Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠ 1784/2019 (Ε΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΗ- ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ ΜΑΡΤΥΡΑ- ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ- ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ- ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΦΟΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ- ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΩΤΗΤΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ Η ΑΣΚΗΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΝΑΙΡΕΣΗ(505 ΚΠΔ,224, 229, 362, 363 ΠΚ, 6 ΕΣΔΑ )


 

ΑΠ 1784/2019 (Ε΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΗ- ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ ΜΑΡΤΥΡΑ- ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ- ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ- ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΦΟΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ- ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΩΤΗΤΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ Η ΑΣΚΗΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΝΑΙΡΕΣΗ(505 ΚΠΔ,224,  229, 362, 363 ΠΚ, 6 ΕΣΔΑ )- Προϋπόθεση για την τέλεση του  εγκλήματος της ψευδορκίας αποτελεί και το ότι τα κατατεθέντα περιστατικά θα πρέπει να αναφέρονται σε γεγονότα, ήτοι συμβάντα ή καταστάσεις, συγκεκριμένα και ειδικώς προσδιορισμένα κατά χρόνο και τόπο, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν, τα οποία έχουν σχέση με την υπόθεση που αναφέρονται, ενώ  για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, ήτοι γεγονός πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις.

Αριθμός 1784/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Διονυσία Μπιτζούνη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, (σύμφωνα με την υπ' αριθ. 75/2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού και Ζωή Κωστόγιαννη-Καλούση - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 5 Απριλίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 361/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Με κατηγορούμενους τους 1. A.K. του Θ., 2. Χ.Κ. χήρα Α., 3. Γ.Λ. του Β., 4. Ε.Φ. του Δ. και 5. Π.Κ. του Χ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Κωνσταντίνα Φιλοπούλου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Δ.Π. του Κ., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Σοφή.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2019 έκθεση αναιρέσεως της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 394/2019.
Αφού άκουσε
α) Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και β) τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας και την πληρεξουσία δικηγόρο των κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α' του προϊσχύσαντος Κ.Π.Δ., που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 589 του κυρωθέντος με το ν. 4620/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 νέου, το οποίο προβλέπει ότι, αποφάσεις που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησής του που προέβλεπε ο καταργούμενος κώδικας ποινικής δικονομία και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, συνεπώς και αθωωτικής, οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου, για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ. λόγους, μεταξύ των οποίων και για έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ.). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη με αριθμό 13/6-3-2019 αίτηση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της 361/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι ο πρώτος κατηγορούμενος Α.Κ., εν μέρει για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης και οι Χ.Κ., Γ.Λ., Ε.Φ. και Π.Κ. για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, με δήλωση της ως άνω Αντεισαγγελέα στη Γραμματέα του Αρείου Πάγου, για τους προβλεπόμενους λόγους που διαλαμβάνονται στα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. και που αφορούν την έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της.

Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση, με οποιονδήποτε τρόπο, σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση το δε περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικώς ψευδές, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ήτοι ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης είναι ψευδές. Επίσης, από το άρθρο 224 Π.Κ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας για την εξέτασή του αρχής, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.

Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή (και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις), θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό όχι μόνον, όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και ως προς εκείνα, που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων και, ως εκ τούτου, γνώριζε. Προϋπόθεση για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος αποτελεί και το ότι τα κατατεθέντα περιστατικά θα πρέπει να αναφέρονται σε γεγονότα, ήτοι συμβάντα ή καταστάσεις, συγκεκριμένα και ειδικώς προσδιορισμένα κατά χρόνο και τόπο, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν, τα οποία έχουν σχέση με την υπόθεση που αναφέρονται, ενώ από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, ήτοι γεγονός πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις.

Περαιτέρω, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νδ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ισχύ και δεδομένου, ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν αποδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητά του, η αθωωτική απόφαση έχει έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει το λόγο αναίρεσης, που προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα, που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του για τα πράγματα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟλΑΠ 2/2019).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κήρυξε αθώους τον πρώτο κατηγορούμενο Α.Κ., εν μέρει για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης και την Χ.Κ., την Γ.Λ., την Ε.Φ. και τον Π.Κ. για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης. Το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, για να στηρίξει την ως άνω απαλλακτική κρίση του, διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του την εξής, κατά λέξη, αιτιολογία: "Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας που εξετάστηκε ανωμοτί, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως, τα προαναφερόμενα έγγραφα που αναγνώστηκαν δημόσια στο ακροατήριο, την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης των κατηγορουμένων που εξετάστηκε ενόρκως, την απολογία των κατηγορουμένων και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης Α) Αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο αποδείχθηκε ότι: ως προς το σκέλος της από 12.11.2014 έγκλησής του που αναφέρει για την εγκαλούσα Π.Δ. του Κ., Εισαγγελικό Λειτουργό ότι: «… δ) χειρίστηκε η ίδια προσωπικά τις δικαστικές ενέργειες με αφορμή την ως άνω ανώνυμη καταγγελία, παρά το γεγονός ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό της λόγος εξαίρεσης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρω παρακάτω, τον οποίο λόγο εξαίρεσης αποσιώπησε εν γνώσει της ... Η ως άνω εκ προθέσεως παράνομη συμπεριφορά της εγκαλουμένης είχε αρχικό στόχο την πατέρα μου Θ.Κ. υποκινούμενη από λόγους εμπάθειας προς το πρόσωπό του για τον παρακάτω πρωτοφανή στα δικαστικά χρονικά λόγο, «επεκτάθηκε» δε και σε βάρος των λοιπών συγγενών του και εμένα ως τέκνου του για τον ίδιο λόγο.

Συγκεκριμένα: Η εγκαλουμένη είχε αναπτύξει κατά τα έτη 2006, 2007 και 2008 στενές φιλικές σχέσεις με τον πατέρα μου Θ.Κ. μέσω του κοινού γνωστού Β.Κ., με τον οποίο ο πατέρας μου είχε αναπτύξει μόνο επαγγελματική συνεργασία ... . Ο Β.Κ. ήταν αρραβωνιαστικός της εγκαλουμένης στην οποία είχε υποσχεθεί γάμο, επιθυμούσε δε ο πατέρας μου να γίνει κουμπάρος τους. Στα πλαίσια αυτά ο πατέρας μου είχε συχνές κοινωνικές επαφές με την εγκαλουμένη και τον αρραβωνιαστικό της. Συνέτρωγαν στο σπίτι του πατέρα μου αλλά και έξω. Στη γιορτή του δε είχε την πρώτη θέση στο τραπέζι .... Περί το έτος 2008 η εγκαλουμένη ανακάλυψε ότι ο μέλλων γαμπρός ήταν έγγαμος. Αποτέλεσμα ήταν να διακόψει άμεσα τις σχέσεις της τόσο με τον Β.Κ. όσο και με τον πατέρα μου ... Είναι σαφές ότι η εγκαλουμένη μετά τη περιέλευση σε αυτήν της «περίεργης» ως προς την προέλευση της ανώνυμης καταγγελίας σε βάρος του πατέρα μου και των συγγενών του, όφειλε να απόσχει από την διερεύνηση αυτής, λόγω της στενής προσωπικής σχέσης που είχε αναπτύξει με τον πατέρα μου ... Παρά ταύτα ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση και αδυνατώντας να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, της αποστολής και του όρκου της, επέτρεψε την εμπάθεια που έτρεφε και τρέφει σε βάρος του πατέρα μου εξαιτίας του παραπάνω περιστατικού, να επηρεάζει αποφασιστικά τις υπηρεσιακές της ενέργειες διερεύνησης της ως άνω ανώνυμης καταγγελίας» και τα οποία (ανωτέρω) επανέλαβε στην από 3.2.2015 αγωγή κακοδικίας που άσκησε εναντίον της, η οποία απερρίφθη, αυτός θα πρέπει να κηρυχθεί αθώος ελλείψει δόλου, αφού πράγματι πίστευε ότι εξαιτίας της γνωριμίας της εγκαλούσας με τον πατέρα του Θ. Κ., όπως ο τελευταίος είχε μεταφέρει, καθόσον ο ίδιος δεν είχε προσωπική αντίληψη για τα γεγονότα, η εν λόγω δικαστική λειτουργός θα έπρεπε, για σοβαρούς λόγους ευπρέπειας, να απέχει από τον χειρισμό της ποινικής του υποθέσεως.

Και τούτο διότι, ναι μεν αμετακλήτως κρίθηκε με τη Διάταξη του Αντεισαγγελέως του Α.Π. Δημ. Δασούλα όσον αφορά στο λόγο εξαίρεσης ότι δεν συνέτρεχε τέτοιος στο πρόσωπο της πολιτικώς ενάγουσας, καθόσον προέκυψε ότι η εγκαλούσα με τον Β.Κ. επισκέφθηκαν τον Θ.Κ. στην οικία του κατά την ονομαστική του εορτή, συνέφαγαν μαζί με τρίτα πρόσωπα περίπου τρεις φορές ακόμα σε εστιατόρια στην …, και ότι δεν διατηρούσε κατά τα έτη 2006 - 2008 με τον Θ.Κ. και την οικογένειά του φιλικές σχέσεις αλλά και κατά το έτος 2004 είχε μαζί του «απλή γνωριμία και δεν διατηρούσε έκτοτε μαζί του στενές φιλικές σχέσεις και συχνές κοινωνικές επαφές», όπως επιγραμματικά αναφέρεται στην εν λόγω Διάταξη (στην τελευταία σελίδα), ενώ ταυτόχρονα δεν προέκυψε ότι η εγκαλούσα «αποσιώπησε το περιστατικό (της γνωριμίας) και ανέλαβε την επεξεργασία της υποθέσεως με σκοπό να βλάψει τον Θ. Κ. και όλη την οικογένειά του», πλην όμως το συνομολογημένο από αμφότερες τις πλευρές των διαδίκων γεγονός της γνωριμίας τους και των αραιών κοινωνικών επαφών που διατηρούσαν - και η οποία αναδείχθηκε και κατά την ακροαματική διαδικασία - που διήρκησε μεταξύ 2002 - 2005 και στο πλαίσιο της οποίας η πολιτικώς ενάγουσα με τον - τότε αρραβωνιαστικό της και συνεργάτη του Θ. Κ. - Β. Κ. τουλάχιστον τρεις - τέσσερις φορές (όπως και η ίδια παραδέχεται) είχε συναντήσει κοινωνικώς τον Θ. Κ. και την οικογένειά του, τόσο στην οικία αυτού όσο και σε εστιατόρια κλπ και μάλιστα επρόκειτο να γίνει και κουμπάρος της, όπως αυτός είχε εκδηλώσει προς το ζευγάρι την επιθυμία του, μπορούσε να προκαλέσει ή να δικαιολογήσει εκ μέρους του α' κατηγορουμένου και της υπόλοιπης οικογένειάς του που τελούσε σε γνώση της γνωριμίας αυτής), δυσπιστία προς το πρόσωπο της δικαστικής λειτουργού σχετικά με την αμεροληψία της λόγω της μετέπειτα (μετά το έτος 2009) ενασχόλησής της με ποινική του υπόθεση του τελευταίου. Αναφορικά με τους λοιπούς κατηγορουμένους, αυτοί πρέπει να κηρυχθούν αθώοι ελλείψει δόλου των πράξεων που τους αποδίδονται (Ψευδορκίας μάρτυρα και Συκοφαντικής δυσφήμησης) διότι όσα ανέφεραν εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργούνταν δυνάμει της από 12.11.2014 εγκλήσεως του Α.Κ. σε βάρος της εγκαλούσας και ειδικότερα: Η τρίτη κατηγορουμένη Χ.Κ. του Γ. στην … στις 6.3.2015 κατά την εξέτασή της ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών κατέθεσε τα ακόλουθα «... γνωρίζω την κ. Δ.Π. προσωπικά ... Αυτές οι σχέσεις διήρκεσαν μέχρι το 2008 οπότε και διακόπηκαν και η κ. Π. θεώρησε υπεύθυνο τον γιό μου ... Μετά από αυτό η κ. Π. άρχισε κάποιες διαδικασίες για να διαλύσει τον Θ.Κ. και την οικογένειά μας ... Χειρίστηκε προσωπικά την ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του γιού μου Θ.Κ. ... ενώ λόγω της προηγούμενης στενής φιλίας τους έπρεπε να απέχει από τα καθήκοντά της σε σχέση με αυτήν την υπόθεση ...».

Η τέταρτη κατηγορουμένη Γ.Λ. του Β. στην … στις 6.3.2015 κατά την εξέτασή της ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών κατέθεσε, «Παρόλα αυτά οι σχέσεις μας δεν αποκαταστάθηκαν αλλά αντιθέτως η κ. Π. άρχισε έναν απίστευτο αγώνα προκειμένου να καταστρέψει το σύζυγό μου και την οικογένειά μας ... Το έτος 2013 την επισκέφθηκε στο γραφείο της στην Εισαγγελία ο σύζυγός μου για να διαμαρτυρηθεί γι' αυτόν τον αγώνα διώξεων εναντίον της οικογένειάς μας και για να πληροφορηθεί γιατί προβαίνει σε αυτές τις ενέργειες σε βάρος μας. Η απάντησή της ήταν, ότι τον θεωρεί υπεύθυνο ότι έμεινε ανύπαντρη, ότι της κατέστρεψε τη ζωή και εμμέσως πλην σαφώς του ζήτησε να της βρει άνθρωπο για να παντρευτεί ...» Η πέμπτη κατηγορουμένη Ε.Φ. του Δ. στην … στις 3.3.2015 κατά την εξέτασή της ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών κατέθεσε τα ακόλουθα «... Το έτος 2013 αφού ο Θ.Κ. με τον δικηγόρο του ζήτησε επισήμως ακρόαση από την κ. Δ.Π. στο γραφείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών και την επισκέφθηκε εκεί αυτή αντί να του μιλήσει για την υπόθεσή του, του ζήτησε να της βρει γαμπρό. Αυτό το λέω διότι αποδεικνύει την προηγούμενη γνωριμία τους και τις στενές φιλικές σχέσεις που είχαν λόγω των οποίων θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να απέχει από τον χειρισμό της υπόθεσης Κ. ...» Ο έκτος κατηγορούμενος Π.Κ. του Χ. στην … στις 19.2.2015 κατά την εξέτασή του ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών κατέθεσε τα ακόλουθα "... Λόγω της συνεργασίας μου με τον ανωτέρω εργοδότη μου επισκεπτόμουν πολλές φορές την οικογένειά του στην πατρική του οικία. Εκεί είχα δει κατ' επανάληψη μία κυρία η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια του Κ. η οποία όπως είχα ακούσει εργαζόταν στα δικαστήριο της … ... Έμαθα ότι ονομάζεται Π. ..." (Τα όσα ανωτέρω κατέθεσαν οι 3η, 4η, 5η και 6ος των κατηγορουμένων) αποδείχθηκε δεν τα γνώριζαν οι ίδιοι εξ ιδίας αντίληψης, αλλά τους τα είχε μεταφέρει ο 2ος κατηγορούμενος Θ.Κ., θεωρούσαν δε ότι καταθέτουν αληθή γεγονότα και περαιτέρω εξέφρασαν την προσωπική τους εκτίμηση και πεποίθηση μετά από όσα είχαν πληροφορηθεί από τον τελευταίο ότι η εγκαλούσα, λόγω της γνωριμίας της με τον προαναφερθέντα κατηγορούμενο, έπρεπε να απέχει από τον χειρισμό ποινικών υποθέσεων του εν λόγω κατηγορουμένου, πλην του 6ου των κατηγορουμένων, ο οποίος καταθέτει τα όσα βίωσε ο ίδιος, ότι δηλαδή είχε συναντήσει την εγκαλούσα στην οικία του 2ου κατηγορουμένου, γεγονός όμως που δεν αποδείχθηκε ψευδές κατά τα προαναφερθέντα, αφού αποδείχθηκε ότι η εγκαλούσα τουλάχιστον μία φορά είχε βρεθεί στην εν λόγω οικία".

Στη συνέχεια το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών κήρυξε την τρίτη κατηγορουμένη αθώα (ελλείψει δόλου) των πράξεων των 1) Ψευδορκίας μάρτυρα και 2) Συκοφαντικής δυσφήμησης άπαξ και ειδικότερα του ότι: Α) Η τρίτη κατηγορουμένη Χ.Κ. του Γ. στην … στις 6.3.2015 κατά την εξέτασή της ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατά την εξέταση της ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργούνταν δυνάμει της από 12-11-2014 εγκλήσεως του Α.Κ. σε βάρος της εγκαλούσας, κατέθεσε τα ακόλουθα "... Γνωρίζω την κ. Δ.Π. προσωπικά ... . Αυτές οι σχέσεις διήρκεσαν μέχρι το 2008 οπότε και διακόπηκαν και η κ. Π. θεώρησε υπεύθυνο τον γιό μου ... Μετά από αυτό, κ. Π. άρχισε κάποιες διαδικασίες για να διαλύσει τον Θ.Κ. και την οικογένεια μας ... Χειρίστηκε προσωπικά την ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του γιού μου Θ.Κ. ... ενώ λόγω της προηγούμενης στενής φιλίας τους έπρεπε να απέχει από τα καθήκοντά της σε σχέση με αυτήν την υπόθεση ...". Τα ανωτέρω ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη το γνώριζε, ενώ τα αντίστοιχα αληθή ήταν ότι στο πρόσωπο της εγκαλούσας δεν συνέτρεχε λόγος εξαίρεσης καθώς ουδέποτε είχε φιλικές σχέσεις με τον δεύτερο κατηγορούμενο, η δε κατηγορουμένη δεν γνώριζε την εγκαλούσα.

Β) Η τρίτη κατηγορουμένη Χ.Κ. του Γ. στην … στις 6-3-2015 ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε το ψευδές αυτών και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατέθεσε εν γνώσει της όσα αναφέρονται στο υπό στοιχείο (Α) του παρόντος, τα δε ανωτέρω ψεύδη μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής κι επαγγελματικής της αξίας διότι την παρουσίαζαν ως Εισαγγελικό Λειτουργό που δεν ενεργεί με αμεροληψία κι αντικειμενικότητα και παραβαίνει τα καθήκοντά του με σκοπό να εκθέσει σε δίωξη αθώους πολίτες, περιήλθαν δε εις γνώση των υπαλλήλων της Εισαγγελίας Εφετών Πατρών.
Κηρύσσει την τέταρτη κατηγορουμένη αθώα (ελλείψει δόλου) των πράξεων των 1) Ψευδορκίας μάρτυρα και 2) Συκοφαντικής δυσφήμησης άπαξ και ειδικότερα του ότι: Α) Η τέταρτη κατηγορουμένη Γ.Λ. του Β. στην … στις 6-3-2015 κατά την εξέτασή της ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο; κατά την εξέτασή της ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργούνταν δυνάμει της από 12-11-2014 εγκλήσεως του Α.Κ. σε βάρος της εγκαλούσας, κατέθεσε τα ακόλουθα "... Παρόλα αυτά οι σχέσεις μας δεν αποκαταστάθηκαν αλλά αντιθέτως η κ. Π. άρχισε έναν απίστευτο αγώνα προκειμένου να καταστρέψει το σύζυγο μου και την οικογένεια μας ... . Το έτος 2013 την επισκέφθηκε στο γραφείο της στην Εισαγγελία ο σύζυγος μου για να διαμαρτυρηθεί γι' αυτόν τον αγώνα διώξεων εναντίον της οικογένειας μας και για να πληροφορηθεί γιατί προβαίνει σε αυτές τις ενέργειες σε βάρος μας. Η απάντηση της ήταν, ότι τον θεωρεί υπεύθυνο ότι έμεινε ανύπαντρη, ότι της κατέστρεψε τη ζωή κι εμμέσως πλην σαφώς του ζήτησε να της βρει άνθρωπο για να παντρευτεί ...". Τα ανωτέρω ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη το γνώριζε, ενώ τα αντίστοιχα αληθή ήταν ότι στο πρόσωπο της εγκαλούσας δεν συνέτρεχε λόγος εξαίρεσης καθώς ουδέποτε είχε φιλικές σχέσεις με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ενώ ουδέποτε έλαβε χώρα η αναφερθείσα συνάντηση του δεύτερου κατηγορουμένου με την εγκαλούσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πατρών.

Β) Η τέταρτη κατηγορουμένη Γ.Λ. του Β. στην … στις 6-3- 2015 ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε το ψευδές αυτών και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατέθεσε εν γνώσει της όσα αναφέρονται στο υπό στοιχείο (Α) του παρόντος, τα δε ανωτέρω ψεύδη μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής κι επαγγελματικής της αξίας διότι την παρουσίαζαν ως Εισαγγελικό Λειτουργό που δεν ενεργεί με αμεροληψία κι αντικειμενικότητα και παραβαίνει τα καθήκοντά του με σκοπό να εκθέσει σε δίωξη αθώους πολίτες, περιήλθαν δε εις γνώση των υπαλλήλων της Εισαγγελίας Εφετών Πατρών.
Κηρύσσει την πέμπτη κατηγορουμένη αθώα (ελλείψει δόλου) των πράξεων των 1) Ψευδορκίας μάρτυρα και 2) Συκοφαντικής δυσφήμησης άπαξ και ειδικότερα του ότι: Α) Η πέμπτη κατηγορουμένη Ε.Φ. του Δ. στην … στις 3-3-2015 κατά την εξέταση της ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατά την εξέτασή της ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργούνταν δυνάμει της από 12-11-2014 εγκλήσεως του Α.Κ. σε βάρος της εγκαλούσας, κατέθεσε τα ακόλουθα "... Το έτος 2013 αφού ο Θ.Κ. με τον δικηγόρο του ζήτησε επισήμως ακρόαση από την κ. Δ.Π. στο γραφείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών και την επισκέφθηκε εκεί αυτή αντί να του μιλήσει για την υπόθεση του, του ζήτησε να της βρει γαμπρό. Αυτό το λέω διότι αποδεικνύει την προηγούμενη γνωριμία τους και τις στενές φιλικές σχέσεις που είχαν λόγω των οποίων Θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να απέχει από τον χειρισμό της υπόθεσης Κ. ...". Τα ανωτέρω ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη το γνώριζε, ενώ τα αντίστοιχα αληθή ήταν ότι στο πρόσωπο της εγκαλούσας δεν συνέτρεχε λόγος εξαίρεσης καθώς ουδέποτε είχε φιλικές σχέσεις με τον δεύτερο κατηγορούμενο, ενώ ουδέποτε έλαβε χώρα η αναφερθείσα συνάντηση του δεύτερου κατηγορουμένου με την εγκαλούσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πατρών.
Β) Η πέμπτη κατηγορουμένη Ε.Φ. του Δ. στην Π. στις 3-3-2015 ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη γνώριζε το ψευδές αυτών και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατέθεσε εν γνώσει της όσα αναφέρονται στο υπό στοιχείο (Α) του παρόντος, τα δε ανωτέρω ψεύδη μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής κι επαγγελματικής της αξίας διότι την παρουσίαζαν ως Εισαγγελικό Λειτουργό που δεν ενεργεί με αμεροληψία κι αντικειμενικότητα και παραβαίνει τα καθήκοντά του με σκοπό να εκθέσει σε δίωξη αθώους πολίτες, περιήλθαν δε εις γνώση των υπαλλήλων της Εισαγγελίας Εφετών Πατρών.

Κηρύσσει τον έκτο κατηγορούμενο αθώο (ελλείψει δόλου) των πράξεων των 1) Ψευδορκίας μάρτυρα και 2) Συκοφαντικής δυσφήμησης άπαξ και ειδικότερα του ότι: Α) Ο έκτος κατηγορούμενος Π.Κ. του Χ. στην … στις 19-2-2015 κατά την εξέτασή του ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και ειδικότερο στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατά την εξέτασή του ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργούνταν δυνάμει της από 12-11-2014 εγκλήσεως του Α.Κ. σε βάρος της εγκαλούσας, κατέθεσε τα ακόλουθα "... Λόγω της συνεργασίας μου με τον ανωτέρω εργοδότη μου, επισκεπτόμουν πολλές φορές την οικογένεια του στην πατρική του οικία. Εκεί είχα δει κατ' επανάληψη μία κυρία η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια του Κ. η οποία όπως είχα ακούσει εργαζόταν στα δικαστήρια της … ... Έμαθα ότι ονομάζεται Π. ...". Τα ανωτέρω ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος το γνώριζε, ενώ τα αντίστοιχα αληθή ήταν ότι στο πρόσωπο της εγκαλούσας δεν συνέτρεχε λόγος εξαίρεσης καθώς ουδέποτε είχε φιλικές σχέσεις με τον δεύτερο κατηγορούμενο ούτε επισκεπτόταν την οικία αυτού.
Β) Ο έκτος κατηγορούμενος Π.Κ. του Χ. στην Π. στις 19-2-2015 ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές αυτών και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατέθεσε εν γνώσει του όσα αναφέρονται στο υπό στοιχείο (Α) του παρόντος, τα δε ανωτέρω ψεύδη μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας καθόσον ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής κι επαγγελματικής της αξίας διότι την παρουσίαζαν ως Εισαγγελικό Λειτουργό που δεν ενεργεί με αμεροληψία κι αντικειμενικότητα και δεν υπέβαλε αίτημα εξαίρεσης από χειρισμό δικογραφίας όταν επιβάλλεται εκ του νόμου να πράξει τούτο, περιήλθαν δε εις γνώση των υπαλλήλων της Εισαγγελίας Εφετών Πατρών.
Κηρύσσει τον πρώτο κατηγορούμενο αθώο για το γ' σκέλος (ελλείψει δόλου) των πράξεων που του αποδίδονται και ειδικότερα του ότι: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος Α.Κ. του Θ. στους κάτωθι τόπους και χρόνους με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα.

Ειδικότερα: 1) Στην … στις 12-11-2014 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του και συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών την από 12- 11-2014 έγκληση, με την οποία εν γνώσει του ισχυρίστηκε ψευδώς για την εγκαλούσα Π.Δ. του Κ., Εισαγγελικό Λειτουργό τα κάτωθι "... δ) χειρίστηκε η ίδια προσωπικά τις δικαστικές ενέργειες με αφορμή την ως άνω ανώνυμη καταγγελία, παρά το γεγονός ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο της λόγος εξαίρεσης, σύμφωνα με τα όσα αναφέρω παρακάτω, τον οποίο λόγο εξαίρεσης αποσιώπησε εν γνώσει της ... Η ως άνω εκ προθέσεως παράνομη συμπεριφορά της εγκαλούμενης είχε αρχικό στόχο τον πατέρα μου Θ.Κ. υποκινούμενη από λόγους εμπάθειας προς το πρόσωπο του για τον παρακάτω πρωτοφανή στα δικαστικά χρονικά λόγο, "επεκτάθηκε" δε και σε βάρος των λοιπών συγγενών του και εμένα ως τέκνου του για τον ίδιο λόγο. Συγκεκριμένα: Η εγκαλουμένη είχε αναπτύξει κατά τα έτη 2006, 2007 και 2008 στενές φιλικές σχέσεις με τον πατέρα μου Θ.Κ. μέσω του κοινού γνωστού Β.Κ., με τον οποίο ο πατέρας μου είχε αναπτύξει μόνο επαγγελματική συνεργασία ... . Ο Β.Κ. ήταν αρραβωνιαστικός της εγκαλούμενης στην οποία είχε υποσχεθεί γάμο, επιθυμούσε δε ο πατέρας μου να γίνει κουμπάρος τους. Στα πλαίσια αυτά ο πατέρας μου είχε συχνές κοινωνικές επαφές με την εγκαλουμένη και τον αρραβωνιαστικό της. Συνέτρωγαν στο σπίτι του πατέρα μου αλλά και έξω. Στη γιορτή του δε είχε την πρώτη θέση στο τραπέζι ... Περί το έτος 2008 η εγκαλούμενη ανακάλυψε ότι ο μέλλον γαμπρός ήταν έγγαμος. Αποτέλεσμα ήταν να διακόψει άμεσα τις σχέσεις της τόσο με τον Β.Κ. όσο και με τον πατέρα μου ... Είναι σαφές ότι η εγκαλουμένη μετά την περιέλευση σε αυτήν της "περίεργης" ως προς την προέλευση της ανώνυμης καταγγελίας σε βάρος του πατέρα μου και των συγγενών του, όφειλε να απόσχει από την διερεύνηση αυτής, λόγω της στενής προσωπικής σχέσης που είχε αναπτύξει με τον πατέρα μου ... Παρά ταύτα ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση και αδυνατώντας να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, της αποστολής και του όρκου της, επέτρεψε την εμπάθεια που έτρεφε και τρέφει σε βάρος του πατέρα μου εξαιτίας του παραπάνω περιστατικού, να επηρεάζει αποφασιστικά τις υπηρεσιακές της ενέργειες διερεύνησης της ως άνω ανώνυμης καταγγελίας ...». Τα ανωτέρω που ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος για την εγκαλούσα ήταν ψευδή, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ενώ τα αντίστοιχα αληθή ήταν ότι στην εγκαλούσα ως έχουσα το έτος 2009 τον βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ανατέθηκε από τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατόπιν ανώνυμης αναφοράς που είχε υποβληθεί στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και αφορούσε στο πρόσωπο του Θ.Κ. και κάποιων συγγενών αυτού και ουδέποτε η ίδια χρεώθηκε αυτοβούλως την εν λόγω δικογραφία με σκοπό να βλάψει τον Θ.Κ., με το ανωτέρω δε πρόσωπο δεν είχε φιλικές σχέσεις αλλά γνωρίζονταν μόνο κατ' όψεως λόγω κοινωνικών επαφών μέσω προσώπου με το οποίο συνδεόταν η εγκαλούσα κατά τα έτη 2002 έως 2004 κι επομένως δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό της λόγος εξαίρεσης από τον χειρισμό της εν θέματι δικογραφίας. Τα ανωτέρω δε ψεύδη ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη της εγκαλούσας για το αδίκημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, για το οποίο εξεδόθη η υπ' αριθμ. 30/4.9.2015 Διάταξη του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, καθώς και της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά το σκέλος κατά το οποίο αθωώθηκε κατά τα ανωτέρω". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, διέλαβε κατά το προσβαλλόμενο αθωωτικό μέρος της απόφασής του, την κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 2-1, 229 παρ. 1 και 363-362 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφασή του, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και εκτίθενται οι σκέψεις, με βάση τις οποίες δέχθηκε το Δικαστήριο, ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συγκροτούν εξ υποκειμένου τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης του πρώτου κατηγορουμένου, κατά τα ως άνω σκέλη, ούτε και τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης των: τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτου κατηγορουμένων, για τις οποίες ασκήθηκε κατά των ως άνω κατηγορουμένων ποινική δίωξη, αφού δέχεται, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του: καθόσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, ότι δεν είχε δόλο, ότι πράγματι πίστευε ότι, εξαιτίας της γνωριμίας της εγκαλούσας με τον πατέρα του Θ. Κ., η εν λόγω δικαστική λειτουργός θα έπρεπε, για σοβαρούς λόγους ευπρεπείας να απέχει από τον χειρισμό της ποινικής υπόθεσης, ότι ο ίδιος δεν είχε προσωπική αντίληψη για τα γεγονότα, τα οποία ο πατέρας του Θ.Κ. του τα είχε μεταφέρει, καθώς και ότι το γεγονός της γνωριμίας τους και των αραιών κοινωνικών επαφών θα μπορούσε να προκαλέσει ή δικαιολογήσει εκ μέρους του πρώτου κατηγορουμένου και της υπόλοιπης οικογενείας του, η οποία τελούσε σε γνώση της γνωριμίας αυτής, δυσπιστία προς το πρόσωπο της δικαστικής λειτουργού σχετικά με την αμεροληψία της λόγω της μετέπειτα ενασχόλησής της με την ως άνω υπόθεση. Καθόσον αφορά δε τους λοιπούς (3η,4η, 5η και 6ο των κατηγορουμένων) ότι δεν τα γνώριζαν οι ίδιοι εξ ιδίας αντιλήψεως, αλλά τους τα είχε μεταφέρει ο 2ος κατηγορούμενος Θ.Κ., και ότι θεωρούσαν ότι καταθέτουν τα αληθή γεγονότα και ότι εξέφρασαν την προσωπική τους εκτίμηση και πεποίθηση μετά από όσα είχαν πληροφορηθεί από τον τελευταίο, ενώ, ειδικά για τον 6ο κατηγορούμενο διαλαμβάνεται ότι κατέθεσε τα όσα βίωσε ο ίδιος, ότι δηλαδή είχε συναντήσει της εγκαλούσα στην οικία του 2ου κατηγορουμένου, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ψευδές. Περαιτέρω, αναφέρει κατ’ είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία στήριξε την απαλλακτική, κατά τα ανωτέρω, κρίση του και, στις νομικές σκέψεις της παρούσας, δεν χρειαζόταν, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, να διευκρινίζεται σ’ αυτή από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή.

Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τις αιτιάσεις του οποίου πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απαλλακτική της κρίση και την αθώωση των ως άνω κατηγορουμένων και της έλλειψης νόμιμης βάσης είναι αβάσιμοι.

Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις της κρινόμενης αίτησης, με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, επειδή δεν εκτίθεται στην απόφαση τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό στοιχείο χωριστά και δεν γίνεται αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό το πρόσχημα και την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην πραγματικότητα πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Μαρτίου 2019 αίτηση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που ασκήθηκε με τη σύνταξη της 13/2019 έκθεσης ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της με αριθμό 361/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Σεπτεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Νοεμβρίου 2019.







ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.

 

6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
 
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
 
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: