Απόφαση 505 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Χρησικτησία.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.
Θέμα
Χρησικτησία.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.
Αριθμός 505/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Π. του Θ. , κατοίκου ... και 2)Κ. χας Π. Π., κατοίκου ... Η 1η παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος, ανακαλώντας την από 5/11/2013 δήλωσή της και η 2η παραστάθηκε με την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο της.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/8/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 97/2010 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης λόγω αρμοδιότητας, 62/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και 8/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 12/3/2013 αίτηση και τους από 20/8/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος της. Η 1η αναιρεσίβλητη (ατομικά και ως πληρεξούσια της 2ης) ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθ. 4 του Ν 3127/2003 ορίζεται ότι: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ".
Από τις άνω διατάξεις του άρθρου 4 του Ν 3127/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 1042 ΑΚ, προκύπτει, ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτούνται αδιατάρακτος νομή επί 30 έτη του πράγματος και καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν γνωρίζει ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το εκκαλούν εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη αναιρεσείον), είχε δικαίωμα κυριότητας σε ένα οικόπεδο που βρίσκεται στην …το Ο.Τ. … του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στη θέση με παλιά ονομασία "... " και σημερινή "... " με συνολικό εμβαδόν 1.255 τ.μ. Το οικόπεδο είναι καταγεγραμμένο με αριθμό … στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων που τηρείται στη Κτηματική Υπηρεσία του Νομού Έβρου. Το επίδικο αποτελεί μικρότερο τμήμα του δημοσίου αυτού κτήματος, έχει έκταση 135,05 τετραγωνικών μέτρων και συνορεύει βόρεια σε πλευρά 7,35 μέτρων με το ακίνητο του εκκαλούντος-εναγομένου, νότια σε πλευρά 7,60 μέτρων με την οδό …, ανατολικά σε πλευρά 17,80 μέτρων με άλλο ακίνητο των εφεσιβλήτων-εναγουσών και δυτικά σε πλευρά 18,50 μέτρων επίσης με το δημόσιο κτήμα. Τον Ιούλιο του έτους 1958 εγκαταστάθηκε στο ακίνητο ο Ν. Τ. Τ. του Α. , κάτοικος, όσο ζούσε, …. Το περιέφραξε, άρχισε να το φροντίζει και μετά από ένα χρόνο περίπου απευθύνθηκε στην πολεοδομική αρχή της Αλεξανδρούπολης, έλαβε νόμιμα από αυτή την υπ' αριθμό 165/1959 άδεια οικοδόμησης και έκτισε το έτος 1959 στο ακίνητο ένα ισόγειο σπίτι το οποίο χρησιμοποιούσε έκτοτε ως κύρια κατοικία του ίδιου και της οικογένειας του. Ο δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων-εναγουσών, όταν απέκτησε τη νομή του ακινήτου, δεν τελούσε σε κακή πίστη. Αντίθετα ο Ν. Τ. του Α. είχε ακλόνητη πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα στο ακίνητο, παρά το γεγονός ότι ο πωλητής δεν είχε στην πραγματικότητα δικαίωμα κυριότητας σε αυτό, επειδή ο έως τότε νομέας του ακινήτου, Ν. Κ. του Ι. , το είχε παραδώσει σε αυτόν με πώληση που κατάρτισε μαζί του (βλ. το υπ' αριθμό ... /1958 συμβολαιογραφικό έγγραφο του άλλοτε συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Χρήστου Μαρμαρά που μεταγράφηκε νόμιμα στις 25-7-1958 στον Τόμο … με αύξοντα αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών Αλεξανδρούπολης). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το εκκαλούν-εναγόμενο δεν είχε προβάλει ποτέ από το έτος 1945 έως τότε, αλλά και έως το Μάιο του έτους 2005 την εμπράγματη αξίωση του στο ακίνητο (βλ. και το υπ' αριθμό 1032/5-2005 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αλεξανδρούπολης). Αποδεικνύεται επίσης ότι ο Ν. Τ. του Α. για να ανοικοδομήσει το ακίνητο έλαβε τρία (3) δάνεια συνολικού ποσού 60.000 δραχμών από τον Ο.Ε.Κ.. Ο δανειολήπτης, νομέας, μάλιστα παραχώρησε με σύμβαση στο δανειοδότη οργανισμό, δικαίωμα για εγγραφή τριών (3) υποθηκών στο επίδικο με σκοπό να εξασφαλισθεί η απαίτηση του για απόδοση του ποσού των δανείων. Ο Ν. Τ. του Α. απέδωσε σταδιακά τα ποσά που είχε λάβει από τον Ο.Ε.Κ. ως δάνειο έως και το έτος 1980 με οικονομίες από την πενιχρή σύνταξη που λάμβανε ως συνταξιούχος μυλεργάτης. Αν συνεπώς ο Ν. Τ. του Α. γνώριζε, όταν στις 25-7-1958 απέκτησε τη νομή του επιδίκου, ότι ο δικαιοπάροχος του Ν. Κ. του Ι. δεν είχε δικαίωμα κυριότητας σε αυτό και πολύ περισσότερο ότι επρόκειτο για ακίνητο του Δημοσίου, το οποίο τότε εξαιρείτο από τη χρησικτησία, δεν θα είχε υποβληθεί μεταγενέστερα σε τόσο κόπο και έξοδα για να το αξιοποιήσει, επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει πρωτότυπα την κυριότητα του. Ο Ν. Κ. του Ι. , βέβαια είχε πληροφορηθεί ότι το επίδικο είχε καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα και είχε στραφεί εναντίον του Δημοσίου με την από 12-4-1954 αναγνωριστική της κυριότητας του στο ακίνητο αγωγή, την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του (ήδη) Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Δικαστήριο αυτό είχε εκδώσει την υπ' αριθμό 375/1954 μη οριστική απόφαση του, αλλά έκτοτε κανείς διάδικος δεν επέσπευσε περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης με συνέπεια ο Ν. Κ. του Ι. να εξακολουθήσει να παραμένει σταθερά στο ακίνητο και να το έχει στην πλήρη διάθεση του. Η δίκη εξάλλου αυτή είχε αρχίσει με δική του πρωτοβουλία και όχι του Δημοσίου. Όταν συνεπώς μετά από τέσσερα (4) περίπου χρόνια μεταβίβασε το επίδικο στο Ν. Τ. του Α., πίστευε ακράδαντα ότι επρόκειτο για ιδιοκτησία του. Για το λόγο αυτό διαβεβαίωσε τότε ρητά τον αγοραστή του επιδίκου ότι μεταβιβάζει σε αυτόν ακίνητο του, το οποίο δεν βαρύνεται με δικαίωμα τρίτου και συγκεκριμένα "ελεύθερον παντός εννόμου βάρους (...) και τρίτου εκνικήσεως", όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης που προαναφέρθηκε. Με τα δεδομένα αυτά ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαιολογημένα απόλυτη βεβαιότητα ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου. Ο νομέας αυτός του επιδίκου πέθανε στην Αλεξανδρούπολη στις 28-12-1985. Με την υπ' αριθμό ... /2-7-1985 δημόσια διαθήκη του, την οποία είχε συντάξει με δήλωση του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Θ. Καραπιπέρη, κατέλιπε το ακίνητο στη μητέρα της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας, Ά. Β. του Κ., σύζυγο Θ. Π. , επειδή ως από πάντα γειτόνισσα του, βρισκόταν κοντά του, τον αγαπούσε, τον φρόντιζε και είχε και την επιμέλεια του σπιτιού του. Η από διαθήκη αυτή κληρονόμος - μετά τη νόμιμη δημοσίευση της διάταξης τελευταίας βούλησης - αποδέχθηκε την κληρονομιά του διαθέτη και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο ακίνητο που δικαιολογημένα θεωρούσε πλέον δικό της και διέμενε εκεί και με την κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη-ενάγουσα (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη). Η θετή όμως θυγατέρα του διαθέτη και αναγκαία κληρονόμος του, Κ. Τ. του Ν., σύζυγος Π. Π. (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη) επιδείκνυε επίσης έντονο ενδιαφέρον για το κληρονομιαίο ακίνητο του πατέρα της στην …, επειδή το οικόπεδο βρισκόταν σε καλή και ανεπτυγμένη οικιστικά περιοχή της πόλης. Για το λόγο αυτό, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο διαθέτης την είχε αποκληρώσει, έσπευσε αρχικά να προστατεύει αυτοδύναμα τη σύννομη της στο επίδικο (βλ. την υπ' αριθμό 312/2-2-1988 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης). Παράλληλα όμως άσκησε αμέσως εναντίον της Ά. Β. του Κ. , συζύγου Θ. Π. την από 12-5-1986 και με αύξοντα αριθμό πράξης κατάθεσης 45/1986 αγωγή της περί κλήρου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έβρου. Η αγωγή αυτή ευδοκίμησε, η δεύτερη εφεσίβλητη-ενάγουσα αναγνωρίσθηκε νόμιμη μεριδούχος σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του θετού πατέρα της, αποδέχθηκε την κληρονομιά του και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Το εκκαλούν εναγόμενο όμως δεν συμμετείχε ως τρίτος στις δίκες αυτές ούτε κατά τη δωδεκαετή διάρκεια τους ούτε και μετά το πέρας τους. Η υπ' αριθμό 416/1994 απόφαση μάλιστα του Εφετείου Θράκης-που κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ' αριθμό 122/1998 απόφασης του Αρείου Πάγου -δέχθηκε παρεμπιπτόντως ότι ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο, το οποίο αποτελούσε τη μόνη ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του. Η παραδοχή αυτή της δικαστικής απόφασης που προαναφέρθηκε σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι το εκκαλούν - εναγόμενο δεν έλαβε μέρος ως παρεμβαίνον στη δικαστική διένεξη μεταξύ της μητέρας της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και της δεύτερης από αυτές επιβεβαιώνουν την ήδη σχηματισμένη, εύλογη και στέρεη αντίληψη τους ότι μετά το θάνατο του κληρονομουμένου είχαν αποκτήσει δικαίωμα τουλάχιστον συγκυριότητας στο επίδικο με καθολική διαδοχή. Η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. παρέδωσε στις 12-5-1997 τη σύννομη της στο ακίνητο στην κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη - ενάγουσα, Μ. Π. του Θ. σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης του, την οποία κατάρτισε μαζί της (βλ. και το υπ' αριθμό ... /28-1-1997 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Σ.Χρυσάκη που μεταγράφηκε νόμιμα στις 12-5-1997 στον Τόμο … και με αύξοντα αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης). Η αγοράστρια είναι Δικηγόρος Αλεξανδρούπολης, είχε υπερασπισθεί τη μητέρα της σε όλες τις δίκες εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης- ενάγουσας, γνώριζε πολύ καλά την υπόθεση, επειδή αφορούσε και την ίδια και συνεπώς θεωρούσε εύλογα ότι, όταν παρέλαβε το ακίνητο από τη μητέρα της, είχε αποκτήσει δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό. Με το δεδομένο αυτό εγκαταστάθηκε στο ακίνητο και άρχισε να το συντηρεί με τις κατάλληλες εργασίες που ανέθετε και σε τρίτα πρόσωπα. Από το έτος 1998 και εφεξής οι εφεσίβλητες - ενάγουσες, συννομείς του ακινήτου, με βεβαιότητα ότι έχουν δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό φρόντιζαν να το διατηρούν σε καλή κατάσταση, το δήλωναν ως ιδιοκτησία τους στις αρμόδιες φορολογικές και άλλες αρχές (Εθνικό Κτηματολόγιο κ.λπ.), κατέβαλλαν τα τέλη που αναλογούσαν σε αυτό και σχεδίαζαν να κατεδαφίσουν το παλιό κτίσμα στο οικόπεδο και να κατασκευάσουν σε αυτό νέα οικοδομή. Στις 2-2-2004 όμως ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Έβρου επέδωσε σε αυτές το 92/26-1-2004 πρωτόκολλο καθορισμού αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος και οι εφεσίβλητες - ενάγουσες πληροφορήθηκαν τότε για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο επικαλείται δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο. Αποδεικνύεται όμως ότι το επίδικο ακίνητο νέμονταν αδιατάρακτα από τον Ιούλιο του έτους 1958 έως και 19-3-2003, δηλαδή για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τριάντα (30) έτη, αρχικά ο Ν. Τ. Τ. του Α. , απώτερος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και άμεσος δικαιοπάροχος της δεύτερης από αυτές, στη συνέχεια η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. , άμεσος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και η δεύτερη από αυτές και τέλος από το έτος 1998 έως και 19-3-2003 μαζί και οι δύο εφεσίβλητες - ενάγουσες. Οι νομείς μάλιστα του ακινήτου νέμονταν το πράγμα χωρίς κακή πίστη και συνεπώς η ένσταση του εκκαλούντος-εναγομένου για το αντίθετο, την οποία επαναφέρει νόμιμα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι εφεσίβλητες-ενάγουσες επομένως απέκτησαν δικαίωμα συγκυριότητας στο επίδικο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η καθεμία τους με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 β και γ Ν. 3127/2003". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι είναι βάσιμη και κατ'ουσίαν η ένδικη - από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν.3127/2003 και του ΑΚ που προεκτέθηκαν, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία καθ'όσον αφορά τόσο την παραδοχή της αγωγής όσο και την απόρριψη της άνω ένστασης. Ειδικότερα, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι ο δικαιοπάροχος των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγουσών, Ν. Τ. του Α. , κατά την απόκτηση του επιδίκου από το Ν. Κ. του Ι. με το προεκτεθέν -... /1958- αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ήταν καλής πίστης, είχε δηλαδή την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητά του.
Συνεπώς, ο πρώτος από τον αριθμό 1 και πρώτος πρόσθετος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Σ'αυτά περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, κατά το άρθρο 270 παρ.2 εδάφ. γ'ΚΠολΔ, όταν έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, οι οποίες αποτελούν αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Όταν όμως αυτές έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό διάφορο των εγγράφων, γι'αυτό και δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, που έκρινε βάσιμη την ένδικη -από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, δεν έλαβε υπόψη 1) την από 17.5.2005 ένορκη βεβαίωση του Α. Α. του Δ. που λήφτηκε στα πλαίσια δίκης που προηγήθηκε και 2) το υπ' αριθμ. 51/18.1.2010 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, με το οποίο βεβαιώνεται η εγγραφή της από 309.4.1953 αγωγής του Ν. Κ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου που απευθύνεται στο Πρωτοδικείου 'Εβρου, στα Βιβλία Διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, που είχε επικαλεστεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως, από τη βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη "και τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι τούτο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα (ένορκη βεβαίωση και πιστοποιητικό) και επομένως ο ερευνώμενος αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.3.2013 αίτηση και τους πρόσθετους λόγους του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 8/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθ. 4 του Ν 3127/2003 ορίζεται ότι: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ".
Από τις άνω διατάξεις του άρθρου 4 του Ν 3127/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 1042 ΑΚ, προκύπτει, ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτούνται αδιατάρακτος νομή επί 30 έτη του πράγματος και καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν γνωρίζει ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το εκκαλούν εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη αναιρεσείον), είχε δικαίωμα κυριότητας σε ένα οικόπεδο που βρίσκεται στην …το Ο.Τ. … του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στη θέση με παλιά ονομασία "... " και σημερινή "... " με συνολικό εμβαδόν 1.255 τ.μ. Το οικόπεδο είναι καταγεγραμμένο με αριθμό … στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων που τηρείται στη Κτηματική Υπηρεσία του Νομού Έβρου. Το επίδικο αποτελεί μικρότερο τμήμα του δημοσίου αυτού κτήματος, έχει έκταση 135,05 τετραγωνικών μέτρων και συνορεύει βόρεια σε πλευρά 7,35 μέτρων με το ακίνητο του εκκαλούντος-εναγομένου, νότια σε πλευρά 7,60 μέτρων με την οδό …, ανατολικά σε πλευρά 17,80 μέτρων με άλλο ακίνητο των εφεσιβλήτων-εναγουσών και δυτικά σε πλευρά 18,50 μέτρων επίσης με το δημόσιο κτήμα. Τον Ιούλιο του έτους 1958 εγκαταστάθηκε στο ακίνητο ο Ν. Τ. Τ. του Α. , κάτοικος, όσο ζούσε, …. Το περιέφραξε, άρχισε να το φροντίζει και μετά από ένα χρόνο περίπου απευθύνθηκε στην πολεοδομική αρχή της Αλεξανδρούπολης, έλαβε νόμιμα από αυτή την υπ' αριθμό 165/1959 άδεια οικοδόμησης και έκτισε το έτος 1959 στο ακίνητο ένα ισόγειο σπίτι το οποίο χρησιμοποιούσε έκτοτε ως κύρια κατοικία του ίδιου και της οικογένειας του. Ο δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων-εναγουσών, όταν απέκτησε τη νομή του ακινήτου, δεν τελούσε σε κακή πίστη. Αντίθετα ο Ν. Τ. του Α. είχε ακλόνητη πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα στο ακίνητο, παρά το γεγονός ότι ο πωλητής δεν είχε στην πραγματικότητα δικαίωμα κυριότητας σε αυτό, επειδή ο έως τότε νομέας του ακινήτου, Ν. Κ. του Ι. , το είχε παραδώσει σε αυτόν με πώληση που κατάρτισε μαζί του (βλ. το υπ' αριθμό ... /1958 συμβολαιογραφικό έγγραφο του άλλοτε συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Χρήστου Μαρμαρά που μεταγράφηκε νόμιμα στις 25-7-1958 στον Τόμο … με αύξοντα αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών Αλεξανδρούπολης). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το εκκαλούν-εναγόμενο δεν είχε προβάλει ποτέ από το έτος 1945 έως τότε, αλλά και έως το Μάιο του έτους 2005 την εμπράγματη αξίωση του στο ακίνητο (βλ. και το υπ' αριθμό 1032/5-2005 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αλεξανδρούπολης). Αποδεικνύεται επίσης ότι ο Ν. Τ. του Α. για να ανοικοδομήσει το ακίνητο έλαβε τρία (3) δάνεια συνολικού ποσού 60.000 δραχμών από τον Ο.Ε.Κ.. Ο δανειολήπτης, νομέας, μάλιστα παραχώρησε με σύμβαση στο δανειοδότη οργανισμό, δικαίωμα για εγγραφή τριών (3) υποθηκών στο επίδικο με σκοπό να εξασφαλισθεί η απαίτηση του για απόδοση του ποσού των δανείων. Ο Ν. Τ. του Α. απέδωσε σταδιακά τα ποσά που είχε λάβει από τον Ο.Ε.Κ. ως δάνειο έως και το έτος 1980 με οικονομίες από την πενιχρή σύνταξη που λάμβανε ως συνταξιούχος μυλεργάτης. Αν συνεπώς ο Ν. Τ. του Α. γνώριζε, όταν στις 25-7-1958 απέκτησε τη νομή του επιδίκου, ότι ο δικαιοπάροχος του Ν. Κ. του Ι. δεν είχε δικαίωμα κυριότητας σε αυτό και πολύ περισσότερο ότι επρόκειτο για ακίνητο του Δημοσίου, το οποίο τότε εξαιρείτο από τη χρησικτησία, δεν θα είχε υποβληθεί μεταγενέστερα σε τόσο κόπο και έξοδα για να το αξιοποιήσει, επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει πρωτότυπα την κυριότητα του. Ο Ν. Κ. του Ι. , βέβαια είχε πληροφορηθεί ότι το επίδικο είχε καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα και είχε στραφεί εναντίον του Δημοσίου με την από 12-4-1954 αναγνωριστική της κυριότητας του στο ακίνητο αγωγή, την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του (ήδη) Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Δικαστήριο αυτό είχε εκδώσει την υπ' αριθμό 375/1954 μη οριστική απόφαση του, αλλά έκτοτε κανείς διάδικος δεν επέσπευσε περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης με συνέπεια ο Ν. Κ. του Ι. να εξακολουθήσει να παραμένει σταθερά στο ακίνητο και να το έχει στην πλήρη διάθεση του. Η δίκη εξάλλου αυτή είχε αρχίσει με δική του πρωτοβουλία και όχι του Δημοσίου. Όταν συνεπώς μετά από τέσσερα (4) περίπου χρόνια μεταβίβασε το επίδικο στο Ν. Τ. του Α., πίστευε ακράδαντα ότι επρόκειτο για ιδιοκτησία του. Για το λόγο αυτό διαβεβαίωσε τότε ρητά τον αγοραστή του επιδίκου ότι μεταβιβάζει σε αυτόν ακίνητο του, το οποίο δεν βαρύνεται με δικαίωμα τρίτου και συγκεκριμένα "ελεύθερον παντός εννόμου βάρους (...) και τρίτου εκνικήσεως", όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης που προαναφέρθηκε. Με τα δεδομένα αυτά ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαιολογημένα απόλυτη βεβαιότητα ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου. Ο νομέας αυτός του επιδίκου πέθανε στην Αλεξανδρούπολη στις 28-12-1985. Με την υπ' αριθμό ... /2-7-1985 δημόσια διαθήκη του, την οποία είχε συντάξει με δήλωση του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Θ. Καραπιπέρη, κατέλιπε το ακίνητο στη μητέρα της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας, Ά. Β. του Κ., σύζυγο Θ. Π. , επειδή ως από πάντα γειτόνισσα του, βρισκόταν κοντά του, τον αγαπούσε, τον φρόντιζε και είχε και την επιμέλεια του σπιτιού του. Η από διαθήκη αυτή κληρονόμος - μετά τη νόμιμη δημοσίευση της διάταξης τελευταίας βούλησης - αποδέχθηκε την κληρονομιά του διαθέτη και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο ακίνητο που δικαιολογημένα θεωρούσε πλέον δικό της και διέμενε εκεί και με την κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη-ενάγουσα (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη). Η θετή όμως θυγατέρα του διαθέτη και αναγκαία κληρονόμος του, Κ. Τ. του Ν., σύζυγος Π. Π. (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη) επιδείκνυε επίσης έντονο ενδιαφέρον για το κληρονομιαίο ακίνητο του πατέρα της στην …, επειδή το οικόπεδο βρισκόταν σε καλή και ανεπτυγμένη οικιστικά περιοχή της πόλης. Για το λόγο αυτό, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο διαθέτης την είχε αποκληρώσει, έσπευσε αρχικά να προστατεύει αυτοδύναμα τη σύννομη της στο επίδικο (βλ. την υπ' αριθμό 312/2-2-1988 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης). Παράλληλα όμως άσκησε αμέσως εναντίον της Ά. Β. του Κ. , συζύγου Θ. Π. την από 12-5-1986 και με αύξοντα αριθμό πράξης κατάθεσης 45/1986 αγωγή της περί κλήρου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έβρου. Η αγωγή αυτή ευδοκίμησε, η δεύτερη εφεσίβλητη-ενάγουσα αναγνωρίσθηκε νόμιμη μεριδούχος σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του θετού πατέρα της, αποδέχθηκε την κληρονομιά του και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Το εκκαλούν εναγόμενο όμως δεν συμμετείχε ως τρίτος στις δίκες αυτές ούτε κατά τη δωδεκαετή διάρκεια τους ούτε και μετά το πέρας τους. Η υπ' αριθμό 416/1994 απόφαση μάλιστα του Εφετείου Θράκης-που κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ' αριθμό 122/1998 απόφασης του Αρείου Πάγου -δέχθηκε παρεμπιπτόντως ότι ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο, το οποίο αποτελούσε τη μόνη ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του. Η παραδοχή αυτή της δικαστικής απόφασης που προαναφέρθηκε σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι το εκκαλούν - εναγόμενο δεν έλαβε μέρος ως παρεμβαίνον στη δικαστική διένεξη μεταξύ της μητέρας της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και της δεύτερης από αυτές επιβεβαιώνουν την ήδη σχηματισμένη, εύλογη και στέρεη αντίληψη τους ότι μετά το θάνατο του κληρονομουμένου είχαν αποκτήσει δικαίωμα τουλάχιστον συγκυριότητας στο επίδικο με καθολική διαδοχή. Η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. παρέδωσε στις 12-5-1997 τη σύννομη της στο ακίνητο στην κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη - ενάγουσα, Μ. Π. του Θ. σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης του, την οποία κατάρτισε μαζί της (βλ. και το υπ' αριθμό ... /28-1-1997 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Σ.Χρυσάκη που μεταγράφηκε νόμιμα στις 12-5-1997 στον Τόμο … και με αύξοντα αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης). Η αγοράστρια είναι Δικηγόρος Αλεξανδρούπολης, είχε υπερασπισθεί τη μητέρα της σε όλες τις δίκες εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης- ενάγουσας, γνώριζε πολύ καλά την υπόθεση, επειδή αφορούσε και την ίδια και συνεπώς θεωρούσε εύλογα ότι, όταν παρέλαβε το ακίνητο από τη μητέρα της, είχε αποκτήσει δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό. Με το δεδομένο αυτό εγκαταστάθηκε στο ακίνητο και άρχισε να το συντηρεί με τις κατάλληλες εργασίες που ανέθετε και σε τρίτα πρόσωπα. Από το έτος 1998 και εφεξής οι εφεσίβλητες - ενάγουσες, συννομείς του ακινήτου, με βεβαιότητα ότι έχουν δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό φρόντιζαν να το διατηρούν σε καλή κατάσταση, το δήλωναν ως ιδιοκτησία τους στις αρμόδιες φορολογικές και άλλες αρχές (Εθνικό Κτηματολόγιο κ.λπ.), κατέβαλλαν τα τέλη που αναλογούσαν σε αυτό και σχεδίαζαν να κατεδαφίσουν το παλιό κτίσμα στο οικόπεδο και να κατασκευάσουν σε αυτό νέα οικοδομή. Στις 2-2-2004 όμως ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Έβρου επέδωσε σε αυτές το 92/26-1-2004 πρωτόκολλο καθορισμού αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος και οι εφεσίβλητες - ενάγουσες πληροφορήθηκαν τότε για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο επικαλείται δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο. Αποδεικνύεται όμως ότι το επίδικο ακίνητο νέμονταν αδιατάρακτα από τον Ιούλιο του έτους 1958 έως και 19-3-2003, δηλαδή για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τριάντα (30) έτη, αρχικά ο Ν. Τ. Τ. του Α. , απώτερος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και άμεσος δικαιοπάροχος της δεύτερης από αυτές, στη συνέχεια η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. , άμεσος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και η δεύτερη από αυτές και τέλος από το έτος 1998 έως και 19-3-2003 μαζί και οι δύο εφεσίβλητες - ενάγουσες. Οι νομείς μάλιστα του ακινήτου νέμονταν το πράγμα χωρίς κακή πίστη και συνεπώς η ένσταση του εκκαλούντος-εναγομένου για το αντίθετο, την οποία επαναφέρει νόμιμα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι εφεσίβλητες-ενάγουσες επομένως απέκτησαν δικαίωμα συγκυριότητας στο επίδικο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η καθεμία τους με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 β και γ Ν. 3127/2003". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι είναι βάσιμη και κατ'ουσίαν η ένδικη - από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν.3127/2003 και του ΑΚ που προεκτέθηκαν, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία καθ'όσον αφορά τόσο την παραδοχή της αγωγής όσο και την απόρριψη της άνω ένστασης. Ειδικότερα, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι ο δικαιοπάροχος των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγουσών, Ν. Τ. του Α. , κατά την απόκτηση του επιδίκου από το Ν. Κ. του Ι. με το προεκτεθέν -... /1958- αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ήταν καλής πίστης, είχε δηλαδή την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητά του.
Συνεπώς, ο πρώτος από τον αριθμό 1 και πρώτος πρόσθετος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Σ'αυτά περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, κατά το άρθρο 270 παρ.2 εδάφ. γ'ΚΠολΔ, όταν έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, οι οποίες αποτελούν αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Όταν όμως αυτές έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό διάφορο των εγγράφων, γι'αυτό και δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, που έκρινε βάσιμη την ένδικη -από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, δεν έλαβε υπόψη 1) την από 17.5.2005 ένορκη βεβαίωση του Α. Α. του Δ. που λήφτηκε στα πλαίσια δίκης που προηγήθηκε και 2) το υπ' αριθμ. 51/18.1.2010 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, με το οποίο βεβαιώνεται η εγγραφή της από 309.4.1953 αγωγής του Ν. Κ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου που απευθύνεται στο Πρωτοδικείου 'Εβρου, στα Βιβλία Διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, που είχε επικαλεστεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως, από τη βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη "και τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι τούτο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα (ένορκη βεβαίωση και πιστοποιητικό) και επομένως ο ερευνώμενος αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.3.2013 αίτηση και τους πρόσθετους λόγους του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 8/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου