Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Απόφ.ΑΠ.14/2019 - Κτήση Κυριότητας με έκτακτη Χρησικτησία Πράξεις Άσκησης Νομής Σύμφωνα με το ... κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 Α.Κ. Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ... κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Προκειμένου για ακίνητο ... Χρησικτησία Οι ενάγουσες απέκτησαν δικαίωμα συννομής, κατά ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου επί της ... ζήτημα της απόκτησης πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία της κυριότητας των επιδίκων από τον άμεσο.


Κτήση Κυριότητας με έκτακτη Χρησικτησία Πράξεις Άσκησης Νομής Σύμφωνα με το ... κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 Α.Κ. Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία ..

πάνω στο ... κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Προκειμένου για ακίνητο ... Χρησικτησία Οι ενάγουσες απέκτησαν δικαίωμα συννομής, κατά ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου επί της ... ζήτημα της απόκτησης πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία της κυριότητας των επιδίκων από τον άμεσο... Άλλοι όροι που εντοπίστηκαν: [χρησικτησία]

 
Ο Παράγωγος τρόπος Κτήσης Κυριότητας στην Κληρονομική διαδοχή
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 παρ.1, 1193, 1195, 1198 και 1199 του
Α.Κ., προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου είτε εκ διαθήκης
αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων, κινητών ή ακινήτων
πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομία, όπως
και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο
αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός
(κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή
αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό.
Την ίδια νομολογιακή γραμμή επί του ζητήματος αυτού ακολουθεί και η Α.Π.383/2014.
Διεκδικητική Αγωγή Κυριότητας Ακινήτου
Στην περίπτωση της διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, η οποία θεμελιώνεται
σε παράγωγη κτήση, κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, ο ενάγων αρκεί να προβάλει όσα
περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος. Συγκεκριμένα πρέπει να αναφέρει
στο δικόγραφο της αγωγής του το μεταβιβαστικό της κυριότητας τίτλο και τη μεταγραφή
του, καθώς και ότι ο δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του επιδίκου .

Κτήση Κυριότητας με έκτακτη Χρησικτησία
Πράξεις Άσκησης Νομής
Σύμφωνα με το άρθρο 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα
κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 Α.Κ. Όποιος
απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την
εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία
απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Προκειμένου για ακίνητο, άσκηση νομής
συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό, που προσιδιάζουν στη φύση και τον
προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει ως δικό του.

Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η παραχώρηση σε τρίτο
με ή χωρίς αντάλλαγμα, και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της
κληρονομίας και η μεταγραφή της κλπ.
Κτήση Κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα
Σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου
δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που
ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους.
Καταχρηστική άσκηση Δικαιώματος σύμφωνα με την Διάταξη του ΑΚ 281
Σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου ΑΚ 281, το δικαίωμα θεωρείται
ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η
πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν
δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του
μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε
από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να
συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο.
Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού Δικαιώματος ως Καταχρηστικού
 
Σελίδα 2  
Για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, πρέπει να έχει δημιουργηθεί
στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του
υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το
δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα
κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν
σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου.
Η Αδράνεια του Δικαιούχου ως λόγος Καταχρηστικής άσκησης του Δικαιώματος
Μόνη η αδράνεια επί μακρό χρονικό διάστημα, του δικαιούχου και όταν ακόμα δημιούργησε
στον υπόχρεο την πεποίθηση, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί
πλέον αυτό, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού.

Απαιτείται να συντρέχουν και ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από
την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως η
συμπεριφορά του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου, ενόψει των
οποίων καθώς και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος,
που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε από τις ειδικές συνθήκες και
διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με το άρθρο 281.

Κρίση του Εφετείου ως προς τα πραγματικά περιστατικά της αγωγής
Το Εφετείο, αναφορικά με με την διεκδικητική αγωγή και την προβληθείσα από τους
εναγόμενους ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των
εναγουσών, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων
αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του,
ότι αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά

Κρίση του Εφετείου, ως προς την θέση των Ακινήτων

Τα ακίνητα των διαδίκων βρίσκονται στη θέση ..., σε κορυφή υψώματος, σε απόσταση 1.100
μέτρων περίπου από τον οικισμό ... Ανατολικά αυτών βρίσκεται η χωματερή του Δήμου
Κερκυραίων. Η ευρύτερη περιοχή είναι καθαρά αγροτική με ελαιοκτήματα, είναι εκτός οικισμού
και εκτός σχεδίου και η πρόσβαση στη θέση αυτή γίνεται μέσω αγροτικής οδού, που έχει
διαπλατυνθεί μετά την πυρκαγιά του έτους 2000, μεταβλητού πλάτους 2,5 - 3,5 μέτρων. Η
αγροτική αυτή οδός ξεκινάει από τον δημόσιο (επαρχιακό) δρόμο ..., περνάει δίπλα από το
δημοτικό σχολείο ... και φθάνει στην τοποθεσία ….., όπου βρίσκονται και τα ακίνητα των
διαδίκων, είναι ασφαλτοστρωμένη στα πρώτα 200 μέτρα περίπου και χωματόδρομος σε κακή
κατάσταση στο υπόλοιπο μήκος της. Στους τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων, που αφορούν
αγροτικά ακίνητα στην ίδια περιοχή, εμφανίζονται και άλλες ονομασίες π.χ. …… όμως οι
ονομασίες αυτές δόθηκαν για μεγαλύτερη διάκριση των αγροτικών ιδιοκτησιών που
προέκυψαν από τον διαχωρισμό του αρχικού αγροτικού ακινήτου του ..., απώτατου
δικαιοπαρόχου των διαδίκων.
Απώτατος Δικαιοπάροχος των Ακινήτων
Απώτατος δικαιοπάροχος των ακινήτων αυτών είναι ο ……….... Αυτός ήταν κύριος, νομέας
και κάτοχος ενός μεγάλου ελαιοκτήματος στη θέση ……... τμήματα του οποίου αποτελούν και
τα αναφερόμενα ακίνητα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο μεταβιβάσεων και διανομής μεταξύ
των κληρονόμων αυτού. Η κυριότητα του ... στο μείζον αυτό ακίνητο δεν αμφισβητείται.
Κληρονόμοι του θανόντος
 
Σελίδα 3  
Μετά τον θάνατό του, επελήφθησαν της ακινήτου περιουσίας που κατέλιπε τα τέσσερα
άρρενα τέκνα του Ν., Σ., Θ. και Μ. και η θυγατέρα του Μ.. Το 1890, τα άρρενα τέκνα του ...,
συνέστησαν προικοπαραδοτήριο και προικοδότησαν την αδελφή τους Μ. συζ. Ι. Π., στην
οποία περιήλθε το ακίνητο που περιγράφεται αναλυτικά στην παρούσα. Έτσι εξήλθε της
κληρονομίας του ..., η θυγατέρα του Μ.. Το 1892, μεταξύ των αδελφών, καταρτίσθηκε
συμβόλαιο διανομής, δια του οποίου ο εκ των αδελφών Μ. Α., ελάμβανε εκ της πατρικής
κληρονομίας, ήτοι αυτής του ... και απεκδύετο πλέον αυτής, μεταξύ άλλων και συγκεκριμένα
ακίνητα, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά στην απόφαση. Δύο ακίνητα στη συνέχεια
μετεβίβασε αυτός ατύπως το έτος 1922 στον υιό του Δ. Α. του Μ. λόγω δωρεάς και μετά τον
θάνατο αυτού, περιήλθαν λόγω κληρονομικής διαδοχής στις ενάγουσες, δυνάμει πράξεως
αποδοχής κληρονομίας , ως ένα ενιαίο ακίνητο, όπως η πράξη αυτή επαναλήφθηκε με όμοια
πράξη της αυτής συμβολαιογράφου. Ακολούθως το έτος 1901 διενεμήθη περαιτέρω η πατρική
περιουσία, μεταξύ των άλλων τριών αδελφών, δια συμβολαίου . Διανομές ακινήτων .

Κτήση Νομής με Έκτακτη Χρησικτησία

Οι ενάγουσες απέκτησαν δικαίωμα συννομής, κατά ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου επί
της αποθήκης, το μεν κατά το 1/4 εκ της διανομής του έτους 1892, το δε εκ της ατύπου
αγοράς της μερίδας του Ν. Α. του Δ. υπό του ... του Μ. κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου. Οι ανωτέρω
άμεσος και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγουσών αλλά και οι ίδιες από το χρόνο που με
τις κληρονομικές διαδοχές περιήλθαν στη νομή τους τα ανωτέρω ακίνητα, ήτοι το θάνατο του
... του Μ., που συνέβη στις 20-12-1995, ασκούσαν επί του όλου ακινήτου τους και συνεπώς
και επί των επιδίκων τμημάτων όλες τις πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση και τον
προορισμό τους, που ήταν συγκεκριμένα η συλλογή του ελαιοκάρπου, η εκμίσθωση σε
τρίτους, ο καθαρισμός και η προστασία του και η σύγχρηση της αποθήκης, όσο χρόνο ήταν
λειτουργική, καταστάσες ούτω συγκύριες των επιδίκων ακινήτων με τα προσόντα της εκτάκτου
χρησικτησίας.

Διακατοχή ακινήτων πριν από την εφαρμογή του ΑΚ

Οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι αυτών κατά το προ της ισχύος του Αστικού Κώδικα
χρονικό διάστημα διακατείχαν καθένας τα ακίνητα που είχαν περιέλθει σ' αυτόν συνεχώς και
αδιακόπως, ειρηνικά δηλαδή ήσυχα και απαλλαγμένα από βία, δημόσια, δηλαδή φανερά
ασκώντας πράξεις που δεν επιδέχονται διττή ερμηνεία ως προς το χαρακτήρα τους και οι
οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω και με σκοπό κυριότητας, δηλαδή με διάνοια κυρίου, ο δε
άμεσος δικαιοπάροχος αυτών Δ. Α., μετά την ισχύ του Αστικού Κώδικα νεμόταν τα ακίνητα
αυτά με διάνοια κυρίου και μετά το θάνατο του οι ίδιες οι ενάγουσες, και συνεπώς η άσκηση
του δικαιώματος νομής με την ενέργεια των ως άνω υλικών πράξεων, διήρκεσε για χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας.

Αποδεικτικά Μέσα
Μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις , πραγματογνωμοσύνη

 
Σελίδα 4  
Τις παραδοχές αυτές επιβεβαιώνουν τόσο οι Σ. Γ. και Κ. Σ. στις ένορκες βεβαιώσεις τους,
που προαναφέρονται, όσο και ο εξετασθείς μάρτυρας αποδείξεως και διαπιστώνει αυτά ο
διορισθείς πραγματογνώμονας Κ. Σ. στην έκθεσή του.

Παράνομη κατάληψη ακινήτων από τους εναγόμενους

Οι α και β των εναγομένων το έτος 1996, εισήλθαν εντός του ελαιοκτήματός τους και
κατέλαβαν τα αναφερόμενα και αποτυπούμενα στο συνοδεύον την αγωγή τοπογραφικό
διάγραμμα εδαφικά τμήματα μετά των επ' αυτών φυομένων ένδεκα (11) ελαιοδένδρων,
απέκοψαν τα ελαιόδενδρα αυτά μερικά στο μέσον του κορμού και μερικά από το ύψος της
ρίζας τους, τοποθέτησαν επ' αυτών τα αρχικά Α.Κ. με κόκκινη μπογιά (τασέλα) και
ενσωμάτωσαν αυτά στο γειτονικό τους ακίνητο, τα οποία στη συνέχεια δήλωσαν ως δικά τους
στη Διεύθυνση Γεωργίας για να λάβουν αποζημίωση εκ της πυρκαϊάς που προκλήθηκε στην
περιοχή το έτος 2000 και έκτοτε τα κατακρατούν, αρνούμενοι να τα αποδώσουν στις
ενάγουσες, καυχώμενοι ότι ανήκουν σ' αυτούς, ως συμπεριλαμβανόμενα στην μερίδα του Σ.

A., την οποία αγόρασε ατύπως (ιδιωτικό συμφωνητικό) η τρίτη εξ αυτών την 02-07-1972.

Η κατάληψη των εδαφικών αυτών τμημάτων από τους εναγόμενους είναι παράνομος, διότι τα
τμήματα αυτά περιλαμβάνονται στην μερίδα του Μ. Α. του Δ. και εκ κληρονομικής διαδοχής,
ως προεξετέθη, περιήλθαν στις ενάγουσες.

Δεκτή η Αγωγή από το
Απόρριψη ως αβάσιμης της ΕΝΣΤΑΣΗΣ καταχρηστικότητας

Το εφετείο κρίνει, ότι, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά το
σκέλος της περί αναγνωρίσεως των εναγουσών συγκυρίων των επιδίκων εδαφικών τμημάτων
και των 2/4 εξ αδιαιρέτου της αποθήκης, απορριπτόμενης ως αβασίμου της ενστάσεως των
εναγομένων περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών, ως εκ του ότι
δεν αντέδρασαν άμεσα όταν πληροφορήθηκαν την αποκοπή των δένδρων και ενσωμάτωση
αυτών μετά του τόπου τους στο γειτονικό ακίνητο των εναγομένων (1996), αλλά αντέδρασαν
δια της ενδίκου αγωγής τους στο έτος 2007, καθόσον οι ενάγουσες πληροφορηθείσες το
γεγονός αυτό, αντέδρασαν και δήλωσαν τα ελαιόδενδρα αυτά μετά του τόπου τους το έτος
2003 στη Διεύθυνση Γεωργίας μετά την πυρκαγιά του έτους 2000, για να λάβουν την σχετική
αποζημίωση, κινητοποιήθηκαν για να ανεύρουν στοιχεία και μαρτυρικές καταθέσεις για
ενίσχυση του ισχυρισμού τους και άσκησαν μετά ταύτα το έτος 2007 την ένδικο αγωγή τους
και υπέβαλαν μηνύσεις κατά των καταπατητών του κτήματος τους το έτος 2003, παρεκτός του
ότι μόνη η αδράνεια αυτών από της καταλήψεως μέχρι την άσκηση της αγωγής, δηλαδή επί
ικανό χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας".

Κρίση του Εφετείου, ως προς την Συγκυριότητα των Εναγουσών, επί των επίδικων
εδαφικών τμημάτων

Το Εφετείο αναγνώρισε, ότι οι ενάγουσες είναι συγκύριες, κατά τα σ' αυτήν αναφερόμενα
ποσοστά, των επίδικων εδαφικών τμημάτων, συνολικού εμβαδού 485,42 τ.μ. και των 2/4 εξ
αδιαιρέτου μιας ερειπωμένης ισόγειας οικίας-αποθήκης, δεχόμενο ειδικότερα, κατά την
 
Σελίδα 5  
ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι απέκτησαν τη (συγ)κυριότητα επ' αυτών, με τον
επικαλούμενο στην αγωγή τους παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με κληρονομική διαδοχή,
ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (σύζυγος και τέκνα, αντίστοιχα) του αποβιώσαντος,
στις 20-12-1995, ... του Μ., την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με την υπ'αριθμ….-11-
1996 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, που συνέταξε η συμβολαιογράφος ... Α. Β.,
όπως η πράξη αυτή επαναλήφθηκε με την υπ' αριθμ. ../22-9-2001 όμοια πράξη της αυτής
συμβολαιογράφου και μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του
Υποθηκοφυλακείου ... (τόμ. 1049 με αριθμ….68/1996 και τόμ.1254 με αριθμ. …2/2001
αντίστοιχα) και ότι ο πιο πάνω άμεσος δικαιοπάροχός τους είχε κατά τον ως άνω χρόνο
θανάτου του καταστεί αληθής κύριος των επιδίκων, καθόσον νεμήθηκε αυτά επί χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας πριν από το θάνατό του υπό την ισχύ των διατάξεων του
Αστικού Κώδικα, ασκώντας αποκλειστικά συνεχώς με διάνοια κυρίου στα εν λόγω ακίνητα
όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση τους εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις, γενόμενος
κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και οι ίδιες, χωρίς ποτέ να
αμφισβητηθεί το δικαίωμα κυριότητάς τους σ' αυτά μέχρι το έτος 1996, που οι δύο πρώτοι
αναιρεσείοντες με τις αναφερόμενες στην αγωγή ενέργειές τους κατέλαβαν αυτά και τα
κατέχουν, με τη δικαιολογία ότι συμπεριλαμβάνονται στη μερίδα του Σ. Α., την οποία αγόρασε
με το από 2-7-1972 ιδιωτικό συμφωνητικό η τρίτη αναιρεσείουσα.

Αναιρετική Διαδικασία κατ΄άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ
Ορθή Εφαρμογή της διάταξης του ΑΚ 281

Το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ.,
την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε στα πλαίσια έρευνας του ισχυρισμού
των αναιρεσειόντων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, τον
οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού, υπό τα γενόμενα από τούτο δεκτά
πραγματικά περιστατικά, η άσκηση του επιδιωκόμενου με την αγωγή δικαιώματος των
εναγουσών - αναιρεσίβλητων δεν υπερβαίνει πράγματι προφανώς τα οριζόμενα από τη
διάταξη αυτή όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός
σκοπός του δικαιώματος, μη υποπεσόν στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ.,
καθόσον οι προαναφερόμενες περιστάσεις δεν ήταν αρκετές για να δημιουργηθεί στους
αναιρεσείοντες η πεποίθηση ότι οι αντίδικές τους δεν θα ασκούσαν το δικαίωμα αυτό.

Αναιρετική Διαδικασία κατ΄άρθρ. 559 αρ. 1α ΚΠολΔ

Οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 α'
ΚΠολΔ., με τους οποίους προβάλλονται αντιστοίχως οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο α) κατά
παράβαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 51 του εισαγωγικού νόμου του
Αστικού Κώδικα, με παράλειψη εφαρμογής της, εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις περί
κτήσεως κυριότητας του ισχύοντος Αστικού Κώδικα ως προς την αναγνώριση κυριότητας επί
των επίδικων ελαιοδένδρων, τις οποίες στην προκειμένη περίπτωση δεν έπρεπε να
εφαρμόσει, αφού είχαν εφαρμογή οι τότε ισχύουσες διατάξεις του Ιόνιου Αστικού Κώδικα, με
αποτέλεσμα να αχθεί σε εσφαλμένη απόφασηκαι β) εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ενέχει
κατάχρηση δικαιώματος η από μέρους των αναιρεσίβλητων, με την ένδικη αγωγή τους,
άσκηση του δικαιώματός τους προς διεκδίκηση των επιδίκων,είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Αναιρετική Διαδικασία κατ΄άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ
 
Σελίδα 6  

Οι δέκατος και ενδέκατος λόγοι αυτής, με τους οποίους αποδίδεται η από τον αρ. 19 του ίδιου
άρθρου πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω
ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης
πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία της κυριότητας των επιδίκων από τον άμεσο
δικαιοπάροχο των αναιρεσίβλητων και ακολούθως της κτήσης κυριότητας αυτών από τις
τελευταίες με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Αναιρετική Διαδικασία κατ΄άρθρ. 559 αρ. 10 ΚΠολΔ

Οι αναιρεσείοντες, με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του
ΚΠολΔ., προσάπτουν στην προσβαλλόμενη την πλημμέλεια ότι το Εφετείο, για την ουσιαστική
βασιμότητα της αγωγής κατά το σκέλος περί αναγνωρίσεως των εναγουσών συγκυρίων των
επίδικων εδαφικών τμημάτων και των 2/4 εξ αδιαιρέτου της αποθήκης, δέχτηκε, επί λέξει, ότι "
και ενώ έτσι είχε η νομική και πραγματική κατάσταση, η πρώτη και ο δεύτερος των
εναγομένων το έτος 1996 εισήλθαν εντός του ελαιοκτήματός τους και κατέλαβαν τα
αναφερόμενα και αποτυπούμενα στο συνοδεύον την αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα εδαφικά
τμήματα μετά των επ' αυτών φυομένων ένδεκα ελαιοδένδρων, απέκοψαν τα ελαιόδενδρα αυτά
μερικά στο μέσον του κορμού και μερικά από το ύψος της ρίζας τους, τοποθέτησαν επ' αυτών
τα αρχικά Α.Κ. με κόκκινη μπογιά (τασέλα) και ενσωμάτωσαν αυτά στο γειτονικό τους ακίνητο,
τα οποία στη συνέχεια δήλωσαν ως δικά τους στη Διεύθυνση Γεωργίας για να λάβουν
αποζημίωση εκ της πυρκαγιάς που προκλήθηκε στην περιοχή το έτος 2000 και έκτοτε τα
κατακρατούν, αρνούμενοι να τα αποδώσουν στις ενάγουσες, καυχώμενοι ότι ανήκουν σ'
αυτούς ως συμπεριλαμβανόμενα στη μερίδα του Σ. Α., την οποία αγόρασε ατύπως (ιδιωτικό
συμφωνητικό) η τρίτη εξ αυτών την 2-7-1972. Η τοιαύτη κατάληψη των εδαφικών αυτών
τμημάτων από τους εναγόμενους είναι παράνομος σύμφωνα με τα προλεχθέντα, διότι τα
τμήματα αυτά περιλαμβάνονται στη μερίδα του Μ. Α. του Δ. και εκ κληρονομικής διαδοχής, ως
προεξετέθη, περιήλθαν στις ενάγουσες", χωρίς απόδειξη περί της αληθείας αυτών,

Έκδοση Παρεμπίπτουσας Απόφασης από το εφετείο, διατάσουσας
Πραγματογνωμοσύνη

Το Εφετείο εξέδωσε την ………. παρεμπίπτουσα απόφασή του με την οποία διατάχθηκε η
διενέργεια τοπογραφικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία και διεξήχθη , ενώ από την
προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτό κατέληξε στο παραπάνω αποδεικτικό του
πόρισμα, αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, ύστερα από εκτίμηση, όπως
βεβαιώνεται σ' αυτήν, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Δ. Α. και της ανωμοτί κατάθεσης
του δεύτερου εναγόμενου Σ. Τ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς επίσης και
όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι
διάδικοι, της ως άνω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και των ένορκων βεβαιώσεων
μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου, που μνημονεύονται σ' αυτήν (απόφαση), εκτιμώντας
όλες τις προαναφερόμενες αποδείξεις και δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη. Αβάσιμα επομένως
προβάλλεται ο ερευνόμενος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 10. ( 559 Κ.Πολ.Δ)
Απόφ.ΑΠ.14/2019
Προεδρεύουσα : Ασπασία Μαγιάκου
Εισηγητής : Πέτρος Σαλίχος
Μέλη : Ι. Φιοράκη - Παρασκευή Καλαϊτζή - Γεώργιος Παπανδρέου

 
Σελίδα 7  

Κείμενο Απόφ. ΑΠ.14/2019
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1710 παρ.1, 1193, 1195, 1198 και 1199 του
Α.Κ., προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου είτε εκ διαθήκης
αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων, κινητών ή ακινήτων,
πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στην κληρονομία, όπως
και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς
από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί
με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί
κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό (Α.Π.383/2014). Περαιτέρω, επί διεκδικητικής αγωγής
κυριότητας ακινήτου, η οποία θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση (άρθρο 1033 ΑΚ), ο ενάγων
αρκεί να προβάλει όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος, δηλαδή
να αναφέρει στην αγωγή το μεταβιβαστικό της κυριότητας τίτλο και τη μεταγραφή του, καθώς
και ότι ο δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του επιδίκου (Α.Π.1349/2015). Εξάλλου, κατά το
άρθρο 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο
γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 Α.Κ., όποιος απέκτησε τη
φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με
διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη
χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Προκειμένου για ακίνητο,
άσκηση νομής συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό, που προσιδιάζουν στη
φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το
εξουσιάζει ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η
παραχώρηση σε τρίτο με ή χωρίς αντάλλαγμα, και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο
ακίνητο η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφή της κλπ (Α.Π.847/2013). Εξάλλου, κατά
το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν
από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα
πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Κατά δε το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του
δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή
τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της
αμέσως πιο πάνω διάταξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η
συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που
διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη
μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού
ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε από ορισμένες
ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς
συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.Α.Π.17/1995). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί
καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη
συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα
ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται
ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη
ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την
προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη όμως η αδράνεια επί μακρόν χρόνο του
δικαιούχου και όταν ακόμα δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση, ότι δεν υπάρχει το
δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί πλέον αυτό, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική
τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές
συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο
του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως η συμπεριφορά του τελευταίου τελεί σε
αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου, ενόψει των οποίων καθώς και της αδράνειας του
δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της
καταστάσεως που δημιουργήθηκε από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί
μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με το άρθρο 281 ΑΚ (Ολ.Α.Π.8/2001,
Ολ.Α.Π.19/1998). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι
λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν
εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν
έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια
διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η
 
Σελίδα 8  
παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που
ανελέγκτως αυτό δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο
λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την
παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά
περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν
εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την
εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην
διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π.7/2006). Ο λόγος αυτός της
αίτησης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση επειδή παραβίασε
κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την
εκτίμηση των αποδείξεων, υπό το πρόσχημα ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού
δικαίου, οπότε είναι απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν
έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή
ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια
της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών,
υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα
πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη
συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν
συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από
τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι
ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα δε των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η
αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση,
νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση,
κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό
μέσο (Ολ.Α.Π.1/1999, Ολ.Α.Π.12-13/1995). Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη
διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που
ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και
αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί
τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ.Α.Π.24/1992), ενώ δεν
δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει
ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των
διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (Α.Π.396/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της
προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, αναφορικά με την
ένδικη διεκδικητική κυριότητας ακινήτου αγωγή των εναγουσών και ήδη αναιρεσίβλητων και
την προβληθείσα από τους εναγόμενους και ήδη αναιρεσείοντες ένσταση περί καταχρηστικής
ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των εναγουσών, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'
αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατά την
αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: "Τα ακίνητα των διαδίκων βρίσκονται στη θέση "..., σε κορυφή
υψώματος, σε απόσταση 1.100 μέτρων περίπου από τον οικισμό ... Προς ανατολάς αυτών
βρίσκεται η χωματερή του Δήμου Κερκυραίων. Η ευρύτερη περιοχή είναι καθαρά αγροτική με
ελαιοκτήματα, είναι εκτός οικισμού και εκτός σχεδίου και η πρόσβαση στη θέση αυτή γίνεται
μέσω αγροτικής οδού, που έχει διαπλατυνθεί μετά την πυρκαγιά του έτους 2000, μεταβλητού
πλάτους 2,5 - 3,5 μέτρων. Η αγροτική αυτή οδός ξεκινάει από τον δημόσιο (επαρχιακό)
δρόμο ..., περνάει δίπλα από το δημοτικό σχολείο ... και φθάνει στην τοποθεσία "..., όπου
βρίσκονται και τα ακίνητα των διαδίκων, είναι ασφαλτοστρωμένη στα πρώτα 200 μέτρα
περίπου και χωματόδρομος σε κακή κατάσταση στο υπόλοιπο μήκος της. Στους
επικαλούμενους τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων, που αφορούν αγροτικά ακίνητα στην ίδια
περιοχή, εμφανίζονται και άλλες ονομασίες π.χ. "...", όμως οι ονομασίες αυτές δόθηκαν για
μεγαλύτερη διάκριση των αγροτικών ιδιοκτησιών που προέκυψαν από τον διαχωρισμό του
αρχικού αγροτικού ακινήτου του ..., απώτατου δικαιοπαρόχου των διαδίκων, όπως κατωτέρω
εκτίθεται. Ως ομολογείται υπό των διαδίκων, απώτατος δικαιοπάροχος αυτών είναι ο Δ. Α..

Αυτός ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος ενός μεγάλου ελαιοκτήματος στη θέση "... τμήματα
του οποίου αποτελούν και τα κατωτέρω αναφερόμενα ακίνητα τα οποία αποτέλεσαν
αντικείμενο μεταβιβάσεων και διανομής μεταξύ των κληρονόμων αυτού. Η κυριότητα του ...

 
Σελίδα 9  
στο μείζον αυτό ακίνητο δεν αμφισβητείται. Μετά τον θάνατό του, επελήφθησαν της ακινήτου
περιουσίας που κατέλιπε τα τέσσερα άρρενα τέκνα του Ν., Σ., Θ. και Μ. και η θυγατέρα του
Μ.. Το έτος 1890, τα ως άνω άρρενα τέκνα του ..., συνέστησαν προικοπαραδοτήριο και
προικοδότησαν την αδελφή τους Μ. συζ. Ι. Π., στην οποία περιήλθε το κάτωθι περιγραφόμενο
ακίνητο "... α) Τα ελαιόδενδρα εκατόν κείμενα εις θέσιν "... της περιοχής ..., αποτελούντα εν
σώμα ... και πλησιάζοντα με την εκείθεν οικίαν των συμβαλλομένων αδελφών Α., μεθ'
άμπελον των αδελφών ... Θ. και με ελαιόδενδρα των αδελφών Γ. Θ." (βλ. σχετ. 974/26-4-1890
προικοπαραδοτήριον). Έτσι εξήλθε της κληρονομίας του ..., η ως άνω θυγατέρα του Μ..

Ακολούθως το έτος 1892, μεταξύ των προαναφερομένων αδελφών, καταρτίσθηκε το υπ'
αριθμ. …-11-1892 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου ... Γ. Μ., νομίμως
μεταγεγραμμένο στον τόμο ΚΗ και με αυξ. αριθμ. 806 των βιβλίων μεταγραφών του ..., δια
του οποίου ο εκ των αδελφών Μ. Α., ελάμβανε εκ της πατρικής κληρονομίας, ήτοι αυτής του
... και απεκδύετο πλέον αυτής, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα ακίνητα α) "Τα εις θέσιν ... (54)
πεντήκοντα τέσσαρα ως έγγιστα ελαιόδενδρα, πλησιάζοντα με κτήματα Σ. και Ι. αδελφών Γ.,
Γ. Τ.υ και την υπόλοιπη αδιανέμητη τότε μερίδα των υπολοίπων αδελφών ..., εντός δε αυτών
(ελαιοδένδρων) υπάρχει χαμόγαιος τις οίκος όστις παραμένει αδιανέμητος μεταξύ των
τεσσάρων αδελφών Α.". β) "Τα εις θέσιν ...ν ή ... ελαιόδενδρα 59 πεντήκοντα εννέα,
πλησιάζοντα με κτήματα Γ. Τ. και έτερα διαμένοντα τοις λοιποίς τρείς αδελφούς Α.,
υποκείμενα ταύτα εις μερίδιον δέκατον προς την κληρονομίαν Η. 29140/05-11-1892
συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου ... Γ. Μ.). Τα ανωτέρω δύο ακίνητα στη συνέχεια
μετεβίβασε αυτός ατύπως το έτος 1922 στον υιό του Δ. Α. του Μ. λόγω δωρεάς και μετά τον
θάνατο αυτού, περιήλθαν λόγω κληρονομικής διαδοχής στις ενάγουσες, δυνάμει της υπ'
αριθμ. 2694/25-11-1996 πράξεως αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου ... Α. Β., ως
ένα ενιαίο ακίνητο, όπως η πράξη αυτή επαναλήφθηκε με την 7146/2001 όμοια πράξη της
αυτής συμβολαιογράφου. Ακολούθως το έτος 1901 διενεμήθη περαιτέρω η πατρική
περιουσία, μεταξύ των άλλων τριών αδελφών, δια του υπ' αριθμ. 20504/1901 συμβολαίου του
συμβολαιογράφου ... Ν. Τ., νομίμως μεταγεγραμμένου. Δι' αυτής της διανομής, ο εκ των
αδελφών Α. Θ., έλαβε στην μερίδα του μεταξύ άλλων "... 4) Εις θέσιν ..., ιδίας περιοχής ...

ελαιόδενδρα ως έγγιστα 74 εβδομήκοντα τέσσερα, πλησίον ελαιοδένδρων Ι. Π., Α. Σ., Μ. Γ.,
κληρονομίας Μ. Α. και των ελαιοδένδρων της μερίδος των Ν. και Σ. αδελφών Α. ..., η δε εντός
του όλου κτήματος υπάρχουσα οικία θέλει διαμείνει επίκοινος μεταξύ αυτών, δικαιουμένου
αναλόγου μεριδίου. Τούτις και ο έτερος των αδελφών των Μ. Α., όστις επίσης προ ετών
απεχωρίσθη των αυτών συμβαλλομένων αδελφών του συνεπεία συμβολαιογραφικής
πράξεως και όστις είχε λάβη την ανάλογον μερίδα του ...". Το εν λόγω ακίνητο - ελαιόκτημα,
περιήλθε στη συνέχεια στην Ι. Α. Θ., θυγατέρα Θ. Α. και σύζυγο του Σ. Σ. και ακολούθως στον
γιό της Θ. Σ. του Σ.. Τόσο στο τοπογραφικό διάγραμμα των εναγουσών, όσο και σ' αυτό που
προσκομίζουν οι εναγόμενοι, ο Θ. Σ. του Σ., εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης γειτονικής ιδιοκτησίας.

Τέλος το έτος 1906, η υπόλοιπη πατρική περιουσία, διενεμήθη μεταξύ των λοιπών αδελφών
Α., ήτοι μεταξύ του Ν. και του Σ. Α., δυνάμει του υπ' αριθμ. 22626/1906 συμβολαίου διανομής
του συμβολαιογράφου ... Ν. Τ. και κατ' αυτήν έλαβαν μεταξύ άλλων ακινήτων : Α) Ο. Ν. Α.ς
του Δ. "... Τα ελαιόδενδρα εις θέσιν "..., τον αριθμόν εννενήκοντα εν 91 πλησίον αδελφών Σ.,
Θ. και Μ. Α. και Μ. Γ., με το βάρος των και οικία εν τη αυτή θέση μένει αδιανέμητος...". Στη
συνέχεια Ο. Ν. Α.ς με την υπ' αριθμ. 157/1927 δημόσια διαθήκη του, άφησε επικαρπώτρια
της όλης ακινήτου περιουσίας του την σύζυγό του Μ. Γ., μετά δε τον θάνατο αυτής, τον
ανηψιό του Ι. Γ. του Α.. Ακολούθως η συγκεκριμένη ιδιοκτησία, ήτοι τα 91 ελαιόδενδρα και το
1/4 εξ αδιαιρέτου επί της οικίας μεταβιβάστηκε ατύπως από τον Ι. Γ. του Α. στον Δ. Α. του Μ.

την 11-04-1966 (βλ. υπ' αριθμ. 6063/2009 ένορκη βεβαίωση της Σ. Γ., θυγατέρας του Ι. Γ. του
Α.). Ακολούθως το ακίνητο αυτό, περιήλθε στις ενάγουσες λόγω κληρονομικής διαδοχής, ως
το τρίτο τμήμα ενός ενιαίου μεγαλυτέρου ακινήτου, που πλέον είχε 204 ελαιόδενδρα, (54 + 59
+ 91), δυνάμει της προαναφερομένης υπ' αριθμ. 2694/25-11-1996 πράξεως αποδοχής
κληρονομίας, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την 7146/22-9-2001 ομοία. Β) Ο Σ. Α.ς του Δ. "...

Ιζ) Τα ελαιόδενδρα ριζάριο πεντήκοντα τέσσερα 54 ως έγγιστα εις θέσιν ..., πλησίον Ι. Π., Μ.

Α., Θ. Α. και πλησίον αδιανεμήτου οικίας κλπ ... Ιη) Τα ελαιόδενδρα εξήκοντα πέντε 65 ως
έγγιστα εις θέσιν ... ή ..., με το βάρος των, πλησίον Μ. Α., Μ. Γ., Σ. Α., κλπ ...". Στη συνέχεια,
δια του υπ' αριθμ. .../28-06-1939 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου ... Γ. Π.,
τα εν λόγω δύο ελαιοκτήματα, ήτοι αυτό των 54 και των 65 ελαιοδένδρων, περιήλθαν κατά
κυριότητα της Α. Α. του Σ.. Ακολούθως η Α. Α. του Σ. μεταβίβασε ατύπως, δηλαδή δι'
ιδιωτικού συμφωνητικού, την 02-07-1972 στην Α. Τ. του Σ. (3η εναγομένη) το ελαιόκτημα των
54 ελαιοδένδρων. Εκ της παραθέσεως των προαναφερομένων συμβολαιογραφικών πράξεων
και ιδιωτικού συμφωνητικού και της εξ αυτών δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως,
 
Σελίδα 10  
αναφορικά με την διαδρομή της πατρικής περιουσίας του απώτατου δικαιοπαρόχου των
διαδίκων ..., αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Το ακίνητο των εναγουσών, το οποίο πλέον
διαμορφώθηκε ως ένα ενιαίο ελαιόκτημα 204 ελαιοδένδρων (54 + 59 + 91), εκ της
συνενώσεως τριών επιμέρους γειτονικών ακινήτων, και του ημίσεως εξ αδιαιρέτου μίας
παλαιάς και ερειπωμένης αποθήκης, που βρίσκεται εντός του ελαιοκτήματος αυτού, προήλθε
αρχικά με την συνένωση των 54 και 59 ελαιοδένδρων μετά του ποσοστού επί της αποθήκης -
οικίας (1/4), εκ της διανομής του έτους 1892 δυνάμει του υπ' αριθμ. 29140/05-11-1892
διανεμητηρίου συμβολαίου και στη συνέχεια συνενώθηκε μ' αυτά και το ελαιόκτημα των 91
ελαιοδένδρων μετά του ποσοστού επί της αποθήκης - οικίας (1/4), εκ της πωλήσεώς του
(ατύπως) εκ μέρους του Ν. Α. του Δ., ο οποίος ήταν κύριος αυτού δυνάμει του υπ' αριθμ.
22626/1906 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου ... Ν. Τ., προς τον αδελφό του
Μ. Α. του Δ. την 11-04- 1966. Στη συνέχεια περιήλθε στον Δ. Α. του Μ. και ακολούθως, στις
ενάγουσες εκ κληρονομικής διαδοχής του Μ. Α. του Δ.. Το ακίνητο αυτό των εναγουσών,
διαχωρίστηκε από τον διερχόμενο εκεί αγροτικό δρόμο σε δύο άνισα τμήματα, τα οποία
βρίσκονται το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά του δρόμου αυτού. Τα επίδικα εδαφικά τμήματα,
βρίσκονται στο πρώτο των συνενωθέντων ως άνω ελαιοκτημάτων των εναγουσών, ήτοι
αυτού των 54 ελαιοδένδρων, καθώς και η αποθήκη. Το ελαιόκτημα αυτό των 54
ελαιοδένδρων μετά της αποθήκης, διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα από τον διερχόμενο δρόμο.

Το αριστερά του δρόμου έχει εμβαδόν 468,01 τ.μ. και διαλαμβάνει 10 ελαιόδενδρα συν ένα
που εκριζώθηκε κατά την διαπλάτυνση του δρόμου. Μέρος του αριστερά του δρόμου,
συνολικού εμβαδού 297,29 τ.μ. με 7 συνολικά ελαιόδενδρα είναι επίδικο. Γι' αυτό το επίδικο
κάνουν λόγο οι ενάγουσες ότι καταπατήθηκε από τους εναγομένους σε δύο διαφορετικούς
χρόνους, γι' αυτό και αποτυπώνεται υπό στοιχεία α και β, ενώ στην πραγματικότητα δεν
διαχωρίζονται μεταξύ τους. Στο τμήμα α', εμβαδού 257,09 τ.μ., υπάρχουν 6 από τα 7
ελαιόδενδρα, από τα οποία 4 έχουν κοπεί από τη μέση του κορμού και 2 έχουν κοπεί σχεδόν
στη ρίζα, και στα οποία 4 υπάρχει επιγραφή (τασέλα) με κόκκινη μπογιά με αρχικά Α.Κ. Το
τμήμα αυτό διαχωρίζεται σαφώς από το γειτονικό ακίνητο ιδιοκτησίας κληρ Β. - Π. (άλλοτε Μ.ς
Α.) και τρίτης εναγομένης, με ξερολιθιές και έχει υψομετρική διαφορά. Στο τμήμα β', εμβαδού
40,20 τ.μ., υπάρχει ένα ελαιόδενδρο κομμένο σχεδόν στη ρίζα του και είναι πλήρως
ενοποιημένο με το υπό στοιχείο α' τμήμα. Τα υπόλοιπα τρία ελαιόδενδρα των εναγουσών
βρίσκονται στο αριστερά τμήμα του δρόμου και δεν είναι επίδικα, έχουν επίσης κοπεί σχεδόν
από τη ρίζα παλαιότερα. Μέσα στο τμήμα αυτό, δηλαδή το αριστερά του δρόμου, υπάρχει
ερειπωμένο κτίσμα χωρίς στέγη και μόνο με τους 4 εξωτερικούς τοίχους του. Προ αυτού του
κτίσματος υπάρχουν ελαιόδενδρα που ανήκουν στις ενάγουσες και δεν είναι επίδικα. Για την
είσοδο στο κτίσμα από την μοναδική πόρτα εισόδου που διέθετε προς την πλευρά του
δρόμου, είναι αναγκαστική η διέλευση από τον χώρο που βρίσκονται 3 ελαιόδενδρα των
εναγουσών που δεν είναι επίδικα. Το δεξιά του δρόμου τμήμα, έχει εμβαδόν 2.127,94 τ.μ. και
στο τμήμα αυτό υπάρχουν συνολικά 43 ελαιόδενδρα. Μέσα σ' αυτά συμπεριλαμβάνονται και
2 ελαιόδενδρα που έχουν ξεριζωθεί για τη διαπλάτυνση του δρόμου, 1 μετά την πυρκαγιά του
1974 και ένα μετά την πυρκαγιά του 2000. Μέρος του δεξιά του δρόμου κτήματος, εμβαδού
188,13 τ.μ., εντός του οποίου υπάρχουν 4 ελαιόδενδρα, διατείνονται οι ενάγουσες ότι
καταπατήθηκε από τους εναγομένους και είναι επίδικο, στα δε τρία εξ αυτών των
ελαιοδένδρων που κόπηκαν παλιότερα στη μέση του κορμού έχουν αναγραφεί τα αρχικά Α.Κ.

(τασέλα). Το ανωτέρω τμήμα διαχωρίζεται προς το νότο με αγροτικό ακίνητο της τρίτης
εναγομένης με ξερολιθιά και βρίσκεται υψομετρικά πάνω από αυτό. Βόρεια και ανατολικά το
εδαφικό αυτό τμήμα δεν έχει σαφή διακριτά όρια με το υπόλοιπο ακίνητο των εναγουσών,
ενώ δυτικά συνορεύει με τον αγροτικό δρόμο. Συγκρίνοντας τα ονόματα των ομόρων
ιδιοκτητών άλλοτε και νυν, όπως εμφαίνονται στο τοπογραφικό διάγραμμα που προσκομίζουν
οι ενάγουσες, με τα ονόματα αυτών που περιγράφονται στο ελαιόκτημα της μερίδας Ν. Α. του
Δ., στη διανομή 22626/1906, διαπιστώνεται ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό. Το όλο ακίνητο
των εναγουσών, που προήλθε από τρία συνορεύοντα ελαιοκτήματα, ως προελέχθη έχει
συνολικό εμβαδόν 9.193,69 τ.μ. και όχι 14.000 τ.μ., όπως στις ανωτέρω πράξεις αποδοχής
κληρονομιάς αναφέρεται. Η ιδιοκτησία της τρίτης εναγομένης, προήλθε, ως προελέχθη, από
την μερίδα του Σ. Α.. Το ακίνητο της αυτό διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα εκ της διελεύσεως
του δρόμου προς .... Το αριστερά του δρόμου μεγαλύτερο και το δεξιά του δρόμου μικρότερο
και έχει συνολικό εμβαδόν 2.476,12 τ.μ. (1.997,36 + 478,76 = 2.476,12 τ.μ.). Στο
τοπογραφικό διάγραμμα που προσκομίζουν οι εναγόμενοι εμφαίνονται 48 ελαιόδενδρα, δεξιά
και αριστερά του δρόμου, 2 εκριζωθέντα για τη διαπλάτυνση του δρόμου και 1 εκριζωθέν κατά
την πυρκαγιά του 1974, ήτοι σύνολον 51. Συγκρίνοντας τα ονόματα των όμορων ιδιοκτήτων,
άλλοτε και νυν, όπως εμφαίνονται στο τοπογραφικό διάγραμμα των εναγομένων και αυτών
 
Σελίδα 11  
που περιγράφονται στο ελαιόκτημα της μερίδας Α. Α. - Κ. κατά τη διανομή .../1939,
διαπιστώνεται ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό. Εκ των ανωτέρω περιγραφών των
ιδιοκτησιών των διαδίκων, οι οποίες περιγραφές διαπιστούνται και κατά την επιτόπια
επίσκεψη και αυτοψία του διορισθέντος πραγματογνώμονος, όπως αυτές παρατίθενται στην
έκθεσή του, αποδεικνύεται ότι τα επίδικα τμήματα είναι ομογενοποιημένα με το υπόλοιπο
κτήμα των εναγουσών, διαχωρίζονται από τα γειτονικά κτήματα με παλαιές ξερολιθιές, έχουν
υψομετρική διαφορά με αυτά και προφανώς αυτό έλαβαν υπόψη οι αδελφοί Α., κατά την
διανομή του έτους 1892 για να ορίσουν το διακριτικό τμήμα που έλαβε δι' αυτής (διανομής) ο
Μ. Α. του Δ.. Στο σημείο όπου εφάπτεται το κτήμα των εναγουσών με τον πίσω και αριστερό
τοίχο του κτίσματος, δεν εξικνούνται μέχρις εκεί οι ξερολιθιές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο
πίσω και αριστερός εξωτερικός χώρος των τοίχων της αποθήκης δεν ανήκει στο κτήμα των
εναγουσών, ενόψει του ότι, στο συμβόλαιο διανομής του έτους 1892, το κτίσμα βρίσκεται
εντός του μεριδίου του Μ. Α. του Δ. και στην άκρη αυτού, σε επαφή με την ιδιοκτησία της
τρίτης εναγομένης και η οποία αποθήκη παρέμεινε αδιανέμητος, προφανώς για να
χρησιμοποιείται υφ' απάντων των αδελφών Α. και των μετέπειτα ιδιοκτητών.

Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα, αποδεικνύεται ότι οι ενάγουσες απέκτησαν δικαίωμα
συννομής, κατά ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου επί της αναφερομένης αποθήκης, το μεν κατά το
1/4 εκ της διανομής του έτους 1892, το δε εκ της ατύπου αγοράς της μερίδας του Ν. Α. του Δ.

υπό του ... του Μ. κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου. Οι ανωτέρω άμεσος και απώτεροι δικαιοπάροχοι
των εναγουσών αλλά και οι ίδιες από το χρόνο που με τις προαναφερόμενες κληρονομικές
διαδοχές περιήλθαν στη νομή τους τα ανωτέρω ακίνητα, ήτοι το θάνατο του ... του Μ., που
συνέβη στις 20-12-1995, ασκούσαν επί του όλου ακινήτου τους και συνεπώς και επί των
επιδίκων τμημάτων όλες τις πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό
τους, που ήταν συγκεκριμένα η συλλογή του ελαιοκάρπου, η εκμίσθωση σε τρίτους, ο
καθαρισμός και η προστασία του και η σύγχρηση της αποθήκης, όσο χρόνο ήταν λειτουργική,
καταστάσες ούτω συγκύριες των επιδίκων ακινήτων με τα προσόντα της εκτάκτου
χρησικτησίας. Τούτο καθόσον οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι αυτών κατά το προ της
ισχύος του Αστικού Κώδικα χρονικό διάστημα διακατείχαν καθένας τα ακίνητα που είχαν
περιέλθει σ' αυτόν συνεχώς και αδιακόπως, ειρηνικά δηλαδή ήσυχα και απαλλαγμένα από
βία, δημόσια, δηλαδή φανερά ασκώντας πράξεις που δεν επιδέχονται διττή ερμηνεία ως προς
το χαρακτήρα τους και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω και με σκοπό κυριότητας, δηλαδή με
διάνοια κυρίου, ο δε άμεσος δικαιοπάροχος αυτών Δ. Α., μετά την ισχύ του Αστικού Κώδικα
νεμόταν τα ακίνητα αυτά με διάνοια κυρίου και μετά το θάνατο του οι ίδιες οι ενάγουσες, και
συνεπώς η άσκηση του δικαιώματος νομής με την ενέργεια των ως άνω υλικών πράξεων,
διήρκεσε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Τις ως άνω παραδοχές
επιβεβαιώνουν τόσο οι Σ. Γ. και Κ. Σ. στις ένορκες βεβαιώσεις τους, που προαναφέρονται,
όσο και ο εξετασθείς μάρτυρας αποδείξεως και διαπιστώνει αυτά ο διορισθείς
πραγματογνώμονας Κ. Σ. στην έκθεσή του. Το ακίνητο αυτό δηλωποιούν οι ενάγουσες στο
Εθνικό κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ .../0/0 εμβαδού 472,00 τ.μ. για το αριστερά του δρόμου τεμάχιο
και με ΚΑΕΚ ...14113/0/0, εμβαδού 8.728,00 τ.μ. για το δεξιά του δρόμου τεμάχιο, ήτοι
συνολικού εμβαδού 9.200,00 τ.μ., που προσεγγίζει το εμβαδόν του όλου ακινήτου που είναι
9.193,69 τ.μ. Και ενώ έτσι είχε η νομική και πραγματική κατάσταση, οι πρώτη και δεύτερος
των εναγομένων το έτος 1996, εισήλθαν εντός του ελαιοκτήματός τους και κατέλαβαν τα
αναφερόμενα και αποτυπούμενα στο συνοδεύον την αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα εδαφικά
τμήματα μετά των επ' αυτών φυομένων ένδεκα (11) ελαιοδένδρων, απέκοψαν τα ελαιόδενδρα
αυτά μερικά στο μέσον του κορμού και μερικά από το ύψος της ρίζας τους, τοποθέτησαν επ'
αυτών τα αρχικά Α.Κ. με κόκκινη μπογιά (τασέλα) και ενσωμάτωσαν αυτά στο γειτονικό τους
ακίνητο, τα οποία στη συνέχεια δήλωσαν ως δικά τους στη Διεύθυνση Γεωργίας για να
λάβουν αποζημίωση εκ της πυρκαϊάς που προκλήθηκε στην περιοχή το έτος 2000 και έκτοτε
τα κατακρατούν, αρνούμενοι να τα αποδώσουν στις ενάγουσες, καυχώμενοι ότι ανήκουν σ'
αυτούς, ως συμπεριλαμβανόμενα στην μερίδα του Σ. A., την οποία αγόρασε ατύπως (ιδιωτικό
συμφωνητικό) η τρίτη εξ αυτών την 02-07-1972. Η τοιαύτη κατάληψη των εδαφικών αυτών
τμημάτων από τους εναγόμενους είναι παράνομος, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, διότι τα
τμήματα αυτά περιλαμβάνονται στην μερίδα του Μ. Α. του Δ. και εκ κληρονομικής διαδοχής,
ως προεξετέθη, περιήλθαν στις ενάγουσες.

Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμος και κατ' ουσίαν, κατά το σκέλος της
περί αναγνωρίσεως των εναγουσών συγκυρίων των επιδίκων εδαφικών τμημάτων και των
2/4 εξ αδιαιρέτου της αποθήκης, απορριπτόμενης ωσαύτως ως αβασίμου της ενστάσεως των
 
Σελίδα 12  
εναγομένων περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών, ως εκ του ότι
δεν αντέδρασαν άμεσα όταν πληροφορήθηκαν την αποκοπή των δένδρων και ενσωμάτωση
αυτών μετά του τόπου τους στο γειτονικό ακίνητο των εναγομένων (1996), αλλά αντέδρασαν
δια της ενδίκου αγωγής τους στο έτος 2007, καθόσον οι ενάγουσες πληροφορηθείσες το
γεγονός αυτό, αντέδρασαν και δήλωσαν τα ελαιόδενδρα αυτά μετά του τόπου τους το έτος
2003 στη Διεύθυνση Γεωργίας μετά την πυρκαγιά του έτους 2000, για να λάβουν την σχετική
αποζημίωση, κινητοποιήθηκαν για να ανεύρουν στοιχεία και μαρτυρικές καταθέσεις για
ενίσχυση του ισχυρισμού τους και άσκησαν μετά ταύτα το έτος 2007 την ένδικο αγωγή τους
και υπέβαλαν μηνύσεις κατά των καταπατητών του κτήματος τους το έτος 2003, παρεκτός του
ότι μόνη η αδράνεια αυτών από της καταλήψεως μέχρι την άσκηση της αγωγής, δηλαδή επί
ικανό χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας".

Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο, το οποίο ήδη με την υπ'
αριθμ.249/2010 απόφασή του είχε κάνει δεκτή την ασκηθείσα από τις ερήμην δικασθείσες
στον πρώτο βαθμό εκκαλούσες-ενάγουσες έφεση κατά των εφεσίβλητων-εναγομένων,
κατόπιν τυπικής παραδοχής της, και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει
την ένδικη αγωγή ως ουσία αβάσιμη λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, με την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας την ένδικη διεκδικητική κυριότητας ακινήτου
αγωγή τους, θεμελιούμενη κυρίως στον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας αυτού από
τις ενάγουσες και επικουρικά στον πρωτότυπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), δικαίωμα
που αμφισβήτησαν οι εναγόμενοι - αναιρεσείοντες, δέχθηκε αυτήν ως κατ' ουσία βάσιμη,
αφού απέρριψε την ένσταση των αναιρεσειόντων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής
ως ουσιαστικά αβάσιμη, αναγνωρίζοντας ακολούθως ότι οι ενάγουσες είναι συγκύριες, κατά
τα σ' αυτήν αναφερόμενα ποσοστά, των επίδικων εδαφικών τμημάτων, συνολικού εμβαδού
485,42 τ.μ. και των 2/4 εξ αδιαιρέτου μιας ερειπωμένης ισόγειας οικίας-αποθήκης, δεχόμενο
ειδικότερα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι απέκτησαν τη (συγ)κυριότητα επ'
αυτών, με τον επικαλούμενο στην αγωγή τους παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με
κληρονομική διαδοχή, ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (σύζυγος και τέκνα, αντίστοιχα)
του αποβιώσαντος, στις 20-12-1995, ... του Μ., την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με
την υπ'αριθμ….-11-1996 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, που συνέταξε η
συμβολαιογράφος ... Α. Β., όπως η πράξη αυτή επαναλήφθηκε με την υπ' αριθμ. ../22-9-2001
όμοια πράξη της αυτής συμβολαιογράφου και μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... (τόμ. 1049 με αριθμ….68/1996 και τόμ.1254 με αριθμ.

…2/2001 αντίστοιχα) και ότι ο πιο πάνω άμεσος δικαιοπάροχός τους είχε κατά τον ως άνω
χρόνο θανάτου του καταστεί αληθής κύριος των επιδίκων, καθόσον νεμήθηκε αυτά επί
χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας πριν από το θάνατό του υπό την ισχύ των
διατάξεων του Αστικού Κώδικα, ασκώντας αποκλειστικά συνεχώς με διάνοια κυρίου στα εν
λόγω ακίνητα όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση τους εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις,
γενόμενος κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και οι ίδιες, χωρίς
ποτέ να αμφισβητηθεί το δικαίωμα κυριότητάς τους σ' αυτά μέχρι το έτος 1996, που οι δύο
πρώτοι αναιρεσείοντες με τις αναφερόμενες στην αγωγή ενέργειές τους κατέλαβαν αυτά και
τα κατέχουν, με τη δικαιολογία ότι συμπεριλαμβάνονται στη μερίδα του Σ. Α., την οποία
αγόρασε με το από 2-7-1972 ιδιωτικό συμφωνητικό η τρίτη αναιρεσείουσα. Με βάση αυτά
που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία
και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα, τις
οποίες ορθά εφάρμοσε, εφόσον υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα συνέτρεχε περίπτωση
εφαρμογής τους, ως προς την κυριότητα των εναγουσών τόσο σε σχέση με την κύρια βάση
της αγωγής από τον παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), αφού δέχθηκε ότι ο
κληρονομούμενος Δ. Α. του Μ., άμεσος δικαιοπάροχός τους, απέκτησε την κυριότητα των
επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, γιατί τα νεμήθηκε συνεχώς και αδιακόπως, ειρηνικά,
δηλαδή ήσυχα και απαλλαγμένα από βία, δημόσια, από το έτος 1922 μέχρι και στις 20-12-
1995, που πέθανε, δηλαδή πλέον της εικοσαετίας προ του θανάτου του με τις προϋποθέσεις
του ισχύοντος Α.Κ., όσο και ως προς την επικουρική βάση του πρωτότυπου τρόπου
απόκτησης της κυριότητας των εναγουσών (έκτακτη χρησικτησία), αφού αυτές νέμονται για
λογαριασμό τους με τις προεκτιθέμενες διακατοχικές πράξεις (συλλογή του ελαιοκάρπου,
εκμίσθωση σε τρίτους, σύγχρηση αποθήκης κλπ) από της περιέλευσης της νομής σ' αυτές
(1996) και αναδρομικά πλέον της εικοσαετίας μέχρι την άσκηση της αγωγής (Μάιος 2007),
δηλαδή υπό την ισχύ του Α.Κ., ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία
μεταξύ των πραγματικών γεγονότων, που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις
παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και
 
Σελίδα 13  
του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση από τις ίδιες
παραδοχές προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι ο παραπάνω κληρονομούμενος Δ. Α. του Μ.

νεμήθηκε τα επίδικα συνεχώς και αδιακόπως, ειρηνικά, δηλαδή ήσυχα και απαλλαγμένα από
βία, δημόσια, δηλαδή φανερά ασκώντας πράξεις που δεν επιδέχονται διττή ερμηνεία ως προς
το χαρακτήρα τους και οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω και με σκοπό κυριότητας, δηλαδή με
διάνοια κυρίου, από το 1922 που περιήλθε σ' αυτόν η νομή τους, συνεχίζοντας όμοια νομή
των δικών του δικαιοπαρόχων, και μέχρι την έναρξη (23-2-1946) της ισχύος του Αστικού
Κώδικα στα Ιόνια νησιά.

Επίσης, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως την προπαρατεθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη
του άρθρου 281 Α.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε στα πλαίσια έρευνας του
ισχυρισμού των εφεσίβλητων και ήδη αναιρεσειόντων περί καταχρηστικής άσκησης της
αγωγικής αξίωσης, τον οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού, υπό τα ανωτέρω
γενόμενα από τούτο δεκτά πραγματικά περιστατικά, η άσκηση του επιδιωκόμενου με την
αγωγή δικαιώματος των εναγουσών-αναιρεσίβλητων δεν υπερβαίνει πράγματι προφανώς τα
οριζόμενα από τη διάταξη αυτή όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο
κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μη υποπεσόν στην πλημμέλεια του
άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ., καθόσον οι προαναφερόμενες περιστάσεις δεν ήταν αρκετές
για να δημιουργηθεί στους αναιρεσείοντες η πεποίθηση ότι οι αντίδικές τους δεν θα ασκούσαν
το δικαίωμα αυτό. Ειδικότερα, εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ενάγουσες
πληροφορηθείσες την αποκοπή των ελαιοδένδρων και την ενσωμάτωση αυτών μετά του
τόπου τους στο γειτονικό ακίνητο των εναγομένων (1996) αντέδρασαν δια της ενδίκου
αγωγής τους το έτος 2007 και δήλωσαν τα ελαιόδενδρα αυτά μετά του τόπου τους το έτος
2003 στη Διεύθυνση Γεωργίας μετά την πυρκαγιά του έτους 2000 για να λάβουν τη σχετική
αποζημίωση, κινητοποιήθηκαν για να ανεύρουν στοιχεία και μαρτυρικές καταθέσεις για
ενίσχυση του ισχυρισμού τους, άσκησαν την ένδικη αγωγή και υπέβαλαν μηνύσεις κατά των
καταπατητών του κτήματός τους το έτος 2003 και ότι η κατάσταση αυτή δεν δικαιολογεί
πεποίθηση των εναγομένων περί μη ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος. Οι αιτιολογίες αυτές
επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της παραπάνω
μνημονευθείσας διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την
απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν, κατά τα προεκτιθέμενα, πλήρεις,
σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, για την κρίση του αναφορικά με τις παραπάνω
παραδοχές του, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αναφέρονται στο θέμα της, κατά
τα προαναφερόμενα, ασκήσεως συνεχούς και χωρίς καμία διακοπή νομής για χρησικτησία, οι
οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω
διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες δεν παραβίασε εκ πλαγίου, εκθέτοντας με
πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν.

Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου
559 αρ. 1 α' ΚΠολΔ., με τους οποίους προβάλλονται αντιστοίχως οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο α)
"κατά παράβαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 51 του εισαγωγικού νόμου του
Αστικού Κώδικα, με παράλειψη εφαρμογής της, εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις περί
κτήσεως κυριότητας του ισχύοντος Αστικού Κώδικα ως προς την αναγνώριση κυριότητας επί
των επίδικων ελαιοδένδρων, τις οποίες στην προκειμένη περίπτωση δεν έπρεπε να
εφαρμόσει, αφού είχαν εφαρμογή οι τότε ισχύουσες διατάξεις του Ιόνιου Αστικού Κώδικα, με
αποτέλεσμα να αχθεί σε εσφαλμένη απόφαση" και β) εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ενέχει
κατάχρηση δικαιώματος η από μέρους των αναιρεσίβλητων, με την ένδικη αγωγή τους,
άσκηση του δικαιώματός τους προς διεκδίκηση των επιδίκων καθώς και οι δέκατος και
ενδέκατος λόγοι αυτής, με τους οποίους αποδίδεται η από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου
πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω ανεπαρκών
και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης πρωτοτύπως με
έκτακτη χρησικτησία της κυριότητας των επιδίκων από τον άμεσο δικαιοπάροχο των
αναιρεσίβλητων και ακολούθως της κτήσης κυριότητας αυτών από τις τελευταίες με
παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο
δεύτερος λόγος κατά το μέρος που με αυτόν οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις για την
εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των
επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα και που
είναι αντίθετο με εκείνο που αυτοί θεωρούν ορθό, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση
της ευθείας παραβιάσεως της παραπάνω διάταξης, πλήττουν την κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία κατά το άρθρο 561 παρ. 1
 
Σελίδα 14  
ΚΠολΔ είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Προσέτι, απαράδεκτες είναι και οι αιτιάσεις που αφορούν
σε έλλειψη αιτιολόγησης των αποδειχθέντων, καθόσον μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν
αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί
αποδείχθηκε. Οι δε περαιτέρω διαλαμβανόμενες στους δέκατο και ενδέκατο λόγους αιτιάσεις,
υπό την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.,
είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον βάλλουν κατά της εκτίμησης των αποδείξεων
και της αιτιολόγησης του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος του δικαστηρίου της ουσίας
(άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).- Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη
ερμηνεία του κανόνα ουσιαστικού δικαίου λόγω παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής
πείρας πρέπει, πλην άλλων, να αναφέρεται στο αναιρετήριο : α) η έννοια που προσδόθηκε
στον κανόνα δικαίου από την προσβαλλόμενη απόφαση, β) ο κανόνας του δικαίου για την
αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας, γ) αν τα
διδάγματα της κοινής πείρας αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν
των πραγματικών περιστατικών και δ) η συσχέτιση των διδαγμάτων της κοινής πείρας προς
την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς πραγματικών περιστατικών
(Ολ.Α.Π.9-13/2005). Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή
έννοια του άρθρου 559 παρ.1 εδάφ. β' ΚΠολΔ., λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά
χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την
υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση
απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που
προσκομίστηκαν (Ολ.Α.Π.2/2008, Ολ.Α.Π.8/2005).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 εδάφιο β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια,
γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι α)...οι ανωτέρω άμεσος και απώτεροι δικαιοπάροχοι των
εναγουσών αλλά και οι ίδιες από το χρόνο που με τις προαναφερόμενες κληρονομικές
διαδοχές περιήλθαν στη νομή τους τα ανωτέρω ακίνητα, ήτοι το θάνατο του Δ.υ Α. του Μ.,
που συνέβη στις 20-12-1995, ασκούσαν επί του όλου ακινήτου τους και συνεπώς και επί των
επίδικων τμημάτων όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό
τους, που ήταν συγκεκριμένα η συλλογή του ελαιοκάρπου, η εκμίσθωση σε τρίτους, ο
καθαρισμός και η προστασία του και η σύγχρηση της αποθήκης, όσο χρόνο ήταν λειτουργική,
καταστάσες ούτω συγκυρίες των επίδικων ακινήτων με τα προσόντα της εκτάκτου
χρησικτησίας..., β) ... και ενώ έτσι είχε η νομική και πραγματική κατάσταση, οι πρώτη και
δεύτερος των εναγομένων το έτος 1996, εισήλθαν εντός του ελαιοκτήματός τους και
κατέλαβαν τα αναφερόμενα και αποτυπούμενα στο συνοδεύον την αγωγή τοπογραφικό
διάγραμμα εδαφικά τμήματα μετά των επ' αυτών φυομένων ένδεκα (11) ελαιοδένδρων,
απέκοψαν τα ελαιόδενδρα αυτά μερικά στο μέσον του κορμού και μερικά από το ύψος της
ρίζας τους, τοποθέτησαν επ' αυτών τα αρχικά Α.Κ. με κόκκινη μπογιά (τασέλα) και
ενσωμάτωσαν αυτά στο γειτονικό τους ακίνητο, τα οποία στη συνέχεια δήλωσαν ως δικά τους
στη Διεύθυνση Γεωργίας για να λάβουν αποζημίωση εκ της πυρκαϊάς που προκλήθηκε στην
περιοχή το έτος 2000 και έκτοτε τα κατακρατούν, αρνούμενοι να τα αποδώσουν στις
ενάγουσες...και γ) οι ενάγουσες πληροφορηθείσες το γεγονός αυτό αντέδρασαν και δήλωσαν
τα ελαιόδενδρα αυτά μετά του τόπου τους το έτος 2003 στη Διεύθυνση Γεωργίας μετά την
πυρκαϊά του έτους 2000, για να λάβουν τη σχετική αποζημίωση, κινητοποιήθηκαν για να
ανεύρουν στοιχεία και μαρτυρικές καταθέσεις για ενίσχυση του ισχυρισμού τους και άσκησαν
μετά ταύτα το έτος 2007 την ένδικη αγωγή τους και υπέβαλαν μηνύσεις κατά των
καταπατητών του κτήματός τους, "διέλαβε αποδοχές που δεν συνάδουν με τη λογική και
συνήθη ενέργεια ενός μέσου κοινωνικού ανθρώπου και δη των εναγουσών αι οποίαι λόγω
πείρας και γραμματικών γνώσεων ασφαλώς εγνώριζαν τας ενδεδειγμένας εις την υπό κρίσιν
περίπτωση ενεργείας δια προστασία των εννόμων δικαιωμάτων τους, αι δε αποδεχόμεναι ως
ενδεδειγμέναι από το δικαστήριο ενέργειαι των εναγουσών δια την προστασία του δήθεν
καταπατηθέντος τμήματος των ελαιοδένδρων των δεν συνάδει με τας προηγηθείσας
ενεργείας- συμπεριφορά των εναγουσών επί του ακινήτου των ώστε να θεωρηθεί λογικά
εφικτή η μετέπειτα συμπεριφορά των αι οποίαι επί ένδεκα (11) σχεδόν έτη ουδέν έπραξαν δι'
αποκατάσταση της κατ' αυτάς νομιμότητας, η δε αίτηση προς τη Διεύθυνση Γεωργίας για την
άνω αποζημίωση συνιστά και εξωλογική ενέργεια να αιτούνται αποζημίωση για
καταπατηθέντα κατ' αυτάς προ επτά ετών (1996-2003) ελαιόδενδρα και οι ενάγουσες
αγνόησαν ακόμη και το άμεσο - αυτονόητο να υποβάλουν σχετική καταγγελία εις τον
αγροφύλακα της περιοχής όταν δι' αυτής ήτο και λίαν ευχερής η απόδειξη των
καταγγελλομένων, επίσης αυτές γνώριζαν ότι η Διεύθυνση Γεωργίας ήτο αναρμόδια να
 
Σελίδα 15  
επιλύσει τη διαφορά και ότι δια των μηνύσεων δεν επιλύονται ιδιοκτησιακά θέματα, ενώ
αρμόδια ήταν τα πολιτικά δικαστήρια και κατά πρώτον η προσφυγή εις ασφαλιστικά μέτρα
εντός του προβλεπομένου υπό του νόμου χρόνου κατ' άρθρο 992 ΑΚ και η υποβολή σχετικής
αγωγής, πλην όμως ουδέν έπραξαν και μας επέδωσαν την αγωγή των παραμονή εκδικάσεως
σχετικής μηνύσεως του δεύτερου εξ ημών κατά της δευτέρας των εναγουσών ενώπιον του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας", εφαρμόζοντας έτσι κανόνα ουσιαστικού δικαίου
στην υπό κρίση αγωγή ενώ δεν έπρεπε. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος
προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας του, διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο τα
παραπάνω στοιχεία και ειδικότερα ποια είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το
Δικαστήριο της ουσίας παραβίασε κατά την εφαρμογή ποιων κανόνων του ουσιαστικού
δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Σε κάθε
περίπτωση ο ίδιος λόγος της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι, υπό την επίκληση της ως
άνω αναιρετικής πλημμέλειας από το άρθρο 559 αρ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ., πλήττεται η κατά
κανόνα, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση
περί πραγματικών γεγονότων του Δικαστηρίου της ουσίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το
δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη
πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα,
υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης
πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή
αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος. (Ολ.Α.Π. 25/2003, Ολ.Α.Π.12/2000 και
Ολ.Α.Π.3/1997). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος
αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη
άρνηση της αγωγής, ούτε εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα
νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή την εκτίμηση των αποδείξεων και
τείνουν σε ενίσχυση ή αποδυνάμωση της βάσης της αγωγής (Ολ.Α.Π.14/2004,
Ολ.Α.Π.469/1984). Εξάλλου, ο αμέσως πιο πάνω αναιρετικός λόγος δεν στοιχειοθετείται αν το
δικαστήριο, που δίκασε, έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε
ευθέως για οποιοδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει
και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως
αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων από αυτά που τον συγκροτούν, γιατί η απόρριψη αυτή
σημαίνει ότι ο ισχυρισμός έχει ληφθεί υπόψη, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός
(Ολ.Α.Π.11/1996, Ολ.ΑΠ.12/1991).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και ένατο λόγους της
αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι, από τον αριθμό 8 περίπτ. β' του
άρθρου 559 ΚΠολΔ., πλημμέλειες, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους
αναφερόμενους σ' αυτούς ουσιώδεις, κατά τους πιο πάνω λόγους, ισχυρισμούς των
αναιρεσειόντων, που αυτοί πρόβαλαν ενώπιόν του με τις έγγραφες προτάσεις τους, ήτοι : α)
"Το τοπογραφικό διάγραμμα ασφαλώς υποτίθεται ότι συνετάγη και υπεβλήθη
επισυναπτόμενο εις την αγωγή δια να αντιληφθούμε εμείς οι εναγόμενοι τους δια της αγωγής
ισχυρισμούς των εναγουσών και να αντιτάξουμε ενδεχομένως τους κατά νόμο ισχυρισμούς
μας. Εις το τοπογραφικό τούτο διάγραμμα αναγράφεται ως κλίμακα 1:200 η οποία ασφαλώς
είναι η συνήθης δια την σύνταξη των δια δικαστική χρήση διαγραμμάτων ευκρινώς
μελετουμένων. Πλην όμως εις την υπό κρίσιν περίπτωση αι ενάγουσαι προκειμένου
σκοπίμως να ''συσκοτίσουν''- προκληθεί σύγχυση συμπεριέλαβαν και άλλα πλησίον άσχετα
ελαιοκτημάτων και ούτω αναγκάσθηκαν να κάμουν σμίκρυνση του διαγράμματος με
αποτέλεσμα να μειωθεί η κλίμακα εις αδύνατον δια μελέτη βαθμό. Ούτω ενώ αναγράφεται
κλίμακα 1:200 η πραγματική κλίμακα είναι περίπου 1:800, ήτοι υποτετραπλάσια της
αναγραφομένης και αποδεκτής. Επιπλέον το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα κατέστη μη
διαφωτιστικό, διότι παραδόξως ενώ η ένδικη διαφορά ως αυτή αναπτύσσεται δια της αγωγής
αναφέρεται εις ελαιόδενδρα εντός τούτου απεικονίζονται ως είναι καταφανές ''περνάρια'' και
''φτελιάδες''. Τα δένδρα όμως αυτά είναι ''άγρια'' και προκαλούν σύγχυση, καθιστούν δε το
πολύ μικράς πραγματικώς κλίμακος τοπογραφικό διάγραμμα άχρηστο, μη δυνάμενο να
επικαλεσθεί από οιονδήποτε ως νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο συμβάλλον εις την υπό κρίσιν
δικαστική διερεύνηση". β) "Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα εκάστου στηρίζονται εις την επί των
ελαιοδένδρων υπάρχουσα φυσική πινακίδα αναγραφομένων κυρίους των αρχικών
γραμμάτων (όνομα-επίθετο) του ιδιοκτήτου και δημιουργουμένης δι' αποφλοιώσεως επί του
 
Σελίδα 16  
κορμού εις ύψος 1,50 μέτρα περίπου διαστάσεων 0,10X0,10 η οποία βάφεται δι'
ελαιοχρώματος και αφού στεγνώσει τούτο επ' αυτού ως προαναφέρουμε επίσης δι'
ελαιοχρώματος αλλά διαφορετικής αποχρώσεως αναγράφονται τα αρχικά του ονόματος και
επιθέτου του ιδιοκτήτου. Επίσης δεν υπάρχει πρόβλημα και ως προς την έκταση
ελαιοκτήματος, διότι κάθε ελαιόδενδρο έχει το έδαφος του (τόπο) και μεταξύ των
συνεχομένων ελαιοδένδρων διαφορετικών ιδιοκτησιών λαμβάνεται ως όριο το μέσον της
νοητής γραμμής (όριο ιδιοκτησιών) η οποία συνδέει τα ελαιόδενδρα. Επί των ιδικών μας
ελαιοδένδρων υπήρχε και υπάρχει η προαναφερομένη πινακίδα από του έτους που τα
ελαιόδενδρα της τρίτης εξ ημών είχαν περιέλθει εις την θυγατέρα του αποθανόντος παππού
μας Σ. Α. του Δ. την 1-1-1938 ήτοι την Α. Α. του Σ. εν συνεχεία σύζυγο από του έτους 1939 Α.

Κ. ο οποίος βεβαίως ως συνέβαινε τότε ασκούσε ως σύζυγος της ιδιοκτήτριας πράξεις νομής
και κυριότητος εφ' όλων των ελαιοδένδρων της συζύγου του ήτοι καθάρισμα-κλάδεμα-
λίπανση-συλλογή ελαιοκάρπου κλπ". γ) "Διά των ανωτέρω ισχυρισμών των προσεπάθησαν
(αι ενάγουσαι) να αποκρούσουν τον ισχυρισμόν μας ότι ένας εκ των λόγων εκ των οποίων
συνάγεται ότι τα επτά (07) ελαιόδεντρα, τα οποία ευρίσκονται εις το αριστερόν της αγροτικής
οδού ...- ... ανήκουν εις την τρίτην εξ ημών και παρανόμως ισχυρίζονται ότι ανήκαν εις τας
αντιδίκους δήθεν καταπατηθέντα το έτος 1996, είναι και η αναγραφομένη οριοθέτηση του
λαβόντος εις την περιοχήν αυτή "..." ελαιοκτήματος εκ πενήντα τεσσάρων (54) ελαιοδέντρων
από τον απώτερον δικαιοπάροχο των Μ. Α., ως αυτή αναγράφεται εις το υπ' αριθ.
29140/1892 προαναφερθέν συμβόλαιον διανομής των αδελφών Α. απώτερων
δικαιοπαρόχων μας διά του οποίου αυτός έλαβε την αναλογούσα εις αυτόν μερίδα. Ήτοι διά
της οριοθετήσεως αυτής το ελαιόκτημα των δεν γειτνιάζει με το ελαιόκτημα Ι. Π. το οποίο είχε
λάβει η σύζυγος του Μ. Α. αδελφή των ετέρων τεσσάρων (04) αδελφών Α. διά του υπ' αριθ.
914/26-4-1890 προικοπαραδοτηρίου συμβολαίου του τότε Συμβ/φου Γ. Κ.. Η υπό κρίσιν
εγγραφή εις το υπ' αριθ. 29140/1892 συμβόλαιο Συμβ/φου Κερκύρας Μ. έχει επί λέξει ως
κάτωθι: "7/ τα εις θέση "..." ιδίας περιοχής 54 πεντήκοντα τέσσερα ως έγγιστα ελαιόδενδρα
πλησιάζοντα με κτήματα Σ. και Ι. αδελφών Γ., Γ. Τ.υ και της μερίδος τετάρτης των αυτών
αδελφών". δ) "Προς επιβεβαίωση των προαναφερθέντων περί ανδιαμφισβητήτου νομής και
κυριότητος της τρίτης εξ ημών ως προς τα προαναφερόμενα παρανόμως διεκδικούμενα επτά
(7) ελαιόδεντρα εις το αριστερόν της αγροτικής οδού ...- ... και επί του ενός τρίτου 1/3 εξ
αδιαιρέτου επί του ήδη ερειπωμένου οικίσκου" αναφέρονται τα κάτωθι:"(1) Την 22 Μαΐου
1981 συνετάγη εις Συμβ/φο Κερκύρας Α. Μ.-Σ. το υπ' αριθ. 2189/1981 συμβόλαιο δωρεάς
μεταξύ των εγγονών του προαναφερθέντος Θ. Α. ενός εκ των τεσσάρων αρρένων τέκνων του
.... Διά του συμβολαίου αυτού παρεχωρείτο δωρεάν εις τον εκ των αδελφών (τέκνων της Ι.ς Α.

συζύγου Σ. Σ. και θυγατρός Θ. Α.) Θ. Σ. υπό των ετέρων δύο αδελφών του ήτοι του Δ. Σ. του
Σ. και της αδελφής των Ε. Σ. Σ. συζύγου Ν. Κ. το κληρονομικό δικαίωμα των επί του
κληρονομηθέντος και δη κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου οικίσκου εκ της
μητρός των Ι.ς Α.-Σ., Α' εξαδέλφης της θείας μας Α. Α. συζύγου Α. Κ., η οποία το είχε
κληρονομήσει ως προαναφέρουμε εκ του πατρός της Θ. Α. του Δ.. Εις την 2αν σελίδα του
συμβολαίου αυτού δίδεται κατά κοινή αποδοχή των συμβαλλομένων τριών αδελφών ο εξής
επί λέξει χαρακτηρισμός του υπό κρίσιν ακινήτου: "ήτοι του 1/3 ενός τρίτου εξ αδιαιρέτου του
εις θέσιν "..." ... Κερκύρας κειμένου ισογείου στάβλου εμβαδού 55 πενήντα πέντε περίπου
τετραγωνικών μέτρων κειμένου ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ Α... Κ...

(συζύγου της θείας μας Α. Α.-Κ.) μετά αναλογούντος αυτού ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του
οικοπέδου εβδομήντα πέντε (75) περίπου τ.μ. μετά του επ' αυτού δικαιώματος αέρος και
υψούν". (2) Διά του συμβολαίου αυτού αποδεικνύεται το επ' αυτού αληθές των ισχυρισμών
μας και αποκρούονται οι ψευδείς και κακόπιστοι ισχυρισμοί των εναγουσών διά της αγωγής
των, επίσης δε επιβεβαιώνεται η ένσταση μας περί καταχρηστικής ασκήσεως της καθ' ημών
αγωγής. (3) Διά του ανωτέρω συμβολαίου εις ανύποπτο χρόνο τρεις συγγενείς μας
κληρονόμοι του απώτερου δικαιοπαρόχου Θ. Α. αδελφού του παππού του δευτέρου εξ ημών
ήτοι του Σ. Α. ομολογούν-βεβαιώνουν και ουδέποτε διαψευθέντες πρώτον ότι ο επίδικος
οικίσκος ευρίσκεται εντός του ελαιοκτήματος του Α. Κ. ήτοι της συζύγου του Α. Α. και αμέσου
δικαιοπαρόχου μας διαψεύδοντας τας εναγούσας ότι δήθεν ο οικίσκος ευρίσκεται εντός του
ιδικού των ελαιοκτήματος. Ταυτοχρόνως επιβεβαιώνεται και ο ισχυρισμός μας ότι τα
προαναφερθέντα επτά (7) ελαιόδενδρα εις το αριστερό της αγροτικής οδού ...-... ανήκουν εις
την τρίτη εξ ημών διαψεύδοντας τους αντιθέτους ισχυρισμούς των εναγουσών. Δεύτερον
επίσης επιβεβαιώνουν τους προαναφερθέντος ισχυρισμούς μας, ότι ο οικίσκος ανήκει 33 κατά
ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου εις την τρίτην εξ ημών, τον Θ. Σ. και τας εναγούσας, ο δε
ισχυρισμός των ότι εκληρονόμησαν και το 1/4 εξ αδιαιρέτου του Ν. Α. εκ του Ι. Γ. είναι ψευδές
διότι ο Γ.ς ως προαναφέρουμε ουδέποτε ήσκησε δικαίωμα νομής, το δε ποσοστόν του Ν. Α.

 
Σελίδα 17  
προσετέθη εις τας εξ αδιαιρέτου μερίδας του υπολοίπων τριών. Ουδέν έτερον στοιχείο
υπάρχει ή προσκομίζουν αι ενάγουσαι αι οποίαι ενεργούν κακοπίστως μη τολμούσαι να
προσκομίσουν ακόμη και το ασφαλώς υφιστάμενο πρόχειρο της αγοραπωλησίας του πατρός
των στοιχείο ". και ε) "Ακριβείς καταμετρήσεις υπαρχόντων ελαιοδένδρων εις την υπό κρίσιν
περιοχή "..." και εις τα επίσης υπό κρίσιν ακίνητα των εναγουσών και της τρίτης εξ ημών (1)Το
υπό κρίσιν ελαιόκτημα των εναγουσών φέρεται καταμετρηθέν μόνο μία φορά μέχρι τούδε, αφ'
ότου περιήλθε εις την κυριότητα του απωτέρου δικαιοπαρόχου των ήτοι του Μ. Α. κατά την
διανομή της κληρονομηθείσης περιουσίας του πατρός των μεταξύ τούτου και των τριών
ετέρων αδελφών του Ν.-Σ. και Θ. Α. ως τούτο αναφέρεται εις το συνταχθέν υπ' αριθ. 29140/5-
11-1892 συμβόλαιο του τότε Συμβ/φου Κερκύρας Μ. Γ. ήτοι προ περίπου 125 ετών.

Αναγράφονται επί λέξει εις το συμβόλαιο αυτό τα κάτωθι: 7) Τα εις θέσιν "..." ιδίας περιοχής
πεντήκοντα τέσσερα (54) ελαιόδενδρα πλησιάζοντα με κτήματα Σ. και Ι. αδελφών Γ., Γ. Τ.υ"
εντός δε αυτών υπάρχει χαμόγαιος τις οίκος όστις διαμένει αδιανέμητος μεταξύ των τεσσάρων
αδελφών Α.. Έκτοτε ουδεμία αδιάβλητος καταμέτρηση εγένετο, ουδείς γνωρίζει πόσα
απέμειναν σήμερα, διότι δεν δύναται να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα εκ του
προσηρτημένου τοπογραφικού διαγράμματος διά τους προαναφερομένους λόγους και επί
πλέον αι ενάγουσαι ισχυρίζονται μετ' επιτάσεως προφανώς για την δημιουργία συγχύσεως ότι
συνεχομένως μετά των υπό κρίσιν ελαιοδένδρων των έχουν έτερα δύο ελαιοκτήματα και ο
συνολικός αριθμός των ελαιόδενδρων ανέρχεται εις (204) διακόσια τέσσερα ελαιόδενδρα.

Ούτω σκοπίμως αντί να συγκρίνουν τα ανήκοντα εις την Τρίτη εξ ημών 54 ελαιόδενδρα με τα
αντίστοιχα 54 ιδικά των τα συγκρίνουν με τα 204 ιδικών των ενεργούντες κακοπίστως κάτι το
οποίον μη νομίμως αποδέχεται το δικαστήριο. Ο ισχυρισμός δε αυτός είναι και εξωλογικός,
διότι δίδει την εντύπωση ότι τα προαναφερόμενα ελαιόδενδρα με την παρέλευση χρόνου
πλέον των τριών γενεών εξακολουθούν να είναι κατ' αριθμόν ως και πρότερον κάτι βεβαίως
παράδοξο και παρά την κοινήν πρακτική της φυσικής απομειώσεως. Αι επικαλούμεναι δε
δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας των εναγουσών η υπ' αριθ. 2694/1996 και υπ' αριθ.
7146/2001 της Συμβ/φου Κερκύρας Β. δεν αποτελούν ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο ότι
ανταποκρίνονται εις διότι δεν υπάρχει το στοιχείο της της τρίτης εξ ημών έχουν υποστεί μέχρι
τούδε τέσσερις ακριβείς καταμετρήσεις ήτοι: (α) Η πρώτη καταμέτρηση εγένετο κατά την
διανομή της πατρικής περιουσίας μεταξύ του απώτερου δικαιοπαρόχου μας Σ. Α. του Δ. και
του αδελφού του Ν. Α. του Δ., διά του υπ' αριθ. 22626/8-11 - 1906 Συμβ/φου Κερκύρας Ν. Τ.

αναγραφομένων εις τούτο των κάτωθι επί λέξει: "6) Τα ελαιόδενδρα ριζάρια πεντήκοντα
τέσσερα 54 εις θέση ..., πλησίον Ι. Π., Μ. Α., Θ. Α. και πλησίον αδιανεμήτου οικίας". (β) Η
δεύτερη καταμέτρηση εγένετο κατά την σύνταξη του υπ' αριθ. .../28-6-1939 συμβολαίου του
Συμβ/φου Κερκύρας Γ. Π. αφορούντος την άτυπη διανομή της κληρονομηθείσης περιουσίας
του αποθανόντος την 1-1-1938 Σ. Α. αναγραφομένων επί λέξει των κάτωθι: "Εις την μερίδα
της Α. Α. ποτέ Σ. θέλουσι περιέλθει τα εξής ακίνητα κτήματα 5) τα ελαιόδενδρα πεντήκοντα
τέσσερα 54 μετά του εδάφους των και του ΕΝΟΣ ΤΡΙΤΟΥ 1/3 εξ αδιαιρέτου του εκεί οικίσκου
διακειμένου εν θέσει ... και συνορεύοντα με ελαιόδενδρα κληρονομιάς Μ. Α., Θ. Α., Μ.ς Π."
αντικειμενικότητος ως προαναφέρουμε. (γ) Η Τρίτη καταμέτρηση εγένετο κατά την σύνταξη
του από 2-7- 1972 Συμφωνητικού άτυπης μεταβιβάσεως του υπό κρίσιν ελαιοκτήματος από
την θεία μας Α. Α. συζύγου Α. Κ. προς την Τρίτη εξ ημών ήτις επανελήφθη διά της δημοσίας
διαθήκης της. Αναγράφονται εις το Συμφωνητικό αυτό επί λέξει: 'Ένα αγρόκτημα κείμενον εις
θέσιν ... ... εκ πεντήκοντα ενός 51 ελαιοδένδρων μετά του εδάφους των και το ΕΝΟΣ ΤΡΙΤΟΥ
1/3 εξ αδιαιρέτου του εκεί οικίσκου συνορευομένου μετά των ελαιοδένδρων Σ. Β., ..., Σ. Σ. και
καροποιήτου οδού". (δ) Η Τετάρτη καταμέτρηση εγένετο μετά την υποβολή της καθ' ημών
αγωγής διά του συνταχθέντος τον Φεβρουάριο 2008 τοπογραφικού διαγράμματος κλίμακος
1:200 υπό του πολιτικού μηχανικού Σ. Μ. (με την παρουσία των γειτόνων Θ. Σ. και Σ. Β.

κληρονόμου της μητρός του Α. εγγονής της Μ.ς Π.-Α.). Διά του τοπογραφικού αυτού
διακρίνονται ευκρινέστατα τα υπάρχοντα σήμερον ελαιόδενδρα ανήκοντα εις την απόλυτο
νομή και κυριότητα της τρίτης εξ ημών ανερχόμενα εις σαράντα οκτώ (48). Εκ των
προαναφερθεισών καταμετρήσεων διεπιστώθη ότι τα πεντήκοντα τέσσερα (54) ελαιόδενδρα
που έλαβε εις την μερίδα του εις την ανωτέρω θέσιν ο απώτερος δικαιοπάροχος μας
παππούς του δευτέρου εξ ημών καταμετρηθέντα την 28-6-1939 ευρέθησαν και πάλι πενήντα
τέσσερα (54), κατά την Τρίτη καταμέτρηση την 2-7-1972 ευρέθησαν 51 υποστάντα φυσική εκ
του χρόνου και των περιστάσεων απομείωση και κατά την τετάρτην-τελευταία καταμέτρηση
ευρέθησαν να είναι σαράντα οκτώ (48) παρουσιάζοντα μία μείωση κατά τρία ελαιόδενδρα,
διότι ως αναγράφουμε-συμπληρώνουμε δι' ενημέρωση του δικαστηρίου επί του
τοπογραφικού διαγράμματος (01) ένα ελαιόδενδρο εκριζώθηκε κατά το έτος 1974 (5-2-1974)
διά διάνοιξη της νυν αγροτικής οδού, και δύο εκριζώθηκαν αμέσως μετά την σχετικώς
 
Σελίδα 18  
πρόσφατη πυρκαγιά του έτους 2000. Προστιθέμενα τα τρία (03) ελαιόδενδρα εις τα
υφιστάμενα τώρα σαράντα οκτώ (48) ελαιόδενδρα μας δίδουν τον αριθμό των πεντήκοντα
ενός (51) που έλαβε η Τρίτη εξ ημών το έτος 1972. Την θέσιν των εκριζωθέντων μετά την
πυρκαγιά του έτους 2000 την καθορίζουμε εις το τοπογραφικό διάγραμμα, την θέσιν όμως του
εκριζωθέντος του έτους 1974 δεν ενθυμούμεθα λόγω παρελεύσεως μεγάλου χρόνου,
εκτιμάται όμως ότι ήτο πλησίον της παρυφής του αγροτικού δρόμου. Των αντιδίκων
εκριζώθηκε ένα το 1974 και μετά την πρόσφατη πυρκαγιά εκριζώθηκε μόνο ένα ελαιόδενδρο
υπό του σκαπτικού μηχανήματος του Δήμου και ευρίσκετο σχεδόν επί- εντός της
διαπλατύνσεως και είναι καταχωρημένη η θέση του εις το τοπογραφικό διάγραμμα διά κυανού
κύκλου. (3) Άπαντα τα προαναφερόμενα είναι δυνατόν να ελεχθούν από οιονδήποτε. Διά των
πραγματικών αυτών περιστατικών - μετρήσεων τα οποία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση
αποδεικνύεται ότι ουδεμία διά καταπατήσεως προσάρτηση ελαιοδένδρων εγένετο εις το
ελαιόκτημα της τρίτης εξ ημών. Τα πεντήκοντα τέσσερα (54) ελαιόδενδρα υφιστάμενα την
φυσικήν φθορά του χρόνου εμειώθηκαν κατά (06) έξι εν αντιθέσει με εκείνα των εναγουσών
που αναφέρουν συνεχώς πεντήκοντα τέσσερα ελαιόδενδρα κάτι το οποίο ουδείς δύναται να
ελέγξει διότι όχι μόνον δεν έχουν περιγραφεί αλλά και εμφανή στοιχεία της κυριότητος των
(ενδεικτικές πινακίδες) όπως έχουν τα ελαιόδενδρα της τρίτης εξ ημών Εάν ισχύσει ο κατά τας
ενάγουσας αναληθής-εξωλογικός αλλά και συκοφαντικός ισχυρισμός περί καταπατήσεως,
αυτές πρέπει να έχουν 54 ελαιόδενδρα από του έτους 1892 χωρίς απομείωση και της τρίτης
εξ ημών καίτοι τα ελαιόδενδρα 1939 ευρεθέντα πεντήκοντα τέσσερα (54), την 2-7-1972
πεντήκοντα ένα (51 )και τον Φεβρουάριο 2008 σαράντα οκτώ (48), πρέπει να ανέρχεται κατ'
επιθυμία των εις τριάντα επτά (37) ελαιόδενδρα (48 μείον 11) υποστάντα απομείωση κατά
ποσοστόν πλέον των 30% χωρίς να δικαιολογούν νομίμως τον λόγο.

Ο ισχυρισμός των "δεν μας αφορά" είναι ουσιαστικά κακόπιστος, ανεπίτρεπτος και βεβαίως
εις βάρος των. Η προαναφερομένη καταμέτρηση αποκαλύπτει πλήρως το άδικον, κακόπιστο,
μη ηθικόν και μη νόμιμο της παρούσης υπό κρίσιν καταχρηστικής αγωγής των. (4) Επί πλέον
των προαναφερομένων διαχρονικών καταμετρήσεων των ανηκόντων εις την Τρίτη εξ ημών
ελαιοδένδρων εις την υπό κρίσιν περιοχή διά των οποίων αποδεικνύεται ότι ο νυν αριθμός
ελαιοδένδρων τα οποία ανήκουν εις αυτήν ουδεμία αύξηση υπέστησαν, αντιθέτως υπέστησαν
την εκ του χρόνου απομείωση, έχουμε την τιμή να αναφέρουμε προς το δικαστήριο Σας και
τας κάτωθι γενομένας καταμετρήσεις εις ανύποπτο χρόνο κατά την εκμίσθωση του
ελαιοκάρπου ηυξημένου κύρους και αποδεικτικής ισχύος: (α) Την 12 Νοεμβρίου 1939 δηλαδή
ολίγον χρόνο μετά την σύνταξη του υπ' αριθ. .../1939 συμβολαίου Συμβ/φου Κερκύρας Γ. Π.

διά του οποίου διενεμήθη ή καταλειπούσα ακίνητη περιουσία του αποθανόντος την 1-1-1938
Σ. Α. και η εκ των θυγατέρων του Α. σύζυγος Α. Κ. είχε λάβει εις την μερίδα της ως
αναγράφεται εις το συμβόλαιο πενήντα τέσσερα (54) ελαιόδενδρα εις θέσιν ... ... επί του
οποίου υπάρχει η υπό κρίσιν ένδικη διαφορά και εξήντα πέντε (65) ως έγγιστα εις την αυτήν
περιοχή ... ανατολικώς της αγροτικής οδού εις θέση ... ή ... εκ του επικλινούς εδάφους, ο Ά. Κ.

εκμισθώνει τον ελαιόκαρπο εσοδείας 1939-1940 αναγραφομένου του αριθμού των
ελαιοδένδρων εις ... εις εκατόν είκοσι (120) (54+65=120) ήτοι 54 εις την επίδικη τοποθεσία ...

και 65 εις θέση ... ή ... .... Τον αριθμό αποδέχονται ενυπογράφως ασφαλώς κατόπι
καταμετρήσεως οι συμβαλλόμενοι Ν. Χ. του Δ. και Ν. Χ. του Μ. .(β) Την 21 Νοεμβρίου 1949 ο
ανωτέρω θείος μας Ά. Κ. εκμισθώνει και πάλι τον ελαιόκαρπο ελαιοσοδείας 1949- 1950 των
αυτών ελαιοδένδρων εις τον Α. Σ. συνταχθέντος ενυπογράφως του σχετικού Συμφωνητικού
αναγραφομένου του αριθμού των ελαιοδένδρων ασφαλώς κατόπι ελέγχου εις εκατόν είκοσι
(54+65=120), ήτοι 54 εις επίδικο περιοχή ... και 65 εις πλησίον ... ή ... .... (γ) Την 19
Νοεμβρίου 1951 συντάσσεται και πάλι υπό του θείου μας Α. Κ. συζύγου της Α. Α.

συμφωνητικού εκμισθώσεως ελαιοκάρπου εσοδείας 1951-1952 εις τον Μ. Α. εις το οποίο ο
αριθμός ελαιοδένδρων εις ... αναγράφεται και πάλι εις 120 (54 ... και 65 ...-...) Συμφωνούντος
ενυπογράφως και του μισθωτού".

Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως
απαράδεκτοι, διότι οι επικαλούμενοι πιο πάνω ισχυρισμοί, που τους στηρίζουν, δεν αφορούν
σε ''πράγματα'' κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια του αριθμού 8 περ. β' του
άρθρου 559 ΚΠολΔ., αλλά αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τις
αποδείξεις και τείνουν σε αποδυνάμωση της βάσης της ένδικης αγωγής και σε απλά
πραγματικά και νομικά επιχειρήματα των αναιρεσειόντων στα πλαίσια αβασιμότητάς της, σε
κάθε περίπτωση δε αβάσιμοι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού το
Εφετείο έλαβε υπόψη τους ως άνω ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων και τους απέρριψε ως
 
Σελίδα 19  
αβάσιμους με τις προαναφερόμενες παραδοχές του, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα
αντίθετα προς εκείνα που τους συγκροτούν.- Κατά τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559
ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός
στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔ συστήματος
συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και
αποδειχθεί. Ο όρος "πράγμα" στην παρούσα περίπτωση είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο
όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω, ιδρύεται δε ο λόγος
αυτός όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς
ισχυρισμούς, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή
όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά, από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται
να αξιολογεί η απόφαση τα επιμέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε
να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Στην
προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό
10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ., προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την
πλημμέλεια ότι το Εφετείο, για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής κατά το σκέλος περί
αναγνωρίσεως των εναγουσών συγκυρίων των επίδικων εδαφικών τμημάτων και των 2/4 εξ
αδιαιρέτου της αποθήκης, δέχτηκε, επί λέξει, ότι " και ενώ έτσι είχε η νομική και πραγματική
κατάσταση, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων το έτος 1996 εισήλθαν εντός του
ελαιοκτήματός τους και κατέλαβαν τα αναφερόμενα και αποτυπούμενα στο συνοδεύον την
αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα εδαφικά τμήματα μετά των επ' αυτών φυομένων ένδεκα
ελαιοδένδρων, απέκοψαν τα ελαιόδενδρα αυτά μερικά στο μέσον του κορμού και μερικά από
το ύψος της ρίζας τους, τοποθέτησαν επ' αυτών τα αρχικά Α.Κ. με κόκκινη μπογιά (τασέλα)
και ενσωμάτωσαν αυτά στο γειτονικό τους ακίνητο, τα οποία στη συνέχεια δήλωσαν ως δικά
τους στη Διεύθυνση Γεωργίας για να λάβουν αποζημίωση εκ της πυρκαγιάς που προκλήθηκε
στην περιοχή το έτος 2000 και έκτοτε τα κατακρατούν, αρνούμενοι να τα αποδώσουν στις
ενάγουσες, καυχώμενοι ότι ανήκουν σ' αυτούς ως συμπεριλαμβανόμενα στη μερίδα του Σ. Α.,
την οποία αγόρασε ατύπως (ιδιωτικό συμφωνητικό) η τρίτη εξ αυτών την 2-7-1972. Η τοιαύτη
κατάληψη των εδαφικών αυτών τμημάτων από τους εναγόμενους είναι παράνομος σύμφωνα
με τα προλεχθέντα, διότι τα τμήματα αυτά περιλαμβάνονται στη μερίδα του Μ. Α. του Δ. και εκ
κληρονομικής διαδοχής, ως προεξετέθη, περιήλθαν στις ενάγουσες", χωρίς απόδειξη περί της
αληθείας αυτών, Όμως, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, το Εφετείο
εξέδωσε την υπ' αριθμ. 249/2010 παρεμπίπτουσα απόφασή του με την οποία διατάχθηκε η
διενέργεια τοπογραφικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία και διεξήχθη (βλ. την από 23-1-
2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού-αγρονόμου-τοπογράφου Κ. Σ.),
ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτό κατέληξε στο παραπάνω
αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, ύστερα από
εκτίμηση, όπως βεβαιώνεται σ' αυτήν, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Δ. Α. και της
ανωμοτί κατάθεσης του δεύτερου εναγόμενου Σ. Τ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου
καθώς επίσης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία νόμιμα επικαλέστηκαν και
προσκόμισαν οι διάδικοι, της ως άνω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και των ένορκων
βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφου, που μνημονεύονται σ' αυτήν (απόφαση),
εκτιμώντας όλες τις προαναφερόμενες αποδείξεις και δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη. Γι' αυτό
πρέπει ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν αυτών,
πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή
στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚπολΔ., όπως
ισχύει παραβόλου και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, στη
δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ.), όπως
ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-10-2017 αίτηση των Κ. συζ. Σ. Τ. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ.
59/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας- Διατάσσει την εισαγωγή του
κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. -
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει
στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. -
 
Σελίδα 20  
Κρίθηκε
------------------------------------
 
 
https://solonnomologia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: