Απόφαση 838 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Χρησικτησία.
Περίληψη:
Οι εμφανείς υλικές ενέργειες επί ακινήτου, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου και είναι μεταξύ των άλλων ..
η οριοθέτηση, η περίφραξη, η καλλιέργεια ακόμη δε και η απλή επίσκεψη, επίβλεψη ή επισκόπηση του ακινήτου, που γίνεται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο.Θέμα
Χρησικτησία.
Περίληψη:
Οι εμφανείς υλικές ενέργειες επί ακινήτου, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου και είναι μεταξύ των άλλων ..
Αριθμός 838/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Γ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κουτσουράκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Σ. του Γ., 2)Δ. Σ. του Γ., 3)Θ. Σ. του Γ., κατοίκων ... 4)Κ. Σ. του Μ., κατοίκου ..., 5)Σ. Σ. του Μ., συζ. Κ. Σ., 6)Κ. Λ. του Ι., 7)Α. Λ. του Ι., 8)Μ. Λ. του Ι., κατοίκων ... 9)Ε. Λ. του Ι. συζ. Α. Κ., κατοίκου ..., 10)Α. Λ. του Ι., συζ. Χ. Π. και 11)Μ. Λ. του Ι., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Κουρουκλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/2/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 143/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, 555/2006 μη οριστική του Εφετείου Κρήτης και 24/2013 οριστική του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/4/2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 8/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. 'Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Τέτοιες ενέργειες, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον προορισμό του ακινήτου, είναι μεταξύ των άλλων, η οριοθέτηση, η περίφραξη, η καλλιέργεια, ακόμη δε και η απλή επίσκεψη, επίβλεψη ή επισκόπηση του ακινήτου, που γίνονται αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 976 ΑΚ προκύπτει, ότι για τη μεταβίβαση της νομής απαιτείται συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, η οποία είναι άτυπη και αναιτιώδης ακόμη και αν αφορά ακίνητο, και παράδοση του πράγματος. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Επίδικο είναι, ένα ακίνητο (αγριάδα) για την ταυτότητα του οποίου δεν υπάρχει αμφισβήτηση κατά το πλείστον ακαλλιέργητο, πετρώδες και βραχώδες, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος Ελαίας του Δήμου Γουβών, περιφερείας Ειρηνοδικείου και Υποθηκοφυλακείου Ηρακλείου, στη θέση "..." ή "..." ή "...", εκτάσεως περί τα 63.226,34 τ.μ. και όπως τούτο εικονίζεται στο από 4-2-2004 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τεχνολόγου Τοπογράφου Μηχανικού Κ. Ζ..........Το ακίνητο τούτο, οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, Γ. Σ., Μ. Σ. και Λ. Λ., οι οποίοι ήταν αδέλφια, το συγκατείχαν και το συννέμονταν κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, μετά από άτυπη παραχώρηση του πατέρα τους Κ. Σ. του Ε., κατά το έτος 1950. Επί του ακινήτου τούτου ασκούσαν πράξεις νομής και κατοχής τουλάχιστον από το έτος αυτό (1950), οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγόντων και οι ίδιοι οι ενάγοντες μετά την παραχώρησή του σ'αυτούς, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι και την άσκηση της αγωγής (2004). Ειδικότερα, αδιαίρετα περιήλθε στον καθένα από τους ενάγοντες, από άτυπη δωρεά των ως άνω δικαιοπαρόχων τους, που έγινε κατά το έτος 1968 για τους τρεις πρώτους, από τον πατέρα τους Γ. Σ. και κατά ποσοστό 1/6 στον καθένα, το έτος 1980 για τους τέταρτο, πέμπτη, έκτο, έβδομο και όγδοο αυτών από τον πατέρα τους Μ. Σ. και κατά ποσοστό 1/18 στον καθένα και το έτος 1982 για τους ένατη, δέκατη και ενδέκατη τούτων, από τη μητέρα τους Λ. συζ. Ι. Λ., το γένος Κ. Σ. και κατά ποσοστό 1/9 στον καθένα, αντίστοιχα. Από το χρόνο κτήσεως του παραπάνω ακινήτου και έκτοτε οι ενάγοντες εξ αδιαιρέτου κατέχουν και νέμονται τούτο, ο καθένας κατά το ως άνω ποσοστό της συγκυριότητάς του σ'αυτό, με διάνοια κυρίου, συνεχώς, ασκώντας επ'αυτού όλες τις προσιδιάζουσες προς τη φύση τoυ, διακατοχικές εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής πράξεις νομής και κατοχής, όπως επίσκεψη, επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως, περίφραξη τούτου με συρματόπλεγμα, καθόσον λόγω της ιδιομορφίας του (ως βραχώδες και πετρώδες κατά το πλείστον), δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθεί, γενόμενοι, έτσι, συγκύριοι αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από την αρχική κτήση της νομής τους μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2004), έχουν περάσει πάνω από είκοσι έτη και από δε το χρόνο της νομής των δικαιοπαρόχων, πάνω από 50 έτη, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κάποιον ή να αμφισβητηθεί η νομή τους επ' αυτού. Περί των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων, κατέθεσε με σαφήνεια και εξ ιδίας αντιλήψεως ο με επιμέλεια των εναγόντων εξετασθείς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρας Ε. Μ., ο οποίος ως συγχωριανός τους, γνωρίζει την οικογένεια των εναγόντων αλλά και το ίδιο το επίδικο ακίνητο από το έτος 1960. Ο ανωτέρω μάρτυρας με γνώση και κατά κατηγορηματικό τρόπο, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, και ότι, " ... το επίδικο ακίνητο ήταν του παππού των εναγόντων Κ. Σ., είναι περιφραγμένο από τους Σ. τώρα και 15 χρόνια". Η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα στηρίζεται σ'όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, η οποία, χωρίς να αναιρείται από κατάθεση άλλου μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια του εναγομένου, ενισχύεται, τόσο από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Β. Λ. και Ν. Λ., οι οποίοι ως όμοροι ιδιοκτήτες με το επίδικο, καταθέτουν και αυτοί ότι το επίδικο ανήκει στον παππού των εναγόντων, που τον έλεγαν "Μ.", το οποίο επιτηρούσαν και ότι η περιοχή που βρισκόταν το επίδικο, λεγόταν " η Χαλέπα του Μ.", όσο και από τ'ακόλουθα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, (α) από το με αριθμό 10|2007 πρακτικό αυτοψίας, του Εισηγητή Εφέτη Νικόλαου Βεργιτσάκη, όπου διαπιστώνεται ότι νοτιοδυτικά του επίδικου ακίνητου υπήρχε πράγματι παλαιά περίφραξη και υφίσταται βραχώδης υψομετρική διαφορά (πρανές-γκρεμός) ύψους από 10 έως 30 περίπου μέτρων, προς το ακίνητο του εναγομένου, (β) τις έξι (6) φωτογραφίες που προσκομίζονται από τους ενάγοντες και απεικονίζουν την περίφραξη από συρματόπλεγμα, (γ) τα με χρονολογία από 14-6-2003 και από 8-8-2003 δύο τοπογραφικά διαγράμματα, του Τοπογράφου μηχανικού Κ. Ζ., (που εξετάστηκε και ως μάρτυρας από τον εκκαλούντα), όπου το επίδικο, στο μεν πρώτο τοπογραφικό φέρεται έκτασης εμβαδού 63.092,90 τ.μ,, εκ του οποίου αποκόπτεται τμήμα εμβαδού 19.348,72, (σύμφωνα με το υπ' αριθμ..../22-7-2003 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ\φου Ηρακλείου, Ειρήνης Χατζάκη) και το μεταβιβάζει (πωλεί) ο εναγόμενος στον Ι. Κ., στο δε δεύτερο τοπογραφικό, το οποίο προσκομίζει ο τελευταίος, προς αντίκρουση της υπό κρίση αγωγής και όταν υποβάλλει τις αντιρρήσεις του κατά της με αριθμό 6943/4-12-2003 πράξης χαρακτηρισμού της Διεύθυνσης Δασών Ηρακλείου, όπου με το δεύτερο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου τοπογράφου, εμφανίζεται ο εναγόμενος να είναι κύριος ακινήτου συνολικής εκτάσεως 98.501 τ.μ, αντί των 63.092,90 τ.μ. που εμφάνιζε με το ως άνω πρώτο τοπογραφικό, εκ του οποίου απέκοψε το τμήμα αυτό των 19.348,72 και το πούλησε και δ) από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης {πατέρα του εναγομένου), ο οποίος καταθέτει ότι ο ίδιος το έτος 1979 έκαμε περίφραξη στην ανατολική πλευρά του ακινήτου του κάτω από τον γκρεμό, δηλαδή περιέφραξε ακριβώς στα όρια του ακινήτου του. Σημειώνεται, ότι η εκτίμηση του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού Ε. Α., που ορίστηκε από τον εναγόμενο ως τεχνικός του σύμβουλος, που περιέχεται στην από 10-3-2012 τεχνική του έκθεση, ότι το επίδικο ανήκει στην ιδιοκτησία του εναγομένου -εκκαλούντος, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η τεχνική αυτή έκθεση, όπως προαναφέρθηκε, εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, δεν ασκεί επιρροή ως προς το ζήτημα της νομής του εναγομένου και του δικαιοπαρόχου του, ως αναγκαίου στοιχείου για την απόκτηση της κυριότητος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον το στοιχείο τούτο αποτελεί ζήτημα νομικής φύσεως. Περαιτέρω......δεν αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος άσκησε συγκεκριμένες εμφανείς πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Και τούτο, διότι δεν άσκησε σ' αυτό πράξεις νομής, υπό την έννοια που αναφέρεται στη σχετική νομική σκέψη (με στοιχ. III) της παρούσας, καθόσον οι επικαλούμενες απ' αυτόν πράξεις νομής, δεν μπορεί να θεωρηθούν εμφανείς πράξεις νομής, ικανές να προσπορίσουν στον εναγόμενο το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητας, καθόσον όταν πρόκειται για ακίνητο που δεν είναι επιδεκτικό καλλιέργειας, όπως εν προκειμένω, πράξεις νομής αποτελούν η απλή επίσκεψη, η επισκόπηση και η επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, που ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής. Οι πράξεις όμως τις οποίες ισχυρίζεται ότι ασκούσε επ'αυτού ο εναγόμενος, όπως, (α) η δήλωση ακινήτου έκτασης 100.000 τ.μ, στο έντυπο Ε9 της εφορίας, που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το έτος 1997, για τον αναλογούντα φόρα ακίνητης περιουσίας, ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον δηλούντα εναγόμενο, αφενός μεν, δεν αποτελεί εμφανή πράξη νομής κατά την προαναφερόμενη έννοια και αφετέρου, από μόνη της η πράξη αυτή ως δήλωση, εφόσον δεν συνδυάζεται και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί, να θεωρηθεί ότι εξ αιτίας της δήλωσης αυτής, το δηλωθέν ακίνητο, ανήκει στον εναγόμενο δηλούντα και (β) η εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από τον εναγόμενο, τα οποία άλλωστε ως ιδιωτικά έγγραφα δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκτασή τους και το χρόνο σύνταξής τους και ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον εντολέα, δεν αποτελούν πράξεις νομής, αφού αυτές δεν ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής (στους συγχωριανούς τους). Αλλά και η βόσκηση ποιμνίου στο επίδικο από κτηνοτρόφους, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών-εναγόμενος, αν και είναι εμφανής πράξη νομής, δεν μπορεί να καταλογιστεί στον τελευταίο, καθόσον από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχτηκαν περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο εναγόμενος εκμίσθωνε το επίδικο σε κτηνοτρόφους και μάλιστα στους Ε. Π. και Β., καθόσον δεν προσκόμισε κάποιο ιδιωτικό μεταξύ τους έγγραφο παραχώρησης ή εκμίσθωσης του επιδίκου σ' αυτούς, η κατάθεση δε του μάρτυρα (πατέρα του) που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την επιμέλεια του εναγομένου, είναι τελείως ασαφής ως προς το σημείο τούτο, ενώ και οι μάρτυρες που εξετάστηκαν με την επιμέλειά του στις ένορκες ως άνω βεβαιώσεις, δεν κάνουν καθόλου μνεία για το κρίσιμο τούτο αποδεικτικό στοιχείο της εκμίσθωσης του επίδικου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη - από 26.2.2004 - αναγνωριστική συγκυριότητος ακινήτου αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου κατά της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος το Εφετείο με σαφή αιτιολογία δέχτηκε, ότι οι δικαιοπάροχοι των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων (Γ. Σ., Μ. Σ. και Λ. Λ.), από το έτος 1950 συγκατείχαν και συννέμονταν το επίδικο ακίνητο, ως έχοντας περιέλθει σ'αυτούς, και ακολούθως οι ίδιοι οι ενάγοντες (από το έτος 1968 οι τρεις πρώτοι, από το έτος 1980 οι επόμενοι πέντε και από το έτος 1982 οι λοιποί) μέχρι την άσκηση - το έτος 2004 - της ένδικης αναγνωριστικής συγκυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγής του, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (ΑΚ 1045), ασκώντας σ' αυτό με διάνοια συγκυρίων εμφανείς πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του, όπως αυτές της επίσκεψης και της επίβλεψής του αυτοπροσώπως, αλλά και της περίφραξής του με συρματόπλεγμα, καταστάντες, έτσι, συγκύριοι αυτού - επίδικου ακινήτου - με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας που αποτελεί και τη βάση της αγωγής. Εξάλλου - το Εφετείο - δέχθηκε με σαφήνεια, ότι "η εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από τον εναγόμενο" δεν αποτελεί πράξη νομής, διότι "δεν ήταν εμφανής στους κατοίκους της περιοχής (συγχωριανούς του)", πέραν του ότι - όπως δέχτηκε το Εφετείο - τα τοπογραφικά αυτά διαγράμματα "δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκτασή τους και το χρόνο σύνταξής τους και ως ανήκοντος κατά κυριότητα στον εντολέα" και επομένως και ως προς την κτήση της νομής. Γι' αυτό ο πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, λόγος, όμως, αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει ο ισχυρισμός να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη λόγους αναίρεσης, ακόμη και σε εκείνους των αριθμών 1 και 19, αντίστοιχα, του εν λόγω άρθρου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο και τέταρτο λόγους της αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 11 περ.α' και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα τα οποία οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και συγκεκριμένα τις υπ' αριθμ. 4468 και 4469/14.9.2009 ένορκες βεβαιώσεις των Β. Λ. και Ν. Λ., αντίστοιχα, στη συμβολαιογράφο Ηρακλείου Αθηνά Ζαχαριουδάκη, αφού δεν προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση εκθέσεις επίδοσης "για την απόδειξη της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του - του αναιρεσείοντος-", αλλά και διότι οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις "υπερέβαιναν το ανώτατο όριο των τριών, που μπορούσαν - κατ' άρθρο 270 παρ. 2 εδαφ. γ' ΚΠολΔ - να προσκομίσουν και επικαλεστούν οι αναιρεσίβλητοι". Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι, παρεκτός του ότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη μόνο τις άνω δύο ένορκες βεβαιώσεις, προεχόντως, είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, εφόσον ο αναιρεσείων δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι οι περί απαραδέκτου των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων ανωτέρω ισχυρισμοί του, στους οποίους οι λόγοι αυτοί στηρίζονται - και δεν εμπίπτουν σε καμία από τους εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ - είχαν προβληθεί από αυτόν νόμιμα στο Εφετείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17.5.2013 αίτηση του Δ. Γ. για αναίρεση της 24/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου