Α.Π. 889/2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ – ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΔΕΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ – ΤΥΧΟΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ..
Αριθμός 889/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη - Εισηγητή, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γεώργιο Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του: 1) Παναγιώτα Παπαδοπούλου και 2) Ιωάννη Καρβούνη.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Α. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ...
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 31-3-2008 και 9-12-2009 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου και του ήδη αναιρεσείοντος, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 34/2017 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2-3-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 321 ΚΠολΔ, το οτχοίο ορίζει, ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, προκύπτει, ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη.
Εξάλλου, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, ορίζει στις παραγράφους 1 εδ. α' και 2 τα ακόλουθα: "1. Πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. 2. Πάν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται, ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Το άρθρο 4 παρ. 1 του εβδόμου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζει, ότι "Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού". Ομοίου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 ΚΠοινΔ, σύμφωνα με την οποία "Αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός".
Με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. και του εβδόμου πρωτοκόλλου αυτής δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγουμένη απαλλαγή του διαδίκου (ΑΠ 1364/2011, 302/2016). Ωστόσο, κατά τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου, των Αρεοπαγιτών Αβροκόμης Θούα και Γεωργίου Αποστολάκη, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει-μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του.
Οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ' αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ' αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Δέσμευση δε από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ).
Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται απ' αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί σε αποδεικτικό αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική και κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωσή και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6§2 ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος "αποδεικτικής δέσμευσης", ένα νέο είδος "δεδικασμένου", μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα αντίθετη ρύθμιση της ΠολΔ/1834, που στο άρθρο 12 όριζε: "αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος"βλ. σχετικώς ΑΠ 192/1957, ΝοΒ 1957.730, ΑΠ 196/1953, ΝοΒ 1953.296) ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Με άλλα λόγια, αν η "δέσμευση" αυτή νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, το κώλυμα είναι συνταγματικό από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος "δέσμευσης" μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δύναμης των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δέσμευσης απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (βλ. σχετ. άρθρο 5 ΚΔΔ), που ωστόσο δεν υφίσταται (ΑΠ 1422/2017, 344/2016, 1398/2015, 215/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα ακόλουθα: "Δυνάμει του από 17-11-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού ... οι διάδικοι σύστησαν μεταξύ τους ομόρρυθμη εταιρεία ... Σκοπός της εταιρείας ήταν η μελέτη, κατασκευή και επίβλεψη ιδιωτικών τεχνικών έργων και η κατασκευή και επίβλεψη δημόσιων τεχνικών έργων. ... Διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ορίστηκε ο εφεσίβλητος (και ήδη αναιρεσίβλητος) Α. Α.. Ο τελευταίος είχε το δικαίωμα να συναλλάσσεται με τρίτους και να δεσμεύει την εταιρεία, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις γι' αυτήν μόνο με την υπογραφή του υπό την εταιρική επωνυμία, ενώ για την περίπτωση δανεισμού της εταιρείας για ποσό άνω των 10.000 ευρώ, ορίστηκε ότι για την έγκυρη συνομολόγηση της σχετικής σύμβασης θα απαιτούνταν οι υπογραφές και των δύο εταίρων. Στα πλαίσια της λειτουργίας της εταιρείας αναλήφθηκαν από αυτήν δύο συμβάσεις εκτέλεσης δημόσιων έργων με το Δήμο ..., και συγκεκριμένα στις 13-3-2007 αναλήφθηκε το έργο "επέκταση πλατείας δ.δ. ... ...", προϋπολογισμού ύφους 56.399,36 ευρώ, και στις 29- 3-2007 το έργο "κατασκευή δημοτικού καταστήματος ...", προϋπολογισμού ύψους 111.278,93 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναγράφονταν στις σχετικές συμβάσεις έργου.
Από το Μάιο του έτους 2007 άρχισαν να υπάρχουν προβλήματα και διαφωνίες στις σχέσεις των δύο εταίρων, οι οποίες συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες και τελικά ο εκκαλών (και ήδη αναιρεσείων) στις 24-3- 2008 κοινοποίησε στον εφεσίβλητο τη με την ίδια ως άνω ημερομηνία καταγγελία της μεταξύ τους εταιρείας. Στην καταγγελία αυτή ο εκκαλών ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: "Από την αρχή της σύστασης της εταιρείας αρνείστε επιμόνως να με ενημερώσετε και να αποδώσετε λογαριασμούς σε εμένα των πάσης φύσεως εσόδων - εξόδων, διαχειριστικών πράξεων, επίδειξη τιμολογίων και για οποιαδήποτε ακόμη ενέργειά σας, η οποία υπάγεται στη σφαίρα των διαχειριστικών πράξεων της εταιρείας μας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η εταιρεία να περιέλθει σε αδιέξοδο, αφού εσείς ως διαχειριστής της εταιρείας και άρα και ταμίας αυτής, δεν με ενημερώσατε για τις οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρείας μας. Με την αντισυμβατική σας αυτή συμπεριφορά φθάσαμε στο σημείο να έχουμε οφειλές στη ..., στο ..., σε εργολάβους και άλλους που δεν γνωρίζω. Επιπρόσθετα, εξαιτίας της αντισυμβατικής σας συμπεριφοράς εγώ προσωπικά αδυνατώ να υποβάλλω εμπρόθεσμα στην αρμόδια ... τη φορολογική μου δήλωση και αυτό διότι αρνείστε να μου προσκομίσετε τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο". Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του εκκαλούντος αποδείχθηκε ότι ήσαν ψευδείς.
Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2007 όλα τα εμπορικά βιβλία της εταιρείας τηρούσε ο πατέρας του εκκαλούντος, ο οποίος είχε τις απαιτούμενες λογιστικές γνώσεις, ως πτυχιούχος ανωτάτης εμπορικής σχολής. Στα τηρούμενα αυτά βιβλία καταχωρούνταν όλες οι συναλλαγές του εφεσίβλητου ως διαχειριστή της εταιρείας με διαφόρους τρίτους, δηλαδή οι χρεώσεις και πιστώσεις της εταιρείας, τα τιμολόγια αυτής, διάφορες αποδείξεις πληρωμής που λάμβανε ο ενάγων, τα οποία χορηγούσε στον πατέρα του εκκαλούντος για την καταχώρισή τους. Επομένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα των 10 μηνών περίπου, ο εκκαλών λάμβανε γνώση και ήταν πλήρως ενήμερος για όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής της εταιρείας, ιδίως στα πλαίσια εκτέλεσης των δύο πιο πάνω αναληφθέντων δημοσίων έργων. Όμως και μετά την 1-9-2007, οπότε ο εφεσίβλητος ανέθεσε την τήρηση των βιβλίων της εταιρείας σε λογιστή της επιλογής του, έστω και αν ο εκκαλών δεν γνώριζε τα στοιχεία αυτού, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός δεν είχε καμιά ενημέρωση για την πορεία της εταιρείας. Τούτο διότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών από τον Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι τις 24- 3-2008 διαμαρτυρήθηκε εγγράφως προς τον εφεσίβλητο για τη μη ενημέρωσή του σε σχέση με την πορεία της εταιρείας. ...
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία των διαδίκων, από το χρόνο σύστασής της μέχρι την καταγγελία της, είχε μεμονωμένες οφειλές, οι οποίες μάλιστα δεν μπορούν να αποδοθούν σε κακή διαχείριση του εφεσίβλητου. Ειδικότερα, ο Δήμος ... καθυστερούσε να εξοφλήσει τις οφειλές του προς την εταιρεία ... Λόγω των καθυστερήσεων αυτών δεν κατέστη δυνατό να πληρωθεί μια φορά ο οφειλόμενος Φ.Π.Α., τον οποίο μεταγενέστερα εξόφλησε με διακανονισμό ο εφεσίβλητος, ενώ και οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ εξοφλούνταν όταν καταβάλλονταν στην εταιρεία τα οφειλόμενα σε αυτή χρηματικά ποσά ... Επίσης, η ... οφειλή προς το ΙΚΑ ύφους 3.651 ευρώ ... διαγράφηκε κατόπιν ενεργειών και των δύο διαδίκων ... Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι μια οφειλή προς τον Π. Μ., ποσού 1.140 ευρώ, ... τακτοποιήθηκε άμεσα από τον εφεσίβλητο, χωρίς μάλιστα να ζημιωθεί η εταιρεία ...
Εξάλλου, και από τη με ημερομηνία 6-6-2011 επιστολή των εκκαθαριστών της εταιρείας ... αποδεικνύεται ότι κατά την εκκαθάριση βρέθηκαν ελάχιστες οφειλές της εταιρείας προς τρίτους ... Τέλος, τα όσα ισχυρίστηκε ο εκκαλών, ότι αδυνατεί να υποβάλλει εμπρόθεσμα στην αρμόδια ... τη φορολογική του δήλωση, διότι αρνείται ο εφεσίβλητος να του προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα προς τούτο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, τα παραπάνω αναγραφόμενα από τον εκκαλούντα στην από 24-3-2008 έγγραφη καταγγελία της εταιρείας ... ήσαν ψευδή και ο ίδιος γνώριζε το ψεύδος αυτών. Ειδικότερα, ο εκκαλών γνώριζε ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2007 είχε άμεση πρόσβαση σε όλες τις συναλλαγές της εταιρείας και σε όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί ο εφεσίβλητος ως διαχειριστής αυτής, ότι και κατά τους επόμενους μήνες ουδέποτε αποξενώθηκε από την εταιρεία σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να μην γνωρίζει τίποτε για την οικονομική της πορεία, ότι οι μεμονωμένες οφειλές που δημιουργούνταν προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., το Ι.Κ.Α. ή τρίτα πρόσωπα δεν οφείλονταν σε κακή διαχείριση του εκκαλούντος, αλλά στις καθυστερήσεις είσπραξης των οφειλόμενων αμοιβών από το Δήμο ..., γεγονός σύνηθες στις οικονομικές συναλλαγές, καθώς και ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε καμία ενέργεια, εκ της οποίας το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί ο ίδιος να υποβάλλει φορολογική δήλωση.
Σκοπός δε του εκκαλούντος ήταν με τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά που συμπεριέλαβε στην ως άνω καταγγελία, να επιρρίψει τις ευθύνες για τη λύση της εταιρείας αποκλειστικά στον εφεσίβλητο, εμφανίζοντας αυτόν ως κακό διαχειριστή, αδιαφορώντας για τις όποιες δυσμενείς συνέπειες θα είχε η λύση της εταιρείας τη δεδομένη στιγμή, για την ίδια την εταιρεία, για τον εφεσίβλητο ως διαχειριστή αυτής, καθώς και για τον αντίκτυπο των αναγραφομένων στην καταγγελία, για την προσωπική και επαγγελματική εικόνα αυτού (εφεσίβλητου). Τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, που περιέλαβε εν γνώσει του ο εκκαλών στην από 24-3-2008 καταγγελία περιήλθαν σε γνώση ευρύτερου αριθμού προσώπων, στα οποία κοινοποιήθηκε η καταγγελία αυτή, δηλαδή σε υπαλλήλους της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αιγίου, της ... και του Δήμου ... και ήταν πρόσφορα να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου, στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, αφού με την καταγγελία αυτή παρουσιάστηκε ως αναξιόπιστος και αφερέγγυος εργολάβος δημοσίων έργων, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο στην επαγγελματική του δραστηριότητα.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ' αριθ. 197/2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου ο εκκαλών κρίθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εφεσίβλητου, με το σκεπτικό ότι "δεν προέκυψε πρόθεση του κατηγορούμενου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, απλώς ο κατηγορούμενος, λόγω των πολύ κακών σχέσεων που είχε με το συνεταίρο του, πολιτικώς ενάγοντα, και της ελλιπούς πληροφόρησης ως προς τις οικονομικές εκκρεμότητες της εταιρείας τους, προέβη στην ως άνω ενέργεια με αποκλειστικό σκοπό να λύσει το ταχύτερο δυνατό την εταιρεία, τακτοποιώντας ταυτόχρονα και τις εκκρεμότητες που υφίσταντο κατά τον επίδικο χρόνο".
Το γεγονός όμως αυτό ουδεμία επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, προεχόντως διότι, κατ' άρθρο 321 ΚΠολΔ, στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του, πράγματι προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, τελώντας σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, που συνιστά και αδικοπραξία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ο τελευταίος (εφεσίβλητος) δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη".
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε επιδικάσει υπέρ του αναιρεσίβλητου ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτός από τη συκοφαντική δυσφήμηση του αναιρεσείοντος". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο για την κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αναιρεσείοντος, δημιουργεί, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του ως κατηγορουμένου με την 197/2014 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, την οποία και αποδυναμώνει, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρ. 6§2 της ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΑΠ 715/2017, 1652/2013). Το Εφετείο, συνεπώς, που αναγνώρισε την αστική ευθύνη του αναιρεσείοντος, ενώ έπρεπε να την αποκλείσει και να οδηγηθεί σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική γι' αυτόν ποινική απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, κατά την ως άνω γνώμη, τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις και είναι αντίστοιχα βάσιμος ο από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του.
Αντιθέτως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας ήτοι των Αρεοπαγιτών Αβροκόμης Θούα και Γεωργίου Αποστολάκη, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι ο αναιρεσείων δεν αναφέρει, ποια επίδραση είχε η προβαλλόμενη παράβαση (σφάλμα) στο διατακτικό της αποφάσεως, το οποίο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του συνόλου των παραδοχών της, ουδόλως στηρίχθηκε στην ως άνω διηγηματική αναφορά για την εξέλιξη της ποινικής δίκης. Σε κάθε περίπτωση από την πληττόμενη παραδοχή του Εφετείου προκύπτει ότι αυτό έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την ως άνω αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως προς τους λόγους απαλλαγής του εναγομένου και τότε κατηγορούμενου, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του εξ αυτής παραγόμενου και από τις ανωτέρω διεθνείς συμβάσεις προστατευόμενου τεκμηρίου αθωότητας του αναιρεσείοντος για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε.
Μετά ταύτα, εφόσον η παρούσα απόφαση ελήφθη με διαφορά μιας ψήφου, πρέπει να παραπεμφθεί ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του στην Τακτική Ολομέλεια του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 563 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠολΔ, επιφυλάσσεται δε το Δικαστήριο να κρίνει ως προς τη βασιμότητα των λοιπών λόγων μετά την έκδοση αποφάσεως της Ολομέλειας ως προς τον ως άνω λόγο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει το δεύτερο λόγο και κατά το πρώτο μέρος του της από 2 Μαρτίου 2017 αιτήσεως αναιρέσεως του Δ. Γ. κατά της 34/2017 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών στην Τακτική Ολομέλεια του παρόντος Δικαστηρίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΕ ΕΠΙΚΛΗΣΗ
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα Νο. 11 και Νο. 14.
6.- Δικαίωμα στην χρήση και απονομή Δικαιοσύνης.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα :
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ) όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
https://www.tetravivlos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου