Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νόμιμη μοίρα.Στοιχεία καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος νόμιμης μοίρας. Μη νόμιμη ένσταση υπό τα επικαλούμενα περιστατικά. Λόγοι αναιρέσεως αυτό το άρθρο 559 αρ. 1 και 8, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ.Αθ. 1018/2012) ΑΠ Απόφαση 2135 / 2013


Απόφαση 2135 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νόμιμη μοίρα.

Περίληψη:
Στοιχεία καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος νόμιμης μοίρας. Μη νόμιμη ένσταση υπό τα επικαλούμενα περιστατικά. Λόγοι αναιρέσεως αυτό το άρθρο 559 αρ. 1 και 8, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ.Αθ. 1018/2012)

Αριθμός 2135/2013 ..


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Γ. του Π. και 2)Π. Γ. του Π., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Χαλιακόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Ρ. του Α. και 2)Ι. συζ. Κ. Ρ., το γένος Γ. Π., κατοίκων ... ατομικά και ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων θυγατέρων τους: α)Α. Ρ., )Α. Ρ. και )Ι. Ρ. Παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Φυλακτόγλου, ο οποίος δήλωσε ότι η Α. και Α. Ρ. ενηλικιώθηκαν, η 1η συνεχίζει ατομικά τη δίκη, παρίσταται και τον διορίζει και η 2η δεν παρίσταται και δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/8/2006 αγωγή του αρχικού διαδίκου Α. Ρ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1118/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1018/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/12/2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 576 παρ.1 του ΚΠολΔ αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Εν προκειμένω με επίσπευση των αναιρεσειβλήτων φέρεται προς συζήτηση η από 10-12-2012 αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ'αριθμ.1018/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, η εκ των αναιρεσιβλήτων - επισπευδόντων Α. Ρ. δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η συζήτηση της υποθέσεως θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
ΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή του θανόντος ήδη δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Α. Ρ. κατά των αναιρεσειόντων, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος σε ποσοστό ενός έκτου (1/6) εξ αδιαιρέτου επί των αναφερομένων 25 ακινήτων, συνολικής αξίας 1.601.829 ευρώ, της κληρονομίας της θυγατέρας του Σ., που απεβίωσε την 17-1-2002, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εκ διαθήκης κληρονόμοι της θανούσης (θείας τους), να αποδώσουν τα επίδικα στον ενάγοντα, κατά το ειρημένο ποσοστό. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητούν ήδη οι αναιρεσείοντες με την υπό κρίση αίτησή τους, και για τους αναφερόμενους σ'αυτήν λόγους.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα, που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν την μεταγενέστερη άσκησή του και την καθιστούν μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα του υπόχρεου, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.ΑΠ 33/2005, Ολ.ΑΠ 7/2002). Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ.1α του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, τον οποίον, ενόψει του περιεχομένου της αγωγής ή της ένστασης, ή των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, όταν τούτο εξέτασε την αγωγή κατ'ουσίαν, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης, των αναιρεσειόντων, οι οποίοι είχαν ερημοδικήσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι τελευταίοι είχαν προβάλει κατά της αγωγής των εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, της οποίας (ενστάσεως) το ακριβές περιεχόμενο έχει ως ακολούθως: "1. Η υπό του εφεσίβλητου άσκηση του νομίμου δικαιώματος του της νομίμου μοίρας διά της ασκήσεως της από 04.08.2006 αγωγής εναντίον μας είναι καταχρηστική και δέον η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί διότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπερβαίνει προφανέστατα τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Συγκεκριμένα ο εφεσίβλητος άσκησε την από 04.08 2006 αγωγή του 4,5 χρόνια μετά τον θάνατο της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. (ο θάνατος επισυνέβη 17.1.2002) και περίπου τρία χρόνια μετά την δημοσίευση της από 09.12.1986 διαθήκης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη της διαθήκης ήταν γνωστή στον εφεσίβλητο τουλάχιστον από τον χρόνο του θανάτου της Σ. Ρ. και εγνώριζε την τελευταία βούληση της θυγατέρας του και θείας μας. Καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο εφεσίβλητος δεν άσκησε την αγωγή νομίμου μοίρας και ούτε καν διετύπωσε είτε προφορικώς είτε γραπτώς υπόνοια ή ένδειξη ότι θα ασκούσε εναντίον μας τέτοιου είδους αγωγή. Ουδέποτε στη μητέρα μου και θυγατέρα του υπενόησε ή εδήλωση ή κατά οποιοδήποτε τρόπο φανέρωσε ότι θα ασκήσει το δικαίωμα της νομίμου μοίρας εναντίον ημών των εγγονών του. Το ίδιο συνέβη και μετά το θάνατο της μητέρας μας αφού δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή ένδειξη ή υποψία εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι θα ασκούσε το δικαίωμα του εναντίον μας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο εφεσίβλητος παππούς μας από το 1999 μέχρι το Πάσχα του 2004 έμενε μαζί μας στην πατρική οικεία όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Από τον Ιανουάριο του 2002, δηλαδή μετά τον θάνατο της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. ο παππούς μας και εφεσίβλητος εξακολούθησε να διαμένει μαζί μας μέχρι το Πάσχα του 2004 και ουδέποτε μας εδήλωσε ή έκανε οποιαδήποτε νύξη ότι θα ασκούσε το δικαίωμα της νομίμου μοίρας. 2. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, ο εφεσίβλητος από τον χρόνο του θανάτου της Σ. Ρ. αλλά και από την δημοσίευση της διαθήκης επέδειξε τέτοια συμπεριφορά ώστε γεννήθηκε η πεποίθηση σε εμάς ότι δεν θα ασκούσε ποτέ το δικαίωμα της νομίμου μοίρας ώστε η επιδίωξη του αυτή μεταγενέστερα από την επιδειχθείσα συμπεριφορά συνεπάγεται επαχθείς για εμάς επιπτώσεις. Ειδικότερα πριν από το θάνατο της μητέρας μας βρισκόμασταν σε διαπραγματεύσεις με την εταιρεία SPRIDER Α.Ε.Β.Ε. δια την εκμίσθωση ενός ακινήτου. Οι διαπραγματεύσεις αυτές συνεχίσθηκαν και μετά τον θάνατο της μητέρας μας που επισυνέβη 6 Ιουλίου 2005. Το ακίνητο αυτό περιλαμβάνεται στα ακίνητα των οποίων ποσοστό διεκδικεί διά της ασκήσεως της αγωγής νομίμου μοίρας ο εφεσίβλητος. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, στις 19 Ιουνίου 2006 συνήφθη μεταξύ ημών και της εταιρείας SPRIDER ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως με το οποίο εκμισθώσαμε στην εταιρεία αυτή ένα ακίνητο που κείται στον Δήμο …στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό … στην θέση "..." ή "...", με πρόσοψη στη ... αρ. …και στις οδούς ... και .... Καθ' όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεών μας με την εταιρεία SPRIDER που διήρκησε πριν από το θάνατο της μητέρας μας μέχρι Ιούνιο 2006 ο εφεσίβλητος ουδεμία αντίδραση ή επιφύλαξη ή διαμαρτυρία έκανε προς την πλευρά μας παρά το γεγονός ότι εγνώριζε τις διαπραγματεύσεις με την εταιρεία SPRIDER. Ούτε κατά τον χρόνο της καταρτίσεως της συμβάσεως μισθώσεως στις 19 Ιουνίου 2006 διεμαρτυρήθη ή μας ενημέρωσε ή μας γνωστοποίησε την αντίρρηση του διότι δήθεν είχε δικαίωμα νομίμου μοίρας επί του ακινήτου αυτού. Το μίσθωμα του ακινήτου αυτού ανήρχετο σε ποσό 20.000 μηνιαίως δηλαδή επρόκειτο περί πολύ μεγάλης χρηματικής ανακουφίσεως για τις πολλαπλές οικονομικές υποχρεώσεις που είχαμε λόγω του θανάτου της μητέρας μας και του νεαρού της ηλικίας μας. Δυστυχώς, με την έγερση της αγωγής δημιουργήθηκαν σοβαρότατα προβλήματα με την μισθώτρια εταιρεία SPRIDER με αποτέλεσμα να έχουμε εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες με τη μισθώτρια και να κινδυνεύουμε να απωλέσουμε το τεράστιο αυτό εισόδημα που είχαμε επιτύχει μετά από άοκνες και σοβαρές διαπραγματεύσεις. Παρά την ύπαρξη των διαπραγματεύσεων και παρά την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως που τις γνώριζε ο εφεσίβλητος ουδέποτε μας εδήλωσε ή και ουδέποτε εξέφρασε αντίρρηση για τις ενέργειες μας αυτές και με την συμπεριφορά του μας είχε δημιουργήσει στερά πεποίθηση ότι ουδέποτε θα ασκούσε το δικαίωμα της νομίμου μοίρας εναντίον μας αφού ούτε υποψία δεν υφίστατο στο οικογενειακό περιβάλλον μας ότι ο παππούς μας θα επεδίωκε να αποσπάσει περιουσία από τα ορφανά εγγόνια του. Πέραν των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος παππούς μας δεν έχει καμία οικονομική ανάγκη αφού είναι κύριος πολύ μεγάλης κτηματικής περιουσίας την οποία τα τελευταία χρόνια μεταβιβάζει είτε διά πωλήσεως είτε διά χαριστικών πράξεων προς τα άλλα του εγγόνια δηλαδή τις θυγατέρες του θείου μας Κ. Ρ. την στιγμή κατά την οποία προσπαθεί να αποσπάσει από εμάς περιουσιακά στοιχεία που μας είχε καταλείψει η θυγατέρα του και θεία μας Σ. Ρ.. Πέραν των ανωτέρω ο εφεσίβλητος παππούς μας εγνώριζε τον σκοπό της διαθήκης της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. η οποία κατέλειπε σε εμάς το σύνολο της περιουσίας της διά να μας ανακουφίσει τον πόνο από τον πρόωρο χαμό του πατέρα μας που επισυνέβη σε νηπιακή και βρεφική για εμάς ηλικία και περαιτέρω να μας ενισχύει οικονομικά και να αναπληρώσει την τρομακτική οικονομική αιμορραγία που είχε η πατρική μας οικογένεια από την έλλειψη του πατέρα μας, επαγγελματία αρχιτέκτονα, από το έτος 1982 μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι η ενέργεια της αποβιωσάσης Σ. Ρ. αποτελούσε ηθικό και επιβεβλημένο καθήκον της προς την πλευρά μας, ο εφεσίβλητος παππούς μας διά της ασκήσεως της αγωγής παρεβίασε την θέληση της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. η οποία είχε στόχο να ανακουφίσει την ορφάνια μας. Πέραν των ανωτέρω η συμπεριφορά του εφεσίβλητου παππού μας υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Όπως αναφέραμε ανωτέρω η δικαιολογική βάση της αναγκαστικής διαδοχής είναι η προστασία της οικογενείας και το ηθικό καθήκον του κληρονομουμένου προς τους συγγενείς εξ αίματος. Ο εφεσίβλητος παππούς μας, διά της ασκήσεως του δικαιώματος της νομίμου μοίρας εναντίον μας έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την δικαιολογική βάση της αναγκαστικής διαδοχής αφού η συμπεριφορά του δεν τείνει στην προστασία της οικογενείας εν στενή έννοια αλλά στην προσβολή της στοργής και της επιμελείας που πρέπει να δείχνει ο ανιών και συγκεκριμένα ο παππούς στους κατιόντες και συγκεκριμένα στα ορφανά εγγόνια του. Πράγματι, δεν μπορεί να ερμηνευθεί λογικά η τοιαύτη συμπεριφορά αφού ο εφεσίβλητος στην ηλικία των 92-93 ετών δεν προσδοκά ούτε έχει κάποιο όφελος από την έγερση της αγωγής αυτής ενώ παράλληλα δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα σε εμάς τα εγγόνια του στην αρχή της σταδιοδρομίας μας, αφού μας αποσπά περιουσιακά στοιχεία που μας είχε αφήσει η θυγατέρα του και θεία μας Σ. Ρ.. Είναι προφανές ότι οι μόνοι ωφελημένοι από την συμπεριφορά του παππού μας δεν είναι ο ίδιος αλλά οι άλλοι συγγενείς οι οποίοι θα κληρονομήσουν (μετά τον θάνατο του) ή θα αποκτήσουν διά πράξεων εν ζωή τα ποσοστά κυριότητος επί των ακινήτων που επιδιώκει ο παππούς μας να αποσπάσει από την περιουσία μας. Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι η υπό κρίσιν αγωγή ασκήθηκε από τον παππούς μας στις 4 Αυγούστου 2006 δηλαδή ένα χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας μας Μ. Ρ. - Γ. που είχε επισυμβεί στις 6 Ιουλίου 2005 και όταν ο παππούς ήτο 90 ετών ο πρώτος εξ ημών ήτο 27 ετών η δευτέρα εξ ημών ήτο 25 ετών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω είναι προφανές ότι η άσκηση του δικαιώματος της νομίμου μοίρας διά της ασκήσεως της από 4 Αυγούστου 2006 αγωγής από τον εφεσίβλητο παππού μας Α. Ρ. είναι καταχρηστική και γι' αυτό το λόγο πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση μας και να ακυρωθεί προσβαλλομένη απόφαση". Υπό τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η άσκηση του δικαιώματος του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων να διεκδικήσει τη νόμιμη μοίρα του επί της κληρονομίας της θανούσης θυγατέρας του δεν παρίσταται καταχρηστική και απαγορευμένη, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ ως υπερβαίνουσα και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Ειδικότερα, η επικαλούμενη αδράνεια επί τέσσερα και ήμισυ έτη του δικαιούχου - ενάγοντα Α. Ρ. να διεκδικήσει τη νόμιμη μοίρα επί της κληρονομίας της θανούσης θυγατέρας του Σ., θείας των αναιρεσειόντων - εναγομένων, και η εξαιτίας της αδράνειας αυτής δημιουργία στους εναγομένους πεποιθήσεως ότι ο ενάγων δεν θα ασκούσε το δικαίωμα αυτό, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική, υπό την προεκτεθείσα έννοια, την άσκηση του δικαιώματος, αφού η κατά το ανωτέρω, σύντομο άλλωστε, διάστημα αδράνεια του δικαιούχου και η προηγούμενη της ασκήσεως του δικαιώματος συμπεριφορά του δεν διαμόρφωσε παγία κατάσταση, την ανατροπή της οποίας να επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος, με αποτέλεσμα δυσμενείς (επαχθείς) συνέπειες στα συμφέροντα των υποχρέων - εναγομένων, ώστε να μπορεί η άσκηση αυτή να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική. Ως τέτοιες επαχθείς συνέπειες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν η υποχρέωση των αναιρεσειόντων, ηλικίας 27 και 25 ετών, αντίστοιχα, και αρχιτεκτόνων στο επάγγελμα, να αποδώσουν το 1/6 της κληρονομίας αξίας (της κληρονομίας) 1.601.829 ευρώ, της θανούσης θείας τους - θυγατέρας του ενάγοντος, που αποτελεί το κατά νόμον ελάχιστο όριο του δικαιώματος του τελευταίου επί της κληρονομίας αυτής (νόμιμη μοίρα), ούτε τα επικαλούμενα "προβλήματα" στη μισθωτική σχέση των αναιρεσειόντων με τη μισθώτρια εταιρεία "SPRIDER ABEE" σχετικά με το μίσθιο κληρονομιαίο ακίνητο που βρίσκεται στους …Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε ως μη νόμιμη (υπό τα περιστατικά αυτά) την προταθείσα αυτή ένσταση, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη μη εφαρμογή, την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, της ουσίας και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Στα περιστατικά αυτά που ανέλαβε υπόψη το Εφετείο περιλαμβάνεται και η γνώση του ενάγοντος ως προς την ύπαρξη της διαθήκης της θυγατέρας του (όχι όμως και ότι ο ενάγων συμφωνούσε με αυτήν, όπως αναφέρουν οι αναιρεσείοντες το πρώτον στην αναίρεσή τους) καθώς και οι διαπραγματεύσεις προ του θανάτου της θυγατέρας του και μετά από αυτόν για την εκμίσθωση του προαναφερθέντος ακινήτου, ήδη κληρονομιαίου, που βρίσκεται στους …. Επομένως αβασίμως οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεώς τους και υπό την επίκληση του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και τους ισχυρισμούς αυτούς, που είχαν προτείνει μεταξύ των άλλων ως στοιχεία της επικαλούμενης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος.
IV. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-12-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.1018/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: