιτημάτων που υπερβαίνουν τα όρια της πράξης, εκτός αν αυτό επιτραπεί από το διαιτητικό δικαστήριο (άρθρο 19 του Κανονισμού του ICC). Επίσης, σύμφωνα και με το άρθρο 23§2 του ν. 2735/1999, κάθε μέρος μπορεί, κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας, να τροποποιήσει ή να συμπληρώσει το αγωγικό του αίτημα ή την απάντησή του, εκτός εάν αυτό δεν επιτραπεί από το διαιτητικό δικαστήριο λόγω της καθυστερημένης προβολής του και υπό την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των μερών. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ελαστικότητα της διαιτητικής διαδικασίας επιτρέπει την τροποποίηση ή μεταβολή του ανταγωγικού αιτήματος ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου, εφόσον δεν συνιστά μεταβολή του αντικειμένου της διαιτητικής δίκης και εφόσον ο αντίδικος δεν επικαλείται αντίθετη συμφωνία των μερών.
Όσον αφορά την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης λόγω αντίθεσής της προς τη δημόσια τάξη της ΑΚ 33, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου ότι δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τις επιπτώσεις από προγενέστερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου και των δικαστηρίων της ουσίας, οι οποίες είναι συναφείς με την κρινόμενη υπόθεση, δεν ενέχει καθ’ εαυτή απαξίωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στη δημόσια τάξη.
Ακόμη, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να αφορά και μελλοντικές διαφορές που προκύπτουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύονται στη διαιτητική συμφωνία. Τέλος, σε περίπτωση αναγνωριστικής ανταγωγής ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, ως προς διαφορές που ενδέχεται να προκύψουν στο μέλλον μεταξύ των διαδίκων, αποτελούν διαφορές με αντικείμενο επιδεκτικό διαιτησίας κατά το ελληνικό δίκαιο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, εδώ.
ΑΠ 43/2012: Εφαρμοστέο δίκαιο σε αδίκημα από τροχαίο ατύχημα – ΑΚ 26
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 13 Ιανουαρίου 2012, που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο σε αδίκημα από τροχαίο ατύχημα σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ.
Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει ότι ενώ στη σχέση εφαρμόζεται το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (ελληνικό), το ζήτημα εάν η μνηστή του αλλοδαπού θανόντος στο ατύχημα δικαιούται αποζημίωση για ψυχική οδύνη σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ θα κριθεί με βάση το δίκαιο της ιθαγένειας του αλλοδαπού σύμφωνα με την ΑΚ 18.
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, εφόσον η ιδιότητα της μνηστής δεν αμφισβητείται, το ζήτημα εάν αυτή δικαιούται αποζημίωση για ψυχική οδύνη θα κριθεί βάσει ερμηνείας της ΑΚ 932. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, η συγγενική της ιδιότητα, αναφορικά με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή, τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 13 Ιανουαρίου 2012, που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο σε αδίκημα από τροχαίο ατύχημα σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ.
Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει ότι ενώ στη σχέση εφαρμόζεται το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (ελληνικό), το ζήτημα εάν η μνηστή του αλλοδαπού θανόντος στο ατύχημα δικαιούται αποζημίωση για ψυχική οδύνη σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ θα κριθεί με βάση το δίκαιο της ιθαγένειας του αλλοδαπού σύμφωνα με την ΑΚ 18.
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, εφόσον η ιδιότητα της μνηστής δεν αμφισβητείται, το ζήτημα εάν αυτή δικαιούται αποζημίωση για ψυχική οδύνη θα κριθεί βάσει ερμηνείας της ΑΚ 932. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, η συγγενική της ιδιότητα, αναφορικά με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή, τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 37/2012: Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεως – Κανονισμός ΕΚ 44/2001
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 13 Ιανουαρίου 2012 , που αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεως, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Για την έκδοση της απόφασής του ο Άρειος Πάγος έλαβε υπόψη του απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο μετά από προδικαστικό ερώτημα του γερμανικού Ακυρωτικού έκρινε ότι η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 στο άρθρο 9 παρ. 1 στοιχείο β’ του Κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του σε κράτος-μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους-μέλους. Επομένως, ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημίωσης για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτό.
Ως προς το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας, το ελληνικό Ακυρωτικό έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 παρ. 1 και 9 παρ. 1 β’ του Κανονισμού 44/2001 και αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου που είχε κρίνει, αντιθέτως, ότι τα ελληνικά δικαστήρια στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
Απόφαση του Αρείου Πάγου (τμ. Δ’) της 13 Ιανουαρίου 2012 , που αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεως, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Για την έκδοση της απόφασής του ο Άρειος Πάγος έλαβε υπόψη του απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο μετά από προδικαστικό ερώτημα του γερμανικού Ακυρωτικού έκρινε ότι η παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 στο άρθρο 9 παρ. 1 στοιχείο β’ του Κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια, ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του σε κράτος-μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους-μέλους. Επομένως, ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημίωσης για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτό.
Ως προς το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας, το ελληνικό Ακυρωτικό έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 παρ. 1 και 9 παρ. 1 β’ του Κανονισμού 44/2001 και αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου που είχε κρίνει, αντιθέτως, ότι τα ελληνικά δικαστήρια στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης δείτε εδώ.
ΑΠ 1584/2011: Επιλογή εφαρμοστέου δικαίου σε συμβατικές ενοχές (ΑΚ 25)
Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2011 (τμ. Α1).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του ελληνικού ακυρωτικού δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ* καθιερώνει την αρχή της αυτονομίας της βούλησης ως προς την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου. Ωστόσο, η αυτονομία αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι πρέπει να υφίσταται κάποιος σύνδεσμος μεταξύ της έννομης σχέσης και του δικαίου που επιλέχθηκε ως εφαρμοστέο. Ο σύνδεσμος αυτός πάντως δεν είναι απαραίτητο να είναι ισχυρότερος από άλλους συνδέσμους. Ως σύνδεσμος θεωρείται, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, και η τάση προς τυποποίηση όρων των διεθνών εμπορικών συμβάσεων μέσω της κατάρτισής τους κατά συγκεκριμένο τύπο που βασίζεται στο εθμικό δίκαιο ορισμένου κράτους, όπως είναι το δίκαιο της Αγγλίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι δυνατή η υποκειμενική εφαρμογή του αγγλικού δικαίου ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή την κατοικία των μερών ή τον τόπο σύναψης ή εκτέλεσης της σύμβασης.
*Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν έκανε καμία αναφορά στη Σύμβαση της Ρώμης 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, οι διατάξεις της οποίες έπρεπε να εφαρμοστούν εν προκειμένω.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2011 (τμ. Α1).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του ελληνικού ακυρωτικού δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ* καθιερώνει την αρχή της αυτονομίας της βούλησης ως προς την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου. Ωστόσο, η αυτονομία αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι πρέπει να υφίσταται κάποιος σύνδεσμος μεταξύ της έννομης σχέσης και του δικαίου που επιλέχθηκε ως εφαρμοστέο. Ο σύνδεσμος αυτός πάντως δεν είναι απαραίτητο να είναι ισχυρότερος από άλλους συνδέσμους. Ως σύνδεσμος θεωρείται, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, και η τάση προς τυποποίηση όρων των διεθνών εμπορικών συμβάσεων μέσω της κατάρτισής τους κατά συγκεκριμένο τύπο που βασίζεται στο εθμικό δίκαιο ορισμένου κράτους, όπως είναι το δίκαιο της Αγγλίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι δυνατή η υποκειμενική εφαρμογή του αγγλικού δικαίου ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή την κατοικία των μερών ή τον τόπο σύναψης ή εκτέλεσης της σύμβασης.
*Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν έκανε καμία αναφορά στη Σύμβαση της Ρώμης 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, οι διατάξεις της οποίες έπρεπε να εφαρμοστούν εν προκειμένω.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1430/2011: Εφαρμοστέο δίκαιο στον τύπο της διαθήκης – Η διαθήκη στο δίκαιο της Σερβίας
Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (τμ. Γ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο τύπος της διαθήκης είναι έγκυρος εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτουν, διαζευκτικά, τα εξής δίκαια: α) το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της, ή β) το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται, ή γ) το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών κατά τη διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ. Ως προς την τελευταία δε περίπτωση, κρίσιμη είναι η ιθαγένεια του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου του (ΑΚ 28).
Περαιτέρω, το εφαρμοστέο δίκαιο στις κληρονομικές σχέσεις διέπεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ, από το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου, η δε διάταξη αυτή καταλαμβάνει τόσο την εκ διαθήκης διαδοχή όσο και την εξ αδιαθέτου και την αναγκαστική διαδοχή. Το δίκαιο αυτό διέπει, μεταξύ άλλων, το την εγκυρότητα και τα ελαττώματα του περιεχομένου της διαθήκης, όπως και η ανάκλησή της.
Ως προς τον τύπο της διαθήκης, το δίκαιο της Σερβίας προβλέπει, στον Ομοσπονδιακό Νόμο για την κληρονομική διαδοχή, έξι (6) τύπους διαθηκών: α) την ιδιόγραφη διαθήκη, β) την έγγραφη διαθήκη, γ) τη διαθήκη ενώπιον δικαστηρίου, δ) τη διαθήκη ενώπιον προξενικής αρχής, ε) τη διεθνή διαθήκη και στ) την έκτακτη διαθήκη. Συγκεκριμένα, ως προς την έγγραφη διαθήκη, η οποία πιστοποιείται από την παρουσία δύο μαρτύρων, στο άρθρο 85 του ως άνω Ομοσπονδιακού Νόμου προβλέπεται ότι: “Ο διαθέτης ο οποίος γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, μπορεί να καταρτίσει τη διαθήκη του κατά τον εξής τρόπο: Να δηλώσει ενώπιον δύο μαρτύρων ότι έχει αναγνώσει το ήδη συντεταγμένο έγγραφο, ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί τη διαθήκη του και μετά ταύτα να υπογράψει ιδιοχείρως το έγγραφο. Το έγγραφο πρέπει να υπογραφεί ταυτοχρόνως από τους δύο μάρτυρες, όπου και είναι απαραίτητο να σημειώνεται και η ιδιότητα του μάρτυρα”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο διαθέτης θα πρέπει να γνωρίζει ανάγνωση και γραφή και να είναι σε θέση να διαβάσει το κείμενο της διαθήκης του ακόμη και εάν δεν το έχει συντάξει ο ίδιος με το χέρι του. Ιδιόγραφη απαιτείται να είναι μόνο η υπογραφή του, την οποία θέτει αφού δηλώσει ότι έχει διαβάσει το κείμενο και ότι αυτό αποτελεί τη διαθήκη του. Τη διαθήκη υπογράφουν ταυτόχρονα και οι μάρτυρες, οι οποίοι πρέπει να δηλώσουν και την ιδιότητά τους, η δε υπογραφή τίθεται σε πιστοποίηση της ανωτέρω δήλωσης του διαθέτη και του γνησίου της υπογραφής του και δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της διαθήκης. Το ελληνικό Ακυρωτικό έκρινε ότι εάν η διαθήκη έχει συνταχθεί σε γλώσσα που δεν είναι η μητρική του διαθέτη, ο τελευταίος θα πρέπει να κατανοεί επαρκώς τη γλώσσα αυτή, διαφορετικά η διαθήκη είναι άκυρη.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (τμ. Γ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο τύπος της διαθήκης είναι έγκυρος εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτουν, διαζευκτικά, τα εξής δίκαια: α) το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της, ή β) το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται, ή γ) το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών κατά τη διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ. Ως προς την τελευταία δε περίπτωση, κρίσιμη είναι η ιθαγένεια του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου του (ΑΚ 28).
Περαιτέρω, το εφαρμοστέο δίκαιο στις κληρονομικές σχέσεις διέπεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ, από το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου, η δε διάταξη αυτή καταλαμβάνει τόσο την εκ διαθήκης διαδοχή όσο και την εξ αδιαθέτου και την αναγκαστική διαδοχή. Το δίκαιο αυτό διέπει, μεταξύ άλλων, το την εγκυρότητα και τα ελαττώματα του περιεχομένου της διαθήκης, όπως και η ανάκλησή της.
Ως προς τον τύπο της διαθήκης, το δίκαιο της Σερβίας προβλέπει, στον Ομοσπονδιακό Νόμο για την κληρονομική διαδοχή, έξι (6) τύπους διαθηκών: α) την ιδιόγραφη διαθήκη, β) την έγγραφη διαθήκη, γ) τη διαθήκη ενώπιον δικαστηρίου, δ) τη διαθήκη ενώπιον προξενικής αρχής, ε) τη διεθνή διαθήκη και στ) την έκτακτη διαθήκη. Συγκεκριμένα, ως προς την έγγραφη διαθήκη, η οποία πιστοποιείται από την παρουσία δύο μαρτύρων, στο άρθρο 85 του ως άνω Ομοσπονδιακού Νόμου προβλέπεται ότι: “Ο διαθέτης ο οποίος γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, μπορεί να καταρτίσει τη διαθήκη του κατά τον εξής τρόπο: Να δηλώσει ενώπιον δύο μαρτύρων ότι έχει αναγνώσει το ήδη συντεταγμένο έγγραφο, ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί τη διαθήκη του και μετά ταύτα να υπογράψει ιδιοχείρως το έγγραφο. Το έγγραφο πρέπει να υπογραφεί ταυτοχρόνως από τους δύο μάρτυρες, όπου και είναι απαραίτητο να σημειώνεται και η ιδιότητα του μάρτυρα”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο διαθέτης θα πρέπει να γνωρίζει ανάγνωση και γραφή και να είναι σε θέση να διαβάσει το κείμενο της διαθήκης του ακόμη και εάν δεν το έχει συντάξει ο ίδιος με το χέρι του. Ιδιόγραφη απαιτείται να είναι μόνο η υπογραφή του, την οποία θέτει αφού δηλώσει ότι έχει διαβάσει το κείμενο και ότι αυτό αποτελεί τη διαθήκη του. Τη διαθήκη υπογράφουν ταυτόχρονα και οι μάρτυρες, οι οποίοι πρέπει να δηλώσουν και την ιδιότητά τους, η δε υπογραφή τίθεται σε πιστοποίηση της ανωτέρω δήλωσης του διαθέτη και του γνησίου της υπογραφής του και δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της διαθήκης. Το ελληνικό Ακυρωτικό έκρινε ότι εάν η διαθήκη έχει συνταχθεί σε γλώσσα που δεν είναι η μητρική του διαθέτη, ο τελευταίος θα πρέπει να κατανοεί επαρκώς τη γλώσσα αυτή, διαφορετικά η διαθήκη είναι άκυρη.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1028/2011: Διεθνής Δικαιοδοσία κατά τον Καν. 44/2001
Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2011 (τμ. Α2).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απόφαση Εφετείου, η οποία εσφαλμένα απέρριψε αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία λόγω του ότι ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων (σε σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων) αλλά και ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός από την πρόκληση αδικοπραξίας είναι στην Ελλάδα (άρθρα 5 παρ. 1 α’, β’ και 5 παρ. 3), ελέγχεται αναιρετικά με βάση το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2011 (τμ. Α2).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απόφαση Εφετείου, η οποία εσφαλμένα απέρριψε αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία λόγω του ότι ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων (σε σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων) αλλά και ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός από την πρόκληση αδικοπραξίας είναι στην Ελλάδα (άρθρα 5 παρ. 1 α’, β’ και 5 παρ. 3), ελέγχεται αναιρετικά με βάση το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1027/2011: διεθνής δικαιοδοσία κατά τον Καν. 44/2001
Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2011 (τμ. Α2).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απόφαση Εφετείου, η οποία εσφαλμένα απέρριψε αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία λόγω του ότι ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων (σε σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων) αλλά και ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός από την πρόκληση αδικοπραξίας είναι στην Ελλάδα (άρθρα 5 παρ. 1 α’, β’ και 5 παρ. 3), ελέγχεται αναιρετικά με βάση το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2011 (τμ. Α2).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η απόφαση Εφετείου, η οποία εσφαλμένα απέρριψε αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία λόγω του ότι ο τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων (σε σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων) αλλά και ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός από την πρόκληση αδικοπραξίας είναι στην Ελλάδα (άρθρα 5 παρ. 1 α’, β’ και 5 παρ. 3), ελέγχεται αναιρετικά με βάση το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 ΚΠολΔ.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 487/2011: Διεθνής δικαιοδοσία σε υπόθεση ασφαλιστικής σύμβασης σύμφωνα με τον Καν. 44/2001 και ευθεία αγωγή
Απόφαση της 1ης Απριλίου 2011 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Κανονισμός 44/2001 στο άρθρο 9 ορίζει ότι: “1. Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους – μέλους, όπου έχει την κατοικία του ή β) σε άλλο κράτος-μέλος, εφ’ όσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος, ή ο δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων έχει την κατοικία ή (…)”. Εξ άλλου, στο άρθρο 11 (αρθρο 10 Συμβάσεως Βρυξελλών), ορίζεται ότι: 1) Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί επίσης να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει. 2)Οι διατάξεις των αρθρων 8, 9 και,10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφ’ όσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται”.Εν όψει της παραπομπής της παρ. 2 του άρθρου 11 του άνω Κανονισμού στο αρθρ. 9 του ιδίου Κανονισμού γεννήθηκε το ζήτημα κατά πόσο ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα δύναται να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος κατά την έννοια της β’ περιπτώσεως της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού.
Απόφαση της 1ης Απριλίου 2011 (τμ. Δ).
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο Κανονισμός 44/2001 στο άρθρο 9 ορίζει ότι: “1. Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους – μέλους μπορεί να εναχθεί α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους – μέλους, όπου έχει την κατοικία του ή β) σε άλλο κράτος-μέλος, εφ’ όσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος, ή ο δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων έχει την κατοικία ή (…)”. Εξ άλλου, στο άρθρο 11 (αρθρο 10 Συμβάσεως Βρυξελλών), ορίζεται ότι: 1) Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί επίσης να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει. 2)Οι διατάξεις των αρθρων 8, 9 και,10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφ’ όσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται”.Εν όψει της παραπομπής της παρ. 2 του άρθρου 11 του άνω Κανονισμού στο αρθρ. 9 του ιδίου Κανονισμού γεννήθηκε το ζήτημα κατά πόσο ο ζημιωθείς σε αυτοκινητικό ατύχημα δύναται να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος κατά την έννοια της β’ περιπτώσεως της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού.
Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, σύμφωνα με
την κρίση του Αρείου Πάγου, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ζημιωθέντος,
διότι εάν αυτός χρειασθεί να ασκήσει αγωγή για την διεκδίκηση των
αξιώσεων του έχει τη δυνατότητα να εγείρει αυτή και ενώπιον δικαστηρίου
της χώρας της κατοικίας του με προφανή τα εντεύθεν γι’ αυτόν
πλεονεκτήματα. Για το λόγο αυτό το γερμανικό Ακυρωτικό απέστειλε
προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ), το οποίο απεφάνθη ότι η
παραπομπή του άρθρου 11 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001 στο άρθρο 9 παρ.1
στοιχείο β’ του Κανονισμού αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια,
ότι ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της
κατοικίας του σε κράτος – μέλος ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή, εφόσον
το οικείο δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ο ασφαλιστής
έχει την έδρα του στο έδαφος κράτους – μέλους.
Τέτοια ρύθμιση έχει εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3746/2009, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η πέμπτη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα έπρεπε να καταστεί εσωτερικό δίκαιο μέχρι 11-6-2007. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον Ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτό.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Τέτοια ρύθμιση έχει εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3746/2009, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η πέμπτη Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα έπρεπε να καταστεί εσωτερικό δίκαιο μέχρι 11-6-2007. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν ο αλλοδαπός ασφαλιστής του ζημιογόνου στην αλλοδαπή αυτοκινήτου μπορεί να εναχθεί από τον παθόντα και μόνιμο κάτοικο της Ελλάδος ενώπιον Ελληνικού δικαστηρίου με αίτημα επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστη από αυτό.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 711/2011: διεθνής δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο επί αδικοπραξίας (Σύμβαση Λουγκάνο, ΑΚ 26)
Απόφαση της 16ης Μαΐου 2011 (τμ. Α1).
Το άρθρο 5 παρ. 3 της Σύμβασης του Λουγκάνο (ν. 2460/1997) περιέχει ειδική δωσιδικία της ενοχής από αδικοπραξία, την οποία μπορεί να επιλέξει ο ενάγων έναντι της γενικής του άρθρου 2 (κατοικία εναγομένου) και για την οποία ορίζεται ότι αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, με στόχο την αποτελεσματική εκδίκαση της υπόθεσης και την οικονομία της δίκης.
Σύμφωνα με την ερμηνεία του Αρείου Πάγου, “ο τόπος που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός” δεν περιλαμβάνει μόνο το κράτος όπου έλαβε χώρα το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός αλλά και το κράτος στο οποίο επήλθε η άμεση ζημία του ενάγοντος, δηλαδή η βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός. Αντίθετα, δεν καλύπτεται η έμμεση ή εξ αντανακλάσεως ζημία.
Το δικαστήριο στην απόφαση αυτή προέβη και στην ερμηνεία του όρου “αδικοπραξία”, ο οποίος θα πρέπει να ερμηνεύεται με αυτόνομα κριτήρια του ευρωπαϊκού δικαίου, περιλαμβάνει δε “κάθε απαίτηση με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά διαφορές από σύμβαση κατά την έννοι του άρθρου 5 σημ. 1 της Συμβάσεως”. Στην έννοια της αδικοπραξίας (ή οιονεί αδικοπραξίας) εμπίπτουν διάφοροι τύποι αδικημάτων, όπως είναι η προσβολή του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας, εναντίον όχι μόνο αυτού ο οποίος προξένησε τη ζημία αλλά και κατά παντός αστικώς υπευθύνου για παράνομη πράξη τρίτου.
Ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, το δικαστήριο έκρινε ότι βάσει της διάταξης του άρθρου 26 ΑΚ, που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα θα κριθούν τα ζητήματα που αφορούν: αν η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί αδίκημα, αν η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος και της υποχρέωσης για αποζημίωση, αν και βάσει ποιων προϋποθέσεων θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος κάποιου άλλου, ποια είναι τα είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης, πότε η πράξη είναι παράνομη, ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση, αν μεταξύ της πράξης και της ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, ποιες οι συνέπειες του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση, αν, σε περίπτωση θανατώσεως του προσώπου, τα μέλη της οικογένειας του έχουν ή όχι εξ ιδίου δικαίου προσωπική αξίωση κατά των υπόχρεων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 16ης Μαΐου 2011 (τμ. Α1).
Το άρθρο 5 παρ. 3 της Σύμβασης του Λουγκάνο (ν. 2460/1997) περιέχει ειδική δωσιδικία της ενοχής από αδικοπραξία, την οποία μπορεί να επιλέξει ο ενάγων έναντι της γενικής του άρθρου 2 (κατοικία εναγομένου) και για την οποία ορίζεται ότι αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, με στόχο την αποτελεσματική εκδίκαση της υπόθεσης και την οικονομία της δίκης.
Σύμφωνα με την ερμηνεία του Αρείου Πάγου, “ο τόπος που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός” δεν περιλαμβάνει μόνο το κράτος όπου έλαβε χώρα το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός αλλά και το κράτος στο οποίο επήλθε η άμεση ζημία του ενάγοντος, δηλαδή η βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός. Αντίθετα, δεν καλύπτεται η έμμεση ή εξ αντανακλάσεως ζημία.
Το δικαστήριο στην απόφαση αυτή προέβη και στην ερμηνεία του όρου “αδικοπραξία”, ο οποίος θα πρέπει να ερμηνεύεται με αυτόνομα κριτήρια του ευρωπαϊκού δικαίου, περιλαμβάνει δε “κάθε απαίτηση με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά διαφορές από σύμβαση κατά την έννοι του άρθρου 5 σημ. 1 της Συμβάσεως”. Στην έννοια της αδικοπραξίας (ή οιονεί αδικοπραξίας) εμπίπτουν διάφοροι τύποι αδικημάτων, όπως είναι η προσβολή του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας, εναντίον όχι μόνο αυτού ο οποίος προξένησε τη ζημία αλλά και κατά παντός αστικώς υπευθύνου για παράνομη πράξη τρίτου.
Ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, το δικαστήριο έκρινε ότι βάσει της διάταξης του άρθρου 26 ΑΚ, που αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα θα κριθούν τα ζητήματα που αφορούν: αν η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί αδίκημα, αν η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος και της υποχρέωσης για αποζημίωση, αν και βάσει ποιων προϋποθέσεων θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος κάποιου άλλου, ποια είναι τα είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης, πότε η πράξη είναι παράνομη, ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση, αν μεταξύ της πράξης και της ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, ποιες οι συνέπειες του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση, αν, σε περίπτωση θανατώσεως του προσώπου, τα μέλη της οικογένειας του έχουν ή όχι εξ ιδίου δικαίου προσωπική αξίωση κατά των υπόχρεων.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΟλΑΠ 10/2011: Εφαρμοστέο δίκαιο σε αυτοκινητικό ατύχημα (26 ΑΚ) – ψυχική οδύνη
Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2011 (τμ. Δ).
Ακόμη μια απόφαση του ελληνικού Ακυρωτικού που αφορά το άρθρο 26 ΑΚ και τον καθορισμό των δικαιούχων αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία που προκλήθηκε από αυτοκινητικό ατύχημα. Σύμφωνα με την απόφαση, εφαρμοστέο δίκαιο για ατύχημα που έλαβε χώρα στην ελληνική επικράτεια είναι το ελληνικό, ως δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, κατά την ΑΚ 26. Επομένως, ζητήματα όπως ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, αν η αποζημίωση παρέχεται σε κεφαλαίο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (αρθρ. 932 ΑΚ) ή αποζημίωση από το αρθ. 931 ΑΚ, τα θέματα της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης θα κριθούν κατά το ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 932 ΑΚ. Με βάση το άρθρο 932 θα κριθεί εάν το πρόσωπο που αιτείται αποζημίωσης ανήκει στην “οικογένεια” του θύματος, μία αόριστη νομική έννοια που εξειδικεύεται από το δικαστή ανάλογα με τις επιδράσεις που υφίσταται από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Περαιτέρω, μόνο εάν αμφισβητηθεί η συγγενική ιδιότητα του ενάγοντος θα ενεργοποιηθεί ξανά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (13, 14, 17-24 του ΑΚ), ώστε να κριθεί, με βάση το εκάστοτε εφαρμοστέο δίκαιο, το προκριματικό αυτό ζήτημα.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 1580/2011: εφαρμοστέο δίκαιο και διεθνής δικαιοδοσία σε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράςΑπόφαση της 22ας Ιουνίου 2011 (τμ. Δ).
Ακόμη μια απόφαση του ελληνικού Ακυρωτικού που αφορά το άρθρο 26 ΑΚ και τον καθορισμό των δικαιούχων αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία που προκλήθηκε από αυτοκινητικό ατύχημα. Σύμφωνα με την απόφαση, εφαρμοστέο δίκαιο για ατύχημα που έλαβε χώρα στην ελληνική επικράτεια είναι το ελληνικό, ως δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, κατά την ΑΚ 26. Επομένως, ζητήματα όπως ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, αν η αποζημίωση παρέχεται σε κεφαλαίο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (αρθρ. 932 ΑΚ) ή αποζημίωση από το αρθ. 931 ΑΚ, τα θέματα της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης θα κριθούν κατά το ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 932 ΑΚ. Με βάση το άρθρο 932 θα κριθεί εάν το πρόσωπο που αιτείται αποζημίωσης ανήκει στην “οικογένεια” του θύματος, μία αόριστη νομική έννοια που εξειδικεύεται από το δικαστή ανάλογα με τις επιδράσεις που υφίσταται από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Περαιτέρω, μόνο εάν αμφισβητηθεί η συγγενική ιδιότητα του ενάγοντος θα ενεργοποιηθεί ξανά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (13, 14, 17-24 του ΑΚ), ώστε να κριθεί, με βάση το εκάστοτε εφαρμοστέο δίκαιο, το προκριματικό αυτό ζήτημα.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 7.11.2011 (τμ. Α1).
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, εφόσον τα μέρη επέλεξαν εφαρμοστέο δίκαιο σε ιδιαίτερη συμφωνία επί φορτωτικής βάσει της διάταξης του άρθρου 25 ΑΚ, η συμφωνία αυτή ισχύει και έναντι μεταγενέστερων κομιστών της φορτωτικής. Εφόσον, περαιτέρω, η φορτωτική περιέχει ρήτρα βάσει της οποίας εφαρμοστέοι είναι οι “Κανόνες της Χάγης”, όπως οι τελευταίοι ισχύουν στη χώρα φορτώσεως, άλλως εκφορτώσεως των πραγμάτων, υπερισχύει μεν κάθε άλλης ρήτρας στη φορτωτική περί εφαρμοστέου δικαίου, ωστόσο, λόγω του περιορισμένου αντικειμένου των εν λόγω κανόνων, η ρήτρα αυτή αφορά μόνο την αναγκαστική ευθύνη του εκναυλωτή και όχι όλες τις έννομες σχέσεις των μερών της φορτωτικής.
Εάν δε με ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας επί της φορτωτικής τα μέρη ορίσουν αρμόδια τα δικαστήρια της Αγγλίας, μεταγενέστερη εγγυητική επιστολή του ασφαλιστικού οργανισμού που έχει αναλάβει την κάλυψη ζημιών των εμπορευμάτων και στην οποία αναφέρονται εναλλακτικώς αρμόδια τα δικαστήρια της Ελλάδας ή της Αγγλίας δε συνιστά γραπτή επιβεβαίωση της μεταγενέστερης συμφωνίας περί δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, διότι η επιστολή δεσμεύει ατομικώς τον ασφαλιστικό οργανισμό και όχι τα μέρη της φορτωτικής. Επομένως δεν έχει καταρτισθεί έγκυρη ρήτρα παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 665/2011: εφαρμοστέο δίκαιο επί αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 26 ΑΚ και διατάξεις ινδικού δικαίου αποζημιώσεως
Απόφαση της 2ας Μαΐου 2011 του τμήματος Α2.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, βάσει του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ελέγχεται αναιρετικά η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε νομικές έννοιες, ελέγχεται επομένως και το εάν με βάση τα πραγματικά περιστατικά που κάνει δεκτά η απόφαση είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο ή αλλοδαπό δίκαιο. Δεν ελέγχεται ωστόσο από τον Άρειο Πάγο η ύπαρξη συμφωνίας επιλογής εφαρμοστέου δικαίου. Περαιτέρω, βάσει του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) ελέγχεται η ερμηνεία και εφαρμογή των κατ’ άρθων 4-33 ΑΚ (και άλλων, ειδικότερων, κανόνων συγκρούσεως) κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και των δυνάμει αυτών εεφαρμοστέων κανόνων του αλλοδαπού δικαίου, γραπτού ή εθιμικού. Εάν δε διατάσσονται αποδείξεις για το περιεχόμενο του αλλοδαπού δικαίου, είναι δυνατό να ελεγχθούν αναιρετικώς, βάσει του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ μόνο σφάλματα ως προς το περιεχόμενο του δικαίου αυτού, όχι όμως ως προς τη διαδικασία διαπιστώσεως αυτού.
Η πλειοψηφία της σύνθεσης του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως εμμένοντας αποκλειστικά στο ζήτημα του παραδεκτού της σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η έρευνα, εκ μέρους του αναιρετικού δικαστηρίου, λόγου αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προκύπτει από το αναιρετήριο ότι προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη, προϋποθέσεις όμως που εν προκειμένω δεν τηρούνταν. Εφόσον λοιπόν από το αναιρετήριο δεν προέκυπτε ότι οι αναιρεσείουσες εταιρίες προέβαλαν ως λόγο εφέσεως ότι θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί άλλο δίκαιο (το ελληνικό) από αυτό που εφαρμόστηκε (το ινδικό), είναι απαράδεκτη η έρευνα του ζητήματος από τον Άρειο Πάγο.
Συνεπώς, με βάση την άποψη αυτή, παρέλκει η εξέταση της λυσιτέλειας των ισχυρισμών που εκτίθενται στην αίτηση αναίρεσης. Ωστόσο, εκφράστηκαν και δύο απόψεις μειοψηφούντων Δικαστών, οι οποίες αναλύονται αμέσως κατωτέρω:
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, οι λόγοι αναιρέσεως προβλήθηκαν αλυσιτελώς, τούτο δε διότι, από τη λογική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 26 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση που τα στοιχεία που συγκροτούν την αδικοπραξία εντοπίζονται σε περισσότερα κράτη, τότε ο ζημιωθείς έχει δικαίωμα να επιλέξει το ουσιαστικό δίκαιο που θα εφαρμοστεί και επομένως παρέλκει ο αναιρετικός έλεγχος της ερμηνείας του κανόνα σύγκρουσης από το δικαστή της ουσίας. Στα στοιχεία δε που συγκροτούν την έννοια της αδικοπραξίας συμπεριλαμβάνεται και η επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Επίσης, σύμφωνα με την άποψη αυτή, αν σε δολίως διαπραχθέν αδίκημα έλαβαν μέρος περισσότερα του ενός πρόσωπα (είτε ως συναυτουργοί, είτε ως ηθικοί αυτουργοί, είτε ως συνεργοί), καθένα εξ αυτών είναι “δράστης” της πράξεως και κάθε τόπος, στον οποίο κάθε συμμέτοχος εκδήλωσε την αδικοπρακτική του συμπεριφορά, ήτοι εξωτερίκευσε την αδικοπρακτική του βούληση, είναι τόπος τελέσεως του αδικήματος, που εφέλκει την υπαγωγή των οικείων ενοχών στο αντίστοιχο ουσιαστικό δίκαιο.
Στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι ενάγουσες εταιρείες προέκριναν ως εφαρμοστέο, κατά την άσκηση της αγωγής τους, το ελληνικό δίκαιο, βάσει αυτού θα έπρεπε να κριθεί η υπόθεση πλην όμως το Εφετείο Πειραιώς απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή εφαρμόζοντας το ινδικό δίκαιο. Οι αναιρεσείουσες παραπονέθηκαν με την αίτησή τους ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή όχι του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κατ’ επέκταση του ινδικού ουσιαστικού δικαίου, το οποίο θεώρησε εφαρμοστέο, αλλά του ινδικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, βάσει του οποίου εφαρμοστέο θα ήταν το δίκαιο της Μάλτας ως δίκαιο της σημαίας του πλοίου. Σύμφωνα όμως με την εν λόγω μειοψηφούσα άποψη, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς διότι ούτως ή άλλως, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, λόγω της επιλογής του από τις ενάγουσες, και όχι το ινδικό δίκαιο, ιδιωτικό διεθνές και ουσιαστικό. Για αυτό το λόγο η αίτηση αναίρεσης θα έπρεπε να απορριφθεί.
Επικουρικώς, η αίτηση αναίρεσης θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι το Εφετείο εφάρμοσε ορθά το ινδικό δίκαιο για τους εξής λόγους: Η ρύθμιση της εξ αδικοπραξίας ευθύνης στο ινδικό δίκαιο ακολουθεί ιστορικώς τις σχετικές ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου και διαμορφώθηκε μέσω της νομολογίας των ινδικών δικαστηρίων και της ινδικής νομοθεσίας. Ειδικώτερα, η αδικοπραξία (tort) δεν ρυθμίζεται από διατάξεις ινδικού δικαίου αλλά από διατάξεις του λεγομένου “κοινού δικαίου” (commoη Ιaw). Ευθύνη εξ αδικοπραξίας είναι η αυτή που απορρέει από παράβαση καθήκοντος το οποίο θεσπίζεται, κατ’ αρχήν, από το νόμο. Το καθήκον τούτο υφίσταται γενικώς έναντι τρίτων προσώπων και η παράβαση του δύναται να επανορθωθεί με αγωγή προς αποζημίωση, το ύψος της οποίας δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό (unliquidated damages). Οι αδικοπραξίες (torts) διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη περιλαμβάνει τις αδικοπραξίες κατά του σώματος της περιουσίας ή υπολήψεως ενός προσώπου, η δεύτερη την απάτη και την αμέλεια κατά την εκτέλεση μιας ιδιωτικής υποχρεώσεως, ενώ η τρίτη κατηγορία αφορά την ειδική ζημία η οποία προκαλείται σε κάποιο πρόσωπο από την αθέτηση μιας υποχρέωσης, ως προς τα κοινά. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη εξ αδικοπραξίας απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: (α) τέλεση άδικης πράξης, (β) πρόκληση ζημίας εκ της άδικης πράξης και (γ) η άδικη πράξη να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να παρέχεται ένδικο βοήθημα υπό την μορφή αγωγής αποζημιώσεως, πρέπει δηλαδή να εμπίπτει στην κατηγορία των αδίκων πράξεων ως προς τις οποίες προβλέπεται ένδικο βοήθημα αστικής αγωγής αποζημιώσεως. Τοιαύτην συνιστά η παράβαση διατάξεως νόμου ή η παράλειψη εκπληρώσεως καθήκοντος, η οποία θίγει τα νόμιμα δικαιώματα τρίτου και του προκαλεί ζημία, όχι κατ’ ανάγκην περιουσιακή. Η παράλειψη ή παραβίαση μιας υποχρεώσεως είναι δυνατόν μεν να αποτελεί παράνομη πράξη, ο απόπλους δε ενός πλοίου κατά παράβαση της διαταγής του δικαστηρίου συνιστά παράνομη πράξη (αστική ασέβεια του Δικαστηρίου – contempt), δεν θεμελιώνει όμως απαραίτητα δικαίωμα αποζημίωσης με βάση την άδικη πράξη, όσον αφορά δανειστή της πλοιοκτήτριας. Τούτο δε διότι δεν παραβιάζεται “περιουσιακό δικαίωμα” του ανωτέρω δανειστή, εφ’ όσον το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής επί τη βάσει ναυτικού προνομίου δεν εμπίπτει στην έννοιαν της περιουσίας, όπως ορίζεται στον ινδικό νόμο περί μεταβιβάσεως περιουσίας (ΤΡΑΝSFER ΟF ΡRΟΡΕRΤΥ ΑCΤ) και περιλαμβάνει όλες τις αγώγιμες αξιώσεις όσον αφορά την κινητή και ακίνητη περιουσία. Το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής δεν αποτελεί αγώγιμη απαίτηση διότι δεν θεωρείται “περιουσία” κατά την ανωτέρω έννοια, εφ’ όσον η τελευταία αύτη περιλαμβάνει κάθε περιουσιακό στοιχείο, το οποίο δύναται να μεταβιβασθεί κατά το Ινδικό δίκαιο. Η απαίτηση αποζημίωσης αποτελεί απλώς δικαίωμα ασκήσεως αγωγής, το οποίο δεν είναι μεταβιβάσιμο και συνεπώς δεν θεωρείται “περιουσία” κατά το ινδικό δίκαιο.
Σύμφωνα αντίθετα με τη δεύτερη μειοψηφούσα άποψη, η απόφαση του Εφετείου θα έπρεπε να αναιρεθεί λόγω μη ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του ινδικού δικαίου και αυτό γιατί η αγωγή ήταν νόμιμη με βάση το δίκαιο αυτό, το οποίο κρίθηκε αμετακλήτως ως εφαρμοστέο. Κατά την άποψη αυτή, επί πλειστηριασμού πλοίου οι απαιτήσεις των δανειστών κατατάσσονται με την εξής σειρά: 1) λιμενικά τέλη, 2) ναυτικά προνόμια (τα οποία ειδικότερα κατατάσσονται με την εξής σειρά: α) προνόμιο από ζημία επί του πλοίου, β) προνόμιο από θαλάσσια αρωγή, γ) προνόμιο από μισθούς και επιδόματα ναυτικών, δ) προνόμιο από μισθούς, επιδόματα και έξοδα πλοιάρχου, ε) προνόμιο από παροχή εγγυήσεων πλοίου και φορτίου για σύναψη δανείου και στ) προνόμιο από παροχή αναγκαίων), 3) υποθήκες και 4) προνόμια που πηγάζουν από το νόμο. Χαρακτηριστικά του ναυτικού προνομίου είναι: α) το δικαίωμα της περιουσίας όσον αφορά το πράγμα και β) ότι ακολουθεί την περιουσία και παραμένει συνδεδεμένο με την περιουσία μέχρι την άσκηση αγωγής επί του πράγματος. Από την άσκηση αγωγής επί του πράγματος, όπως είναι η αγωγή για κατάσχεση του πλοίου και για απαγόρευση του απόπλου αυτού, το ναυτικό προνόμιο μετουσιώνεται (πραγματώνεται), μετά δε την έκδοση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως ο ενάγων αποκτά δικαίωμα επί του πλοίου. Στην περίπτωση που το πλοίο, παρά τη δικαστική εντολή κατασχέσεως και απαγορεύσεως απόπλου, αποπλεύσει, ο δανειστής χάνει το δικαίωμα που είχε αποκτήσει επί του πλοίου και έχει για το λόγο αυτό δικαίωμα αποζημίωσης. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση τελέστηκε αδικοπραξία κατά κινητής περιουσίας σύμφωνα με το ινδικό δίκαιο.
Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε, περείλκε δε η εξέταση του ισχυρισμού περί μη εφαρμογής του ινδικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας. Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 2ας Μαΐου 2011 του τμήματος Α2.
Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, βάσει του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ελέγχεται αναιρετικά η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε νομικές έννοιες, ελέγχεται επομένως και το εάν με βάση τα πραγματικά περιστατικά που κάνει δεκτά η απόφαση είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο ή αλλοδαπό δίκαιο. Δεν ελέγχεται ωστόσο από τον Άρειο Πάγο η ύπαρξη συμφωνίας επιλογής εφαρμοστέου δικαίου. Περαιτέρω, βάσει του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) ελέγχεται η ερμηνεία και εφαρμογή των κατ’ άρθων 4-33 ΑΚ (και άλλων, ειδικότερων, κανόνων συγκρούσεως) κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και των δυνάμει αυτών εεφαρμοστέων κανόνων του αλλοδαπού δικαίου, γραπτού ή εθιμικού. Εάν δε διατάσσονται αποδείξεις για το περιεχόμενο του αλλοδαπού δικαίου, είναι δυνατό να ελεγχθούν αναιρετικώς, βάσει του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ μόνο σφάλματα ως προς το περιεχόμενο του δικαίου αυτού, όχι όμως ως προς τη διαδικασία διαπιστώσεως αυτού.
Η πλειοψηφία της σύνθεσης του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως εμμένοντας αποκλειστικά στο ζήτημα του παραδεκτού της σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η έρευνα, εκ μέρους του αναιρετικού δικαστηρίου, λόγου αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προκύπτει από το αναιρετήριο ότι προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη, προϋποθέσεις όμως που εν προκειμένω δεν τηρούνταν. Εφόσον λοιπόν από το αναιρετήριο δεν προέκυπτε ότι οι αναιρεσείουσες εταιρίες προέβαλαν ως λόγο εφέσεως ότι θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί άλλο δίκαιο (το ελληνικό) από αυτό που εφαρμόστηκε (το ινδικό), είναι απαράδεκτη η έρευνα του ζητήματος από τον Άρειο Πάγο.
Συνεπώς, με βάση την άποψη αυτή, παρέλκει η εξέταση της λυσιτέλειας των ισχυρισμών που εκτίθενται στην αίτηση αναίρεσης. Ωστόσο, εκφράστηκαν και δύο απόψεις μειοψηφούντων Δικαστών, οι οποίες αναλύονται αμέσως κατωτέρω:
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, οι λόγοι αναιρέσεως προβλήθηκαν αλυσιτελώς, τούτο δε διότι, από τη λογική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 26 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση που τα στοιχεία που συγκροτούν την αδικοπραξία εντοπίζονται σε περισσότερα κράτη, τότε ο ζημιωθείς έχει δικαίωμα να επιλέξει το ουσιαστικό δίκαιο που θα εφαρμοστεί και επομένως παρέλκει ο αναιρετικός έλεγχος της ερμηνείας του κανόνα σύγκρουσης από το δικαστή της ουσίας. Στα στοιχεία δε που συγκροτούν την έννοια της αδικοπραξίας συμπεριλαμβάνεται και η επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Επίσης, σύμφωνα με την άποψη αυτή, αν σε δολίως διαπραχθέν αδίκημα έλαβαν μέρος περισσότερα του ενός πρόσωπα (είτε ως συναυτουργοί, είτε ως ηθικοί αυτουργοί, είτε ως συνεργοί), καθένα εξ αυτών είναι “δράστης” της πράξεως και κάθε τόπος, στον οποίο κάθε συμμέτοχος εκδήλωσε την αδικοπρακτική του συμπεριφορά, ήτοι εξωτερίκευσε την αδικοπρακτική του βούληση, είναι τόπος τελέσεως του αδικήματος, που εφέλκει την υπαγωγή των οικείων ενοχών στο αντίστοιχο ουσιαστικό δίκαιο.
Στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι ενάγουσες εταιρείες προέκριναν ως εφαρμοστέο, κατά την άσκηση της αγωγής τους, το ελληνικό δίκαιο, βάσει αυτού θα έπρεπε να κριθεί η υπόθεση πλην όμως το Εφετείο Πειραιώς απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή εφαρμόζοντας το ινδικό δίκαιο. Οι αναιρεσείουσες παραπονέθηκαν με την αίτησή τους ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή όχι του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κατ’ επέκταση του ινδικού ουσιαστικού δικαίου, το οποίο θεώρησε εφαρμοστέο, αλλά του ινδικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, βάσει του οποίου εφαρμοστέο θα ήταν το δίκαιο της Μάλτας ως δίκαιο της σημαίας του πλοίου. Σύμφωνα όμως με την εν λόγω μειοψηφούσα άποψη, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς διότι ούτως ή άλλως, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, λόγω της επιλογής του από τις ενάγουσες, και όχι το ινδικό δίκαιο, ιδιωτικό διεθνές και ουσιαστικό. Για αυτό το λόγο η αίτηση αναίρεσης θα έπρεπε να απορριφθεί.
Επικουρικώς, η αίτηση αναίρεσης θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι το Εφετείο εφάρμοσε ορθά το ινδικό δίκαιο για τους εξής λόγους: Η ρύθμιση της εξ αδικοπραξίας ευθύνης στο ινδικό δίκαιο ακολουθεί ιστορικώς τις σχετικές ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου και διαμορφώθηκε μέσω της νομολογίας των ινδικών δικαστηρίων και της ινδικής νομοθεσίας. Ειδικώτερα, η αδικοπραξία (tort) δεν ρυθμίζεται από διατάξεις ινδικού δικαίου αλλά από διατάξεις του λεγομένου “κοινού δικαίου” (commoη Ιaw). Ευθύνη εξ αδικοπραξίας είναι η αυτή που απορρέει από παράβαση καθήκοντος το οποίο θεσπίζεται, κατ’ αρχήν, από το νόμο. Το καθήκον τούτο υφίσταται γενικώς έναντι τρίτων προσώπων και η παράβαση του δύναται να επανορθωθεί με αγωγή προς αποζημίωση, το ύψος της οποίας δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό (unliquidated damages). Οι αδικοπραξίες (torts) διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη περιλαμβάνει τις αδικοπραξίες κατά του σώματος της περιουσίας ή υπολήψεως ενός προσώπου, η δεύτερη την απάτη και την αμέλεια κατά την εκτέλεση μιας ιδιωτικής υποχρεώσεως, ενώ η τρίτη κατηγορία αφορά την ειδική ζημία η οποία προκαλείται σε κάποιο πρόσωπο από την αθέτηση μιας υποχρέωσης, ως προς τα κοινά. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη εξ αδικοπραξίας απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: (α) τέλεση άδικης πράξης, (β) πρόκληση ζημίας εκ της άδικης πράξης και (γ) η άδικη πράξη να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να παρέχεται ένδικο βοήθημα υπό την μορφή αγωγής αποζημιώσεως, πρέπει δηλαδή να εμπίπτει στην κατηγορία των αδίκων πράξεων ως προς τις οποίες προβλέπεται ένδικο βοήθημα αστικής αγωγής αποζημιώσεως. Τοιαύτην συνιστά η παράβαση διατάξεως νόμου ή η παράλειψη εκπληρώσεως καθήκοντος, η οποία θίγει τα νόμιμα δικαιώματα τρίτου και του προκαλεί ζημία, όχι κατ’ ανάγκην περιουσιακή. Η παράλειψη ή παραβίαση μιας υποχρεώσεως είναι δυνατόν μεν να αποτελεί παράνομη πράξη, ο απόπλους δε ενός πλοίου κατά παράβαση της διαταγής του δικαστηρίου συνιστά παράνομη πράξη (αστική ασέβεια του Δικαστηρίου – contempt), δεν θεμελιώνει όμως απαραίτητα δικαίωμα αποζημίωσης με βάση την άδικη πράξη, όσον αφορά δανειστή της πλοιοκτήτριας. Τούτο δε διότι δεν παραβιάζεται “περιουσιακό δικαίωμα” του ανωτέρω δανειστή, εφ’ όσον το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής επί τη βάσει ναυτικού προνομίου δεν εμπίπτει στην έννοιαν της περιουσίας, όπως ορίζεται στον ινδικό νόμο περί μεταβιβάσεως περιουσίας (ΤΡΑΝSFER ΟF ΡRΟΡΕRΤΥ ΑCΤ) και περιλαμβάνει όλες τις αγώγιμες αξιώσεις όσον αφορά την κινητή και ακίνητη περιουσία. Το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής δεν αποτελεί αγώγιμη απαίτηση διότι δεν θεωρείται “περιουσία” κατά την ανωτέρω έννοια, εφ’ όσον η τελευταία αύτη περιλαμβάνει κάθε περιουσιακό στοιχείο, το οποίο δύναται να μεταβιβασθεί κατά το Ινδικό δίκαιο. Η απαίτηση αποζημίωσης αποτελεί απλώς δικαίωμα ασκήσεως αγωγής, το οποίο δεν είναι μεταβιβάσιμο και συνεπώς δεν θεωρείται “περιουσία” κατά το ινδικό δίκαιο.
Σύμφωνα αντίθετα με τη δεύτερη μειοψηφούσα άποψη, η απόφαση του Εφετείου θα έπρεπε να αναιρεθεί λόγω μη ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του ινδικού δικαίου και αυτό γιατί η αγωγή ήταν νόμιμη με βάση το δίκαιο αυτό, το οποίο κρίθηκε αμετακλήτως ως εφαρμοστέο. Κατά την άποψη αυτή, επί πλειστηριασμού πλοίου οι απαιτήσεις των δανειστών κατατάσσονται με την εξής σειρά: 1) λιμενικά τέλη, 2) ναυτικά προνόμια (τα οποία ειδικότερα κατατάσσονται με την εξής σειρά: α) προνόμιο από ζημία επί του πλοίου, β) προνόμιο από θαλάσσια αρωγή, γ) προνόμιο από μισθούς και επιδόματα ναυτικών, δ) προνόμιο από μισθούς, επιδόματα και έξοδα πλοιάρχου, ε) προνόμιο από παροχή εγγυήσεων πλοίου και φορτίου για σύναψη δανείου και στ) προνόμιο από παροχή αναγκαίων), 3) υποθήκες και 4) προνόμια που πηγάζουν από το νόμο. Χαρακτηριστικά του ναυτικού προνομίου είναι: α) το δικαίωμα της περιουσίας όσον αφορά το πράγμα και β) ότι ακολουθεί την περιουσία και παραμένει συνδεδεμένο με την περιουσία μέχρι την άσκηση αγωγής επί του πράγματος. Από την άσκηση αγωγής επί του πράγματος, όπως είναι η αγωγή για κατάσχεση του πλοίου και για απαγόρευση του απόπλου αυτού, το ναυτικό προνόμιο μετουσιώνεται (πραγματώνεται), μετά δε την έκδοση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως ο ενάγων αποκτά δικαίωμα επί του πλοίου. Στην περίπτωση που το πλοίο, παρά τη δικαστική εντολή κατασχέσεως και απαγορεύσεως απόπλου, αποπλεύσει, ο δανειστής χάνει το δικαίωμα που είχε αποκτήσει επί του πλοίου και έχει για το λόγο αυτό δικαίωμα αποζημίωσης. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση τελέστηκε αδικοπραξία κατά κινητής περιουσίας σύμφωνα με το ινδικό δίκαιο.
Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε, περείλκε δε η εξέταση του ισχυρισμού περί μη εφαρμογής του ινδικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας. Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
ΑΠ 684/2011: εφαρμοστέο δίκαιο στη νόμιμη εκχώρηση και υποκατάσταση
Απόφαση της 6ης Μαΐου 2011 (τμ. Δ), η οποία αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στη νόμιμη εκχώρηση και υποκατάσταση τρίτου στα δικαιώματα δανειστή από αδικοπραξία.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 25 και 26 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν στα δικαιώματα του δανειστή από αδικοπραξία υποκαθίσταται εκ του νόμου φορέας κοινωνικής ασφάλισης ή αλλοδαπό δημόσιο ή γενικότερα τρίτος ο οποίος υποχρεούται να ικανοποιήσει και ικανοποίησε το δανειστή, η νόμιμη υποκατάσταση διέπεται όχι από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα αλλά από το δίκαιο που διέπει τη σχέση στην οποία στηρίζεται η ικανοποίηση του δανειστή από τον τρίτο, δηλαδή το δίκαιο που διέπει τη σχέση κοινωνικής ασφάλισης ή τη σχέση της δημόσιας υπηρεσίας με το δανειστή και γενικά τη σχέση η οποία στηρίζει την υποκατάσταση του τρίτου στα δικαιώματα του δανειστή από αδικοπραξία. Αυτό δε ισχύει διότι σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για νόμιμη εκχώρηση απαίτησης και η αξίωση του τρίτου έχει έρεισμα στο νόμο και δεν απορρέει από την αδικοπραξία. Το δίκαιο αυτό εφαρμόζεται ως lex causae κατ’ αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 25 (ΟλΑΠ 19/1995).
Αντίθετα, η αξίωση που μεταβιβάζεται στον αλλοδαπό φορέα, εξακολουθεί να παραμένει απαίτηση από αδικοπραξία. Συνεπώς, η αξίωση αυτού κατά ελληνικής ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία καλύπτει την αστική ευθύνη αυτοκινήτου, από την οδήγηση του οποίου προκλήθηκαν ζημίες σε ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, διέπεται, κατά την ΑΚ 26, από το ελληνικό δίκαιο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
Απόφαση της 6ης Μαΐου 2011 (τμ. Δ), η οποία αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο στη νόμιμη εκχώρηση και υποκατάσταση τρίτου στα δικαιώματα δανειστή από αδικοπραξία.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 25 και 26 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν στα δικαιώματα του δανειστή από αδικοπραξία υποκαθίσταται εκ του νόμου φορέας κοινωνικής ασφάλισης ή αλλοδαπό δημόσιο ή γενικότερα τρίτος ο οποίος υποχρεούται να ικανοποιήσει και ικανοποίησε το δανειστή, η νόμιμη υποκατάσταση διέπεται όχι από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα αλλά από το δίκαιο που διέπει τη σχέση στην οποία στηρίζεται η ικανοποίηση του δανειστή από τον τρίτο, δηλαδή το δίκαιο που διέπει τη σχέση κοινωνικής ασφάλισης ή τη σχέση της δημόσιας υπηρεσίας με το δανειστή και γενικά τη σχέση η οποία στηρίζει την υποκατάσταση του τρίτου στα δικαιώματα του δανειστή από αδικοπραξία. Αυτό δε ισχύει διότι σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για νόμιμη εκχώρηση απαίτησης και η αξίωση του τρίτου έχει έρεισμα στο νόμο και δεν απορρέει από την αδικοπραξία. Το δίκαιο αυτό εφαρμόζεται ως lex causae κατ’ αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 25 (ΟλΑΠ 19/1995).
Αντίθετα, η αξίωση που μεταβιβάζεται στον αλλοδαπό φορέα, εξακολουθεί να παραμένει απαίτηση από αδικοπραξία. Συνεπώς, η αξίωση αυτού κατά ελληνικής ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία καλύπτει την αστική ευθύνη αυτοκινήτου, από την οδήγηση του οποίου προκλήθηκαν ζημίες σε ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, διέπεται, κατά την ΑΚ 26, από το ελληνικό δίκαιο.
Για το πλήρες κείμενο της απόφασης, δείτε εδώ.
http://savigny.ethemis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου