Απόφαση ΑΠ2166 / 2009 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:
Εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 288 Α.Κ. και επί των εμπορικών μισθώσεων. Αναπροσαρμογή του μισθώματος, με βάση την διάταξη αυτή, όταν επήλθε ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου. Προυποθέσεις. Αναιρετικοί λόγοι, από ....
τον αριθμό 1,19,8,9 και 11 του άρθρου 559 του
Κ.Πολ.Δ. Προυποθέσεις για την ίδρυση αυτών.Εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 288 Α.Κ. και επί των εμπορικών μισθώσεων. Αναπροσαρμογή του μισθώματος, με βάση την διάταξη αυτή, όταν επήλθε ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου. Προυποθέσεις. Αναιρετικοί λόγοι, από ....
Αριθμός 2166/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Μάλλιο, Γεωργία Λαλούση, Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη και Σοφία Καραχάλιου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΤΕΧΝΙΚΗ-ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ-ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΙΛΗΣ Α.Ε.", που εδρεύει στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Αθανασά και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εταιρειών Λιπασμάτων του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ (ΤΑΠΙΤ)" ως καθολικού διαδόχου του αρχικά αναιρεσιβλήτου "ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ (Τ.Α.Π.Π.Ε.Λ.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Γαβαλά και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/6/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 397/2000 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2166/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 24/11/2003 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 503/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε εν μέρει την 2166/2003 του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 1597/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/1/2008 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καραχάλιου ανέγνωσε την από 16/9/2009 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, "ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη". Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση αμφοτεροβαρή ή ετεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε στο δικαστή την δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως. Επομένως, και επί εμπορικής μισθώσεως, στην οποία κατ' άρθρο 44 του Π.Δ 34/1995 εφαρμόζεται η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει και την αναπροσαρμογή του οφειλομένου μισθώματος, αρχικού ή μετά από συμβατική ή νόμιμη αναπροσαρμογή, με βάση την διάταξη αυτή, εφ' όσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απροβλέπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβητήσεως τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του εκμισθωτού στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτείται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (παρά την ανάγκη κατοχυρώσεως της ασφαλείας των συναλλαγών ή οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται), η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη (ΟλΑΠ 9/1997). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του Κ.Πολ.Δ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει, όταν αποδίδεται στον κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από τη αληθινή, είτε με μη ορθή εφαρμογή, η οποία συντελείται όταν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν δεν εφαρμόζεται, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθεί, ή όταν εφαρμόσθηκε εσφαλμένως. Κατά την έννοια δε της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμό 19 του Κ.Πολ.Δ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και έτσι ιδρύεται ο προβλεπόμενος, από την διάταξη αυτή, λόγος αναιρέσεως και όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριζε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, όχι όμως αν οι ελλείψεις ή αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο στη απόφαση εκτίθεται σαφώς. Αντιφατικότητα δε της αιτιολογίας υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν ορθώς εφήρμοσε τον νόμο. Στην παρούσα περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, δέχθηκε, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά, εν σχέσει προς την αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και ειδικότερα εν σχέσει προς την επικουρική βάση αυτής, περί καθορισμού της σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος της εις αυτή μισθώσεως, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ: " Με το από 15-3-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, μετά από δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, το εφεσίβλητο Ταμείο εκμίσθωσε στην εκκαλούσα-ενάγουσα ένα νεόδμητο πολυώροφο σταθμό αυτοκινήτων, με 114 εγκεκριμένες θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων, ιδιοκτησίας του, κείμενο στην..., επί της οδού .... Το μίσθιο αποτελείται α) από το κυρίως κτίριο με ωφέλιμο εμβαδόν 3.518,50 τ.μ, το οποίο συγκροτείται από τρεις (3) υπόγειους χώρους, ημιόροφο, τρεις (3) υπέρ το ισόγειο πλήρεις ορόφους και τρεις (3) εσοχές και β) από βοηθητικό κτίσμα εμβαδού 27 τ.μ κείμενο στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής. Το κτίριο διαθέτει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και τον αναγκαίο εξοπλισμό για τη λειτουργία και την ασφάλεια του, όπως ανελκυστήρες, ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος, σύστημα αερισμού υπογείων χώρων, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις φωτισμού και κινήσεως, στεγανά φωτιστικά σώματα κ.λ,π. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για πέντε έτη, ήτοι από 15-3-1994 έως 15-3-1999 και το μηνιαίο μίσθωμα σε 5.847.000 δρχ, για το πρώτο μισθωτικό έτος (στο οποίο ανήλθε η προσφορά της πλειοδότιδος μισθώτριας), αυξανόμενο αυτομάτως κάθε έτος κατά ποσοστό 15% επί του μηνιαίου μισθώματος του προηγούμενου έτους. Τη μισθώτρια εβάρυνε και ολόκληρο το νόμιμο χαρτόσημο, ενώ με τον όρο υπό στοιχ. XXX, του μισθωτηρίου, η κατά την υπογραφή αυτού πραγματική αξία του μισθίου, με τον μηχανολογικό του εξοπλισμό, ανερχόταν σε 500.000.000 δρχ. Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου, η μίσθωση, ως εμπορική, παρατάθηκε αναγκαστικά για εννέα (9) και στη συνέχεια για δώδεκα (12) έτη (άρθρ 5 παρ. 1 π.δ. 34/1995). Ο πληθωρισμός το Μάιο του 1992 ανερχόταν σε 17,3%, το Μάρτιο του 1993 σε 15,2%, τον Μάρτιο 1994, ότε συνήφθη η μίσθωση, σε 10,9%, το έτος 1995 σε ποσοστό 9,3%, το έτος 1996 σε ποσοστό 8,5%, το έτος 1997 σε ποσοστό 5,5%, το έτος 1998 σε ποσοστό 4,8% και το έτος 1999, που έληγε ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης, σε ποσοστό 3,2%. Το ως άνω αρχικό μίσθωμα των 5.847.000 δρχ. επετεύχθη σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, ήταν το ανώτατο των Αθηνών για σταθμούς αυτοκινήτων, αφού αναλογούσε μηνιαίο μίσθωμα ανά θέση στάθμευσης σε δρχ. 51.300 (5.847.000: 114 θέσεις) και ανά τετραγωνικό μέτρο σε δρχ. 1.650 (5.847.000 : 3.545 τ.μ.). Η συμφωνημένη προσαύξηση σε ποσοστό 15% κάθε έτος ήταν υψηλότερη από τον ετήσιο προϋπολογισμό, ανταποκρινόταν στις συναλλακτικές συνθήκες του χρόνου εκείνου και δη κάλυπτε τον πληθωρισμό και άφηνε ένα λογικό περιθώριο κέρδους αποδόσεως ακινήτων. Όμως, λόγω της συνδρομής των ειδικών συνθηκών, ήτοι σημαντική ετησίας μείωσης του πληθωρισμού, στον οποίο κυρίως στηρίχτηκαν τα μέρη, μεταβλήθηκε η εναρμόνιση και αναλογία της προσαύξησης του μισθώματος με τον ετήσιο πληθωρισμό, ο οποίος παρείχε και στη μισθώτρια τη δυνατότητα αντίστοιχης αύξησης της αμοιβής της. Έτσι ενώ το αρχικό μίσθωμα είχε οριστεί σε 5.847.000 δρχ., στο πέμπτο έτος της μισθώσεως (Απρίλιος 1998 - Μάρτιος 1999) ανήλθε σε 10.266.640 δρχ., αν δε συνεχιστεί η προσαύξηση του μισθώματος με ποσοστό 15%, τότε μισθωτικό έτος Απριλίου 1999 - Μαρτίου 2000 ανέρχεται σε 11.760.636 δρχ. Εξάλλου η εκκαλούσα, προς υποστήριξη του -αιτήματος της για μείωση του μισθώματος στον εκάστοτε ετήσιο πληθωρισμό, επικαλείται και προσκομίζει τα παρακάτω συγκριτικά στοιχεία, που επιβεβαιώνονται και από τους μάρτυρες της, σύμφωνα με τα οποία ,για σταθμούς αυτοκινήτων στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας καταβάλλεται μίσθωμα α) δρχ. 9,300.000 μηνιαίως από 15-12-2000, αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 5% ετησίως, για τον ευρισκόμενο επί των οδών ... στη ..., επιφανείας 10.018 τ.μ., με 334 θέσεις στάθμευσης, από τις οποίες οι 30 διατίθενται δωρεάν, β) δρχ. 5.220.000 μηνιαίως, από 12-6-2001 με ετήσια αναπροσαρμογή ίση με το ποσοστό του πληθωρισμού, πλέον 1,5%, για τον ευρισκόμενο επί της οδού .... επιφανείας 3.011 τ.μ. με 100 θέσεις στάθμευσης, γ) δρχ. 3.041.750 μηνιαίως, από 31-12-1997 αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 15% ετησίως και από 1-1-1999 κατά ποσοστό 11% ετησίως, για τον ευρισκόμενο επί της οδού ..., με 320 περίπου θέσεις στάθμευσης. Το παραπάνω πρώτο συγκριτικό στοιχείο είναι εντελώς απρόσφορο προς σύγκριση, γιατί βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το επίδικο μίσθιο και σε υποβαθμισμένη περιοχή. Τα άλλα δύο συγκριτικά στοιχεία είναι αντιφατικά μεταξύ τους ως προς το ύψος της προσαύξησης, σε σχέση με τον πληθωρισμό, ενώ και τα τρία ως άνω συγκριτικά στοιχεία δεν προσφέρονται επαρκώς προς σύγκριση γιατί δεν προκύπτει, ότι είναι της ίδιας κατασκευής και αν διαθέτουν τον ίδιο εξοπλισμό με το επίδικο μίσθιο, το οποίο κατά τη σύναψη της μίσθωσης ήταν καινουργές και πλήρως εξοπλισμένο για τη χρήση που προορίζεται. Εν όψει όλων αυτών και με βασικό κριτήριο τη σημαντική, όπως προαναφέρθηκε, μείωση του πληθωρισμού και την εντεύθεν δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ήτοι λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της συμβατικής προσαύξησης, σε ποσοστό 15%, είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που διαταράχθηκε και πρέπει να γίνει περιστολή της συμφωνημένης προσαύξησης από το ποσοστό 15% σε ποσοστό 6% ετησίως, με κρίσιμο χρόνο την επίδοση της αγωγής...". Με βάση τα περιστατικά αυτά, το Εφετείο, κατά παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος - αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την πρωτόδικο απόφαση και, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή, καθόρισε το ποσοστό της σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος του επίδικου μισθίου ακινήτου σε ποσοστό 6% ετησίως επί του εκάστοτε καταβαλλομένου μισθώματος του προηγουμένου έτους, από της επιδόσεως της αγωγής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, που εφαρμόσθηκε, εφ' όσον τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ανελέγκτως, ήτοι η σημαντική μείωση του πληθωρισμού, στον όποιο κυρίως στηρίχθηκαν τα συμβαλλόμενα μέρη, στηρίζουν την διαγνωσθείσα έννομη συνέπεια της δυσαναλογίας μεταξύ της παροχής και αντιπαροχής, που επέβαλλε, σύμφωνα με την καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη, την περιστολή της συμφωνημένης ετήσιας προσαυξήσεως του μισθώματος από 15% (που είχε συμφωνηθεί) σε ποσοστό 6%. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, της προαναφερομένης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για την, καλά τα ανωτέρω, παραδοχή κατά ένα μέρος της αγωγής, ως βάσιμης (και όχι εξ ολοκλήρου), διότι αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που αναλύονται ανωτέρω και απαιτούνται για την αναπροσαρμογή του μισθώματος στα επίπεδα που δέχθηκε, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ύπαρξη ή μη των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως της, ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ενώ: α) οι υπό στοιχείο 1 έως 5 αιτιάσεις που περιέχονται στον λόγο αυτό, δεν συνιστούν αντίφαση της αιτιολογίας, ως προς το απρόσφορο του συγκριτικού στοιχείου που αναφέρεται στον ευρισκόμενου επί των οδών ..., στη ...., σταθμό αυτοκινήτων, για το οποίο το Εφετείο δέχθηκε κυρίως ότι είναι "εντελώς" απρόσφορο προς σύγκριση γιατί βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το επίδικο μίσθιο και σε υποβαθμισμένη περιοχή", εφ' όσον η δευτέρα αιτιολογία, κατά το μέρος που αναφέρεται σ' αυτό, ήτοι ότι "δεν προσφέρονται επαρκώς προς σύγκριση, γιατί δεν προκύπτει ότι είναι της ίδιας κατασκευής και αν διαθέτουν του ίδιο εξοπλισμό με το επίδικο μίσθιο..." είναι πλεοναστική και βασίζεται σε άλλα πραγματικά περιστατικά. β) οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην πληρέστερη ανάλυση και ανάπτυξη του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο, όμως, στην απόφαση εκτίθεται σαφώς.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν η δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και έτσι θεμελιώνουν το αίτημά των. Επομένως, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων, τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ωσαύτως, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ουσιώδη ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Κατά την διάταξη δε του άρθρου 559 αριθμός 9 του Κ.Πολ.Δ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα απ' όσα ζητήθηκαν ή άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως αίτηση, η μη εκδίκαση της οποίας ιδρύει τον λόγο αυτό αναιρέσεως, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης ή κάθε μη αυτοτελής αίτηση αυτών στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, που προκαλεί ενέργεια του δικαστηρίου και αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης. Ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε στο διατακτικό ή στις αιτιολογίες με προσόντα διατακτικού, επί της αιτήσεως. Τέλος, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 του Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή, αξιολόγηση του καθενός από αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθμός 11 περιπτ. γ' του Κ.Πολ.Δ λόγο αναιρέσεως. Ο λόγος, όμως, αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο και δέκατο καθώς και πέμπτο λόγους αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο, αντιστοίχως, δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που ο αναιρεσείων είχε προτείνει παραδεκτώς, με προσθέτους λόγους της εφέσεώς του και τις προτάσεις του, έλαβε δε υπ' όψη τον μη προταθέντα από τον αναιρεσίβλητο ισχυρισμό ότι "το επίδικο μίσθιο.... ήταν καινουργές κατά την σύναψη της μισθώσεως...". Οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, διότι τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν "πράγματα", υπό την εκτεθείσα στην μείζονα πρόταση έννοια, ήτοι αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, αλλά τα μεν συγκροτούντα τους τέταρτο και δέκατο λόγους αναιρέσεως πραγματικά περιστατικά συνιστούν επιχειρήματα του αναιρεσείοντος (έστω και αν προτάθηκαν με τους προσθέτους λόγους της εφέσεώς του), τα δε συγκροτούντα τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως συνιστούν περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις. Ωσαύτως, με τους έκτο και όγδοο λόγους αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11 εδ. γ του Κ.Πολ.Δ, επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί του αποδεικτικού πορίσματος, τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει προς απόδειξη της βάσεως της αγωγής του. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, διότι με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, το Εφετείο βεβαιώνει ότι, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περί του αποδεικτικού πορίσματος, έλαβε υπόψη και "...όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι". Από την βεβαίωση δε αυτή, και την αιτιολογία και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα που αναφέρονται στο αναιρετήριο, έστω και αν δεν γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση εκάστου τούτων. Εξάλλου, με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 και 9 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και άφησε αδίκαστο το επικουρικό αίτημα της αγωγής του, σύμφωνα με το οποίο ζήτησε "επικουρικώς να καθοριστεί από τους μηνός Απριλίου 1999 προσαύξηση (του μισθώματος) ίση με τον εκάστοτε ετήσιο πληθωρισμό". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, έλαβε υπ' όψη τον ισχυρισμό, στον οποίο εστηρίζετο το ανωτέρω αίτημα του αναιρεσείοντος και αποτελούσε την επικουρική, εκ του άρθρου 288 ΑΚ, βάση της αγωγής του, και απεφάνθη επ' αυτού, δεχόμενο κατά ένα μέρος την αγωγή και καθορίζοντας την προσαύξηση, του μισθώματος σε ποσοστό 6% επί του μισθώματος του προηγουμένου έτους, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Τέλος, με τον ένατο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, επειδή το Εφετείο, με την παραδοχή του ότι "η συμφωνημένη προσαύξηση σε ποσοστό 15% κάθε έτος ήτο υψηλότερη από τον ετήσιο πληθωρισμό, ανταποκρινόταν στις συναλλακτικές συνθήκες του χρόνου εκείνου και δη κάλυπτε τον πληθωρισμό και άφηνε ένα λογικό περιθώριο κέρδους αποδόσεως ακινήτου", επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε στο αναιρεσίβλητο, άλλως επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, διότι η ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου δεν αφορά σε "αίτηση" του ήδη αναιρεσιβλήτου, ο οποίος αρνήθηκε την αγωγή, ούτε περιέχει αναγνωριστική διάταξη υπέρ αυτού, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-1-2008 αίτηση της Α.Ε., υπό την επωνυμία "ΤΕΧΝΙΚΗ - ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΙΛΗΣ Α.Ε.", περί αναιρέσεως της 1597/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Μάλλιο, Γεωργία Λαλούση, Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη και Σοφία Καραχάλιου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΤΕΧΝΙΚΗ-ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ-ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΙΛΗΣ Α.Ε.", που εδρεύει στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Αθανασά και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εταιρειών Λιπασμάτων του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ (ΤΑΠΙΤ)" ως καθολικού διαδόχου του αρχικά αναιρεσιβλήτου "ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ (Τ.Α.Π.Π.Ε.Λ.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Γαβαλά και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/6/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 397/2000 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2166/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 24/11/2003 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 503/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε εν μέρει την 2166/2003 του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 1597/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/1/2008 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καραχάλιου ανέγνωσε την από 16/9/2009 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, "ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη". Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση αμφοτεροβαρή ή ετεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε στο δικαστή την δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως. Επομένως, και επί εμπορικής μισθώσεως, στην οποία κατ' άρθρο 44 του Π.Δ 34/1995 εφαρμόζεται η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει και την αναπροσαρμογή του οφειλομένου μισθώματος, αρχικού ή μετά από συμβατική ή νόμιμη αναπροσαρμογή, με βάση την διάταξη αυτή, εφ' όσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απροβλέπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβητήσεως τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του εκμισθωτού στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτείται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (παρά την ανάγκη κατοχυρώσεως της ασφαλείας των συναλλαγών ή οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται), η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη (ΟλΑΠ 9/1997). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του Κ.Πολ.Δ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει, όταν αποδίδεται στον κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από τη αληθινή, είτε με μη ορθή εφαρμογή, η οποία συντελείται όταν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν δεν εφαρμόζεται, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθεί, ή όταν εφαρμόσθηκε εσφαλμένως. Κατά την έννοια δε της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμό 19 του Κ.Πολ.Δ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και έτσι ιδρύεται ο προβλεπόμενος, από την διάταξη αυτή, λόγος αναιρέσεως και όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριζε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, όχι όμως αν οι ελλείψεις ή αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο στη απόφαση εκτίθεται σαφώς. Αντιφατικότητα δε της αιτιολογίας υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν ορθώς εφήρμοσε τον νόμο. Στην παρούσα περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, δέχθηκε, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά, εν σχέσει προς την αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και ειδικότερα εν σχέσει προς την επικουρική βάση αυτής, περί καθορισμού της σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος της εις αυτή μισθώσεως, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ: " Με το από 15-3-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, μετά από δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, το εφεσίβλητο Ταμείο εκμίσθωσε στην εκκαλούσα-ενάγουσα ένα νεόδμητο πολυώροφο σταθμό αυτοκινήτων, με 114 εγκεκριμένες θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων, ιδιοκτησίας του, κείμενο στην..., επί της οδού .... Το μίσθιο αποτελείται α) από το κυρίως κτίριο με ωφέλιμο εμβαδόν 3.518,50 τ.μ, το οποίο συγκροτείται από τρεις (3) υπόγειους χώρους, ημιόροφο, τρεις (3) υπέρ το ισόγειο πλήρεις ορόφους και τρεις (3) εσοχές και β) από βοηθητικό κτίσμα εμβαδού 27 τ.μ κείμενο στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής. Το κτίριο διαθέτει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και τον αναγκαίο εξοπλισμό για τη λειτουργία και την ασφάλεια του, όπως ανελκυστήρες, ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος, σύστημα αερισμού υπογείων χώρων, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις φωτισμού και κινήσεως, στεγανά φωτιστικά σώματα κ.λ,π. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για πέντε έτη, ήτοι από 15-3-1994 έως 15-3-1999 και το μηνιαίο μίσθωμα σε 5.847.000 δρχ, για το πρώτο μισθωτικό έτος (στο οποίο ανήλθε η προσφορά της πλειοδότιδος μισθώτριας), αυξανόμενο αυτομάτως κάθε έτος κατά ποσοστό 15% επί του μηνιαίου μισθώματος του προηγούμενου έτους. Τη μισθώτρια εβάρυνε και ολόκληρο το νόμιμο χαρτόσημο, ενώ με τον όρο υπό στοιχ. XXX, του μισθωτηρίου, η κατά την υπογραφή αυτού πραγματική αξία του μισθίου, με τον μηχανολογικό του εξοπλισμό, ανερχόταν σε 500.000.000 δρχ. Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου, η μίσθωση, ως εμπορική, παρατάθηκε αναγκαστικά για εννέα (9) και στη συνέχεια για δώδεκα (12) έτη (άρθρ 5 παρ. 1 π.δ. 34/1995). Ο πληθωρισμός το Μάιο του 1992 ανερχόταν σε 17,3%, το Μάρτιο του 1993 σε 15,2%, τον Μάρτιο 1994, ότε συνήφθη η μίσθωση, σε 10,9%, το έτος 1995 σε ποσοστό 9,3%, το έτος 1996 σε ποσοστό 8,5%, το έτος 1997 σε ποσοστό 5,5%, το έτος 1998 σε ποσοστό 4,8% και το έτος 1999, που έληγε ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης, σε ποσοστό 3,2%. Το ως άνω αρχικό μίσθωμα των 5.847.000 δρχ. επετεύχθη σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, ήταν το ανώτατο των Αθηνών για σταθμούς αυτοκινήτων, αφού αναλογούσε μηνιαίο μίσθωμα ανά θέση στάθμευσης σε δρχ. 51.300 (5.847.000: 114 θέσεις) και ανά τετραγωνικό μέτρο σε δρχ. 1.650 (5.847.000 : 3.545 τ.μ.). Η συμφωνημένη προσαύξηση σε ποσοστό 15% κάθε έτος ήταν υψηλότερη από τον ετήσιο προϋπολογισμό, ανταποκρινόταν στις συναλλακτικές συνθήκες του χρόνου εκείνου και δη κάλυπτε τον πληθωρισμό και άφηνε ένα λογικό περιθώριο κέρδους αποδόσεως ακινήτων. Όμως, λόγω της συνδρομής των ειδικών συνθηκών, ήτοι σημαντική ετησίας μείωσης του πληθωρισμού, στον οποίο κυρίως στηρίχτηκαν τα μέρη, μεταβλήθηκε η εναρμόνιση και αναλογία της προσαύξησης του μισθώματος με τον ετήσιο πληθωρισμό, ο οποίος παρείχε και στη μισθώτρια τη δυνατότητα αντίστοιχης αύξησης της αμοιβής της. Έτσι ενώ το αρχικό μίσθωμα είχε οριστεί σε 5.847.000 δρχ., στο πέμπτο έτος της μισθώσεως (Απρίλιος 1998 - Μάρτιος 1999) ανήλθε σε 10.266.640 δρχ., αν δε συνεχιστεί η προσαύξηση του μισθώματος με ποσοστό 15%, τότε μισθωτικό έτος Απριλίου 1999 - Μαρτίου 2000 ανέρχεται σε 11.760.636 δρχ. Εξάλλου η εκκαλούσα, προς υποστήριξη του -αιτήματος της για μείωση του μισθώματος στον εκάστοτε ετήσιο πληθωρισμό, επικαλείται και προσκομίζει τα παρακάτω συγκριτικά στοιχεία, που επιβεβαιώνονται και από τους μάρτυρες της, σύμφωνα με τα οποία ,για σταθμούς αυτοκινήτων στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας καταβάλλεται μίσθωμα α) δρχ. 9,300.000 μηνιαίως από 15-12-2000, αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 5% ετησίως, για τον ευρισκόμενο επί των οδών ... στη ..., επιφανείας 10.018 τ.μ., με 334 θέσεις στάθμευσης, από τις οποίες οι 30 διατίθενται δωρεάν, β) δρχ. 5.220.000 μηνιαίως, από 12-6-2001 με ετήσια αναπροσαρμογή ίση με το ποσοστό του πληθωρισμού, πλέον 1,5%, για τον ευρισκόμενο επί της οδού .... επιφανείας 3.011 τ.μ. με 100 θέσεις στάθμευσης, γ) δρχ. 3.041.750 μηνιαίως, από 31-12-1997 αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 15% ετησίως και από 1-1-1999 κατά ποσοστό 11% ετησίως, για τον ευρισκόμενο επί της οδού ..., με 320 περίπου θέσεις στάθμευσης. Το παραπάνω πρώτο συγκριτικό στοιχείο είναι εντελώς απρόσφορο προς σύγκριση, γιατί βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το επίδικο μίσθιο και σε υποβαθμισμένη περιοχή. Τα άλλα δύο συγκριτικά στοιχεία είναι αντιφατικά μεταξύ τους ως προς το ύψος της προσαύξησης, σε σχέση με τον πληθωρισμό, ενώ και τα τρία ως άνω συγκριτικά στοιχεία δεν προσφέρονται επαρκώς προς σύγκριση γιατί δεν προκύπτει, ότι είναι της ίδιας κατασκευής και αν διαθέτουν τον ίδιο εξοπλισμό με το επίδικο μίσθιο, το οποίο κατά τη σύναψη της μίσθωσης ήταν καινουργές και πλήρως εξοπλισμένο για τη χρήση που προορίζεται. Εν όψει όλων αυτών και με βασικό κριτήριο τη σημαντική, όπως προαναφέρθηκε, μείωση του πληθωρισμού και την εντεύθεν δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ήτοι λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της συμβατικής προσαύξησης, σε ποσοστό 15%, είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που διαταράχθηκε και πρέπει να γίνει περιστολή της συμφωνημένης προσαύξησης από το ποσοστό 15% σε ποσοστό 6% ετησίως, με κρίσιμο χρόνο την επίδοση της αγωγής...". Με βάση τα περιστατικά αυτά, το Εφετείο, κατά παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος - αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την πρωτόδικο απόφαση και, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή, καθόρισε το ποσοστό της σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος του επίδικου μισθίου ακινήτου σε ποσοστό 6% ετησίως επί του εκάστοτε καταβαλλομένου μισθώματος του προηγουμένου έτους, από της επιδόσεως της αγωγής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, που εφαρμόσθηκε, εφ' όσον τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ανελέγκτως, ήτοι η σημαντική μείωση του πληθωρισμού, στον όποιο κυρίως στηρίχθηκαν τα συμβαλλόμενα μέρη, στηρίζουν την διαγνωσθείσα έννομη συνέπεια της δυσαναλογίας μεταξύ της παροχής και αντιπαροχής, που επέβαλλε, σύμφωνα με την καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη, την περιστολή της συμφωνημένης ετήσιας προσαυξήσεως του μισθώματος από 15% (που είχε συμφωνηθεί) σε ποσοστό 6%. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, της προαναφερομένης ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για την, καλά τα ανωτέρω, παραδοχή κατά ένα μέρος της αγωγής, ως βάσιμης (και όχι εξ ολοκλήρου), διότι αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που αναλύονται ανωτέρω και απαιτούνται για την αναπροσαρμογή του μισθώματος στα επίπεδα που δέχθηκε, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ύπαρξη ή μη των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως της, ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ενώ: α) οι υπό στοιχείο 1 έως 5 αιτιάσεις που περιέχονται στον λόγο αυτό, δεν συνιστούν αντίφαση της αιτιολογίας, ως προς το απρόσφορο του συγκριτικού στοιχείου που αναφέρεται στον ευρισκόμενου επί των οδών ..., στη ...., σταθμό αυτοκινήτων, για το οποίο το Εφετείο δέχθηκε κυρίως ότι είναι "εντελώς" απρόσφορο προς σύγκριση γιατί βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το επίδικο μίσθιο και σε υποβαθμισμένη περιοχή", εφ' όσον η δευτέρα αιτιολογία, κατά το μέρος που αναφέρεται σ' αυτό, ήτοι ότι "δεν προσφέρονται επαρκώς προς σύγκριση, γιατί δεν προκύπτει ότι είναι της ίδιας κατασκευής και αν διαθέτουν του ίδιο εξοπλισμό με το επίδικο μίσθιο..." είναι πλεοναστική και βασίζεται σε άλλα πραγματικά περιστατικά. β) οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην πληρέστερη ανάλυση και ανάπτυξη του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο, όμως, στην απόφαση εκτίθεται σαφώς.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν η δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και έτσι θεμελιώνουν το αίτημά των. Επομένως, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων, τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ωσαύτως, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ουσιώδη ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Κατά την διάταξη δε του άρθρου 559 αριθμός 9 του Κ.Πολ.Δ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα απ' όσα ζητήθηκαν ή άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως αίτηση, η μη εκδίκαση της οποίας ιδρύει τον λόγο αυτό αναιρέσεως, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης ή κάθε μη αυτοτελής αίτηση αυτών στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, που προκαλεί ενέργεια του δικαστηρίου και αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης. Ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε στο διατακτικό ή στις αιτιολογίες με προσόντα διατακτικού, επί της αιτήσεως. Τέλος, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 του Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή, αξιολόγηση του καθενός από αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθμός 11 περιπτ. γ' του Κ.Πολ.Δ λόγο αναιρέσεως. Ο λόγος, όμως, αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο και δέκατο καθώς και πέμπτο λόγους αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο, αντιστοίχως, δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που ο αναιρεσείων είχε προτείνει παραδεκτώς, με προσθέτους λόγους της εφέσεώς του και τις προτάσεις του, έλαβε δε υπ' όψη τον μη προταθέντα από τον αναιρεσίβλητο ισχυρισμό ότι "το επίδικο μίσθιο.... ήταν καινουργές κατά την σύναψη της μισθώσεως...". Οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, διότι τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν "πράγματα", υπό την εκτεθείσα στην μείζονα πρόταση έννοια, ήτοι αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, αλλά τα μεν συγκροτούντα τους τέταρτο και δέκατο λόγους αναιρέσεως πραγματικά περιστατικά συνιστούν επιχειρήματα του αναιρεσείοντος (έστω και αν προτάθηκαν με τους προσθέτους λόγους της εφέσεώς του), τα δε συγκροτούντα τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως συνιστούν περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις. Ωσαύτως, με τους έκτο και όγδοο λόγους αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11 εδ. γ του Κ.Πολ.Δ, επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί του αποδεικτικού πορίσματος, τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει προς απόδειξη της βάσεως της αγωγής του. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, διότι με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, το Εφετείο βεβαιώνει ότι, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περί του αποδεικτικού πορίσματος, έλαβε υπόψη και "...όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι". Από την βεβαίωση δε αυτή, και την αιτιολογία και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα που αναφέρονται στο αναιρετήριο, έστω και αν δεν γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση εκάστου τούτων. Εξάλλου, με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 και 9 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και άφησε αδίκαστο το επικουρικό αίτημα της αγωγής του, σύμφωνα με το οποίο ζήτησε "επικουρικώς να καθοριστεί από τους μηνός Απριλίου 1999 προσαύξηση (του μισθώματος) ίση με τον εκάστοτε ετήσιο πληθωρισμό". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, έλαβε υπ' όψη τον ισχυρισμό, στον οποίο εστηρίζετο το ανωτέρω αίτημα του αναιρεσείοντος και αποτελούσε την επικουρική, εκ του άρθρου 288 ΑΚ, βάση της αγωγής του, και απεφάνθη επ' αυτού, δεχόμενο κατά ένα μέρος την αγωγή και καθορίζοντας την προσαύξηση, του μισθώματος σε ποσοστό 6% επί του μισθώματος του προηγουμένου έτους, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Τέλος, με τον ένατο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, επειδή το Εφετείο, με την παραδοχή του ότι "η συμφωνημένη προσαύξηση σε ποσοστό 15% κάθε έτος ήτο υψηλότερη από τον ετήσιο πληθωρισμό, ανταποκρινόταν στις συναλλακτικές συνθήκες του χρόνου εκείνου και δη κάλυπτε τον πληθωρισμό και άφηνε ένα λογικό περιθώριο κέρδους αποδόσεως ακινήτου", επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε στο αναιρεσίβλητο, άλλως επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, διότι η ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου δεν αφορά σε "αίτηση" του ήδη αναιρεσιβλήτου, ο οποίος αρνήθηκε την αγωγή, ούτε περιέχει αναγνωριστική διάταξη υπέρ αυτού, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-1-2008 αίτηση της Α.Ε., υπό την επωνυμία "ΤΕΧΝΙΚΗ - ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΙΛΗΣ Α.Ε.", περί αναιρέσεως της 1597/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου