ΑΚΙΝΗΤΟ
- Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος..
- Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος..
- Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος.
- Η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο ακίνητο ως βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος. Το απαράδεκτο λόγου αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό που δεν είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. Αναίρεση λόγω μη λήψης υπόψη των αποδεικτικών μέσων. Διακοπή δίκης λόγω θανάτου και επίσπευση της επανάληψης της δίκης από τον αντίδικο.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 1113, 799 ΑΚ και 478 έως 481 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο πράγμα. Το στοιχείο αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην αγωγή και ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγων έγινε συγκύριος του κοινού, εκτός αν ο εναγόμενος, αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση εκείνου, αρνηθεί την επ’ αυτού συγκυριότητά του, οπότε ο ενάγων οφείλει να καθορίζει με τις προτάσεις του τον τρόπο με τον οποίο έγινε συγκύριος του διανεμητέου. Αν δε ο ενάγων στηρίζει την συγκυριότητά του σε κληρονομική διαδοχή, αρκεί για την πληρότητα της αγωγής του να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του τη κυριότητα του κληρονομουμένου στο επίδικο ακίνητο, την αποδοχή της κληρονομίας απ' αυτόν, ως και την μεταγραφή, υπό την ισχύ του ΑΚ, της περί αποδοχής αυτής δήλωσης, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, οπότε πρέπει να επικαλεσθεί και αυτήν ώστε να φθάσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο.
- Kατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν' αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως. Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος (Oλ ΑΠ 43/1990).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 341 και 346 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 341 ίσχυε πριν από το N. 2915/2001 και που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση) προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα), τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης της απόφασης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1 στοιχ. α, 291 παρ. 1, 2 και 292 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και κατά την αναιρετική διαδικασία, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει, ότι, εφόσον επέλθει διακοπή της δίκης λόγω θανάτου ενός διαδίκου, ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να επισπεύδουν την επανάληψη της διακοπείσας δίκης, με πρόσκληση προς τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόμους του θανόντος, που γίνεται μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας.
Διατάξεις:
ΑΚ: 799, 1113, 1846, 1847
ΚΠολΔ: 106, 286, 291, 292, 335, 338-341, 346, 478-481, 559 αριθ. 11, 562, 573
Νόμοι: 2915/2001
ΚΥΡΙΑΚΗ
Αριθμός 1705/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Ιωάννη Σίδερη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων-καθών η κλήση: 1. Χ1, 2. Χ2, ως μοναδικών κληρονόμων της αρχικής αναιρεσείουσας αποβιωσάσης Χ, 3. Χ3 και 4. Χ4, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Οι 1ος, 2ος, 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Παπαγιάννη.
Των αναιρεσιβλήτων-καλούντων: 1. Ψ1, 2. Ψ2, 3. Ψ3, 4. Ψ4, 5. Ψ5, 6. Ψ6 και 7. Ψ7. Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Μαντέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-9-1987 αγωγή των ήδη 1ης και 2ου αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλονιάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 181/1995 προδικαστική, 82/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 103/2003 προδικαστική, 285/2005 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση των 103/2003 και 285/2005 αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25-5-2005 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Σίδερης ανέγνωσε την από 6-3-2007 έκθεσή του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Ζήση Βασιλόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση των 285/2005 και 103/2003 αποφάσεων του Εφετείου Πατρών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1 στοιχ. α, 291 παρ. 1, 2 και 292 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και κατά την αναιρετική διαδικασία, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει, ότι, εφόσον επέλθει διακοπή της δίκης λόγω θανάτου ενός διαδίκου, ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να επισπεύδουν την επανάληψη της διακοπείσας δίκης, με πρόσκληση προς τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόμους του θανόντος, που γίνεται μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21.3.2006, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων και γνωστοποίησε, με προφορική του δήλωση στο ακροατήριο, την επελθούσα βίαιη διακοπή της δίκης, λόγω του θανάτου της πρώτης αναιρεσείουσας Χ, στις 23.11.2005. Οι αναιρεσίβλητοι, με την από 23-3-2007 κλήση τους, μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας, προσεκάλεσαν νομίμως και εμπροθέσμως τους αρχικούς διαδίκους, ως και τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της θανούσας αναιρεσείουσας Χ, ήτοι τους Χ1 και Χ2, να επαναλάβουν την δίκη, που διακόπηκε βίαια. Ο θάνατος της ως άνω αναιρεσείουσας και οι συγγενικές σχέσεις των καλουμένων που στηρίζουν την κληρονομική διαδοχή, αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου, το αντίστοιχο πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως, ως και το με αριθ. ΧΧΧ πιστοποιητικό του Γραμματέα Πρωτοδικών Κεφαλληνίας περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης, δεν αμφισβητούνται δε ειδικώς από τους παρόντες τρεις πρώτους από τους ήδη αναιρεσείοντες (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Επίσης, όπως προκύπτει από την με αριθμό ΧΧΧ έκθεση επιδόσεως του δικ επιμελητού του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ΧΧΧ, ακριβές αντίγραφο της πιο πάνω από 23.3.2007 κλήσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου για την εκδίκαση της αναιρέσεως και προς παράσταση στη σημερινή δικάσιμο της 16.4.2008 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, στον τέταρτο των αναιρεσειόντων, πλην όμως ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού, σαν να ήταν και αυτός παρών.
II. Από τις διατάξεις των άρθρων 1113, 799 ΑΚ και 478 έως 481 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο πράγμα. Το στοιχείο αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην αγωγή και ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγων έγινε συγκύριος του κοινού, εκτός αν ο εναγόμενος, αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση εκείνου, αρνηθεί την επ` αυτού συγκυριότητά του, οπότε ο ενάγων οφείλει να καθορίζει με τις προτάσεις του τον τρόπο με τον οποίο έγινε συγκύριος του διανεμητέου. Αν δε ο ενάγων στηρίζει την συγκυριότητά του σε κληρονομική διαδοχή, αρκεί για την πληρότητα της αγωγής του να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του τη κυριότητα του κληρονομουμένου στο επίδικο ακίνητο, την αποδοχή της κληρονομίας απ' αυτόν, ως και την μεταγραφή, υπό την ισχύ του ΑΚ, της περί αποδοχής αυτής δήλωσης, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, οπότε πρέπει να επικαλεσθεί και αυτήν ώστε να φθάσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν' αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως. Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος (Oλ ΑΠ 43/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την περί δικαστικής διανομής αγωγή, μολονότι οι αρχικοί αναιρεσείοντες, τόσο με την έφεσή τους, όσο και με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις τους, είχαν αμφισβητήσει, ως εναγόμενοι, την επί των διανεμητέων ακινήτων κυριότητα των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων, των οποίων οι τελευταίοι εφέροντο με την αγωγή, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Ο λόγος όμως αυτός της αναιρέσεως, για τον οποίο δεν συντρέχει περίπτωση εξαιρέσεώς του από τον κανόνα του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ότι ο περί αμφισβητήσεως της κυριότητας των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων επί των διανεμητέων ακινήτων προτάθηκε, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με τις προτάσεις των αναιρεσείοντων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν προσάγονται. Εξάλλου απορριπτέος ως αόριστος είναι και ίδιος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο ότι δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, ως προς το 18° επίδικο ακίνητο, το οποίο κατά την αγωγή περιήλθε στον πρώτο από τους αρχικώς εναγομένους κατά το 1/6 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά της Α, λόγω της μη αναφοράς της πράξεως αποδοχής κληρονομιάς και του αριθμού και τόμου μεταγραφής της, καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ότι αμφισβητήθηκε, με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η παθητική νομιμοποίηση της αγωγής, δια της προβολής του ισχυρισμού ότι ο πρώτος των εναγομένων ουδέν δικαίωμα κυριότητας είχε επί του συγκεκριμένου ακινήτου, για να υποχρεούνται, συνεπεία τούτου, οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι να καθορίσουν, με τις προτάσεις τους παραδεκτώς τον τρόπο κατά τον οποίο ο πρώτος των αρχικώς εναγομένων (XXX) κατέστη συγκύριος του εν λόγω ακινήτου και τούτο ενόψει του γεγονότος ότι δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής διανομής ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας του εναγομένου επί του διανεμητέου.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 341 και 346 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 341 ίσχυε πριν από το N. 2915/2001 και που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση) προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα), τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης της απόφασης. Εξάλλου, από τις ισχύουσες, πριν από το N. 2915/2001, διατάξεις των άρθρων 237 παρ. 1 και 3 και 239 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εφαρμόζονται και ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι, η επίκληση και προσκόμιση αποδεικτικών μέσων με την προσθήκη των προτάσεων, που κατατίθεται μετά το τέλος της συζήτησης της υπόθεσης και μέσα στην προθεσμία των αντικρούσεων, είναι απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως εκτιμάται ο λόγος αυτός, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την 349/1994 απόφαση του Εφετείου Πατρών, την οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με την από 17.1.2005 προσθήκη των προτάσεων τους ενώπιόν του και με την οποία βεβαιωνόταν η αναξιοπιστία του βασικού μάρτυρα αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση 285/2005 του Εφετείου η συζήτηση ενώπιον του έγινε στις 13.1.2005 και συνεπώς, αφού το άνω αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε με επίκληση, μετά τη συζήτηση, μέσα στην προθεσμία αντικρούσεων, ορθώς έπραξε το Εφετείο και δεν το έλαβε υπόψη, αφού η προσαγωγή και επίκλησή του δεν ήταν νόμιμη. Επομένως και ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.5.2005 αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ' αριθ. 285/2005 οριστικής αποφάσεως, καθώς και της συμπροσβαλλομένης υπ' αριθ. 103/2003 μη οριστικής αποφάσεως, του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο την 1η Οκτωβρίου 2008.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Ιωάννη Σίδερη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων-καθών η κλήση: 1. Χ1, 2. Χ2, ως μοναδικών κληρονόμων της αρχικής αναιρεσείουσας αποβιωσάσης Χ, 3. Χ3 και 4. Χ4, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Οι 1ος, 2ος, 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Παπαγιάννη.
Των αναιρεσιβλήτων-καλούντων: 1. Ψ1, 2. Ψ2, 3. Ψ3, 4. Ψ4, 5. Ψ5, 6. Ψ6 και 7. Ψ7. Εκπροσωπήθηκαν όλοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Μαντέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-9-1987 αγωγή των ήδη 1ης και 2ου αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλονιάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 181/1995 προδικαστική, 82/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 103/2003 προδικαστική, 285/2005 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση των 103/2003 και 285/2005 αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25-5-2005 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Σίδερης ανέγνωσε την από 6-3-2007 έκθεσή του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Ζήση Βασιλόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση των 285/2005 και 103/2003 αποφάσεων του Εφετείου Πατρών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1 στοιχ. α, 291 παρ. 1, 2 και 292 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και κατά την αναιρετική διαδικασία, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει, ότι, εφόσον επέλθει διακοπή της δίκης λόγω θανάτου ενός διαδίκου, ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του, μπορούν να επισπεύδουν την επανάληψη της διακοπείσας δίκης, με πρόσκληση προς τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόμους του θανόντος, που γίνεται μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21.3.2006, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων και γνωστοποίησε, με προφορική του δήλωση στο ακροατήριο, την επελθούσα βίαιη διακοπή της δίκης, λόγω του θανάτου της πρώτης αναιρεσείουσας Χ, στις 23.11.2005. Οι αναιρεσίβλητοι, με την από 23-3-2007 κλήση τους, μετά την παρέλευση της τασσόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας, προσεκάλεσαν νομίμως και εμπροθέσμως τους αρχικούς διαδίκους, ως και τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της θανούσας αναιρεσείουσας Χ, ήτοι τους Χ1 και Χ2, να επαναλάβουν την δίκη, που διακόπηκε βίαια. Ο θάνατος της ως άνω αναιρεσείουσας και οι συγγενικές σχέσεις των καλουμένων που στηρίζουν την κληρονομική διαδοχή, αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου, το αντίστοιχο πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως, ως και το με αριθ. ΧΧΧ πιστοποιητικό του Γραμματέα Πρωτοδικών Κεφαλληνίας περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης, δεν αμφισβητούνται δε ειδικώς από τους παρόντες τρεις πρώτους από τους ήδη αναιρεσείοντες (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Επίσης, όπως προκύπτει από την με αριθμό ΧΧΧ έκθεση επιδόσεως του δικ επιμελητού του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ΧΧΧ, ακριβές αντίγραφο της πιο πάνω από 23.3.2007 κλήσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου για την εκδίκαση της αναιρέσεως και προς παράσταση στη σημερινή δικάσιμο της 16.4.2008 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, στον τέταρτο των αναιρεσειόντων, πλην όμως ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού, σαν να ήταν και αυτός παρών.
II. Από τις διατάξεις των άρθρων 1113, 799 ΑΚ και 478 έως 481 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο πράγμα. Το στοιχείο αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην αγωγή και ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγων έγινε συγκύριος του κοινού, εκτός αν ο εναγόμενος, αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση εκείνου, αρνηθεί την επ` αυτού συγκυριότητά του, οπότε ο ενάγων οφείλει να καθορίζει με τις προτάσεις του τον τρόπο με τον οποίο έγινε συγκύριος του διανεμητέου. Αν δε ο ενάγων στηρίζει την συγκυριότητά του σε κληρονομική διαδοχή, αρκεί για την πληρότητα της αγωγής του να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του τη κυριότητα του κληρονομουμένου στο επίδικο ακίνητο, την αποδοχή της κληρονομίας απ' αυτόν, ως και την μεταγραφή, υπό την ισχύ του ΑΚ, της περί αποδοχής αυτής δήλωσης, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει με τις προτάσεις της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, οπότε πρέπει να επικαλεσθεί και αυτήν ώστε να φθάσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν' αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως. Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος (Oλ ΑΠ 43/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την περί δικαστικής διανομής αγωγή, μολονότι οι αρχικοί αναιρεσείοντες, τόσο με την έφεσή τους, όσο και με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις τους, είχαν αμφισβητήσει, ως εναγόμενοι, την επί των διανεμητέων ακινήτων κυριότητα των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων, των οποίων οι τελευταίοι εφέροντο με την αγωγή, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Ο λόγος όμως αυτός της αναιρέσεως, για τον οποίο δεν συντρέχει περίπτωση εξαιρέσεώς του από τον κανόνα του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ότι ο περί αμφισβητήσεως της κυριότητας των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων επί των διανεμητέων ακινήτων προτάθηκε, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με τις προτάσεις των αναιρεσείοντων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν προσάγονται. Εξάλλου απορριπτέος ως αόριστος είναι και ίδιος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο ότι δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, ως προς το 18° επίδικο ακίνητο, το οποίο κατά την αγωγή περιήλθε στον πρώτο από τους αρχικώς εναγομένους κατά το 1/6 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά της Α, λόγω της μη αναφοράς της πράξεως αποδοχής κληρονομιάς και του αριθμού και τόμου μεταγραφής της, καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ότι αμφισβητήθηκε, με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η παθητική νομιμοποίηση της αγωγής, δια της προβολής του ισχυρισμού ότι ο πρώτος των εναγομένων ουδέν δικαίωμα κυριότητας είχε επί του συγκεκριμένου ακινήτου, για να υποχρεούνται, συνεπεία τούτου, οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι να καθορίσουν, με τις προτάσεις τους παραδεκτώς τον τρόπο κατά τον οποίο ο πρώτος των αρχικώς εναγομένων (XXX) κατέστη συγκύριος του εν λόγω ακινήτου και τούτο ενόψει του γεγονότος ότι δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής διανομής ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας του εναγομένου επί του διανεμητέου.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 341 και 346 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 341 ίσχυε πριν από το N. 2915/2001 και που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση) προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα), τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεως του ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης της απόφασης. Εξάλλου, από τις ισχύουσες, πριν από το N. 2915/2001, διατάξεις των άρθρων 237 παρ. 1 και 3 και 239 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εφαρμόζονται και ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι, η επίκληση και προσκόμιση αποδεικτικών μέσων με την προσθήκη των προτάσεων, που κατατίθεται μετά το τέλος της συζήτησης της υπόθεσης και μέσα στην προθεσμία των αντικρούσεων, είναι απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως εκτιμάται ο λόγος αυτός, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την 349/1994 απόφαση του Εφετείου Πατρών, την οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με την από 17.1.2005 προσθήκη των προτάσεων τους ενώπιόν του και με την οποία βεβαιωνόταν η αναξιοπιστία του βασικού μάρτυρα αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση 285/2005 του Εφετείου η συζήτηση ενώπιον του έγινε στις 13.1.2005 και συνεπώς, αφού το άνω αποδεικτικό μέσο προσκομίστηκε με επίκληση, μετά τη συζήτηση, μέσα στην προθεσμία αντικρούσεων, ορθώς έπραξε το Εφετείο και δεν το έλαβε υπόψη, αφού η προσαγωγή και επίκλησή του δεν ήταν νόμιμη. Επομένως και ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.5.2005 αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ' αριθ. 285/2005 οριστικής αποφάσεως, καθώς και της συμπροσβαλλομένης υπ' αριθ. 103/2003 μη οριστικής αποφάσεως, του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο την 1η Οκτωβρίου 2008.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου