Φορολογία επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης. Ως μισθώματα επί του ύψους των οποίων υπολογίζεται το εκπεστέο ποσοστό έως 2% για..
την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων των επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης λαμβάνονται τα μη εισπραχθέντα στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους δεδουλευμένα μισθώματα (ληξιπρόθεσμα ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και όχι το σύνολο των μισθωμάτων που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές, διότι, στην τελευταία περίπτωση, κατά τη διαδοχή των χρήσεων τα ίδια ποσά θα εκπίπτονται περισσότερες από μία φορές, ανάλογα με τη διάρκεια της οικείας συμβάσεως.Διατάξεις:
Νόμοι: 1665/1986 άρθ. 6
Αριθμός 851/2005
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2003, με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Δ. Κωστόπουλος, Ε. Γαλανού, Ν. Σκλίας, Α. Συγγούνα, Σύμβουλοι, Ι. Γράβαρης, Ι. Σύμπλης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 17 Νοεμβρίου 2000 αίτηση:
του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Α. Τ., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΛΗΖΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΩΝ ΜΙΣΘΩΣΕΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (ΧΧΧ), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Γεωργ. Τσαρούχα (Α.Μ. 718), και 2) Θεοδ. Κοζύρη (Α.Μ. 1873), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1109/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κωστόπουλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξουσίους της αναιρεσίβλητης εταιρείας, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ’ αριθ. 1109/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία αφορά φορολογία εισοδήματος οικονομικού έτους 1994.
2. Επειδή, στην παρ. 8 του άρθρ. 6 του ν. 1665/1986 «Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης» (Α΄194) ορίζονται τα εξής: «Για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των εταιρειών αυτού του νόμου επιτρέπεται να ενεργείται για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεών τους έκπτωση έως 2% του ύψους των μισθωμάτων (ληξιπροθέσμων ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης τα οποία δεν είχαν εισπραχθεί στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η έκπτωση αυτή φέρεται σε ειδικό αποθεματικό πρόβλεψης». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως μισθώματα επί του ύψους των οποίων υπολογίζεται το εκπεστέο ποσοστό έως 2% για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων των επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης λαμβάνονται τα μη εισπραχθέντα στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους δεδουλευμένα μισθώματα (ληξιπρόθεσμα ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και όχι το σύνολο των μισθωμάτων που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές, διότι, στην τελευταία περίπτωση, κατά τη διαδοχή των χρήσεων τα ίδια ποσά θα εκπίπτονται περισσότερες από μία φορές, ανάλογα με τη διάρκεια της οικείας συμβάσεως. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου του Τμήματος Φ. Σ. και της συμβούλου Ε. Γαλανού, με την οποία συντάχθηκε ο πάρεδρος Ι. Σύμπλης, εφόσον η παρατεθείσα διάταξη δεν διακρίνει, ως βάση υπολογισμού της εκπτώσεως πρέπει να λαμβάνεται το σύνολο των μισθωμάτων, τα οποία δεν έχουν εισπραχθεί στις 31 Δεκεμβρίου.
3. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της αναιρεσίβλητης εταιρείας η φορολογική αρχή αναμόρφωσε τα κέρδη που προέκυπταν από τα βιβλία της με την προσθήκη λογιστικών διαφορών, μεταξύ των οποίων και κονδύλιο 85.031.004 δρχ. που αφορά προβλέψεις για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων βάσει της ανωτέρω διατάξεως. Ειδικότερα, το ποσό αυτό, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της έκπτωσης που διενήργησε η αναιρεσίβλητη εκ δρχ. 100.000.000 και εκείνης την οποία, κατά την άποψη της φορολογικής αρχής, δικαιούταν να διενεργήσει εκ δρχ. 14.968.006, δεν αναγνωρίσθηκε προς έκπτωση από τη φορολογική αρχή με την αιτιολογία ότι στη βάση υπολογισμού της ένδικης εκπτώσεως πρέπει να περιλαμβάνεται το σύνολο των οφειλομένων για κάθε χρήση μισθωμάτων, δηλαδή τα υπόλοιπα της 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους α) του λογαριασμού «πελάται», όπου περιλαμβάνεται το ποσό των μισθωμάτων που έχει τιμολογηθεί και δεν έχει εισπραχθεί και β) του λογαριασμού «έσοδα χρήσεως εισπρακτέα», όπου περιλαμβάνεται το δεδουλευμένο τμήμα των μισθωμάτων που δεν είναι απαιτητά στη χρήση αυτή, ενώ η αναιρεσίβλητη εξέπεσε από τα ακαθάριστα έσοδά της το ποσό που προέκυπτε από την εφαρμογή του ποσοστού 2% επί των υφισταμένων αλλά και των μελλοντικών απαιτήσεών της, δοθέντος ότι περιέλαβε όλα τα άληκτα μισθώματα κάθε σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης που επρόκειτο να καταστούν απαιτητά και να τιμολογηθούν στο διάστημα μέχρι τη λήξη της διάρκειας της κάθε σύμβασης. Έκρινε δε το διοικητικό εφετείο ότι η ένδικη έκπτωση υπολογίζεται στο σύνολο των ληξιπροθέσμων ή μη μισθωμάτων από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που δεν έχουν εισπραχθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους και όχι μόνο το σύνολο των δεδουλευμένων σε κάθε χρήση, με τη σκέψη δε αυτή εξαφάνισε, κατ΄αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσιβλήτου, την τα αντίθετα δεχθείσα πρωτόδικη απόφαση και μεταρρύθμισε το οικείο φύλλο ελέγχου. Σύμφωνα όμως με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, κρίνοντας ως ανωτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνηση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα, νόμιμη κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1109/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό. Και
Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη εταιρεία επτακόσια εξήντα (760) ευρώ ως δικαστική δαπάνη του Δημοσίου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2003 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2005.
Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος Η Γραμματέας του Β' Τμήματος
Φ. Στεργιόπουλος Μ. Μπερδεμπέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου