Απόφαση 54 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Πότε ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση και ούτε άρνηση της αγωγής.
Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Πότε ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση και ούτε άρνηση της αγωγής.
Αριθμός 54/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Ο. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Διαμαντόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. χήρας Δ. Γ., το γένος Τ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τρανσβαλίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/10/1994 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 505/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/7/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ "είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κάθε μεταγενέστερη (με τις προτάσεις της πρωτόδικης συζήτησης ή με τις προτάσεις του εφετείου) προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση από άλλη, απαγορεύεται, αποτρέποντας, έτσι, τον αιφνιδιασμό του εναγομένου. Η παράβαση του κανόνα σημαίνει παράβαση της αρχής τηρήσεως της προδικασίας, με συνέπεια την απόρριψη της νέας βάσης ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 111 παρ. 2). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994 - διεκδικητικής αγωγής της, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί του περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου, εμβαδού 468,70 τ.μ. και να διαταχθεί η απόδοσή του σ'αυτήν, εφόσον ο εναγόμενος - ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και στη θέση του υπεισήλθε ο ήδη αναιρεσείων γιος του και καθολικός διάδοχός του - το κατέλαβε κατά το έτος 1990 "αυθαιρέτως, αυτογνωμόνως και παρά τη θέλησή της", ως αποτελώντας τμήμα του επίσης περιγραφόμενου αγρού, εμβαδού 4.000 τ.μ. που απέκτησε την κυριότητα με την από 28-6-1985 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, η οποία νόμιμα δημοσιεύτηκε και κηρύχτηκε κυρία, έγινε αποδεκτή από την ίδια και μεταγράφηκε νόμιμα η δήλωση αποδοχής της, είχε δε περιέλθει στην κυριότητα του κληρονομηθέντος από αυτήν συζύγου της από αγορά από τον Π. Α. του Α. με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. α' και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη θεμελιωτικό της μεταβολής της βάσης της αγωγής ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας) παραλείποντας να τον κηρύξει απαράδεκτο και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό της που πρόβαλε με τις από 2-12-2009 προτάσεις της, μετά την έκδοση της 356/1995 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα δύο ξεχωριστών ακινήτων συνολικής έκτασης 4.800 τμ., ήτοι και του αγρού εμβαδού 800 τ.μ. που είχε αποκτήσει ο σύζυγός της από αγορά με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, με τον οποίο μεταβαλλόταν ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (από τον παράγωγο και - επικουρικά - τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης του επιδίκου ακινήτου από την αναιρεσίβλητη) ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο - του άνω αγρού εμβαδού 4000 τ.μ., που ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης είχε αποκτήσει με το προεκτεθέν …/27-2-1973- συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των - ανωτέρω -από 2-12-2009- προτάσεων της αναιρεσίβλητης στον πρώτο βαθμό προκύπτει, ότι αυτή - αναιρεσίβλητη- δεν προέβαλε τον προεκτεθέντα ισχυρισμό, αλλά απεναντίας, εκτιμώντας το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονος πολιτικού υπομηχανικού της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Χαλκιδικής Ε. Κ. - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 - υπεραμύνθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό της, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο- του ακινήτου έκτασης 4000 τ.μ. του άνω …/27-2-1973- αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Επομένως, υπό τα δεδομένα αυτά, ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041, 1045 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), αποτελεί ένσταση, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή ή συμπίπτουν με αυτά της αγωγής όχι εξολοκλήρου, αλλά τόσο ώστε ο υπολειπόμενος χρόνος να μη είναι αρκετός για θεμελίωση της αγωγής (ΑΠ 1589/2008 Ελλ Δνη 49.1456). Εξάλλου, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (από τη δικονομική μεταρρύθμιση του ν.1478/1984 για τις υποθέσεις που υπήγοντο στην τακτική διαδικασία του μονομελούς πρωτοδικείου, ήδη δε με την κατάργηση του άρθρου 341 ΚΠολΔ με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν.2915/2001 για όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, εφόσον, όμως, ο σχετικός ισχυρισμός έχει απορριφθεί ως αναπόδεικτος από έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων, κατ' εφαρμογή του κανόνος, κατά τον οποίο "μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, ο αντίδικος απαλλάσσεται" και όχι επειδή οι αντίθετες αποδείξεις θεωρήθηκαν επαρκείς προς απόδειξη του αντίθετου του περί ου πρόκειται ισχυρισμού, ο οποίος και ένεκα τούτου απορρίφτηκε, διότι, στην περίπτωση αυτή, η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους της απόδειξης στερείται σημασίας και γι' αυτό ελλείπει το έννομο συμφέρον για την προβολή τέτοιας αιτίασης. Το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), αν με την έφεση δεν προβάλλεται σφάλμα ως προς την κατανομή του βάρους της απόδειξης, αλλά εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, προβαίνει στην επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού προηγουμένως κατανείμει αυτό, σύμφωνα με το νόμο, το βάρος της απόδειξης. Τέλος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994- διεκδικητικής αγωγής προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) ισχυρίστηκε, ότι έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου με τον προμνημονευθέντα νόμιμο παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, δυνάμει της από 28-6-1985 ιδιόγραφης διαθήκης του, που αποδέχθηκε συμβολαιογραφικώς και μετέγραψε την περί αποδοχής συμβολαιογραφική πράξη τη 1-9-1992) και επικουρικά με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, συνυπολογιζόμενου του δικού της χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, ως νεμηθέντες αυτή μεν από το έτος 1985 που, ως άνω, το απέκτησε, μέχρι το έτος 1990 που ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος αυθαιρέτως το κατέλαβε και έκτοτε παράνομα το κατέχει, οι δε δικαιοπάροχοί της (άμεσος και απώτερος) και ειδικότερα ο απώτερος (Π. Α. Α.) από το έτος 1936 που περιήλθε σ' αυτόν από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του - κατά το έτος 1936- αποβιώσαντος πατέρα του, Α. Α. Α., και έκτοτε συνεχώς μέχρι της μεταβιβάσεώς του με το …/27-2-1973 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στο σύζυγό της (άμεσο δικαιοπάροχό της) και ο τελευταίος από την περιέλευσή του σ' αυτόν με το πιο πάνω συμβόλαιο μέχρι τον κατά τα άνω θάνατό του -στις 13-9-1985- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Εξάλλου, ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των από 30-11-2009 προτάσεών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είχε ισχυριστεί ότι έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο (από αγορά από αληθινό κύριο με το …/18-12-1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Συκιάς Τρύφωνα Κυριακίδη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί) και επικουρικά με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), ως νεμηθείς αυτό -επίδικο ακίνητο- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας ή της εικοσαετίας, αντίστοιχα, μέχρι την άσκηση της αγωγής (24-10-1994). Ο ισχυρισμός αυτός του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου αποτελεί ένσταση, γιατί μέσα στο χρόνο που κατά τα άνω προβλέπει η αγωγή (1936 έως 1990) χωρούν δύο χρησικτησίας, το δε Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε κατ' ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό και δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας. Ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της -από 8-9-2010- έφεσής του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής) -το οποίο είχε επίσης δεχθεί ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή- είχε ζητήσει την εξαφάνισή της και για το λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Επομένως, το Εφετείο, με το να εξετάσει τον πιο πάνω ισχυρισμό και να κρίνει ότι αποτελεί ένσταση και ακολούθως να τον απορρίψει κατ' ουσία και να δεχθεί ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την αγωγή, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες των αριθμών 8α και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού ούτε παρά το νόμο έλαβε υπόψη τον άνω ισχυρισμό ούτε κατένειμε σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου το αντικειμενικό βάρος απόδειξης αντίθετα στα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8α και 13 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ανεξαρτήτως αυτού, ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο -από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ- μέρος του, προεχόντως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει την αμέσως πιο πάνω αιτίαση, αφού το Εφετείο έκανε ως άνω δεκτή την αγωγή, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του, λόγω επάρκειας των αποδείξεων που προσκομίστηκαν από την αντίδικό του και ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα. Τέλος, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχημάτισε την κρίση του αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και ο παραπάνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όχι χωρίς απόδειξη, αλλά από τη συνεκτίμηση των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, την προαναφερθείσα - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 -έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε από την εισηγήτρια Δικαστή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και από όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-7-2012 αίτηση του Κ. Ο. του Α. για αναίρεση της 505/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ "είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κάθε μεταγενέστερη (με τις προτάσεις της πρωτόδικης συζήτησης ή με τις προτάσεις του εφετείου) προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση από άλλη, απαγορεύεται, αποτρέποντας, έτσι, τον αιφνιδιασμό του εναγομένου. Η παράβαση του κανόνα σημαίνει παράβαση της αρχής τηρήσεως της προδικασίας, με συνέπεια την απόρριψη της νέας βάσης ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 111 παρ. 2). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994 - διεκδικητικής αγωγής της, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί του περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου, εμβαδού 468,70 τ.μ. και να διαταχθεί η απόδοσή του σ'αυτήν, εφόσον ο εναγόμενος - ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και στη θέση του υπεισήλθε ο ήδη αναιρεσείων γιος του και καθολικός διάδοχός του - το κατέλαβε κατά το έτος 1990 "αυθαιρέτως, αυτογνωμόνως και παρά τη θέλησή της", ως αποτελώντας τμήμα του επίσης περιγραφόμενου αγρού, εμβαδού 4.000 τ.μ. που απέκτησε την κυριότητα με την από 28-6-1985 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, η οποία νόμιμα δημοσιεύτηκε και κηρύχτηκε κυρία, έγινε αποδεκτή από την ίδια και μεταγράφηκε νόμιμα η δήλωση αποδοχής της, είχε δε περιέλθει στην κυριότητα του κληρονομηθέντος από αυτήν συζύγου της από αγορά από τον Π. Α. του Α. με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. α' και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη θεμελιωτικό της μεταβολής της βάσης της αγωγής ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας) παραλείποντας να τον κηρύξει απαράδεκτο και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό της που πρόβαλε με τις από 2-12-2009 προτάσεις της, μετά την έκδοση της 356/1995 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα δύο ξεχωριστών ακινήτων συνολικής έκτασης 4.800 τμ., ήτοι και του αγρού εμβαδού 800 τ.μ. που είχε αποκτήσει ο σύζυγός της από αγορά με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, με τον οποίο μεταβαλλόταν ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (από τον παράγωγο και - επικουρικά - τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης του επιδίκου ακινήτου από την αναιρεσίβλητη) ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο - του άνω αγρού εμβαδού 4000 τ.μ., που ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης είχε αποκτήσει με το προεκτεθέν …/27-2-1973- συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των - ανωτέρω -από 2-12-2009- προτάσεων της αναιρεσίβλητης στον πρώτο βαθμό προκύπτει, ότι αυτή - αναιρεσίβλητη- δεν προέβαλε τον προεκτεθέντα ισχυρισμό, αλλά απεναντίας, εκτιμώντας το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονος πολιτικού υπομηχανικού της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Χαλκιδικής Ε. Κ. - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 - υπεραμύνθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό της, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο- του ακινήτου έκτασης 4000 τ.μ. του άνω …/27-2-1973- αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Επομένως, υπό τα δεδομένα αυτά, ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041, 1045 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), αποτελεί ένσταση, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή ή συμπίπτουν με αυτά της αγωγής όχι εξολοκλήρου, αλλά τόσο ώστε ο υπολειπόμενος χρόνος να μη είναι αρκετός για θεμελίωση της αγωγής (ΑΠ 1589/2008 Ελλ Δνη 49.1456). Εξάλλου, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (από τη δικονομική μεταρρύθμιση του ν.1478/1984 για τις υποθέσεις που υπήγοντο στην τακτική διαδικασία του μονομελούς πρωτοδικείου, ήδη δε με την κατάργηση του άρθρου 341 ΚΠολΔ με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν.2915/2001 για όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, εφόσον, όμως, ο σχετικός ισχυρισμός έχει απορριφθεί ως αναπόδεικτος από έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων, κατ' εφαρμογή του κανόνος, κατά τον οποίο "μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, ο αντίδικος απαλλάσσεται" και όχι επειδή οι αντίθετες αποδείξεις θεωρήθηκαν επαρκείς προς απόδειξη του αντίθετου του περί ου πρόκειται ισχυρισμού, ο οποίος και ένεκα τούτου απορρίφτηκε, διότι, στην περίπτωση αυτή, η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους της απόδειξης στερείται σημασίας και γι' αυτό ελλείπει το έννομο συμφέρον για την προβολή τέτοιας αιτίασης. Το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), αν με την έφεση δεν προβάλλεται σφάλμα ως προς την κατανομή του βάρους της απόδειξης, αλλά εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, προβαίνει στην επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού προηγουμένως κατανείμει αυτό, σύμφωνα με το νόμο, το βάρος της απόδειξης. Τέλος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994- διεκδικητικής αγωγής προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) ισχυρίστηκε, ότι έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου με τον προμνημονευθέντα νόμιμο παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, δυνάμει της από 28-6-1985 ιδιόγραφης διαθήκης του, που αποδέχθηκε συμβολαιογραφικώς και μετέγραψε την περί αποδοχής συμβολαιογραφική πράξη τη 1-9-1992) και επικουρικά με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, συνυπολογιζόμενου του δικού της χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, ως νεμηθέντες αυτή μεν από το έτος 1985 που, ως άνω, το απέκτησε, μέχρι το έτος 1990 που ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος αυθαιρέτως το κατέλαβε και έκτοτε παράνομα το κατέχει, οι δε δικαιοπάροχοί της (άμεσος και απώτερος) και ειδικότερα ο απώτερος (Π. Α. Α.) από το έτος 1936 που περιήλθε σ' αυτόν από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του - κατά το έτος 1936- αποβιώσαντος πατέρα του, Α. Α. Α., και έκτοτε συνεχώς μέχρι της μεταβιβάσεώς του με το …/27-2-1973 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στο σύζυγό της (άμεσο δικαιοπάροχό της) και ο τελευταίος από την περιέλευσή του σ' αυτόν με το πιο πάνω συμβόλαιο μέχρι τον κατά τα άνω θάνατό του -στις 13-9-1985- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Εξάλλου, ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των από 30-11-2009 προτάσεών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είχε ισχυριστεί ότι έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο (από αγορά από αληθινό κύριο με το …/18-12-1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Συκιάς Τρύφωνα Κυριακίδη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί) και επικουρικά με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), ως νεμηθείς αυτό -επίδικο ακίνητο- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας ή της εικοσαετίας, αντίστοιχα, μέχρι την άσκηση της αγωγής (24-10-1994). Ο ισχυρισμός αυτός του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου αποτελεί ένσταση, γιατί μέσα στο χρόνο που κατά τα άνω προβλέπει η αγωγή (1936 έως 1990) χωρούν δύο χρησικτησίας, το δε Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε κατ' ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό και δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας. Ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της -από 8-9-2010- έφεσής του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής) -το οποίο είχε επίσης δεχθεί ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή- είχε ζητήσει την εξαφάνισή της και για το λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Επομένως, το Εφετείο, με το να εξετάσει τον πιο πάνω ισχυρισμό και να κρίνει ότι αποτελεί ένσταση και ακολούθως να τον απορρίψει κατ' ουσία και να δεχθεί ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την αγωγή, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες των αριθμών 8α και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού ούτε παρά το νόμο έλαβε υπόψη τον άνω ισχυρισμό ούτε κατένειμε σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου το αντικειμενικό βάρος απόδειξης αντίθετα στα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8α και 13 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ανεξαρτήτως αυτού, ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο -από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ- μέρος του, προεχόντως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει την αμέσως πιο πάνω αιτίαση, αφού το Εφετείο έκανε ως άνω δεκτή την αγωγή, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του, λόγω επάρκειας των αποδείξεων που προσκομίστηκαν από την αντίδικό του και ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα. Τέλος, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχημάτισε την κρίση του αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και ο παραπάνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όχι χωρίς απόδειξη, αλλά από τη συνεκτίμηση των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, την προαναφερθείσα - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 -έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε από την εισηγήτρια Δικαστή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και από όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-7-2012 αίτηση του Κ. Ο. του Α. για αναίρεση της 505/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου