Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Διοικ.Εφ.Αθ. 3932/2018 (Εφ.Διοικ.Δικ. 2018, σελ. 677) Η ΚΑΘΙΕΡΟΥΜΕΝΗ 20ετής ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ (σύμφωνα με το άρθρο 36 του ν. 4174/2013ς) ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΔΑ (36 του ν. 4174/2013, 6 της ΕΣΔΑ, 4, 5 παρ. 1 του, 20 , 106 Συντάγματος)



Διοικ.Εφ.Αθ. 3932/2018 (Εφ.Διοικ.Δικ. 2018, σελ. 677)

Η ΚΑΘΙΕΡΟΥΜΕΝΗ 20ετής ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ (σύμφωνα με το άρθρο 36 του ν. 4174/2013ς) ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΔΑ (36 του ν. 4174/2013, 6 της ΕΣΔΑ, 4,  5 παρ. 1 του, 20 , 106

Συντάγματος) - Η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής κατά δεκαπέντε χρόνια, σε σχέση με τον ισχύοντα κανόνα της πενταετούς παραγραφής επάγεται τον περιορισμό-προσβολή: α) του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος, ..... ., όταν καθιερώνεται υποχρέωση του φορολογουμένου και των διαδόχων του να διατηρούν τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, με προφανή τον κίνδυνο απώλειάς τους. Για τον ίδιο λόγο (της αποδυνάμωσης της αποδεικτικής θέσης του φορολογούμενου), είναι προφανής η σύγκρουση της ερμηνευόμενης διάταξης με την, καθιερούμενη στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αρχή της δίκαιης δίκης, ιδίως όταν ο φορολογούμενος φέρει το κύριο βάρος απόδειξης (όπως επί τεκμηρίων), β) του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας κατ' άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. και γ) του δικαιώματος της αναλογικής φορολογικής ισότητας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, για την προστασία του οποίου, κατ' αρχάς το εν λόγω μέτρο θεσπίσθηκε.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά το χρόνο έκδοσης και κοινοποίησης της ένδικης πράξης στην προσφεύγουσα (στις 9.11.2015 και 23.11.2015 αντίστοιχα) το σχετικό δικαίωμα του Δημοσίου είχε παραγραφεί, αφού η, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994, βασική πενταετής παραγραφή, εκκινήσασα στις 31.12.2009 (χρήση 2008), είχε ήδη εκπνεύσει στις 31.12.2014 και δεν παρατάθηκε για ένα έτος, εν όψει του ότι οι προβλέψασες τη συγκεκριμένη παράταση διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 5 του ν. 4141/2013 και του άρθρου 87 του ν. 4316/2014 κρίθηκαν, κατά πλειοψηφία, ανεφάρμοστες ως αντισυνταγματικές.

Κείμενο απόφασης

9. Επειδή, με τη θέσπιση του μέτρου της εικοσαετούς παραγραφής όπως αυτή διαλαμβάνεται στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του ν. 4174/2013, ο νομοθέτης προφανώς στοχεύει στη σύλληψη της φοροδιαφυγής.

Ωστόσο, η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής κατά δεκαπέντε χρόνια, σε σχέση με τον ισχύοντα κανόνα της πενταετούς παραγραφής επάγεται τον περιορισμό-προσβολή των κατωτέρω ατομικών δικαιωμάτων: α) του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος, η οποία πρέπει να παρέχεται αποτελεσματικά. Προϋπόθεση δε προς τούτο είναι η κατοχύρωση από τον κοινό νομοθέτη, -στον οποίο παρέχεται από τον συνταγματικό νομοθέτη εξουσία εξειδίκευσης της διάταξης- δυνατότητας άμυνας του φορολογουμένου (ή των διαδόχων του). Και ναι μεν από τον ΚΔΔ (ν. 2717/1999) παρέχεται η δυνατότητα αυτή, ωστόσο, κατ' ουσίαν, φαλκιδεύεται, όταν καθιερώνεται υποχρέωση του φορολογουμένου και των διαδόχων του να διατηρούν τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, με προφανή τον κίνδυνο απώλειάς τους.

Για τον ίδιο λόγο (της αποδυνάμωσης της αποδεικτικής θέσης του φορολογούμενου), είναι προφανής η σύγκρουση της ερμηνευόμενης διάταξης με την, καθιερούμενη στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αρχή της δίκαιης δίκης, ιδίως όταν ο φορολογούμενος φέρει το κύριο βάρος απόδειξης (όπως επί τεκμηρίων), β) του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας κατ' άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι η διατήρηση σε εκκρεμότητα και η μη οριστική, διοικητικώς, εκκαθάριση επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (20ετία) των φορολογικών υποχρεώσεων συνιστά σοβαρό εμπόδιο εγκαίρου προγραμματισμού και ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, επί βλάβη της εθνικής οικονομίας (εννόμου αγαθού προστατευόμενου υπό του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος και γ) του δικαιώματος της αναλογικής φορολογικής ισότητας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, για την προστασία του οποίου, κατ' αρχάς το εν λόγω μέτρο θεσπίσθηκε. Και τούτο διότι, με βάση την μέχρι σήμερα πρακτική των φοροελεγκτικών μηχανισμών, η, κατά τα ως άνω, τόσο μακρά επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής, θα έχει ως αποτέλεσμα την επικέντρωση των ελέγχων στις διατρέχουσες τον κίνδυνο παραγραφής παλαιές υποθέσεις, με άμεση συνέπεια την προφανή αναποτελεσματικότητα αυτών.

Αυτή δε η αναποτελεσματικότητα έχει διπλή διάσταση, αφορώσα, τόσο το αποδεικτικό σκέλος των ως άνω ελέγχων, όσο και την εισπραξιμότητα των καταλογιζομένων ποσών, αφού ο έλεγχος τόσο παλαιών υποθέσεων (σε βάθος εικοσαετίας) είναι προφανές ότι θα αφορά, ως συνήθως, μη ενεργείς επιχειρήσεις.

Απώτερο, δε, πολύ σοβαρό, αποτέλεσμα όλων των ως άνω είναι η ελάττωση του βαθμού περιορισμού της φοροδιαφυγής, πράγμα το οποίο πλήττει εν τέλει την προαναφερόμενη αρχή της φορολογικής ισότητας, αφού τα εκ της μη πατάξεως της φοροδιαφυγής απομένοντα δημοσιονομικά κενά καλούνται να αναπληρώσουν οι νομοταγείς φορολογούμενοι, οι οποίοι έτσι επιβαρύνονται δυσαναλόγως, σε σχέση με τους μη νομοταγείς Περαιτέρω, το Δικαστήριο, διερευνώντας την αναγκαιότητα του ως άνω μέτρου επέκτασης του χρόνου παραγραφής, κρίνει ότι θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα, ικανοποιούντα τον προπεριγραφέντα στόχο και μη θίγοντα ουδόλως τα ως άνω ατομικά δικαιώματα, όπως είναι το μέτρο της αρτιότερης στελέχωσης των ελεγκτικών μηχανισμών και του εξοπλισμού αυτών με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. Μάλιστα, ήδη η χρήση τέτοιων μέσων έχει διευκολύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε σχέση με το παρελθόν, τον φορολογικό έλεγχο, μεγεθύνοντας έτσι τον βαθμό πραγμάτωσης του ως άνω στόχου (ενδεικτικώς, αναφέρεται η ηλεκτρονική υποβολή των φορολογικών δηλώσεων και η απευθείας εισαγωγή κατ' αυτό τον τρόπο στο σύστημα πολλών δεδομένων, που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων, όπως εισόδημα π.χ. από μισθωτές εργασίες, τόκοι καταθέσεων κ.λπ.).

Η αναντιστοιχία του μέτρου της επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής για μία εικοσαετία, σε σχέση με τις δυνατότητες που προσφέρουν τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, προκύπτει εμμέσως και από το γεγονός του διαχρονικού χειρισμού από το νομοθέτη του ζητήματος της παραγραφής. Ειδικότερα, από τον νομοθέτη είχε ήδη επιλεγεί από το έτος 1993 (βλ. άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 2065/1992), ήτοι, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε εισαχθεί ακόμη η χρήση των ως άνω τεχνολογιών, η μείωση του χρόνου παραγραφής από το καθιερωθέν ως κανόνα με το άρθρο 68 παρ. 1 του ν.δ/ τος 3323/1955 διάστημα των δέκα ετών, σε αυτό των πέντε ετών.

Η εκ νέου, επομένως, διεύρυνση του εν λόγω χρόνου και μάλιστα για διάστημα 20 ετών, σε χρονική στιγμή μεγάλης εξέλιξης και εφεξής καθολικής χρήσης των νέων τεχνολογιών, δεν μπορεί επαρκώς να δικαιολογηθεί. Σημειωτέον, ότι η υπό του παρόντος Δικαστηρίου, έρευνα των ως άνω Κτημάτων γίνεται υπό το πρίσμα της κρίσιμης διάταξης του άρθρου 36 παρ. 3 του ν. 4174/2013 ως κανόνος και όχι ως εξαίρεσης. Και τούτο, διότι οι με τη φοροδιαφυγή σχετιζόμενες υποθέσεις του ΚΒΣ και των λοιπών συναφών νόμων καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα της σχετικής παραβατικότητας. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, κρίνεται ότι εν προκειμένω επιχειρείται μία αντιβαίνουσα και στις αρχές της καλής νομοθέτησης (βλ. σχετικώς άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4048/2012) εκ πλαγίου τροπή της, ως εξαίρεσης, εισαγόμενης σχετικής ρύθμισης, σε κανόνα.

10. Επειδή, με βάση τα ανωτέρω, κρίνεται υπό του Δικαστηρίου, ότι το μέτρο επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής σε είκοσι έτη υπερακοντίζει προδήλως τον εύλογο, εν προκειμένω, χρόνο (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1738/2017). Η υπέρβαση δε αυτή (του ευλόγου χρόνου) συνιστά ταυτοχρόνως υπέρβαση και των άκρων ορίων της αρχής της αναλογικότητας υπό την πρώτη των ως άνω εκφάνσεων αυτής (αρχή αναγκαιότητος). Και τούτο διότι, όπως προαναφέρεται, ο νομοθέτης δύναται με άλλα μέσα, που δεν θίγουν κάποιο συνταγματικώς προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα, να διευρύνει τις δυνατότητες εντοπισμού των φοροδιαφευγόντων, μεγιστοποιώντας έτσι και τα σχετικά δημοσιονομικά οφέλη. Κατόπιν τούτου, παρέλκει η έρευνα της τυχόν σύγκρουσης του εν λόγω μέτρου (της επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής) με την αρχή της αναλογικότητας και υπό τις άλλες δύο εκφάνσεις αυτής (προσφορότητα και αναλογικότητα υπό στενή έννοια), αφού, όπως προαναφέρθηκε, η κρίση περί μη παραβίασης της εν λόγω αρχής προϋποθέτει το σεβασμό της αθροιστικά και υπό τις τρεις εκφάνσεις της. Τέλος, είναι προφανές ότι η προσβολή της αρχής της αναλογικότητας καθίσταται περισσότερο έντονη επί αναδρομικής εφαρμογής της ερμηνευόμενης διάταξης (και επί των μη παραγραφεισών κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος αυτής υποθέσεων), αφού στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της παραγραφής μπορεί να επεκταθεί στα 25 έτη, πράγμα το οποίο καθιστά περισσότερο προφανή τη διόγκωση των αναφερομένων στη σκέψη 9 προβλημάτων.

12. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως παραδεκτώς συμπληρώνεται με το από 18.5.2018 υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της ως άνω πράξης, για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα σε αυτήν, μεταξύ των οποίων και για το λόγο ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση της προαναφερόμενης πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου έχει υποκύψει σε παραγραφή, η οποία συμπληρώθηκε στις 31.12.2014, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προβλεπόμενης από το άρθρο 84 παρ. 4 του ν. 2238/1994 δεκαετούς παραγραφής. Από την πλευρά του, το Ελληνικό Δημόσιο, με την έκθεση απόψεων του άρθρου 129 του ΚΔΔ υποστηρίζει ότι νόμιμα εκδόθηκε η πράξη εντός του χρόνου της παραγραφής.

13.    Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά το χρόνο έκδοσης και κοινοποίησης της ένδικης πράξης στην προσφεύγουσα (στις 9.11.2015 και 23.11.2015 αντίστοιχα) το σχετικό δικαίωμα του Δημοσίου είχε παραγραφεί, αφού η, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994, βασική πενταετής παραγραφή, εκκινήσασα στις 31.12.2009 (χρήση 2008), είχε ήδη εκπνεύσει στις 31.12.2014 και δεν παρατάθηκε για ένα έτος, ενόψει του ότι οι προβλέψασες τη συγκεκριμένη παράταση διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 5 του ν. 4141/2013 και του άρθρου 87 του ν. 4316/2014 κρίθηκαν, κατά πλειοψηφία, ανεφάρμοστες ως αντισυνταγματικές. Με την ως άνω δε γνώμη της πλειοψηφίας, περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς κοινοποίηση της ένδικης πράξης, συμπλέει και η μειοψηφίσασα, σχετικώς με το ζήτημα του αντισυνταγματικού χαρακτήρα των άρθρων 37 παρ. 5 του ν. 4141/2013 και 87 του ν. 4316/2014, εισηγήτρια, Ασπασία Καλαφάτη, εν όψει του ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι ειδικότερες προϋποθέσεις που τάσσονται από τις εν λόγω διατάξεις για την παράτασή της, καθόσον η 501/2015 εντολή ελέγχου εκδόθηκε στις 23.3.2015, ήτοι, σε χρόνο εκτός του βασικού χρόνου της πενταετούς παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου.

14.    Επειδή, περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός του καθ' ου Ελληνικού Δημοσίου ότι το δικαίωμά του προς καταλογισμό του ένδικου φόρου δεν έχει πάντως υποπέσει στη δεκαετή παραγραφή της παρ. 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, λόγω ύπαρξης εν προκειμένω συμπληρωματικών στοιχείων. Τούτο, διότι τα ανωτέρω συμπληρωματικά στοιχεία, δηλαδή, η από 12 Μαρτίου του 2014 έκθεση της Οικονομικής Αστυνομίας μετά των συνημμένων σε αυτήν εγγράφων ναι μεν περιήλθαν στη διάθεση των οργάνων της αρμόδιας ΔΟΥΙΖ' Αθηνών στις 4.4.2014 (κατόπιν διαβίβασής τους από την ΔΟΥ IB' Αθηνών), δηλαδή, σε χρόνο μεταγενέστερο της περαίωσης που έλαβε χώρα κατ' άρθρο 9 του ν. 3259/2004, όχι, όμως και εκτός του χρόνου της βασικής πενταετούς παραγραφής, η οποία, όπως προαναφέρεται, έληξε στις 31.12.2014 και, επομένως, κατά τα ήδη γενόμενα ερμηνευτικούς δεκτά στη σκέψη 6 της παρούσας, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 84 παρ. 4 του ν. 2238/1994.

15.    Επειδή, τέλος, δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του ν. 4174/2013 περί εικοσαετούς παραγραφής, η οποία, εν προκειμένω, τρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 11 εδάφιο β' του ν. 4174/2013, σε εικοσιτετραετή, καθ' ότι η πρώτη διάταξη κρίνεται, επίσης, ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική από το παρόν Δικαστήριο, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στις σκέψεις 8 έως και 10 της παρούσας και επομένως, ούτε επ' αυτής μπορεί να θεμελιωθεί η νομιμότητα της λαβούσης χώρα στις 23.11.2015 κοινοποίησης της ένδικης πράξης καταλογισμού του φόρου.

16.    Επειδή, κατ' ακολουθία ν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή για τον ανωτέρω λόγο, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να επιστραφεί στην προσφεύγουσα το παράβολο που καταβλήθηκε (άρθρο 277 παρ. 3 περ. β' του ΚΔΔ) και να απαλλαγεί ο ηττηθείς διάδικος από τα δικαστικά έξοδα, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ΚΔΔ).

(Δέχεται την προσφυγή. Ακυρώνει την σιωπηρή απόρριψη, λόγω άπρακτης παρέλευσης της νόμιμης προθεσμίας του άρθρου 63 παρ. 2 του ν. 4174/2013, της με αρ. πρωτ. 57924/22.12.2015 ενδικοφανούς προσφυγής της προσφεύγουσας εταιρείας από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών)







ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.

 

6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
 
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
 
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: