Μ.Π.Λαμ. 99/2019 (τακτική)
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑΣ ΕΠΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΤΗΜΑΤΩΝ - Απόρριψη ως αόριστης αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου λόγω μη αναφοράς των τίτλων κτήσεως του ακινήτου καθώς και μη θεμελίωσης τριακονταετούς νομής μέχρι την 11-09-1915.
ΑΓΩΓΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΑΝΑΚΡΙΒΟΥΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΩΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΤΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ - Το επίδικο ακίνητο εμφαίνεται στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κτηματογράφησης, με ΚΑΕΚ 460991110011/0/0 και φερόμενο ιδιοκτήτη το Ελληνικό Δημόσιο.
Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΕΝΦΙΑ ΣΤΙΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ - Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, 9, 10, 11 αρ. 1, 14 παρ. 2 και 29 του ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής (23-6-2016), εκ περισσού προσκομιζόμενου του από 7-12- 2016 Πιστοποιητικού πληρωμής ΕΝ.Φ.Ι.Α κατ' άρθρο 54Α του Ν. 4174/2013, ...., διότι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση κατά το μέρος που επιβάλλει την προσκομιδή από τον υπόχρεο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του οικείου πιστοποιητικού για το παραδεκτό της συζήτησης εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας).
Μ.Π.Λαμ. 99/2019 (τακτική)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Βασιλική Χαλιάσου, Πρωτοδίκη - Κτηματολογική Δικαστή, η οποία ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 206/2016 Πράξη της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου Πρωτοδικών, και τη Γραμματέα Ξανθή Κουμπάρου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 21η Σεπτεμβρίου 2017, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης 361/ΤΜ/64/23-6-2016 αναγνωριστική αγωγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998.
ΕΝΑΓΟΥΣΑ: ..., που έλαβε μέρος στη δίκη με την κατάθεση προτάσεων την 29η-12-2016, εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο ....
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ: Το Ελληνικό Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθμ. 10), με ΑΦΜ 090165560, που έλαβε μέρος στη δίκη με την κατάθεση προτάσεων την 16η-12-2016, εκπροσωπούμενο από το Δικαστικό πληρεξούσιο του ΝΣΚ Γρηγόριο Γιάκα.
ΚΑΤΑ την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, που ορίσθηκε με Πράξη της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Προέδρου Πρωτοδικών, η υπόθεση συζητήθηκε στο ακροατήριο, μετά την εκφώνησή της από το πινάκιο, χωρίς την παρουσία των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα, με την από 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, "Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και τα από 6-6-1830 και 7-7-1830 Πρωτοκόλλα του Λονδίνου, ορίσθηκε ότι "η Ελλάδα κατέχει με κυριαρχικό δικαίωμα όλες τις γαίες του Τουρκικού Δημοσίου και των Τούρκων υπηκόων, ανεξαρτήτως των διακρίσεων της Τουρκικής νομοθεσίας περί γαιών, τις οποίες δεν διατήρησαν Τούρκοι ιδιώτες κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης αυτής, με μόνιμη εγκατάσταση σ' αυτές".
Δυνάμει της παραπάνω Συνθήκης και των σχετικών προς αυτήν ως άνω Πρωτοκόλλων, κάθε έκταση γης, κείμενη στην περιφέρεια των Αθηνών, της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου, που ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους, εφόσον οι τελευταίοι δεν διατήρησαν την κατοχή της κατά τη διάρκεια του περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα του 1821, περιήλθε έκτοτε, με κυριαρχικό δικαίωμα, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ. (50.14 ), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής πάνω σ' αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου επί μία συνεχή τριακονταετία, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Για την ειδική δε διαδοχή και μάλιστα για τη μεταβίβαση της νομής του ακινήτου χρειαζόταν δικαιοπραξία, υποβαλλόμενη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Οι εν λόγω διατάξεις του Β.Ρ. δικαίου δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις".
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και επί δημοσίων κτημάτων, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του ν. δ. της 22-4/26-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", αφού έκτοτε είχε ανασταλεί η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων και του χρόνου χρησικτησίας, από δε τις 26-5-1926, που ακόμη ίσχυε η αναστολή αυτή, απαγορεύθηκε η παραγραφή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα του Δημοσίου και συνεπώς δεν είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία (ΟλΑΠ 75/1987 ΑΡΧΝ/1988 (214) και ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1992/2009 ΤΝΠ Νόμος). Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 12 παρ. 1-3 του ν. 3208/2003 γιο την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων κ.λ.π. "1. Μεταβιβάσεις εν ζωή ή αιτία θανάτου ακινήτων που εμφανίζονται με αγροτική μορφή στις αεροφωτογραφίες των ετών λήψης 1945 ή 1960 θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές έναντι του Δημοσίου, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν τα ακίνητα αυτά αργότερα, εφόσον οι σχετικοί τίτλοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και έχουν μεταγραφεί. 2. Θεωρούνται, ομοίως, έγκυρες και ισχυρές έναντι του Δημοσίου οι μεταβάσεις εν ζωή ή αιτία θανάτου αγροκτημάτων, που βρίσκονται σε ευρύτερες αγροτικές περιοχές και μέρος αυτών καλύπτεται από άγρια ποώδη ή ξυλώδη βλάστηση οποιασδήποτε μορφής ή διάπλασης, εφόσον οι σχετικοί τίτλοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και η έκταση των αγροκτημάτων αυτών, που καλύπτεται από άγρια ποώδη ή ξυλώδη βλάστηση, δεν εφάπτεται με δημόσιο δάσος ή δασική έκταση. 3. Η διαχείριση των εκτάσεων της πρώτης παραγράφου που εμφανίζουν τη μορφή δάσους, κατά την έννοια των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 67 παράγραφος 4 περίπτωση α' του Ν. 998/1979, όπως ισχύουν, διέπεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας".
Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 6 β του Ν. 998/1979 δεν υπάγονται οπωσδήποτε στις διατάξεις του νόμου αυτού (998/79) οι εκτάσεις που έχουν τη μορφή της περίπτωσης α' της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου (χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενες από φρυγανική, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση), οι οποίες στη λήψη Α/Φ του έτους 1945 ή του έτους 1960, εφόσον οι πρώτες δεν είναι ευκρινείς, εμφάνιζαν αγροτική μορφή (ΑΠ 467/2015 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4164/2013, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός εάν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) έτη. Για τα πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δε συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάσταση τους στην Ελλάδα (περιπτ. α). Για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν τη δημοσίευση και έναρξη ισχύος του Ν. 3481/2006 (Α' 162), η αποκλειστική προθεσμία της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής είναι δώδεκα (12) ετών, εκτός εάν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της δωδεκαετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δεκατέσσερα (14) έτη. Για τα πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της δωδεκαετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δε συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάσταση τους στην Ελλάδα (περιπτ. β). Η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής των περιπτώσεων α και β αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων. Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων όσο και κατά των ειδικών διαδόχων αυτού. Όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 Α.Ν. 1539/1938 (Α' 488), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 Ν. 2732/1999 (Α' 154) (περιπτ. γ).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 3 Ν. 2664/1998, όταν η διόρθωση αφορά σε ανακριβή αρχική εγγραφή δικαιώματος, που έχει καταχωριστεί μερικά με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» και μερικά υπέρ τρίτου προσώπου που αναγράφεται ως δικαιούχος, τότε ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2, που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η εγγραφή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή. Το ίδιο ισχύει και για τη διόρθωση αρχικών εγγραφών επί ακινήτου, που τμήματα του έχουν καταχωριστεί με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη» και υπέρ τρίτου προσώπου που αναγράφεται ως δικαιούχος (περιπτ. α στοιχ. αα), καθώς και όταν πρόκειται για διόρθωση αρχικής εγγραφής επί γεωτεμαχίου με την ένδειξη αγνώστου ιδιοκτήτη κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, ασκείται η αγωγή της παραγράφου 2 που απευθύνεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Για τη συζήτηση ενώπιον Δικαστηρίου αγωγών και αιτήσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 και 3, προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου στο οποίο αφορά η διόρθωση.
Σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής ή της αίτησης διόρθωσης αφορά σε αλλαγές και στα κτηματολογικά διαγράμματα, κατά τη συζήτηση της αγωγής ή της αίτησης και με ποινή απαραδέκτου, αντί του αποσπάσματος του κτηματολογικού διαγράμματος προσκομίζεται τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, στο οποίο αποτυπώνεται η όποια γεωμετρική μεταβολή επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση. Στην τελευταία περίπτωση, προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, και η εισήγηση του Κτηματολογικού Γραφείου ή, εάν αυτό δεν έχει συσταθεί και το υφιστάμενο Υποθηκοφυλακείο εξακολουθεί να λειτουργεί μεταβατικά ως Κτηματολογικό Γραφείο, της εταιρείας «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως αυτή μετονομάζεται, για τη συνδρομή των τεχνικών προϋποθέσεων της απεικόνισης της γεωμετρικής μεταβολής που επέρχεται με την αιτούμενη διόρθωση στα κτηματολογικά διαγράμματα (περιπτ. ε). Όταν ο τίτλος κτήσης του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και για το οποίο ζητείται η διόρθωση είναι χρησικτησία, η συμπλήρωση της νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της παραγράφου 2 ή της αίτησης της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου, υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στην υποπερίπτωση ββ' της ίδιας περίπτωσης της παρούσας παραγράφου και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και στις αγωγές και αιτήσεις που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν ακόμη συζητηθεί σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό. Οι διατάξεις των προηγούμενων δύο εδαφίων δεν θίγουν τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το Δημόσιο και ιδίως εκείνες των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 (περιπτ. στ'- όπως προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4315/2014, ΦΕΚ Α' 269/24.12.2014).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 7Α παρ.1 του ίδιου νόμου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 3127/2003, «σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, για τη διόρθωση της οποίας ισχύουν όσα ορίζονται στα άρθρα 6 και 7, μέχρι την οριστικοποίηση της ισχύουν τα ακόλουθα: α) Τα μη καταχωρισθέντα στις πρώτες εγγραφές δικαιώματα μεταβιβάζονται και επιβαρύνονται σύμφωνα με τις οικείες γι' αυτά διατάξεις, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο κτηματολόγιο. Σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας, εφόσον ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρήσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου την αγωγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, την εγγραφή αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η επιμέλειά του καταχώρηση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου......
Ειδικότερα, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής ανακριβώς καταχωρηθέντος στις πρώτες εγγραφές δικαιώματος, αν στις πρώτες εγγραφές δεν έχει καταχωρηθεί ή έχει καταχωρηθεί ανακριβώς δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου, ο δε πραγματικός δικαιούχος έχει αποβιώσει πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, οι κληρονόμοι αυτού, εφόσον δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά κατ' άρθρο 1847 του ΑΚ, μπορούν και ενώ ακόμη δεν έχει διορθωθεί η ανακριβής πρώτη έγγραφη να συντάξουν το σχετικό δημόσιο έγγραφο περί αποδοχής της κληρονομιάς και να καταχωρήσουν τούτο στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, υπό την προρρηθείσα ανωτέρω αναβλητική αίρεση, ενώ παράλληλα θα ασκήσουν την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, ζητώντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε αντί του αναγραφόμενου στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχου εμπράγματου δικαιώματος να αναγραφούν οι ίδιοι (κληρονόμοι), καθόσον η άσκηση και καταχώρηση της σχετικής αγωγής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου εκ μέρους των κληρονόμων αναπληρώνει την έλλειψη εγγραφής της δήλωσης περί αποδοχής κληρονομιάς κατ' άρθρα 1193 και 1199 του ΑΚ και 12 παρ. 1ζ' του Ν. 2664/1998 κι επομένως κατά το χρονικό σημείο έναρξης του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, το ανακριβώς ή μη καταχωρηθέν στις πρώτες εγγραφές εμπράγματο δικαίωμα, έχει ήδη περιέλθει στους κληρονόμους (ΜονΠρΘεσ 8859/2007 αδημ., Γ. Μαγουλάς, Κτηματολογικές Εγγραφές, έκδοση β', σελ. 81-83 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Αν, όμως, ο κληρονομούμενος απεβίωσε, μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του ΟΚΧΕ περί ενάρξεως του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, η διόρθωση της πρώτης εγγραφής, κατ' άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, θα γίνει στο όνομα του κληρονομουμένου και όχι των κληρονόμων, ανεξαρτήτως αν οι τελευταίοι προέβησαν στην καταχώρηση της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατ' άρθρ. 7α παρ. 1α του ίδιου νόμου. Τούτο διότι παρά την αναδρομική ενέργεια της μεταγραφής της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς αυτή ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και όχι στο προγενέστερο αυτού κρίσιμο χρονικό σημείο της έναρξης του κτηματολογίου σε μία συγκεκριμένη περιοχή (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 5848/2010, ΕλλΔνη 2011.568, ΠολΠρωτΘεσ 31097/2010, ΜονΠρΘεσ 29835/2007 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η εν λόγω αγωγή δεν είναι παρά μια εμπράγματη (αναγνωριστική ή διεκδικητική) αγωγή, για το ορισμένο της οποίας, επομένως, ισχύουν όσα και για κάθε άλλη ανάλογη, δηλαδή εκτός από το αίτημα και τα λοιπά στοιχεία κάθε δικογράφου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, και τα εξής στοιχεία: α) τον τρόπο, με τον οποίο απέκτησε την κυριότητα ο ενάγων, β) την ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της αγωγής, γ) την κατάληψη του ακινήτου από τον εναγόμενο, δ) την αξία του επίδικου πράγματος και ε) το σχετικό αίτημα, αναγνώρισης της κυριότητας ή αναγνώρισης και απόδοσης αυτής, ανάλογα αν πρόκειται για αναγνωριστική ή διεκδικητική αγωγή αντίστοιχα (ΑΠ 833/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1985/2009, ΤΝΠ Νόμος, βλ. και Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, 1989, σ. 237 και 343). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 1094, 1045 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στοιχεία της βάσης της αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, είναι η επίκληση της καταρτισθείσας μεταξύ του ενάγοντος και του αμέσου δικαιοπαρόχου του, κυρίου του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, συμβολαιογραφικής μεταβιβαστικής της κυριότητας πράξης και μεταγραφής αυτής, επί δε κληρονομικής διαδοχής της συμβολαιογραφικής αποδοχής της κληρονομιάς και της μεταγραφής της περί αυτής δηλώσεως. Δεν απαιτείται κατ' αρχήν ο διά του δικογράφου της καθορισμός του τρόπου κτήσης των δικαιοπαρόχων, εάν όμως ο εναγόμενος αμφισβητεί την κυριότητά τους, οφείλει ο ενάγων, για τη συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως, να αναφέρει και να καθορίσει με σαφήνεια τα γεγονότα που συγκροτούν τον τρόπο κτήσης του δικαιοπαρόχου, αλλά και των απωτέρων δικαιοπαρόχων, εάν απαιτείται εν όψει των αμφισβητήσεων του εναγόμενου, μέχρι του πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας αυτών, διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 96/2010 ΕλλΔνη 52.375, ΑΠ 1278/2002 ΕλλΔνη 44.121, ΑΠ 648/2001 ΕλλΔνη 43.1349).
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει επίσης, ότι στοιχεία της αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία, είναι το γεγονός ότι ο ενάγων νέμεται το ακίνητο με εμφανείς υλικές πράξεις δηλωτικές της βουλήσεως του να το έχει ως κύριος και ότι νεμόμενος αυτό έχει συμπληρώσει στο πρόσωπο του τον απαιτούμενο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 1555/2010 ΕλλΔνη 52.497, ΑΠ 1166/2005 ΕλλΔνη 48.1653). Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα στοιχεία αυτά ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησής της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 641/2006 ΕλλΔνη 49.989).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου αυτής, εκθέτει ότι η μητέρα της Ελισάβετ σύζυγος Αθανασίου Παπαϊωάννου, το γένος Κωνσταντίνου και Δέσποινας Χιλιαδάρη, είχε στην πλήρη κυριότητά της ένα ακίνητο (αγροτεμάχιο), όπως λεπτομερώς περιγράφεται στο δικόγραφο κατ' είδος, θέση, όρια και έκταση ως τμήμα ευρύτερου ακίνητου, συνολικής εκτάσεως 54.500 τ.μ. ή πενήντα τεσσάρων και μισού (54 1/4), στρεμμάτων, κειμένου στο ...., συνορευόμενο ανατολικά, εν μέρει με .... βόρεια, εν μέρει με ιδιοκτησίες .... και αδελφών ..., δυτικά, εν μέρει με ιδιοκτησίες...και νότια, εν μέρει με ιδιοκτησίες Ιωάννη Δούρου και Γεωργίου Πάππου του Ιωάννη. Ότι το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στην κυριότητά της, με αγορά από τους αληθινούς συγκυρίους, Σταμάτιο Ζερβόπουλο του Σπυρίδωνος, Χαράλαμπο Λιναρά του Διονυσίου και Νικόλαο Γιώση του Ανδρέα, δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, Ευαγγέλου Σπυρόπουλου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου. Ότι στους δικαιοπαρόχους της μητέρας της είχε περιέλθει το όλο ακίνητο, με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του υπ' αριθμ. 5901/1966 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αταλάντης, Χαραλάμπου Κατσούδα, με αγορά από τους συγκυρίους Μαγδαληνή χήρα Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, Ιωάννη Παπακωνσταντίνου, Δημήτριο Παπακωνσταντίνου, Παναγιώτα Παπακωνσταντίνου, άπαντες του Θαλασσινού, Αικατερίνη χήρα Θαλασσινού Παττακωνσταντίνου και —Αθανάσιο Παπακωνσταντίνου του Δημητρίου, αποτελούμενο από τρεις διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ειδικότερα: α) της πρώτης αποτελούμενης από έναν καλλιεργήσιμο αγρό, εκτάσεως 7.500 τ.μ. ή επτά και μισό (71/4) στρεμμάτων, κειμένου δυτικά του όλου κτήματος, ανήκοντος στη Μαγδαληνή χήρα Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, στην κυριότητα της οποίας είχε περιέλθει κατά πέντε (5) στρέμματα, δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αταλάντης, Αποστόλου Ντέβα, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αταλάντης, κατά δε τα δύο στρέμματα και μισό (2 1/4), από κληρονομιά του αποβιώσαντος, περί το έτος 1939, άνευ διαθήκης και άνευ τέκνων, συζύγου της, Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου του Δημητρίου, β) της δεύτερης κειμένης στο μέσον περίπου του όλου κτήματος, εκτάσεως δέκα (10) στρεμμάτων, ανήκουσας στην εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα των Ιωάννη, Δημητρίου και Παναγιώτας Παπακωνσταντίνου του Θαλασσινού, καθώς και Αικατερίνης χήρας Θαλασσινού Παπακωνσταντίνου, στους οποίους είχε περιέλθει από κληρονομιά του αποβιώσαντος, περί το έτος 1954, άνευ διαθήκης, πατρός και συζύγου τους, αντίστοιχα, Θαλασσινού Παπακωνσταντίνου του Δημητρίου, στον οποίο είχε περιέλθει κατά εννέα (9) στρέμματα από κληρονομιά του αποβιώσαντος, περί το έτος 1930, πατρός του, Δημητρίου Παπακωνσταντίνου του Κωνσταντίνου, κατόπιν προφορικής διανομής, ο οποίος ενέμετο και κατείχε αυτό, με καλή πίστη, καλλιεργώντας το συνεχώς και αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 50 ετών και πλέον, το οποίο και οι κληρονόμοι αυτού και τα τέκνα τους συνέχισαν να καλλιεργούν, κατά δε το ένα (1) στρέμμα από κληρονομιά του αποβιώσαντος άνευ διαθήκης αδελφού του, Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου του Δημητρίου και γ) της τρίτης, εκτάσεως τριάντα επτά (37) στρεμμάτων, αποτελούμενης από δύο αγρούς, του μεν πρώτου κειμένου μεταξύ ιδιοκτησίας Μαγδαληνής χήρας Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου και ιδιοκτησίας αδελφών Παπακωνσταντίνου καθώς και Αικατερίνης Παπακωνσταντίνου, ανήκουσας στον Αθανάσιο Παπακωνσταντίνου, στην κυριότητα του οποίου περιήλθε κατά επτά (7) στρέμματα, με αγορά από το Γεώργιο Παπακωνσταντίνου του Δημητρίου, δυνάμει του υπ' αριθμ. 8599/1951 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αταλάντης, Θεοδώρου Σουλτανόπουλου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών, κατά δε τα τρία (3) στρέμματα, με αγορά από το Σταύρο Παπακωνσταντίνου του Θαλασσινού, δυνάμει του υπ' αριθμ. 22065/1955 συμβολαίου αγοραπωλησίας του τότε συμβολαιογράφου Αταλάντης Αποστόλου Ντέβα, νομίμως μεταγεγραμμένου, κατά δε το υπόλοιπο των είκοσι επτά (27) στρεμμάτων, τα μεν είκοσι έξι (26) περιήλθαν σε αυτόν από κληρονομιά του αποβιώσαντος, περί το έτος 1930, άνευ διαθήκης, πατρός του, Δημητρίου Παπακωνσταντίνου του Κωνσταντίνου, κατόπιν προφορικής διανομής μεταξύ των κληρονόμων αυτού, ο οποίος ενέμετο και κατείχε αυτό, με καλή πίστη, καλλιεργώντας το συνεχώς και αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 50 ετών και πλέον, το οποίο και ο ως άνω κληρονόμος αυτού συνέχισε να καλλιεργεί, μέχρι τη μεταβίβασή του.
Περαιτέρω, η ενάγουσα εκθέτει ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της μητέρας της, συνένωσαν τους παραπάνω αγρούς σε ένα ενιαίο κτήμα, το οποίο στη συνέχεια υποδιαίρεσαν σε μικρότερα αγροτεμάχια, φέροντα το καθένα ίδιο αριθμό και περιλαμβανόμενα σε μεγαλύτερα αυτών τμήματα, όπως λεπτομερώς αναφέρεται η κατάτμηση αυτή στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, από το έτος 1968, που η μητέρα της ενάγουσας απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου αγροτεμαχίου, τόσο η ίδια όσο και ο καθένας από τους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους της, από το χρόνο περιέλευσής του ακινήτου σε καθέναν από αυτούς, το νέμονταν με διάνοια κυρίου, νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 135 έτη, ασκώντας τις λεπτομερώς αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, έχοντας καταστεί κυρία αυτού και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Ότι, την 22η-9-2009, σε χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του Ο.Κ.Χ.Ε., περί έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή, όπου βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, απεβίωσε, άνευ διαθήκης, η Ελισάβετ σύζ. Αθανασίου Παπάίωάννου, καταλείποντας πλησιέστερους συγγενείς και μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, την ενάγουσα θυγατέρα της κατά ποσοστό 75/100 και το σύζυγο της Αθανάσιο Παπάίωάννη κατά ποσοστό 25/100, ο οποίος στη συνέχεια απεβίωσε την 27η-11-2012. Ότι, μετά το θάνατο του τελευταίου, η ενάγουσα απέκτησε τη νομή και κατοχή του επιδίκου κληρονομιαίου ακινήτου, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας μητέρας της, αποδεχόμενη την επαχθείσα σ' αυτήν κληρονομιά, δυνάμει της υπ' αριθμ. 7674/21-4-2016 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Κομοτηνής, Σμαρούλας Κωνσταντινίδου, που θα καταχωρηθεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου. Ότι, ωστόσο, το επίδικο ακίνητο εμφαίνεται στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κτηματογράφησης, με ΚΑΕΚ 460991110011/0/0 και φερόμενο ιδιοκτήτη το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη η ενάγουσα άμεσο έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στην ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της αποβιώσασας Ελισάβετ συζ. Αθανασίου Παπαϊωάννου, της οποίας τα υφιστάμενα κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου εμπράγματα δικαιώματα προσβάλλονται από τις ανωτέρω ανακριβείς πρώτες εγγραφές, ζητεί να αναγνωρισθεί η παραπάνω δικαιοπάροχος της αποκλειστική κυρία του επιδίκου κληρονομιαίου ακινήτου, άλλως να αναγνωριστεί η ίδια ως αποκλειστική κυρία αυτού, να διορθωθούν οι ανακριβείς πρώτες εγγραφές που καταχωρίστηκαν στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αταλάντης, ώστε να διαγραφεί το εναγόμενο Δημόσιο και να αναγραφεί η κληρονομουμένη ως αποκλειστική κυρία του επιδίκου ακινήτου και με τίτλο κτήσης το προαναφερόμενο συμβόλαιο αγοράς, καθώς και να αναγραφεί η ειδικότερη θέση του ακινήτου στο κτηματολογικό φύλλο αυτού.
Τέλος, ζητεί να υποχρεωθεί η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Αταλάντης να προβεί στη σχετική διόρθωση στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Αταλάντης και να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, 9, 10, 11 αρ. 1, 14 παρ. 2 και 29 του ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής (23-6-2016), εκ περισσού προσκομιζόμενου του από 7-12- 2016 Πιστοποιητικού πληρωμής ΕΝ.Φ.Ι.Α κατ' άρθρο 54Α του Ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013 και τροποποιήθηκε η παρ. 5 αυτού με το άρθρο 3 παρ. Γ. 4 του Ν. 4254/2014, διότι η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση κατά το μέρος που επιβάλλει την προσκομιδή από τον υπόχρεο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του οικείου πιστοποιητικού για το παραδεκτό της συζήτησης εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας).
Ωστόσο, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, τόσο κατά το κύριο αίτημα δικαιοπαρόχου της ενάγουσας ως αποκλειστικής κυρίας του επιδίκου ακινήτου, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η επικαλούμενη εμπράγματη δικαιοπραξία (συμβόλαιο αγοραπωλησίας), δυνάμει του οποίου οι δικαιοπάροχοι της κληρονομουμένης απέκτησαν την κυριότητα επί του επιδίκου, δεν έχει μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου, καθώς η ενάγουσα δεν αναφέρει σ' αυτήν (την αγωγή) ότι έλαβε χώρα μεταγραφή του πωλητήριου συμβολαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1192, 1193 και 1198 ΑΚ, συνιστώσα δε η έλλειψη του παρόντος στοιχείου νομική αοριστία, μη δυνάμενη να θεραπευτεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, όσο και κατά το παρεπόμενο αίτημα της διορθώσεως της ανακριβούς πρώτης εγγραφής.
Εξάλλου, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη ως προς τη βάση του παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας που επικαλείται η ενάγουσα, αναφορικά με το επίδικο ακίνητο, διότι, ενώ το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με τις υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις του αρνήθηκε τα θεμελιούντα την αγωγή πραγματικά περιστατικά, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο αποτελεί δημόσιο κτήμα και ως τέτοιο περιήλθε στην κυριότητά του ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους, αμφισβητώντας ότι οι άμεσοι και απώτατοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας απέκτησαν δικαίωμα εξουσίασης - το οποίο στη συνέχεια να μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας - στο επίδικο με υπερδεκαετή καλλιεργειά του, αρχομένη κατά την τουρκοκρατία και συμπληρωθείσα την 20.5.1917, ούτε είχε εκδοθεί στο όνομα αυτών ειδικός τίτλος του Τουρκικού κτηματολογίου (ταπί) για την πιο πάνω δημόσια έκταση, βάσει του οποίου να είχαν αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, και ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί σχετικό δικαίωμα ούτε σε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον πρόκειται για έκταση του Δημοσίου, έναντι του οποίου οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν συμπλήρωσαν τριακονταετή νομή μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 1915, εντούτοις η ενάγουσα δεν συμπλήρωσε την αγωγή με τις προτάσεις της, καθορίζοντας με σαφήνεια τα γεγονότα που συγκροτούν τον τρόπο κτήσης των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων της, μέχρι του πρωτοτύπου τρόπου κτήσης της κυριότητας αυτών επί του επιδίκου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σχετική νομική σκέψη. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου Δημοσίου, κατόπιν υποβολής σχετικού του αιτήματος (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένη όμως κατά το μισό της δικηγορικής αμοιβής, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του 7.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στη Λαμία, την 21η Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.
6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου