Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ
Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός απόφασης: 1528
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ελλειψη νόμιμης βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων. Παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου. Συμφωνία για τη μη προσαγωγή και επίκληση των...
αποδεικτικών αυτών μέσων σε δίκες ή συμφωνία χρήσης ορισμένου μόνον αποδεικτικού μέσου. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.Δικαστήριο: Άρειος Πάγος
Αριθμός απόφασης: 1528
Έτος: 2011
Περίληψη:
- Ελλειψη νόμιμης βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων. Παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου. Συμφωνία για τη μη προσαγωγή και επίκληση των...
- Κατά την έννοια δε του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999, 28/1997, 12/1995). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως έστω και με συνοπτικές αιτιολογίες, από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (ΟλΑΠ 661/1984).
- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 335 και 338 έως 340 και 561 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, περιλαμβανομένων και των ερμηνευτικών ή στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 ΚΠολΔ. Ωστόσο δεν επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα από αυτά κατά νόμο επιτρεπτά (ΑΠ 544/2005, 190/1995) και σε καταφατική περίπτωση ο λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΑΠ 1137/2001, 416/1999).
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι για το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα εξής: 1) το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, ώστε από τη σύγκριση με εκείνο που δέχθηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα στον Άρειο Πάγο να κρίνει αν υφίσταται
διαγνωστικό λάθος, 2) Το από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο, 3) το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο για το ότι υπάρχουν ή όχι κρίσιμα γεγονότα, 4) ο ουσιώδης πραγματικός
ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο.
- Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 106, 108, 338 παρ. 1 και 559 αριθμ. 11 περίπτ. β' του ΚΠολΔ, η προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων, ακόμη και όταν διατάχθηκε από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 107 του ίδιου Κώδικα, γίνεται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων, οι οποίοι, επομένως, αφού μπορούν να μην προσκομίσουν ή να μην επικαλεστούν ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα που ο νόμος επιτρέπει για την απόδειξη πραγματικών γεγονότων, μπορούν και να συμφωνήσουν τη μη χρησιμοποίηση, δηλαδή τη μη προσαγωγή και επίκληση των αποδεικτικών αυτών μέσων στις μεταξύ τους δίκες. Η ίδια περίπτωση συντρέχει και όταν συμφωνείται η χρήση ορισμένου μόνον αποδεικτικού μέσου, οπότε αποκλείονται τα υπόλοιπα. Η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, αν το αποδεικτικό μέσο που καθορίζεται ως αποκλειστικό είναι απρόσφορο να παράσχει την οικεία απόδειξη, πράγμα που συμβαίνει και όταν υφίσταται εξαρχής αντικειμενική αδυναμία αποκτήσεως ή προσαγωγής του στο δικαστήριο. Διότι τότε η συμφωνία αντίκειται στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τάξη και ειδικότερα στους κανόνες αφενός των άρθρων 179 περίπτ. Α του ΑΚ και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 εδ. α της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (κυρ. ΝΔ 53/19-9-1974), αφού δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του συμβαλλομένου (και δυνάμει διαδίκου) να αξιώσει την παροχή από το αρμόδιο δικαστήριο δίκαιης και αποτελεσματικής έννομης προστασίας, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα του ενδιαφερομένου όχι να προσφύγει απλώς στο δικαστήριο, ασκώντας αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα, αλλά και να προσκομίσει σ' αυτό όσα αποδεικτικά μέσα είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της διαφοράς (ΟλΑΠ 27/1993).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση σ' αυτόν έννοιας μη αληθινής (μη αρμόζουσας), είτε με εσφαλμένη (μη ορθή) εφαρμογή, που υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου εφαρμόζεται ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή δεν εφαρμόζεται ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005).
Διατάξεις:
ΑΚ: 173, 179, 200, 288,
ΚΠολΔ: 106, 107, 108, 338, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19,
559 αριθ. 20,
Δημοσίευση: INLAW 2011
Διατάξεις:
ΑΚ: 173, 179, 200, 288,
ΚΠολΔ: 106, 107, 108, 338, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19,
559 αριθ. 20,
Δημοσίευση: INLAW 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου