Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

ΣτΕ (Στ Τμήμα, Μονομελές) 2140/2018 (ΝοΒ, τόμ. 66, τεύχ. Νοεμβρίου 2018, σελ. 1736, σχολ/νη) ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ – ΕΥΛΟΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΤΑΧΕΙΑΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ – ΣΤΑΔΙΑ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ – ΕΠΙΒΡΑΝΥΝΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ – ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ


ΣτΕ (Στ Τμήμα, Μονομελές) 2140/2018 (ΝοΒ, τόμ. 66, τεύχ. Νοεμβρίου 2018, σελ. 1736, σχολ/νη)



ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ – ΕΥΛΟΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΤΑΧΕΙΑΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ – ΣΤΑΔΙΑ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ – ΕΠΙΒΡΑΝΥΝΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ – ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ – Εν προκειμένω το χρονικό διάστημα των εννέα (9) ετών, έξι (6) μηνών και δώδεκα (12) ημερών δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της ευλόγου διαρκείας της δίκης, ενώ η επιμήκυνση της επιμάχου διαδικασίας προκάλεσε ηθική βλάβη στην αιτούσα, συνισταμένη στην μακρά αβεβαιότητα δια την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία, που υπέστη, κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, η οποία πρέπει να ανορθωθεί δια της καταβολής χρηματικού ποσού – Εν μέρει δεκτή η αίτηση (53, 55, 58 Ν. 4055/2012, 117 ΚΔΔ, 6 ΕΣΔΑ)

(…) Επειδή, δια της υπό κρίση αιτήσεως η αιτούσα εταιρεία, ανάδοχος συμβάσεως δημοσίου έργου μετά του Ελληνικού Δημοσίου, ζητεί να τής επιδικασθεί ποσό ύψους 9.000 ευρώ, ως δικαία ικανοποίηση δια την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη από την υπέρβαση της ευλόγου διαρκείας της δίκης, η οποία άρχισε δια της καταθέσεως της από 11.04.2008 αιτήσεως αναιρέσεως τής προαναφερομένης εταιρείας κατά της υπ’ αριθ. …/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επί της αιτήσεως αυτής εδημοσιεύθη την 23η Οκτωβρίου 2017 η υπ’ αριθ. …/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δια της οποίας έγινε δεκτή η αίτηση της εταιρείας. Επί πλέον ζητεί να καταδικασθεί το Δημόσιο στην δικαστική της δαπάνη. Επειδή, η υπ’ αριθ. …/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εδημοσιεύθη την 23.10.2017, η δε υπό κρίση αίτηση κατετέθη την 23.04.2018 και είναι εμπρόθεσμη.

Επειδή, δια των διατάξεων των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 εθεσπίσθη, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση δια δικαία ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της ευλόγου διαρκείας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο, στρέφεται δε κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δικαία ικανοποίηση των διαδίκων δια της επιδικάσεως ευλόγου χρηματικού ποσού χάριν της αποκαταστάσεως της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης, που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, δια των ανωτέρω διατάξεων ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια συμφώνως προς τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Σα κριτήρια αυτά, τα οποία, κατά την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα, που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απαριθμούνται στο άρθρο 57 § 1 του νόμου και αφορούν, ειδικώτερον, στην συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης δια την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσον εκ δικονομικής όσον και εξ ουσιαστικής απόψεως, στην στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών, και στο διακύβευμα, δηλαδή την σημασία της υποθέσεως δια τον αιτούντα. Σέλος, ως προκύπτει εκ των διατάξεων της § 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/ 2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίον επιλαμβάνεται αιτήσεως δια δικαία ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της ευλόγου διαρκείας της διοικητικής δίκης, περιλαμβάνει τρία (3) στάδια.

Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της ευλόγου διαρκείας της διοικητικής δίκης, βάσει των κριτηρίων της § 1 του άρθρου 57 του νόμου. Εφ’ όσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ' όψη ότι η υπέρβαση της ευλόγου διαρκείας της δίκης αποτελεί ισχυρό -πλην μαχητό- τεκμήριο ότι προεκλήθη ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος της 21.10.2010, Apicella κατά Ιταλίας της 29.3.2006, Scοrdinο κατά Ιταλίας της 29.3.2006), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό δια την δικαία ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στην συγκεκριμένη περίπτωση και κατά αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. σχετ. Ε.Δ.Δ.Α. Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013, Υεργαδιώτη-Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος της 10.2.2005, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28.4.2005, Αγαθός και λοιποί κατά Ελλάδος της 23.9.2004 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15.7.2004). Εάν κατά το δεύτερο στάδιο το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό δια την δικαία ικανοποίηση του αιτούντος, το δικαστήριο προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφ' ενός στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπ' όψη, την περίοδο, που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο δια την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχομένη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κειμένη νομοθεσία, και αφ' ετέρου στην επιβολή εις βάρος του Δημοσίου των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικώτερον, στις διατάξεις των §§ 2 και 3 του προαναφερομένου άρθρου 57 του ν. 4055/2012 (ΣτΕ μονομελές 115/2018, 2224/2016, 2412/2016, 1183/2014, 1/ 2014, 4731/2013, 3517/2013, 3017/2013, 4528/ 2015).

Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλλου, δυνάμει της από 09.01. 1986 συμβάσεως, συναφθείσης μεταξύ της αιτούσης εταιρείας και του Δημοσίου, της ανετέθη η κατασκευή του έργου “…. ”, το οποίον παρελήφθη οριστικώς υπό του Δημοσίου δια του από 07.10.1993 σχετικού πρωτοκόλλου. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2166/1993, το Δημόσιο, κατά την εξόφληση των 29ου, 30ου, 31ου και 32ου λογαριασμών, προέβη σε κράτηση ποσοστού 6 τοις χιλίοις υπέρ Σ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., συνολικού ποσού 2.705.130 δραχμών. Κατόπιν σχετικής διαφωνίας, η αιτούσα εταιρεία προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίον εδέχθη την προσφυγή δια της υπ’ αριθ. …/1997 αποφάσεώς του και υποχρέωσε το Δημόσιο να συντάξει συγκριτικό πίνακα, εις τον οποίον να συμπεριλάβει το ως άνω ποσό νομιμοτόκως από της καταθέσεως της προσφυγής. Δυνάμει της αποφάσεως αυτής, η αιτούσα συνέταξε τον 35ο λογαριασμό, εις τον οποίον περιείχετο και η εντολή πληρωμής του επιδικασθέντος ποσού πλέον τόκων από της καταθέσεως της προσφυγής έως την 28.02.1998, ήτοι εν συνόλω ποσό ύψους 5.604.896 δραχμών. Ακολούθως, επειδή η διευθύνουσα το έργο υπηρεσία δεν προέβη εντός δύο μηνών σε έλεγχο, έγκριση και εξόφληση αυτού, η αιτούσα δια της από 07.04.1998 προσφυγής της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης ζήτησε να ακυρωθεί η παράλειψη εγκρίσεως του 35ου λογαριασμού και να αναγνωρισθεί ότι το Δημόσιο όφειλε να της καταβάλει αφ’ ενός μεν ποσό ύψους 5.604.896 δραχμών πλέον Υ.Π.Α., αφ' ετέρου δε αυτοδίκαιο τόκο υπερημερίας επί του ποσού των τόκων (2.044.782 δραχμών) από 01.03. 1998 έως εξοφλήσεως. Επί της προσφυγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. …/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, δια της οποίας εκρίθη ότι οι απαιτήσεις της δια την καταβολή των επιδικασθέντων κεφαλαίου και τόκων δεν πηγάζουν από σύμβαση, αλλά από δικαστικές αποφάσεις και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να επιδιωχθούν δια του ενδίκου μέσου της προσφυγής. Εις ό,τι αφορά δε στο αίτημα αυτής να της καταβληθούν τόκοι επί τόκων εκρίθη ότι αυτό δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, η οποία ανήκει στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων, αφού, δε, ερμήνευσε το ασκηθέν ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος αυτό, ως αγωγή, το παρέπεμψε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης. Σο τελευταίο αυτό δικαστήριο δια της υπ’ αριθ. …/2004 αποφάσεώς του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της πρωτοδίκου αυτής αποφάσεως άσκησαν έφεση αμφότεροι οι διάδικοι. Η μεν έφεση της εταιρείας απερρίφθη, η δε έφεση του Δημοσίου έγινε δεκτή δια της υπ’ αριθ. …/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, μετερρυθμίσθη δε αναλόγως η πρωτόδικος απόφαση. Κατά της προαναφερθείσης αποφάσεως η αιτούσα άσκησε την από 14.04.2008 αίτηση αναιρέσεως με αρχική δικάσιμο την 19η Ιανουαρίου 2009. Εν συνεχεία, η υπόθεση ανεβλήθη δεκαεπτά φορές (28.09.2009, 16.11.2009, 15.03.2010, 14.06.2010, 15.11.2010, 14.03. 2011, 23.05.2011, 28.11.2011, 12.03.2012, 07.05.2012, 24.05.2012, 08.10.2012, 30.09.2013, 09.12. 2013, 27.01.2014, 02.06.2014) και συνεζητήθη την 16.06.2014. Εν τέλει, την 23.10.2017 εδημοσιεύθη η υπ’ αριθ. …/2017 αναιρετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Επειδή, το Δημόσιο προβάλλει ότι η παρούσα αίτηση είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας του δικογράφου, αφού, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 56 § 3 του ν. 4055/2012, δεν αναφέρεται εις αυτό κάτι για το νομικό ζήτημα, για την επίλυση του οποίου η ίδια άνοιξε δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, αφού δεν προκύπτει εκ του δικογράφου τι ακριβώς αμφισβητήθηκε από την αιτούσα δια της από 10.04. 2008 αιτήσεως αναιρέσεως αυτής. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθ' όσον στην υπό κρίση αίτηση αναφέρεται ότι το νομικό ζήτημα αφορούσε σε καταβολή τόκων επί τόκων, ήτοι σε απαιτήσεις οι οποίες είχαν γεννηθεί κατά την εκτέλεση συγκεκριμένου δημοσίου έργου και είχαν επιδικασθεί δια προγενεστέρων δικαστικών αποφάσεων. Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η περίοδος η οποία πρέπει να ληφθεί υπ' όψη, προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της ευλόγου διαρκείας της δίκης στην υπό κρίση περίπτωση, άρχισε με την κατάθεση της από 11.04.2008 αιτήσεως αναιρέσεως εκ μέρους της ήδη αιτούσης εταιρείας και έληξε την 23.10.2017 με την δημοσίευση της υπ’ αριθ. …/2017 αναιρετικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, η διαδικασία εκδικάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως διήρκεσε εννέα (9) έτη, έξι (6) μήνες και δώδεκα (12) ημέρες. Περαιτέρω, εκ των στοιχείων του φακέλλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η αιτούσα εταιρεία συνέβαλε με την συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, επί της οποίας εξεδόθη η προαναφερομένη απόφαση, καθώς οι αναβολές συζητήσεως της υποθέσεως εχορηγήθησαν αυτεπαγγέλτως. Σο Δημόσιο προβάλλει ότι οι πληρεξούσιοι της αιτούσης εταιρείας θα μπορούσαν να προβλέψουν την μεγάλη διάρκεια της δίκης, λόγω του γνωστού φόρτου εργασίας των Δικαστηρίων. Οι ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, ως παγίως γίνεται δεκτό υπό της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, (βλ., ενδεικτικώς, αποφάσεις ΕΔΔΑ Ανώνυμος Σουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος της 21.2.2008, Cοmingersοll S.A. κατά Πορτογαλίας 2018 ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ 1739 της 6.4.2000), τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να οργανώνουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση των αποφάσεων των αρμοδίων δικαιοδοτικών τους οργάνων μέσα σε εύλογη προθεσμία (βλ., ειδικότερα, σχετικά με την υπερφόρτωση των δικαστηρίων από εκκρεμείς υποθέσεις, αποφάσεις ΕΔΔΑ Σσουκαλάς κατά Ελλάδας της 22.7.2010: σκέψη 51, Kaemena και Thöneböhn κατά Γερμανίας της 22.4.2009: σκέψη 64, Υιλιώτη κατά Ελλάδας της 11.10.2007: σκέψεις 24- 25, Ανδρεαδάκη κ.λπ. κατά Ελλάδας της 10.2. 2005: σκέψη 18, Λαζάρου κατά Ελλάδας της 8.7. 2004: σκέψεις 21-22 κ.ά. και ΣτΕ 115/2018). Επειδή, δια της κρινομένης αιτήσεως η αιτούσα ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των 9.000 ευρώ, ως δικαία ικανοποίηση δια την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη λόγω της προαναφερομένης παραβιάσεως του δικαιώματός της σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.

Περαιτέρω, προβάλλει ότι το διακύβευμα της υποθέσεως δι’ αυτήν ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό, καθώς αφορούσε στην καταβολή τόκων επί τόκων, επιδικασθέντων δια προγενεστέρων δικαστικών αποφάσεων. Σέλος, ισχυρίζεται ότι η υπόθεση ήταν ιδιαιτέρως απλή, αφού το δικάσαν Εφετείο χρειάστηκε περίπου τρία έτη για να την εκδώσει. Σο Δημόσιο προβάλλει ότι ενδεχομένη ηθική βλάβη της αιτούσης επανορθώνεται επαρκώς με μόνη την διαπίστωση της παραβιάσεως του δικαιώματός της στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Επειδή, εκ των στοιχείων του φακέλλου προκύπτει ότι η υπόθεση ήταν μεν απλή, αλλά το διακύβευμα δεν ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό δια την αιτούσα, καθώς η τελευταία δεν παραθέτει τα οικονομικά της δεδομένα, ούτως ώστε να κριθεί η σημασία του διεκδικουμένου ποσού. Εν πάση δε περιπτώσει, η υπόθεση αφορά σε μεγάλη εργοληπτική επιχείρηση, υποκειμένη εκ φύσεως του αντικειμένου της εις παρομοίους κινδύνους (ΣτΕ 595/2018, μονομελούς). Επειδή, εν όψει των ανωτέρω και κατ' εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, βάσει των προαναφερθέντων νομίμων κριτηρίων, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα των εννέα (9) ετών, έξι (6) μηνών και δώδεκα (12) ημερών δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της ευλόγου διαρκείας της δίκης. Η επιμήκυνση δε της επιμάχου διαδικασίας προκάλεσε ηθική βλάβη στην αιτούσα, συνισταμένη στην μακρά αβεβαιότητα δια την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία, που υπέστη, κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, η οποία πρέπει να ανορθωθεί δια της καταβολής χρηματικού ποσού. Επειδή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, όταν έχει θεσμοθετηθεί εθνικό ένδικο βοήθημα δικαίας ικανοποιήσεως, είναι δυνατή η επιδίκαση χαμηλοτέρων χρηματικών ποσών σε σχέση με εκείνα, που θα επεδίκαζε το ίδιο σε ανάλογες υποθέσεις, εφ’ όσον τα επιδικαζόμενα σε εθνικό επίπεδο ποσά δεν είναι πολύ κατώτερα ενός ευλόγου ορίου και υπό τον όρο ότι οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με την νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο της συγκεκριμένης χώρας, εκδίδονται ταχέως, είναι αιτιολογημένες και εκτελούνται αμέσως (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Dubjakονa κατά Σλοβακίας της 19.10.2004, Scοrdinο κατά Ιταλίας της 29.3.2006). Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνεχής πτώση, κατά τα τελευταία έτη, του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα, η οποία οφείλεται στον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους, καθώς και στην συνεχιζόμενη σοβαρά ύφεση, η οποία συνεπάγεται την συνεχή μείωση του Α.Ε.Π. και, εντεύθεν, του διαθεσίμου κατά κεφαλήν εισοδήματος (βλ. ΣτΕ μονομελούς 115/2018, 2674/2017, 4528/2015, 1423/2014). Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η παρούσα αίτηση, να επιδικασθεί στην αιτούσα εταιρεία ποσό ύψους τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ως δικαία ικανοποίηση δια την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη, να αποδοθεί εις αυτήν τμήμα του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους εκατό (100) ευρώ, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του εδαφίου γ΄ της § 9 του άρθρου 277 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/ 1999, Υ.Ε.Κ. Α΄ 97) και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατά την έννοια του εδαφίου α΄ της § 3 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012. Δέχεται εν μέρει την αίτηση.






ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.

 

6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
 
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
 
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: