Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Ποιοτική – ποσοτική αοριστία της αγωγής ιδρύει τον λόγο 559 αρ. 14. Η μη προσάρτηση στην αγωγή του επικαλουμένου τοπογραφικού δεν καθιστά αόριστη την διεκδικητική αγωγή αν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου. Διεκδικητική – ορισμένο αγωγής. Παράγωγος με κληρονομική διαδοχή και πρωτότυπος με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Πράξεις νομής. 559 αρ. 1 και 19. Πότε ιδρύονται οι αντίστοιχοι λόγοι. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 281 ΑΚ. Προϋποθέσεις νομίμου τ...ΑΠ 619 / 2014


Δικαστική διανομή. Το δικαίωμα για λύση της κοινωνίας ανήκει στους συγκυρίους μεταξύ των οποίων είναι και ο ψιλός κύριος. Ο επικαρπωτής προσεπικαλείται Προσεπίκληση του επικαρπωτή δεν απαιτείται αν ασκεί από κοινού την αγωγή διανομής. Ο περιορισμός της επικαρπίας στο λαχόν επέρχεται αυτοδίκαια από το νόμο και δεν χρειάζεται σχετική διάταξη του δικαστηρίου. Αίτημα της αγωγής διανομής είναι η λύση της κοινωνίας και αν θα γίνει αυτή αυτούσιας ή με πώληση δια πλειστηριασμού ανήκει στις εξουσίες του ...ΑΠ 106 / 2013

Απόφαση 619 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Ένσταση, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νομή.

Περίληψη:...

Ποιοτική – ποσοτική αοριστία της αγωγής ιδρύει τον λόγο 559 αρ. 14. Η μη προσάρτηση στην αγωγή του επικαλουμένου τοπογραφικού δεν καθιστά αόριστη την διεκδικητική αγωγή αν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου. Διεκδικητική – ορισμένο αγωγής. Παράγωγος με κληρονομική διαδοχή και πρωτότυπος με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Πράξεις νομής. 559 αρ. 1 και 19. Πότε ιδρύονται οι αντίστοιχοι λόγοι. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 281 ΑΚ. Προϋποθέσεις νομίμου της οικείας ενστάσεως. 559 αρ. 8 εδ. ιι. «Πράγματα» συνιστούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής. Ένσταση ιδίας κυριότητας κατά διεκδικητικής αγωγής.

Αριθμός 619/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. συζ. Ι. Υ., το γένος Α. Χ., 2) Δ. Υ. του Ι. και 3) Γ. Υ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στρίμπερη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Β. του Χ. και 2) Α. Β. του Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Χολέβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/12/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε η 2022/2011 απόφαση του. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/10/2011 αίτησή τους και τους από 17/10/2011 προσθέτους λόγους. 
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων. 
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή η αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμ. 2022/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω παραιτήσεως με την κρινόμενη αναίρεση της κατ' αυτής ασκηθείσας εφέσεως (αρθρ. 297, 299 και 553 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου αυτή υπόκειται σε αναίρεση, που στην προκειμένη περίπτωση παραδεκτά έχει ασκηθεί με την κατάθεση της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (αρθρ. 466 παρ.2 ΚΠολΔ).
Επειδή η ποιοτική (ποσοτική) αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στο οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παραλείπει να ελέγχει ακυρότητα του δικογράφου. Περαιτέρω για το ορισμένο αγωγής, αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου, απαιτείται από απόψεως ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς (αρθρ.216 παρ.1 ΚΠολΔ) ο καθορισμός κατά τρόπο λεπτομερή και σαφή της θέσεως στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων και της έκτασής του, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Το γεγονός ότι το μνημονευόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο εμφαίνεται το επίδικο ακίνητο δεν προσαρτήθηκε στην αγωγή, δεν την καθιστά αόριστη ως προς την περιγραφή του, αν από την όλη περιγραφή του ακινήτου στο δικόγραφο δεν γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη διότι α)με την αγωγή διεκδικούνται τα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα του επιδίκου ακινήτου, χωρίς να προσδιορίζεται ο ιδιοκτήτης του υπολοίπου 1/4 εξ αδιαιρέτου β)η περιγραφή του επιδίκου αναφέρεται στο από Αυγούστου 1964 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Λ. Σ., χωρίς τούτο να προσαρτάται στην αγωγή και γ)ο τίτλος κτήσεως της δικαιοπαρόχου των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων, ήτοι το υπ' αριθμ. .../1970 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, έχει μεταγραφεί σε διαφορετικό Υποθηκοφυλακείο από εκείνο της τοποθεσίας του επιδίκου ακινήτου και ειδικότερα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, αντί εκείνου των Αχαρνών και ότι λόγω της ακυρότητας της μεταγραφής αυτής δεν έχει χωρήσει μεταβίβαση της κυριότητας στους ενάγοντες - αναιρεσίβλητους με κληρονομική διαδοχή, αλλά ούτε και με τακτική χρησικτησία, ελλείψει νομίμου τίτλου. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέες και δή η πρώτη γιατί η αναφορά του ιδιοκτήτη του υπολοίπου 1/4 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου δεν ήταν στοιχείο του ορισμένου της αγωγής, αφού τούτο δεν ήταν αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, η οποία αφορούσε τα 3/4 και μόνο εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, ως προς τη δεύτερη γιατί η περιγραφή του ενδίκου ακινήτου στην αγωγή δεν περιοριζόταν στην αναφορά στο, πράγματι, μη προσαρτώμενο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα, αλλά όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της, ανέφερε και τα προσδιοριστικά στοιχεία του οικοπέδου μετά την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως του Καματερού Αττικής, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του και ως προς την τρίτη, γιατί αυτή αναφέρεται σε περιστατικά που δεν αφορούν το ορισμένο της αγωγής, για το οποίο αρκούσε η επίκληση των μεταβιβαστικών συμβάσεων του επιδίκου ακινήτου, αλλά είναι αντικείμενο της ουσιαστικής βασιμότητάς της. Ενόψει τούτων, δεν συνέτρεχε περίπτωση ακυρότητας του δικογράφου της αγωγής, λόγω αοριστίας και δεν έσφαλε η προσβαλλομένη απόφαση που την δέχθηκε ως ορισμένη, απορριπτομένου ως εκ τούτου του ερευνωμένου πρώτου λόγου του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως. Περαιτέρω απορριπτέος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, είναι και ο πέμπτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι εσφαλμένα απέρριψε, ως αόριστα, τα επί μέρους κονδύλια της επικουρικά υποβληθείσας από τους αναιρεσείοντες ενστάσεως επισχέσεως, για επωφελείς δαπάνες επί του επιδίκου και δη α) των 650 Ευρώ για την τοποθέτηση συρματοπλέγματος και β) των 2000 Ευρώ για την τοποθέτηση σιδερένιας πόρτας εισόδου, για το λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος διενεργείας των δαπανών αυτών, καθ' οσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει, ότι κατά την μη πληττομένη αναιρετικώς διάταξη της αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν ως κακής πίστεως νομείς και ως εκ τούτου ως μη δικαιούχοι επωφελών δαπανών, και συνεπώς στερούνται εννόμου συμφέροντος για την προβολή του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως.
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195 και 1198 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1199 του ίδιου κώδικα με την κατά το άρθρο 1193 μεταγραφή η κυριότητα του ακινήτου θεωρείται ότι περιήλθε στον κληρονόμο από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις, του νομέα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατά δε το άρθρο 1046 του ίδιου κώδικα, εκείνος που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Άσκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1846, 1045 ΑΚ και 262 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος, από τον εναγόμενο, ισχυρισμός, ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποτελεί ένσταση μεν αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο αποκτήσεως της κυριότητας, όπως είναι και η κληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται από τον τελευταίο, με βάση τα οποία απέκτησε την κυριότητα είναι μεταγενέστερα εκείνων της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, παραβιάζεται δε αυτός αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011), κατά δε τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) η οποία εκδόθηκε επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειόντων, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, το δικαστήριο, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγοντες από κληρονομιά της Μ. Σ. που απεβίωσε στις 05/12/1991, την οποία αποδέχθηκαν με τη με αρ. .../1992 πράξη αποδοχής ενώπιον της Συμβολαιογράφου Βόλου Μαρίας Αναγνώστου και μετέγραψαν νόμιμα, απέκτησαν κοινώς, αδιαιρέτως και κατ' ισομοιρίαν, αρχικώς κατά ψιλή κυριότητα και εν συνεχεία, μετά το θάνατο της επικαρπώτριας Ε. Β., που συνέβη το έτος 1997, τα 3/4 ιδανικά μερίδια ενός οικοπέδου. Το εν λόγω οικόπεδο (επίδικο) βρίσκεται στη θέση "Μαντριά Γκάτση" της περιφέρειας πρώην Κοινότητας και ήδη Δήμου Καματερού Αττικής (... Ο.Τ), επί της οδού ... αρ. 96, όπως εμφαίνεται με τον αριθμό (4) του υπό στοιχεία Μ τετραγώνου στο από Αυγούστου 1964 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Λ. Σ., που προσαρτάται στο υπ' αριθμ. .../1964 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, έχει έκταση 170 τ.μ. και συνορεύει αρκτικώς σε πλευρά (10) μ. με το υπ' αριθμ. (11) οικόπεδο, μεσημβρινώς σε πλευρά (10) μ. με ιδιωτικό δρόμο (ήδη οδό ...), ανατολικά σε πλευρά (17) μ. με το υπ' αριθμ. (5) οικόπεδο και δυτικά σε πλευρά (17) μ. με το υπ' αριθμ. (3) οικόπεδο. Στη δικαιοπάροχο των εναγόντων (Μ. χήρα Α. Σ.), το ως άνω ποσοστό του επιδίκου οικοπέδου (3/4) είχε περιέλθει δυνάμει του με αρ. .../1970 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, που μεταγράφηκε νόμιμα και συντάχθηκε "εις μερικήν εκτέλεσιν" του με αρ. .../1964 προσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, στο οποίο είχε συμφωνηθεί η πώληση του όλου, που εν τέλει επιτεύχθηκε μερικώς (κατά τα 3/4). Το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως κυριότητας των εναγόντων και σε αυτούς της απώτερης και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, σύμφωνα με την Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα, που προέβη στην εφαρμογή των τίτλων ιδιοκτησίας των. Από του έτους 1970 η αρχική δικαιοπάροχος και μέχρι του έτους 1991, οπότε κληρονομήθηκε από τους ενάγοντες, κατείχε συνεχώς και αδιαλείπτως το επίδικο, ενεργώντας επ' αυτού όλες τις εμφανείς υλικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση του, και, συγκεκριμένα το επισκέπτονταν, το αποψίλωνε από τα χόρτα και το περιέφραξε με πασσάλους και με συρματόπλεγμα μέσα στη δεκαετία του 1970. Από του έτους 1991 (χρόνο θανάτου της) οι ήδη ενάγοντες, οπότε παρέλαβαν τη νομή του ακινήτου, προέβαιναν στην άσκηση εμφανών πράξεων νομής το επισκέπτονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα και ενημερώνονταν από τους περίοικους για την ανάπτυξη της περιοχής. Επίσης οι ενάγοντες το συμπεριελάμβαναν στις φορολογικές τους δηλώσεις, όπως ενδεικτικά τούτο φαίνεται από τις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις των ετών 1995 και 1996. Το γεγονός και μόνον της απουσίας αυτών, λόγω της μόνιμης διαμονή τους στο Βόλο, δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι οι ενάγοντες είχαν αποξενωθεί του ακινήτου. Η πρώτη εναγομένη από του έτους 2000, επωφελούμενη της ως άνω διαμονής των εναγόντων μακρά, της Αττικής, έβγαλε το παλαιό συρματόπλεγμα και έβαλε καινούριους πασάλους με συρματόπλεγμα τοποθέτησε σιδερένια πόρτα και επίστρωσε τμήμα με γκρο-μπετόν, δήλωσε αυτό στο Δήμο Καματερού, ως ακίνητο που ανήκε στην κυριότητά της, κατέβαλε τα τέλη σύνδεσης του επιδίκου με το δημοτικό αγωγό ακαθάρτων υδάτων και το τέλος ακίνητης περιουσίας για τα έτη 1995 - 2000 με το με αρ. 3020/2000 διπλότυπο είσπραξης. Με τις ενέργειες αυτές και σε αυτό το χρονικό σημείο, η πρώτη εναγομένη έδειξε εμφανώς τις βλέψεις της να ιδιοποιηθεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο εξακολουθεί να νέμεται μέχρι και σήμερα. Ακολούθως δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2000 συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών Σοφίας Γεωργιάδη, που έχει νομίμως μεταγραφεί, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στα τέκνα της Δ. και Γ. Υ., δεύτερο και τρίτο των εναγομένων το 1/2 ιδανικό μερίδιο της ψιλής κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία. Περαιτέρω από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι στο επίδικο ακίνητο ασκούνταν εμφανείς υλικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση του με διάνοια κυρίου, προ του έτους 1965 από τον ανωτέρω δικαιοπάροχο (πατέρα) της πρώτης εναγομένης καθώς επίσης και από αυτήν από το έτος 1965 και εντεύθεν, διότι αποδείχθηκε ότι η τελευταία το νεμήθηκε από του έτους 2000 Προηγούμενες ενέργειες της πρώτης εναγομένης, όπως η στάθμευση του αυτοκινήτου της στο επίδικο, η εναπόθεση κάποιων παλεττών και αντικειμένων σε αυτό, περί των οποίων κατέθεσαν οι μάρτυρες αυτής, δεν είναι ικανές να αποδείξουν την θέληση της να εξουσιάσει το επίδικο ως κυρία. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αυτούς έγγραφα και δεν αναιρούνται από τις αόριστες ασαφείς και αμφιβόλου αξιοπιστίας καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων Ακολούθως η πρώτη εναγόμενη, δεν μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του επιδίκου οικοπέδου στους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων δυνάμει του προαναφερόμενου συμβολαίου διότι στις ανωτέρω μεταβιβάσεις έλειπε το βασικό στοιχείο κατ' άρθρο 1033 του ΑΚ, ήτοι η κυριότητα του μεταβιβάζοντος.
Συνεπώς οι ενάγοντες κατέστησαν αποκλειστικοί συγκύριοι του ως άνω επιδίκου ακινήτου, αφενός με παράγωγο τρόπο, αφετέρου με πρωτότυπο τρόπο λόγω έκτακτης χρησικτησίας εφόσον συμπληρώθηκε στο πρόσωπο τους και της δικαιοπαρόχου τους, ο χρόνος αυτής, οι δε εναγόμενοι, ουδέποτε απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επ' αυτού όπως αβασίμως ισχυρίζονται, εφόσον όπως προαναφέρθηκε δεν αποδείχθηκε φυσική εξουσίαση του επιδίκου εκ μέρους της πρώτης εξ αυτών, συνεχής και αδιάλειπτη επί εικοσαετία, με διάνοια κυρίου και εφόσον δε κατέστη κυρία του επιδίκου η πρώτη εξ αυτών, δεν μεταβίβασε την κυριότητα αυτού στους 2ο και 3ο των εναγομένων. Επομένως, απορριπτόμενων ως κατ' ουσίαν αβάσιμων αφενός της ένστασης ιδίας κυριότητας που πρόβαλαν οι εναγόμενοι και αφετέρου της ένστασης παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής - αφού κατάληψη του επιδίκου έλαβε χώρα μόλις το 2000 που πρόβαλαν άπαντες οι εναγόμενοι, θα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση κύρια αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Τέλος οι εναγόμενοι είναι κακής πίστεως, με την προεκτεθείσα έννοια, νομείς της επίδικης έκτασης. Ενόψει τούτων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα σκέψη, δεν έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως για τις επωφελείς δαπάνες κατασκευής των ανωτέρω έργων στις επίδικες εκτάσεις, και, κατά συνέπεια, αφού δεν έχουν αξίωση για τις δαπάνες αυτές, δεν έχουν και δικαίωμα επισχέσεως για τις εν λόγω δαπάνες". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή α) κατά την κύρια βάση της περί παραγώγου τρόπου κτήσεως, καθόσον με την αποδοχή κληρονομιάς που μεταγράφτηκε νόμιμα οι αναιρεσίβλητοι απέκτησαν παραγώγως την κυριότητα του επιδίκου, την οποία είχε αποκτήσει η εκ διαθήκης δικαιοπάροχός τους και με έκτακτη χρησικτησία και β) κατά την επικουρική από έκτακτη χρησικτησία βάση της, καθόσον από του χρόνου θανάτου της κληρονομουμένης το 1991 μέχρι το 2000, που οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι αποβλήθηκαν από το επίδικο από την πρώτη αναιρεσείουσα - εναγομένη, ασκούσαν σ' αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του, αναφερόμενες, πράξεις νομής, όπως και η διαθέτης δικαιοπάροχός τους που ασκούσε πράξεις νομής από το 1970 μέχρι το 1991 με αποτέλεσμα να καταστούν κύριοι με έκτακτη χρησικτησία, αφού ο χρόνος της χρησικτησίας με την προσμέτρηση και του χρόνου χρησικτησίας της δικαιοπαρόχου τους υπερβαίνει την εικοσαετία, ενώ γ)απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας της πρώτης αναιρεσείουσας - εναγομένης, η οποία ως μη έχουσα κυριότητα δεν μεταβίβασε στους λοιπούς εναγόμενους (παιδιά της) με γονική παροχή, δυνάμει του επικαλουμένου συμβολαίου την ψιλή κυριότητα του επιδίκου. Έτσι που έκρινε το δικαστήριο ως προς τις εν λόγω αγωγικές βάσεις δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί παραγώγου, από κληρονομική διαδοχή, κτήσεως κυριότητας και περί πρωτοτύπου, από έκτακτη χρησικτησία, διατάξεις του ΑΚ, ήτοι τις διατάξεις των άρθρων 1846, 1193, 1198, 1199, 1045, 1046, 1051 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού με σαφείς, πλήρεις (αν και συνοπτικές) και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, δέχθηκε τα προαναφερθέντα πραγματικά, που πληρούν το πραγματικό των προπαρατεθεισών διατάξεων. Εν όψει τούτων οι από τις διατάξεις των αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος του κυρίου δικογράφου και δεύτερος, πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε και υπό το πρόσχημα της επικλήσεως των ως άνω πλημμελειών που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ, πλήττεται στην πραγματικότητα η αναιρετική ανέλεγκτη εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας των αποδείξεων. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβάσεως των άρθρων 1035 και 1192 ΑΚ σχετικά με την ακυρότητα της μεταγραφής του .../1970 συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Ευαγγέλου Ζώγγου, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, καθόσον με αυτόν προσβάλλεται η επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει την κυριότητά της δικαιοπαρόχου των εναγόντων στον παράγωγο ως άνω τρόπο, πλήν όμως δεν τελεσφόρησε η προσβολή της επάλληλης αιτιολογίας της κτήσεως των εναγόντων με έκτακτη χρησικτησία, η οποία στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ομοίως η επικαλουμένη παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1041 και 1043 εδ.β ΑΚ, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει δεχθεί τη βάση περί τακτικής χρησικτησίας, πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, γιατί το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη βάση αυτή, της οποίας η εξέταση, ως επικουρικής, μετά την αποδοχή των δύο άλλων βάσεων παρείλκε, μη ιδρυομένων ως εκ τούτου, ούτε των ερευνωμένων αναιρετικών λόγων, των οποίων αντικείμενο ελέγχου είναι τα όσα εκτίθενται στην απόφαση και όχι εκείνα για τα οποία δεν εκφέρεται κρίση, ούτε εκείνων των διατάξεων των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Οι αιτιάσεις τέλος περί παραβιάσεως του άρθρου 1045 ΑΚ για το λόγο ότι αν και η απόφαση δέχεται πράξεις νομής για 19 χρόνια και δή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων από το 1970 μέχρι το 1980 και των ίδιων από το 1991 μέχρι το 2000, εν τούτοις δέχεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία είναι αβάσιμες, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης, αυτή αναφέρεται σε πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων από το 1970 μέχρι το 1991, ενώ μεταξύ των πράξεων που γίνεται δεκτό ότι αυτή διενήργησε σε όλο αυτό το διάστημα, ήταν και η περίφραξη του επιδίκου με πασσάλους και συρματόπλεγμα που έλαβε χώρα μέσα στη δεκαετία του 1970 και συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται η επικαλουμένη παραβίαση, συντρέχοντος σε κάθε περίπτωση του τεκμηρίου του άρθρου 1046 του ΑΚ, που από τις παραδοχές της απόφασης δεν προκύπτει, ότι ανατράπηκε.
Επειδή κατά το άρθρο 281 ΑΚ μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου αλλά και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, να καθιστά την άσκηση του δικαιώματος μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ήτοι κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.ΑΠ 5/2011). 
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.562 παρ.2 ΚΠολΔ), το δικαστήριο της ουσίας, σε σχέση με την καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, που οι αναιρεσείοντες είχαν υποβάλει δέχθηκε τα ακόλουθα: "Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμά τους, δεδομένου ότι επί σειρά ετών οι δικαιοπάροχοί τους και από το έτος 1965 η πρώτη εξ αυτών, κατέχουν και νέμονται το επίδικο ακίνητο, χωρίς ποτέ τόσο οι ενάγοντες, όσο και η δικαιοπάροχός τους να διαμαρτυρηθούν γι' αυτό και ότι μετά την παρέλευση τόσων ετών τους δημιουργήθηκε εύλογα η πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δεν θα ασκήσουν την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν είναι μη νόμιμος, δεδομένου ότι τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων, αφού η από τον δικαιούχο επί μακρό χρονικό διάστημα αδράνεια και μόνο, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του αξιουμένου επιδίκου δικαιώματος". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες περιστατικά δεν ήταν αρκετά για το νόμω βάσιμο της υποβαλλομένης ενστάσεως τους καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, μόνη η επίκληση αδράνειας του δικαιούχου, χωρίς την επίκληση της συνδρομής ειδικών περιστάσεων, προερχομένων από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου αλλά και του υποχρέου, δεν αρκούν για τη νομική της θεμελίωση. Ενόψει τούτων οι περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ δεύτερος του κυρίως δικογράφου και τρίτος πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" υπό την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003). Επομένως πράγματα με την έννοια αυτή αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής, κύρια και επικουρικές και τα για τη θεμελίωση αυτών και των διαφόρων αιτημάτων τους προτεινόμενα περιστατικά. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αριθμού 11γ του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 23/2008). 
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Μ. χα Α. Σ. δεν είχε μεταγράψει τον τίτλο ιδιοκτησίας της στο υποθηκοφυλακείο της τοποθεσίας του ακινήτου, αλλά σε άλλο υποθηκοφυλακείο. Ότι λόγω της άκυρης αυτής μεταγραφής, ήτοι της μεταγραφής του υπ' αριθμ..../1970 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών Ευαγγέλου Σβέγγου το οποίο ενώ έπρεπε να μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο Αχαρνών μετεγράφη στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών, η εν λόγω δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο και γιαυτό και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι της αναιρεσίβλητοι δεν απέκτησαν από αυτήν κυριότητα και συνακόλουθα ο μεταγραφείς τίτλος τους, ήτοι η υπ' αριθμ. .../1992 πράξη αποδοχής κληρονομίας δεν είχε τα στοιχεία του νόμιμου τίτλου ώστε να θεμελιώνει δικαίωμα για απόκτηση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Επίσης με τον ίδιο λόγο και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη την μεταξύ των διαδίκων εκδοθείσα υπ' αριθμ. 1335/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά την οποία η επίμαχη μεταγραφή έπρεπε να γίνει στο Υποθηκοφυλακείο Αχαρνών. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και κατά τις δύο αιτιάσεις του, γιατί βασίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε δεκτή η επικουρική από τακτική χρησικτησία βάση της αγωγής, η οποία όμως δεν εξετάστηκε, ενώ προσέτι η παράλειψη αυτή δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.8 εδ.β ΚΠολΔ, αφού η εξέτασή της εφόσον έγιναν δεκτές οι δύο άλλες βάσεις της αγωγής, από κληρονομική διαδοχή και έκτακτη χρησικτησία, παρείλκε. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες, με την επίκληση των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η προσβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις περί μεταγραφής διατάξεις των άρθρων 1192 αρ.1 και 1193 ΑΚ, αφού δέχθηκε ότι μεταγράφηκα νόμιμα τόσο ο αγοραπωλητήριος τίτλος κτήσεως της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, όσο η πράξη αποδοχής της επαχθείσας σ' αυτούς, από διαθήκη κληρονομιάς της δικαιοπαρόχου τους είναι απορριπτέες και μάλιστα όσον αφορά την μεταγραφή του αγοραπωλητηρίου τίτλου της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, γιατί όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αφορά σε ζήτημα που δεν άσκησε επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού έγινε επάλληλα δεκτό ότι η δικαιοπάροχος αυτή απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ενώ όσο αφορά την πράξη αποδοχή της κληρονομίας που είχε μεταγραφεί αρχικά στο αναρμόδιο υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τόμος ... αρ. 202) μεταγράφτηκε στη συνέχεια στις 17.11.2008 στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τόμος ... αρ. 282) πράγμα το οποίο ήταν περιεχόμενο του ιστορικού της αγωγής και συνακόλουθα η αναφορά της αποφάσεως στο νόμιμο της μεταγραφής ήταν νόμιμη και επαρκής και δεν παραβίαζε ευθέως ή εκ πλαγίου περί μεταγραφής διατάξεις και των συνεπειών που αυτές έχουν, δεδομένου ότι η μεταγενέστερη της 17.11.2008 μεταγραφή, κατά το άρθρο 1199 ΑΚ ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (τέταρτος πρόσθετος) καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι της, στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ. 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 12.10.2011 αίτηση και τους από 17.10.2011 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1022/2011 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2014. 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: