Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Α.Π. 806/2019 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ – ΑΝΤΙΣΥΝΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΤΑΞΗΣ – ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ



Α.Π. 806/2019 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ – ΑΝΤΙΣΥΝΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΤΑΞΗΣ – ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ - Οι διατάξεις του αρ. 4 περ. γ' του Ν. 4092/2012 είναι ανίσχυρες, ως

αντισυνταγματικές, κι επομένως το Εφετείο που απέρριψε ως μη νόμιμο, τον 1ο λόγο της έφεσης του ΕΚ, που εμπεριείχε την ένσταση περιορισμού της ευθύνης του σε ποσοστό 80% για τον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων και σε ποσοστό 85% για τη 2η αναιρεσίβλητη, ως προς τις αξιώσεις αυτών αποζημίωσης από αδικοπραξία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και η οποία ένσταση είχε προταθεί παραδεκτά από το ΕΚ το πρώτον στο Εφετείο ως οψιγενής ισχυρισμός, διότι η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιογόνου οχήματος ανακλήθηκε στις 8-2-2013, δηλαδή μετά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε και δεν εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη – Απόρριψη λόγου αναίρεσης (άρθρ. 19 Π.Δ. 237/1986, 6 ΕΣΔΑ)

ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ ΑΠΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΣΕ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ – ΖΗΜΙΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΜΕ ΖΗΜΙΟΓΟΝΟ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ – Εν προκειμένω ορθώς το Εφετείο δέχεται ότι μεταξύ του τροχαίου ατυχήματος και του αποτελέσματος αυτού με την επιβάρυνση της υγείας του παθόντα από τον τραυματισμό του υπάρχει πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, διότι στην επίταση αυτή συνετέλεσε άμεσα ο τραυματισμός στο τροχαίο ατύχημα, μέχρι το οποίο ο παθών δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων ήταν λειτουργικός και ότι χωρίς τον τραυματισμό του δεν θα επιβαρυνόταν η υγεία του – Απόρριψη λόγου αναίρεσης (932, 297 ΑΚ)

Αριθμός 806/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Ελένη Φραγκάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην ….και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικού διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΑΕ", της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του ... - Πλατή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Ξ. του Κ., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος Κ. Ξ., 2) Ε. συζ. Β. Ξ., ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος Κ. Ξ. και 3) Α. Ξ. του Β., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος Κ. Ξ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ασημακόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-10-2012 αγωγή της ήδη 2ης των αναιρεσιβλήτων και του ήδη αποβιώσαντος Κ. Ξ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 492/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2543/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 1η-2-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 1-2-2017 (αρ. κατ. 77/2017) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 2543/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρ. 681Α ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νόμιμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).

Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, προκύπτει, ότι σε τροχαίο ατύχημα, που συνέβη στις 7-8-2012 στην επαρχιακή οδό ..., ο Π. Λ., μη διάδικος σήμερα, κατά την εκτέλεση οπισθοπορείας του ΙΧΦ αυτοκινήτου, που οδηγούσε (τύπου αγροτικού), του οποίου την αστική ευθύνη έναντι των τρίτων ζημιούμενων κάλυπτε η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ... AAE, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε και στη θέση της υπεισήλθε (άρθρο 25 παρ. 4 Ν. 489/1976) το ήδη αναιρεσείον ... και χάριν συντόμευσης ΕΚ, τραυμάτισε την ήδη 2η αναιρεσίβλητη και τον Κ. Ξ. (υιό αυτής), οι οποίοι ήταν πεζοί. Ο Κ. Ξ. απεβίωσε στις 6-1-2015 (βλ. σελ. 2α της προσβαλλόμενης απόφασης), δηλαδή, πριν από την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και συνεπώς παραδεκτά το αναιρεσείον απευθύνει την αίτηση αναίρεσης σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ανωτέρω δικαιοπαρόχου τους (υιού του 1ου και της 2ης και αδελφού της 3ης των αναιρεσιβλήτων), οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη παραδεκτά με την ανωτέρω ιδιότητά τους, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης (ΑΠ 988/2018, ΑΠ 1046/2017).

Εξάλλου, ο Κ. Ξ. και η ήδη 2η αναιρεσίβλητη μητέρα του (παθόντες), άσκησαν εναντίον των υποχρέων, (οδηγού και ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιογόνου αυτοκινήτου), την από 22-10-2012 (αρ. κατ. 6659/2012) αγωγή, με την οποία αξίωναν αποζημίωση από αδικοπραξία (για θετικές ζημίες) και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 492/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ασκήθηκαν εκατέρωθεν αντίθετες εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ΕΚ, ως ουσιαστικά αβάσιμη και δέχθηκε την έφεση των παθόντων και ειδικότερα, της 2ης αναιρεσίβλητης - παθούσας, ατομικά, αλλά και όλων των ήδη αναιρεσιβλήτων, ως καθολικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Κ. Ξ., ο οποίος στο μεταξύ είχε αποβιώσει (δύο ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στις 8-1-2015). Το Εφετείο εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και διακράτησε την αγωγή, την οποία δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε τα ποσά, που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασής του (αυξημένα έναντι των επιδικασθέντων ποσών από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο).

Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του Π.Δ. 237/1986, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, μεταξύ άλλων και όταν: α) αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, β) Το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση (ανασφάλιστο αυτοκίνητο)... γ)..., δ) Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου.... Κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4092/2012 "η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ. 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος".

Με το άρθρο τέταρτο του Ν. 4092/2012 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Π.Δ. 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ' του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, το οποίο προβλέπει εκτός άλλων "2. Η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α' και β' της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου (ατύχημα από όχημα άγνωστο, ατύχημα από όχημα ανασφάλιστο), δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ' της προηγούμενης παραγράφου (ατύχημα σε περίπτωση οριστικής ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή πτωχεύσεως αυτού), το συνολικό ποσό για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα: α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής, β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ, γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατο όριο 8.750 ευρώ, δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ, ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ, στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία... Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση".

Η ανωτέρω κανονιστική εθνική ρύθμιση κατά το μέρος με την οποία περιορίζεται το συνολικό ποσό αποζημίωσης του παθόντος σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρείας, όπως στην ένδικη περίπτωση, σε ορισμένο μόνο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και με ανώτατο ποσό 100.000 ευρώ, δεν σκοπεί στον καθορισμό του δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου ή του περιεχομένου του δικαιώματος αυτού, που εμπίπτει κατ' αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αντίθετα περιορίζει τη σύμφωνη με τις οδηγίες 72/166/ΕΟΚ και 84/5/ΕΟΚ κάλυψη, που παρέχει η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από ασφαλιστική εταιρεία ή από άλλο φερέγγυο πρόσωπο και καταλύει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ανωτέρω οδηγιών (ΔΕΚ C- 277/2012 Drozdovs, ΔΕΚ C- 348/98 Fereira thw).

Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω αναφερόμενες οδηγίες και την σκοπούμενη με αυτές μεταχείριση των παθόντων. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη του τέταρτου άρθρου του Ν. 4092/2012 με τη θέσπιση περιορισμού σε ορισμένο ποσοστό της πλήρους αποζημίωσης και κατά ανώτατο όριο ποσού 100.000 ευρώ, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, διότι μόνη η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό χωρίς κόστος για τους παθόντες από τροχαία ατυχήματα, όπως με την υποχρέωση αυτού να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω αύξησης των εσόδων του, του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών, με την προληπτική επιτήρηση και τον αποτελεσματικό έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και με τη μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των οχημάτων που κυκλοφορούν χωρίς να καλύπτεται η έναντι τρίτων αστική ευθύνη με σύμβαση ασφάλισης. Τέλος, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει το ύψος της αποζημίωσης στα αναφερόμενα σ' αυτή ποσοστά και κατ' ανώτατο ποσό σε 100.000 ευρώ καταργεί δραστικά την αστική αυτή απαίτηση των παθόντων για αποκατάσταση της ζημίας τους και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε για σωματικές βλάβες σε τροχαίο ατύχημα.

Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με την οποία κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, η οποία επίσης προστατεύεται από το άρθρο 17 του ισχύοντος Συντάγματος, αφού η ανωτέρω διάταξη τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου, το οποίο ουσιαστικά επιχειρείται να διασφαλιστεί με την ως άνω διάταξη, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική έκθεση του Ν. 4092/2012, κατά την οποία με τις διατάξεις αυτές σκοπείται να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, με τη στάθμιση των υποχρεώσεών του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω του ιδιαίτερου επικουρικού σκοπού αυτού (ΑΠ Ολ. 3/2019).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως...". Με το ανωτέρω άρθρο, καθ` ο μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα κα νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας, θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων, στα οποία αφορά η σύμβαση τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται συνεπώς για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίασή της εμπίπτει στο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διατάξεως, όταν πολιτικό δικαστήριο που πληροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεως, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία για τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του, εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού δικαίου, αλλά η πλημμέλεια αυτής της αποφάσεως ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 322/2019, ΑΠ 1304/2017, ΑΠ 1448/2011).

Με το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 1650/2018).

Με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης το αναιρεσείον ... αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να απορρίψει ως μη νόμιμη την ένσταση ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης του, κατά ποσοστό 80% για τον 1ο εφεσίβλητο, Κ. Ξ., δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων και κατά ποσοστό 85% για τη 2η εφεσίβλητη και ήδη 2η αναιρεσίβλητη για τις αξιώσεις αυτών από αδικοπραξία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 36.559,40 και 17.000 ευρώ αντίστοιχα, την οποία ένσταση το αναιρεσείον ΕΚ είχε προβάλει με τον 1ο λόγο της έφεσής του, παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, ως οψιγενή ισχυρισμό, λόγω της υπεισέλευσής του στη θέση της αρχικής υπόχρεης ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιογόνου αυτοκινήτου, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε στις 8-2-2013, μετά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (28-1-2013), διότι, δήθεν, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, ο περιορισμός της ευθύνης του ΕΚ, αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος και του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ Α) παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του Ν. 489/1976, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 εδ. γ' του Ν. 4092/2012, αν και συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της, καθώς επίσης Β) παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις του άρθρου 17 Συντάγματος, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, αν και δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, διότι τα πραγματικά περιστατικά, που το Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου.

Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο σύμφωνα με τις παραδοχές του δέχτηκε τα ακόλουθα: "Τέλος ο σχετικός λόγος έφεσης του Επικουρικού Κεφαλαίου περί περιορισμού της ευθύνης του σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο περ. γ' του Ν. 4092/2012 είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο γιατί για τις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων που γεννήθηκαν στις 7-8-2012 (ημέρα ατυχήματος) πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου (8-11-2012) οι διατάξεις του εδ. στ' περ. 3 του άρθρου 4 Ν. 4092/2012 που ορίζουν ότι "η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου..." είναι πρωτίστως ανίσχυρες, επειδή καταργώντας εν όψει του περιεχομένου τους, αναδρομικά, και τις υφιστάμενες δηλαδή κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου 4092/2012, λόγω του επισυμβάντος μέχρι τότε, ενοχικές αξιώσεις, όπως τις επίδικες έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έχει κυρωθεί, μαζί με τη σύμβαση, με το ν.δ. 53/1974, με υπερνομοθετική κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος ισχύ, καθόσον στην περιουσία που προστατεύεται από τα παραπάνω άρθρα περιλαμβάνονται, πλην άλλων και οι απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία δικαστικής ικανοποίησής τους, βάσει του ισχύοντος πριν την προσφυγή στα δικαστήρια νομοθετικού καθεστώτος (Ολ.ΑΠ 40/989) όπως εν προκειμένω. Παράλληλα δεν συντρέχουν λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή ωφέλειας που δικαιολογούν την παραπάνω αναδρομική κατάργηση, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔA...".

Σύμφωνα όμως, με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη μείζονα σκέψη, οι διατάξεις του αρ. 4 περ. γ' του Ν. 4092/2012 είναι ανίσχυρες, ως αντισυνταγματικές, για τους λόγους, που προαναφέρθηκαν. Επομένως το Εφετείο που κατά τις ανωτέρω παραδοχές του απέρριψε ως μη νόμιμο, τον 1ο λόγο της έφεσης του ΕΚ, που εμπεριείχε την ένσταση περιορισμού της ευθύνης του σε ποσοστό 80% για τον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων και σε ποσοστό 85% για τη 2η αναιρεσίβλητη, ως προς τις αξιώσεις αυτών αποζημίωσης από αδικοπραξία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και η οποία ένσταση είχε προταθεί παραδεκτά από το ΕΚ το πρώτον στο Εφετείο ως οψιγενής ισχυρισμός, διότι η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιογόνου οχήματος ανακλήθηκε στις 8-2-2013, δηλαδή μετά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (28-1-2013), ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε και δεν εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 παρ. γ' του Ν. 4092/2012, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που όμως στηρίζει ορθό διατακτικό, την οποία δεν παραβίασε ευθέως, ενώ επίσης ορθά εφάρμοσε την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 17 του ισχύοντος Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, για την προστασία της ιδιοκτησίας, καθώς επίσης, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, εφόσον το Εφετείο δεν στέρησε στο αναιρεσείον ΕΚ τη δυνατότητα να εκθέσει τα παράπονά του και το δικαίωμα πρόσβασης σε δίκαιη και ασφαλή κρίση από αμερόληπτο Δικαστήριο. Επομένως, δεν ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1Περ. α' ΚΠολΔ και όσα αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον ΕΚ με τον 1ο αναιρετικό λόγο κρίνονται απορριπτέα. Συνακόλουθα, ύστερα από την αντικατάσταση του ανωτέρω αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης, που στηρίζει ορθό διατακτικό, με τις ανωτέρω ορθές αιτιολογίες κατ' άρθρ. 578 ΚΠολΔ (ΑΠ 274/2018, ΑΠ 1479/2013), πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ο 1ος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 914 Α.Κ. όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. προκύπτει, ειδικότερα, ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντα απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά παράνομη συμπεριφορά του δράστη, συνιστάμενη σε πράξη ή παράλειψή του, που, με την εξαίρεση των περιπτώσεων αντικειμενικής ευθύνης, πρέπει να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλειά του και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς, πράξης ή παράλειψης, και της ζημίας που επήλθε, περιουσιακής ή μη. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ορισμένης πράξης ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 Α.Κ., εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη, αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό. Το ζήτημα αν η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή, αντικειμενικά εξεταζόμενη, να επιφέρει τη ζημία ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο και μάλιστα από την άποψη της παραβιάσεως ή μη των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που διαπιστώθηκαν στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, το ζήτημα αν η πράξη ή παράλειψη υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αποτελεί κρίση περί τα πράγματα και συνεπώς, διαφεύγει τον αναιρετικό έλεγχο περί όλων των ανωτέρω (ΑΠ 526/2011). Εξάλλου, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσαν και ιδιαίτερες περιστάσεις του βλαβέντος ή ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος ή όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός, το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα, που έχει επέλθει, στην επίταση όμως αυτή συντείνει η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ήδη το βλαπτόμενο πρόσωπο εξαιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 128/2017).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ "...σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης...". Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του Δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ' αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης.

Επίσης, πλέον όσων έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, ήτοι του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του μεγέθους της προσβολής, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών κ.λπ., να επιδικάσει ή όχι στον παθόντα, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη (ή ψυχική οδύνη), να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής, που θεωρεί εύλογο. Οι ως άνω συνθήκες (βαθμός πταίσματος, μέγεθος προσβολής, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.) λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και επομένως δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση κάποιας από αυτές ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων τους στην απόφαση, να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 600/2018, ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012, ΑΠ 1166/2009).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες.

Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1046/2017, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 1351/2011). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 301/2018, ΑΠ 53/2018, 198/2015).

Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του ως άνω άρθρου για ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο της ουσίας ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, καθόσον ο κανόνας αυτός προσδιορίζει το ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια και αντιφατικότητα αυτών και όλες οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλ. τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή αβάσιμο της αγωγής ή άλλης αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησης. Διαφορετικά ο σχετικός αναιρετικός λόγος είναι αόριστος και απορριπτέος, χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωσή του με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα ή την προσβαλλομένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 200/2018, ΑΠ 1572/ 2018, ΑΠ 1650/2018, ΑΠ 1046/2017).

Με τον 2ο αναιρετικό λόγο, που σημειωτέον αφορά τους αναιρεσιβλήτους, με την ιδιότητά τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του δικαιοπαρόχου τους, Κ. Ξ., το αναιρεσείον αποδίδει την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών κανόνων δικαίου των άρθρων 914, 297, 298 του ΑΚ, καθώς επίσης του άρθρου 932 του ΑΚ, η οποία, αν και δεν αναφέρεται αριθμητικά, το πραγματικό της προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, από όλο το περιεχόμενο του αναιρετηρίου (ΑΠ 1572/2018) και συνεπώς κατά τούτο ο λόγος αναίρεσης κρίνεται αρκούντως ορισμένος, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, αναφορικά με τη συνδρομή αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της ζημιογόνου πράξης (τροχαίου ατυχήματος) και των σωματικών βλαβών, που δήθεν υπέστη κατά τον τραυματισμό του ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων κατά το ένδικο ατύχημα και των εξαιτίας αυτού αξιώσεών του για αποζημίωση από αμοιβές αποκλειστικής νοσοκόμου και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και έτσι στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω ουσιαστικών κανόνων δικαίου, τους οποίους επίσης το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα αξιώνοντας λιγότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί για την εφαρμογή τους.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος η προσβαλλόμενη απόφαση 1) δεν εξηγεί τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των σωματικών βλαβών που υπέστη ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων (κάκωση ώμου ΔΕ, θώρακας κοιλίας, κάταγμα Δ βραχιονίου) με την οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου ΙΙ - τραχειοστομία, λόγω προϋπάρχουσας εκτεταμένης σκολίωσης ΘΜΣΣ οπίσθιας σπονδυλοδεσίας και τις αμφοτερόπλευρες πυραμιδικές εκδηλώσεις κάτω άκρων, που προϋπήρχαν του ατυχήματος, 2) έχει ασαφή αιτιολογία, διότι, αν και κατά τον προσδιορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έλαβε υπόψη το ποσοστό αναπηρίας 80%, που καθόρισε η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του ΚΕΠΑ για το διάστημα από 20-5-2013 έως 31-5-2015, δεν εξειδικεύει εάν η ανωτέρω αναπηρία του παθόντα προκλήθηκε μόνο από το κάταγμα του ΔΕ βραχιονίου ή και από τις άλλες σωματικές βλάβες που προϋπήρχαν και 3) έχει ανεπαρκή αιτιολογία ως προς το είδος και τη βαρύτητα του τραυματισμού του παθόντα κατά την επιδίκαση του ποσού των 75.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι δεν εξειδικεύει, εάν έλαβε υπόψη μόνο το κάταγμα του ΔΕ βραχιονίου ή και τις προϋπάρχουσες σωματικές βλάβες (εκτεταμένη σκωλίωση ΘΜΣΣ οπίσθιας σπονδυλοδεσίας, χειρουργηθείσας προς 25ετίας και κάταγμα αριστερού ισχύου, χειρουργηθέν το έτος 2011).

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα των σωματικών βλαβών, που υπέστη ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων και της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτών και του τροχαίου ατυχήματος, δέχτηκε τα ακόλουθα, κατά ακριβή λεκτική αντιγραφή: "Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες αμέσως μετά το ατύχημα μεταφέρθηκαν αρχικά στο Νοσοκομείο …. όπου διαπιστώθηκε ότι ο μεν πρώτος ενάγων Κ. Ξ. υπέστη κάκωση ώμου (ΔΕ), θώρακα κοιλίας...σύμφωνα με το υπ' αρ. πρωτοκόλλου ….12/28-8-2012...πιστοποιητικό του Νοσοκομείου ….... Επίσης αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων Κ. Ξ. μεταφέρθηκε με ιδιωτικό ασθενοφόρο στις 8-8-2012 στο …. Νοσοκομείο όπου νοσηλεύθηκε έως και 29-8-2012 και την 22-8-2012 χειρουργήθηκε για το υποκεφαλικό κάταγμα δεξιού βραχιονίου. Στο Νοσοκομείο "…." τον εξήτασε την 23-8-2012 κατ' εντολή της ασφαλιστικής εταιρείας "... Α.Α.Ε." ο ορθοπεδικός ιατρός Κ. Μ., ο οποίος στην από 23-8-2012 ιατρική του έκθεση αναφέρει εκτός των άλλων, ότι ο ασθενής δηλαδή ο πρώτος ενάγων Κ. Ξ. εξετάσθηκε μόλις μεταφέρθηκε από τη μονάδα. όπου παρέμεινε μια ημέρα για μετεγχειρηματική παρακολούθηση, λόγω περιορισμένης αναπνευστικής ικανότητας επί εδάφους βαρείας χειρουργημένης σκολίωσης, ότι κατά την ημέρα εξέτασης (23-8-2012) αυτός αδυνατούσε να εγερθεί από μόνος του, λόγω μη πλήρους αποκατάστασης του κατάγματος αριστερού ισχίου, για το οποίο είχε χειρουργηθεί τον Αύγουστο του 2011, η δε ικανότητά του για βάδιση δεν εξετάσθηκε λόγω του προσφάτου χειρουργείου στις 22-8-2012. Επίσης αναφέρεται στην ως άνω έκθεση ότι η αποκατάσταση από το κάταγμα δεξιού βραχιονίου, που είχε υποστεί ο δεύτερος ενάγων κατά το ένδικο ατύχημα προβλέπεται πλήρης με πιθανότητα αφαίρεσης των υλικών οστεοσύνθεσης σε 18 μήνες και τέλος ότι αυτός παρουσιάζει περιορισμένη αναπνευστική ικανότητα επί εδάφους βαρείας χειρουργημένης σκολίωσης.

Στις 29-8-2012 μεταφέρθηκε από το Νοσοκομείο "…." στο ΓΣΝ ... Νοσοκομείο, επειδή αντιμετώπιζε αναπνευστικά προβλήματα όπου νοσηλεύθηκε στη ΜΕΘ του εν λόγω Νοσοκομείου από 29-8-2012 μέχρι 17-9-2012 και στην Πνευμονολογική Κλινική αυτού από 17-9-2012 μέχρι 19-2-2013 με διάγνωση οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου II - τραχειοστομία σε έδαφος εκτεταμένης σκολίωσης ΘΜΣΣ οπίσθιας σπονδυλοδεσίας, χειρουργηθέντος κατάγματος (ΔΕ) βραχιονίου και λοίμωξη αναπνευστικού, κινητικές διαταραχές ΔΕ άνω άκρου λόγω χειρουργηθέντος κατάγματος ΔΕ βραχιονίου συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος, αμφοτερόπλευρες πυραμιδικές εκδηλώσεις κάτω άκρων εφαρμογή μη επεμβατικού αερισμού με συσκευή BIPAR S/T μέσω τραχειοστομίας (βλ. το από 19-2-2013 εξιτήριο ΓΣΝ… ... Νοσοκομείου - Πνευμον/κή Κλινική). Επίσης καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας στην Πνευμονολογική Κλινική του ΓΣΝ… ... ο πρώτος ενάγων έχοντας υποβληθεί σε τραχειοστομία ευρίσκετο κλινήρης υπό συνεχή οξυγονοθεραπεία, λόγω αναπνευστικής ανεπάρκειας στα πλαίσια βαρείας κυφοσκολίωσης και υποκεφαλικού κατάγματος δεξ. βραχιονίου, καθώς και σε πρόγραμμα φυσιοθεραπείας. Ο πρώτος ενάγων πριν το ατύχημα εργαζόταν στο Δήμο …. ως μόνιμος υπάλληλος κατηγορίας ΔΕ, κλάδου ΔΕ 14 ελεγκτών ΟΤΑ από 26-6-1991. Απολύθηκε δε από την εργασία του την 16-4-2014 για σωματική ανικανότητα (βλ. 477/2014 απόφαση Δημάρχου ……).

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η προ του ενδίκου ατυχήματος κατάσταση της υγείας του πρώτου ενάγοντος Κ. Ξ. ήταν επιβαρημένη, καθόσον αυτός είχε χειρουργηθεί προ 25ετίας από σκολίωση Σπονδυλικής στήλης, ενώ τον Αύγουστο του 2011 χειρουργήθηκε λόγω διατροχαντηρίου κατάγματος αριστερού ισχίου. Ωστόσο όμως αυτός κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, εργαζόταν κανονικά στο Δήμο …. μέχρι 6-8-2012, οπότε έλαβε την κανονική ετήσια άδεια, δηλαδή μία ημέρα πριν το ατύχημα, η οποία (άδεια) διεκόπη την 7-8-2012 λόγω του ενδίκου ατυχήματος (βλ. την υπ' αριθμ. πρωτ. ….27/28-3-2013 βεβαίωση Δημάρχου ….). Μετά όμως το ένδικο ατύχημα και εξ αιτίας αυτού η υγεία του δευτέρου ενάγοντος όχι μόνο δεν αποκαταστάθηκε αλλά αντίθετα επιβαρύνθηκε και συγκεκριμένα εμφάνισε όπως προαναφέρθηκε, σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα συνεπεία των οποίων υποβλήθηκε σε μόνιμη τραχειοστομία, ενώ επίσης εμφάνισε υπολειμματική μόνιμη κινητικότητα στα χειρουργηθέντα κατάγματα δεξιού βραχιονίου. Μετά δε από αξιολόγηση από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕΠΑ ο δεύτερος ενάγων για τις προαναφερόμενες σωματικές του βλάβες που συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα (πρβλ. ΑΠ 1257/2001 Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ") καθώς και την υπολειμματική κινητικότητα των κάτω άκρων και εξεσημασμένη κυφοσκολίωση που προϋπήρχαν του ατυχήματος, κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 80% κατά ιατρική πρόβλεψη από 20-5-2013 έως 31-5-2015 (βλ. την υπ' αριθμ. 09905/ 2013/5993/6-9-20103 απόφαση επιτροπής ΚΕΠΑ γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας). Πρέπει να λεχθεί ότι η προδιάθεση του συγκεκριμένου παθόντος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σε σχέση με τις προ του ατυχήματος παθήσεις του δεν επηρεάζουν την εξέλιξη της αιτιώδους διαδρομής μεταξύ ατυχήματος και της ζημίας που επήλθε από αυτό. Επομένως όσα ισχυρίζεται το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο με τους συναφείς λόγους της έφεσής του περί ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ενδίκου ατυχήματος και των προαναφερομένων προβλημάτων υγείας του δευτέρου ενάγοντος συνεπεία των οποίων νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο "…" και ΓΣΝ.. ... και υποβλήθηκε στις δαπάνες που θα αναφερθούν παρακάτω είναι απορριπτέα ως αβάσιμα...".

Με τις ως άνω παραδοχές του το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί ύπαρξης πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του τροχαίου ατυχήματος και των σωματικών βλαβών, που επήλθαν ως αποτέλεσμα αυτού, στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 914 σε συνδ. 297, 298 και 932 του ΑΚ, διότι τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως αναιρετικά δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν πληρούσαν το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου, τους οποίους δεν παραβίασε ευθέως αξιώνοντας λιγότερα στοιχεία για την εφαρμογή τους, από όσα απαιτεί ο νόμος και συγχρόνως διέλαβε σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου, τους οποίους δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου ως προς το ουσιώδες ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος (τροχαίο ατύχημα) και του αποτελέσματος αυτού (σωματικές βλάβες).

Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, αμέσως μετά το ατύχημα διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο ….με διάγνωση κάκωση ΔΕ ώμου, θώρακα κοιλίας και ότι την επομένη ημέρα (8-8-2012) διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο ….., στην ….., στο οποίο χειρουργήθηκε στις 22-8-2012 για το υποκεφαλικό κάταγμα του δεξιού βραχιονίου και νοσηλεύτηκε συνολικά 21 ημέρες, ότι κατά τη διάρκεια της νοσηλείας αυτής, στις 23-8-2012, εξετάστηκε από τον ορθοπεδικό ιατρό, Κ. Μ., κατ' εντολή της ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο οποίος εκτός των άλλων, διαπίστωσε ότι ο παθών είχε περιορισμένη αναπνευστική ικανότητα επί εδάφους βαρείας χειρουργημένης σκωλίωσης και αδυναμία να εγερθεί λόγω χειρουργηθέντος κατάγματος του αριστερού ισχύου, τον Αύγουστο του 2011, ότι έξη ημέρες μετά την ανωτέρω ιατρική εξέταση (δηλ. Στις 29-8-2012), ο παθών λόγω του αναπνευστικού προβλήματος εισήχθη στη ΜΕΘ του ΓΣΝ… ... και νοσηλεύτηκε επί 20 ημέρες, έως τις 17-9-2012 και ότι ακολούθως μεταφέρθηκε στην Πνευμονολογική κλινική του ΓΣΝ… ..., στην οποία νοσηλεύτηκε έως 19-2-2013, δηλαδή για τέσσερις μήνες και δύο ημέρες με διάγνωση 1) οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου ΙΙ σε έδαφος εκτεταμένης σκωλίωσης ΘΜΣΣ οπίσθιας σπονδυλοδεσίας και υποβλήθηκε σε τραχειοτομία υπό συνεχή οξυγονοθεραπεία, 2) χειρουργηθέν κάταγμα ΔΕ βραχιονίου και κινητικές διαταραχές ΔΕ άνω άκρου, 3) λοίμωξη αναπνευστικού και 4) αμφοτερόπλευρες πυραμιδικές εκδηλώσεις κάτω άκρων.

Επίσης το Εφετείο δέχτηκε ότι πριν 25 έτη από το τροχαίο ατύχημα ο παθών είχε χειρουργηθεί από σκωλίωση της σπονδυλικής στήλης και ότι τον Αύγουστο του 2011 είχε χειρουργηθεί για το κάταγμα του αριστερού ισχύου, πλην όμως ότι η ανωτέρω επιβαρημένη υγεία του δεν τον εμπόδιζε να εργάζεται κανονικά ως μόνιμος υπάλληλος στο Δήμο …. και ότι ήταν λειτουργικός έως την προηγούμενη ημέρα του τροχαίου ατυχήματος (6-8-2012), οπότε είχε λάβει την κανονική του ετήσια άδεια και ότι εξαιτίας του τροχαίου ατυχήματος εμφάνισε σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα για τα οποία υποβλήθηκε σε μόνιμη τραχειοτομία, ότι επίσης το κάταγμα του Δεξιού βραχιονίου κατέλιπε υπολειμματική μόνιμη κινητικότητα και ότι εξαιτίας των ανωτέρω σωματικών βλαβών, που συνδέονται αιτιωδώς με το τροχαίο ατύχημα, σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες παθήσεις, οι οποίες επιτάθηκαν εξαιτίας του τραυματισμού του, κρίθηκε ανάπηρος σε ποσοστό 80% από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή του ΚΕΠΑ.

Συμπερασματικά, το Εφετείο δέχεται ότι μεταξύ του τροχαίου ατυχήματος και του αποτελέσματος αυτού με την επιβάρυνση της υγείας του παθόντα από τον τραυματισμό του υπάρχει πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, διότι στην επίταση αυτή συνετέλεσε άμεσα ο τραυματισμός στο τροχαίο ατύχημα, μέχρι το οποίο ο παθών δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων ήταν λειτουργικός και ότι χωρίς τον τραυματισμό του δεν θα επιβαρυνόταν η υγεία του. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον ΕΚ με την υπό στοιχείο 1 και εν μέρει με την υπό στοιχείο 2 αιτίαση του 2ου αναιρετικού λόγου, αναφορικά με την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα και σε κάθε περίπτωση ως απαράδεκτα, διότι υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης των προαναφερόμενων ουσιαστικών κανόνων δικαίου (914, 297, 298 ΑΚ), το αναιρεσείον επιδιώκει να πλήξει την περί την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού κρίση του Εφετείου, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατ' άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ.

Οι περαιτέρω αιτιάσεις υπό στοιχείο 2 και 3 του ίδιου 2ου αναιρετικού λόγου, που αφορούν ειδικά την επιδίκαση του κονδυλίου χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει επίσης να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον το είδος και η βαρύτητα του τραυματισμού δεν αποτελούν ίδια αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, κατά την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αλλά συνιστούν προσδιοριστικά κριτήρια, που το Δικαστήριο της ουσίας εκτιμά ελεύθερα και η κρίση του δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 αρ. 1 ΚΠολΔ) χωρίς την υπαγωγή του πορίσματος, ως προς την εύλογη χρηματική ικανοποίηση, σε νομική έννοια, ώστε στην περίπτωση αυτή να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επομένως, ο 2ος αναιρετικός λόγος εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, ως ουσιαστικά αβάσιμος, άλλως ως απαράδεκτος κατά τις παραπάνω διακρίσεις.

Κατόπιν όλων αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης για να ερευνηθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. Β'δ' ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το αναιρεσείον λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 1-2-2017 (αρ. κατ. 77/2017) αίτηση για την αναίρεση της υπ' αριθμ. 2543/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α ΚΠολΔ).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο. Και

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος ... τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουλίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ






ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.

 

6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
 
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
 
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: