Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Κτήση κυριότητας κατά το β.ρ.δ. με χρησικτησία. Πότε κατά του δημοσίου (προϋποθέσεις χρησικτησίας επί δημοσίου κτήματος). Έννοια νομής και χρησικτησίας. Ένδικο μέσο αναιρέσεως. Πότε ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 8, 10, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. [Επικυρώνει ΕφΝαυπλ 62/2010]. ΑΠ 729 / 2014


Ποιοτική – ποσοτική αοριστία της αγωγής ιδρύει τον λόγο 559 αρ. 14. Η μη προσάρτηση στην αγωγή του επικαλουμένου τοπογραφικού δεν καθιστά αόριστη την διεκδικητική αγωγή αν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου. Διεκδικητική – ορισμένο αγωγής. Παράγωγος με κληρονομική διαδοχή και πρωτότυπος με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Πράξεις νομής. 559 αρ. 1 και 19. Πότε ιδρύονται οι αντίστοιχοι λόγοι. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 281 ΑΚ. Προϋποθέσεις νομίμου τ...ΑΠ 619 / 2014

Απόφαση 729 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Νομή, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας κατά το β.ρ.δ. με χρησικτησία. Πότε κατά του δημοσίου (προϋποθέσεις χρησικτησίας επί...
δημοσίου κτήματος). Έννοια νομής και χρησικτησίας. Ένδικο μέσο αναιρέσεως. Πότε ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 8, 10, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. [Επικυρώνει ΕφΝαυπλ 62/2010].


Αριθμός 729/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1)Γ. Μ. του Ν., 2)Σ. Μ. του Ν. και 3)Β. Μ. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γ. Μπότη.

Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ2 του Κ.Πολ.Δικ.
Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Δήμου Ξυλοκάστρου, που εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/3/1981 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ν. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 543/1981 μη οριστική, 397/2000 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 682/2003 μη οριστική και 62/2010 οριστική του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 30/6/2010 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1767/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει το καλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 4/3/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 και 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ένας από τους αναιρεσίβλήτους και ο αναιρεσίβλητος που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ.2923 και 2924/5-8-2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κορίνθου Γεωργίας Σούκαλη, τις οποίες το πρώτο αναιρεσίβλητο ελληνικό δημόσιο προσκομίζει και επικαλείται, το τελευταίο επέδωσε στον αιτούντα αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, αναιρεσιβλήτου.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Έτσι, κατά τις διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) και τις αντίστοιχες με αυτές διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 και 1045 ΑΚ, η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια επί μία τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή, με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 65 του ΕισΝΑΚ, από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ αρκεί η για μια εικοσαετία νομή με διάνοια κυρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, ν.2 παρ. 2, Πανδ. (41.4), ν. 5, Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (13.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), για το συνυπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας των προκτητόρων εκείνου που χρησιδεσπόζει στον ίδιο αυτού χρόνο, προς συμπλήρωση του πιο πάνω χρόνου που ήταν αναγκαίος για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη και τακτική χρησικτησία, απαιτούνταν νόμιμη αιτία, δηλαδή, ειδική ή καθολική διαδοχή. Κατά τη διάταξη, επίσης, του άρθρου 1051 του ΑΚ, εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνδυαζόμενη προς εκείνη του άρθρου 1045, καθώς και προς αυτές των άρθρων 249, 271, 974 και 976 ΑΚ, προκύπτει ότι στην έκτακτη χρησικτησία για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο στην ίδια αυτού νομή, προς συμπλήρωση του αξιούμενου γι' αυτή από το νόμο χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο επί του πράγματος δικαίωμα κυριότητας, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία (ειδική διαδοχή επί νομής), αναγνωριζόμενη από τον ΑΚ, χωρεί με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα (976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή, την οποία είχε ο μεταβιβάζων και παραδίδων (Ολ.ΑΠ 1593/1979). Άσκηση δε φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου, η οποία εμπίπτει στην έννοια της νομής κατά το άρθρο 974 ΑΚ και η οποία (φυσική εξουσίαση) επέρχεται όταν υπάρχουν οι πραγματικοί όροι, έτσι ώστε κατά τη συνηθισμένη και ομαλή πορεία των πραγμάτων, σύμφωνα και με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, το πράγμα να θεωρείται ότι τέθηκε στη διάθεση του αποκτώντος και να τελεί υπό την εξουσία του, συνιστούν όλες οι πράξεις οι προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και είναι δηλωτικές της εξουσίασής του απ' αυτόν. Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1, Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20, Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. Πανδ. (44-3), ν. 76 παρ. 1, Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3, Πανδ. (23.3) του Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", προκύπτει περαιτέρω ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δημόσια δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Και αυτό γιατί μετά την αμέσως πιο πάνω ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή η χρησικτησία στα δημόσια κτήματα, όπως, ειδικότερα, προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότησή του, και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που κυρώθηκε με τη με αριθμό 24/1926 Συντακτική Απόφαση, κατά την οποία τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των ακίνητων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμιά παραγραφή στο μέλλον, ενώ, εξάλλου, αυτή που άρχισε, δεν έχει καμιά συνέπεια, αν μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω διατάγματος δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των τριάντα ετών, κατά τους νόμους που ίσχυαν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος της αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Απ. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, σχετικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του ενάγοντος και ήδη δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων και την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Ζ. Μ. είχε αποκτήσει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του με παραχώρηση από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει των με αριθμούς 51990/3-1-1881, 52044/3-1-1881 και 245786/31-8-1918 παραχωρητηρίων αυτού, που μεταγράφηκαν νόμιμα (...), τέσσερις συνεχόμενους ξηρικούς αγρούς, εκτάσεως του πρώτου 2 στρεμμάτων, του δεύτερου 6 στρεμμάτων και του τρίτου και τέταρτου, που περιελήφθησαν αμφότεροι στο τρίτο παραχωρητήριο, 3 και 4 στρεμμάτων, αντιστοίχως, ενόλω δε (2+6+3+4=) 15 στρεμμάτων, που βρίσκονται στη θέση "Νησί" της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Καμαρίου του Δήμου Ξυλοκάστρου Κορινθίας (...). Την 22.4.1915 ο Ζ. Μ. με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Β. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα (...), πούλησε και μεταβίβασε στους υιούς του Γ. Μ. και Η. Μ. και κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, μεταξύ άλλων ακινήτων, και το υπ' αριθμόν 7 περιγραφόμενο στο παραπάνω συμβόλαιο, δηλαδή "έναν αγρό εκ 12 περίπου στρεμμάτων, κείμενον στη θέση "Νησί" και "οροθετούμενον με ομοίους Θ. Κουρή, δρόμον, κληρονόμων Καραβούλη και ακτήν θαλάσσης", τον οποίον είχε αποκτήσει "συνεπεία δηλώσεώς του ως εθνικό". Πρόκειται για τους παραπάνω δύο ξηρικούς αγρούς εκτάσεως 2 και 6 στρεμμάτων, ενόλω δε 8 στρεμμάτων, τους οποίους ο πωλητής κατά το χρόνο της πώλησης είχε αποκτήσει από το εναγόμενο με τα ... και ... παραχωρητήρια αυτού. Ενώ όμως στα τελευταία η έκταση που του παραχωρήθηκε ανέρχεται σε 8 μόνο στρέμματα, με το προαναφερόμενο μεταγενέστερο πωλητήριο συμβόλαιο πωλεί και μεταβιβάζει στους υιούς του αγρό 12 στρεμμάτων, δηλαδή έκταση κατά 4 στρέμματα μεγαλύτερη από εκείνη που του είχε παραχωρηθεί. Περαιτέρω από την ίδια αυτή αγροτική έκταση των 8 στρεμμάτων ο ίδιος ο Ζ. Μ. με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα, πούλησε και μεταβίβασε στον Γ. Α. ένα τμήμα εκτάσεως 1.680 τετ. μέτρων, ενώ οι υιοί του Γ. και Η. Μ. από την υπόλοιπη έκταση την οποίαν ο πατέρας τους τους μεταβίβασε με το προαναφερόμενο ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Δ. πούλησαν και μεταβίβασαν διαδοχικά με τα υπ' αριθμούς ... των Συμβολαιογράφων Τρικάλων Β. Δ., Κ. Δ., Β. Δ. και Β. Δ. που μεταγράφτηκαν νόμιμα στους Β. σύζυγο Α. Χ. το γένος Α., Ι. Κ., Ε. σύζυγο Π. Ρ. το γένος Α. και Γ. σύζυγο Σ. Κ.υ μερικότερα τμήματα εκτάσεως 1.350 τετ. μέτ, 1.000 τετ. μέτρων, 1.905 τετ. μέτ. και 1.000 τετ. μέτ. αντιστοίχως. Μετά τις διαδοχικές αυτές πωλήσεις, αρχικά εκ μέρους του Ζ. Μ. και ακολούθως εκ μέρους των ειδικών διαδόχων του, υιών του, Γεωργίου και Η. Μ., από την αρχική αγροτική έκταση των 8 στεμμάτων την οποίαν το εναγόμενο είχε παραχωρήσει στον πρώτο με τα δύο πρώτα, υπ' αριθμούς ..., παραχωρητήρια απέμεινε στους ειδικούς αυτούς διαδόχους του υιούς του Γ. και Η. Μ. αγροτική έκταση (8.000 - 1.680 - 1.350 - 1.000 - 1905 - 1.000 =) 1.065 τετ. μέτρων. Το έτος 1926 απεβίωσε ο Ζ. Μ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε κατά την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή από τα δύο πιο πάνω άρρενα τέκνα του, Γ. και Η. Μ.. Κατά το χρόνο του θανάτου του Ζ. Μ. στην κληρονομιά του ανήκαν και οι δύο ξηρικοί αγροί εκτάσεως 3 και 4 στρεμμάτων στη θέση "Νησί", τους οποίους το εναγόμενο του είχε παραχωρήσει με το μεταγενέστερο, τρίτο κατά σειράν, υπ' αριθμόν 245786/1918 παραχωρητήριο. Οι αγροί αυτοί, συνολικής εκτάσεως 7 στρεμμάτων, η οποία δεν είχε απομειωθεί με μεταγενέστερες πωλήσεις, περιήλθαν κατά την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή στους υιούς του αποβιώσαντος Γ. και Η. Μ. και κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους. Έτσι, οι τελευταίοι μετά τον θάνατο του πατέρα τους το έτος 1926 έγιναν κύριοι αγροτικής εκτάσεως 8 περίπου στρεμμάτων, με την προσθήκη στο κληρονομιαίο ακίνητο των επτά στρεμμάτων και του ενός στρέμματος που τους είχε απομείνει από την έκταση των 8 στρεμμάτων των δύο προγενέστερων ... και ... παραχωρητηρίων μετά τις προαναφερόμενες προς τρίτους διαδοχικές πωλήσεις τμημάτων αυτής πρώτα από τον πατέρα τους και ύστερα από τους ίδιους. Την 16.9.1936 οι Γ. και Η. Μ. με το υπ' αριθμόν ... διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, διένειμαν την κοινή αμφοτέρων ακίνητη περιουσία, στην οποίαν ανήκε και το αναφερόμενο υπ' αριθμόν 6 στο παραπάνω συμβόλαιο ακίνητο, ήτοι "αγρός 8 στρεμμάτων περίπου εις θέσιν Νησί οριζόμενος με δρόμον, ακτήν θαλάσσης, Σ. Σ. και κληρονόμους Θ. Κ.". Το παραπάνω ακίνητο είναι αυτό που περιήλθε στους συμβαλλομένους από τον πατέρα τους, κατά μεν τα επτά στρέμματα, από κληρονομία του, κατά δε το ένα στρέμμα από την προς αυτούς εκ μέρους του πώληση με το υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Β. Δ., στον δε πατέρα τους αμφότερα τα τμήματα αυτά είχαν περιέλθει το μεν πρώτο των 7 στρεμμάτων με το υπ' αριθμόν 245786/1918 παραχωρητήριο του εναγομένου, το δε δεύτερο του 1 στρέμματος ως τμήμα μείζονος εκτάσεως 8 στρεμμάτων με τα υπ' αριθμούς ... και ... παραχωρητήρια του εναγομένου, η οποία εν τω μεταξύ είχε απομειωθεί στο 1 στρέμμα με τις προαναφερόμενες προς τρίτους διαδοχικές πωλήσεις τμημάτων της. Οι Γ. και Η. Μ. διένειμαν τον παραπάνω ξηρικό αγρό των 8 στρεμμάτων έτσι ώστε το 1/4 αυτού προς το ανατολικό μέρος να το λάβει ο Γ.ς Μ., το ήμισυ του όλου συνεχομένως του ως άνω τμήματος να το λάβει ο Η. Μ. και το 1/4 προς το δυτικό μέρος αυτού να το λάβει ο Γ.ς Μ.. Έτσι από τον κοινό αγρό των οκτώ στρεμμάτων στη θέση "Νησί" ο Η. Μ. έλαβε 4 στρέμματα στο μέσον αυτού και ο Γ.ς Μ. ανά 2 στρέμματα ανατολικά και δυτικά. Με το πιο πάνω διανεμητήριο συμβόλαιο οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. διένειμαν την κοινή τους περιουσία, αποτελούμενη από δεκαεπτά συνολικά ακίνητα, "επισημοποιήσαντες", όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται σε αυτό, "την αγράφως μεταξύ των προ δωδεκαετίας γενομένην διανομήν".
Συνεπώς, εκτός από τα παραπάνω οκτώ στρέμματα στη θέση "Νησί" της πρώην Κοινότητας Καμαρίου δεν είχαν άλλη επιπλέον κοινή έκταση στην ίδια θέση, συνεχόμενη της πρώτης, που για κάποιο λόγο δεν την συμπεριέλαβαν στο πιο πάνω διανεμητήριο συμβόλαιο και την άφησαν εκτός αυτού, αφού η θέλησή τους ήταν να εκκαθαρίσουν δι' αυτού και "επισήμως", όπως οι ίδιοι αναγράφουν, τη μεταξύ τους σχέση κοινωνίας. Περαιτέρω ο Γ.ς Μ. 1) με το υπ' αριθμόν ... προικοσύμφωνο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), συνέστησε υπέρ της θυγατέρας του Χ.ς και ενόψει του γάμου της με τον Β. Χ. προίκα αποτελούμενη, εκτός από άλλα ακίνητα, και "από το 1/2 διαιρετώς και ορθίως προς ανατολάς ενός αγρού χερσώδους και αγόνου εκτάσεως τεσσάρων στρεμμάτων περίπου κειμένου εις θέσιν "Νησί" Καμαρίου και οριζομένου με Θ. Κ., Α. Μ., Η. Μ., θάλασσαν και Δημοσιαν Οδόν", και 2) με το αμέσως επόμενο υπ' αριθμόν 387/1.10.1956 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...) πούλησε και μεταβίβασε στον μέλλοντα γαμβρό του Β. Χ. "έναν αγρόν εκτάσεως δύο περίπου στρεμμάτων χερσώδη και άγovov κείμενον εις θέσιν "Νησί" περιφερείας κοινότητας Καμαρίου και οριζόμενον με προικώον Β. Χ., Θ. Κ., Α. Μ., Η. Μ., θάλασσαν και δρόμον. Με τα προαναφερόμενα δύο συμβόλαια ο Γ.ς Μ. διπλασιάζει τον αγρό των 2 στρεμμάτων που είχε αποκτήσει με το προαναφερόμενο διανεμητήριο συμβόλαιο προς το δυτικό μέρος του όλου ακινήτου των οκτώ στρεμμάτων που διένειμε με τον αδελφό του Η. Μ. και τον εμφανίζει ως έχοντα έκταση 4 στρεμμάτων και εξ αυτών τα δύο στρέμματα ανατολικώς τα συστήνει προίκα στη θυγατέρα του Χ., τα έτερα δύο δε δυτικώς τα πουλάει στον γαμβρό του Β. Χ.. Ο γάμος όμως της θυγατέρας του Χ.ς με τον Β. Χ. λύθηκε με διαζύγιο το έτος 1960 και ο προικολήπτης Β. Χ. δια μεν του υπ' αριθμόν ... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Κορίνθου Σπυρίδωνος Γαρούφη, που μεταγράφηκε νόμιμα, απέδωσε στην πρώην σύζυγο του Χ. θυγατέρα Γ. Μ. τον πιο πάνω προικώο αγρό των δύο στρεμμάτων, δια δε του υπ' αριθμόν ... πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, πούλησε και μεταβίβασε στους Θ. Γ. και Ν. Σ. τον έτερο αγρό των δύο στρεμμάτων, τον συνεχόμενο του προικώου, τον οποίον είχε αγοράσει από τον πατέρα της πρώην συζύγου του Γ. Μ. με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο. Μετά ταύτα ο ενάγων προβαίνει στις ακόλουθες αγορές. 1) Την 15.12.1962 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τους Θ. Γ. και Ν. Σ. τον παραπάνω αγρό των 2 στρεμμάτων που τους είχε πουλήσει ο Β. Χ., 2)Την 2.2.1963 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, από την Χ. θυγατέρα Γ. Γ. τον έτερο αγρό των 2 στρεμμάτων, τον προς ανατολάς συνεχόμενο εκείνου του πρώην συζύγου της Β. Χ., το οποίον ο πατέρας της είχε δώσει προίκα και με τη λύση του γάμου της απεδόθη, 3) Την 28.4.1963 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τους Ι. Α. Μ., Ν. Α. Μ., Β. Α. Μ., Δ. Α. Μ., Κ. θυγατέρα Α. Μ., Μ. θυγατέρα Α. Μ. και Α. θυγατέρα Α. Μ. "έναν αγρόν συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι κείμενον εις θέσιν "Ποτάμι της περιφερείας και κοινότητας Καμαρίου του τέως Δήμου Τρικάλων οριζόμενον γύρωθεν με ακτήν θαλάσσης, ποταμόν Φονίσσης, Ν. Μ. και Θ. Κ.". Στο συμβόλαιο αυτό οι πιο πάνω πωλητές δηλώνουν ότι "Το άνω ακίνητο κέκτηνται κατά τα 3/28 έκαστος εξ αδιαιρέτου παρά του κατά την 5.9.1960 αποβιώσαντος πατρός των Α. Ι. Μ., κατοίκου Καμαρίου και ως εξ αδιαθέτου και εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι τούτου και κατά το 1/28 έκαστος εξ αδιαιρέτου εκ κληρονομιάς της κατά την 30.12.1961 αποβιωσάσης μητρός των Ο. χήρας Α. Μ. κατοίκου ... ως εξ αδιαθέτου και εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι ταύτης", ουδέν όμως αναφέρουν σε αυτό σχετικά με τον τρόπο κατά το οποίον οι γονείς τους το είχαν αποκτήσει, ουδέν καν περί χρησικτησίας, παρόλο ότι αυτοί είχαν προσφάτως, κατά χρόνο της σύνταξης του συμβολαίου, αποβιώσει. Kαι 4)ο ενάγων την 20.11.1963 αγοράζει με το υπ' αριθμόν ... πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον Η. Μ. του Ζ. "έναν αγρό αμμώδη, συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι, κείμενον εις θέσιν "Ποτάμι Φονίσσης ή Νησί" της περιφερείας και Κοινότητας Καμαρίου του τέως Δήμου Τρικάλων οριζόμενον γύρωθεν με Γ. Μ., Ν.ν Μυλωνά, ακτήν θαλάσσης και δημόσιον δρόμον και τον οποίον κέκτηται εκ διανομής και δυνάμει του υπ' αριθμόν ... διανεμητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Πάνου Γιαννόπουλου, νομίμως μεταγραφέντος". Την 2.7.1969 απεβίωσε ο Γ.ς Μ. και με την υπ' αριθμόν ... δημόσια διαθήκη του που συντάχθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα και δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμόν 41/4.3.1970 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου άφησε στην ετέρα θυγατέρα του Μ. Μ., μεταξύ άλλων ακινήτων, και "έναν αγρό τεσσάρων περίπου στρεμμάτων εις θέσιν "Νησί Καμαρίου" οριζόμενον ανατολικώς με Κ. Γ. και κληρονόμων Σ. Σ., δυτικώς με Ν. Μ. (πρώην Η. Μ.), βορείως με ακτήν θαλάσσης και νοτίως με παλαιόν δρόμον Καμαρίου", τον οποίον η ως άνω κληρονόμος αποδέχθηκε, μαζί με την λοιπή κληρονομία του πατέρα της, με την υπ' αριθμόν ... πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου Γεωργίου Φελούκα, που μεταγράφηκε νόμιμα. Με την παραπάνω διαθήκη ο Γ.ς Μ. έκανε με το ανατολικό τμήμα των 2 στρεμμάτων που είχε λάβει με τη διανομή του έτους 1935 ό, τι έκανε και με το δυτικό, το οποίο έδωσε προίκα στην άλλη κόρη του Χ., διπλασίασε δηλαδή την έκτασή του από 2 σε 4 στρέμματα, ώστε η κόρη του Μ. να λάβει και αυτή 4 στρέμματα, όσα έλαβε και η Χ.. Το ενιαίο της μεθόδου που εφάρμοσε ο Γ.ς Μ. για να διπλασιάσει τα 4 στρέμματα που είχε αποκτήσει με τη διανομή του 1935 σε 8 προκύπτει από το ότι η πιο πάνω δημόσια διαθήκη προς την κόρη του Μ., αφενός, και τα προικοσύμφωνο και πωλητήριο συμβόλαια προς την άλλη κόρη του Χ. και τον γαμπρό του Β. Χ., αφετέρου, με τα οποία διπλασιάζονται οι παραπάνω εκτάσεις, συντάσσονται την ίδια χρονική περίοδο. Η επίδικη εδαφική έκταση αποτυπώνεται στο από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Μ., το οποίο επισυνάπτεται στην από 30.7.1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, υπό τα περιμετρικά αλφαβητικά στοιχεία Δ - ζ - η - θ-ι - Α - Β - σ - τ - υ - Γ - Δ και έχει έκταση 6.222 τετ. μέτ. Σύμφωνα με τον εν λόγω πραγματογνώμονα από την επίδικη έκταση: α)το προς δυσμάς τμήμα ι - Α - Β - σ - ι εκτάσεως 1.220 τετ. μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 3 στρεμμάτων από τους κληρονόμους του Α. Μ., β) το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα η - θ - ι - σ-τ - η εκτάσεως 2.000 τετ. μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντα των 2 στρεμμάτων από τους Θ. Γ. και Ν. Σ., γ)το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα ζ - η - τ - υ - ζ εκτάσεως 2.000 τετ.μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 2 στρεμμάτων από την Χ. θυγατέρα Γ. Μ. και δ)το ανατολικώς του προηγουμένου συνεχόμενο τμήμα Δ - ζ - υ - Γ -Δ εκτάσεως 1.002 τετ μέτρων εμπίπτει στο υπ' αριθμόν 6571/2003 συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος των 3 στρεμμάτων από τον Η. Μ.. Επίσης στο ίδιο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα ο "αμμώδης αγρός συνολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως είναι" τον οποίον ο ενάγων αγόρασε από τον Η. Μ. με το προαναφερόμενο υπ' αριθμόν 6571/1963 συμβόλαιο αποτυπώνεται υπό τα περιμετρικά στοιχεία α - β-γ - δ - Ε - Δ - ζ - υ - Γ - φ - χ -ψ - α, με πλευρικές διαστάσεις: χ - ψ - α = 129,3 μέτρα, ζ - υ = 124,50 μέτρα, χ -φ - Γ - υ = 53,5 μέτρα και α-β - γ-δ - ε - Δ - ζ = 65,2 μέτρα, από τις οποίες προκύπτει ότι τούτο υπερβαίνει σε έκταση κατά πολύ τα τρία στρέμματα που αναγράφονται στο παραπάνω συμβόλαιο και εγγίζει τα οκτώ στρέμματα. Έτσι ο παραπάνω πραγματογνώμονας αποφάνθηκε καταφατικά για το ζήτημα αν το επίδικο εμπίπτει ή όχι στα προαναφερόμενα 4 πωλητήρια συμβόλαια τα οποία ο ενάγων επικαλείται για να θεμελιώσει το αμφισβητούμενο δικαίωμα κυριότητας του στο επίδικο. Δεν αποφάνθηκε όμως και για το αν το επίδικο εμπίπτει ή όχι και στους τίτλους των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, άμεσους και απωτέρους, ώστε η πραγματογνωμοσύνη του να είναι τεκμηριωμένη, ενώ ουδεμία εξήγηση παρέσχε για το πώς o αμμώδης αγρός που ο ενάγων αγόρασε από τον Η. Μ., ενώ στο παραπάνω συμβόλαιο φέρεται να έχει εμβαδόν τρία μόνο στρέμματα, μετά την καταμέτρηση και την αποτύπωση του στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα βρέθηκε να έχει εμβαδόν που εγγίζει τα οκτώ στρέμματα. Τις ελλείψεις αυτές της πρωτοδίκως διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης κλήθηκε να συμπληρώσει ο διορισθείς με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονας τοπογράφος - μηχανικός Ε. Μ.. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, όπως προκύπτει από τη σχετική από 24.4.2005 έκθεση του, δεν προέβη σε επιτόπου εφαρμογή των τίτλων ούτε του ίδιου ενάγοντος, όπως τουλάχιστον έπραξε ο πρωτοδίκως διορισθείς συνάδελφος του, ούτε των δικαιοπαρόχων του, άμεσων και απώτερων μέχρι του Ζ. Μ., όπως του υπέδειξε η παραπάνω απόφαση, με την αιτιολογία ότι στους τίτλους αυτούς τα εμβαδά ορίζονται αόριστα με εκφράσεις του τύπου "περίπου ή όσον και αν είναι" και δεν -επισυνάπτονται τοπογραφικά διαγράμματα ή έστω σκαριφήματα ικανά να υποστηρίξουν την επιτόπου εφαρμογή τους, αλλά "θεώρησε την υπάρχουσα σήμερα κατάσταση και τα υπάρχοντα σήμερα εμβαδά σαν αληθή 'και αξιόπιστα", χρησιμοποίησε "τον ορθοφωτοχάρτη του Υπουργείου Γεωργίας της περιοχής Καμαρίου σε κλίμακα 1 : 5000, τοποθέτησε πάνω σε αυτόν τον χάρτη της αποτύπωσης του 1985 της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας", διαπίστωσε ότι οι δύο αυτοί χάρτες ταυτίζονται και ότι επομένως δεν μεταβλήθηκαν καθόλου οι ιδιοκτησίες των διαδίκων στα είκοσι χρόνια που διέρρευσαν από το 1985 μέχρι τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, "τοποθέτησε πάνω στους χάρτες αυτούς όλα τα συμβόλαια αγοραπωλησιών του ενάγοντος σύμφωνα με τα εμβαδά τους με μια ευρύτερη έκφραση ως προς αυτά" και απεφάνθη ότι "το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται πλήρως στους αναφερομένους στο σκεπτικό της προδικαστικής απόφασης τίτλους κυριότητας του ενάγοντος και δη τόσον τους δικούς του όσο και των δικαιοπαρόχων του άμεσων και απώτερων σύμφωνα με την περιγραφή τους". Ο παραπάνω πραγματογνώμονας παρεξέκλινε εντελώς από τις υποδείξεις της 682/2003 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δεν εφάρμοσε επί τόπου τους τίτλους του ενάγοντα και των δικαιοπαρόχων του, ακολούθησε μέθοδο της δικής του εμπνεύσεως και στηρίχθηκε σε στοιχεία που δεν είναι πρόσφορα για να επιλυθεί το ζήτημα το οποίο τέθηκε υπό την κρίση του (όπως, υπάρχουσα σήμερα κατάσταση και υπάρχοντα εμβαδά, κατάσταση του έτους 1985). Επομένως, το πιο πάνω, ευνοϊκό για τον ενάγοντα, πόρισμα στο οποίο κατέληξε είναι αυθαίρετο και όχι αποτέλεσμα λεπτολόγου και επιστημονικά τεκμηριωμένης εξέτασης και έρευνας του ζητήματος επί του οποίου κλήθηκε να αποφανθεί. Από την αλληλουχία και το περιεχόμενο των τίτλων που παρατίθενται παραπάνω προκύπτει ότι οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. μετά τη διανομή του έτους 1935 μόνο οκτώ στρέμματα στη θέση "Νησί" μπορούσαν εγκύρως να μεταβιβάσουν, από τέσσερα έκαστος, στους διαδόχους τους, ειδικούς και καθολικούς, από τις αρχικές εκτάσεις των τριών παραχωρητηρίων των ετών 1881 και 1918, διότι τόσα τους είχαν απομείνει κατά το χρόνο της διανομής, μετά τις πέντε διαδοχικές αγοραπωλησίες τμημάτων τους που προηγήθηκαν και αναφέρονται παραπάνω, και τόσα ακριβώς στρέμματα συμπεριέλαβαν ρητώς στη διανομή. Άλλη επιπλέον έκταση στην ίδια θέση αυτοί δεν είχαν, όπως εκτίθεται παραπάνω, διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα την συμπεριλάμβαναν και αυτήν στη διανομή. Αφαιρούμενης από τα οκτώ αυτά στρέμματα της ανατολικώς του όλου ακινήτου εκτάσεως των δύο στρεμμάτων την οποίαν ο Γ.ς Μ. άφησε στην κόρη του Μ. με τη δημόσια διαθήκη του 1957, εμφανίζοντας την ως έκταση τεσσάρων στρεμμάτων, απέμειναν έξι στρέμματα, τέσσερα του Η. Μ. στο μέσον και δύο του Γ. Μ. στο δυτικό μέρος του όλου ακινήτου. Τόσα δε ακριβώς στρέμματα, δηλαδή 4 και 2 και εν όλω 6, μπορούσε και ο ενάγων να αγοράσει εγκύρως από τον Η. και τον Γ. Μ. ή από τους ειδικούς διαδόχους τους. Ωστόσο ο ενάγων από μεν τους προαναφερόμενους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ., δηλαδή από την κόρη του Χ. και από τους Θ. Γ. και Ν. Σ. αγόρασε 4 στρέμματα, δηλαδή δύο παραπάνω από όσα πράγματι μπορούσαν αυτοί να του μεταβιβάσουν, διότι ο Γ.ς Μ., όταν πάντρεψε την κόρη του αυτή με τον Β. Χ., διπλασίασε την έκταση που τους έδωσε με τα προαναφερόμενα, προικώο και πωλητήριο, συμβόλαια, από δε τον Η. Μ. αγόρασε στην πραγματικότητα οκτώ στρέμματα, δηλαδή τέσσερα στρέμματα παραπάνω από όσα εκείνος μπορούσε εγκύρως να του μεταβιβάσει. Και ναι μεν στο σχετικό 6571/1963 συμβόλαιο ανεγράφη μικρότερη έκταση "τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης έκτασης είναι", το ότι όμως με αυτό πουλήθηκε στην πραγματικότητα μεγαλύτερη έκταση, εγγίζουσα τα οκτώ στρέμματα προκύπτει από την αποτύπωση του πωληθέντος στο συνημμένο στην από 30.7.1999 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Μ. από Ιουλίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα αυτού και τις αναγραφόμενες σε αυτό πλευρικές διαστάσεις του, όπως αυτές εκτίθενται παραπάνω, αλλά και από τη σύγκριση του τιμήματος των 70.000 δραχμών που ο ενάγων πλήρωσε για να το αγοράσει από τον Η. Μ. με εκείνο των 35.000 δραχμών που ο ίδιος πλήρωσε για να αγοράσει από τους κληρονόμους του Α. Μ. με το υπ' αριθμόν ... συμβόλαιο τον προς δυσμάς συνεχόμενο αμμώδη αγρό των τριών στρεμμάτων, διότι δεν είναι δυνατόν για το πρώτο ακίνητο, το οποίο γειτνιάζει με το δεύτερο, έχει την ίδια έκταση με αυτό και πωλείται την ίδια εποχή, να συμφωνείται και να καταβάλλεται διπλάσιο τίμημα από εκείνο που συμφωνείται και καταβάλλεται για το δεύτερο. Οκτώ, επομένως, στρέμματα στην πραγματικότητα ο Η. Μ. πούλησε και μεταβίβασε στον ενάγοντα με το παραπάνω συμβόλαιο και όχι τρία που αναγράφονται σε αυτό, από τα οκτώ όμως αυτά στρέμματα μόνο τα 4 μπορούσε εγκύρως να του μεταβιβάσει, διότι μόνο τόσα είχε από τη διανομή του 1935. Από τα παραπάνω έπεται ότι οι αδελφοί Γ. και Η. Μ. στον αγρό των οκτώ στρεμμάτων που ανάγεται στα τρία παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918 και στο διανεμητήριο του 1935 προσέθεσαν και άλλα οκτώ στρέμματα, επεκτεινόμενοι ανατολικά του παραπάνω αγρού ο οποίος πράγματι τους ανήκε και καταλαμβάνοντας παράνομα ακίνητο το οποίο ανήκε στο εναγόμενο και από τα 16 συνολικά στρέμματα τα 4 προς το ανατολικό μέρος του όλου ακινήτου τα έλαβε η θυγατέρα του Γ. Μ. Μ. από κληρονομία του με την προαναφερόμενη δημόσια διαθήκη του 1957 και τα υπόλοιπα 12 τα αγόρασε ο ενάγων, 8 από τον Η. Μ. και 4 από τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ., οι οποίοι όμως μόνο τα μισά, δηλαδή έξι, μπορούσαν εγκύρως να του μεταβιβάσουν. Τα έξι δε στρέμματα τα οποία ο ενάγων εγκύρως αγόρασε από τον Η. Μ. και τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ. με τα προαναφερόμενα πωλητήρια συμβόλαια κείνται ανατολικότερα της επίδικης έκτασης των 6.222 τετ. μέτρων, διότι η τελευταία δεν εμπίπτει στους τίτλους τους, δηλαδή στο προαναφερόμενο διανεμητήριο συμβόλαιο και στα παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918, αλλά αποτελεί προϊόν αυθαίρετης και παράνομης εκ μέρους των επέκτασης προς δυσμάς και κατάληψης ξένου κτήματος ανήκοντος στο εναγόμενο. Περαιτέρω η επίδικη εδαφική έκταση γειτνιάζει προς δυσμάς με τον χείμαρρο "Φόνισσα", ο οποίος αποτελεί το φυσικό διαχωριστικό όριο μεταξύ των πρώην κοινοτήτων και ήδη δημοτικών διαμερισμάτων Καμαρίου και Λουτρού. Παλαιότερα η κοίτη του χειμάρρου αυτού είχε εύρος 150 μέτρων, με την πάροδο του χρόνου όμως αυτή συρρικνώθηκε σε 30 μέτρα και περιορίστηκε προς τα δυτικά, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν προς τα ανατολικά αντίστοιχες εκτάσεις τις οποίες κατελάμβανε η παλαιά κοίτη. Βεβαίως το επίδικο δεν αποδεικνύεται ότι αποτελεί τμήμα της εγκαταλειφθείσης παλαιάς κοίτης του Χειμάρρου "Φόνιοσα", αποδεικνύεται όμως ότι παλαιότερα βρισκόταν εγγύτερον προς την κοίτη και, όταν σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, ο χείμαρρος υπερχείλιζε, κατακλυζόταν από τα όμβρια ύδατα. Έτσι το έδαφος του ήταν αμμώδες, άγονο και απρόσφορο για οποιαδήποτε καλλιέργεια, ως τέτοιο δε περιγράφεται σε όλους τους τίτλους που ο ενάγων επικαλείται. Γι' αυτό, άλλωστε, το εναγόμενο δεν το συμπεριέλαβε ούτε στα προαναφερόμενα προς τον απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος Ζ. Μ. παραχωρητήρια ούτε σε κάποιο άλλο προς τρίτους. Αντιθέτως αποδεικνύεται ότι ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό είχαν οι κάτοικοι της κοινότητας Καμαρίου και ιδίως οι νέοι για αθλοπαιδιές και αναψυχή. Ουδείς επομένως άσκησε ποτέ στο επίδικο νομή διανοία κυρίου και μάλιστα συνεχώς επί τριάντα έτη πριν από το 1915 ώστε να αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας πάνω σε αυτό και να μπορεί να το αντιτάξει κατά του εναγομένου, όπως ο νόμος απαιτεί. Νομή το πρώτον στο επίδικο άσκησε ο ενάγων μετά την αγορά του το έτος 1963 με τα παραπάνω πωλητήρια συμβόλαια, όταν αυτό απέκτησε οικοπεδική αξία, από την οποία όμως νομή αποβλήθηκε το έτος 1976 με το από 5.8.1976 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Οικονομικού Εφόρου Ξυλοκάστρου, που επικυρώθηκε, ως προς την επίδικη έκταση, με την υπ' αριθμόν 154/1978 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Ακολούθως το εναγόμενο με την υπ' αριθμόν 167/29.1.1989 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου παραχώρησε στον προσθέτως παρεμβαίνοντα Δήμο Ξυλοκάστρου τη χρήση του επιδίκου για αόριστο χρόνο προς το σκοπό της δημιουργίας και λειτουργίας σε αυτό χώρων παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, ήδη δε ο τελευταίος έχει κατασκευάσει σε τμήμα του γήπεδα μπάσκετ και βόλλευ". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι ο αρχικός ενάγων Ν.ς Μ., στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν λόγω κληρονομικής διαδοχής οι ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι νόμιμα συνεχίζουν τη δίκη, ούτε κατά παράγωγο τρόπο ούτε πρωτοτύπως, με έκτακτη χρησικτησία, συμπληρωθείσα από τους ως άνω απώτερους δικαιοπαρόχους του μέχρι 12-9-1915, έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, το οποίο αντίθετα ανήκει κατά κυριότητα στο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν τούτου δέχτηκε την ασκηθείσα από το εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, και απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53), ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16), ν.2 παρ. 2, Πανδ. (41.4), ν. 5, Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (13.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) και ν. 6 παρ. Πανδ. (44-3), του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ και ιδίως των άρθρων 51 Εισ.Ν.Α.Κ. και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", που αναφέρονται στο αναιρετήριο, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι διέλαβε σ' αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα ότι οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των ήδη αναιρεσειόντων δεν άσκησαν πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη στο επίδικο ακίνητο τουλάχιστον για μια τριακονταετία πριν από τις 11-9-1915 και δεν απέκτησαν έτσι κυριότητα σ' αυτό, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στο πρώτο αναιρεσίβλητο. Ειδικότερα το Εφετείο δέχτηκε ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων αγόρασε εγκύρως από τον Η. Μ. και τους ειδικούς διαδόχους του Γ. Μ. μόνο έξι (6) στρέμματα, τα οποία κείνται ανατολικότερα της επίδικης έκτασης, η οποία δεν εμπίπτει στους τίτλους τους, δηλαδή στα ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο του 1935 και παραχωρητήρια των ετών 1881 και 1918, αλλά αποτελεί προϊόν αυθαίρετης και παράνομης εκ μέρους τους επέκτασης προς δυσμάς και κατάληψης ξένου κτήματος που ανήκει στο αναιρεσίβλητο, ότι κανένας από τους απώτερους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων άσκησε ποτέ στο επίδικο νομή διανοία κυρίου και μάλιστα συνεχώς επί τριάντα έτη πριν από το 1915/και ότι το πρώτον άσκησε νομή στο επίδικο ο άμεσος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων Ν.ς Μ. το έτος 1963, από την οποία όμως νομή αποβλήθηκε το έτος 1976 με πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Επομένως, οι τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και πρώτος, από τους αριθμούς 1 και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.


ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387, 388 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επανάληψη ή συμπλήρωση της γενομένης, από τους αυτούς ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Η δε εσφαλμένη κρίση των πραγματογνωμόνων ή η μη λήψη υπόψη από αυτούς κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων δεν καθιστά άκυρη την έκθεσή τους, αφού στο δικαστήριο εναπόκειται να αποδώσει σε αυτή την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα.
Συνεπώς είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, στην πραγματικότητα πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν διέταξε την διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, αφού δέχτηκε ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η από 24-4-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ε. Μ., που διατάχθηκε με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, και κατά το οποίο το επίδικο περιλαμβάνεται στους αναφερόμενους τίτλους κυριότητας των απωτέρων και άμεσων δικαιοπαρόχων τους, είναι αυθαίρετο και όχι αποτέλεσμα λεπτολόγου και επιστημονικά τεκμηριωμένης εξέτασης και έρευνας του ζητήματος.
IV. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος της παραμόρφωσης εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον αμέσως πιο πάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 338 και 432 ΚΠολΔ ως αποδεικτικά μέσα, κατά συνέπεια δε δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια μεταξύ των άλλων και η έγγραφη γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα επί ζητήματος για το οποίο διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα, διακρινόμενο των εγγράφων. Ο τρίτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εκτιμάται, η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (και όχι από τον αριθμό 11 του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται στο αναιρετήριο), ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ'αριθμ. 8/2005 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ε. Μ. τοπογράφου μηχανικού της Πολεοδομίας, που διατάχθηκε με την 682/2003 μη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με το να δεχτεί ότι ο πραγματογνώμονας δεν εφάρμοσε επί τόπου τους τίτλους του ενάγοντος και δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, με την αιτιολογία ότι στους τίτλους δεν επισυνάπτονται τοπογραφικά διαγράμματα ή σκαριφήματα για να υποστηρίξουν την επί τόπου εφαρμογή, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος του, αλλά και τελευταίον, λόγο αναιρέσεως προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό τους ότι τόσο οι απώτεροι όσο και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι τους έγιναν κύριοι του επίδικου ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, πρόκυπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και τον απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος.
VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερομένη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 30-6-2010 αίτηση των Γ. Μ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ' αριθμ.62/2010 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου. Και 

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Μαρτίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 2η Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: