Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ, 34/2019 χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ' αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας ... εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ ... 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (δάσος ... έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1840/2017, ΑΠ ... από τον παράγωγο τρόπο της αγοράς και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, εφόσον...


ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ, 34/2019
χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ'  αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας ... 

εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία.  Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ ...  11.9.1915, για την κτήση κυριότητας  με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (δάσος ...  έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές  προϋποθέσεις (ΑΠ 1840/2017, ΑΠ ...  από τον  παράγωγο τρόπο της αγοράς και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, εφόσον...
 
Σελίδα 1  
Απόφαση 34 / 2019    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 34/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 
A2' Πολιτικό Τμήμα
 
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη,
Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο ‐ Εισηγητή και Κυριάκο
Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Οκτωβρίου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό
Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του
.., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου
242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Φ. Ν. του Ρ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του Ιωάννη ‐ Ιάκωβο Παραδείση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23‐10‐2008 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου και την
από 3‐11‐2009 κύρια άλλως πρόσθετη παρέμβαση, του ήδη αναιρεσείοντος, που
κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι
αποφάσεις: 88ΕΜ/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 176/2014 του Εφετείου Αιγαίου
(Μονομελές). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 7‐
11‐2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του
από τους Ν. 3127/2003 και 3481/2006 ορίζονται τα εξής: "1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες
που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από
τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. β' του άρθρου 3. Οι πρώτες
εγγραφές επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις
ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί
να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ' ύλην και κατά τόπον πρωτοδικείου η
αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση
ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται
από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ ετών, εκτός αν
πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο ή εργαζομένους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της
οκταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας για τους οποίους η προθεσμία ασκήσεως της
 
Σελίδα 2  
αγωγής είναι δέκα ετών... Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου
του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων
και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως στον προϊστάμενο του οικείου
Κτηματολογικού Γραφείου... 3. α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη
"άγνωστου ιδιοκτήτη" κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπομένης
στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση
εκείνου, που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία
υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, που
δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών
από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον
αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα
ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κυρίας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό
φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρηθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με
αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή
απαραδέκτου και εντός της παραπάνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή
κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με
επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή,
διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών
μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της
παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. β) Με την αίτηση της προηγούμενης παραγράφου
μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται
ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το άρθρο 1192 αρ. 1‐4 του Α.Κ., η οποία δεν έχει
μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή με την αίτηση ζητείται η
διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώριση του δικαιώματος στον φερόμενο στο μη
μεταγεγραμμένο τίτλο ως αποκτώντα, εφόσον συντρέχουν όλες οι κατά το ουσιαστικό
δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος". Από το συνδυασμό των παραπάνω
διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό
φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως "αγνώστου
ιδιοκτήτη", όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί
αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του
ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του
ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, προκειμένου να
ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι
η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η
διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη
διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή "αγνώστου ιδιοκτήτη"
δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος.
Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κυρία παρέμβαση η
αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο
κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση
που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική
διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως
προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη
ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ
δεδικασμένου. Γι' αυτό άλλωστε η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 3, όπως ισχύει)
αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση
δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του
άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 74/
 
Σελίδα 3  
2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1364/2014). Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η έννοια
του εγγραπτέου δικαιώματος, κατά την ως άνω παράγραφο, δεν περιορίζεται στην ύπαρξη
πράξεως μεταγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1‐4 του Α.Κ., αλλά περιλαμβάνει κάθε
εμπράγματο δικαίωμα που κατά νόμο είναι αντικείμενο εγγραφής στα οικεία
κτηματολογικά βιβλία. Άλλωστε ο νομοθέτης δεν διακρίνει εάν ο κύριος επικαλείται
πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, εάν δε ήθελε να αποκλείσει από τη
διαδικασία της κτηματογραφήσεως την εγγραφή του δικαιούχου με πρωτότυπο τρόπο
κτήσεως της κυριότητας, θα έπραττε τούτο με ρητή διάταξη (ΑΠ 1342/2015). Ειδικώς δε ως
προς το Ελληνικό Δημόσιο η ερμηνευτική εκδοχή ότι η έννοια του εγγραπτέου δικαιώματος
περιορίζεται στην ύπαρξη πράξεως μεταγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1‐4 του Α.Κ. θα
συνεπαγόταν κατάργηση του δικαιώματός του προς άσκηση κυρίας παρεμβάσεως, καθ'
όσον στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν κέκτηται τίτλων, αλλά στηρίζει τα δικαιώματά
του στο χαρακτήρα των εκτάσεων ως δασικών ή κοινοχρήστων ή ανέκαθεν δημοσίων, βάσει
των εκάστοτε διατάξεων (ΑΠ 698/2016, ΑΠ 583/2016). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1‐3 του
Οθωμανικού νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονται στις ακόλουθες πέντε
κατηγορίες (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), (οικοδομήματα, εργαστήρια,
αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις
διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες
γαίες (μιριγιέ), (τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), των οποίων η κυριότητα
ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν
μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια), των
οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες
θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες
(μετρουκέ) (οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή
χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ) (τα βουνά, τα ορεινά και
πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε,
δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Επακολούθησαν τα
πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1‐7‐1830, με τα οποία
κυρώθηκε η Ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου
ως προς τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίζοντας, σε συνδυασμό με
την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών
συνόρων", ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα στα κτήματα των Οθωμανών, τα
οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830) και
είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και σε εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο
της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους
Οθωμανούς, οι οποίοι αποχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς
παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21‐
6/3‐7‐1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων", περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού
στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο
δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό
Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση "δικαιώματι πολέμου", ως ειδικού τίτλου, στο
δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά
την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και, ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως
εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς. Η
διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο Τουρκικό Δημόσιο "δικαιώματι πολέμου" αφορά και
τις νήσους του Αιγαίου, με ρητή αναφορά τους στο σχετικό κείμενο του πρακτικού (αρ.3)
και στο προηγούμενο πρωτόκολλο της 10/22‐3‐1829 με τον παράτιτλο "Οριοθεσία της
Στερεάς και των νήσων", διαλαμβάνοντας "Αι παρακείμεναι εις την Πελοπόννησον νήσοι, η
 
Σελίδα 4  
Εύβοια και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες θέλουν αποτελεί ωσαύτως μέρος τούτου του
Κράτους". Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα
οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα δικαιώματα
εξουσίασης "τεσσαρούφ", τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών σύμφωνα με
το Οθωμανικό δίκαιο. Λόγοι ιστορικής ιδιαιτερότητας διαμόρφωσαν ιδιαίτερο νομικό και
ιδιοκτησιακό καθεστώς στις Κυκλάδες. Ειδικότερα, οι γαίες των νησιών αυτών
χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα
άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών"
κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα
υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως
καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενα
πριν από την επανάσταση από το Σουλτάνο, ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν
περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι
πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και
της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο, όμως, συμβαίνει εφόσον
πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα
με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, για
εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις
εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της
Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού
Κράτους δικαιώματι πολέμου. Και τούτο διότι οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν
προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους
και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπάγονταν υπό την
απόλυτη εξουσία του κράτους αυτού. Μετά δε την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση
του Ελληνικού Κράτους διά των προαναφερομένων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, οπότε
προσδιορίστηκε η χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το νέο
ελληνικό κράτος χωρίς καμιά αποζημίωση. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από
το Πρωτόκολλο της 4/16 Ιουνίου 1830, στο κείμενο του οποίου ορίζεται τα κτήματα υπό το
όνομα "Βακούφια" και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το
Οθωμανικό σύστημα θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (OλΑΠ 1/2013,
ΑΠ 1098/2017, ΑΠ 222/2017). Περαιτέρω, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον
το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21‐6/10‐7‐1837 "περί
διοικήσεως κτημάτων", με το οποίο ορίστηκε "ότι όλα τα παρ' ιδιωτών ή μόνο τούτων μη
δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των ...ακλήρων αποθανόντων
κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο
Δημόσιο". Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και
μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του
προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1),
προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων,
δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη
εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω
διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι
όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η
βούληση εγκατάλειψής του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την
κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο
πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν
αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του
πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα,
 
Σελίδα 5  
κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και
μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός "περί διακρίσεως
κτημάτων" τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού
δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του
(Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων
ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή
υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της
κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες
τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα
κτήματα αυτά αποκτήθηκαν "δικαιώματι πολέμου", ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά
τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές
δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 1411/2014, ΑΠ 835/2014, ΑΠ 454/2011). Περαιτέρω, με τις
διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17.11./1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών", που
έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που
αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί
ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των
τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε
αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να
παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας,
διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω Β. Δ/τος
θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που
υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία
δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του
τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο
έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της
12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια
εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833‐1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λιβάδια για την
επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας,
θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη
συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών
σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και επομένως και σε αυτές στις Κυκλάδες που δεν ανήκαν
σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα, καταστεί κύριός τους το Ελληνικό Δημόσιο
(ΑΠ 783/2016). Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ της
31.1./18.2.1864 "περί βοσκησίμων γαιών", με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι
Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των
αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων,
αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 "περί κοινοτικών και
εθνικών λιβαδιών" κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως
προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των
βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων
(ΑΠ 987/2017, ΑΠ 1919/2014, ΑΠ 1411/2014, ΑΠ 454/2011). Επομένως, η ανωτέρω διάταξη
του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε για τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος
αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι
ανήκουν σε ιδιώτες, μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Δηλαδή, προϋπόθεση
εφαρμογής του ως άνω τεκμηρίου είναι το διεκδικούμενο να ήταν λιβάδι κατά το χρόνο
έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος (ΑΠ 987/2017). Κατά τις διατάξεις των νόμων 8
παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1
Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι
 
Σελίδα 6  
οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας
όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να
αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ'
αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς
τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο
της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο
καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον
Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία.
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και
48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4)
καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της
νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ
προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του
χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας
με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (δάσος, χορτολιβαδική
έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με
τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές
προϋποθέσεις (ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 783/2016, ΑΠ 1412/2015, ΑΠ 1919/2014). Τέλος, ο λόγος
αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα
δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της
εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα,
αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται
καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία
που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης
συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε
κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των
πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της
ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι
πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το
άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει
νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή
ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη
νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της
απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν
προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα
οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι
συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της
εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης
δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη
νόμου και αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού
πορίσματος, ενώ δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των
αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που
έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως
ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή
αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που
έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος
που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή
νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για
 
Σελίδα 7  
τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης
(ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 987/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την
προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο έλεγχο μέρος, τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθμ. ….1/16‐5‐1980 αγοραπωλητηριο
συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Δ. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα, σε συνδυασμό με την
υπ' αριθμ. …5/28‐7‐1980 πράξη εξοφλήσεως υπολοίπου τιμήματος του ίδιου
συμβολαιογράφου, που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα, ο αιτών‐καθ' ου η κυρία παρέμβαση
και τώρα εκκαλών (ήδη αναιρεσίβλητος)... αγόρασε από τον Α. Θ. του Μ. ένα αγροτεμάχιο,
τριγωνικού σχήματος, εκτάσεως 6.500 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "…" της κτηματικής
περιφέρειας του Δήμου … .... Το παραπάνω αγροτεμάχιο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου
αγρού, εκτάσεως 40 περίπου στρεμμάτων, .... Ο μεγαλύτερος αυτός αγρός είχε περιέλθει
στη κυριότητα του παραπάνω δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος α) κατά ποσοστό 3/4 εξ
αδιαιρέτου, συνεπεία εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής της αποβιώσασας στις 10‐3‐
1975 μητέρας του Α. Θ., της οποίας την κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. … 5/2‐3‐
1977 δήλωσή του ενώπιον του συμβολαιογράφου Δ. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα, και β)
κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ' αριθμ. …7/12‐
8‐1977 δωρητηρίου συμβολαίου του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, κατόπιν δωρεάς εν
ζωή από τον πατέρα του Μ. Θ., στον οποίο είχε περιέλθει το ιδανικό αυτό μερίδιο,
συνεπεία εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής της αποβιώσασας πιο πάνω συζύγου του Α.
Θ., την κληρονομία της οποίας αποδέχθηκε, με την ίδια παραπάνω υπ' αριθμ. …5/2‐3‐1977
δήλωση αποδοχής κληρονομίας, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο εκκαλών, αφότου
καταρτίσθηκε το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο (16‐5‐1980) παρέλαβε τη
νομή του επιδίκου πιο πάνω αγροτεμαχίου από τον έως τότε κύριο και νομέα του Α. Θ. και
έκτοτε ενέμετο και κατείχε το αγροτεμάχιο αυτό, με διάνοια κυρίου, νόμιμο τίτλο το
αγοραπωλητήριο αυτό συμβόλαιο και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι
απέκτησε την κυριότητά του, ενεργώντας επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και
τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Συγκεκριμένα ο εκκαλών, ο οποίος αγόρασε το
επίδικο αγροτεμάχιο, με σκοπό την ανέγερση επ' αυτού ισόγειας οικίας, στις αρχές του
έτους 1981 υπέβαλε, ενόψει του ότι η Μύκονος είχε κηρυχθεί με την Υ.Α. Γ/848/40/4‐3‐
1980 ως τόπος που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, τη συνταχθείσα μελέτη
ανεγέρσεως της οικίας αυτής προς έγκριση στην 1η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του
Υπουργείου Πολιτισμού, με την υπ' αριθμ. πρωτ. …18/23‐21981 αίτησή του. Η μελέτη αυτή
εγκρίθηκε από την παραπάνω Υπηρεσία με το υπ' αριθμ. πρωτ. …18/19‐3‐1981 έγγραφό
της. Στη συνέχεια ο εκκαλών υπέβαλε στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας της
Νομαρχίας Κυκλάδων την από 6‐4‐1981 αίτησή του για την έκδοση της άδειας ανεγέρσεως
της παραπάνω ισόγειας οικίας και επί της αιτήσεώς του αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ.
….24/21‐4‐1981 οικοδομική άδεια. Με βάση την οικοδομική αυτή άδεια ο εκκαλών άρχισε
να ανεγείρει επί του επιδίκου αγροτεμαχίου την εν λόγω οικία, κατασκευάζοντας το
φέροντα οργανισμό αυτής, τη στέγη και τους εξωτερικούς τοίχους από λιθοδομή, ενώ
ταυτόχρονα ο εκκαλών επισκεπτόταν το επίδικο αγροτεμάχιο, το επέβλεπε προς αποτροπή
καταπατήσεών του από τρίτους και γενικά καθιστούσε εμφανή στους τρίτους την επ' αυτού
εξουσίασή του, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από οιονδήποτε μέχρι και την άσκηση της
ένδικης αιτήσεως (Οκτώβριος 2008). Με την υπ' αριθμ. 71155/4394/1995 απόφαση του
Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (ΦΕΚ Β' 635/18‐7‐1995) κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση η περιοχή
του Δήμου ..., στην οποία βρίσκεται και το επίδικο αγροτεμάχιο, σύμφωνα με τις διατάξεις
του ν. 2664/1998, για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου και κλήθηκαν όσοι έχουν
εμπράγματα ή άλλα εγγραπτέα στα κτηματολογικά βιβλία δικαιώματα επί ακινήτων της
υπό κτηματογράφηση περιοχής να υποβάλουν τη σχετική δήλωση με αναφορά των
 
Σελίδα 8  
δικαιωμάτων τους και περιγραφή της αιτίας κτήσεως. Ακολούθως, με την υπ' αριθμ.
….8/5/14‐11‐2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Κ.Χ.Ε. (ΦΕΚ ΒΊ626/24‐11‐
2005) διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για τα ακίνητα της
περιοχής του Δήμου …, ενώ με την υπ' αριθμ. …9/5/16‐11‐2005 απόφαση του Διοικητικού
Συμβουλίου του Ο.Κ.Χ.Ε. διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρισης των
πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του Δήμου … και ορίστηκε ως ημερομηνία
έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η 24‐11‐2005. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της
προθεσμίας υποβολής των παραπάνω δηλώσεων των εγγραπτέων στο κτηματολογικό
βιβλίο του Δήμου … εμπραγμάτων δικαιωμάτων, ο εκκαλών, που είναι … υπήκοος και
κατοικεί στη …, δεν υπέβαλε δήλωση για το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας αυτού επί
του επιδίκου αγροτεμαχίου, με αποτέλεσμα το αγροτεμάχιο αυτό να καταχωρηθεί στο
κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου του Δήμου Μυκόνου με αριθμό
Κ.Α.Ε.Κ. 29 ... 065/0/0 ως "αγνώστου ιδιοκτήτη". Πριν από την περαίωση της διαδικασίας
κτηματογράφησης το επίδικο αγροτεμάχιο είχε καταχωρηθεί με προσωρινό αριθμό Κ.Α.Ε.Κ.
29 ... 042 ως ένα ενιαίο αγροτεμάχιο με το όμορο, προς νότον και βορειοανατολάς,
μεγαλύτερο αγροτεμάχιο του προαναφερόμενου δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος Α. Θ.,
του οποίου αποτελούσε τμήμα πριν από την πώλησή του στον εκκαλούντα, και με
παρατήρηση του εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, δια της Διεύθυνσης Δασών Νομού …, η
οποία χαρακτήριζε ολόκληρο το μεγαλύτερο αυτό γεωτεμάχιο ως χορτολιβαδική έκταση.
Για την καταχώριση αυτή ο παραπάνω δικαιοπάροχος του εκκαλούντος υπέβαλε την υπ'
αριθμ. πρωτ. ….4/30‐10‐2002 ένσταση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ.
….85/ΣΤ/03/15/7‐5‐2003 απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής του Εθνικού Κτηματολογίου, η
οποία αφενός μεν διέταξε τη διαγραφή της παρατήρησης του εφεσιβλήτου Ελληνικού
Δημοσίου περί χαρακτηρισμού της μεγαλύτερης πιο πάνω εκτάσεως ως χορτολιβαδικής,
αφετέρου δε έκρινε ότι το επίδικο αγροτεμάχιο δεν συμπεριλαμβάνεται στην ιδιοκτησία
του ενισταμένου και κατόπιν τούτου το επίδικο καταχωρήθηκε με το νέο πιο πάνω αριθμό
Κ.Α.Ε.Κ. 29 ... 065/0/0 ως "αγνώστου ιδιοκτήτη". Στη συνέχεια ο ίδιος πιο πάνω
δικαιοπάροχος του εκκαλούντος, με την από 13‐8‐2003 αίτησή του προς τη Διεύθυνση
Δασών του Νομού …., ζήτησε το χαρακτηρισμό ως δασικής ή μη, κατά το άρθρο 14 παρ. 1
του ν. 998/1979, ευρύτερης εδαφικής έκτασης, εμβαδού 74.202 τ.μ., στην οποία
συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο αγροτεμάχιο. Με την υπ' αριθμ. 94/9‐12004 πράξη του ο
Διευθυντής Δασών του Νομού …. χαρακτήρισε ως μη δασική την παραπάνω εδαφική
έκταση, με την αιτιολογία ότι τμήμα αυτής, εμβαδού 47.456,60 τ.μ. είναι αγροτικής μορφής
(εγκαταλειμμένος αγρός) και το υπόλοιπο τμήμα της, εμβαδού 26.745,40 τ.μ., στο οποίο
περιλαμβάνεται και ολόκληρο το επίδικο αγροτεμάχιο, είναι χορτολιβαδικής μορφής και
έτσι τα τμήματα αυτά εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 6 εδαφ. α' και β' αντίστοιχα του
άρθρου 3 του ν. 998/1979 και επομένως δεν υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Το
εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο (και ήδη αναιρεσείον) ισχυρίζεται με την κυρία παρέμβασή
του ότι το επίδικο αγροτεμάχιο υπήρξε τμήμα του συσταθέντος Ελληνικού Κράτους και
προηγουμένως ιδιοκτησία του Οθωμανικού Κράτους, χωρίς να δεσπόζεται από ιδιώτη ή να
έχει επ' αυτού οποιοδήποτε δικαίωμα διατηρηθέν ή μετεξελιχθέν σε εκείνο της κυριότητας,
το οποίο καταλήφθηκε και δημεύθηκε κατά τον περί ανεξαρτησίας αγώνα και περιήλθε
στην κυριότητά του "δικαιώματι πολέμου", κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου,
σύμφωνα με τα από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19‐6/1‐7‐1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου και
την από 9‐7‐1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, άλλως ότι επί του επιδίκου
αγροτεμαχίου, πριν και μετά την ισχύ του άρθρου 16 του νόμου της 21‐6/10‐7‐1837, δεν
υπήρχε κανένα εμπράγματο δικαίωμα ιδιώτη και, συνεπώς, ως αδέσποτο περιήλθε στην
κυριότητά του, άλλως ως λιβάδι ή βοσκότοπος, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ.3/12‐12‐
 
Σελίδα 9  
1833. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου δεν αποδείχθηκαν,
καθόσον δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να αποδεικνύεται
ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ανήκε μέχρι την επανάσταση του 1821 στο Τουρκικό Δημόσιο ή
σε Τούρκους υπηκόους, που εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την επανάσταση και δεν
διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ούτε επανέκαμψαν στην Ελλάδα, ή ότι το επίδικο
καταλήφθκε και δημεύθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο πριν από το έτος 1830, με δικαίωμα
πολέμου, ή πριν από το έτος 1837 ως αδέσποτο ή ότι ήταν κατά το έτος αυτό αδέσποτο και
καταλήφθηκε αργότερα από το Δημόσιο, με βούληση κυρίου, ή ότι κατά το έτος 1833 είχε
το χαρακτήρα λιβαδιού ή βοσκότοπου. Προσκομίζεται από το εφεσίβλητο η
προαναφερθείσα υπ' αριθμ. …4/9‐1‐2004 πράξη χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών του
Νομού …, με την οποία χαρακτηρίσθηκε, όπως προεκτέθηκε, τμήμα της ευρύτερης πιο
πάνω εδαφικής έκτασης, εμβαδού 26.745,40 τ.μ., στην οποία περιλαμβάνεται και το
επίδικο, ως χορτολιβαδικής μορφής. Η πράξη αυτή βασίστηκε στην από 9‐1‐2004 έκθεση
αυτοψίας που συνέταξαν οι υπάλληλοι της παραπάνω Υπηρεσίας Ε. Γ., δασολόγος, και Π.
Π., δασοπόνος, μετά από αυτοψία που ενήργησαν στις 21‐8‐2003 στην ευρύτερη πιο πάνω
εδαφική έκταση. Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι η
ως άνω εδαφική έκταση αποτελεί σύνθεση τριών όμορων τμημάτων, που περικλείονται με
ξερολιθιά περιμέτρου, ότι τα δυο πρώτα τμήματα είναι καλλιεργημένοι αγροί, με βαθμίδες
(λιθοσωρούς), έδαφος καλό, γόνιμο, και κλίση ήπια‐επίπεδη και ότι το τρίτο τμήμα, του
οποίου τμήμα αποτελεί η παραπάνω εδαφική έκταση των 26.745,40 τ.μ., που
χαρακτηρίσθηκε ως χορτολιβαδικής μορφής, έχει κλίση μέτρια έως ισχυρή προς τη
θάλασσα, κατά θέσεις διάσπαρτα βράχια, έδαφος μετρίως βαθύ, χαμηλή χορτολιβαδική
βλάστηση, κάποιους λιθοσωρούς, καθώς και ίχνη κατεστραμμένων βαθμίδων κατά θέσεις,
οι οποίες υποδηλώνουν σαφώς ότι το τμήμα αυτό εκαλλιεργείτο κατά το παρελθόν και στη
συνέχεια εγκαταλείφθηκε η καλλιέργειά του, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η χαμηλή
χορτολιβαδική βλάστηση που διαπιστώθηκε κατά την αυτοψία. Ο διαχωρισμός δε του
τμήματος αυτού σε δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα, το συνεχόμενο των δύο πρώτων
τμημάτων χαρακτηρίζεται στην παραπάνω έκθεση ως εγκαταλειμμένος χέρσος αγρός με
διαχρονικώς αναγνωρίσιμα τα στοιχεία της μορφής αυτής, ενώ το άλλο, προς τη θάλασσα,
χαρακτηρίζεται ως χορτολιβαδικής μορφής με διάσπαρτα βράχια, δεν δικαιολογείται ούτε
από τους προσκομιζόμενους ορθοφωτοχάρτες των ετών 1960 και 1945, στους οποίους το
τμήμα αυτό εμφανίζεται ενιαίο, χωρίς να υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις στη μορφή
του εδάφους και στη βλάστηση που καλύπτει την επιφάνειά του, ώστε να τεκμηριώνεται
επαρκώς ο παραπάνω διαχωρισμός του. Η εξετασθείσα δε στο ακροατήριο του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας του εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου Ε. Γ.,
δασολόγος, δεν έχει άμεση αντίληψη για το χαρακτήρα του επιδίκου ως χορτολιβαδικής
έκτασης, αλλά στηρίζει τη γνώμη της, όπως η ίδια κατέθεσε, στην προαναφερθείσα πράξη
χαρακτηρισμού και μεταφέρει τις διαπιστώσεις των παραπάνω υπαλλήλων της Διεύθυνσης
Δασών κατά την αυτοψία που ενήργησαν στην ευρύτερη πιο πάνω εδαφική έκταση, τις
οποίες άλλωστε αυτοί έχουν διατυπώσει στην έκθεση αυτοψίας που συνέταξαν. Εξάλλου,
ουδέποτε το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, διαχειρίστηκε την παραπάνω εδαφική έκταση,
στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο αγροτεμάχιο, ως δημόσιο κτήμα, ούτε προέβαλε
οποιαδήποτε εναντίωση όταν ο εκκαλών άρχισε το έτος 1981 να ανεγείρει επί του επιδίκου
την προαναφερθείσα ισόγεια οικία, με βάση την εκδοθείσα ως άνω οικοδομική άδεια και
αφού προηγουμένως ο εκκαλών είχε λάβει από τις αρμόδιες υπηρεσίες του εφεσιβλήτου
τις απαιτούμενες εγκρίσεις και άδειες. Για πρώτη φορά το εφεσίβλητο προέβαλε
δικαιώματα κυριότητας επί του επιδίκου αγροτεμαχίου και επί της ευρύτερης πιο πάνω
εδαφικής έκτασης κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, στην οποία
 
Σελίδα 10  
βρίσκεται το επίδικο, με την καταχώριση της παραπάνω παρατήρησης περί χαρακτηρισμού
ολόκληρης της έκτασης αυτής ως χορτολιβαδικής. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι
το επίδικο αγροτεμάχιο ήταν δημόσιο κτήμα, που περιήλθε με κάποιο νόμιμο τρόπο στην
κυριότητα του εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, o εκκαλών δεν ήταν αναγκαίο να
επικαλεσθεί και να αποδείξει για την απόκτηση της κυριότητάς του από αυτόν
τριακονταετή νομή του ιδίου και των δικαιοπαρόχων του επ' αυτού, που είχε συμπληρωθεί
μέχρι και τις 11‐9‐1915, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εφεσίβλητο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα
παραπάνω....ο εκκαλών, εφόσον νεμήθηκε το επίδικο πιο πάνω αγροτεμάχιο, με διάνοια
κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, συνεχώς από το έτος 1980 μέχρι και το χρόνο άσκησης
της ένδικης αιτήσεως, το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008, ήτοι για χρονικό διάστημα είκοσι
οκτώ (28) συνολικά ετών, κατέστη κύριος του αγροτεμαχίου αυτού, εκτός από τον
παράγωγο τρόπο της αγοράς και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, εφόσον
αποδείχθηκε η παραγώγως και πρωτοτύπως κτηθείσα κυριότητα του εκκαλούντος επί του
επιδίκου αγροτεμαχίου, η κατά τα παραπάνω αρχική (πρώτη) εγγραφή του αγροτεμαχίου
αυτού στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Μυκόνου ως "αγνώστου
ιδιοκτήτη" είναι ανακριβής". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, δέχθηκε κατ'
ουσίαν την έφεση του αιτούντος ‐ καθού η κύρια παρέμβαση και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά
της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν η αίτησή
κατά το παραπάνω αίτημά της και είχε γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν η κύρια
παρέμβαση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το παραπάνω κεφάλαιο, απέρριψε
την κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκε την αίτηση
του ήδη αναιρεσίβλητου κατά το σχετικό αίτημά της και διέταξε τη διόρθωση της
ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου
Μυκόνου, ώστε να εμφαίνεται ότι αιτών και ήδη αναιρεσίβλητος είναι κύριος του επιδίκου.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου
διατάξεις των από 3/22‐2‐1830, 4/16‐6‐1830 και 19.6/1‐7‐1830 Πρωτοκόλλων του
Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω Πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων
δυνάμεων, και της από 9‐7‐1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τις
διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9
παρ.1 Βασ. (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), 7 παρ.3
Πανδ. (23.3), των άρθρων 1,2,3 του β.δ. της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών", του
άρθρου 1 του β.δ. /15.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής", των άρθρων 18 και 21
του νόμου της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", τις διατάξεις του ν.
ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτό το
νόμο και του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από
των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" και των άρθρων 1,2, 3 του Οθωμανικού Νόμου της
7 Ραζαμάν 1274 (1856) "περί γαιών", τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε,
καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επίσης, δεν στέρησε την
απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη
αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς
την ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και ειδικότερα, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της
απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο τόσο με
παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) και της
μη απόδειξης ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ανήκε μέχρι την επανάσταση του 1821 στο
Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους, που εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την
επανάσταση χωρίς να διατηρήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ούτε επανέκαμψαν στην Ελλάδα, ή
ότι αυτό καταλήφθηκε και δημεύθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο πριν από το έτος 1830, με
δικαίωμα πολέμου, ή πριν από το έτος 1837 (χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου της 21‐6/3‐7‐
 
Σελίδα 11  
1837) ως αδέσποτο ή ότι ήταν κατά το έτος αυτό αδέσποτο και καταλήφθηκε αργότερα από
το Δημόσιο, με βούληση κυρίου, ή ότι κατά το έτος 1833 (πριν από την έναρξη ισχύος του
ΒΔ 3/15.12.1833) είχε το χαρακτήρα λιβαδιού ή βοσκότοπου, με αποτέλεσμα η σχετική
εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο Μυκόνου, με την οποία το επίδικο ακίνητο
καταχωρήθηκε ως "αγνώστου ιδιοκτήτη", να είναι ανακριβής. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι
της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το
αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών,
πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της και να επιβληθούν τα
δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σε βάρος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου,
λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία όμως πρέπει να
καταλογιστούν μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 και την 134423/1992
κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20.1.1993).
 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7‐11‐2016 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 176/2014
απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σε βάρος του αναιρεσείοντος, τα οποία
ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10
Ιανουαρίου 2019.
 
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
 
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
 


 
https://solonnomologia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: