Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Πότε θεωρείται καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας εξαιτίας άκυρης απόλυσης.ΑΠ 223 / 2014: Άρθρα 656 εδ. β’ και 281 ΑΚ

 
Απόφαση 223 / 2014 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
(...)
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή,για να θεωρηθεί, σύμφωνα ..με τα άρθρα 656 εδ. β’ και 281 ΑΚ καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή ανεύρεσης και παροχής εργασίας και δεν αρκεί ότι ο ακύρως απολυθείς δεν άνευρε άλλη εργασία από αμέλεια. Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ενστάσεως του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει, α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος ,δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, δικάζοντας έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά της ήδη αναιρεσίβλητης Τράπεζας, με την οποία ζητούσε, την επιδίκαση μισθών υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1/1/2004 έως 31 /12/2006, λόγω άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας δέχθηκε ανελέγκτως και τα ακόλουθα : Ο ενάγων, ο οποίος είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος της ΑΣΟΕΕ και κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων MSC από το West Coast University και MBA ,με ειδίκευση στη Χρηματοοικονομική και στη Διεθνή Οικονομική από το Claremont Graduate School of Management και προϋπηρεσία πέντε ετών στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, στις 29/10/1991 προσλήφθηκε από την Τράπεζα Χίου, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και τοποθετήθηκε αμέσως ως Διευθυντής στο υπό ίδρυση τότε κατάστημα Χαλανδρίου. Στις 16/6/2000 η ως άνω Τράπεζα συγχωνεύτηκε με απορρόφηση από την εναγομένη, οπότε και έπαυσε έκτοτε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο, η σύμβαση όμως εργασίας του ενάγοντος που είχε συνάψει με την απορροφηθείσα Τράπεζα δεν λύθηκε, αλλά συνεχίστηκε από την απορροφώσα εταιρεία, η οποία ως διάδοχος εργοδότρια υποκαταστάθηκε σε όλα τα εργασιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις της απορροφηθείσας Τράπεζας και συνεπώς και στις εργασιακές σχέσεις, που απέρρεαν μεταξύ άλλων και από την ως άνω ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, όπως ακριβώς είχαν αυτές κατά τη στιγμή της μεταβίβασης. Στις 11/12/2002 η εναγομένη κατάγγειλε την εν λόγω σύμβαση του ενάγοντος, πλην ακύρως, η δε ακυρότητα αυτή αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθμ. 2086/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την υπ’ αριθμ. 9326/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ήδη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 362/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώ με την ίδια ως άνω (υπ’ αριθμ. 2086/2004) απόφαση αναγνωρίστηκε, και η υποχρέωση αυτής (εναγομένης) να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 51.063,78 ευρώ για μισθούς υπερημερίας ενός έτους (του χρονικού διαστήματος από 11/12//2002 έως 11/12/2003).
Ο ενάγων, όμως, κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από τις 12/12/2003 μέχρι και το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής του (12/1/2007) και συγκεκριμένα για περισσότερο από μία τριετία από τότε που έληξε το χρονικό διάστημα, για το οποίο είχε ζητήσει (και αναγνωρίστηκε ότι εδικαιούτο) μισθούς υπερημερίας με την αναφερόμενη προηγούμενη αγωγή του, δεν κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας, ανάλογης με τις ικανότητες και τα προσόντα του, αλλά με προσχηματικές ενέργειες αναζήτησης δήθεν εργασίας και μη εξεύρεσης της επεδίωκε, αδικαιολόγητα και κακόβουλα, να παραμείνει για μακρό διάστημα, με τη θέληση του, άνεργος .προκειμένου να διεκδικήσει μελλοντικούς μισθούς υπερημερίας. Συγκεκριμένα, δέχθηκε το Εφετείο, ότι αποδείχθηκε ,ότι ο ενάγων θα μπορούσε, αν το ήθελε και το επεδίωκε πραγματικά, ενόψει των παραπάνω προσόντων του, αλλά και της εμπειρίας του, να ανεύρει αλλού εργασία, σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων, με αντικείμενο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και σε Τράπεζες, ενόψει και του ότι κατά την επίδικη περίοδο υπήρχε μεγάλη ζήτηση για στελέχη της ειδικότητας και των προσόντων αυτού (ενάγοντος). Πλέον ειδικότερα από τα νόμιμα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγομένη φύλλα των εφημερίδων “ΤΑ ΝΕΑ” και ” ΤΟ ΒΗΜΑ” της 11/1/2004,14/3/2004, 8/8/2004, 12/9/2004, 1010/2004 , 31/10/2004, 19/12/2004 ( “ΒΗΜΑ “) ,7/6 /-2004, 14/6/2004 ( “ΤΑ ΝΕΑ ” ), 2/10/2005 ( “ΒΗΜΑ” ), 31/1/2005,21/3/2005, 6/6/2005, 4/12/2006 (“ΤΑ ΝΕΑ “), 5/2/2006, 12/3/2006, 18/6/2006, 25/6/2006, 30/7/2006, 3//9/2006, 24/9/2006, 19/11/2006 (” ΒΗΜΑ “), αποδεικνύεται ότι μεγάλος αριθμός τραπεζικών επιχειρήσεων ( ” ING ” και τραπεζικός Οργανισμός, Χρηματοοικονομικός Τραπεζικός Οργανισμός ,” ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ “, ” CITIBANK “, ” ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΑΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, “ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, ” CITIBANK “, ” ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ “, ” KPMG “, “ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ”, “Τραπεζικός Οργανισμός Ελληνικός Τραπεζικός Όμιλος”, “ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ”, “ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Ε.”, “GENIKI BANK”, “ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ”, “GENIKI BANK”,”LEADING GREEK BANK”, “EFG Eurobank Ergasias S.A.”, “CITIBANK”, “ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ”, “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ”, “CITIBANK”, ” Eurobank EFG “, ” ΤΡΑΠΕΖΑ PROBANK “, ” GENIKI BANK “, ” ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Ε.” αντίστοιχα ), κατά το αναφερόμενο στην αγωγή (επίδικο) χρονικό διάστημα (1/1/2004 έως 31/12/2006) ζητούσαν να προσλάβουν έμπειρα και εξειδικευμένα στελέχη (Διευθυντές Καταστημάτων, Account Officers κ.λ.π.) με προσόντα ανάλογα του ενάγοντος, για κάλυψη αντίστοιχων κενών θέσεων, και οπωσδήποτε αν αυτός (ο ενάγων) εκδήλωνε σχετικό ενδιαφέρον, υποβάλλοντας αίτηση με το βιογραφικό του για πρόσληψη, θα γινόταν με βάσιμη πιθανότητα δεκτή. Ωστόσο αυτός ουδεμία εκ των ανωτέρω ευκαιριών προς εργασία αποδείχθηκε ότι επιμελήθηκε να εκμεταλλευτεί, δοθέντος ότι ουδέν αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο προσκόμισε προς τούτο , πλην των αόριστων ισχυρισμών του ότι ενδιαφέρθηκε να εργαστεί σε αρκετές Τράπεζες , τις οποίες κατονομάζει και οι οποίες απέρριψαν τις αιτήσεις του, χωρίς ωστόσο να προσκομίζει κάποιο έγγραφο στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η ουσιαστική βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του .Εξάλλου, συνεχίζει το Εφετείο, η ηλικία του τελευταίου, που κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής διήνυε το 58° έτος της ηλικίας του, είναι αληθές ότι στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζει τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας, πλην όμως ενόψει του ότι στην ηλικία αυτή υπάρχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία, την οποία ως πρόσθετο και αναγκαίο προσόν απαιτούν οι περισσότερες από τις Τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες ,που ζητούν εργαζομένους της ειδικότητας του ενάγοντος και του ότι αυτός μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του έχει ικανό χρόνο για να προσφέρει ειδικευμένες υπηρεσίες ως διευθυντικό στέλεχος σε οποιαδήποτε διευθυντική θέση, στη προκείμενη περίπτωση η ηλικία του δεν λειτουργούσε αποτρεπτικά ως προς πιθανή πρόσληψη του, γι’ αυτό άλλωστε και στις δημοσιευθείσες αγγελίες προσφοράς θέσεων εργασίας από τις Τράπεζες και λοιπές εταιρείες, στα φύλλα των ως άνω εφημερίδων, δεν ετίθετο κάποιο όριο ηλικίας.
Επομένως, συνεχίζει το Εφετείο, η αιτία της έλλειψης φροντίδας εκ μέρους του για ανεύρεση εργασίας σε άλλη Τράπεζα και ιδιαίτερα στις προαναφερθείσες, οι οποίες αναζητούσαν έμπειρα και εξειδικευμένα στελέχη και στις οποίες ευχερώς θα μπορούσε να εργαστεί , με βάση και τα ιδιαίτερα αυξημένα προσόντα του (επιστημονικά και επαγγελματικά), παρέχοντας τουλάχιστον όμοια εργασία με την προηγούμενη, ήταν η επιθυμία του να παραμείνει θεληματικά άνεργος, οφειλόταν αποκλειστικά στην οκνηρία και κακοβουλία του, δηλαδή στην πρόθεση του να αποκομίσει αδικαιολογήτως ωφέλεια, με ζημία της εναγομένης Τράπεζας, εισπράττοντας δηλαδή μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Η άποψη αυτή ,περί αρνητικής διαθέσεως του ενάγοντος για εξεύρεση εργασίας σε άλλη Τράπεζα, ενισχύεται και από το γεγονός της μη εγγραφής του, μετά από σχετική αίτηση που έπρεπε ο ίδιος να υποβάλει, στις καταστάσεις ανέργων του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.). Η μη εγγραφή του στην ανεργία, είχε ως αποτέλεσμα τη μη επιδότηση του από τον Ο.Α.Ε.Δ, αλλά και να μην έχει ο τελευταίος Οργανισμός στη διάθεση του τα σχετικά με την προσωπική, επαγγελματική και επιστημονική του κατάσταση στοιχεία, και έτσι να μη μπορεί να τον αναζητεί και να του προτείνει ανάληψη εργασίας σε κενές θέσεις στον κλάδο των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τις από 6/12/2004 και 7/2/2005 επιστολές ,που απέστειλε στα ΕΛΤΑ και προς την εταιρεία KPMG από τις οποίες έλαβε αρνητικές απαντήσεις, τις υπέβαλε, προφανώς κατ’ επίφαση, γνωρίζοντας ότι αυτές θα απορρίπτονταν, καθ’ όσον τα ΕΛΤΑ με πρόσκληση που δημοσιεύτηκε στον τύπο ζήτησαν την εκδήλωση ενδιαφέροντος για θέσεις Γενικών Διευθυντών και ειδικότερα για μια θέση “Γενικού Διευθυντή Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης “,ο ενάγων όμως, ουδέποτε είχε ασκήσει καθήκοντα Γενικού Διευθυντή. Ομοίως, κατ’ επίφαση ,υπέβαλε και τις από 1/12/2005 και 8/5/2006 δύο επιστολές του προς τις εταιρείες ” Boyden Athens ” και ΚΟΝΤΑΧ Α.Ε. αντίστοιχα ,για εκδήλωση ενδιαφέροντος σε θέσεις εργασίας με αδιευκρίνιστα καθήκοντα ή καθήκοντα που ουδέποτε είχε αναλάβει με αποτέλεσμα, να έχει λάβει και πάλι αρνητικές απαντήσεις, ενώ οι από 18/8/2008 και 8/9/2008 βεβαιώσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και της Τράπεζας ” CITIBANK”, αντίστοιχα, αναφέρονται σε εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους του ενάγοντος για εργασία στα παραπάνω πιστωτικά ιδρύματα σε μεταγενέστερο του επιδίκου χρονικό διάστημα .
Καταλήγει δε το Εφετείο, ότι με βάση τα προεκτεθέντα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες , η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος για τη διεκδίκηση των αιτουμένων μισθών υπερημερίας του από 1/1/2004 έως 31/12/2006 χρονικού διαστήματος υπήρξε καταχρηστική ( άρθρο 281 ΑΚ ), γιατί υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του εν λόγω δικαιώματος, κατά τη βάσιμη, παραδεκτώς προβληθείσα στον πρώτο βαθμό σχετική ένσταση της εναγομένης, και εξ αυτού του λόγου έπρεπε να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κατά το κεφάλαιο της αγωγής για καταβολή μισθών υπερημερίας, κατά παραδοχή της ως άνω ενστάσεως, απέρριψε την αγωγή ως προς το κεφάλαιο αυτό και το αναγκαστικά συνεχόμενο με αυτό κεφάλαιο της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ανεπαρκείς αιτιολογίες, για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 281 σε συνδ. με 656 εδ. β’ΑΚ), και συγκεκριμένα δεν διαλαμβάνονται σ’ αυτή παραδοχές, ότι προσφέρθηκε στον αναιρεσείοντα εργασία ισότιμη ή ανάλογη, με την εργασία που παρείχε στην αναιρεσίβλητη ή συγκεκριμένη εργασία, την οποία θα μπορούσε να εκτελέσει ο αναιρεσείων, ενόψει των ως άνω προσόντων του (η μνεία πληθώρας αγγελιών εφημερίδων δεν συνιστά προσφορά εργασίας ισότιμης ή ανάλογης με την εργασία που παρείχε στην αναιρεσίβλητη). Επίσης, δεν διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ποία η ωφέλεια που ο αναιρεσείων θα αποκόμιζε, από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, δηλαδή ποίες οι συγκεκριμένες αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία του αυτή, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος. Επομένως οι ενιαίως κρινόμενοι όγδοος και δέκατος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. είναι βάσιμοι και πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 4045/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2014 .
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: www.areiospagos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: