ΟΙ
ΝΕΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Α. ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Το αντικείμενο της ρύθμισης
Με το άρθρο 3 του σχεδίου νόμου επαναρρυθμίζονται :
α) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής
ληξιπρόθεσμων.
β) Το αδίκημα της ...
φοροδιαφυγής για παράλειψη υποβολής ή υποβολή ανακριβούς
δήλωσης στη φορολογία
εισοδήματος, εφόσον από την παράλειψη ή την ανακρίβεια της δήλωσης δεν
αποδόθηκε ο οφειλόμενος φόρος.
γ) Το αδίκημα της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή
ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών.
2. Η πάταξη της φοροδιαφυγής: ένα αίτημα
κοινωνικής δικαιοσύνης
Την ελληνική αγορά τη χαρακτηρίζουν χρόνιες και
σοβαρές παθογένειες. Αυτό είναι φανερό σε όλους. Η μη πληρωμή, είτε των
ληξιπροθέσμων χρεών, είτε του Φ.Π.Α., είτε η απόκρυψη εισοδήματος και η
φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή με τη χρήση πλαστών και εικονικών τιμολογίων
συνιστούν σημαντικό μέρος της παθογένειας αυτής:
·
Οι συνεπείς φορολογούμενοι και οι συνεπείς
επιχειρήσεις υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό από τους επιτηδευματίες και
τις επιχειρήσεις που φοροδιαφεύγουν. Κατά συνέπεια, η κρίση που περνάει η χώρα
επιβαρύνει περισσότερο και κυρίως τους ειλικρινείς φορολογούμενους.
·
Η «ατιμωρησία» σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης
αμβλύνει τη φορολογική συνείδηση και των συνεπών φορολογουμένων και
πολλαπλασιάζει τα φαινόμενα φοροδιαφυγής.
·
Η ανοχή της φοροδιαφυγής εξομοιώνεται με υπόθαλψή της και οδηγεί όχι μόνο σε
καταστροφικά αποτελέσματα για τα δημοσιονομικά του κράτους, αλλά και σε
ανισότητα κατά παράβαση του Συντάγματος, αφού τελικά η κύρια συνεισφορά στα
δημόσια έσοδα προέρχεται από τη μισθωτή εργασία, που σε περίοδο ύφεσης επίσης
πλήττεται με την αύξηση της ανεργίας.
Β. ΟΙ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή αποτελεί βασικό
παράγοντα της δημοσιονομικής κρίσης. Το υφιστάμενο επί δεκαετίες θεσμικό πλαίσιο,
όχι μόνο δεν αποτρέπει τη φοροδιαφυγή, αλλά τη συντηρεί και την ενθαρρύνει:
α. Η μη εφαρμογή του δικαίου
Αν
και η φοροδιαφυγή και στο εισόδημα και στο Φ.Π.Α. και μέσω πλαστών και
εικονικών, καθώς και η μη καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο
προβλέπεται να τιμωρούνται ποινικά εδώ και πολλά χρόνια, εντούτοις οι σχετικές
διατάξεις δεν εφαρμόστηκαν με μεθοδικότητα και στοχευμένα, στα πλαίσια ενός
προγράμματος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και για το λόγο αυτό δεν
λειτούργησαν αποτρεπτικά μέχρι σήμερα. Το αντίθετο: αδικαιολόγητα «επιεικείς»
διατάξεις που εμφιλοχώρησαν στο θεσμικό πλαίσιο δημιούργησαν μια γενικευμένη
αντίληψη «ατιμωρησίας» και απετέλεσαν σημαντική αιτία διόγκωσης της
φοροδιαφυγής.
Παράδειγμα: Με τον Κώδικα
Φορολογίας Εισοδήματος του 1994 (άρθρο 95), η μη απόδοση Φ.Π.Α. ή άλλων
παρακρατούμενων, εφόσον υπερέβαινε τις 100.000 δραχμές (δηλ. 300 ευρώ),
προβλεπόταν να τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες και με χρηματική ποινή
τουλάχιστον 100.000 δραχμών, ενώ το αδίκημα ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΥΤΟΦΩΡΟ.
Με το
ν. 2523/1997, το αυτόφωρο στο Φ.Π.Α. καταργήθηκε. Περαιτέρω, με τις
γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκαν κατά την τελευταία
δεκαετία, η μετατροπή της ποινής και η αναστολή εκτέλεσης της ποινής της
φυλάκισης σχεδόν σε κάθε περίπτωση που η ποινή είναι κάτω από 5 χρόνια
φυλάκιση, συνετέλεσε σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο να μη λειτουργούν
αποτρεπτικά οι σχετικές διατάξεις, αλλά αντίθετα να ευνοούν την εκτεταμένη
φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, αφού συμφέρει τον φοροδιαφεύγοντα ακόμη και στην
περίπτωση που οδηγείται στο ποινικό δικαστήριο, αντί να πληρώνει το φόρο, να
εξαγοράζει την ποινή του και να συνεχίζει τη δραστηριότητά του.
Παράδειγμα: Ένας οφειλέτης του
Δημοσίου που οφείλει για παράδειγμα ληξιπρόθεσμο χρέος 10 εκατομμύρια ευρώ, προβλέπεται σήμερα να τιμωρείται με ποινή
φυλάκισης 1 τουλάχιστον έτους. Όταν θα οδηγηθεί στο δικαστήριο, η μεγαλύτερη
δυνατή ποινή που μπορεί να του επιβληθεί είναι τα 5 έτη (συνήθως, 2 έως 3 έτη)
και η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται σχεδόν πάντοτε για τα επόμενα 3 έτη. Ακόμη
και αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής, μετατρέπεται υποχρεωτικά σε χρήμα με ποσό εξαγοράς από 3 ευρώ την
ημέρα (και με τις προσαυξήσεις από 5,5 ευρώ την ημέρα). Αυτό πρακτικά σημαίνει
ότι κι αν ακόμη καταδικαστεί κάποιος με την πολύ βαριά (και σπάνια) ποινή των 4
ετών, καταβάλει 82.500 ευρώ και αφήνεται ελεύθερος και απαλλαγμένος από την
υποχρέωσή του προς την Πολιτεία. Πρόκειται περί μη αποτρεπτικού θεσμικού
πλαισίου που όχι μόνο ενθαρρύνει τη μη πληρωμή των φόρων, αλλά ευνοεί αυτούς
που έχουν οικονομική επιφάνεια (στις λίγες περιπτώσεις που αυτοί οδηγούνται στη
δικαιοσύνη), «να πληρώνουν και να φεύγουν».
β. Η μη απόδοση ΦΠΑ και η αγορά
Στους
παρακρατούμενους φόρους δηλ. κυρίως στον Φ.Π.Α., οι συνέπειες της μη εφαρμογής
των διατάξεων για την απόδοσή τους είναι ακόμη πιο σοβαρές. Πρόκειται για
κατάδηλη υπεξαίρεση χρημάτων του Δημοσίου που φτάνει μέχρι το 40% κάθε χρόνο. Η
μη απόδοση Φ.Π.Α. οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό και στην απόκρυψη της συναλλαγής,
πράγμα που σημαίνει ότι συντελείται και άλλη φοροδιαφυγή με την απόκρυψη
εισοδήματος.
Ακούγονται
φωνές ότι «θα γονατίσει η αγορά, θα καταστραφούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις»,
ότι «δεν μπορεί το Δημόσιο να αξιώνει τον Φ.Π.Α., όταν χρωστάει το ίδιο» κ.λπ.
Όμως, το επιχείρημα να χρησιμοποιείται ο Φ.Π.Α. που πρέπει να επιστραφεί στο
Δημόσιο, ως κεφάλαιο κίνησης των επιχειρήσεων ή των επιτηδευματιών είναι
όχι μόνο εσφαλμένο, αλλά καταστροφικό για τη χώρα. Ακόμη κι αν πιστώνεται το
τίμημα σε μία συναλλαγή με μεταχρονολογημένες επιταγές, ο Φ.Π.Α. δεν πρέπει να
πιστώνεται.
Στις
περιπτώσεις που χρωστάει το Δημόσιο (όχι μόνο επιστροφή Φ.Π.Α., αλλά και
επιστροφή εισοδήματος ή τίμημα από προμήθεια ή εργολαβικό αντάλλαγμα από
δημόσιο έργο), με τις διατάξεις που προτείνονται και ο συμψηφισμός είναι
δυνατός (ώστε να «εξοφλείται» ο Φ.Π.Α. που οφείλεται) και η ποινική
δίωξη δεν ασκείται. Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά δεν ευσταθούν και δεν
πρέπει να προβάλλονται.
γ. Φοροδιαφυγή,
ισότητα και άλλες ανάλογες ποινές
Το αίτημα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής είναι αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και αφορά τη σωτηρία της χώρας. Στο πλαίσιο
αυτό δεν μπορεί να γίνεται διάκριση ιδίως
στους παρακρατούμενους φόρους (δηλ. στο Φ.Π.Α.) από ποιο ποσό και πάνω
διαπράττεται ποινικό αδίκημα. Η κλοπή είναι κλοπή ανεξαρτήτως αξίας. Το αν το
ποσό είναι μικρό ή μεγάλο λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής και
όχι για το αν αποτελεί αδίκημα ή όχι.
Προβάλλονται ισχυρισμοί ότι δήθεν οι ποινές που
προβλέπονται είναι εξοντωτικές και ότι είναι δυσανάλογες με την κοινωνική
απαξία των αδικημάτων της φοροδιαφυγής. Ως προς το τελευταίο, αυτοί που
ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, καλό θα είναι να απευθυνθούν στα κοινωνικά στρώματα
εκείνα που επί δεκαετίες σηκώνουν το βάρος των δημοσίων εσόδων: στους
μισθωτούς, στους συνταξιούχους και στους νομοταγείς επιχειρηματίες και
επιτηδευματίες.
Ως προς το δυσανάλογο των προτεινόμενων
ποινών, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξής: Υπάρχουν σήμερα αδικήματα λιγότερο
επικίνδυνα για το κοινωνικό σύνολο ή τουλάχιστον εξίσου επικίνδυνα κατ’
αποτέλεσμα με το αδίκημα της φοροδιαφυγής που τιμωρούνται με τις ίδιες ή
βαρύτερες ποινές από τις προτεινόμενες με το σχέδιο νόμου για τα εγκλήματα της
φοροδιαφυγής:
α. η κλοπή
τιμωρείται από το 1 ευρώ και αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής
υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, με κάθειρξη μέχρι 10 χρόνια.
β. η υπεξαίρεση τιμωρείται
από το 1 ευρώ και αν η συνολική αξία των ιδιοποιουμένων υπερβαίνει το ποσό των
73.000 ευρώ, με κάθειρξη μέχρι 10 χρόνια.
γ. η απάτη τιμωρείται
από το 1 ευρώ και με κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια, αν το περιουσιακό όφελος ή η
προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
δ. Σε όλες τις
παραπάνω περιπτώσεις εγκλημάτων, αν η
πράξη στρέφεται κατά του Δημοσίου τιμωρείται ως κακούργημα και
επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 20 χρόνια, αν το ποσό ξεπερνά τα 15.000 ευρώ. Αν συντρέχουν
και άλλες επιβαρυντικές περιστάσεις (όπως π.χ. όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί
μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα
μεγάλης αξίας), επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Οι διατάξεις αυτές ΙΣΧΥΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ 1950 (ν. 1608/1950).
Τα εγκλήματα της
φοροδιαφυγής, αν και προσομοιάζουν με τα εγκλήματα αυτά που τιμωρούνται με
βαρύτατες ποινές, εντούτοις
παρέμειναν επί χρόνια και στο ακαταδίωκτο και στο ατιμώρητο.
Δημιουργήθηκε έτσι η πεποίθηση, ότι αν και το να κλέψεις 100.000 ευρώ από το Δημόσιο Ταμείο είναι έγκλημα
που μπορεί να τιμωρηθεί με ΙΣΟΒΙΑ, το να κλέβεις συστηματικά Φ.Π.Α.
πολλαπλάσιας αξίας είναι κάτι θεμιτό που
«βοηθάει την αγορά».
Λοιπόν, δεν βοηθάει την αγορά. Καταστρέφει την αγορά,
καταστρέφει τη φορολογική συνείδηση, καταστρέφει τη χώρα.
Γ. ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
1. ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΑ
α. Φύση του αδικήματος -Ποινές
Θεσπίζεται ως διαρκές και
επομένως, ως συνεχές αυτόφωρο, το αδίκημα της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων
χρεών προς το Δημόσιο, αλλά με χρόνο τέλεσης του αδικήματος το χρονικό διάστημα
από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών από τότε που έγιναν ληξιπρόθεσμα μέχρι τη
συμπλήρωση χρόνου ίσου με το 1/3 της προθεσμίας παραγραφής. Δηλαδή για χρονικό
διάστημα 20 μηνών από τότε που παρήλθε χρόνος 4 μηνών από την ημερομηνία που
κατέστησαν ληξιπρόθεσμα (Παράδειγμα: χρέος που έγινε ληξιπρόθεσμο την
31-1-2011. Από την 1-6-2011 αρχίζει να «μετράει» το 20μηνο του αυτοφώρου που
λήγει στις 28-3-2012).
Αυξάνονται
οι ποινές:
·
Μέχρι 5.000 ευρώ δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα
·
Από 5.000 – 10.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση έως 1
έτος.
·
Από 10.000 – 50.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση 6
τουλάχιστον μήνες.
·
Από 50.000 έως 150.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση 1
τουλάχιστον έτος.
·
Από 150.000 ευρώ και άνω, επιβάλλεται φυλάκιση 3
τουλάχιστον έτη.
Εάν το ποσό που οφείλεται στο
Δημόσιο εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό, η
πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη.
β. Πώς ασκείται η ποινική δίωξη
Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας
Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου υποβάλει αίτηση με πίνακα χρεών προς τον Εισαγγελέα
Πρωτοδικών της έδρας της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου, ο οποίος ασκεί την ποινική
δίωξη. Αν δεν υποβληθεί τέτοια αίτηση, δεν ασκείται ποινική δίωξη.
Αν η αίτηση υποβληθεί μέσα στο χρονικό διάστημα των 20 μηνών που το
αδίκημα είναι αυτόφωρο, ο εισαγγελέας κρίνει κατά πόσο θα τον παραπέμψει να
δικαστεί με την αυτόφωρη διαδικασία δηλαδή χωρίς καμμία προδικασία στο
ακροατήριο του μονομελούς ή του τριμελούς πλημμελειοδικείου, ανάλογα, συνήθως
σε δικάσιμο μετά από 15 ημέρες.
Αν υποβληθεί αίτηση, αλλά έχει παρέλθει το 20μηνο του αυτοφώρου, τότε ο
εισαγγελέας εάν δεν διατάξει προανάκριση, μπορεί να παραπέμψει τον
κατηγορούμενο με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο.
2. ΑΔΙΚΗΜΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΣΤΟ
ΕΙΣΟΔΗΜΑ
α. Φύση του αδικήματος -Ποινές
Θεσπίζεται ως διαρκές και
επομένως ως συνεχές αυτόφωρο, το αδίκημα της φοροδιαφυγής με την παράλειψη
υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, εφόσον από
την παράλειψη ή των ανακρίβεια της δήλωσης δεν αποδόθηκε ο οφειλόμενος φόρος.
·
Μέχρι 15.000 ευρώ δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα.
·
Από 15.000 – 150.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον 1 έτους.
·
Από 150.000 ευρώ και άνω, επιβάλλεται από 5 ως 20
χρόνια κάθειρξη.
Χρόνος τέλεσης του αδικήματος αυτού είναι το χρονικό διάστημα από την
ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη
συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης
προθεσμίας παραγραφής, δηλαδή στα πλημμελήματα 20 μήνες και στα κακουργήματα 5
χρόνια από τότε που παρέλειψε να υποβάλει ή υπέβαλε ανακριβή δήλωση.
β. Πώς ασκείται η ποινική δίωξη
·
Ο
Προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο
(π.χ. ΣΔΟΕ, ΔΕΚ ή ΠΕΚ) ή Προϊστάμενος της Γενικής Δ/νσης Φορολογικών Ελέγχων καλεί το φορολογούμενο σε διοικητική
επίλυση της διαφοράς.
·
Αν
ασκήσει προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, η ποινική δίωξη δεν αρχίζει προτού
να τελεσιδικήσει η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου.
·
Αν δεν
ασκηθεί προσφυγή, η ποινική δίωξη αρχίζει μόλις περάσουν 60 ημέρες για την
άσκησή της.
·
Εξαιρετικά, στα κακουργήματα αυτής της
περίπτωσης, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να παραγγείλει την
άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, χωρίς δηλαδή να αναμένεται τελεσίδικη απόφαση από
τα διοικητικά δικαστήρια ή ακόμη και χωρίς να παρέχεται δυνατότητα συμβιβασμού
στο φορολογούμενο.
ΓΙΑΤΙ αυτό; Γιατί οι διαφορές που ανακύπτουν στη φορολογία του εισοδήματος είναι
πολύπλοκες και σύνθετες και δεν επιτρέπουν συνήθως τη διεξαγωγή ποινικής δίκης,
χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί από τα διοικητικά (φορολογικά) δικαστήρια, η
διαφορά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όμως, όταν κατά την κρίση του Εισαγγελέα
Οικονομικού Εγκλήματος, η διαφορά ως προς το φορολογικό της κομμάτι είναι απλή και το αδίκημα που
έχει τελεστεί τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, δηλαδή ο φόρος που δεν
αποδόθηκε υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, ο Εισαγγελέας μπορεί να ζητήσει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, οπότε, επειδή πρόκειται για κακούργημα,
μπορούν να εφαρμόζονται τα εξής:
·
Αν δεν
έχει παρέλθει η πενταετία του διαρκούς και αυτοφώρου από τότε που δεν υπέβαλε ή
υπέβαλε ανακριβή δήλωση, ο αρμόδιος Εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί να εκδώσει
ένταλμα σύλληψης.
·
Ο
συλληφθείς οδηγείται στον Εισαγγελέα το αργότερο μέσα σε 24 ώρες από τη σύλληψή
του.
·
Αν
κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πιθανώς να διαπράξει και
άλλα εγκλήματα μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή του κράτηση (προφυλάκιση).
·
Ακολούθως,
διατάσσεται τακτική ανάκριση. Κατά τα λοιπά, ακολουθείται η διαδικασία που
προβλέπει ο ΚΠΔ προκειμένου περί κακουργημάτων.
·
Αν έχει
παρέλθει η 5ετία του αυτοφώρου, ακολουθείται η ίδια διαδικασία πλην του
εντάλματος σύλληψης από τον Εισαγγελέα.
3. ΑΔΙΚΗΜΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ
ΣΤΟΝ ΦΠΑ
α. Φύση του αδικήματος -Ποινές
Θεσπίζεται ως διαρκές και
επομένως ως συνεχές αυτόφωρο, το αδίκημα της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή
ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ. και λοιπών παρακρατούμενων φόρων, τελών ή
εισφορών.
·
Από 1 - 3.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον
10 ημερών.
·
Από 3.000 – 75.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον 1 έτους.
·
Από 75.000 ευρώ και άνω, επιβάλλεται από 5 ως 20
χρόνια κάθειρξη.
Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα
κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη
συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης
προθεσμίας παραγραφής, δηλαδή στα πλημμελήματα 20 μήνες και στα κακουργήματα 5
χρόνια από τότε που δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ. κ.λπ.
β. Πώς ασκείται η ποινική δίωξη
·
Στα κακουργήματα η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται από το
όργανο που έκανε τον έλεγχο αμέσως, χωρίς να παρέχεται προθεσμία για συμβιβασμό
και ανεξάρτητα αν αυτός ασκήσει προσφυγή στα διοικητικά (φορολογικά)
δικαστήρια. Κατά τα λοιπά, ακολουθείται η ίδια διαδικασία (ανάλογα με το εάν
έχει παρέλθει ή όχι ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος ως αυτοφώρου), που
ακολουθείται και στα κακουργήματα του εισοδήματος.
·
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως και στα πλημμελήματα των αδικημάτων αυτών, όταν
ο έλεγχος με βάση τον οποίο διαπιστώθηκαν είχε διαταχθεί για την ημερομηνία που
διενεργήθηκε, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
·
Στις άλλες περιπτώσεις των πλημμελημάτων δηλ. όταν το αδίκημα διαπιστώθηκε με τους
κοινούς ελέγχους που διενεργούνται, η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα
μήνα αφού περάσουν οι 60 ημέρες για το διοικητικό συμβιβασμό της διαφοράς.
·
Στα
πλημμελήματα, αν η ποινική δίωξη ασκηθεί μέσα στο χρόνο του αυτοφώρου (20
μήνες), ο εισαγγελέας κρίνει κατά πόσο θα τον παραπέμψει να δικαστεί με την
αυτόφωρη διαδικασία δηλαδή χωρίς καμμία προδικασία στο ακροατήριο του
μονομελούς ή του τριμελούς πλημμελειοδικείου, ανάλογα, συνήθως σε δικάσιμο μετά
από 15 ημέρες.
·
Αν έχει
παρέλθει το 20μηνο του αυτοφώρου, τότε ο εισαγγελέας εάν δεν διατάξει
προανάκριση, μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο με κλητήριο θέσπισμα
απευθείας στο ακροατήριο.
4.
ΕΙΚΟΝΙΚΑ – ΠΛΑΣΤΑ – ΝΟΘΕΥΜΕΝΑ
α.
ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ
Ο χαρακτήρας του αδικήματος παραμένει στιγμιαίος.
·
Από 1 - 3.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον 3
μηνών.
·
Από 3.000 – 150.000 ευρώ, επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον 1 έτους.
·
Από 150.000 ευρώ και άνω, επιβάλλεται από 5 ως 20
χρόνια κάθειρξη.
β. Πώς ασκείται η ποινική δίωξη
·
Στα
πλημμελήματα, η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε 1 μήνα από την πάροδο
άπρακτης της προθεσμίας διοικητικού συμβιβασμού, ανεξάρτητα αν ασκήθηκε προσφυγή στα διοικητικά (φορολογικά) δικαστήρια.
·
Στα κακουργήματα, η ποινική δίωξη ασκείται αμέσως, χωρίς να
του παρέχεται προθεσμία για συμβιβασμό και ανεξάρτητα από το αν έχει ασκήσει
προσφυγή στα διοικητικά (φορολογικά) δικαστήρια.
·
Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία για τα μη
αυτόφωρα πλημμελήματα και κακουργήματα.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1.
Στα αδικήματα των παρακρατούμενων (Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ.
κ.λπ.), αν η κατακράτηση των οφειλόμενων φόρων δεν υπερβαίνει το ένα έτος και καταβληθούν οι
οφειλόμενοι φόροι, ο κατηγορούμενος
απαλλάσσεται. Επίσης, αν αυτός καταβάλει μετά τη συμπλήρωση έτους, αλλά
προτού λήξει η διαδικασία του ποινικού δικαστηρίου στον πρώτο βαθμό, του
επιβάλλεται ποινή μειωμένη.
2.
Στα αδικήματα του εισοδήματος και των παρακρατούμενων
(Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ. κ.λπ.) λαμβάνεται υπόψη για
την επιμέτρηση της ποινής ως επιβαρυντικός παράγοντας, η διάρκεια της απόκρυψης
ή της παρακράτησης.
3.
Στα πλημμελήματα χωρεί μετατροπή ή αναστολή της
ποινής, εφόσον διαπράττονται για πρώτη φορά. Δεν χωρεί μετατροπή ή αναστολή εκτέλεσης της ποινής σε περίπτωση
δεύτερης και κάθε περαιτέρω υποτροπής. Η μετατροπή της ποινής, στις
περιπτώσεις που αυτό γίνεται με ελάχιστο ποσό ανά ημέρα εξαγοράς τα 20 ευρώ και
ανώτατο τα 100 ευρώ (αντί 3 ως 100 ευρώ που ισχύει σήμερα).
4.
Η διαδικασία για την άσκηση ποινικής δίωξης δεν
αρχίζει, αν αυτός κατά του οποίου πρόκειται να ασκηθεί η ποινική δίωξη έχει
κατά του Δημοσίου βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, ποσού ίσου ή μεγαλύτερου
από αυτό για το οποίο επρόκειτο να ασκηθεί η ποινική δίωξη.
5. Στα κακουργήματα
λαμβάνεται υπόψη για τον ανασταλτικό χαρακτήρα της έφεσης, η καταβολή από τον
κατηγορούμενο των οφειλομένων φόρων, τελών ή εισφορών με τις κάθε είδους
προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών.
ΠΗΓΗ: http://www.taxheaven.gr
ΣΕφΘεσ. 251/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μεταβολή κατηγορίας - Απάτη - Υπεξαίρεση - Aπιστία δικηγόρου - Hθική
αυτουργία - Πλαστογραφία σε χρήση -.
Απάτη κακουργηματική λόγω ποσού. Μεταβολή κατηγορίας από απάτη σε
υπεξαίρεση με εντολοδόχο. Στοιχεία απιστίας δικηγόρου. Οριστική παύση ποινικής
δίωξης. Μεταβολή κατηγορίας από ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως σε
χρήση πλαστού εγγράφου, έννοια υπεξαγωγής εγγράφου.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΤΑΙ
ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΩΣ ΟΜΟΦΩΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΗΛΙΑ ΣΕΦΕΡΙΔΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ:
.....................................
ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1,
309 παρ. 1 περ. α και ε, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318 και 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ, όπως η διάταξη του άρθρου 316 αντικαταστάθηκε με την
διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 3160/2003, την αρίθμ
77/23/12/2008 έφεση του κατηγορουμένου ..... δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου
Θεσσαλονίκης κατοίκου Θεσσαλονίκης, η
οποία ασκήθηκε αυτοπροσώπως ενώπιον της
Γραμματέως του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά
του αρίθμ. 1175/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών
Θεσσαλονίκης, δια του οποίου ο εκκαλών παραπέμφθηκε
ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Α βαθμού (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, για να
δικαστεί για τις πράξεις της απάτης από την οποία το επιδιωκόμενο όφελος και η
αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 73000 ευρώ
κατ' εξακολούθηση (άρθρα 98 παρ. 1, 386 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την διάταξη του
άρθρου 14 παρ. 4 του νόμου 2721/99) της απιστίας δικηγόρου κατ' εξακολούθηση
(άρθρα 98 παρ. 1, 233 παρ. 1 περ. α του ΠΚ), της
ηθικής αυτουργίας στην πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (άρθρα 46 παρ. 1
α, 216 παρ. 1 περ. α και β του ΠΚ) και της υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 του ΠΚ) Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και
περιέχονται σ΄ αυτήν οι σαφείς και ορισμένοι λόγοι, που απαιτούνται για την
άσκηση της (άρθρα 463, 465, 473 παρ. 1, 474, 478 και 479 του ΚΠΔ). Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά τις υποβληθείσες εγκλήσεις (κύρια και
συμπληρωματική) του εγκαλούντα ... πρώην επιχειρηματία κατοίκου Νεοχωρούδας
Θεσσαλονίκης και τώρα κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Χαλκίδας, με τις οποίες
καταγγέλλεται ο ανωτέρω κατηγορούμενος δικηγόρος, γιατί από τις αρχές του έτους
2002 μέχρι στις αρχές του έτους 2005 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση
του ιδίου εγκλήματος έπεισε τον εγκαλούντα πως θα διεκπεραιώσει τις εκκρεμούσες
φορολογικές υποθέσεις του με δικαστικούς
και εξωδίκους συμβιβασμούς και προς τούτο έχει
γνωριμίες με υψηλόβαθμους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και θα παραστεί
ενώπιον και των ποινικών δικαστηρίων προς υπεράσπιση των υποθέσεων του και για
τον λόγο αυτό καταβλήθηκε τμηματικά σ΄ αυτόν το χρηματικό ποσό των 250.000 ευρώ για να καταβληθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αρναίας προς
ρύθμιση των οφειλών του, ενώ αυτός (κατηγορούμενος) ιδιοποιήθηκε τούτο χωρίς να
προβεί στην καταβολή των ήδη ρυθμισμένων οφειλών με αποτέλεσμα να απωλέσει το δικαίωμα ρυθμίσεως, που είχε επιτευχθεί και
έτσι να προβεί το δημόσιο στην κατάσχεση εξαιτίας αυτού των περιουσιακών
στοιχείων του. Οι ανωτέρω ενέργειες είχαν ως συνέπεια την πρόκληση βλάβης των
συμφερόντων του εγκαλούντα, ενώ αυτός (κατηγορούμενος) ως δικηγόρος είχε
αναλάβει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα αυτού. Περαιτέρω στις 2/3/2005
παρακίνησε άγνωστο πρόσωπο να καταρτίσει εξουσιοδότηση θέτοντας την υπογραφή
του εγκαλούντα και αυτός βεβαίωσε το γνήσιο της υπογραφής αυτού και παρέστη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο
Πολυγύρου δικάζοντος ως εφετείου χωρίς
την εντολή του εγκαλούντα. Περαιτέρω στις 16/12/2005 δεν παρέδωσε τα κατεχόμενα από αυτόν έγγραφα του φακέλου
του, που αφορούσαν τις υποθέσεις του εγκαλούντα και είχε δικαίωμα αυτός να
παραλάβει και επιδείξει αυτά προς τις αρμόδιες αρχές προς υπεράσπιση των
συμφερόντων του. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν με την αρίθμ 33/2007 διάταξη του ΣΤ Ανακριτή Πλημμελειοδικών οι περιοριστικοί όροι της καταβολής
χρηματικής εγγυήσεως ποσού 3000 ευρώ και της
απαγορεύσεως μεταβάσεως του στην
αλλοδαπή. Κατόπιν των ανωτέρω σας εκθέτω
τα παρακάτω.
Κατά την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι «Οποιος με σκοπό
να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη
περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη,
παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την
αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα
μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών» Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για
την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία α)
σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος,
χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί και η επέλευση του περιουσιακού
οφέλους, β) με γνώση του δράστη παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή
αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων (υπαλλακτικώς
μικτό έγκλημα) από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος, και γ)
βλάβη ξένης περιουσίας η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις
παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Η αξία της ζημίας στο έγκλημα της απάτης δεν
αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής
υποστάσεως, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται αυτή για την επιμέτρηση της ποινής.
Οι ψευδείς παραστάσεις του δράστη με την
πλάνη του παθόντα πρέπει να τελούν σε σχέση αμεσότητας και αναγκαιότητας.
Αμεσότητα υφίσταται όταν μεταξύ των
ψευδών παραστάσεων και της πλάνης του παθόντα δεν παρεμβάλλεται και δεν μεσολαβεί άλλος
αιτιώδης παράγοντας. Αναγκαιότητα υφίσταται όταν η πλάνη υπήρξε το αποτέλεσμα
των ψευδών παραστάσεων του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις πρέπει να ήταν η μόνη
αιτία που οδήγησαν στην παραπλάνηση του παθόντα. Για την πραγμάτωση του ανωτέρω
εγκλήματος δεν απαιτείται το θύμα να
έχει ορισμένο βαθμό ευφυϊας ή πειστικότητας, αρκεί ο
δράστης να χρησιμοποίησε μέσα για την παραπλάνηση αυτού (του θύματος) με σκοπό την πρόκληση βλάβης σ΄ αυτό και
αντίστοιχης ωφέλειας (βλ. ΑΠ 1323/93 Ποιν. Χρον ΜΓ 1142, ΑΠ 506/94 Ποιν. Χρον ΜΔ
σελ 627, ΑΠ 180/91 Ποιν. Χρον
ΜΑ σελ 874, ΑΠ 227/92 ΝΟΒ 40 σελ 1039 ΑΠ 985/2000
Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2000 και παρατηρήσεις καθηγητή Γ. Σιλίκου σελ 323 επ ΑΠ 430/2002 Ποιν/Δικ. 2002 σελ
961, ΑΠ 1040/2006 Πράξη και Λόγος του ΠΔ 2006 σελ
308, ΒουλΣυμβΕφΘεσ
92/2006 Αρμ 2006 σελ 104). Το έγκλημα της απάτης
συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία με σκοπό να περιέλθει σε
κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται με
κάποιον από τους τρεις αναφερόμενους υπαλλακτικά στη διάταξη του άρθρου 386
παρ.1 του ΠΚ τρόπους, που διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ
τους. Περαιτέρω η βλάβη της ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, πρέπει να
τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του
δράστη. Το έγκλημα της απάτης τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου (386 ΠΚ) α) αν αυτή
τελείται κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία της
υπερβαίνει το ποσό των 15 000 ευρώ και β αν το ύψος
της προκληθείσας βλάβης ή η σκοπούμενη ωφέλεια
υπερβαίνει τα 25 000 000 δραχμές ή τα (73.367.057 ευρώ). Κατά την περίπτωση β της παραγράφου 3 του άρθρου 386
του ΠΚ η πράξη της απάτης κακουργηματοποιείται
όταν ο δράστης προκαλεί βλάβη σε τρίτο
με αντίστοιχη ωφέλεια του, το ύψος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 25
000 000 δραχμών ή σήμερα 73.367.057 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή μοναδικό στοιχείο για την κακουργηματοποίηση είναι το ύψος της προκληθείσας
βλάβης και αντίστοιχης ωφέλειας του δράστη. Προφανώς ο Νομοθέτης στην
προκείμενη περίπτωση λόγω του ύψους της προκληθείσας
ζημίας στον παθόντα (ποσό άνω των 73 000 ευρώ) θέλησε
να κακουργηματοποιήσει την πράξη αυτή τιμωρώντας τον
δράστη με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών χωρίς την συνδρομή οιουδήποτε
άλλου στοιχείου. Στην ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση προέβη προφανώς λόγω της
αύξησης των οικονομικών εγκλημάτων. Τέτοια ρύθμιση δεν προβλεπόταν στην
προϊσχύουσα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 386 του ΠΚ.
Η νέα διάταξη είναι αυστηρότερη έναντι της προϊσχύουσας (διάταξης) αφού κατ΄
αυτήν το έγκλημα της απάτης τιμωρούνταν σε βαθμό πλημμελήματος ανεξάρτητα από
το ύψος της προκληθείσας
ζημίας ή προσπορισμού οφέλους (ΑΠ 1515/2001, ΑΠ 632/2002, ΑΠ 1716/2001 Ποιν Δικ 2002 σελ. 114, 326 και
991, ΑΠ 777/2002 Ποινικός Λόγος 2002 σελ 258, ΑΠ 704/2003 Ποιν.Δικ.2003 σελ 40,
ΑΠ 982/2001 Ποινική Νομολογία Αρείου Πάγου 2001, σελ. 255, ΑΠ 979/2002, ΑΠ
48/2006 Τράπεζα Νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ). Στην
περίπτωση της κατ' εξακολούθηση τέλεσης του εγκλήματος της απάτης λαμβάνεται
υπόψη η συνολική αξία της προσγενομένης ζημίας η του σκοπουμένου οφέλους. Μεταξύ των
εγκλημάτων της απάτης και της
υπεξαίρεσης υφίσταται αληθινή πραγματική συρροή, αφού αμφότερα τα εγκλήματα
απαρτίζονται από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και δι΄ αυτών προσβάλλονται
διαφορετικά έννομα αγαθά, όταν βέβαια
αφορούν διαφορετικό υλικό αντικείμενο. Στην περίπτωση όμως που και τα δύο εγκλήματα αφορούν το ίδιο
υλικό αντικείμενο και η απατηλή συμπεριφορά
του δράστη επιδείχθηκε για την ιδιοποίηση των περιελθόντων
στην κατοχή του δράστη, η πράξη της υπεξαίρεσης απορροφάται από την πράξη της
απάτης. Στην περίπτωση όμως που η απάτη τελέστηκε για την συγκάλυψη αυτής, τότε
αυτή (η απάτη) απορροφάται από την πράξη της υπεξαίρεσης. Η πράξη της απάτης
επιτρεπτά μπορεί να μεταβληθεί στην πράξη της υπεξαίρεσης και να προσδοθεί στην
πράξη ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός, όταν ο δράστης ιδιοποιείται τα περιελθόντα σ΄ αυτόν λόγω συμβάσεως εκδηλώνοντας προς τούτο και απατηλή
συμπεριφορά για την διατήρηση αυτών (ΑΠ
911/2004, ΑΠ 1705/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ,
ΑΠ 201/2005 ΝΟΒ 2005 σελ 1482, ΑΠ 1913/2000, ΑΠ
1820/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 375
παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι:
«Οποιος
ιδιοποιείται ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του
με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το
αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα
μεγάλης αξίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». Από την
διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης
απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος περιελθόντος στην
κατοχή τρίτου με οποιονδήποτε τρόπο δηλαδή συμβατικά ή τυχαία. Ως ιδιοποίηση
θεωρείται η οικειοποίηση και κατακράτηση του ξένου κινητού πράγματος, η οποία
πρέπει να είναι παράνομη με την έννοια της ανυπαρξίας δικαιολογημένης αιτίας,
αν και το πράγμα ανήκει σε τρίτο. Αναγκαίο στοιχείο του εγκλήματος είναι η
δόλια προαίρεση του υπαίτιου με περιεχόμενο την παράνομη ιδιοποίηση.
Θεωρείται τελειωμένο το έγκλημα της υπεξαίρεσης όταν ο δράστης με οποιαδήποτε
ενέργεια ή παράλειψη του προβαίνει στην
εξωτερίκευση της βουλήσεως του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα. Η οποιαδήποτε
ενδιάθετη βούληση του υπαίτιου να
οικειοποιηθεί το πράγμα που βρίσκεται
στην κατοχή του δεν θεμελιώνει το έγκλημα της υπεξαίρεσης (βλ. σχετ ΕφΘεσ. 3357/95 Ελλ. Δικ. 37 σελ. 194, ΕφΠειρ. 890/94 Ελλ. Δικ. 37, σελ 376, ΑΠ 1436/89 Ποιν.
Χρον. Μ. σελ.
708, ΑΠ 732/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ. 325, ΑΠ 614/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 60, ΑΠ 606/98 Ποιν. Χρον ΜΘ
σελ 56, ΑΠ 9/2003, ΑΠ 1252/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).
Περαιτέρω κατά την παράγραφο 2 του ιδίου
άρθρου (375 του ΠΚ) όπως ισχύει μετά την τροποποίηση
του με το άρθρο 1 παρ. 9 του Νόμου 2408/96 το έγκλημα της υπεξαίρεσης
τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος «Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα
μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή
κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας ο
υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών». Για την μορφοποίηση του
εγκλήματος ως κακουργήματος απαιτείται η
ύπαρξη μίας εκ των περιοριστικά αναφερομένων ιδιοτήτων στο πρόσωπο του δράστη,
ενώ η προϊσχύουσα διάταξη ανέφερε ενδεικτική απαρίθμηση των ιδιοτήτων ή σχέσεων
κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Η ισχύουσα διάταξη όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 9 του
άρθρου 1 του νόμου 2408/96 αναφέρει περιοριστικά τις ιδιότητες που απαιτείται
να συντρέχουν στο πρόσωπο του δράστη ο οποίος καταχρώμενος
την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη του παθόντα προβαίνει στην οικειοποίηση του πράγματος
που περιήλθε στην κατοχή του. Το έγκλημα της υπεξαίρεσης με την κακουργηματική
του μορφή συντελείται εκτός άλλων και
όταν ο δράστης προβαίνει σε
χρησιμοποίηση των παραδοθέντων σ΄ αυτόν
παρά τους όρους της δοθείσης προς αυτόν εντολής (άρθρα 713, 719, 721 του ΑΚ). Υφίσταται ιδιαίτερη εμπιστοσύνη μεταξύ εντολέα και
εντολοδόχου που δημιουργείται από την σχέση της εντολής. Η παραβίαση των όρων
της εντολής συνιστά κατάχρηση της
εμπιστοσύνης (βλ. σχετ. ΑΠ 919/97 Ποιν. Χρον. ΜΗ 277, ΑΠ 46/98 Υπερ 1998
σελ 780, ΑΠ 386/93 Ποιν.Χρον. ΜΓ 179, ΑΠ
14/94 Ποιν. Χρον ΜΔ 220, ΑΠ 1832/93 Ποιν. Χρον. ΜΔ 180). Η αθέτηση εκ
μέρους του εντολοδόχου των όρων της εντολής
εκτός από την αθέτηση της καταρτισθείσας συμβάσεως μεταξύ εντολέα και
εντολοδόχου συνιστά και το έγκλημα της υπεξαίρεσης, όταν ο εντολοδόχος
οικειοποιείται τα αποκτηθέντα για λογαριασμό του εντολέα ή δεν εκτελεί τους
όρους της εντολής και κατακρατεί ως ίδια τα χρήματα που του δόθηκαν για την
εκτέλεση δι΄ αυτών κάποιων συγκεκριμένων
ενεργειών (βλ. ΑΠ 1336/2005, ΑΠ 1130/2005,ΑΠ 335/2003, ΑΠ 1426/2004 Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).Τέλος, κατά το β εδάφιο
της ανωτέρω παραγράφου (2 του άρθρου 375 του ΠΚ) «αν
το συνολικό αντικείμενο της ανωτέρω πράξεως υπερβαίνει το ποσό των 73. 000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση». Τούτο
σημαίνει πως εκτός από την συνδρομή των
στοιχείων που απαιτούνται για την συντέλεση της κακουργηματικής
υπεξαίρεσης αν συντρέξει και το στοιχείο
του ύψους της αξίας του ιδιοποιηθέντος να υπερβαίνει το ποσό των 73 000 ευρώ, τούτο αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Η επιβαρυντική
περίπτωση στην προκείμενη περίπτωση δεν επισύρει αυξημένη ποινή όπως συμβαίνει
στις λοιπές περιπτώσεις αλλά λαμβάνεται
υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. ερμ
Ποινικού Κώδικα Μιχ. Μαργαρίτη).
Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 233
παρ. 1 περ. α του ΠΚ « Δικηγόρος ή άλλος νομικός
παραστάτης που βλάπτει με πρόθεση εκείνον, των συμφερόντων που έχει αναλάβει
την νομική προστασία, ή β... τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών....». Από
την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της απιστίας δικηγόρου είναι
ιδιαίτερο απαιτείται ο δράστης να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου ή άλλου
νομικού παραστάτη και με πρόθεση να βλάπτει τα συμφέροντα του εντολέα του. Η
βλάβη πρέπει να έχει επέλθει με ενέργειες ή με παραλείψεις του δράστη σχετικές
με τις νομικές υπηρεσίες που έπρεπε να τελέσει (ΑΠ 1182/2004, ΝΟΒ 2005 σελ
326, ΑΠ 984/2005, ΑΠ 680/2004, ΑΠ
1128/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.).
Εξάλλου από τον συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 1, 3, 112
και 113 του ΠΚ όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με
την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Νόμου 1738/87 και τελικά με την διάταξη του
άρθρου 1 παρ. 6 του Νόμου 2408/96 συνάγεται ότι η παραγραφή αποτελεί θεσμό
δημόσιας τάξης και εξετάζεται αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της ποινικής
διαδικασίας ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί η συμπλήρωση του
χρόνου παραγραφής, το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο υποχρεούται κατ΄
εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 περ. β και 511 του Κ.Π.Δ. να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Ο
κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί της παραγραφής, αφού αυτή
αποτελεί θεσμό δημόσιας τάξης.
Στην περίπτωση που διαπιστωθεί η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής δεν
ερευνάται η ουσία της υποθέσεως, αλλά οφείλει το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο να παύσει οριστικά
την ποινική δίωξη. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά από πέντε έτη
από την ημέρα τελέσεως τους. Η
συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής είναι ανεξάρτητη από την γνώση του κατηγορουμένου περί της
τελέσεως της αξιόποινης πράξεως. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία
διαδικασία όχι όμως πέρα των τριών ετών. Στην απόφαση ή το Βούλευμα είναι
αναγκαίος ο προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως της πράξεως, γιατί διαφορετικά
δεν μπορεί να υπολογιστεί ο χρόνος έναρξης της παραγραφής. (βλ. σχετ ΑΠ 965/96 ΠΧ. ΜΖ 1285, ΑΠ 1186/90 ΝΟΒ 38 σελ.
1210, ΑΠ 361/91 Ελλ. Δικ.
32 σελ. 680, ΑΠ 1558/90 ΠΧ ΜΑ σελ. 673, ΑΠ 463/94 ΠΧ ΜΔ. 619, ΑΠ 789/94 ΠΧ ΜΔ 779 ΑΠ 384/99 Ποιν. Χρον Ν 30 ΑΠ 809/99 Ποιν. Χρον Ν 342). Στα κατ εξακολούθηση εγκλήματα οι επί μέρους
πράξεις διατηρούν στην περίπτωση της παραγραφής την αυτοτέλεια τους και στην
περίπτωση που για κάποιες εξ αυτών έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, το
δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο υποχρεούται γι΄ αυτές να παύσει οριστικά
την ποινική δίωξη (βλ ΑΠ 542/89, ΑΠ 984/2001, ΑΠ 952/2006, ΑΠ
179/2008, ΑΠ 240/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ)
Εξάλλου κατά την παράγραφο 2 της διατάξεως του άρθρου 216 του ΠΚ ορίζεται ότι: «Με την ποινή εκείνου που καταρτίζει
πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό με την χρήση του να παραπλανήσει άλλον για
γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες
τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο
έγγραφο». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την θεμελίωση του
εγκλήματος της χρήσης πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου απαιτείται ο δράστης να
προβαίνει στην χρησιμοποίηση τέτοιου εγγράφου, ενώ υποκειμενικώς
απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη να
χρησιμοποιήσει τέτοιο έγγραφο (πλαστό ή νοθευμένο) και επιπρόσθετα σκοπός του
δράστη να παραπλανήσει με την χρησιμοποίηση αυτού (υπερχειλή
υποκειμενική υπόσταση) άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες.
Ο δράστης του εγκλήματος της χρήσεως πρέπει να
καταστήσει το περιεχόμενο του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου προσιτό στο
πρόσωπο που πρόκειται να παραπλανηθεί. Ο
οποίος να έχει την δυνατότητα να λάβει γνώση του πλαστού ή νοθευμένου
εγγράφου χωρίς να απαιτείται και να
λάβει πράγματι γνώση του περιεχομένου
αυτού (του εγγράφου) και να
επέλθει η παραπλάνηση αυτού (ΑΠ 278/2006, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 2132/2005, ΑΠ
177/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ) Η εναλλαγή του τρόπου συμμετοχής στο
έγκλημα είναι επιτρεπτή δηλαδή η
αυτουργία σε κάποια συμμετοχική πράξη ή
η συμμετοχική πράξη σε αυτουργία. Η πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της
πλαστογραφίας μετά χρήσεως επιτρεπτά μπορεί να μεταβληθεί στην πράξη της
χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου. Αφού η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου
εγγράφου στην περίπτωση αυτή αποτελεί
επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος αυτού και στην περίπτωση που διαπιστωθεί
πως ο δράστης δεν τέλεσε την πράξη της
καταρτίσεως του πλαστού , αυτή (η πράξη μπορεί να μεταβληθεί σε χρήση του ιδίου
εγκλήματος. Επιτρεπτή δεν θα ήταν η μεταβολή της κατηγορίας μόνο στην περίπτωση
που ο δράστης θα παραπεμπόταν μόνο για την πράξη της καταρτίσεως του
πλαστού η νοθεύσεως εγγράφου χωρίς την
επιβαρυντική περίπτωση αυτού. (ΑΠ
217/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος).
Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 222 του ΠΚ «Οποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή
καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος
ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις
διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξη του
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την
θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου απαιτούνται α) έγγραφο
(δημόσιο ή ιδιωτικό) κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ
γ του ΠΚ, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του
εγγράφου. Κάθε μία από τις πράξεις αυτές συνιστά χωριστό τρόπο τελέσεως της
πράξεως, (υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα) δια του οποίου
προστατεύεται το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο.
Απόκρυψη είναι η χωρίς σκοπό ιδιοποίησης πράξη ή παράλειψη, δια της
οποίας στερείται της χρήσεως του εγγράφου προσκαίρως
ή διαρκώς ο έχων δικαίωμα προς τούτο, γ)
να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός
κύριος του εγγράφου ο δράστης ή
έχει άλλος δικαίωμα κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα να ζητήσει την
παράδοση ή επίδειξη του και δ) η ενέργεια του δράστη να έγινε προς τον σκοπό
βλάβης άλλου. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του
δράστη που συνίσταται στην ενδιάθετη βούληση
και αποδοχή αυτού, πως δεν είναι αποκλειστικά
κύριος του εγγράφου ή και άλλο πρόσωπο έχει δικαίωμα παράδοσης ή επίδειξης
αυτού και η συμπεριφορά του κατατείνει
στην απόκρυψη του εγγράφου προς βλάβη άλλου. Για την συγκρότηση του
εγκλήματος δεν απαιτείται και η επέλευση της βλάβης αυτής, αφού το ανωτέρω
έγκλημα είναι διακινδύνευσης και για την θεμελίωση του δεν απαιτείται και η
επέλευση αυτής (βλ. ΑΠ 1450/93 Υπερ Δ σελ
805, ΑΠ 1151/94 Ποιν.
Χρον ΜΔ σελ 1133, ΑΠ 419/90
Ποιν. Χρον Μ σελ 1121,
ΑΠ 1756/89 Ποιν.
Χρον Μ σελ 847, ΑΠ 1144/98, ΑΠ 844/2008, ΑΠ
718/2007, Τράπεζα νομικών Πληροφοριών
του ΔΣΑ).
Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία
της δικογραφίας, τις καταθέσεις των μαρτύρων
κατηγορίας και υπεράσπισης, τα συνημμένα έγγραφα, την απολογία του
κατηγορουμένου, το απολογητικό υπόμνημα αυτού και το εφετήριο
του έχουν προκύψει τα ακόλουθα:
Ο εγκαλών ... τον μήνα Νοέμβριο του έτους
2001 επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο δικηγόρο ... στο γραφείο του στην
Θεσσαλονίκη προς ανάθεση σ΄ αυτόν όλων των εκκρεμουσών
διοικητικών και ποινικών του υποθέσεων σχετικά με τα πρόστιμα που του
επιβλήθηκαν από την ΣΔΟΕ (τώρα ΥΠΕΕ)
Κεντρικής Μακεδονίας ανερχόμενα στα υπέρογκα χρηματικά ποσά των 1.900.000 000
και 280.000 000 ευρώ
αντίστοιχα, σχετικά με την μη απόδοση ΦΠΑ και μη υποβολή δηλώσεων του ΦΠΑ καθώς και για αποδοχή εικονικών και πλαστών
τιμολογίων, (υποθέσεων φοροδιαφυγής) που αφορούσαν την ατομική του επιχείρηση
χωματουργικών εργασιών, που λειτουργούσε στην Ιερισσό Χαλκιδικής και στην
ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «... ΑΕ» της οποίας
έδρα ήταν η Νεοχωρούδα Θεσσαλονίκης και της οποίας
μοναδικός μέτοχος ήταν ο ίδιος ο εγκαλών. Προς τουτο
ο εγκαλών κατά την διάρκεια των ετών από
αρχές του έτους 2002 μέχρι στις αρχές του έτους 2005 κατέβαλε στον
κατηγορούμενο συνολικά το χρηματικό ποσό των 250.000 ευρώ,
εκ των οποίων το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ θα
αποτελούσε την αμοιβή του κατηγορουμένου και το υπόλοιπο χρηματικό ποσό θα καταβαλόταν στην Δ.Ο.Υ Αρναίας
Χαλκιδικής προς εξόφληση μέρους των γενομένων ρυθμίσεων. Ο
κατηγορούμενος για να πείσει τον
εγκαλούντα για την επιτυχή έκβαση των υποθέσεων του και να προβεί αυτός στην
ανωτέρω καταβολή, ανέφερε προς αυτόν, πως (στην επιτυχή έκβαση των υποθέσεων
του θα συμβάλουν οι γνωστοί του ... και κάποια κα. με το όνομα ..., οι οποίοι είναι
ανώτεροι υπάλληλοι της Εφορίας). Προς τούτο εμφανίστηκαν προς τον εγκαλούντα
δύο πρόσωπα με τα ανωτέρω στοιχεία και στους οποίους ο κατηγορούμενος ενώπιον
του εγκαλούντα κατέβαλε τα χρηματικά
ποσά των 25.000 και 13.000 ευρώ αντίστοιχα, και τα
οποία αποτελούσαν μέρος εκ των καταβληθέντων σ΄ αυτόν χρημάτων. Τα χρήματα
δόθηκαν προφανώς προσχηματικά για την
εξυπηρέτηση των υποθέσεων του εγκαλούντα.
Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως ο Ανακριτής κάλεσε τον υπάλληλο
της Εφορίας με το επώνυμο … και τον εγκαλούντα
κατ΄ αντιπαράσταση και ο εγκαλών δήλωσε πως το υποδεικνυόμενο πρόσωπο
δεν έχει καμία σχέση με το πρόσωπο που εμφανίστηκε με τα στοιχεία αυτού. Ο
κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω ενέργειες
για να πείσει τον εγκαλούντα και
καταβάλλει το παραπάνω χρηματικό ποσό σ΄ αυτόν. Το οποίο όμως δόθηκε με
την ρητή προς αυτόν εντολή, για να αποδωθεί στην
ανωτέρω Δ.Ο.Υ. προς ρύθμιση μέρους των εκκρεμουσών υποθέσεων του. Στις 28/11/2003 εκδικαζόταν στο
Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πολυγύρου υπόθεση του εγκαλούντα για αποδοχή
εικονικών τιμολογίων, κατά την δικάσιμο όμως αυτή ο κατηγορούμενος δεν παρέστη
και κατά τους ισχυρισμούς του εγκαλούντα ούτε και ειδοποίησε σχετικά αυτόν για
την εκδίκαση της παραπάνω υποθέσεως του. Η σχετική όμως πληροφόρηση στην
περίπτωση αυτή δεν ήταν αναγκαία, αφού και ο ίδιος ο εγκαλών έλαβε γνώση της
παραπάνω δικασίμου με την επίδοση προς αυτόν του κλητηρίου
θεσπίσματος. Παρά ταύτα όμως η συγκεκριμένη μερικότερη πράξη του εγκλήματος της
απιστίας δικηγόρου έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού από της τελέσεως αυτής
μέχρι σήμερα έχουν παρέλθει πέντε και πλέον έτη (άρθρο 111 παρ. 3 του ΠΚ) Ως εκ τούτου
πρέπει γι΄ αυτήν να παύσει οριστικά η
ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Μετά ταύτα ασκήθηκε έφεση προς τούτο και
δικάσιμος ορίστηκε στις 3/3/2005 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου
Πολυγύρου κατά την δικάσιμο της οποίας
εμφανίστηκε ο ανωτέρω κατηγορούμενος προσκομίζοντας προς το Δικαστήριο
εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του εγκαλούντα, που έγινε από τον ίδιο (τον
κατηγορούμενο ως συνήγορο). Κατά την εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως κατ΄ έφεση
η αρχικά επιβληθείσα ποινή μειώθηκε από
τα πέντε έτη στα τέσσερα. Ο εγκαλών όμως καταγγέλλει τον κατηγορούμενο πως
κατάρτισε μόνος του την σχετική εξουσιοδότηση χωρίς εντολή του και δεν προέβη
σε σχετικές ενέργειες για μεγαλύτερη μείωση της ποινής του. Τούτο όμως δεν
αποδεικνύεται, αφού το μοναδικό πρόσωπο που ωφελήθηκε από την παράσταση του
δικηγόρου στο Δικαστήριο ήταν ο εγκαλών. Ο
κατηγορούμενος προφανώς
ενήργησε με εντολή του εγκαλούντα, διαφορετικά
η έφεση του θα απορριπτόταν ως ανυποστήρικτη και επομένως θα παρέμεινε η ίδια
ποινή των πέντε ετών. Η υπογραφή αυτού προφανώς τέθηκε από κάποιο πρόσωπο του
εγκαλούντα ή του κατηγορουμένου για
λογαριασμό αυτού (εγκαλούντα) για την
παράσταση αυτού στο δικαστήριο. Ο εγκαλών στην προκείμενη περίπτωση προφανώς
καταγγέλλει τον κατηγορούμενο, γιατί ιδιοποιήθηκε το προαναφερόμενο χρηματικό
ποσό των 250.000 ευρώ, που καταβλήθηκε για να
αποδοθεί στην Δ.Ο.Υ για ρύθμιση της οφειλής. Για την
τήρηση της ρύθμισης ο εγκαλών όφειλε να καταβάλει το 1/5 του χρέους του προς το
δημόσιο, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί εντός δύο ημερών από την υπογραφή της
πράξης της ρύθμισης (βλ. σχετ και άρθρο 24 ν.
2523/97). Εκτός τούτο για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας
μετά χρήσεως απαιτείται εκτός των λοιπών στοιχείων και η συνδρομή του προσθέτου
στοιχείου του σκοπού του δράστη να παραπλανήσει με την χρήση του καταρτισθέντος
ή νοθευθέντος εγγράφου άλλον. Στην προκείμενη δηλαδή
περίπτωση λείπει το στοιχείο της υπερχειλούς
υποκειμενικής υποστάσεως, που είναιι αναγκαίο για την νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος
της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου. Η αρχική κατηγορία της κατάρτισης πλαστού
εγγράφου μεταβλήθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών σε ηθική αυτουργία στην πράξη της κατάρτισης πλαστού εγγράφου
(της εξουσιοδότησης) γιατί σύμφωνα με την διενεργηθείσα γραφολογική
πραγματογνωμοσύνη διαπιστώθηκε πως η υπογραφή στην επίδικη εξουσιοδότηση δεν
έχει τεθεί ούτε από τον εγκαλούντα αλλά ούτε και από τον κατηγορούμενο. Η
ανωτέρω όμως εξουσιοδότηση χρησιμοποιήθηκε από αυτόν (κατηγορούμενο) επομένως
έπρεπε να μεταβληθεί ο χαρακτηρισμός από
την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως στην πράξη της χρήσεως πλαστού
εγγράφου. Πέραν όμως και τούτο πρέπει και στις δύο περιπτώσεις είτε της
αυτουργίας είτε της ηθικής αυτουργίας (συμμετοχική πράξη) είτε μόνο της
χρησιμοποιήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου απαιτείται η συνδρομή του
στοιχείου της υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως
δηλ. του σκοπού παραπλανήσεως άλλου με την χρήση του καταρτισμένου ή νοθευμένου
εγγράφου, χωρίς την ύπαρξη του οποίου δεν πραγματώνεται η αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος αυτού. Εκτός αυτού ο εγκαλών από τις νομικές ενέργειες
του κατηγορουμένου ωφελήθηκε, αφού μειώθηκε η αρχικά πρωτόδικα επιβληθείσα
ποινή των πέντε ετών στα τέσσερα έτη. Η μείωση της ποινής έχει σχέση με την
κρίση των δικαστών και όχι με τις ενέργειες του συνηγόρου υπεράσπισης. Η
παραβίαση της δοθείσας προς τον κατηγορούμενο εντολής της καταβολής των
καταβληθέντων χρημάτων προς απόδοση στην Δ.Ο.Υ
συνιστά το έγκλημα της υπεξαίρεσης, που ήταν ουσιαστικά και ο αρχικός σκοπός
του κατηγορουμένου και όχι της απιστίας δικηγόρου, αφού αυτός ενήργησε για την ρύθμιση των εκκρεμουσών
υποθέσεων. Με τον συμβιβασμό που επέτυχε
ο συνήγορος του εγκαλούντα το αρχικό ποσό των 1.900.000.000 ευρώ
μειώθηκε στο ποσό των 650. 000 ευρώ και με την
ρύθμιση έπρεπε ο εγκαλών να καταβάλει το ποσό του 1/5 της ρυθμισθείσας
οφειλής ή εντός προθεσμίας δύο ημερών από την υπογραφή αυτής (άρθρο 24 του νόμου
2523/97) Σε περίπτωση μη καταβολής αυτής το
δικαίωμα ρύθμισης χάνεται και ο εγκαλών εξακολουθεί να οφείλει ολόκληρο
το οφειλόμενο χρηματικό ποσό.
Στις 18/10/2005 εκδικαζόταν ενώπιον του
Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (μεταβατική έδρα Χαλκίδας) υπόθεση του
εγκαλούντα, την υπεράσπιση του όμως
ανέθεσε σε άλλον δικηγόρο και
κατά την οποία αυτός (εγκαλών) καταδικάστηκε σε ποινή 10 ετών και 10
μηνών. Η υπόθεση αυτή του εφετείου κακουργημάτων σύμφωνα με την
εκδοθείσα αριθμ 102/2005 απόφαση ήταν τελείως διάφορη
με τις υποθέσεις που είχε αναθέσει ο εγκαλών προς υπεράσπιση του στον
κατηγορούμενο. (απάτη σε βάρος του δημοσίου, πλαστούς αριθμούς φορολογικών
μητρώων και χρήση αυτών κλπ.).
Σκοπός του κατηγορουμένου ήταν να
ιδιοποιηθεί τα περιελθόντα λόγω συμβάσεως σ΄ αυτόν
παραβιάζοντας την εντολή που είχε δοθεί και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις
δεν απέδωσε στον εντολέα τα καταβληθέντα
λόγω μη εκτέλεσης των όρων της δοθείσας εντολής. Η αξία των καταβληθέντων ανέρχεται κατά τα
άνω στο ποσό των 250.000 ευρώ δηλαδή υπερβαίνει το
ποσό των 73.000 ευρώ. Η αρχική υπόσχεση του
κατηγορουμένου προς επιτυχή έκβαση των υποθέσεων του αφορά το μέλλον αλλά
συνδυαζόμενη με τις λοιπές παραστάσεις περί υψηλών υπηρεσιακών γνωριμιών
συνιστούν γεγονότα αφορώντα το παρόν. Τα ανωτέρω όμως
έχουν συντελεστεί προς ισχυροποίηση του
σκοπού του κατηγορουμένου σχετικά με την καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού
και την ιδιοποίηση του. Ως εκ τούτου κατ΄ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας
(ορθό προσδιορισμό της πράξης του) από την απάτη αντικειμένου μεγαλύτερου των
73000 ευρώ στην πράξη της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο ποσού που υπερβαίνει το
ανωτέρω χρηματικό ποσό. Πέραν τούτου ο κατηγορούμενος καταγγέλλεται και για την
πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, που φέρεται πως τελέστηκε στις 16/12/2005.
Συγκεκριμένα πως ενώ κλήθηκε με εξώδικη πρόσκληση να παραδώσει τα στοιχεία
του φακέλου του στον νέο ορισθέντα συνήγορο του ..., αυτός
δεν παρέδωσε όλα τα στοιχεία του φακέλου του. Η ανωτέρω αναφορά του
εγκαλούντα γίνεται χωρίς να προσδιορίζεται
ποια στοιχεία περιείχε ο φάκελος του, που δεν προσκομίστηκαν και δεν
παραδόθηκαν. Ο εγκαλών αρκείται σε αοριστολογίες και γενικόλογες αναφορές
σχετικά με την μη παράδοση των στοιχείων του φακέλου του. Επομένως η ανωτέρω
καταγγελία δεν αποδεικνύεται, αφού ουδεμία αναφορά γίνεται για το ποια εκ των
στοιχείων του φακέλου του δεν παραδόθηκαν παρά την ζήτηση τους.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως έχει τελεστεί
το έγκλημα της υπεξαίρεσης από
εντολοδόχο αντικειμένου αξίας που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος δικηγόρος παραβιάζοντας την δοθείσα προς αυτόν
εντολή παρακράτησε τα περιελθόντα σ΄ αυτόν χωρίς να
έχει προς τούτο δικαίωμα, αφού το ανωτέρω χρηματικό ποσό καταβλήθηκε σ΄ αυτόν
με την ρητή εντολή να αποδοθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ
Αρναίας. Αυτός όμως παρά ταύτα δεν προέβη στην εκπλήρωση της εντολής που του
δόθηκε αλλά ούτε και επέστρεψε στον καταβάλλοντα το ανωτέρω χρηματικό ποσό αλλά
αντί αυτού ιδιοποιήθηκε αυτό χωρίς την ύπαρξη δικαιολογημένης αιτίας. Οι
χρησιμοποιηθείσες απατηλές υποσχέσεις έγιναν για την παραπλάνηση του εγκαλούντα ως προς την
εκπλήρωση της δοθείσας εντολής. Επομένως εξ αυτού συνάγεται πως πρέπει να προσδωθεί στην πράξη ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός από την
αρχικά αποδοθείσα πράξη της απάτης ποσού που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ στην
πράξη της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο που υπερβαίνει το ανωτέρω χρηματικό ποσό
(των 73.000 ευρώ) (άρθρο 375 παρ. 1, 2 περ. β του ΠΚ).
Ο κατηγορούμενος περαιτέρω γνώριζε την
αδυναμία καταβολής και άλλων χρημάτων
προς εξόφληση του οφειλομένου στο δημόσιο χρηματικού ποσού και επομένως και την
αδυναμία τήρησης των γενομένων ρυθμίσεων.
Παρά ταύτα όμως δέχθηκε το παραπάνω
χρηματικό ποσό, (που αποτελούσε και τον μοναδικό του σκοπό) να ιδιοποιηθεί τούτο.
Περαιτέρω, η μερικότερη πράξη της απιστίας
δικηγόρου κατ εξακολούθηση, που φέρεται πως
τελέστηκε στις 28/11/2003 έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού από της τελέσεως
αυτής έχουν παρέλθει πέντε και πλέον έτη και ως εκ τούτου γι΄ αυτήν πρέπει να
παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Οι πράξεις που φέρονται να έχουν τελεστεί
στις 3/3/2005 και 18/10/2005 που αφορούν το ίδιο ανωτέρω έγκλημα (της απιστίας
δικηγόρου) δεν έχουν διαπιστωθεί, αφού δεν διαπιστώθηκε πρόθεση του κατηγορουμένου
να βλάψει τα συμφέροντα ως νομικός παραστάτης
του εγκαλούντα. Ο κατηγορούμενος υπερασπίστηκε αυτόν εμφανιζόμενος
ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πολυγύρου και με την τηρηθείσα
υπερασπιστική του ενέργεια και θέση μείωσε την αρχικά
επιβληθείσα ποινή του των πέντε ετών στα τέσσερα έτη.
Το καταβληθέν στον κατηγορούμενο χρηματικό
ποσό των 250.000 ευρώ δεν ήταν δυνατόν να καλύψει
παρά τον γενόμενο συμβιβασμό με την
αρμόδια Δ.Ο.Υ τις απαιτήσεις του Δημοσίου προς
εξόφληση των επιβληθέντων σ΄ αυτόν προστίμων.
Για την υπεράσπιση του στην δίκη ενώπιον του
Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (μεταβατική έδρα Χαλκίδας) διόρισε άλλο
πρόσωπο ως νομικό του παραστάτη και ως εκ τούτου ουδεμία ευθύνη φέρει ο
συγκεκριμένος κατηγορούμενος για την τηρηθείσα υπερασπιστική του θέση.
Εκτός τούτου οι υποθέσεις για τις οποίες
εκδικάστηκε ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου
είναι διάφορες εκείνες του
Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής (Μονομελές και Τριμελές Πλημμελειοδικείο
Πολυγύρου.
Επίσης δεν έχει αποδειχθεί και η τέλεση του
εγκλήματος της χρησιμοποιήσεως πλαστού
εγγράφου, αφού δεν προκύπτει ενέργεια του κατηγορουμένου χωρίς εντολή
του εγκαλούντα.
Εκτός
αυτού στην προκείμενη περίπτωση λείπει
το στοιχείο του σκοπού του δράστη να παραπλανήσει άλλον με την χρησιμοποίηση
του καταρτισθέντος πλαστού εγγράφου, δηλαδή στην περίπτωση αυτή λείπει το
στοιχείο της υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως,
που απαιτείται για την συγκρότηση του ανωτέρω εγκλήματος.
Τέλος εκ των ανωτέρω δεν αποδεικνύεται και η
τέλεση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφων, αφού ο εγκαλών αρκείται σε
αοριστολογίες, πως δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε όλα τα έγγραφα του
φακέλου του, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί τι στοιχεία περιείχε τούτος και ποια εξ
αυτών παραδόθηκαν και ποια αποκρύβησαν.
Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η
ασκηθείσα έφεση του κατηγορουμένου και να μεταρρυθμιστεί το προσβαλλόμενο
βούλευμα ως προς το έτερο μέρος αυτού και ειδικότερα να παύσει οριστικά η
ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την μερικότερη πράξη της απιστίας δικηγόρου,
που φέρεται ότι τελέστηκε στις 28/11/2003 και να μην γίνει κατηγορία ως προς
τις λοιπές πράξεις της απιστίας δικηγόρου, που φέρεται ότι τελέστηκε στις
3/3/2005, στις 18/10/2005 και για τις πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου, που
φέρεται ότι τελέστηκε στις 2/3/2005 και της υπεξαγωγής εγγράφου, που φέρεται
ότι τελέστηκε στις 16/12/2005. Για την πράξη της υπεξαίρεσης που τελέστηκε από
εντολοδόχο αντικειμένου που υπερβαίνει τα 73000 ευρώ
(μετά από τον ορθότερο προσδιορισμό της πράξης) πρέπει ο κατηγορούμενος να
παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων (Α βαθμού) Θεσσαλονίκης
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1, 27, 51,
52, 60, 63, 79, 98 παρ. 1, 375 παρ. 1, 2, περ. β του ΠΚ.
Η με αριθμ 33/2007
διάταξη του ΣΤ Ανακριτή Πλημμελειοδικών να διατηρηθεί σε ισχύ μέχρι την
εκδίκαση της κατ΄ αυτού υποθέσεως και δια της οποίας επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν οι
περιοριστικοί όροι α) της καταβολής χρηματικής εγγυήσεως ποσού 3000 ευρώ και β) να μην
μεταβεί στην αλλοδαπή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Προτείνω να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση του
.... δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης κατοίκου Θεσσαλονίκης και εν μέρει δεκτή ως προς την ουσιαστική
βασιμότητα αυτής, και να παύσει οριστικά
η ποινική δίωξη για την μερικότερη πράξη της απιστίας δικηγόρου κατ'
εξακολούθηση, που φέρεται να έχει τελεστεί στις 28/11/2003, και να μην γίνει
κατηγορία ως προς τις λοιπές πράξεις
αυτής (της απιστίας δικηγόρου
κατ' εξακολούθηση, που φέρονται να έχουν τελεστεί στις 3/3/ και
18/18/10/2005, επίσης να μην γίνει κατηγορία για τις πράξεις της χρήσης πλαστού
εγγράφου και της υπεξαγωγής εγγράφου, που φέρονται να έχουν τελεστεί στις
2/3/2005 και 16/12/2005 αντίστοιχα.
Περαιτέρω να μεταρρυθμιστεί κατά τα λοιπά το προσβαλλόμενο βούλευμα του
Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης προσδίδοντας στην αποδιδομένη στον
κατηγορούμενο πράξη ορθό νομικό χαρακτηρισμό από την πράξη της απάτης από την οποία το όφελος και η αντίστοιχη
βλάβη υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 73000 ευρώ
στην πράξη της υπεξαίρεσης από
εντολοδόχο της οποίας η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73000 ευρώ.
Να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος ενώπιον του
Τριμελούς Εφετείου Α βαθμού (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, για την οποία
κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι με
περισσότερες πράξεις που συνιστούν
εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος τέλεσε το έγκλημα της υπεξαίρεσης
από εντολοδόχο.
Συγκεκριμένα κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι από τις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2002 μέχρι
στις αρχές του έτους 2005 ιδιοποιήθηκε χωρίς την ύπαρξη δικαιολογημένης αιτίας
ξένα κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή του λόγω συμβάσεως. Ειδικότερα
δεν προέβη στην εκτέλεση της δοθείσας προς αυτόν εντολής για καταβολή του παραδοθέντος σ΄ αυτόν
χρηματικού ποσού των 250.000 ευρώ αλλά κατακράτησε
αυτό ιδιοποιούμενος τούτο χωρίς την ύπαρξη δικαιολογημένης αιτίας. Η αξία του υπεξαιρεθέντος χρηματικού ποσού ανέρχεται στο ποσό των
250.000 δηλ υπερβαίνει το ποσό των 73000 ευρώ.
Η με αριθμ 33/2007
διάταξη του ΣΤ Ανακριτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης σε βάρος του
κατηγορουμένου δια της οποίας
επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν οι περιοριστικοί όροι της καταβολής χρηματικής εγγυήσεως
ποσού 3000 ευρώ και της απαγόρευσης εξόδου του από
την χώρα να διατηρηθούν σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της κατ΄ αυτού κατηγορίας.
Θεσσαλονίκη 3/2/2009.
ο Αντεισαγγελέας Εφετών
Ηλίας Σεφερίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου