Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νόμιμη μοίρα.ΑΠ Απόφαση 2177 / 2014


Απόφαση 2177 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νόμιμη μοίρα.
Περίληψη:

Παραίτηση από νόμιμη μοίρα. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Απορρίπτονται οι λόγοι αναίρεσης από αρ. 1 και 8 άρθρου 559 ΚΠολΔ.

Αριθμός 2177/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών - καθών η κλήση: 1) Α. χήρας Β. Β., το γένος Π. Β., κατοίκου ..., και 2) Μ. Ν. Π., κατοίκου ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Β. Β. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαγδαληνή Καρανικόλα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-6-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37ΤΜ/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 115/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 4-7-2011 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 41/2014 του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 6/2/2014 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 24-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οι αναιρεσείουσες δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής σύμφωνα με το άρθρο 242§2 και 573§1 ΚΠολΔ. Από τις 82988γ/6-5-2014 και 83000γ/6-5-2014 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κ. Δ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσίβλητος, που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης μετά την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησής της με την 41/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την από 6-2-2014 κλήση του, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 6-2-2014 κλήσης με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της αίτησης αυτής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στις απολειπόμενες αναιρεσείουσες. Επομένως παρά την απουσία τους, η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει.
Από το συνδυασμό των άρθρων 1710 § 2, 1825 έως 1827, 1829, 1846 έως 1851 και 1857 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι η από την παράβαση του δίκαιου της νόμιμης μοίρας ακυρότητα της διαθήκης είναι σχετική, έχοντας ταχθεί μόνο υπέρ του μεριδούχου, ο οποίος, αν παραβιάστηκε με τη διαθήκη η νόμιμη μοίρα του, με την ολοσχερή παράλειψη του ή την κατάλειψη σ' αυτόν μέρους μόνο αυτής, ή με την κατάλειψη ολόκληρης ή μέρους της νόμιμης μοίρας του αλλά υπό περιορισμούς, δικαιούται, ακόμη και μετά την πάροδο της προς αποποίηση της κληρονομιάς προθεσμίας, οπότε θεωρείται ότι αμετακλήτως αποδέχτηκε την κληρονομιά ως προς το καταλειφθέν, να παραιτηθεί από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ως προς ολόκληρο ή το μέρος που λείπει, εκτός αν εκδήλωσε προηγουμένως αντίθετη βούληση, και να λάβει έτσι, αντί του θεσπιζόμενου με το νόμο, μόνον, ότι καταλείφθηκε σ' αυτόν με τη διαθήκη, έτσι ώστε να παραμένει ισχυρή η με αυτήν εγκατάσταση του, παρά το ότι με αυτήν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του. Η παραίτηση αυτή, η οποία δεν συνιστά αποποίηση της κληρονομιάς, υπό την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ, ή εκποίηση αυτής αλλά αποτελεί παραίτηση από το δικαίωμα προς επίκληση της σχετικής ακυρότητας της διαθήκης, δηλαδή νομικό γεγονός που επάγεται απώλεια του δικαιώματος τούτου, μπορεί να γίνει, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και με άτυπη, μονομερή, μη απευθυντέα προς άλλον δήλωση βουλήσεως, είτε ρητή είτε σιωπηρή, συναγόμενη δηλαδή συμπερασματικώς από πράξεις που εμφαίνουν βούληση παραιτήσεως και αν ακόμη περιλαμβάνονται στην κληρονομιά εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, η σύμβαση μεταβιβάσεως των οποίων απαιτείται να γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου (ΟλΑΠ 935/1975, ΑΠ 1017/2009). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες, που είχαν ερημοδικαστεί πρωτοδίκως, ισχυρίστηκαν με τον πρώτο λόγο έφεσης τους ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ενώ είχε λάβει γνώση τόσο της δημοσίευσης της επίμαχης διαθήκης, που έγινε στις 3-8-2005 καθώς και της εκ μέρους της πρώτης εξ αυτών μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας του κληρονομιαίου ακινήτου στη δεύτερη εξ αυτών, που έγινε στις 25-5-2006, εν τούτοις άσκησε την ένδικη αγωγή στις 16-6-2006 και προέβη σε αποδοχή της νόμιμης μοίρας του μόλις στις 9-5-2007 χωρίς μέχρι την άσκηση της αγωγής να έχει με οιονδήποτε τρόπο αμφισβητήσει το κύρος της διαθήκης καθό μέρος τον έθιγε και έτσι ο αναιρεσίβλητος παραιτήθηκε του δικαιώματος επίκλησης της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης κατά το μέρος που θίγεται η νόμιμη μοίρα του. Τα ως πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να συναχθεί παραίτηση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του και επομένως ο εξεταζόμενος ισχυρισμός των αναιρεσειουσών είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Κρίνοντας έτσι και το Εφετείο, δεν παρεβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, "η άσκηση δικαιώματος απαγορεύεται, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κανονισμός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή και των δικαιοπαρόχων του ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου τις ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 17/1995, Ολ.ΑΠ 7/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια του νόμου, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ 3/1997).
Συνεπώς, δεν είναι πράγματα, με την πιο πάνω έννοια, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κλπ ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Περαιτέρω, επί ενστάσεως καταχρήσεως δικαιώματος, κάθε ένα από τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την έννοια της καταχρηστικής άσκησης, αποτελεί αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, η δε παράλειψη της έρευνας των περιστατικών αυτών θεμελιώνει τον λόγο αυτόν αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 8 περιπτ. β' Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα περιστατικά της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που πρόβαλαν οι αναιρεσείουσες με τον 2ο λόγο έφεσης τους προς απόκρουση της ένδικης ανταγωγής και τα οποία είναι τα εξής: "1.- Τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στον πρώτο λόγο της έφεσής μας δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι ο αντίδικος δεν θα ασκήσει το αγωγικό του δικαίωμα. 2.- Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος αυτού προξενεί εξαιρετικά επαχθή αποτελέσματα στην κληρονόμο, πρώτη από εμάς και κατ' ακολουθίαν και στην δεύτερη (αποκτήσασα με σύμβαση από την πρώτη). Συγκεκριμένα, το κληρονομιαίο ακίνητο αγοράσθηκε το 1978 δυνάμει του υπ' αρ. .../78 συμβολαίου του συμ/φου Σύρου Μάξιμου Ταλασλή αντί συνολικού τιμήματος 40.000 δρχ. Το ακίνητο ήταν αγροτικό, εκτάσεως 1.150 τ.μ. και είχε επ' αυτού ερείπια ισογείου κατοικίας και σταύλου. Επ' αυτού κατά το χρονικό διάστημα από 1980 έως 1985 εκτίσθησαν 153 τ.μ. οικίας (53 τ.μ. υπογείου γκαρσονιέρας και 100 τ.μ. ισογείου) συνολικού τότε κόστους κατασκευής ύψους δρχ. 150.000 περίπου. Όλα τα χρήματα για την απόκτηση του ακινήτου αλλά και για την κατασκευή της επ' αυτού οικοδομής τα συνεισέφερε στο κοινό οικογενειακό ταμείο η πρώτη από εμάς. Πράγματι ο αποβιώσας δεν έλαβε το πτυχίο του αρχιτέκτονα αλλ' ήταν τεχνικός συνεργάτης διαφόρων μηχανικών και αρχιτεκτόνων, εργαζόμενος περιστασιακά και αμειβόμενος κατ' αποκοπήν. Έτσι δεν είχε σταθερό εισόδημα και αρκετό χρόνο ήταν άνεργος. Αντίθετα, η πρώτη από εμάς είχε σταθερό εισόδημα από ακίνητα. (Όλα τα παραπάνω προκύπτουν άλλωστε και από τις φορολογικές δηλώσεις του ζεύγους). Επομένως, καταλείποντας το ακίνητο αυτό ο διαθέτης στην πρώτη από εμάς σύζυγο του (στο οποίο αυτή σήμερα κατοικεί) στην ουσία θέλησε να διαφυλάξει τα πραγματικά δικαιώματα της επ' αυτού, ενώ ταυτόχρονα έλαβε την προσήκουσα πρόνοια υπέρ του αντιδίκου, (εγγονού του) με την κατάληψη της προαναφερθείσας κληροδοσίας, λαμβανομένης υπ' όψη και της ελλείψεως οποιουδήποτε συνδέσμου μεταξύ του τελευταίου και του εν λόγω ακινήτου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η προσπάθεια ανατροπής της υφισταμένης καταστάσεως με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής ύστερα από την προαναφερθείσα συμπεριφορά του αντιδίκου (που μας δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα αγωγικά δικαιώματα) και εν όψει των προαναφερθέντων εξαιρετικά επαχθών αποτελεσμάτων σε βάρος της πρώτης από εμάς (η οποία θα αποκτήσει συγκύριο στο σπίτι που κατασκευάσθηκε με δικά της χρήματα όπου έμενε μαζί με τον διαθέτη) αλλά και της έλλειψης ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ του κληρονομιαίου ακινήτου και του αντιδίκου, παρίσταται αδικαιολόγητη, διότι συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων που επιτρέπουν τα χρηστά ήθη, ήτοι η περί δικαίου πεποίθηση του μέσου συνετού κοινωνικού ανθρώπου, (δημιουργούμενου εντόνου του αισθήματος της αδικίας σε βάρος της πρώτης από εμάς) εξού και πρέπει να απαγορευθεί ως ασκούμενη καταχρηστικά, απορριπτόμενης της αγωγής". Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο δέχτηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση, εκτός από τον ισχυρισμό των εκκαλουσών ότι το κληρονομιαίο ακίνητο αποκτήθηκε αλλά και κατασκευάστηκε η επ' αυτού οικοδομή με χρήματα που συνεισέφερε αποκλειστικά η πρώτη απ' αυτές, καθόσον ο διαθέτης δεν είχε σταθερό εισόδημα και ήταν άνεργος, ο οποίος δεν ασκεί καμία επιρροή στην έκβαση της προκείμενης δίκης, οι εκκαλούσες δεν επικαλούνται κάποια πραγματικά περιστατικά συμπεριφοράς του εφεσίβλητου, από τα οποία να προκύπτει ότι δημιουργήθηκε σ' αυτές η πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το ένδικο δικαίωμα του, για να θεμελιωθεί η ένσταση για κατάχρηση δικαιώματος (281 ΑΚ) και για το λόγο αυτό ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος. Όμως με τη θεώρηση δε των λοιπών επικαλουμένων περιστατικών η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ.
Συνεπώς το Εφετείο και αν δεν έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω επί πλέον περιστατικά δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8β ΚΠολΔ και κατ' ακολουθία ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, πρέπει οι ηττηθείσες αναιρεσείουσες να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 4-7-2011 αίτηση των Α. Β. κλπ για αναίρεση της 115/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: