Θέμα
Παράβαση καθήκοντος.
Παράβαση καθήκοντος.
Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. Στοιχεία αντικειμενική υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Προκήρυξη με την οποία ανακοινώθηκε πρόσληψη από τους κατηγορουμένους, δημοτικούς υπαλλήλους, οκτώ ατόμων για τις διοικητικές υπηρεσίες του....
Δήμου. Κάλυψη των θέσεων χωρίς να πληρούνται από τις δύο,
οι προϋποθέσεις - τυπικά προσόντα. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αίτηση
αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη
εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ορθή και
αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση.Παράβαση καθήκοντος. Στοιχεία αντικειμενική υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Προκήρυξη με την οποία ανακοινώθηκε πρόσληψη από τους κατηγορουμένους, δημοτικούς υπαλλήλους, οκτώ ατόμων για τις διοικητικές υπηρεσίες του....
Αριθμός 137/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Β. Γ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πατεράκη και 2) Ο. Ν. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 170/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2011 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 567/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Β. Γ., που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 20 Απριλίου 2011 αίτηση αναίρεσης του Ο. Ν. και να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του Β. Γ..
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, οι υπό κρίση από 20-4-2011, υπ' αριθμό πρωτ. 6/2011 και 5/2011, αιτήσεις αναιρέσεως με τις ενσωματωμένες σε αυτές αιτήσεις των 1) Β. Γ. του Ι. και 2) Ο. Ν. του Α., αντίστοιχα, που ασκήθηκαν με δήλωση ενώπιον του Γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου κατά της υπ' αριθ. 170/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 474 §§ 1 και 2 του ΚΠΔ. Επομένως, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους και να εξεταστούν περαιτέρω, ως προς το βάσιμο των λόγων τους.
1)Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του 2ου αναιρεσείοντα, Ο. Ν. του Α..
Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αναιρεσείων δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 24-7-2011 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχ/κα ... του Α.Τ. ... ο παραπάνω αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
2) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του 1ου αναιρεσείοντα Β. Γ..
Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας για το γενικότερο συμφέρον, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούλησή του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Το άρθρο 13 Π.Κ. ορίζει ότι "υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου προσώπου δημοσίου δικαίου". Το άρθρο 263α ΠΚ επεκτείνει την υπαλληλική ιδιότητα στους δημάρχους ή προέδρους κοινοτήτων και σε όσους υπηρετούν, μεταξύ άλλων α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ... . Εντεύθεν, οι δημοτικοί σύμβουλοι των Ο.Τ.Α. θεωρούνται υπάλληλοι, κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α ΠΚ για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 259 ΠΚ.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων κήρυξε ένοχο τον 1ο αναιρεσείοντα Γ. Β. της παραβάσεως καθήκοντος, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, 2ο αναιρεσείοντα, Ο. Ν., και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή, κατ' άρθρο 259 Π.Κ. ... αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Δήμος Φαναρίου της Πρέβεζας εξέδωσε την υπ' αριθμ. Πρωτ. 5076/29-7-2005 ανακοίνωση, με την οποία γνωστοποιήθηκε, ότι θα προέβαινε στην πλήρωση οκτώ θέσεων εργασίας, για τις οποίας θα συνάπτονταν με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης προσώπων προερχομένων από τις κατηγορίες κοινωνικών ομάδων, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής, τα οποία καθορίζονται στο αρθ. 4 ν. 324/2004. Μεταξύ δε των ατόμων, τα οποία υπέβαλαν αίτηση, ήταν και η μηνύτρια Ι. Σ.. Στις 31.10.2005 συνήλθε η αρμόδια επιτροπή στο Κ. Π., όπου η έδρα τού παραπάνω Δήμου, η οποία είχε οριστεί με σχετική απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου, αποτελούμενη από τους κατηγορούμενους, Ο. Α. Ν., Β. Ι. Γ. και τη διοικητική υπάλληλο Ο. Δ., ήτοι, υπαλλήλους, κατά την έννοια των διατάξεων των αρθ. 13α' και 263α' ΠοινΚ, στους οποίους είχε ανατεθεί η, κατά νόμο, άσκηση δημοτικής υπηρεσίας. Η εν λόγω επιτροπή απέκλεισε τη μηνύτρια Ι. Σ. και προσέλαβε την Ε. Γ.. Η τελευταία είχε υποβάλλει κάρτα ανεργίας, χωρίς, όμως, να είναι άνεργη και για το λόγο αυτό έπρεπε να διαγραφεί και να προσληφθεί ο αμέσως επόμενος, που διαλαμβάνονταν στον τηρούμενο πίνακα. Ενόψει τής εξέλιξης αυτής η αποκλεισθείσα Ι. Σ. υπέβαλε ένσταση θεραπείας, στην οποία διέλαβε τα παραπάνω, ενώ συγχρόνως κοινοποίησε και εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία.
Συνήλθε δε εκ νέου η επιτροπή και με την υπ' αριθμ. πρωτ. 9088/29.12.2005 απόφαση της απέρριψε την παραπάνω ένσταση, όπως προκύπτει και από το αριθμ. πρωτ. 3875 και 3876/22.6.2006 σχετικό έγγραφο τής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πρέβεζας /Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εν όψει, όμως, όλων αυτών ο Γ. Κ., υπάλληλος και αυτός του ως άνω Δήμου, με έγγραφο του ζήτησε τη γνώμη τής νομικού συμβούλου τού Δήμου, προκειμένου να υπάρχει μία επίσημη νομική γνωμοδότηση. Πράγματι, η τελευταία απάντησε εγγράφως, ότι θα έπρεπε να γίνει επαναπροκήρυξη του ως άνω διαγωνισμού, γεγονός, το οποίο ο ανωτέρω Γ. Κ. γνωστοποίησε στη μηνύτρια. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι στις 19.6. 2006 συνήλθε και πάλι η προαναφερόμενη επιτροπή, η οποία, όμως, αυτή τη φορά αποτελούνταν από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι ήσαν και πάλι αρμόδιοι να αποφασίσουν. Ενεργώντας, όμως, αυτοί από πρόθεση και με την ελλιπή αυτή σύνθεση τής επιτροπής αποφάσισαν, κατά παράβαση των καθηκόντων τους, να διατηρήσουν στις θέσεις τους τις αρχικώς προσληφθείσες, Μ. Κ. και Ε. Γ., οι οποίες δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα για την περίπτωση αυτή, αποκλείοντας, έτσι, τη μηνύτρια και απορρίπτοντας συγχρόνως την παραπάνω ένσταση της. Η απόφαση, όμως, αυτή των κατηγορουμένων δεν είναι νόμιμη, διότι ναι μεν αυτοί ήταν αρμόδιοι, όμως, δεν υπήρχε η απαιτούμενη απαρτία για τη συγκρότηση τής επιτροπής τους, αφού έλλειπε το τρίτο μέλος της. Ως εκ τούτου, η εκδοθείσα παραπάνω απόφαση τους ήταν καθ' όλα παράνομη, γεγονός, που, όπως αποδεικνύεται, γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται, ότι η πρόσληψη των δύο, Μ. Κ. και Ε. Γ., οφείλεται στο ότι η υπάλληλος τού Δήμου, η οποία χειριζόταν το σχετικό ηλεκτρονικό πρόγραμμα, είχε κάνει λάθος. Ο ισχυρισμός τους, όμως, αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι επακολούθησε η ένσταση τής μηνύτριας, στην οποία αυτή διελάμβανε αναλυτικά το παράνομο τής προσλήψεως τους και υπήρχε, εξάλλου, και η έγγραφη γνωμοδότηση της νομικού συμβούλου, η οποία, όπως προεκτέθηκε, επεσήμανε το άτοπο των προϋποθέσεων των προσληφθεισών, γεγονός, το οποίο δεν έλαβαν υπόψη τους οι κατηγορούμενοι. Επικαλούνται, τέλος, αυτοί, ότι η πρόσληψη έγινε λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικά κριτήρια. Και ο ισχυρισμός τους αυτός είναι αβάσιμος, διότι η δεύτερη από αυτές δεν ήταν άνεργη και για να δικαιολογήσει την αίτηση της είχε προσκομίσει πλαστά πιστοποιητικά. Πέραν τούτου, θα πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα: ενώ η μηνύτρια ήταν 29 ετών και άνεργη από το 1998 και μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων, στοιχεία, τα οποία προέκυπταν, άλλωστε, από τα σχετικά έγγραφα, τα οποία αυτή είχε προσκομίσει νομίμως, εν τούτοις οι κατηγορούμενοι την αξιολόγησαν άνω των 30 ετών και με 60 μήνες ανεργίας. Έτσι, την κατέταξαν στην κατηγορία Α' τού διαγωνισμού, με προφανή σκοπό να μην προσληφθεί, όπως και πράγματι έγινε. Η πράξη τους δε αυτή στοιχειοθετεί, κατά την κρίση τού Δικαστηρίου, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τής παραβάσεως καθήκοντος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην αρχή τής παρούσας, δεδομένου ότι ενήργησαν, προκειμένου να ωφελήσουν τις ανωτέρω δύο προσληφθείσες και να βλάψουν ταυτόχρονα ηθικά και οικονομικά την εγκαλούσα. Ειδικότερα, στέρησαν από αυτή κατ' αρχήν τη θέση της και, κατά δεύτερο λόγο, το μισθό, τον οποίο δικαιούνταν να λάβει εκ τής θέσεως, χωρίς να ασκεί βεβαίως καμία επιρροή το γεγονός, ότι αργότερα -και αφού έλαβε ήδη έκταση πλέον το γεγονός-, ενόψει, άλλωστε, και της υπάρξεως της παραπάνω έγγραφης γνωμοδότησης της νομικού συμβούλου, που δεν τους κάλυπτε, προσελήφθη τελικώς η μηνύτρια, μετά από σχετικό έγγραφο, το οποίο εστάλη από την Περιφέρεια της Ηπείρου, στο οποίο διαλαμβάνονταν το παράνομο τής αποφάσεως. Επειδή, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει, πως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι τής αξιόποινης πράξης, η οποία αποδίδεται ακριβώς σ' αυτούς με το κατηγορητήριο. Ωστόσο, το Δικαστήριο δέχεται στο πρόσωπο τους την ελαφρυντική περίσταση τού αρθ. 84 § 2 α' ΠοινΚ, δεδομένου, ότι και από τα αντίγραφα των ποινικών τους μητρώων, τα οποία επισυνάπτονται στην ποινική δικογραφία, αποδεικνύεται, ότι αυτοί μέχρι τη διάπραξη τής παραπάνω αξιόποινης πράξης, για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι, έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.
Συνεπώς, πρέπει να τους επιβληθεί μειωμένη ποινή, κατ' αρθ. 83 ΠοινΚ.
Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που ανωτέρω αναπτύχθηκε, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε για τη συνδρομή τους και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση, δια του συνόλου των παραδοχών της, το καθήκον που είχε ο αναιρεσείων, ως δημοτικός σύμβουλος και μέλος της αρμόδιας επιτροπής πρόσληψης, η οποία είχε οριστεί με σχετική απόφαση του οικείου Δημοτικού συμβουλίου, να προβεί, μαζί με τα άλλα δύο μέλη της επιτροπής στην πρόσληψη διοικητικού προσωπικού στο Δήμο, με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης, από τις κατηγορίες κοινωνικών ομάδων σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής του άρθρου 4 ν. 324/2004. Επίσης προσδιορίζεται και η αποτελούσα παράβαση του καθήκοντος αυτού, πρόσληψη και στη συνέχεια διατήρηση, μετά σχετική απόφαση, στις παραπάνω θέσεις εργασίας, της Ε. Γ. και Μ. Κ., αν και δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα, κατά αποκλεισμό της μηνύτριας, Ι. Σ.. Ακόμη, αιτιολογείται πλήρως, ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με θέληση παραβάσεως του ως άνω καθήκοντος της υπηρεσίας του και ότι αυτό το έπραξε επειδή σκοπούσε να βλάψει την ως άνω υποψήφια που διέθετε τα τυπικά προσόντα, αφού εκτίθεται στην απόφαση ότι εν γνώσει του επέλεξε άτομα που δεν διέθεταν τα τυπικά προσόντα, με αντίστοιχη ωφέλεια των τελευταίων, γνώριζε δε ότι είχε ασκηθεί, ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεώς της αρχικής πρόσληψης, από τη μηνύτρια, στην οποία αυτή εξέθετε τους λόγους για τους οποίους οι προσληφθείσες, δεν διέθεταν τους όρους και τα κριτήρια επιλογής, ιδία η πρώτη εξ αυτών, αφού προσκόμισε αναληθή στοιχεία- κάρτα ανεργίας, ενώ δεν ήταν άνεργη. Περαιτέρω, αιτιολογείται με πληρότητα, ότι η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, όπως επιχειρήθηκε, ήταν πρόσφορη να οδηγήσει στην πρόκληση της ως άνω βλάβης της μηνύτριας και την αντίστοιχη απόκτηση παρανόμου οφέλους από τις προσληφθείσες υποψηφίους. Το ότι οι συμβάσεις αυτές δεν ήταν σύννομες, έκρινε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, μετά και από σχετική γνωμοδότηση της νομικού συμβούλου του Δήμου, η αρμόδια Περιφέρεια Ηπείρου, η οποία με σχετικό έγγραφο ζήτησε να προσληφθεί η μηνύτρια λόγω του παράνομου της απόφασης αποκλεισμού της. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα ότι δεν αξιολογήθηκαν και δεν συνεκτιμήθηκαν από την προσβαλλομένη απόφαση το με ημερομηνία 19-6-2006 πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως αιτήσεων καθώς και το με ημερομηνία 4-12-2006 πρακτικό επιτροπής αξιολογήσεως με το οποίο αποκαταστάθηκε η μηνύτρια, τα οποία αναγνώστηκαν, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, είναι απαράδεκτες, καθόσον, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. συναφείς 1ος και 2ος λόγοι της αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας της απόφασης, και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 20-4-2011, υπ' αριθμό πρωτ. 6/2011 και 5/2011, αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Β. Γ. του Ι. και 2) Ο. Ν. του Α., αντίστοιχα, κατά της υπ' αριθ. 170/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Καταδικάζει έκαστο εκ των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Β. Γ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πατεράκη και 2) Ο. Ν. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 170/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2011 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 567/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Β. Γ., που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 20 Απριλίου 2011 αίτηση αναίρεσης του Ο. Ν. και να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του Β. Γ..
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, οι υπό κρίση από 20-4-2011, υπ' αριθμό πρωτ. 6/2011 και 5/2011, αιτήσεις αναιρέσεως με τις ενσωματωμένες σε αυτές αιτήσεις των 1) Β. Γ. του Ι. και 2) Ο. Ν. του Α., αντίστοιχα, που ασκήθηκαν με δήλωση ενώπιον του Γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου κατά της υπ' αριθ. 170/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 474 §§ 1 και 2 του ΚΠΔ. Επομένως, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους και να εξεταστούν περαιτέρω, ως προς το βάσιμο των λόγων τους.
1)Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του 2ου αναιρεσείοντα, Ο. Ν. του Α..
Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αναιρεσείων δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 24-7-2011 αποδεικτικό επίδοσης του Αρχ/κα ... του Α.Τ. ... ο παραπάνω αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
2) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του 1ου αναιρεσείοντα Β. Γ..
Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας για το γενικότερο συμφέρον, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούλησή του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Το άρθρο 13 Π.Κ. ορίζει ότι "υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου προσώπου δημοσίου δικαίου". Το άρθρο 263α ΠΚ επεκτείνει την υπαλληλική ιδιότητα στους δημάρχους ή προέδρους κοινοτήτων και σε όσους υπηρετούν, μεταξύ άλλων α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ... . Εντεύθεν, οι δημοτικοί σύμβουλοι των Ο.Τ.Α. θεωρούνται υπάλληλοι, κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263α ΠΚ για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 259 ΠΚ.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση καθήκοντος αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων κήρυξε ένοχο τον 1ο αναιρεσείοντα Γ. Β. της παραβάσεως καθήκοντος, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, 2ο αναιρεσείοντα, Ο. Ν., και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή, κατ' άρθρο 259 Π.Κ. ... αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Δήμος Φαναρίου της Πρέβεζας εξέδωσε την υπ' αριθμ. Πρωτ. 5076/29-7-2005 ανακοίνωση, με την οποία γνωστοποιήθηκε, ότι θα προέβαινε στην πλήρωση οκτώ θέσεων εργασίας, για τις οποίας θα συνάπτονταν με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης προσώπων προερχομένων από τις κατηγορίες κοινωνικών ομάδων, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής, τα οποία καθορίζονται στο αρθ. 4 ν. 324/2004. Μεταξύ δε των ατόμων, τα οποία υπέβαλαν αίτηση, ήταν και η μηνύτρια Ι. Σ.. Στις 31.10.2005 συνήλθε η αρμόδια επιτροπή στο Κ. Π., όπου η έδρα τού παραπάνω Δήμου, η οποία είχε οριστεί με σχετική απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου, αποτελούμενη από τους κατηγορούμενους, Ο. Α. Ν., Β. Ι. Γ. και τη διοικητική υπάλληλο Ο. Δ., ήτοι, υπαλλήλους, κατά την έννοια των διατάξεων των αρθ. 13α' και 263α' ΠοινΚ, στους οποίους είχε ανατεθεί η, κατά νόμο, άσκηση δημοτικής υπηρεσίας. Η εν λόγω επιτροπή απέκλεισε τη μηνύτρια Ι. Σ. και προσέλαβε την Ε. Γ.. Η τελευταία είχε υποβάλλει κάρτα ανεργίας, χωρίς, όμως, να είναι άνεργη και για το λόγο αυτό έπρεπε να διαγραφεί και να προσληφθεί ο αμέσως επόμενος, που διαλαμβάνονταν στον τηρούμενο πίνακα. Ενόψει τής εξέλιξης αυτής η αποκλεισθείσα Ι. Σ. υπέβαλε ένσταση θεραπείας, στην οποία διέλαβε τα παραπάνω, ενώ συγχρόνως κοινοποίησε και εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία.
Συνήλθε δε εκ νέου η επιτροπή και με την υπ' αριθμ. πρωτ. 9088/29.12.2005 απόφαση της απέρριψε την παραπάνω ένσταση, όπως προκύπτει και από το αριθμ. πρωτ. 3875 και 3876/22.6.2006 σχετικό έγγραφο τής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πρέβεζας /Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εν όψει, όμως, όλων αυτών ο Γ. Κ., υπάλληλος και αυτός του ως άνω Δήμου, με έγγραφο του ζήτησε τη γνώμη τής νομικού συμβούλου τού Δήμου, προκειμένου να υπάρχει μία επίσημη νομική γνωμοδότηση. Πράγματι, η τελευταία απάντησε εγγράφως, ότι θα έπρεπε να γίνει επαναπροκήρυξη του ως άνω διαγωνισμού, γεγονός, το οποίο ο ανωτέρω Γ. Κ. γνωστοποίησε στη μηνύτρια. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι στις 19.6. 2006 συνήλθε και πάλι η προαναφερόμενη επιτροπή, η οποία, όμως, αυτή τη φορά αποτελούνταν από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι ήσαν και πάλι αρμόδιοι να αποφασίσουν. Ενεργώντας, όμως, αυτοί από πρόθεση και με την ελλιπή αυτή σύνθεση τής επιτροπής αποφάσισαν, κατά παράβαση των καθηκόντων τους, να διατηρήσουν στις θέσεις τους τις αρχικώς προσληφθείσες, Μ. Κ. και Ε. Γ., οι οποίες δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα για την περίπτωση αυτή, αποκλείοντας, έτσι, τη μηνύτρια και απορρίπτοντας συγχρόνως την παραπάνω ένσταση της. Η απόφαση, όμως, αυτή των κατηγορουμένων δεν είναι νόμιμη, διότι ναι μεν αυτοί ήταν αρμόδιοι, όμως, δεν υπήρχε η απαιτούμενη απαρτία για τη συγκρότηση τής επιτροπής τους, αφού έλλειπε το τρίτο μέλος της. Ως εκ τούτου, η εκδοθείσα παραπάνω απόφαση τους ήταν καθ' όλα παράνομη, γεγονός, που, όπως αποδεικνύεται, γνώριζαν οι κατηγορούμενοι. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται, ότι η πρόσληψη των δύο, Μ. Κ. και Ε. Γ., οφείλεται στο ότι η υπάλληλος τού Δήμου, η οποία χειριζόταν το σχετικό ηλεκτρονικό πρόγραμμα, είχε κάνει λάθος. Ο ισχυρισμός τους, όμως, αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι επακολούθησε η ένσταση τής μηνύτριας, στην οποία αυτή διελάμβανε αναλυτικά το παράνομο τής προσλήψεως τους και υπήρχε, εξάλλου, και η έγγραφη γνωμοδότηση της νομικού συμβούλου, η οποία, όπως προεκτέθηκε, επεσήμανε το άτοπο των προϋποθέσεων των προσληφθεισών, γεγονός, το οποίο δεν έλαβαν υπόψη τους οι κατηγορούμενοι. Επικαλούνται, τέλος, αυτοί, ότι η πρόσληψη έγινε λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικά κριτήρια. Και ο ισχυρισμός τους αυτός είναι αβάσιμος, διότι η δεύτερη από αυτές δεν ήταν άνεργη και για να δικαιολογήσει την αίτηση της είχε προσκομίσει πλαστά πιστοποιητικά. Πέραν τούτου, θα πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα: ενώ η μηνύτρια ήταν 29 ετών και άνεργη από το 1998 και μητέρα δύο ανηλίκων τέκνων, στοιχεία, τα οποία προέκυπταν, άλλωστε, από τα σχετικά έγγραφα, τα οποία αυτή είχε προσκομίσει νομίμως, εν τούτοις οι κατηγορούμενοι την αξιολόγησαν άνω των 30 ετών και με 60 μήνες ανεργίας. Έτσι, την κατέταξαν στην κατηγορία Α' τού διαγωνισμού, με προφανή σκοπό να μην προσληφθεί, όπως και πράγματι έγινε. Η πράξη τους δε αυτή στοιχειοθετεί, κατά την κρίση τού Δικαστηρίου, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τής παραβάσεως καθήκοντος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην αρχή τής παρούσας, δεδομένου ότι ενήργησαν, προκειμένου να ωφελήσουν τις ανωτέρω δύο προσληφθείσες και να βλάψουν ταυτόχρονα ηθικά και οικονομικά την εγκαλούσα. Ειδικότερα, στέρησαν από αυτή κατ' αρχήν τη θέση της και, κατά δεύτερο λόγο, το μισθό, τον οποίο δικαιούνταν να λάβει εκ τής θέσεως, χωρίς να ασκεί βεβαίως καμία επιρροή το γεγονός, ότι αργότερα -και αφού έλαβε ήδη έκταση πλέον το γεγονός-, ενόψει, άλλωστε, και της υπάρξεως της παραπάνω έγγραφης γνωμοδότησης της νομικού συμβούλου, που δεν τους κάλυπτε, προσελήφθη τελικώς η μηνύτρια, μετά από σχετικό έγγραφο, το οποίο εστάλη από την Περιφέρεια της Ηπείρου, στο οποίο διαλαμβάνονταν το παράνομο τής αποφάσεως. Επειδή, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει, πως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι τής αξιόποινης πράξης, η οποία αποδίδεται ακριβώς σ' αυτούς με το κατηγορητήριο. Ωστόσο, το Δικαστήριο δέχεται στο πρόσωπο τους την ελαφρυντική περίσταση τού αρθ. 84 § 2 α' ΠοινΚ, δεδομένου, ότι και από τα αντίγραφα των ποινικών τους μητρώων, τα οποία επισυνάπτονται στην ποινική δικογραφία, αποδεικνύεται, ότι αυτοί μέχρι τη διάπραξη τής παραπάνω αξιόποινης πράξης, για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι, έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.
Συνεπώς, πρέπει να τους επιβληθεί μειωμένη ποινή, κατ' αρθ. 83 ΠοινΚ.
Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που ανωτέρω αναπτύχθηκε, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε για τη συνδρομή τους και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση, δια του συνόλου των παραδοχών της, το καθήκον που είχε ο αναιρεσείων, ως δημοτικός σύμβουλος και μέλος της αρμόδιας επιτροπής πρόσληψης, η οποία είχε οριστεί με σχετική απόφαση του οικείου Δημοτικού συμβουλίου, να προβεί, μαζί με τα άλλα δύο μέλη της επιτροπής στην πρόσληψη διοικητικού προσωπικού στο Δήμο, με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης, από τις κατηγορίες κοινωνικών ομάδων σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής του άρθρου 4 ν. 324/2004. Επίσης προσδιορίζεται και η αποτελούσα παράβαση του καθήκοντος αυτού, πρόσληψη και στη συνέχεια διατήρηση, μετά σχετική απόφαση, στις παραπάνω θέσεις εργασίας, της Ε. Γ. και Μ. Κ., αν και δεν είχαν τα νόμιμα προσόντα, κατά αποκλεισμό της μηνύτριας, Ι. Σ.. Ακόμη, αιτιολογείται πλήρως, ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με θέληση παραβάσεως του ως άνω καθήκοντος της υπηρεσίας του και ότι αυτό το έπραξε επειδή σκοπούσε να βλάψει την ως άνω υποψήφια που διέθετε τα τυπικά προσόντα, αφού εκτίθεται στην απόφαση ότι εν γνώσει του επέλεξε άτομα που δεν διέθεταν τα τυπικά προσόντα, με αντίστοιχη ωφέλεια των τελευταίων, γνώριζε δε ότι είχε ασκηθεί, ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεώς της αρχικής πρόσληψης, από τη μηνύτρια, στην οποία αυτή εξέθετε τους λόγους για τους οποίους οι προσληφθείσες, δεν διέθεταν τους όρους και τα κριτήρια επιλογής, ιδία η πρώτη εξ αυτών, αφού προσκόμισε αναληθή στοιχεία- κάρτα ανεργίας, ενώ δεν ήταν άνεργη. Περαιτέρω, αιτιολογείται με πληρότητα, ότι η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, όπως επιχειρήθηκε, ήταν πρόσφορη να οδηγήσει στην πρόκληση της ως άνω βλάβης της μηνύτριας και την αντίστοιχη απόκτηση παρανόμου οφέλους από τις προσληφθείσες υποψηφίους. Το ότι οι συμβάσεις αυτές δεν ήταν σύννομες, έκρινε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, μετά και από σχετική γνωμοδότηση της νομικού συμβούλου του Δήμου, η αρμόδια Περιφέρεια Ηπείρου, η οποία με σχετικό έγγραφο ζήτησε να προσληφθεί η μηνύτρια λόγω του παράνομου της απόφασης αποκλεισμού της. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα ότι δεν αξιολογήθηκαν και δεν συνεκτιμήθηκαν από την προσβαλλομένη απόφαση το με ημερομηνία 19-6-2006 πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως αιτήσεων καθώς και το με ημερομηνία 4-12-2006 πρακτικό επιτροπής αξιολογήσεως με το οποίο αποκαταστάθηκε η μηνύτρια, τα οποία αναγνώστηκαν, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, είναι απαράδεκτες, καθόσον, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. συναφείς 1ος και 2ος λόγοι της αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας της απόφασης, και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 20-4-2011, υπ' αριθμό πρωτ. 6/2011 και 5/2011, αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Β. Γ. του Ι. και 2) Ο. Ν. του Α., αντίστοιχα, κατά της υπ' αριθ. 170/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Καταδικάζει έκαστο εκ των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου