Α.Π. 147/2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΙΛΟΤΩΝ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗ ΕΤΑΙΡΙΑ – ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΠΙΔΙΚΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ – Η ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗ
Αριθμός 147/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή και Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Π. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 2)Ζ. Κ. του Κ., κατοίκου ..., και 3)Λ. Α. του Β., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Μαυροειδή, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτης: 1)υπό εκκαθάριση τελούσης ανωνύμου αεροπορικής εταιρείας, υπό την επωνυμία "... Α.Ε.", νόμιμα εκπροσωπούμενης από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπεισήλθε στην θέση της αρχικής ειδικής εκκαθαρίστριας ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "...", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ...., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/1/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1518/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 2432/2015 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/9/2016 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 26 Σεπτεμβρίου 2016 και με αριθ. κατάθ. 508860/500005/21.2.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 2432/29.7.2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης της από 27.1.2010 και με αριθ. κατάθ. 174/29.1.2010 έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας και των από 19.12.2014 προσθέτων λόγων έφεσης, που ασκήθηκαν με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις αυτής, κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 1518/19.10.2009 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία η ως άνω έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, εξαφανίσθηκε η εν λόγω απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία είχε δεχθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμη την από 9.1.2005 και με αριθ. κατάθ. 29/10.1.2006 αγωγή των [αρχικά είκοσι τον αριθμό] εναγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι ήδη αναιρεσείοντες [1ος, 9ος και 12ος των αρχικά εναγόντων] και είχε επιδικάσει σε αυτούς τα εκεί αναγραφόμενα χρηματικά ποσά, ως διαφορές αποδοχών του διαστήματος από το Μάιο του 2001 έως τον Μάιο του 2002, και στη συνέχεια απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.3 και 144 του ΚΠολΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Ο προταθείς με τις από 17.9.2018 εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της αναιρεσίβλητης εταιρείας (άρθ. 570 παρ.1 του ΚΠολΔ) ισχυρισμός αυτής περί απαραδέκτου των προβαλλομένων λόγων αναίρεσης λόγω αντιφατικότητας αυτών, καθότι στο δικόγραφο της αναίρεσης άλλοτε γίνεται επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και άλλοτε αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ιδίου Κώδικα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθότι η εκ μέρους του αναιρεσείοντος εσφαλμένη παράθεση του οικείου άρθρου εκ των άνω που αναφέρεται στην προτεινομένη αναιρετική πλημμέλεια, δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης, αλλά, επί προσβαλλομένης ως εν προκειμένω απόφασης Πρωτοδικείου δικάσαντος ως Εφετείου, ο Άρειος Πάγος, υπάγοντας αυτεπαγγέλτως τα περιστατικά που περιέχονται στο αναιρετήριο στον προσήκοντα αναιρετικό λόγο, ερευνά την επικαλουμένη αναιρετική πλημμέλεια, ως λόγο που προβλέπεται (ή μη) από το άρθρο 560 του ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι στο δικόγραφο της αναίρεσης εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα στοιχεία που συνιστούν τον προβαλλόμενο αναιρετικό λόγο (ΑΠ 301/2013, ΑΠ 133/2012, ΑΠ 648/2011, ΑΠ 484/2010).
Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της από 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα αρχικά με το άρθρο μόνο του Ν. 2329/1953 και στη συνέχεια με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ/τος 53/1974, ορίζεται ότι "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως...". Με την ανωτέρω διάταξη, καθ` ο μέρος ορίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας, θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η Σύμβαση, τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται δηλαδή ποια δικαιώματα δίδονται κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται συνεπώς για διάταξη ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση της οποίας εμπίπτει στο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ή από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ιδίου Κώδικα, εφόσον πρόκειται για απόφαση Ειρηνοδικείου ή Πρωτοδικείου εκδοθείσα σε έφεση κατ' απόφασης Ειρηνοδικείου. Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διάταξης, όταν πολιτικό δικαστήριο, το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος (κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος) διάταξης, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία για τα ζητήματα της αρμοδιότητας του, εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, αλλά η πλημμέλεια αυτή της απόφασης ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα (ΟλΑΠ 2/2008).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 559 και 560 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, μόνο αν το δικαστήριο υπέπεσε σε κάποια από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ πλημμέλειες. Άλλες αιτιάσεις, δεν είναι παραδεκτές ως λόγοι προς αναίρεση. Ο ως άνω περιορισμός των επιτρεπτών λόγων δεν επηρεάζεται από τη διάταξη του άρθρου 561 του ΚΠολΔ, με τις οποίες αφενός θεσπίζεται ο κανόνας ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου και αφετέρου ορίζεται ότι η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, αφού με τις εν λόγω διατάξεις δεν ιδρύεται ιδιαίτερος λόγος αναίρεσης. Ο περιορισμός αυτός των λόγων αναίρεσης, με κριτήριο την υλική αρμοδιότητα και την βάσει αυτής υπαγωγή της διαφοράς σε ορισμένη κατηγορία δικαστηρίων, αποβλέπει στην ταχύτερη επίλυση των υπαγόμενων στα ειρηνοδικεία διαφορών, οι οποίες κατ` αρχήν είναι ήσσονος σημασίας, χάριν εξυπηρέτησης του γενικού κοινωνικού συμφέροντος, και γι` αυτό το λόγο δεν αντίκειται η ρύθμιση αυτή στο από τη διάταξη του άρθρο 6 παρ. 1 της ως άνω από 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" δικαίωμα για δίκαιη δίκη, [αλλά ούτε και στις σχετικές Συνταγματικές ρυθμίσεις των άρθρων 4 παρ. 1, 8 εδ. α και 20 παρ.1 περί ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, μη ακούσιας στέρησης του φυσικού δικαστή και παροχής του δικαιώματος πρόσβασης και ακρόασής από το δικαστήριο αντίστοιχα], εν όψει μάλιστα του ότι η ως άνω διεθνής Σύμβαση δεν απαγορεύει καν στον εθνικό νομοθέτη να αποκλείει παντελώς οπωσδήποτε το αναιρετικό βήμα (ΑΠ 1654/2011, ΑΠ 1104/2007).
Τέλος στους περιοριστικά διαλαμβανόμενους στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, δεν διαλαμβάνεται αντίστοιχος λόγος του αριθμού 11 γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για τη μη λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, όπως είναι η μη λήψη υπόψη δικαστικής ομολογίας (άρθ. 352 του ΚΠολΔ) ή του αριθμού 12 του ιδίου άρθρου σχετικά με την παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και, στη κρινόμενη υπόθεση, της δικαστικής ομολογίας.
Με την από 9.1.2005 και με αριθ. κατάθ. 29/10.1.2006 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, οι 1ος, 9ος και 12ος των εναγόντων και ήδη αναιρεσείοντες [επί συνόλου είκοσι αρχικά εναγόντων], επαγγελματίες ιπτάμενοι χειριστές αεροσκαφών, κάτοχοι πτυχίου Β' τάξης, ιστορούσαν ότι προσλήφθηκαν από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." με έγγραφες συμβάσεις εργασίας υπό δοκιμή για δύο έτη με χρόνο έναρξης αυτών την 13.5.2000 και ότι στη συνέχεια, μετά την πάροδο της ως άνω διετούς δοκιμαστικής περιόδου, οι συμβάσεις τους μετατράπηκαν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και αυτοί εντάχθηκαν στο μόνιμο ιπτάμενο προσωπικό της αναιρεσίβλητης εταιρείας, όπου απασχολήθηκαν μέχρι τις 13.12.2003, οπότε πλέον εντάχθηκαν στο ιπτάμενο προσωπικό της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", όπου απασχολούνται μέχρι σήμερα. Ότι η συμφωνηθείσα με όρο στις ως άνω έγγραφες συμβάσεις των περίοδος δοκιμασίας αυτών για δύο έτη προβλέφθηκε κατά τρόπο καταχρηστικό και αντίθετο προς την καλή πίστη, αφού κατά τη ρύθμιση του προϊσχύσαντος Κανονισμού Εργασίας της ..., αλλά και του μεταγενέστερου Κανονισμού Εργασίας των ..., όπου αυτοί σήμερα απασχολούνται, η διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου ανέρχεται σε ένα έτος, το ίδιο δε συνήθως συμβαίνει και σε άλλες αεροπορικές εταιρείες. Ότι το ένα έτος δοκιμαστικής περιόδου ήταν επαρκές χρονικό διάστημα, προκειμένου να διαπιστωθεί από την αναιρεσίβλητη εταιρεία, η οποία σημειωτέον, εστερείτο Κανονισμού Εργασίας, η πτητική τους επάρκεια ως συγκυβερνητών σε ελικοφόρα αεροσκάφη. Ότι αποτέλεσμα του συμβατικού όρου περί υποχρεωτικής δοκιμαστικής περιόδου διαρκείας δύο ετών, αντί εκείνης του ενός έτους, ήταν να λάβουν αυτοί μικρότερες αποδοχές από εκείνες που έλαβαν οι μόνιμοι συνάδελφοί τους κατά το επί πλέον διάστημα του ενός έτους.
Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν την επιδίκαση σε αυτούς των αναγραφομένων στην αγωγή χρηματικών ποσών, ως διαφορών των αποδοχών που έλαβαν από εκείνες των μονίμων συναδέλφων τους για το πέραν του πρώτου έτους δοκιμαστικής περιόδου χρονικό διάστημα από 13.5.2001 έως 13.5.2002, με το νόμιμο τόκο. Όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) και ειδικότερα από τα με αριθ. 1519/23.9.2009 πρακτικά συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της αρνήθηκε την αγωγή και ζήτησε την απόρριψή της, παράλληλα δε δήλωσε ότι "Συνομολογεί το ιστορικό και τα ποσά", ενώ με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο προτάσεις της ζήτησε για τους εκτιθέμενους εκεί λόγους την απόρριψη της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την με αριθμό 1519/2009 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη στο σύνολό της για όλους τους ενάγοντες, με το σκεπτικό ότι "η εναγομένη με δήλωσή της που καταχωρήθηκε σ' αυτά [ενν. πρακτικά της συνεδρίασης] ομολόγησε τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική βάση και το αιτητικό της, η δε ομολογία του διαδίκου που γίνεται προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου αποτελεί συμφώνως με το άρθ. 352 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε".
Κατά της ανωτέρω απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27.1.2010 και με αριθ. κατάθ. 174/29.1.2010 έφεση, ως και πρόσθετους λόγους κατά τη συζήτηση αυτής με τις από 19.12.2014 προτάσεις αυτής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του δευτέρου πρόσθετου λόγου έφεσης, έκρινε ότι η κατά τα άνω δικαστική ομολογία της εναγομένης εταιρείας αφορούσε [μόνο] στην εργασιακή σχέση της εναγομένης με τους ενάγοντες, στους όρους εργασίας αυτών ως χειριστών αεροσκαφών και στο ύψος τόσο των αποδοχών αυτών όσο και των συγκρινομένων με αυτούς μονίμων χειριστών αεροσκαφών και όχι και στο αιτητικό της αγωγής [ενν. υπό την προφανή έννοια της ύπαρξης σχετικής αξίωσης των εναγόντων] που ουδόλως ομολόγησε η εναγομένη, στη συνέχεια δέχθηκε για τους εκεί διαλαμβανόμενους λόγους ότι ο όρος των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων περί δοκιμαστικής περιόδου διαρκείας δύο ετών ως ιπταμένων χειριστών ήταν δικαιολογημένος και δεν αντέβαινε στις επιταγές της καλής πίστης, ενώ η πρόβλεψη στους Κανονισμούς Εργασίας της ... ή των ... ή σε κανονισμούς άλλων αεροπορικών εταιρειών μονοετούς διαρκείας δοκιμαστικής περιόδου δεν δεσμεύει την εναγομένη, ούτε μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι δεσμεύεται από προηγούμενες τελεσίδικες αποφάσεις επί ομοίου περιεχομένου διαφορών, με το σκεπτικό ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν άλλους χειριστές αεροσκαφών και όχι τους ενάγοντες της ίδιας δίκης. Ακολούθως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ' ουσία.
Με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος (αρ.1) και υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση ότι με το να μην δεχθεί ότι συνέτρεχε περίπτωση πλήρους απόδειξης όλων των θεμελιωτικών της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, με βάση την ανωτέρω δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, που συνιστούσε δικαστική ομολογία αυτής κατ' εφαρμογή του άρθρου 352 παρ.1 του ΚΠολΔ, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ που αφορά στο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αφού πρόκειται περί κραυγαλέας εσφαλμένης εφαρμογής διάταξης, η οποία, λόγω του δικονομικού της χαρακτήρα, δεν μπορεί να ελεγχθεί με τους προβλεπόμενους κατά τρόπο περιοριστικό λόγους αναίρεσης στη διάταξη του άρθρου 560 του ΚΠολΔ που αφορά αποφάσεις ειρηνοδικείων ή πρωτοδικείων επί εφέσεων κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω, δε προβάλλουν την αιτίαση ότι το δικάσαν δικαστήριο δεν ενήργησε κατά τρόπο δίκαιο και αμερόληπτο, αφού έκρινε αντιθέτως προς το δεδικασμένο που απέρρεε από άλλη απόφαση του ιδίου δικαστηρίου επί ομοίου περιεχομένου αγωγής άλλων συναδέλφων των εναγόντων, που είχαν προσληφθεί την ίδια περίοδο με τους ενάγοντες και των οποίων δέχθηκε ως βάσιμη την αγωγή. Τέλος και σε συνάφεια με τα προεκτεθέντα, με το δεύτερο σκέλος του ιδίου αναιρετικού λόγου (αρ.2) οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση ότι με το να μην δεχθεί, με βάση την ανωτέρω δικαστική ομολογία της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, κατ' εφαρμογή του άρθρου 352 παρ.1 του ΚΠολΔ, ότι συνέτρεχε περίπτωση πλήρους απόδειξης του θεμελιωτικού της αγωγής των ισχυρισμού ότι η εναγομένη εταιρεία, η οποία εστερείτο Κανονισμού Εργασίας, εφάρμοζε άλλες διατάξεις του έχοντος ισχύ νόμου Κανονισμού Εργασίας της ..., ο οποίος προέβλεπε δοκιμαστική περίοδο ενός έτους για τους χειριστές αεροσκαφών, παραβίασε τη σχετική ρύθμιση του εν λόγω Κανονισμού Εργασίας και της από 28.7.2004 ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ της διοίκησης της εταιρείας ... ΑΕ και του σωματείου χειριστών που περιελάμβανε αντίστοιχη ρύθμιση.
Ο λόγος αυτός κατ' αμφότερα τα σκέλη του κρίνεται απορριπτέος. Και τούτο διότι α) αφενός μεν η επικαλουμένη από τους αναιρεσείοντες εσφαλμένη παράλειψη της προσβαλλομένης απόφασης να δεχθεί, σύμφωνα με την δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 352 παρ.1 του ΚΠολΔ, δικαστική ομολογία επί όλων των θεμελιούντων την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικών περιστατικών για τη γέννηση των ένδικων αξιώσεων, δεν συνιστά παραλλήλως παραβίαση του ουσιαστικού δικαιώματος αυτών σε δίκαιη δίκη κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και κατά συνέπεια δεν ιδρύεται αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ [και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εφόσον η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε σε έφεση κατ' απόφασης Ειρηνοδικείου], αλλά η επικαλουμένη πλημμέλεια ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα, με συνέπεια κατά το μέρος αυτό ο προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος να είναι αβάσιμος και β) αφετέρου η επικαλουμένη μη λήψη υπόψη της δικαστικής ομολογίας επί όλων των θεμελιούντων την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικών περιστατικών για τη γέννηση των ένδικων αξιώσεων, ή η παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με την αποδεικτική ισχύ της δικαστικής ομολογίας δεν ιδρύει αναιρετικούς λόγους αντίστοιχους των αριθ. 11 παρ. γ και 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον δεν διαλαμβάνονται αντίστοιχοι αναιρετικοί λόγοι στους περιοριστικά προβλεπόμενους λόγους του άρθρου 560 του ΚΠολΔ για αποφάσεις πρωτοδικείων που εκδόθηκαν επί εφέσεων κατ' αποφάσεων Ειρηνοδικείων, με συνέπεια κατά το μέρος αυτό ο προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος να είναι απαράδεκτος. Ούτε μπορεί να γίνει λόγος περί παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου ρύθμισης που προέβλεπε δοκιμαστική περίοδο ενός έτους για τους προσλαμβανόμενους ιπτάμενους χειριστές αεροσκαφών του έχοντος ισχύ νόμου προϊσχύσαντος Κανονισμού Εργασίας της ..., αφού αυτός δεν αφορούσε την αναιρεσίβλητη εταιρεία και κατά συνέπεια δεν δέσμευε αυτή ή περί παραβίασης του σχετικού όρου της από 28.7.2004 ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αφού αυτή αφορά μεταγενέστερο του επιδίκου χρονικό διάστημα και επί πλέον δεν αφορά την αναιρεσίβλητη εταιρεία, αλλά τις ....
Τέλος, δεν στοιχειοθετεί έλλειψη αμεροληψίας και δίκαιας κρίσης του δικάσαντος δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και κατά συνέπεια δεν ιδρύεται σχετικός αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ το γεγονός ότι επί ομοίου περιεχομένου διαφοράς που αφορούσε άλλους ιπταμένους χειριστές, συναδέλφους των αναιρεσειόντων, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε διαφορετικά και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμες τις αγωγικές αξιώσεις αυτών, εφόσον κατά τις ισχύουσες δικονομικές ρυθμίσεις η συνδρομή δεδικασμένου προϋποθέτει ταυτότητα διαδίκων (άρθ. 325 του ΚΠολΔ). Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας των (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26.9.2016 και με αριθ. κατάθ. 508860/500005/2017 αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθ. 2432/29.7.2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2019. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.
6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου