Απόφαση 772 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Νομή.
Περίληψη:
Αγωγή αποβολής από τη νομή και επικουρικά διεκδικητική αγωγή κυριότητας. Αποφάσεις Πολ. Πρωτ. που δίκασε ως Εφετείο. Λόγοι αναίρεσης. Από άρθρο 560 αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ....
Αριθμός 772/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας - καθής η κλήση: Κ. συζ. Π. Μ., το γένος Κ. Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέλιο Σταματόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Α. Μ. του Α. και 2)Ι. Α. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αφροδίτη Βαρδουνιώτου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/12/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σικυώνος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 125/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 193/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 9/12/2010 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 569/2012 του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει η καλούσα με την από 3/6/2012 κλήση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 17/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε επί εφέσεως κατά απόφασης Ειρηνοδικείου, υπόκειται σε αναίρεση μόνο για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη αυτή και ειδικότερα αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε νόμιμα ή υπερέβη την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλη αρμοδιότητα και αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που έκανε δεκτά το δικαστήριο της ουσίας. Εξάλλου, το προαναφερόμενο άρθρο καθορίζει περιοριστικά τους λόγους αναιρέσεως και δεν περιλαμβάνει σ' αυτούς και την εσφαλμένη από το δικαστήριο εκτίμηση δικογράφων, μεταξύ των οποίων και η αγωγή, το δε άρθρο 561 §2 του ίδιου ως άνω Κώδικα δεν καθιερώνει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, αλλά επιτρέπει την εξέταση, αν από την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικού εγγράφου, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από τους αναφερόμενους στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ. Έτσι, αν από την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής προκύψει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τους πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αν και δεν περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο αυτής ή αντίστοιχα, δεν έλαβε υπόψη του τέτοιους ισχυρισμούς, αν και περιλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο ή αξίωσε για την εφαρμογή της διατάξεως που εφάρμοσε, περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά την διάταξη αυτή ή αρκέστηκε σε λιγότερα (ΑΠ 231/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο δέχτηκε τα εξής: Με το με αριθμό .../1966 προικοσυμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Ι. Γκίνη, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών σε τόμο ... και αριθμό 295 ο Κ. Χ. συνέστησε προίκα στην ενάγουσα κόρη του και παραχώρησε στον μεν γαμβρό του Π. Μ. την επικαρπία, στην δε ενάγουσα την ψιλή κυριότητα ενός δενδροπεριβολίου εκτάσεως 1000 τ, μ. περίπου, κείμενου στη θέση "..." της περιφέρειας της Κοινότητας Κάτω Διμηνιού το οποίο, σύμφωνα με τον άνω τίτλο, συνόρευε γύρωθεν με ιδιοκτησία Γ. Π., κληρονόμους Σ. Σ., Κ. Χ., Ν. Α., Π. Κ., Γ. Κ. και Ι. Ο.. Στον άνω προικολήπτη το ακίνητο αυτό περιήλθε ως τμήμα μείζονος έκτασης εξ αγοράς από την Ε. Μ. και Ν. Ο. με το με αριθμό .../1957 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Κ. Παπαχριστόπουλου. Οι εναγόμενοι τυγχάνουν κύριοι, νομείς και κάτοχοι οικοπέδων που αποτελούν αυτοτελείς καθέτους ιδιοκτησίες συνολικής έκτασης 1000 τ.μ., τα οποία βρίσκονται στην ίδια ως άνω τοποθεσία με το ακίνητο της ενάγουσας, στο Δ.Δ. Κάτω Διμηνιού, και τα οποία συνορεύουν ανατολικά με δρόμο και πέραν αυτού με ιδιοκτησία κληρονόμων Κ. Μ., δυτικά με δίοδο, βόρεια με ιδιοκτησία Α. Α. και νότια με ιδιοκτησία Λ.. Τα οικόπεδα αυτά περιήλθαν σε αυτούς με τα με αριθμούς .../1996 και .../2006 συμβόλαια των Συμβολαιογραφών Αθηνών Γ. Κολυμπάρη και Α. Αλεξοπούλου. Η ενάγουσα ισχυρίζεται εξάλλου με την ένδικη αγωγή της ότι οι εναγόμενοι το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου κατασκεύασαν τοιχίο και κατέλαβαν από την ανατολική πλευρά της ιδιοκτησίας της εδαφικό τμήμα εμβαδού 36,16 τ. μ., το οποίο τμήμα συνορεύει ανατολικά επί πλευράς μέτρων 22,60 με ιδιοκτησία των εναγομένων, δυτικά με υπόλοιπο ακίνητο της, βόρεια επί πλευράς μέτρων 1,60 με δίοδο παραχωρηθείσα από τους όμορους ιδιοκτήτες Θ. Κ. και λοιπούς και νότια με υπόλοιπο τμήμα ιδιοκτησίας της. Επ' αυτών λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Με την με αριθμό .../1976 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης δουλείας οδού του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Ι. Γκίνη, νομίμως μεταγραφείσα, οι: Α. Α., Κ. Α., δικαιοπάροχος των εναγομένων, Θ. χήρα Ν. Κ. και Ε. Α., οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες συνεχόμενων ιδιοκτησιών στην άνω περιοχή, συνέστησαν δυτικά των ιδιοκτησιών τους δουλεία οδού αποτελούσα συνέχεια της κοινοτική οδού η οποία έφθανε μέχρι την παλαιά Εθνική Οδό Κορίνθου-Πατρών, πλάτους δύο μέτρων συνεισφέροντας έκαστος εκ της ιδιοκτησίας του και κατά μήκος της δυτικής πλευράς αυτήν την λωρίδα. Η άνω συσταθείσα δουλεία εξάλλου συμφωνήθηκε υπέρ των άνω συμβαλλομένων και των καθολικών και ειδικών διαδόχων αυτών. Επίσης, με την με αριθμό 68/1985 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, εκδοθείσα κατόπιν ασκηθείσας αίτησης της ενάγουσας κατά του Θ. Κ., αναγνωρίσθηκε ότι η τελευταία είχε δικαίωμα οιονεί νομής δουλείας διελεύσεως, πεζή, δι' εμφόρτων ζώων, δια χειραμάξης και μικρού καλλιεργητικού μηχανήματος (φρέζας) δια μέσου διόδου (γράνας) πλάτους 0,40 μ. με ελεύθερο εκατέρωθεν εναέριο χώρο συνολικού πλάτους 1,60 μ. η οποία διήρχετο κατά το επίδικο τμήμα της διαμέσου της ανατολικής πλευράς μήκους 55 μ. περίπου του δενδροπεριβόλου του Γ. Κ., για την οδική εξυπηρέτηση του νοτιότερου κείμενου ακινήτου της με την βορειότερη διερχόμενη κοινοτική οδό. Η κρίση του άνω δικαστηρίου επικυρώθηκε κατόπιν ασκηθείσας εφέσεως από τον ανωτέρω Θ. Κ., με την έκδοση της με αριθμό 664/1984 απόφασης του παρόντος Δικασιηρίου, η οποία και απέρριψε αυτή. Προσέτι η ενάγουσα και ο άνω Θ. Κ. υπέγραψαν το έτος 1993 την από 20-1-1993 σύμβαση περί μεταβολής της θέσης ασκήσεως της δουλείας διόδου της ανωτέρω. Στο σχετικό κείμενο, το οποίο εμπεριείχε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τις δύο αποφάσεις των ανωτέρω Δικαστηρίων, συμφωνήθηκε όπως μεταβληθεί ο μέχρι τότε τρόπος άσκησης δουλείας, οριζόταν ειδικότερα δε ότι η ίδια θα χρησιμοποιεί την διανοιγείσα στη βόρεια πλευρά του κτήματος Κ. δίοδο πλάτους 1,20 μ. στην συνέχεια θα κάμπτει δεξιά και θα διασχίζει όλη την ανατολική πλευρά του κτήματος πρώην Μ. μέχρι της συναντήσεως της με την βορειοανατολική γωνία του κτήματος της. Η διανοιγείσα δε στην πλευρά αυτή δίοδο θα είχε πλάτος 1,60 μ. Ρητά συμφωνήθηκε εξάλλου ότι η άνω αλλαγή θα είχε ισχύ εφόσον δεν παρακωλυθεί η ίδια (ενάγουσα) από τον ιδιοκτήτη του όμορου κτήματος της ανατολικής πλευράς του κτήματος της, οπότε θα ίσχυε η προαναφερόμενη αρχική κατεύθυνση. Δοθέντος ωστόσο ότι σύμφωνα με τα άρθρα 1121 και 1128 ΑΚ προκειμένου για την άνω μεταβολή της θέσης της δουλείας διόδου απαιτείτο σύμβαση με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, τα οποία δεν χώρησαν εν προκειμένω, ουδόλως επήλθε νόμιμα η μεταβολή της άνω συσταθείσας δουλείας. Από τον συνδυασμό όσων προεξετέθησαν προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που βρίσκονταν ανατολικά και βόρεια της άνω περιγραφείσας επιδίκου διόδου (και όχι οι ιδιοκτήτες των δυτικά κείμενων ιδιοκτησιών) συνέστησαν δουλεία οδού, η οποία περιλάμβανε και μέρος αυτής (επίδικης διόδου) και στην οποία δουλεία δεν είχε συμπεριληφθεί το δικαίωμα της ενάγουσας, για τον λόγο ότι αυτή, σύμφωνα με όσα ελέχθησαν ανωτέρω, εξυπηρετείτο από την προπεριγραφείσα γράνα. Περαιτέρω, με την με αριθμό 41/1998 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δικάζον ως Εφετείο επί σχετικής ασκηθείσης έφεσης κατά της με αριθμό 97/1997 απόφασης του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, το οποίο δίκασε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας και του Σ. και Μ. Λ., κατά της Ζ. Σ. και του δεύτερου των εναγομένων, με την οποία ζητούσαν αυτοί να αναγνωρισθούν προσωρινά οιονεί νομείς δικαιώματος δουλείας της άνω διόδου και η οποία (πρωτόδικη απόφαση) έκανε αρχικά δεκτή αυτή, έγινε δεκτό ότι "... δεν πιθανολογήθηκε ότι η ενάγουσα από έτους 1993 και εφεξής διερχόταν από την επίδικη δίοδο πεζή, με γεωργικά μηχανήματα και αυτοκίνητα με διάνοια δικαιούχου δικαιώματος οιονεί δουλείας διελεύσεως, αλλά όσες φορές πέρασε από εκεί πέρασε λάθρα εκμεταλλευόμενη την απουσία των καθ'ων στην Αθήνα ...". Με την απόφαση αυτή δε απερρίφθη η άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ως προς την ενάγουσα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ήτοι ότι η ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα οιονεί δουλείας στην άνω δίοδο και κατά συνέπεια ουδέποτε υπήρξε νομέας αυτής, επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των προσκομιζομένων από τους εναγόμενους ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κιάτου (με αριθμούς 162/2007, 163/2007, 69/2008 και 70/2008), στις οποίες άπαντες όσοι καταθέτουν τυγχάνουν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής του Κάτω Διμηνιού και οι περισσότεροι διαμένουν εκεί για αρκετά χρόνια. Ιδίως δε από την αξιολόγηση της με αριθμό 69/2008 ένορκης βεβαίωσης προκύπτει ότι οι ιδιοκτησίες Μ., Κ. και Α., οι οποίες εκτείνονται δυτικά της επιδίκου διόδου, ήταν πάντα περιφραγμένες, δεν είχε δε αφεθεί καμία εδαφική λωρίδα έξω από τα ακίνητα αυτά και ανατολικά από τις περιφράξεις αυτών και εξυπηρετούντο από δρομίσκο που έβγαινε δυτικά στην εκεί διερχόμενη οδό Ικάρου, επομένως όχι από την άνω δίοδο που συστάθηκε με την άνω πράξη σύστασης δουλείας. Τα όσα διαλαμβάνονται στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις ουδόλως κλονίζονται, από το περιεχόμενο των προσκομιζομένων από την ενάγουσα ενόρκων βεβαιώσεων, καθότι πέραν του ότι είναι πανομοιότυπες, όσοι καταθέτουν σε αυτές δεν τυγχάνουν κάτοικοι της περιοχής, άρα δεν μπορούν να έχουν ιδία αντίληψη όσων καταθέτουν, ουδόλως κάνουν λόγο περί της πηγής γνώσης τους και το μόνο το οποίο καταθέτουν είναι ότι τον μήνα Μάρτιο του έτους 2007 επισκέφθηκαν το κτήμα της ενάγουσας και διαπίστωσαν την κατασκευή ενός τοιχίου από σιδηροπασσάλους και ότι έχει γίνει κατάληψη από τους εναγόμενους όπως έμαθαν εκ των υστέρων. Ο ισχυρισμός εξάλλου της ενάγουσας σύμφωνα με τον οποίο το έτος 1989 αποφασίσθηκε από την Κοινότητα Κάτω Διμηνιού να διανοιχθεί δρόμος κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της και κατά μήκος των προς βορρά ακινήτων (του Θ. Κ., Μ Τ. και της Εθνικής Τράπεζας) για να έχουν επικοινωνία με την προς βορρά διερχόμενη ΠΕΟ Κορίνθου -Πατρών και ότι για τον σκοπό αυτό η ενάγουσα παραχώρησε από την ανατολική πλευρά της ιδιοκτησίας της εδαφική λωρίδα πλάτους 1,60 μ. και μήκους 56.60 μ. και μετέφερε από του χρόνου αυτού την υπάρχουσα από πολλών ετών κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της ιδιοκτησίας της περίφραξη εσώτερα κατά 1,60 μ. δεν κρίνεται βάσιμος γιατί, σύμφωνα και με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, η Κοινότητα δεν προχώρησε στην υλοποίηση του άνω έργου και έτσι δεν μεταβλήθηκαν οι περιφράξεις, γεγονός το οποίο εξάλλου έγινε δεκτό και με την άνω με αριθμό 41/1998 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Προς την κατεύθυνση αυτή. ήτοι της μη μεταβολής των ορίων της ιδιοκτησίας της ενάγουσας, συνηγορεί και το γεγονός ότι από την ανάγνωση του με αριθμό .../1991 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Ν. Ο., με το οποίο το έτος 1991 ο Κ.ς αγόρασε το ανατολικό μέρος του ακινήτου του από τους Σ. και Α. Μ., το οποίο εφάπτεται νότια με το βόρειο τμήμα του ακινήτου της ενάγουσας, προκύπτει ότι τα δύο ακίνητα το άνω έτος (1991 εφάπτονται μεταξύ τους σε πλευρά 16,10 τ. μ., ενώ από τα προσαγόμενα τόσο από τους εναγόμενους όσο και από την ενάγουσα τοπογραφικά διαγράμματα (ετών 2007 και 1994 αντίστοιχα) προκύπτει ότι το άνω βόρειο τμήμα της ιδιοκτησίας της ενάγουσας εκτείνετο σύμφωνα με έκαστο εξ αυτών σε μήκος και 16,61 μ. και 16,75 μ. αντίστοιχα (ήτοι σε κάθε περίπτωση άνω των 16 μέτρων), γεγονός που δεν θα έπρεπε να ισχύει αν είχε χωρήσει η άνω λαβούσα χώρα παραχώρηση προς την Κοινότητα από την ενάγουσα το έτος 1993, η οποία σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να μειώσει το βόρειο τμήμα της ιδιοκτησίας της κατά 1.60 μ. Σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν προέκυψε ότι η ενάγουσα ουδέποτε διήρχετο από την άνω επίδικη δίοδο ούτε εξάλλου άσκησε σε αυτή πράξεις νομής, τμήμα δε αυτής ήταν κλειστό με σιδερένια πόρτα και λουκέτο μέχρι το έτος 2000, πολλώ δε μάλλον δεν αποδείχθηκε ότι ήταν κυρία αυτής. Ακολούθως το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, δεχόμενο την έφεση των αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση (που είχε δεχτεί την ένδικη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί νομέας και επικουρικά κυρία της επίδικης εδαφικής λωρίδας και την απόδοση της σ' αυτή), και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, αφού δέχτηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν νομέας ούτε κυρία της επίδικης εδαφικής λωρίδας. Με την κρίση του αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974 και 987 Α.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και επομένως ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η αναιρεσείουσα ως ηττωμένη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-12-2010 αίτηση της Κ. Μ. για αναίρεση της 193/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου