Α.Π. 390/2019 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ – ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ – ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ ΟΠΟΥ ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ
Αριθμός 390/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη - Εισηγητή, Αλτάνα Κοκκοβού, Θωμά Γκατζογιάννη και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. Π. του Κ., 2) Π. συζύγου Μ. Π., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χάρη Ιεροδιακόνου και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .... και κατέθεσε προτάσεις. Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του ως άνω αναιρεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κάτοικος ... και όχι … όπως εσφαλμένα αναγράφεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 5/4/2012 και από 29/5/2012 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 66/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4585/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22/11/2017 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 321 ΚπολΔ, το οποίο ορίζει, ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, προκύπτει, ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη. Εξάλλου, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, ορίζει στις παραγράφους 1 εδ. α' και 2 τα ακόλουθα: "1. Πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου διακστηρίου, νομίμως λειτουργούντος το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται, ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Το άρθρο 4 παρ.1 του εβδόμου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζει ότι "Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού". Ομοίου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 ΚΠοινΔ, σύμφωνα με την οποία "Αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός".
Με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. και του εβδόμου πρωτοκόλλου αυτής δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού διακστηρίου, αλλά κατά μία μεν άποψη κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Υπό την έννοια ότι το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενέστερως είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου (ΑΠ 1364/2011, 302/2016, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013).
Κατ' άλλη δε άποψη ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση - σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του και συνεπώς το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται απ' αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως κατά την τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί σε αποδεικτικό αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική και κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωσή και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6§2 ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. 9ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015). Ενόψει των διασταμενων ως άνω απόψεων οι οποίες διατυπώθηκαν, η μεν πρώτη, από την πλειοψηφία η δε δεύτερη, από την μειοψηφία της 889/2018 αποφάσεως του Α2 τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, το τελευταίο ??????? κατ' άρθρ. 563§2 εδαφ. β ΚπολΔ, στην τακτική ολομέλεια αυτού της επί τον ως άνω ζητήματος κρίση.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 249 εδαφ. α ΚπολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλη δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσλβηθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής,η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, μπορεί δε να εφαρμοσθεί και στην αναιρετική δίκη, παρά τη μη ρητή αναφορά της στο άρθρο 573 παρ. 1 του ΚπολΔ, μεταξύ των εφαρμοζομένων στην αναιρετική διαδικασία διατάξεων του γενικού μέρους του ΚπολΔ, αφού η απαρίθμηση αυτή δεν είναι αποκλειστική (ΑΠ 1519/2018), προκύπτει, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση του νομικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, καθόσον παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού (ΑΠ 1519/2018, ΑΠ 1649/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο κύριο λόγο της αναιρέσεως και το δεύτερο πρόσθετο λόγο προβάλλεται από τους αναιρεσείοντες η από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚπολΔ, αιτίαση, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουδιαστικού δικαίου, διατάξεων του άρθρου 6§2 ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, δέχθηκε την κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης αυτών (αναιρεσειόντων) για τις φερόμενες ως τελεσθείσες σε βάρος του αναιρεσιβλήτου αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας παρά τη μεσολαβήσασα αμετάκλητη αθώωση τους με τις 334, 335/2013, αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς και την 17, 35, 39, 42/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς για τις παραπάνω πράξεις που στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά παραβιάζοντας έτσι το τεκμήριο αθωώτητος των αναιρεσειόντων το οποίο απέκλειε την σε βάρος αυτών (αναιρεσειόντων) επιδικασθείσα για ηθική βλάβη χρηματική ικανοποίηση καθόσον η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης τους δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες για την αθωώση τους. Ενόψει, όμως του ότι η ευδοκίμηση των ως άνω προβαλλομένων λόγων εξαρτάται από την κρίση αν επί αθωωτικής ποινικής αποφάσεως το τεκμήριο αθωώτητος συνεπάγεται ή όχι αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί σε πόρισμα συμβατό με την αθωωτική απόφαση και κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικό αδικοπρακτικής ευθύνης, ζήτημα το οποίο κατά τα προεκτεθέντα, έχει παραπεμφθεί με την 889/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στην τακτική ολομέλεια αυτού, όπου και εκκρεμεί, το Δικαστήριο κάνει επάναγκες να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως της ενδίκου υποθέσεως μέχρι την έκδοση αποφάσεως της τακτικής Ολομέλειας του Α2 επί του ως άνω νομικού ζητήματος, επιφυλασσόμενο για την έρευνα που προβαλλομένων λόγων αιτιάσεων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως της 4585/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτ. Πειραιώς μέχρι την έκδοση αποφάσεως της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του ενώπιον αυτής παραπεμφθέντος, με την 8891/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος αυτού, ως άνω νομικού ζητήματος.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.
6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου