Αγωγή για Αποθετική Ζημία
μετά από εξώδικο συμβιβασμό (1)
Καταχρηστική Άσκηση ∆ικαιώματος (2)
Αναίρεση κατ΄άρθρ.559 αρ.19 ΚΠολ∆
Μετά την έκδοση αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία κατέστη....
τελεσίδικη, (εφόσον τα διάδικα μέρη παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων μέσων), ο
δικηγόρος του ενάγοντος ενεργώντας κατ' εντολή του πελάτη του, εισέπραξε από τον
αντιπρόσωπο της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας εφάπαξ το συνολικό ποσό που
επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, ως απώλεια εισοδημάτων του, μαζί με τους τόκους και τα
δικαστικά έξοδα, σε ολοσχερή εξόφληση της ανωτέρω αποφάσεως. Στην σχετική
απόδειξη πληρωμής, ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος δήλωσε και υπέγραψε ότι
παραιτείται από τα ένδικα μέσα κατά της πιο πάνω αποφάσεως και πάσης μελλοντικής
απαιτήσεως του ενάγοντος.
Συνεπώς εφόσον ο ενάγων εισέπραξε χωρίς καμία επιφύλαξη - από τον πληρεξούσιο
αυτού δικηγόρο - ολόκληρο το ως άνω ποσό και ταυτόχρονα επωφελήθηκε του γεγονότος
ότι οι αντίδικοι του δεν άσκησαν ένδικα μέσα, κατά της ως άνω αποφάσεως, το ∆ικαστήριο
κρίνει ότι πρόκειται για μία εξώδικη συμφωνία , η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά της
συμβάσεως συμβιβασμού, η οποία οδηγεί στην οριστική επίλυση της διαφοράς τους.
Ο ενάγων τρις ημέρες μετά άσκησε νέα αγωγή για απώλεια εισοδημάτων του, που
αφορούσε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Το Εφετείο έκρινε ότι καταχρηστικά ασκείται
το δικαίωμα αυτό, εφόσον ο ενάγων είχε ήδη παραιτηθεί από μελλοντική αξίωση από την
ίδια αιτία και απέρριψε την αγωγή, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του
άρθρου 281 ΑΚ, έχοντας διαλάβει στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση
αιτιολογίες, απορριπτομένου αβασίμου του σχετικού εκ του άρθρ. 559 αρ.19ν ΚΠολ∆
λόγου αναιρέσεως.
Απόφ.ΑΠ 69/2012
Προεδρεύων : Σπυρίδων Ζιάκας (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Χαράλαμπου Ζώη)
Εισηγητής : Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου
Μέλη : Παναγιώτης Ρουμπής – Βασίλειος Λαμπρόπουλος - Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
∆ικηγόροι : Γεώργιος Αλεξόπουλος – Βασίλειος Κούρτης
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Συμβιβασμός παθόντος και ασφαλιστή
Αποκλείεται η δυνατότητα για επιδίωξη πρόσθετης στο μέλλον αποζημίωση, εφόσον
έχει επέλθει συμβιβασμός μεταξύ του ασφαλιστή και του παθόντος με περιεχόμενο που
συμπεριλαμβάνει την ρύθμιση όλων των αξιώσεων (του παθόντος) για το παρελθόν και
το μέλλον, περιλαμβανομένων των εμφανών και μη ζημιών. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις
εμφανώς μεταγενεστέρων απρόβλεπτων συνεπειών, πρέπει να υπάρχει μία
κραυγαλέα διάσταση η δυσαναλογία μεταξύ του ποσού του συμβιβασμού και της
ζημίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε η εμμονή του υπόχρεου στο περιεχόμενο του συμβιβασμού
θα αντέκειτο στην καλή πίστη, (άρθρ. 287,288). Εάν συντρέχουν αυτές οι
προϋποθέσεις τότε αναγνωρίζεται στον δικαιούχο μία πρόσθετη αξίωση αποζημίωσης
για τις μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, που σημαίνει ότι το
Page 2
περιεχόμενο του συμβιβασμού, χωρίς να ανατρέπεται, προσαρμόζεται στις νέες
μεταβληθείσες σχέσεις. Εφ.Θες. 835/2009 ΕΣυγκ∆ 2010/456
Ο ασφαλιστή προέβαλε την ένσταση περί ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της
παθούσας. Για το λόγο αυτό προσεκόμισε εξοφλητική απόδειξη με την δήλωση της
ενάγουσας ότι δεν έχει καμία άλλη αξίωση από τον τραυματισμός της κατά της
εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και των εις ολόκληρο ευθυνομένων προς
αποζημίωση συνιδιοκτητών και οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Απορριπτέα η
ανωτέρω ένσταση καθότι κρίθηκε ότι οι δηλώσεις αυτές της ενάγουσας, ότι
αποζημιώθηκε πλήρως για όλες τις ζημίες, παρούσες ή μέλλουσες κ.τ.λ. και ότι
παραιτείται από κάθε αξίωσή της γι' αυτές, έγιναν, ενόψει της τότε γνωστής κατάστασης
της υγείας της. ∆εν έχουν την έννοια παραίτησης ή άφεσης χρέους και πολύ
περισσότερο εξόφλησης από τις αξιώσεις προς αποζημίωση για τις ζημίες από
μελλοντική δυσμενή εξέλιξη της υγείας της (επιπλοκή), συνδεομένη αιτιωδώς με το
ατύχημα, μη προβλεπτή, κατά τον χρόνο του ατυχήματος και της δήλωσης. Εφ.Πατρ.
1320/2007 ΕΣγυκ∆ 2008/176
Άκυρος ο συμβιβασμός όταν τα ωφελήματα τελούν σε προφανή δυσαναλογία με την
παροχή. Η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία προέβη στην κατάρτιση του συμβιβασμού με
την οποία επωφελήθηκε και συνομολόγησε ωφελήματα, τα οποία βρίσκονται σε
προφανή δυσαναλογία με την παροχή της (10.000.000 δραχμές), προς τους συγγενείς
θανόντος, δικαιούχους αποζημίωσης. Συγκεκριμένα η ασφαλιστική εταιρία γνώριζε ότι οι
συμβαλλόμενοι ήταν οικονομικοί μετανάστες και ότι εστερούντο χρημάτων για τη
μεταφορά του θανόντος συγγενούς τους στη Βουλγαρία, όπου επιθυμούσαν να γίνει η
κηδεία του. Έτσι, κρίθηκε ότι, τα ωφελήματα (παραίτηση των εναγόντων από κάθε άλλη
αξίωσή τους), έναντι της παροχής των 10.000.000 δραχμών τα οποία πέτυχε η
ασφαλιστική εταιρία, τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την άνω παροχή". Συνεπώς
η ανωτέρω σύμβαση συμβιβασμού είναι άκυρη σύμφωνα με το αρθρ. 179 ΑΚ. ΑΠ
1175/2009 ΕΣυγκ∆ 2010/226
Για να θεωρηθεί άκυρη ως αισχροκερδής η σύμβαση, απαιτείται η συμπλεκτική
συνδρομή των παρακάτω τριών στοιχείων: 1) ύπαρξη φανερής δυσανολογίας μεταξύ
παροχής και αντιπαροχής κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, 2) ανάγκη,
κουφότητα, ή απειρία του συμβαλλομένου και 3) εκμετάλλευση της υφιστάμενης ανάγκης.
Ως ανάγκη νοείται, εκτός των άλλων, και η οικονομική, ανεξάρτητα αν είναι φύσης
παροδικής ή μόνιμης, αρκεί μόνο ότι αυτή έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο
αναβολής. Εφ.Αθ. 4071/1994 ΣΕΣυγκ∆ 1995/144
Συμβιβασμός τον οποίο περιέχει πρακτικό συμβιβασμού Μον. Πρωτοδικείου που έκρινε
κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν υπόκειται σε ανάκληση κατ΄άρθρ. 696
παρ.3 ΚΠολ∆, επειδή δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά σύμβαση και απαιτείται για τη
μεταρρύθμισή της τροποιητική σύμβαση. Μορ.Πρ.Καστ.215/1985 ΝοΒ 1986/897.
2) Ένσταση Καταχρηστικής Ασκήσεως Αγωγής ΑΚ 281
ΑΠΑΡΑ∆ΕΚΤΟΣ στο Β Βαθμό Για τηνπληρότητα της ενστάσεως καταχρηστικής
ασκήσεως δικαιώματος και το παραδεκτό της, από απόψεως χρόνου προβολής της,
πρέπει κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται
τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση του δικαιώματος από το διάδικο κατά του
οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από αυτόν του
γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος
και να διατυπώνεται και αίτημα απορρίψεως της αγωγής με την οποία ασκείται το
δικαίωμα, για την αιτία αυτή (ΟλΑΠ.472/83). Συνεπώς η χωρίς δικαιολογημένη αιτία
παράλειψη στην προκειμένη περίπτωση της προβολής κατά την πρώτη συζήτηση στον
Page 3
πρώτο βαθμό, με τις προτάσεις, των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η
επικαλούμενη (από τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο) κατάχρηση δικαιώματος της
παρεμπιπτόντως ενάγουσας, καθώς και της διατυπώσεως αιτήματος απορρίψεως της
παρεμπίπτουσας αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεταιτην απόρριψη της ενστάσεως
του άρθρου 281 ΑΚ. ως απαράδεκτης, αφού το πρώτονενώπιον του δικαστηρίου τούτου
προβάλλεται. Εφ.Αθ. 97/1999 ΣΕΣυγκ∆ 2002/605
Κείμενο Απόφ.ΑΠ 69/2012
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 10576β/28-9-2010, έκθεση επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή, του Πρωτοδικείου Πειραιά ..., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης
αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερομένη στην
αρχή της παρούσας δικάσιμο (23-9-2011) επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του
αναιρεσείοντος στον πρώτο εκ των αναιρεσιβλήτων (Χ1). Επομένως, εφ' όσον αυτός δεν
εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να
προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του
άρθρου 576 παρ. 2 Κ.Πολ.∆ικ.
Κατά την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει
προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός
σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, κατά τη
διάταξη αυτή, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα
χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την
πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα
περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση
του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά της περί δικαίου και ηθικής
αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Περαιτέρω, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆
λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν
σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης, τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων για την εφαρμογή της
εφαρμοσθείσας διάταξης, ή της μη συνδρομής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρμογή
της, όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι αφορά το
νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για ελλείψεις που ανάγονται στην
εκτίμηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθμιση - αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην
αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί το αποδεικτικό πόρισμα να αναφέρεται με
σαφήνεια. Ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών υπάρχει όταν από το αιτιολογικό δεν προκύπτουν
τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για την δικαιολόγηση της εφαρμοσθείσας διάταξης
ουσιαστικού δικαίου, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, συνεκδικάζον τις
αντίθετες εφέσεις, τις ασκηθείσες κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την
οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή του ενάγοντα- νυν αναιρεσείοντα, με την οποία ζητούσε
αποζημίωση, για απώλεια εισοδήματος, εξ αιτίας της ανικανότητάς του προς εργασία, συνεπεία
του τροχαίου ατυχήματος, του επελθόντος εξ υπαιτιότητας του εναγομένου - νυν αναιρεσίβλητου -
οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, του ασφαλισμένου στην εναγομένη - νυν αναιρεσίβλητη
ασφαλιστική εταιρεία, δέχθηκε ότι το αγωγικό δικαίωμα του ενάγοντα ασκήθηκε καταχρηστικά, με
την εξής ειδικότερα αιτιολογία: " Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών την από 27-6-2000 αγωγή του κατά των σημερινών εναγομένων και ζήτησε να
υποχρεωθούν αυτοί και σ' ολόκληρο ο καθένας να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των
11.426.000 δρχ. ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη και χρηματική του ικανοποίηση, από το
τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 3-2-2000 και ώρα 19.20'στη συμβολή των οδών Λεωφόρου
Βουλιαγμένης και Σμύρνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το ανωτέρω δικαστήριο η υπ'
Page 4
αριθμ. 3216/2001 απόφαση, η οποία αφού έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ένδικης
σύγκρουσης ήταν ο 1ος εναγόμενος (Χ1) αναγνώρισε, ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταλάβουν
στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.566.000 δρχ. και ήδη 13.399.85€. Μεταξύ του ανωτέρω
ποσού περιλαμβάνεται και ποσό 2.520.000 δρχ. και ήδη 7.395,45€ που αφορά απώλεια
εισοδήματος του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 3-2-2000 έως 31-12-2000. Οι εναγόμενοι
και ειδικότερα η 2η εναγόμενη Ασφαλιστική Εταιρεία κατέβαλε στον ενάγοντα το ανωτέρω
συνολικό ποσό. Στη συνέχεια ο ενάγων άσκησε ενώπιον του ανωτέρω ∆ικαστηρίου την 19-10-
2001 (δεύτερη) αγωγή του κατά των ανωτέρω εναγομένων και ζήτησε να υποχρεωθούν οι
εναγόμενοι να του καταβάλουν το ποσό των 15.037,42 ευρώ, που αφορούσε διάστημα από 1-1-
2001 έως 12-4-2002.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το ανωτέρω δικαστήριο η υπ' αριθμ.
1527/2005 απόφαση, η οποία υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλλουν στον ενάγοντα το
ποσό των 10.985,59 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ο πληρεξούσιος
δικηγόρος του ενάγοντος, Γεώργιος Φυκήρης, ο οποίος εκπροσωπεί αυτόν σε όλες τις δίκες τις
σχετικές με το επίδικο ατύχημα, ενεργώντας κατ' εντολή του πελάτη του, στις 11/7/2005, μετά την
έκδοση της υπ' αριθμό 1527/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία
κατέστη τελεσίδικη, καθόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων
μέσων κατ' αυτής ήλθε σε συνεννόηση με τον αντιπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης
ασφαλιστικής εταιρίας και η τελευταία κατέβαλε στον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο του
ενάγοντος εφάπαξ το συνολικό ποσό που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, ως απώλεια εισοδημάτων
του για το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 12-4-2002, που μαζί με τους τόκους και τα
δικαστικά έξοδα ανέρχονται στο ποσό των 10.758,69 ευρώ, σε ολοσχερή εξόφληση της ανωτέρω,
υπ' αριθμ. 1527/2005 αποφάσεως. Προς το σκοπό αυτό συντάχθηκε και η σχετική απόδειξη
πληρωμής (βλ. προσκομιζόμενη σε φωτοαντίγραφο). Ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος του
ενάγοντος ρητά δήλωσε και υπέγραψε εκτός των άλλων, ότι παραιτείται από τα ένδικα μέσα κατά
της πιο πάνω αποφάσεως (1527/2005) και πάσης μελλοντικής απαιτήσεως του ενάγοντος. Επειδή
ο ενάγων εισέπραξε χωρίς καμία επιφύλαξη από τον πληρεξούσιο αυτού δικηγόρο ολόκληρο το
ως άνω ποσό που κατέβαλε η δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, ενώ ταυτόχρονα
επωφελήθηκε του γεγονότος ότι οι αντίδικοι του δεν άσκησαν ένδικα μέσα κατά της ως άνω
αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το ∆ικαστήριο κρίνει ότι με βάσει τις
παραδοχές αυτές , ότι πρόκειται για μία εξώδικη συμφωνία , η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά της
συμβάσεως συμβιβασμού, η οποία οδηγεί στην οριστική επίλυση της προαναφερθείσης διαφοράς
τους, αφού οι διάδικοι παραιτήθηκαν των ενδίκων μέσων κατά της υπ' αριθμό 1527/2005
αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αυτή κατέστη τελεσίδικη, ο ενάγων
εισέπραξε άμεσα και ανεπιφύλακτα ολόκληρο το επιδικασθέν ποσό μετά των τόκων και την
επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, παραιτηθείς άμα από τη μελλοντική από την ίδια αιτία αξίωσή
του, δηλαδή υποχωρήσας κατά τούτο, αλλά και οι εναγόμενοι εκτός του ότι δεν ασκήθηκαν ένδικα
μέσα κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως, εξόφλησαν άμεσα και χωρίς επιφύλαξη την
επιδικασθείσα αποζημίωση και την δικαστική δαπάνη, υποχωρήσαντες κατά τούτο.
Στη συνέχεια ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 11-5-
2005 (τρίτη) ένδικη αγωγή του, την οποία κατέθεσε στο ανωτέρω ∆ικαστήριο στις 16-5-2005,
κοινοποίησε όμως αυτήν στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ
ΑΕΓΑ" στις 14-7-2005, ήτοι τρεις (3) ημέρες αφότου είχε εισπράξει ο πληρεξούσιος δικηγόρος του
το ανωτέρω ποσό και είχε παραιτηθεί από κάθε μελλοντική του απαίτηση, ζητώντας να του
επιδικασθεί το συνολικό ποσό των 32.037,20 ευρώ και ειδικότερα και ποσό 29.576,40 ευρώ που
αφορά απώλεια εισοδημάτων του κατά το χρονικό διάστημα 12-4-2002 έως 12-10-2005.Από όλα
τα ανωτέρω προκύπτει, ότι ο ενάγων καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμά του, εγείροντας και την
ένδικη (τρίτη) αγωγή κατά των εναγομένων, ζητώντας να του επιδικασθεί αποζημίωση για την
απώλεια εισοδημάτων του για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ενώ αυτός είχε παραιτηθεί
συγχρόνως από μελλοντική από την ίδια αιτία αξίωσή του. Πρέπει να λεχθεί, ότι ο ενάγων που
γνώριζε ότι είχε ασκήσει και τρίτη αγωγή (ένδικη) κατά των εναγομένων, ουδόλως ανέφερε στους
τελευταίους γι' αυτή, κατά την είσπραξη της αποζημιώσεως του που αφορούσε την υπ' αριθμό
1527/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την οποία (ένδικη αγωγή), όπως
προαναφέρθηκε κοινοποίησε στην ασφαλιστική εταιρία τρεις (3) ημέρες μετά την είσπραξη του
ποσού". Και υπό τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η περί
Page 5
καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος ένσταση των εναγομένων - εκκαλούντων και
να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή. Με το να κρίνει έτσι το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και
εφήρμοσε τη διάταξη, του άρθρου 281 ΑΚ και δεν παραβίασε αυτή, ενώ, εξ άλλου, διέλαβε στην
απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον
αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ως άνω εφαρμοσθείσας διάταξης.
Επομένως, δεν υπέπεσε στην από το άρθ. 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολ∆ αποδιδόμενη, με τους
δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης πλημμέλεια και οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν, ως
αβάσιμοι. Ο πρώτος λόγος, κατά το μέρος αυτού, από το 559 αριθμ. 8 ΚΠολ∆, για λήψη υπόψη
πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, ο δεύτερος λόγος κατά το μέρος αυτού, από το 559, αριθμ. 1
ΚΠολ∆, για παραβίαση (μη εφαρμογή) των αρθ. 173 και 200 ΑΚ και ο τρίτος, από το αρθ. 559
αριθμ. 1 και 19 ΚΠολ∆, λόγος αναίρεσης, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του αρθ. 871 ΑΚ.
(συμβιβασμός), είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης,
αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, το Εφετείο απέρριψε την κρινόμενη αγωγή, ως ασκηθείσα κατά
κατάχρηση δικαιώματος και όχι λόγω συμβιβασμού. Τέλος, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το
μέρος αυτού, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ως ορισμένο
ισχυρισμό (ένσταση) των εναγομένων, περί κατάχρησης δικαιώματος υπέπεσε στην από το αρθ.
559 αριθμ.1 ΚΠολ∆ πλημμέλεια, εκ του ότι, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα αρκέσθηκε σε
στοιχεία λιγότερα από όσα απαιτούνται, για την εφαρμογή του αρθ.281 ΑΚ, αφού οι εναγόμενοι
δεν επικαλούνταν το αναγκαίο για τη βασιμότητα της ένστασης αυτής στοιχείο του αιτήματος της
απόρριψης της αγωγής, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι δεν προσκομίζονται τα δικόγραφα
των προτάσεων, που κατατέθηκαν από τους εναγομένους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου (ούτε ενώπιον του Εφετείου, επί της ασκηθείσας από τους εναγομένους έφεσης) ώστε
να δύναται ο Άρειος Πάγος να αποφανθεί επί της βασιμότητας ή μη του λόγου αυτού. Ομοίως,
απορριπτέος, ως αβάσιμος, με την ίδια αιτιολογία, είναι και ο αναφερόμενος στο ίδιο ζήτημα (της
αοριστίας της ένστασης εκ του άρθ. 281 Α.Κ.), πρώτος λόγος, αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος
αυτού, με το οποίο, κατ' ορθή εκτίμηση αυτού, αποδίδεται η από το άρθ. 559 αριθμ. 14 ΚΠολ∆
πλημμέλεια, εκ του ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω της
αοριστίας της την ένσταση αυτή των εναγομένων, αφού δεν προσκομίζονται τα απαιτούμενα για
τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αυτού δικόγραφα, δηλαδή δεν προσκομίζονται ούτε το
δικόγραφο της ασκηθείσας από τους εναγομένους - νυν αναιρεσιβλήτους έφεσης ούτε και τα
δικόγραφα των ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιον του Εφετείου κατατεθεισών
προτάσεων αυτών, ώστε να δύναται το παρόν ∆ικαστήριο να ελέγξει εάν η υπ' αυτών
προβληθείσα ένσταση, περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος ήταν ή όχι
ορισμένη. Μετά από αυτά, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να
καταδικασθεί ο ηττηθείς αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων
(άρθ. 176 και 183 ΚΠολ∆), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-4-2010 αίτηση του ∆. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5840/2007
απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων την οποία
ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε
μετά από εξώδικο συμβιβασμό (1)
Καταχρηστική Άσκηση ∆ικαιώματος (2)
Αναίρεση κατ΄άρθρ.559 αρ.19 ΚΠολ∆
Μετά την έκδοση αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία κατέστη....
τελεσίδικη, (εφόσον τα διάδικα μέρη παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων μέσων), ο
δικηγόρος του ενάγοντος ενεργώντας κατ' εντολή του πελάτη του, εισέπραξε από τον
αντιπρόσωπο της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας εφάπαξ το συνολικό ποσό που
επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, ως απώλεια εισοδημάτων του, μαζί με τους τόκους και τα
δικαστικά έξοδα, σε ολοσχερή εξόφληση της ανωτέρω αποφάσεως. Στην σχετική
απόδειξη πληρωμής, ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος δήλωσε και υπέγραψε ότι
παραιτείται από τα ένδικα μέσα κατά της πιο πάνω αποφάσεως και πάσης μελλοντικής
απαιτήσεως του ενάγοντος.
Συνεπώς εφόσον ο ενάγων εισέπραξε χωρίς καμία επιφύλαξη - από τον πληρεξούσιο
αυτού δικηγόρο - ολόκληρο το ως άνω ποσό και ταυτόχρονα επωφελήθηκε του γεγονότος
ότι οι αντίδικοι του δεν άσκησαν ένδικα μέσα, κατά της ως άνω αποφάσεως, το ∆ικαστήριο
κρίνει ότι πρόκειται για μία εξώδικη συμφωνία , η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά της
συμβάσεως συμβιβασμού, η οποία οδηγεί στην οριστική επίλυση της διαφοράς τους.
Ο ενάγων τρις ημέρες μετά άσκησε νέα αγωγή για απώλεια εισοδημάτων του, που
αφορούσε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Το Εφετείο έκρινε ότι καταχρηστικά ασκείται
το δικαίωμα αυτό, εφόσον ο ενάγων είχε ήδη παραιτηθεί από μελλοντική αξίωση από την
ίδια αιτία και απέρριψε την αγωγή, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του
άρθρου 281 ΑΚ, έχοντας διαλάβει στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση
αιτιολογίες, απορριπτομένου αβασίμου του σχετικού εκ του άρθρ. 559 αρ.19ν ΚΠολ∆
λόγου αναιρέσεως.
Απόφ.ΑΠ 69/2012
Προεδρεύων : Σπυρίδων Ζιάκας (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Χαράλαμπου Ζώη)
Εισηγητής : Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου
Μέλη : Παναγιώτης Ρουμπής – Βασίλειος Λαμπρόπουλος - Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
∆ικηγόροι : Γεώργιος Αλεξόπουλος – Βασίλειος Κούρτης
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Συμβιβασμός παθόντος και ασφαλιστή
Αποκλείεται η δυνατότητα για επιδίωξη πρόσθετης στο μέλλον αποζημίωση, εφόσον
έχει επέλθει συμβιβασμός μεταξύ του ασφαλιστή και του παθόντος με περιεχόμενο που
συμπεριλαμβάνει την ρύθμιση όλων των αξιώσεων (του παθόντος) για το παρελθόν και
το μέλλον, περιλαμβανομένων των εμφανών και μη ζημιών. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις
εμφανώς μεταγενεστέρων απρόβλεπτων συνεπειών, πρέπει να υπάρχει μία
κραυγαλέα διάσταση η δυσαναλογία μεταξύ του ποσού του συμβιβασμού και της
ζημίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε η εμμονή του υπόχρεου στο περιεχόμενο του συμβιβασμού
θα αντέκειτο στην καλή πίστη, (άρθρ. 287,288). Εάν συντρέχουν αυτές οι
προϋποθέσεις τότε αναγνωρίζεται στον δικαιούχο μία πρόσθετη αξίωση αποζημίωσης
για τις μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος, που σημαίνει ότι το
Page 2
περιεχόμενο του συμβιβασμού, χωρίς να ανατρέπεται, προσαρμόζεται στις νέες
μεταβληθείσες σχέσεις. Εφ.Θες. 835/2009 ΕΣυγκ∆ 2010/456
Ο ασφαλιστή προέβαλε την ένσταση περί ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της
παθούσας. Για το λόγο αυτό προσεκόμισε εξοφλητική απόδειξη με την δήλωση της
ενάγουσας ότι δεν έχει καμία άλλη αξίωση από τον τραυματισμός της κατά της
εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και των εις ολόκληρο ευθυνομένων προς
αποζημίωση συνιδιοκτητών και οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Απορριπτέα η
ανωτέρω ένσταση καθότι κρίθηκε ότι οι δηλώσεις αυτές της ενάγουσας, ότι
αποζημιώθηκε πλήρως για όλες τις ζημίες, παρούσες ή μέλλουσες κ.τ.λ. και ότι
παραιτείται από κάθε αξίωσή της γι' αυτές, έγιναν, ενόψει της τότε γνωστής κατάστασης
της υγείας της. ∆εν έχουν την έννοια παραίτησης ή άφεσης χρέους και πολύ
περισσότερο εξόφλησης από τις αξιώσεις προς αποζημίωση για τις ζημίες από
μελλοντική δυσμενή εξέλιξη της υγείας της (επιπλοκή), συνδεομένη αιτιωδώς με το
ατύχημα, μη προβλεπτή, κατά τον χρόνο του ατυχήματος και της δήλωσης. Εφ.Πατρ.
1320/2007 ΕΣγυκ∆ 2008/176
Άκυρος ο συμβιβασμός όταν τα ωφελήματα τελούν σε προφανή δυσαναλογία με την
παροχή. Η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία προέβη στην κατάρτιση του συμβιβασμού με
την οποία επωφελήθηκε και συνομολόγησε ωφελήματα, τα οποία βρίσκονται σε
προφανή δυσαναλογία με την παροχή της (10.000.000 δραχμές), προς τους συγγενείς
θανόντος, δικαιούχους αποζημίωσης. Συγκεκριμένα η ασφαλιστική εταιρία γνώριζε ότι οι
συμβαλλόμενοι ήταν οικονομικοί μετανάστες και ότι εστερούντο χρημάτων για τη
μεταφορά του θανόντος συγγενούς τους στη Βουλγαρία, όπου επιθυμούσαν να γίνει η
κηδεία του. Έτσι, κρίθηκε ότι, τα ωφελήματα (παραίτηση των εναγόντων από κάθε άλλη
αξίωσή τους), έναντι της παροχής των 10.000.000 δραχμών τα οποία πέτυχε η
ασφαλιστική εταιρία, τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την άνω παροχή". Συνεπώς
η ανωτέρω σύμβαση συμβιβασμού είναι άκυρη σύμφωνα με το αρθρ. 179 ΑΚ. ΑΠ
1175/2009 ΕΣυγκ∆ 2010/226
Για να θεωρηθεί άκυρη ως αισχροκερδής η σύμβαση, απαιτείται η συμπλεκτική
συνδρομή των παρακάτω τριών στοιχείων: 1) ύπαρξη φανερής δυσανολογίας μεταξύ
παροχής και αντιπαροχής κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, 2) ανάγκη,
κουφότητα, ή απειρία του συμβαλλομένου και 3) εκμετάλλευση της υφιστάμενης ανάγκης.
Ως ανάγκη νοείται, εκτός των άλλων, και η οικονομική, ανεξάρτητα αν είναι φύσης
παροδικής ή μόνιμης, αρκεί μόνο ότι αυτή έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο
αναβολής. Εφ.Αθ. 4071/1994 ΣΕΣυγκ∆ 1995/144
Συμβιβασμός τον οποίο περιέχει πρακτικό συμβιβασμού Μον. Πρωτοδικείου που έκρινε
κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν υπόκειται σε ανάκληση κατ΄άρθρ. 696
παρ.3 ΚΠολ∆, επειδή δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά σύμβαση και απαιτείται για τη
μεταρρύθμισή της τροποιητική σύμβαση. Μορ.Πρ.Καστ.215/1985 ΝοΒ 1986/897.
2) Ένσταση Καταχρηστικής Ασκήσεως Αγωγής ΑΚ 281
ΑΠΑΡΑ∆ΕΚΤΟΣ στο Β Βαθμό Για τηνπληρότητα της ενστάσεως καταχρηστικής
ασκήσεως δικαιώματος και το παραδεκτό της, από απόψεως χρόνου προβολής της,
πρέπει κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται
τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση του δικαιώματος από το διάδικο κατά του
οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από αυτόν του
γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος
και να διατυπώνεται και αίτημα απορρίψεως της αγωγής με την οποία ασκείται το
δικαίωμα, για την αιτία αυτή (ΟλΑΠ.472/83). Συνεπώς η χωρίς δικαιολογημένη αιτία
παράλειψη στην προκειμένη περίπτωση της προβολής κατά την πρώτη συζήτηση στον
Page 3
πρώτο βαθμό, με τις προτάσεις, των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η
επικαλούμενη (από τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο) κατάχρηση δικαιώματος της
παρεμπιπτόντως ενάγουσας, καθώς και της διατυπώσεως αιτήματος απορρίψεως της
παρεμπίπτουσας αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεταιτην απόρριψη της ενστάσεως
του άρθρου 281 ΑΚ. ως απαράδεκτης, αφού το πρώτονενώπιον του δικαστηρίου τούτου
προβάλλεται. Εφ.Αθ. 97/1999 ΣΕΣυγκ∆ 2002/605
Κείμενο Απόφ.ΑΠ 69/2012
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 10576β/28-9-2010, έκθεση επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή, του Πρωτοδικείου Πειραιά ..., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης
αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερομένη στην
αρχή της παρούσας δικάσιμο (23-9-2011) επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του
αναιρεσείοντος στον πρώτο εκ των αναιρεσιβλήτων (Χ1). Επομένως, εφ' όσον αυτός δεν
εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να
προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του
άρθρου 576 παρ. 2 Κ.Πολ.∆ικ.
Κατά την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει
προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός
σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, κατά τη
διάταξη αυτή, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα
χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την
πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα
περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση
του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά της περί δικαίου και ηθικής
αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Περαιτέρω, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολ∆
λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν
σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης, τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων για την εφαρμογή της
εφαρμοσθείσας διάταξης, ή της μη συνδρομής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρμογή
της, όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι αφορά το
νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για ελλείψεις που ανάγονται στην
εκτίμηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθμιση - αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην
αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί το αποδεικτικό πόρισμα να αναφέρεται με
σαφήνεια. Ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών υπάρχει όταν από το αιτιολογικό δεν προκύπτουν
τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για την δικαιολόγηση της εφαρμοσθείσας διάταξης
ουσιαστικού δικαίου, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, συνεκδικάζον τις
αντίθετες εφέσεις, τις ασκηθείσες κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την
οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή του ενάγοντα- νυν αναιρεσείοντα, με την οποία ζητούσε
αποζημίωση, για απώλεια εισοδήματος, εξ αιτίας της ανικανότητάς του προς εργασία, συνεπεία
του τροχαίου ατυχήματος, του επελθόντος εξ υπαιτιότητας του εναγομένου - νυν αναιρεσίβλητου -
οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, του ασφαλισμένου στην εναγομένη - νυν αναιρεσίβλητη
ασφαλιστική εταιρεία, δέχθηκε ότι το αγωγικό δικαίωμα του ενάγοντα ασκήθηκε καταχρηστικά, με
την εξής ειδικότερα αιτιολογία: " Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών την από 27-6-2000 αγωγή του κατά των σημερινών εναγομένων και ζήτησε να
υποχρεωθούν αυτοί και σ' ολόκληρο ο καθένας να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των
11.426.000 δρχ. ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη και χρηματική του ικανοποίηση, από το
τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 3-2-2000 και ώρα 19.20'στη συμβολή των οδών Λεωφόρου
Βουλιαγμένης και Σμύρνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το ανωτέρω δικαστήριο η υπ'
Page 4
αριθμ. 3216/2001 απόφαση, η οποία αφού έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ένδικης
σύγκρουσης ήταν ο 1ος εναγόμενος (Χ1) αναγνώρισε, ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταλάβουν
στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.566.000 δρχ. και ήδη 13.399.85€. Μεταξύ του ανωτέρω
ποσού περιλαμβάνεται και ποσό 2.520.000 δρχ. και ήδη 7.395,45€ που αφορά απώλεια
εισοδήματος του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 3-2-2000 έως 31-12-2000. Οι εναγόμενοι
και ειδικότερα η 2η εναγόμενη Ασφαλιστική Εταιρεία κατέβαλε στον ενάγοντα το ανωτέρω
συνολικό ποσό. Στη συνέχεια ο ενάγων άσκησε ενώπιον του ανωτέρω ∆ικαστηρίου την 19-10-
2001 (δεύτερη) αγωγή του κατά των ανωτέρω εναγομένων και ζήτησε να υποχρεωθούν οι
εναγόμενοι να του καταβάλουν το ποσό των 15.037,42 ευρώ, που αφορούσε διάστημα από 1-1-
2001 έως 12-4-2002.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το ανωτέρω δικαστήριο η υπ' αριθμ.
1527/2005 απόφαση, η οποία υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλλουν στον ενάγοντα το
ποσό των 10.985,59 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ο πληρεξούσιος
δικηγόρος του ενάγοντος, Γεώργιος Φυκήρης, ο οποίος εκπροσωπεί αυτόν σε όλες τις δίκες τις
σχετικές με το επίδικο ατύχημα, ενεργώντας κατ' εντολή του πελάτη του, στις 11/7/2005, μετά την
έκδοση της υπ' αριθμό 1527/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία
κατέστη τελεσίδικη, καθόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη παραιτήθηκαν από την άσκηση ένδικων
μέσων κατ' αυτής ήλθε σε συνεννόηση με τον αντιπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης
ασφαλιστικής εταιρίας και η τελευταία κατέβαλε στον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο του
ενάγοντος εφάπαξ το συνολικό ποσό που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, ως απώλεια εισοδημάτων
του για το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 12-4-2002, που μαζί με τους τόκους και τα
δικαστικά έξοδα ανέρχονται στο ποσό των 10.758,69 ευρώ, σε ολοσχερή εξόφληση της ανωτέρω,
υπ' αριθμ. 1527/2005 αποφάσεως. Προς το σκοπό αυτό συντάχθηκε και η σχετική απόδειξη
πληρωμής (βλ. προσκομιζόμενη σε φωτοαντίγραφο). Ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος του
ενάγοντος ρητά δήλωσε και υπέγραψε εκτός των άλλων, ότι παραιτείται από τα ένδικα μέσα κατά
της πιο πάνω αποφάσεως (1527/2005) και πάσης μελλοντικής απαιτήσεως του ενάγοντος. Επειδή
ο ενάγων εισέπραξε χωρίς καμία επιφύλαξη από τον πληρεξούσιο αυτού δικηγόρο ολόκληρο το
ως άνω ποσό που κατέβαλε η δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, ενώ ταυτόχρονα
επωφελήθηκε του γεγονότος ότι οι αντίδικοι του δεν άσκησαν ένδικα μέσα κατά της ως άνω
αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το ∆ικαστήριο κρίνει ότι με βάσει τις
παραδοχές αυτές , ότι πρόκειται για μία εξώδικη συμφωνία , η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά της
συμβάσεως συμβιβασμού, η οποία οδηγεί στην οριστική επίλυση της προαναφερθείσης διαφοράς
τους, αφού οι διάδικοι παραιτήθηκαν των ενδίκων μέσων κατά της υπ' αριθμό 1527/2005
αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αυτή κατέστη τελεσίδικη, ο ενάγων
εισέπραξε άμεσα και ανεπιφύλακτα ολόκληρο το επιδικασθέν ποσό μετά των τόκων και την
επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, παραιτηθείς άμα από τη μελλοντική από την ίδια αιτία αξίωσή
του, δηλαδή υποχωρήσας κατά τούτο, αλλά και οι εναγόμενοι εκτός του ότι δεν ασκήθηκαν ένδικα
μέσα κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως, εξόφλησαν άμεσα και χωρίς επιφύλαξη την
επιδικασθείσα αποζημίωση και την δικαστική δαπάνη, υποχωρήσαντες κατά τούτο.
Στη συνέχεια ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 11-5-
2005 (τρίτη) ένδικη αγωγή του, την οποία κατέθεσε στο ανωτέρω ∆ικαστήριο στις 16-5-2005,
κοινοποίησε όμως αυτήν στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ
ΑΕΓΑ" στις 14-7-2005, ήτοι τρεις (3) ημέρες αφότου είχε εισπράξει ο πληρεξούσιος δικηγόρος του
το ανωτέρω ποσό και είχε παραιτηθεί από κάθε μελλοντική του απαίτηση, ζητώντας να του
επιδικασθεί το συνολικό ποσό των 32.037,20 ευρώ και ειδικότερα και ποσό 29.576,40 ευρώ που
αφορά απώλεια εισοδημάτων του κατά το χρονικό διάστημα 12-4-2002 έως 12-10-2005.Από όλα
τα ανωτέρω προκύπτει, ότι ο ενάγων καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμά του, εγείροντας και την
ένδικη (τρίτη) αγωγή κατά των εναγομένων, ζητώντας να του επιδικασθεί αποζημίωση για την
απώλεια εισοδημάτων του για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ενώ αυτός είχε παραιτηθεί
συγχρόνως από μελλοντική από την ίδια αιτία αξίωσή του. Πρέπει να λεχθεί, ότι ο ενάγων που
γνώριζε ότι είχε ασκήσει και τρίτη αγωγή (ένδικη) κατά των εναγομένων, ουδόλως ανέφερε στους
τελευταίους γι' αυτή, κατά την είσπραξη της αποζημιώσεως του που αφορούσε την υπ' αριθμό
1527/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την οποία (ένδικη αγωγή), όπως
προαναφέρθηκε κοινοποίησε στην ασφαλιστική εταιρία τρεις (3) ημέρες μετά την είσπραξη του
ποσού". Και υπό τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η περί
Page 5
καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος ένσταση των εναγομένων - εκκαλούντων και
να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή. Με το να κρίνει έτσι το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και
εφήρμοσε τη διάταξη, του άρθρου 281 ΑΚ και δεν παραβίασε αυτή, ενώ, εξ άλλου, διέλαβε στην
απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον
αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ως άνω εφαρμοσθείσας διάταξης.
Επομένως, δεν υπέπεσε στην από το άρθ. 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολ∆ αποδιδόμενη, με τους
δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης πλημμέλεια και οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν, ως
αβάσιμοι. Ο πρώτος λόγος, κατά το μέρος αυτού, από το 559 αριθμ. 8 ΚΠολ∆, για λήψη υπόψη
πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, ο δεύτερος λόγος κατά το μέρος αυτού, από το 559, αριθμ. 1
ΚΠολ∆, για παραβίαση (μη εφαρμογή) των αρθ. 173 και 200 ΑΚ και ο τρίτος, από το αρθ. 559
αριθμ. 1 και 19 ΚΠολ∆, λόγος αναίρεσης, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του αρθ. 871 ΑΚ.
(συμβιβασμός), είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης,
αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, το Εφετείο απέρριψε την κρινόμενη αγωγή, ως ασκηθείσα κατά
κατάχρηση δικαιώματος και όχι λόγω συμβιβασμού. Τέλος, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το
μέρος αυτού, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ως ορισμένο
ισχυρισμό (ένσταση) των εναγομένων, περί κατάχρησης δικαιώματος υπέπεσε στην από το αρθ.
559 αριθμ.1 ΚΠολ∆ πλημμέλεια, εκ του ότι, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα αρκέσθηκε σε
στοιχεία λιγότερα από όσα απαιτούνται, για την εφαρμογή του αρθ.281 ΑΚ, αφού οι εναγόμενοι
δεν επικαλούνταν το αναγκαίο για τη βασιμότητα της ένστασης αυτής στοιχείο του αιτήματος της
απόρριψης της αγωγής, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι δεν προσκομίζονται τα δικόγραφα
των προτάσεων, που κατατέθηκαν από τους εναγομένους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου (ούτε ενώπιον του Εφετείου, επί της ασκηθείσας από τους εναγομένους έφεσης) ώστε
να δύναται ο Άρειος Πάγος να αποφανθεί επί της βασιμότητας ή μη του λόγου αυτού. Ομοίως,
απορριπτέος, ως αβάσιμος, με την ίδια αιτιολογία, είναι και ο αναφερόμενος στο ίδιο ζήτημα (της
αοριστίας της ένστασης εκ του άρθ. 281 Α.Κ.), πρώτος λόγος, αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος
αυτού, με το οποίο, κατ' ορθή εκτίμηση αυτού, αποδίδεται η από το άρθ. 559 αριθμ. 14 ΚΠολ∆
πλημμέλεια, εκ του ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω της
αοριστίας της την ένσταση αυτή των εναγομένων, αφού δεν προσκομίζονται τα απαιτούμενα για
τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αυτού δικόγραφα, δηλαδή δεν προσκομίζονται ούτε το
δικόγραφο της ασκηθείσας από τους εναγομένους - νυν αναιρεσιβλήτους έφεσης ούτε και τα
δικόγραφα των ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιον του Εφετείου κατατεθεισών
προτάσεων αυτών, ώστε να δύναται το παρόν ∆ικαστήριο να ελέγξει εάν η υπ' αυτών
προβληθείσα ένσταση, περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος ήταν ή όχι
ορισμένη. Μετά από αυτά, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να
καταδικασθεί ο ηττηθείς αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων
(άρθ. 176 και 183 ΚΠολ∆), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-4-2010 αίτηση του ∆. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5840/2007
απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων την οποία
ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου