- Απαραίτητο περιεχόμενο έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου. Ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης.
- Απαραίτητο περιεχόμενο έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου. Ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης. Διάκριση μεταξύ της ανακοπής του ΚΠολΔ 954 παρ. 4 και της ανακοπής του ΚΠολΔ 933 και πότε ασκείται η δεύτερη σε περίπτωση ελλείψεων της έκθεσης. Καταχρηστικότητα και προϋποθέσεις ακυρώσεως της κατασχετήριας έκθεσης.
- Σύμφωνα με τα άρθρα 954, παρ. 2, 992, και 993 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η έκθεση κατάσχεσης ακινήτου πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, α') ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα, β’) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού και γ') μνεία της εκτιμήσεως του κατασχεθέντος που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης επιφέρει ακυρότητα, 1) εάν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 3) εάν για την παράβαση αυτήν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση και 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, η κατά τα παραπάνω ατελής περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου ή η λανθασμένη αναγραφή του τόπου του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα μόνον εάν προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα αυτή διάδικο, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθόσον η ως άνω παράβαση δεν έχει ταχθεί με την ποινή ακυρότητας στις παραπάνω διατάξεις, ούτε επιτρέπεται γι' αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση (βλ. ΑΠ 314/2000 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το νόμο 2298/1995), «ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθού η εκτέλεση ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση...», ενώ περαιτέρω ορίζεται ότι «αν η ανακοπή γίνει δεκτή... η απόφαση κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2 του ΚΠολΔ». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, από την οποία γίνεται παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ μόνον για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής, συνάγεται ότι δεν πρόκειται για την ανακοπή του άρθρου 933. Συνεπώς, πλημμέλειες αναγόμενες στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου με τα συστατικά και τα παραρτήματα αυτού ή του τόπου πλειστηριασμού, όπως και κάθε έλλειψης της έκθεσης κατάσχεσης, δικαιολογούν την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία είναι ιδιώνυμη ανακοπή, που προσομοιάζει με αίτηση για τη λήψη ρυθμιστικού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν προσβάλλεται το κύρος της κατάσχεσης. Έτσι, ο οφειλέτης δεν έχει, παράλληλα με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, δυνατότητα να ασκήσει και την ανακοπή του άρθρου 933, επιδιώκοντας την ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης λόγω των προαναφερθεισών πλημμελειών, διότι ο νομοθέτης, διευρύνοντας το αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 με την προσθήκη ως λόγων διόρθωσης όχι μόνον της ατελούς περιγραφής, αλλά και κάθε είδους άλλη ατέλειας ή παράλειψης της κατασχετήριας έκθεσης, σκόπευε για λόγους επιτάχυνσης της εκτελεστικής διαδικασίας στο στάδιο της κατάσχεσης, να καταργήσει μερικώς το δυνατό περιεχόμενο των λόγων της κατά το άρθρο 933 ανακοπής: εκείνων ακριβώς που αναφέρονται στο άρθρο 954 παρ. 4 (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, Ειδ. Μέρος, 2001, σελ. 210 παρ. 69, Νικολόπουλο, σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 954 αριθ. 2-3) και να περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ με παράλληλη επίκληση ακυρότητας λόγω πρόσκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης (άρθρ. 159 παρ.3 ΚΠολΔ), μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προτείνονται ελλείψεις της έκθεσης κατάσχεσης ιδιαίτερα σοβαρές (όπως λ.χ. έλλειψη σύμπραξης ή υπογραφής της έκθεσης από τον κατά νόμο απαιτούμενο μάρτυρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 3), που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δικονομική βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή στην περίπτωση θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση αυτών από το δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως της από το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. Νικολόπουλο ό.π., σχετ. ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από τον δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατασχέσεως, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς από το δικαστήριο.
Διατάξεις:
ΚΠολΔ: 116, 159, 933, 954, 992, 993
ΚΥΡΙΑΚΗ(Απόσπασμα)
Αριθμός 48223/2007
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(…) Σύμφωνα με τα άρθρα 954, παρ. 2, 992, και 993 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η έκθεση κατάσχεσης ακινήτου πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, α') ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα, β’) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού και γ') μνεία της εκτιμήσεως του κατασχεθέντος που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης επιφέρει ακυρότητα, 1) εάν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 3) εάν για την παράβαση αυτήν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφιση και 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, η κατά τα παραπάνω ατελής περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου ή η λανθασμένη αναγραφή του τόπου του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα μόνον εάν προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα αυτή διάδικο, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθόσον η ως άνω παράβαση δεν έχει ταχθεί με την ποινή ακυρότητας στις παραπάνω διατάξεις, ούτε επιτρέπεται γι' αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση (βλ. ΑΠ 314/2000 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το νόμο 2298/1995), «ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθού η εκτέλεση ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση...», ενώ περαιτέρω ορίζεται ότι «αν η ανακοπή γίνει δεκτή... η απόφαση κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2 του ΚΠολΔ». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, από την οποία γίνεται παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ μόνον για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής, συνάγεται ότι δεν πρόκειται για την ανακοπή του άρθρου 933. Συνεπώς, πλημμέλειες αναγόμενες στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου με τα συστατικά και τα παραρτήματα αυτού ή του τόπου πλειστηριασμού, όπως και κάθε έλλειψης της έκθεσης κατάσχεσης, δικαιολογούν την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία είναι ιδιώνυμη ανακοπή, που προσομοιάζει με αίτηση για τη λήψη ρυθμιστικού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν προσβάλλεται το κύρος της κατάσχεσης. Έτσι, ο οφειλέτης δεν έχει, παράλληλα με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, δυνατότητα να ασκήσει και την ανακοπή του άρθρου 933, επιδιώκοντας την ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης λόγω των προαναφερθεισών πλημμελειών, διότι ο νομοθέτης, διευρύνοντας το αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 με την προσθήκη ως λόγων διόρθωσης όχι μόνον της ατελούς περιγραφής, αλλά και κάθε είδους άλλη ατέλειας ή παράλειψης της κατασχετήριας έκθεσης, σκόπευε για λόγους επιτάχυνσης της εκτελεστικής διαδικασίας στο στάδιο της κατάσχεσης, να καταργήσει μερικώς το δυνατό περιεχόμενο των λόγων της κατά το άρθρο 933 ανακοπής: εκείνων ακριβώς που αναφέρονται στο άρθρο 954 παρ. 4 (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, Ειδ. Μέρος, 2001, σελ. 210 παρ. 69, Νικολόπουλο, σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 954 αριθ. 2-3) και να περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ με παράλληλη επίκληση ακυρότητας λόγω πρόσκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης (άρθρ. 159 παρ.3 ΚΠολΔ), μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προτείνονται ελλείψεις της έκθεσης κατάσχεσης ιδιαίτερα σοβαρές (όπως λ.χ. έλλειψη σύμπραξης ή υπογραφής της έκθεσης από τον κατά νόμο απαιτούμενο μάρτυρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 3), που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δικονομική βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή στην περίπτωση θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση αυτών από το δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως της από το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. Νικολόπουλο ό.π., σχετ. ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από τον δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατασχέσεως, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς από το δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων, επικαλούμενος δικονομική και περιουσιακή βλάβη, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης, αποδίδοντας σε αυτήν διάφορες πλημμέλειες ως προς την περιγραφή της κατασχεθείσας ακίνητης περιουσίας του και των συστατικών και παραρτημάτων της που κατασχέθηκαν, καθώς και την παράλειψη αναγραφής της αντικειμενικής αξίας. Ειδικότερα, διότι ο δικαστικός επιμελητής προέβη στην κατάσχεση ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου (συγ)κυριότητας του ανακόπτοντος επί τριών αγροτεμαχίων (των με αριθμό 64, 66 και 67), στο ένα από τα οποία (στο 64) υπάρχει βιομηχανική κατασκευή εμβαδού 1.000 τ.μ., αποτελούμενη από χώρους γραφείων, αποθήκη και βοηθητικούς χώρους, καθώς και χώρος συνεργείου εμβαδού 200 τ.μ., κρίνοντας εσφαλμένα ότι τα ως άνω αυτοτελή αγροτεμάχια αποτελούν ενιαίο οικονομικό σύνολο και ότι σε όλα αυτά είναι εγκατεστημένη η εν λόγω βιομηχανική κατασκευή, ενώ επιπλέον δεν αναφέρει στην έκθεσή του ότι το με αριθμό 64 από αυτά έχει παραχωρηθεί με σύμβαση χρησιδανείου σε τρίτον, ούτε αναφέρει τα φυτά και δένδρα που υπάρχουν μέσα στα με αριθμό 64 και 67 αγροτεμάχια, ούτε τον αριθμό και το εμβαδό των γραφείων και των βοηθητικών χώρων της βιομηχανικής κατασκευής, ούτε, τέλος, την αντικειμενική αξία του ενιαίου οικονομικού συνόλου ή κάθε αγροτεμαχίου ξεχωριστά, ώστε να κριθεί αν η καθορισθείσα από αυτόν (Δικαστικό επιμελητή) τιμή εκτίμησης των 400.000 ευρώ υπολείπεται ή όχι της αντικειμενικής. 0 ως άνω λόγος πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να απορριφθεί ως μη νόμιμος και τούτο διότι οι επικαλούμενες πλημμέλειες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να προκαλούν δικονομική ή περιουσιακή βλάβη στον ανακόπτοντα, είναι από εκείνες που μπορούν να θεραπευθούν με τη διόρθωσή τους μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, αφού αφορούν στοιχεία που σχετίζονται με την τοπική και οικονομική ταυτότητα των ακινήτων και την εκτίμηση της αξίας αυτών και συνεπώς δεν συντρέχει η προϋπόθεση της διάταξης του άρθρου 159 στοιχ. 3 του ΚΠολΔ για την κήρυξη ακυρότητας της επίδικης διαδικαστικής πράξης, δηλαδή η αδυναμία αποκατάστασης των πλημμελειών αυτών με άλλον τρόπο, πλην της κήρυξης της ακυρότητάς της, όσον αφορά δε τη μη αναγραφή της αντικειμενικής αξίας, διότι αυτή δεν αποτελεί καν απαραίτητο στοιχείο της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρ. 993 παρ. 2, 954 παρ. 2 ΚΠολΔ). (…)
- Απαραίτητο περιεχόμενο έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου. Ελλείψεις της κατασχετήριας έκθεσης. Διάκριση μεταξύ της ανακοπής του ΚΠολΔ 954 παρ. 4 και της ανακοπής του ΚΠολΔ 933 και πότε ασκείται η δεύτερη σε περίπτωση ελλείψεων της έκθεσης. Καταχρηστικότητα και προϋποθέσεις ακυρώσεως της κατασχετήριας έκθεσης.
- Σύμφωνα με τα άρθρα 954, παρ. 2, 992, και 993 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η έκθεση κατάσχεσης ακινήτου πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, α') ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα, β’) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού και γ') μνεία της εκτιμήσεως του κατασχεθέντος που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης επιφέρει ακυρότητα, 1) εάν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 3) εάν για την παράβαση αυτήν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση και 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, η κατά τα παραπάνω ατελής περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου ή η λανθασμένη αναγραφή του τόπου του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα μόνον εάν προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα αυτή διάδικο, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθόσον η ως άνω παράβαση δεν έχει ταχθεί με την ποινή ακυρότητας στις παραπάνω διατάξεις, ούτε επιτρέπεται γι' αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση (βλ. ΑΠ 314/2000 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το νόμο 2298/1995), «ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθού η εκτέλεση ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση...», ενώ περαιτέρω ορίζεται ότι «αν η ανακοπή γίνει δεκτή... η απόφαση κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2 του ΚΠολΔ». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, από την οποία γίνεται παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ μόνον για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής, συνάγεται ότι δεν πρόκειται για την ανακοπή του άρθρου 933. Συνεπώς, πλημμέλειες αναγόμενες στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου με τα συστατικά και τα παραρτήματα αυτού ή του τόπου πλειστηριασμού, όπως και κάθε έλλειψης της έκθεσης κατάσχεσης, δικαιολογούν την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία είναι ιδιώνυμη ανακοπή, που προσομοιάζει με αίτηση για τη λήψη ρυθμιστικού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν προσβάλλεται το κύρος της κατάσχεσης. Έτσι, ο οφειλέτης δεν έχει, παράλληλα με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, δυνατότητα να ασκήσει και την ανακοπή του άρθρου 933, επιδιώκοντας την ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης λόγω των προαναφερθεισών πλημμελειών, διότι ο νομοθέτης, διευρύνοντας το αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 με την προσθήκη ως λόγων διόρθωσης όχι μόνον της ατελούς περιγραφής, αλλά και κάθε είδους άλλη ατέλειας ή παράλειψης της κατασχετήριας έκθεσης, σκόπευε για λόγους επιτάχυνσης της εκτελεστικής διαδικασίας στο στάδιο της κατάσχεσης, να καταργήσει μερικώς το δυνατό περιεχόμενο των λόγων της κατά το άρθρο 933 ανακοπής: εκείνων ακριβώς που αναφέρονται στο άρθρο 954 παρ. 4 (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, Ειδ. Μέρος, 2001, σελ. 210 παρ. 69, Νικολόπουλο, σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 954 αριθ. 2-3) και να περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ με παράλληλη επίκληση ακυρότητας λόγω πρόσκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης (άρθρ. 159 παρ.3 ΚΠολΔ), μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προτείνονται ελλείψεις της έκθεσης κατάσχεσης ιδιαίτερα σοβαρές (όπως λ.χ. έλλειψη σύμπραξης ή υπογραφής της έκθεσης από τον κατά νόμο απαιτούμενο μάρτυρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 3), που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δικονομική βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή στην περίπτωση θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση αυτών από το δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως της από το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. Νικολόπουλο ό.π., σχετ. ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από τον δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατασχέσεως, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς από το δικαστήριο.
Διατάξεις:
ΚΠολΔ: 116, 159, 933, 954, 992, 993
ΚΥΡΙΑΚΗ(Απόσπασμα)
Αριθμός 48223/2007
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(…) Σύμφωνα με τα άρθρα 954, παρ. 2, 992, και 993 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η έκθεση κατάσχεσης ακινήτου πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, α') ακριβή περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου, ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά του και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την τοπική και οικονομική του ταυτότητα, β’) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού και γ') μνεία της εκτιμήσεως του κατασχεθέντος που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης επιφέρει ακυρότητα, 1) εάν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 3) εάν για την παράβαση αυτήν επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφιση και 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, η κατά τα παραπάνω ατελής περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου ή η λανθασμένη αναγραφή του τόπου του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα μόνον εάν προκάλεσε βλάβη στον προτείνοντα αυτή διάδικο, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, καθόσον η ως άνω παράβαση δεν έχει ταχθεί με την ποινή ακυρότητας στις παραπάνω διατάξεις, ούτε επιτρέπεται γι' αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση (βλ. ΑΠ 314/2000 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το νόμο 2298/1995), «ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθού η εκτέλεση ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης κατάσχεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση...», ενώ περαιτέρω ορίζεται ότι «αν η ανακοπή γίνει δεκτή... η απόφαση κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2 του ΚΠολΔ». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, από την οποία γίνεται παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ μόνον για τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου για την εκδίκαση της ανακοπής, συνάγεται ότι δεν πρόκειται για την ανακοπή του άρθρου 933. Συνεπώς, πλημμέλειες αναγόμενες στην περιγραφή του κατασχεθέντος ακινήτου με τα συστατικά και τα παραρτήματα αυτού ή του τόπου πλειστηριασμού, όπως και κάθε έλλειψης της έκθεσης κατάσχεσης, δικαιολογούν την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία είναι ιδιώνυμη ανακοπή, που προσομοιάζει με αίτηση για τη λήψη ρυθμιστικού μέτρου της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν προσβάλλεται το κύρος της κατάσχεσης. Έτσι, ο οφειλέτης δεν έχει, παράλληλα με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, δυνατότητα να ασκήσει και την ανακοπή του άρθρου 933, επιδιώκοντας την ακύρωση της έκθεσης κατάσχεσης λόγω των προαναφερθεισών πλημμελειών, διότι ο νομοθέτης, διευρύνοντας το αντικείμενο της ανακοπής του άρθρου 954 με την προσθήκη ως λόγων διόρθωσης όχι μόνον της ατελούς περιγραφής, αλλά και κάθε είδους άλλη ατέλειας ή παράλειψης της κατασχετήριας έκθεσης, σκόπευε για λόγους επιτάχυνσης της εκτελεστικής διαδικασίας στο στάδιο της κατάσχεσης, να καταργήσει μερικώς το δυνατό περιεχόμενο των λόγων της κατά το άρθρο 933 ανακοπής: εκείνων ακριβώς που αναφέρονται στο άρθρο 954 παρ. 4 (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, Ειδ. Μέρος, 2001, σελ. 210 παρ. 69, Νικολόπουλο, σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 954 αριθ. 2-3) και να περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ με παράλληλη επίκληση ακυρότητας λόγω πρόσκλησης δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης (άρθρ. 159 παρ.3 ΚΠολΔ), μόνον στις περιπτώσεις εκείνες που προτείνονται ελλείψεις της έκθεσης κατάσχεσης ιδιαίτερα σοβαρές (όπως λ.χ. έλλειψη σύμπραξης ή υπογραφής της έκθεσης από τον κατά νόμο απαιτούμενο μάρτυρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 3), που δεν επιδέχονται ίαση με απλή διόρθωση μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δικονομική βλάβη δεν μπορεί να είναι νοητή στην περίπτωση θεραπείας των ελλείψεων της κατασχετήριας έκθεσης με τη διόρθωση αυτών από το δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως της από το άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. Νικολόπουλο ό.π., σχετ. ΑΠ 1497/2003 ΕλλΔνη 2004.433). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση από τον δικαστικό επιμελητή ή τον πραγματογνώμονα της αξίας των κατασχεθέντων και της τιμής πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρη την έκθεση κατασχέσεως, αλλά παρέχει το δικαίωμα στον έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και να ζητήσει τη διόρθωση της αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς από το δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων, επικαλούμενος δικονομική και περιουσιακή βλάβη, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης κατάσχεσης, αποδίδοντας σε αυτήν διάφορες πλημμέλειες ως προς την περιγραφή της κατασχεθείσας ακίνητης περιουσίας του και των συστατικών και παραρτημάτων της που κατασχέθηκαν, καθώς και την παράλειψη αναγραφής της αντικειμενικής αξίας. Ειδικότερα, διότι ο δικαστικός επιμελητής προέβη στην κατάσχεση ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου (συγ)κυριότητας του ανακόπτοντος επί τριών αγροτεμαχίων (των με αριθμό 64, 66 και 67), στο ένα από τα οποία (στο 64) υπάρχει βιομηχανική κατασκευή εμβαδού 1.000 τ.μ., αποτελούμενη από χώρους γραφείων, αποθήκη και βοηθητικούς χώρους, καθώς και χώρος συνεργείου εμβαδού 200 τ.μ., κρίνοντας εσφαλμένα ότι τα ως άνω αυτοτελή αγροτεμάχια αποτελούν ενιαίο οικονομικό σύνολο και ότι σε όλα αυτά είναι εγκατεστημένη η εν λόγω βιομηχανική κατασκευή, ενώ επιπλέον δεν αναφέρει στην έκθεσή του ότι το με αριθμό 64 από αυτά έχει παραχωρηθεί με σύμβαση χρησιδανείου σε τρίτον, ούτε αναφέρει τα φυτά και δένδρα που υπάρχουν μέσα στα με αριθμό 64 και 67 αγροτεμάχια, ούτε τον αριθμό και το εμβαδό των γραφείων και των βοηθητικών χώρων της βιομηχανικής κατασκευής, ούτε, τέλος, την αντικειμενική αξία του ενιαίου οικονομικού συνόλου ή κάθε αγροτεμαχίου ξεχωριστά, ώστε να κριθεί αν η καθορισθείσα από αυτόν (Δικαστικό επιμελητή) τιμή εκτίμησης των 400.000 ευρώ υπολείπεται ή όχι της αντικειμενικής. 0 ως άνω λόγος πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να απορριφθεί ως μη νόμιμος και τούτο διότι οι επικαλούμενες πλημμέλειες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να προκαλούν δικονομική ή περιουσιακή βλάβη στον ανακόπτοντα, είναι από εκείνες που μπορούν να θεραπευθούν με τη διόρθωσή τους μέσω της ανακοπής του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, αφού αφορούν στοιχεία που σχετίζονται με την τοπική και οικονομική ταυτότητα των ακινήτων και την εκτίμηση της αξίας αυτών και συνεπώς δεν συντρέχει η προϋπόθεση της διάταξης του άρθρου 159 στοιχ. 3 του ΚΠολΔ για την κήρυξη ακυρότητας της επίδικης διαδικαστικής πράξης, δηλαδή η αδυναμία αποκατάστασης των πλημμελειών αυτών με άλλον τρόπο, πλην της κήρυξης της ακυρότητάς της, όσον αφορά δε τη μη αναγραφή της αντικειμενικής αξίας, διότι αυτή δεν αποτελεί καν απαραίτητο στοιχείο της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρ. 993 παρ. 2, 954 παρ. 2 ΚΠολΔ). (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου