Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Απιστία.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Απιστία.
Περίληψη:
Χρόνος τέλεσης του....
εγκλήματος θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο
υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε ως ενεργήσει εκτός αν ορίζεται από το νόμο
διαφορετικά. Χρόνος τέλεσης της απιστίας, που επιδρά στην παραγραφή,
είναι ο χρόνος σύναψης της επίδικης σύμβασης και όχι ο χρόνος επέλευσης
της ζημίας, ήτοι ο χρόνος ενάρξεως της ισχύος της επίδικης σύμβασης.
Αναιρεί και Π.Ο.Π.Δ.Χρόνος τέλεσης του....
Αριθμός 597/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Οββαδία Ναμία, περί αναιρέσεως της 4502/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πρόκο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1312/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και να παύσει οριστικώς η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίον επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την προσβαλλόμενη 4502/2009 απόφασή του από όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται δέχτηκε ανελέγκτως ότι στον κατηγορούμενο, με την υπ' αριθ. 18937/1988 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Έρωτα, που νόμιμα έχει μεταγραφεί, περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του 50% εξ αδιαιρέτου τριών οριζοντίων ιδιοκτησιών, συνενωμένων σε μία, κατά τρόπον ώστε να αποτελούν ενιαίο ισόγειο κατάστημα με υπόγειο που βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας, κειμένης στην ... και επί της οδού .... Το εν λόγω κατάστημα αποτελείται από: α) το με στοιχεία Κ-1 κατάστημα του ισογείου, εμβαδού 26,645 τ.μ., με υπόγειο χώρο ίσης επιφάνειας, β) το με στοιχείο Κ-2 κατάστημα, εμβαδού 34,675 τ.μ., με υπόγειο χώρο εμβαδού 49,220 τ.μ. και γ) το με στοιχείο διαμέρισμα του ισογείου, εμβαδού 79 τ.μ. και έχει συνολικό εμβαδόν ισογείου 140,32 τ.μ. και υπογείου 75,865 τ.μ. Το εν λόγω ακίνητο κατά το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου ανήκε στην ..., που, μετά τον θάνατό της, πωλήθηκε από τους κληρονόμους της, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ' αριθ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά Ασπασίας Μαρτίνη, στον .... Ο τελευταίος το μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στην εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ - Χ ΑΕ", εκπροσωπουμένη από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, Χ, κατηγορούμενο, δυνάμει του υπ' αριθ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νας Σταυροπούλου. Με την υπ' αριθ. 11839/1989 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο μηνυτής διορίσθηκε προσωρινός διαχειριστής του ως άνω κοινού ακινήτου και με την ιδιότητά του αυτή και, ενώ ακόμη συγκυρία του υπολοίπου 50% ήταν η ..., εκμίσθωσε το ακίνητο στον κατηγορούμενο δυνάμει του από 4.9.1989 ιδιωτικού συμφωνητικού, προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα πώλησης και εργαστήριο κατασκευής χρυσών και αργυρών κοσμημάτων, ειδών δώρων, πολυτελών ειδών ρουχισμού, πολυτελών δερματίνων ειδών γενικά, αντικών, πολυτελών ειδών οικιακής χρήσης και συναφών ειδών. Η μίσθωση ορίσθηκε οκταετής με έναρξη την 15.10.1989 και λήξη την 14.10.1992, το δε μίσθωμα συμφωνήθηκε για το πρώτο έτος της μίσθωσης στο ποσόν των 450.000 δρχ. τον μήνα, αναπροσαρμοζόμενο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συμφωνητικό αυτό. Με την υπ' αριθ. 33781/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η εταιρεία "Χ ΑΕ" διορίστηκε, σε αντικατάσταση του μηνυτή, προσωρινή διαχειρίστρια του κοινού καταστήματος και της παρασχέθηκε η εξουσία να ενεργεί όλες τις αναγκαίες πράξεις διαχείρισης προς διατήρηση και επωφελή εκμετάλλευση του κοινού. Εν τω μεταξύ, ο μέχρι τότε διαχειριστής του κοινού, δηλαδή ο μηνυτής, ζήτησε με την από 12.11.1998 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος και μισθωτής του κοινού να του αποδώσει τη χρήση του μισθίου, λόγω λήξης του χρόνου της μίσθωσης. Παρόλο που η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την υπ' αριθ. 4397/1999 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, εν τούτοις δεν εκτελέστηκε η απόφαση διότι μεσολάβησε η ψήφιση του Ν. 2741/1999, με την παράγραφο του άρθρου 7 του οποίου ορίστηκε ότι δεν εκτελούνται, οι δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν την απόδοση της χρήσης του μισθίου, λόγω λήξης της μίσθωσης, λόγω παρόδου 9ετίας, εφόσον δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει 12ετία, όπως συνέβαινε με τη μίσθωση του εδώ κοινού καταστήματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που η άνω εταιρία αγόρασε το 50% εξ αδιαιρέτου του κοινού καταστήματος ο μισθωτής του (κατηγορούμενος) είχε την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. αυτής, διευθύνοντα συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου αυτής. Στη συνέχεια την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας και του νομίμου εκπροσώπου αυτής είχε η Θ χήρα Χ, μητέρα του μισθωτή (κατηγορουμένου) και ήδη αποβιώσασα. Η ως άνω εταιρία εκπροσωπούμενη από την Χ και με την ιδιότητα της προσωρινής διαχειρίστριας του κοινού καταστήματος, αν και η μίσθωσις με συμπλήρωση 12ετίας έληγε στις 14-10-2001, σε ανύποπτο χρόνο υπέγραψε με τον ήδη μισθωτή - κατηγορούμενο νέα σύμβαση) μισθώσεως και συγκεκριμένα εκμίσθωσε το ως άνω ενιαίο κατάστημα προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιήσει για το σκοπό για τον οποίο είχε συμφωνηθεί και με το από 4-9-1989 συμφωνητικό μισθώσεως. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε οκταετής, με έναρξη την 15-10-2001 και λήξη την 14-10-2009, ενώ το μίσθωμα ορίσθηκα για το πρώτο έτος της μίσθωσης (15-10-2001 μέχρι 14-10-2002) στο ποσό των 2.500.000 δρχ. το μήνα, αναπροσαρμοζόμενα από το νόμο. Η ως άνω διαχειρίστρια εταιρία, εκπροσωπούμενη από την Θ, προέβη στην ανωτέρω ενέργεια της εκμίσθωσης του καταστήματος, προκειμένου να εξασφαλίσει την παραμονή το μίσθιο και με τους όρους που προαναφέρθηκαν του άνω μισθωτή (κατηγορουμένου), που συνδεόταν με στενότατο συγγενικό δεσμό με την ως άνω νόμιμη εκπρόσωπό της, μολονότι ο μηνυτής και συγκύριοι του μισθίου είχε εκδηλώσει σαφώς τη θέλησή του να ζητήσει την απόδοση της χρήσης του μισθίου κατά τη λήξη του νόμιμου χρόνου της μίσθωσης στις 14-10-2001, όπως άλλωστε είχε ζητήσει την απόδοση του μισθίου και με τη λήξη της 9ετίας. Εξάλλου, ο μηνυτής με την από 13-9-1999 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση - διαμαρτυρία, η οποία κοινοποιήθηκε στη διαχειρίστρια εταιρία στις 30-9-1999, διαμαρτυρήθηκε στην τελευταία για την βλαπτική για τα συμφέροντά του προστασία που αυτή παρείχε στο μισθωτή και συγκεκριμένα αφού την κάλεσε να επιδιώξουν την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο, ισχυρίστηκε ότι το μίσθωμα που εισέπραττε ήταν πολύ μικρότερο του μισθώματος το οποίο θα μπορούσε να συνομολογηθεί για την εκμίσθωση του μισθίου και το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 5.000.000 δρχ μηνιαίως, το οποίο εγγυήθηκε προσωπικά και σε κάθε περίπτωση αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει ο ίδιος το μίσθωμα αυτό. Στη συνέχεια με νέα από 10-6-2000 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση, που επιδόθηκε στη διαχειρίστρια εταιρία στις 28-6-2000, ο μηνυτής ζήτησε και πάλι από την τελευταία να ενεργήσει άμεσα για να επιτύχει την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο κατά τη λήξη της μίσθωσης και διαμαρτυρήθηκε για το ύψος του μισθώματος που ο μισθωτής κατέβαλε και κατά την άποψή του ήταν προφανώς δυσανάλογο προς την πραγματική μισθωτική του αξία, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 5.000.000 δραχμών μηνιαίως. Η διαχειρίστρια όμως εταιρία εκπροσωπουμένη από την Θ παρά τις διαμαρτυρίες και την αντίθετη θέληση του μηνυτή, εξασφάλισε την παραμονή την παραμονή του μισθωτή (κατηγορουμένου) στο μίσθιο μέχρι την 14-10-2009, υπογράφοντας το ως άνω ανανεωτήριο μισθωτήριο συμβόλαιο και συνομολογώντας μηνιαίο μίσθωμα, ύψους 2.500.000 δραχμών, αντί του μέχρι τότε καταβαλλόμενου των 1.343.000 δραχμών το μήνα. Λαμβανομένης υπόψη της θέσης, της επιφάνειας της διαμόρφωσης και της κατασκευής του μισθίου καταστήματος και σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα συγκριτικά στοιχεία της περιοχής η αγοραία μισθωτική αξία αυτού κατά το χρόνο σύναψης της νέας σύμβασης μισθώσεως ανερχόταν στο ποσό των 11.500 ευρώ περίπου, το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί ως μηνιαίο μίσθωμα. Θα έπρεπε λοιπόν, η διαχειρίστρια εταιρία του επικοίνου καταστήματος κατά τους κανόνες τακτικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης αυτού και αποβλέποντας στην εκμετάλλευση του προς το συμφέρον όλων των κοινωνών να προβεί στην εκμίσθωσή του ως επαγγελματική στέγη με μηνιαίο μίσθωμα 11.500 ευρώ, προσαυξανόμενο ετησίως κατά 5%, το οποίο θα μπορούσε να πετύχει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο. Αντί όμως αυτών η διαχειρίστρια εταιρία δια της νομίμου εκπροσώπου της Θ - μητέρας του μισθωτή -(κατηγορουμένου) προέβη στην εκμίσθωση του κοινού καταστήματος στον ίδιο μισθωτή, αντί του πολύ μικρότερου και δυναμένου να συμφωνηθεί μηνιαίου μισθώματος των 2500000 δρχ. (7336,76€). Είναι πρόδηλο και πέραν πάνω αμφιβολίας ότι η εκμίσθωση του καταστήματος με τους προαναφερθέντες όρους είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα των κοινωνών και παρά την αύξηση του μισθώματος από το ποσό των 1.343.000 δρχ στο άνω ποσό των 2.500.000 δρχ. Προκύπτει, κατ' απόλυτο τρόπο, ότι η εκπρόσωπος της διαχειρίστριας εταιρίας Θ ενήργησε αφενός προς το συμφέρον του μισθωτή, Χ, ο οποίος ήταν υιός της, δεδομένου ότι έτσι, παρά τις αντιρρήσεις του συγκυρίου (μηνυτή), αυτός θα παρέμεινε στη χρήση του μισθίου για μία ακόμη οκταετία, καταβάλλοντας μίσθωμα μικρότερο της πραγματικής μισθωτικής του αξίας και αφετέρου προς βλάβη του συγκυρίου (μηνυτή). Παρέλειψε δε δόλια να ασκήσει κατά του μισθωτή (υιού της) αγωγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου αν και η μίσθωση έληγε στις 14-10-2001, λόγω παρέλευσης 12ετίας, και μολονότι γνώριζε τη ρητά εφαρμοσθείσα βούληση του συγκυρίου (μηνυτή) για μη περαιτέρω παράταση της μισθωτικής σχέσης με τον κατηγορούμενο (υιό της), υπέγραψε σε ανύποπτο χρόνο με τον τελευταίο νέα μίσθωση του επίκοινου καταστήματος με τους άνω άκρως επωφελείς γι' αυτόν και άκρως δυσμενείς για τον συγκοινωνό (μηνυτή) όρους. Η παραπάνω υπαίτια και παράνομη ενέργεια της Θ, η οποία έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί, υλοποιήθηκε με την άμεση συνδρομή του υιού της και κατηγορουμένου Χ, ο οποίος προχώρησε στην κατάρτιση της ως άνω σύμβασης (νέας) μίσθωσης, υπογράφοντας αυτήν, και εν γνώσει των δυσμενών όρων της ως άνω μισθωτικής σύμβασης για το συγκύριο και μηνυτή, ο οποίος τον είχε ειδοποιήσει με τις προαναφερθείσες εξώδικες δηλώσεις - διαμαρτυρίες του. Ο κατηγορούμενος, λοιπόν, γνώριζε τόσο τη βούληση του συγκυρίου για μη περαιτέρω παράταση της μισθωτικής σχέσης με τους προαναφερόμενους όρους, όσο και την προσφορά του τελευταίου να εκμισθώσει το μίσθιο κατάστημα με μηνιαίο μίσθωμα ύψους 5.000.000 δρχ., το οποίο μάλιστα εγγυήθηκα ο ίδιος προσωπικά να καταβάλει. Ωστόσο, τόσο αυτός (κατηγορούμενος) όσο και η μητέρα του αγνόησαν παντελώς την ως άνω προσφορά του μηνυτή και δεν του απάντησαν στα εξώδικα. Αντίθετα στις 15-10-2001 εμφάνισαν στο μηνυτή τη νέα σύμβαση μίσθωσης που είχαν καταρτίσει σε ανύποπτο χρόνο εν αγνοία του τελευταίου. Το γεγονός δε αυτό ότι ο κατηγορούμενος με τη μητέρα του Θ, εκπρόσωπο της διαχειρίστριας εταιρίας, υπέγραφαν το νέο μισθωτήριο συμφωνητικού σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς να ενημερώσουν το μηνυτή, ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι σκοπός τους ήταν να εξασφαλίσουν τη μίσθωση με τους αναφερόμενους ευνοϊκούς για τον κατηγορούμενο όρους, ακριβώς επειδή γνώριζαν τις αντιρρήσεις του μηνυτή και την πραγματική βούληση του τελευταίου για λήξη της μισθωτικής σχέσης με τον κατηγορούμενο. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που οι τελευταίοι δεν είχαν τέτοιο σκοπό θα είχαν απαντήσει τις εξώδικες δηλώσεις - διαμαρτυρίες του μηνυτή και σε κάθε περίπτωση η Θ, με την ιδιότητά της ως εκπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρίας, σαφώς θα τον είχε καλέσει προκειμένου να εξετάσουν το ενδεχόμενο μίσθωσης του επικοίνου ακινήτου στο συμφέρον μίσθωμα των 5.000.000 δρχ., από τη στιγμή και μάλιστα που ο μηνυτής εγγυόταν ο ίδιος προσωπικά τη συνομολόγηση του μισθώματος αυτού, ούτε και τη δυνατότητα συνομολόγησης μεγαλύτερου του συμφωνηθέντος μισθώματος των 2.500.000 δρχ. (7336,76 ευρώ), δεδομένου ότι αγοράσει μισθωτική αξία του μισθίου ανέρχονταν τουλάχιστον στο ποσό των 11.500 ευρώ. Από όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο κατηγορούμενος εν γνώσει του παρείχε μέση συνδρομή στην ως άνω επιζήμια διαχειριστική ενέργεια της Θ, με πρόθεση να ζημιώσει την περιουσία του μηνυτή την οποία και ζημίωσε, με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος δικό του. Η ζημία που προκλήθηκε δε στην περιουσία του μηνυτή με την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του κατηγορουμένου ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των (11.500 - 7.336,76 = 4.163,24:2)= 2.081,62 ευρώ μηνιαίως, με αντίστοιχο δικό του περιουσιακό όφελος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω το Δικαστήριο πείστηκε ότι κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται, περιοριζόμενου όμως ποσού της μηνιαίας ζημίας του μηνυτή και του αντίστοιχου οφέλους του κατηγορουμένου κατά τα άνω και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας). Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της άμεσης συνέργειας σε απιστία και του επέβαλε φυλάκιση οκτώ μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε ασαφή αιτιολογία ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ο οποίος (χρόνος) ασκεί επιρροή στην παραγραφή της αξιόποινης πράξης. Ειδικότερα, κατά το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 7) η επιζήμια για τον εκκαλούντα σύμβαση μίσθωσης (παράτασης) συνήφθη στις 14-10-2000, η δε ισχύς αυτής άρχισε στις 15-10-2001 που έληξε η προηγούμενη δωδεκαετής μίσθωση του αναφερομένου μισθίου καταστήματος. Περαιτέρω, κατά το κυρίως σκεπτικό, επί της ουσίας, την ζημιογόνα για τον εκκαλούντα αυτήν παράταση της μίσθωσης ο αναιρεσείων και η μητέρα του κατάρτισαν σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς αυτός να προσδιορίζεται, ενώ κατά το διατακτικό της προσβαλλόμενης ο χρόνος τέλεσης είναι η 15-10-2001, ότε, κατά τούτο, συνήφθη η σύμβαση αυτή, ενώ, ως ελέχθη, η προσβαλλόμενη απόφαση είχε δεχθεί ότι η σύμβαση αυτή ισχύει από 15-10-2001. Η αιτιολογία αυτή, ως προς τον χρόνο τέλεσης, που επιδρά στην παραγραφή, είναι ασαφής, καθόσον χρόνος τελέσεως της πράξεως της απιστίας και της άμεσης συνέργιας σε αυτή είναι ο χρόνος κατά τον οποίο οι υπαίτιοι τούτων ενήργησαν, όντος αδιάφορου του χρόνου κατά τον οποίο επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα, ήτοι ο χρόνος τελέσεως των πράξεων τούτων είναι ο χρόνος της συνάψεως της επίδικης σύμβασης παρατάσεως (14.10.2000), η οποία ανελέγκτως κρίθηκε ως ζημιογόνα για τον εκκαλούντα και όχι ο χρόνος της επελεύσεως της ζημίας και εν προκειμένω ο χρόνος ενάρξεως της ισχύος της σύμβασης αυτής (15.10.2001).
Συνεπώς, παραβιάστηκαν και εκ πλαγίου οι διατάξεις των άρθρων 17 και 390 του ΠΚ, ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Ως εκ τούτου, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου (εκ πλαγίου) λόγοι της αναίρεσης είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η άνω απόφαση και λόγω παραγραφής της πράξεως αυτής, αφού αυτή, κατά την προσβαλλομένη, τελέστηκε στις 15-10-2001 και μέχρι την παρούσα συζήτηση έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, πρέπει να παύσει η κατ' αυτού ποινική δίωξη κατ' εφαρμογή των άρθρων 111 παρ. 3, 112, 113 ΠΚ και 370 ΚΠΔ και του άρθρου 511 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 4502/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος Χ περί του ότι στην Αθήνα στις 15-10-2001 παρέσχε με πρόθεση άμεση συνδρομή σε άλλον που με γνώση του ζημίωσε την περιουσία τρίτου, της οποίας βάσει νόμου η δικαιοπραξίας είχε την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) κατά τη διάρκεια αυτής και στην εκτέλεσή της (απιστίας) και συγκεκριμένα στον άνω τόπο και χρόνο, μισθωτής τυγχάνων ενός ισογείου καταστήματος κειμένου επί πολυκατοικίας στην οδό ... υπέγραψε την από 15.10.2001 σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (παράταση), με την συγκατηγορουμένη του εκμισθώτρια Θ, η οποία ενεργούσε ως εκπρόσωπος της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ Χ ΑΕ", στην οποία είχε ανατεθεί η προσωρινή διαχείριση του κοινού ακινήτου του εγκαλούντος και αυτής, δυνάμει της υπ' αριθ. 33781/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων (ήτοι η εξουσία ενέργειας όλων των αναγκαίων πράξεων προς διατήρηση και επωφελή εκμετάλλευση του κοινού καταστήματος), στην οποία παράταση μίσθωσης συμφωνήθηκε μηνιαίο μίσθωμα εκ δραχμών (2.500.000) μηνιαίως, παρά την αντίθετη βούληση του συγκυρίου του μισθίου Ψ, όστις είχε προσφέρει με προσωπική του εγγύηση το ποσό των (5.000.000) δραχμών ως μίσθωμα εκ μέρους τρίτου για το άνω κατάστημα και την κατά τον χρόνο εκείνον αγοραία μισθωτική του αξία ποσού 115.00 ευρώ μηνιαίως και έτσι συνήργησε στην επιζήμια διαχειριστική ενέργεια της συγκατηγορουμένης του θανούσης Θ, με πρόθεση να ζημιώσει την περιουσία του εγκαλούντος κατά ποσόν 1.250.000 δραχμών μηνιαίως ή 3.668,37 ευρώ και 44.020,54 ευρώ ετησίως με αντίστοιχο όφελος δικό του και της θανούσης συγκατηγορουμένης του.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 5 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Οββαδία Ναμία, περί αναιρέσεως της 4502/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πρόκο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1312/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και να παύσει οριστικώς η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίον επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την προσβαλλόμενη 4502/2009 απόφασή του από όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται δέχτηκε ανελέγκτως ότι στον κατηγορούμενο, με την υπ' αριθ. 18937/1988 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Έρωτα, που νόμιμα έχει μεταγραφεί, περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του 50% εξ αδιαιρέτου τριών οριζοντίων ιδιοκτησιών, συνενωμένων σε μία, κατά τρόπον ώστε να αποτελούν ενιαίο ισόγειο κατάστημα με υπόγειο που βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας, κειμένης στην ... και επί της οδού .... Το εν λόγω κατάστημα αποτελείται από: α) το με στοιχεία Κ-1 κατάστημα του ισογείου, εμβαδού 26,645 τ.μ., με υπόγειο χώρο ίσης επιφάνειας, β) το με στοιχείο Κ-2 κατάστημα, εμβαδού 34,675 τ.μ., με υπόγειο χώρο εμβαδού 49,220 τ.μ. και γ) το με στοιχείο διαμέρισμα του ισογείου, εμβαδού 79 τ.μ. και έχει συνολικό εμβαδόν ισογείου 140,32 τ.μ. και υπογείου 75,865 τ.μ. Το εν λόγω ακίνητο κατά το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου ανήκε στην ..., που, μετά τον θάνατό της, πωλήθηκε από τους κληρονόμους της, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ' αριθ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά Ασπασίας Μαρτίνη, στον .... Ο τελευταίος το μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στην εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ - Χ ΑΕ", εκπροσωπουμένη από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, Χ, κατηγορούμενο, δυνάμει του υπ' αριθ. ... συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νας Σταυροπούλου. Με την υπ' αριθ. 11839/1989 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο μηνυτής διορίσθηκε προσωρινός διαχειριστής του ως άνω κοινού ακινήτου και με την ιδιότητά του αυτή και, ενώ ακόμη συγκυρία του υπολοίπου 50% ήταν η ..., εκμίσθωσε το ακίνητο στον κατηγορούμενο δυνάμει του από 4.9.1989 ιδιωτικού συμφωνητικού, προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα πώλησης και εργαστήριο κατασκευής χρυσών και αργυρών κοσμημάτων, ειδών δώρων, πολυτελών ειδών ρουχισμού, πολυτελών δερματίνων ειδών γενικά, αντικών, πολυτελών ειδών οικιακής χρήσης και συναφών ειδών. Η μίσθωση ορίσθηκε οκταετής με έναρξη την 15.10.1989 και λήξη την 14.10.1992, το δε μίσθωμα συμφωνήθηκε για το πρώτο έτος της μίσθωσης στο ποσόν των 450.000 δρχ. τον μήνα, αναπροσαρμοζόμενο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συμφωνητικό αυτό. Με την υπ' αριθ. 33781/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η εταιρεία "Χ ΑΕ" διορίστηκε, σε αντικατάσταση του μηνυτή, προσωρινή διαχειρίστρια του κοινού καταστήματος και της παρασχέθηκε η εξουσία να ενεργεί όλες τις αναγκαίες πράξεις διαχείρισης προς διατήρηση και επωφελή εκμετάλλευση του κοινού. Εν τω μεταξύ, ο μέχρι τότε διαχειριστής του κοινού, δηλαδή ο μηνυτής, ζήτησε με την από 12.11.1998 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος και μισθωτής του κοινού να του αποδώσει τη χρήση του μισθίου, λόγω λήξης του χρόνου της μίσθωσης. Παρόλο που η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την υπ' αριθ. 4397/1999 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, εν τούτοις δεν εκτελέστηκε η απόφαση διότι μεσολάβησε η ψήφιση του Ν. 2741/1999, με την παράγραφο του άρθρου 7 του οποίου ορίστηκε ότι δεν εκτελούνται, οι δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν την απόδοση της χρήσης του μισθίου, λόγω λήξης της μίσθωσης, λόγω παρόδου 9ετίας, εφόσον δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει 12ετία, όπως συνέβαινε με τη μίσθωση του εδώ κοινού καταστήματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο που η άνω εταιρία αγόρασε το 50% εξ αδιαιρέτου του κοινού καταστήματος ο μισθωτής του (κατηγορούμενος) είχε την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. αυτής, διευθύνοντα συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου αυτής. Στη συνέχεια την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας και του νομίμου εκπροσώπου αυτής είχε η Θ χήρα Χ, μητέρα του μισθωτή (κατηγορουμένου) και ήδη αποβιώσασα. Η ως άνω εταιρία εκπροσωπούμενη από την Χ και με την ιδιότητα της προσωρινής διαχειρίστριας του κοινού καταστήματος, αν και η μίσθωσις με συμπλήρωση 12ετίας έληγε στις 14-10-2001, σε ανύποπτο χρόνο υπέγραψε με τον ήδη μισθωτή - κατηγορούμενο νέα σύμβαση) μισθώσεως και συγκεκριμένα εκμίσθωσε το ως άνω ενιαίο κατάστημα προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιήσει για το σκοπό για τον οποίο είχε συμφωνηθεί και με το από 4-9-1989 συμφωνητικό μισθώσεως. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε οκταετής, με έναρξη την 15-10-2001 και λήξη την 14-10-2009, ενώ το μίσθωμα ορίσθηκα για το πρώτο έτος της μίσθωσης (15-10-2001 μέχρι 14-10-2002) στο ποσό των 2.500.000 δρχ. το μήνα, αναπροσαρμοζόμενα από το νόμο. Η ως άνω διαχειρίστρια εταιρία, εκπροσωπούμενη από την Θ, προέβη στην ανωτέρω ενέργεια της εκμίσθωσης του καταστήματος, προκειμένου να εξασφαλίσει την παραμονή το μίσθιο και με τους όρους που προαναφέρθηκαν του άνω μισθωτή (κατηγορουμένου), που συνδεόταν με στενότατο συγγενικό δεσμό με την ως άνω νόμιμη εκπρόσωπό της, μολονότι ο μηνυτής και συγκύριοι του μισθίου είχε εκδηλώσει σαφώς τη θέλησή του να ζητήσει την απόδοση της χρήσης του μισθίου κατά τη λήξη του νόμιμου χρόνου της μίσθωσης στις 14-10-2001, όπως άλλωστε είχε ζητήσει την απόδοση του μισθίου και με τη λήξη της 9ετίας. Εξάλλου, ο μηνυτής με την από 13-9-1999 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση - διαμαρτυρία, η οποία κοινοποιήθηκε στη διαχειρίστρια εταιρία στις 30-9-1999, διαμαρτυρήθηκε στην τελευταία για την βλαπτική για τα συμφέροντά του προστασία που αυτή παρείχε στο μισθωτή και συγκεκριμένα αφού την κάλεσε να επιδιώξουν την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο, ισχυρίστηκε ότι το μίσθωμα που εισέπραττε ήταν πολύ μικρότερο του μισθώματος το οποίο θα μπορούσε να συνομολογηθεί για την εκμίσθωση του μισθίου και το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 5.000.000 δρχ μηνιαίως, το οποίο εγγυήθηκε προσωπικά και σε κάθε περίπτωση αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει ο ίδιος το μίσθωμα αυτό. Στη συνέχεια με νέα από 10-6-2000 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση, που επιδόθηκε στη διαχειρίστρια εταιρία στις 28-6-2000, ο μηνυτής ζήτησε και πάλι από την τελευταία να ενεργήσει άμεσα για να επιτύχει την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο κατά τη λήξη της μίσθωσης και διαμαρτυρήθηκε για το ύψος του μισθώματος που ο μισθωτής κατέβαλε και κατά την άποψή του ήταν προφανώς δυσανάλογο προς την πραγματική μισθωτική του αξία, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 5.000.000 δραχμών μηνιαίως. Η διαχειρίστρια όμως εταιρία εκπροσωπουμένη από την Θ παρά τις διαμαρτυρίες και την αντίθετη θέληση του μηνυτή, εξασφάλισε την παραμονή την παραμονή του μισθωτή (κατηγορουμένου) στο μίσθιο μέχρι την 14-10-2009, υπογράφοντας το ως άνω ανανεωτήριο μισθωτήριο συμβόλαιο και συνομολογώντας μηνιαίο μίσθωμα, ύψους 2.500.000 δραχμών, αντί του μέχρι τότε καταβαλλόμενου των 1.343.000 δραχμών το μήνα. Λαμβανομένης υπόψη της θέσης, της επιφάνειας της διαμόρφωσης και της κατασκευής του μισθίου καταστήματος και σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα συγκριτικά στοιχεία της περιοχής η αγοραία μισθωτική αξία αυτού κατά το χρόνο σύναψης της νέας σύμβασης μισθώσεως ανερχόταν στο ποσό των 11.500 ευρώ περίπου, το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί ως μηνιαίο μίσθωμα. Θα έπρεπε λοιπόν, η διαχειρίστρια εταιρία του επικοίνου καταστήματος κατά τους κανόνες τακτικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης αυτού και αποβλέποντας στην εκμετάλλευση του προς το συμφέρον όλων των κοινωνών να προβεί στην εκμίσθωσή του ως επαγγελματική στέγη με μηνιαίο μίσθωμα 11.500 ευρώ, προσαυξανόμενο ετησίως κατά 5%, το οποίο θα μπορούσε να πετύχει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο. Αντί όμως αυτών η διαχειρίστρια εταιρία δια της νομίμου εκπροσώπου της Θ - μητέρας του μισθωτή -(κατηγορουμένου) προέβη στην εκμίσθωση του κοινού καταστήματος στον ίδιο μισθωτή, αντί του πολύ μικρότερου και δυναμένου να συμφωνηθεί μηνιαίου μισθώματος των 2500000 δρχ. (7336,76€). Είναι πρόδηλο και πέραν πάνω αμφιβολίας ότι η εκμίσθωση του καταστήματος με τους προαναφερθέντες όρους είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα των κοινωνών και παρά την αύξηση του μισθώματος από το ποσό των 1.343.000 δρχ στο άνω ποσό των 2.500.000 δρχ. Προκύπτει, κατ' απόλυτο τρόπο, ότι η εκπρόσωπος της διαχειρίστριας εταιρίας Θ ενήργησε αφενός προς το συμφέρον του μισθωτή, Χ, ο οποίος ήταν υιός της, δεδομένου ότι έτσι, παρά τις αντιρρήσεις του συγκυρίου (μηνυτή), αυτός θα παρέμεινε στη χρήση του μισθίου για μία ακόμη οκταετία, καταβάλλοντας μίσθωμα μικρότερο της πραγματικής μισθωτικής του αξίας και αφετέρου προς βλάβη του συγκυρίου (μηνυτή). Παρέλειψε δε δόλια να ασκήσει κατά του μισθωτή (υιού της) αγωγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου αν και η μίσθωση έληγε στις 14-10-2001, λόγω παρέλευσης 12ετίας, και μολονότι γνώριζε τη ρητά εφαρμοσθείσα βούληση του συγκυρίου (μηνυτή) για μη περαιτέρω παράταση της μισθωτικής σχέσης με τον κατηγορούμενο (υιό της), υπέγραψε σε ανύποπτο χρόνο με τον τελευταίο νέα μίσθωση του επίκοινου καταστήματος με τους άνω άκρως επωφελείς γι' αυτόν και άκρως δυσμενείς για τον συγκοινωνό (μηνυτή) όρους. Η παραπάνω υπαίτια και παράνομη ενέργεια της Θ, η οποία έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί, υλοποιήθηκε με την άμεση συνδρομή του υιού της και κατηγορουμένου Χ, ο οποίος προχώρησε στην κατάρτιση της ως άνω σύμβασης (νέας) μίσθωσης, υπογράφοντας αυτήν, και εν γνώσει των δυσμενών όρων της ως άνω μισθωτικής σύμβασης για το συγκύριο και μηνυτή, ο οποίος τον είχε ειδοποιήσει με τις προαναφερθείσες εξώδικες δηλώσεις - διαμαρτυρίες του. Ο κατηγορούμενος, λοιπόν, γνώριζε τόσο τη βούληση του συγκυρίου για μη περαιτέρω παράταση της μισθωτικής σχέσης με τους προαναφερόμενους όρους, όσο και την προσφορά του τελευταίου να εκμισθώσει το μίσθιο κατάστημα με μηνιαίο μίσθωμα ύψους 5.000.000 δρχ., το οποίο μάλιστα εγγυήθηκα ο ίδιος προσωπικά να καταβάλει. Ωστόσο, τόσο αυτός (κατηγορούμενος) όσο και η μητέρα του αγνόησαν παντελώς την ως άνω προσφορά του μηνυτή και δεν του απάντησαν στα εξώδικα. Αντίθετα στις 15-10-2001 εμφάνισαν στο μηνυτή τη νέα σύμβαση μίσθωσης που είχαν καταρτίσει σε ανύποπτο χρόνο εν αγνοία του τελευταίου. Το γεγονός δε αυτό ότι ο κατηγορούμενος με τη μητέρα του Θ, εκπρόσωπο της διαχειρίστριας εταιρίας, υπέγραφαν το νέο μισθωτήριο συμφωνητικού σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς να ενημερώσουν το μηνυτή, ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι σκοπός τους ήταν να εξασφαλίσουν τη μίσθωση με τους αναφερόμενους ευνοϊκούς για τον κατηγορούμενο όρους, ακριβώς επειδή γνώριζαν τις αντιρρήσεις του μηνυτή και την πραγματική βούληση του τελευταίου για λήξη της μισθωτικής σχέσης με τον κατηγορούμενο. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που οι τελευταίοι δεν είχαν τέτοιο σκοπό θα είχαν απαντήσει τις εξώδικες δηλώσεις - διαμαρτυρίες του μηνυτή και σε κάθε περίπτωση η Θ, με την ιδιότητά της ως εκπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρίας, σαφώς θα τον είχε καλέσει προκειμένου να εξετάσουν το ενδεχόμενο μίσθωσης του επικοίνου ακινήτου στο συμφέρον μίσθωμα των 5.000.000 δρχ., από τη στιγμή και μάλιστα που ο μηνυτής εγγυόταν ο ίδιος προσωπικά τη συνομολόγηση του μισθώματος αυτού, ούτε και τη δυνατότητα συνομολόγησης μεγαλύτερου του συμφωνηθέντος μισθώματος των 2.500.000 δρχ. (7336,76 ευρώ), δεδομένου ότι αγοράσει μισθωτική αξία του μισθίου ανέρχονταν τουλάχιστον στο ποσό των 11.500 ευρώ. Από όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο κατηγορούμενος εν γνώσει του παρείχε μέση συνδρομή στην ως άνω επιζήμια διαχειριστική ενέργεια της Θ, με πρόθεση να ζημιώσει την περιουσία του μηνυτή την οποία και ζημίωσε, με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος δικό του. Η ζημία που προκλήθηκε δε στην περιουσία του μηνυτή με την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του κατηγορουμένου ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των (11.500 - 7.336,76 = 4.163,24:2)= 2.081,62 ευρώ μηνιαίως, με αντίστοιχο δικό του περιουσιακό όφελος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω το Δικαστήριο πείστηκε ότι κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται, περιοριζόμενου όμως ποσού της μηνιαίας ζημίας του μηνυτή και του αντίστοιχου οφέλους του κατηγορουμένου κατά τα άνω και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας). Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της άμεσης συνέργειας σε απιστία και του επέβαλε φυλάκιση οκτώ μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε ασαφή αιτιολογία ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ο οποίος (χρόνος) ασκεί επιρροή στην παραγραφή της αξιόποινης πράξης. Ειδικότερα, κατά το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 7) η επιζήμια για τον εκκαλούντα σύμβαση μίσθωσης (παράτασης) συνήφθη στις 14-10-2000, η δε ισχύς αυτής άρχισε στις 15-10-2001 που έληξε η προηγούμενη δωδεκαετής μίσθωση του αναφερομένου μισθίου καταστήματος. Περαιτέρω, κατά το κυρίως σκεπτικό, επί της ουσίας, την ζημιογόνα για τον εκκαλούντα αυτήν παράταση της μίσθωσης ο αναιρεσείων και η μητέρα του κατάρτισαν σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς αυτός να προσδιορίζεται, ενώ κατά το διατακτικό της προσβαλλόμενης ο χρόνος τέλεσης είναι η 15-10-2001, ότε, κατά τούτο, συνήφθη η σύμβαση αυτή, ενώ, ως ελέχθη, η προσβαλλόμενη απόφαση είχε δεχθεί ότι η σύμβαση αυτή ισχύει από 15-10-2001. Η αιτιολογία αυτή, ως προς τον χρόνο τέλεσης, που επιδρά στην παραγραφή, είναι ασαφής, καθόσον χρόνος τελέσεως της πράξεως της απιστίας και της άμεσης συνέργιας σε αυτή είναι ο χρόνος κατά τον οποίο οι υπαίτιοι τούτων ενήργησαν, όντος αδιάφορου του χρόνου κατά τον οποίο επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα, ήτοι ο χρόνος τελέσεως των πράξεων τούτων είναι ο χρόνος της συνάψεως της επίδικης σύμβασης παρατάσεως (14.10.2000), η οποία ανελέγκτως κρίθηκε ως ζημιογόνα για τον εκκαλούντα και όχι ο χρόνος της επελεύσεως της ζημίας και εν προκειμένω ο χρόνος ενάρξεως της ισχύος της σύμβασης αυτής (15.10.2001).
Συνεπώς, παραβιάστηκαν και εκ πλαγίου οι διατάξεις των άρθρων 17 και 390 του ΠΚ, ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Ως εκ τούτου, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου (εκ πλαγίου) λόγοι της αναίρεσης είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η άνω απόφαση και λόγω παραγραφής της πράξεως αυτής, αφού αυτή, κατά την προσβαλλομένη, τελέστηκε στις 15-10-2001 και μέχρι την παρούσα συζήτηση έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, πρέπει να παύσει η κατ' αυτού ποινική δίωξη κατ' εφαρμογή των άρθρων 111 παρ. 3, 112, 113 ΠΚ και 370 ΚΠΔ και του άρθρου 511 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 4502/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος Χ περί του ότι στην Αθήνα στις 15-10-2001 παρέσχε με πρόθεση άμεση συνδρομή σε άλλον που με γνώση του ζημίωσε την περιουσία τρίτου, της οποίας βάσει νόμου η δικαιοπραξίας είχε την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) κατά τη διάρκεια αυτής και στην εκτέλεσή της (απιστίας) και συγκεκριμένα στον άνω τόπο και χρόνο, μισθωτής τυγχάνων ενός ισογείου καταστήματος κειμένου επί πολυκατοικίας στην οδό ... υπέγραψε την από 15.10.2001 σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (παράταση), με την συγκατηγορουμένη του εκμισθώτρια Θ, η οποία ενεργούσε ως εκπρόσωπος της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ Χ ΑΕ", στην οποία είχε ανατεθεί η προσωρινή διαχείριση του κοινού ακινήτου του εγκαλούντος και αυτής, δυνάμει της υπ' αριθ. 33781/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων (ήτοι η εξουσία ενέργειας όλων των αναγκαίων πράξεων προς διατήρηση και επωφελή εκμετάλλευση του κοινού καταστήματος), στην οποία παράταση μίσθωσης συμφωνήθηκε μηνιαίο μίσθωμα εκ δραχμών (2.500.000) μηνιαίως, παρά την αντίθετη βούληση του συγκυρίου του μισθίου Ψ, όστις είχε προσφέρει με προσωπική του εγγύηση το ποσό των (5.000.000) δραχμών ως μίσθωμα εκ μέρους τρίτου για το άνω κατάστημα και την κατά τον χρόνο εκείνον αγοραία μισθωτική του αξία ποσού 115.00 ευρώ μηνιαίως και έτσι συνήργησε στην επιζήμια διαχειριστική ενέργεια της συγκατηγορουμένης του θανούσης Θ, με πρόθεση να ζημιώσει την περιουσία του εγκαλούντος κατά ποσόν 1.250.000 δραχμών μηνιαίως ή 3.668,37 ευρώ και 44.020,54 ευρώ ετησίως με αντίστοιχο όφελος δικό του και της θανούσης συγκατηγορουμένης του.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 5 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου