Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Αντισυνταγματική κρίθηκε η επέμβαση ΣΔΟΕ στις καταθέσεις - ΣτΕ 1032/2013

Ειδικότερα, το Δ' Τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Σωτ. Ρίζος και εισηγητής η πάρεδρος Ουρανία Νικολαράκου) με την υπ' αριθμ. 1032/2013 απόφασή του έκρινε αντίθετη στα άρθρα 5 (δικαίωμα συμμετοχής στην.... οικονομική κ.λπ. ζωή της χώρας), 17 (προστασία της ιδιοκτησίας) και 25 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου), καθώς επίσης έκρινε αντίθετη και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της περιουσίας) τη διάταξη του άρθρου 30 (παράγραφος 5 περίπτωση ε') του Ν. 3296/2004 που προβλέπει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας.
Πάντως, λόγω της αντισυνταγματικότητας το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι η επίμαχη διάταξη του Ν. 3296/2004, που προβλέπει τις δεσμεύσεις των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακά στοιχεία, συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά – δεδομένου, υπογραμμίζουν οι δικαστές, ότι όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης περιουσιακών του στοιχείων, και μάλιστα ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα.
Το μέτρο αυτό, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του φορολογουμένου. Δηλαδή, της προστασίας αγαθών τα οποία κατοχυρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 5 του Συντάγματος.
Μπορεί μεν, τονίζεται στη δικαστική απόφαση, το μέτρο αυτό να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα, στη διασφάλιση της διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στη διασφάλιση της διατήρησης στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου κατά τη διερεύνηση της πιθανής τέλεσης της παράβασης. Όμως, ο σκοπός και μόνον του μέτρου αυτού δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής άποψης την επίμαχη ρύθμιση του Ν. 3296/2004, καθώς μάλιστα δεν έτυχε περαιτέρω εξειδίκευσης με το Π.Δ. 85/2005 που ακολούθησε.
Από τις συνταγματικές επιταγές, επισημαίνουν οι δικαστές, απαιτείται οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. να διαγράφονται στο νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή του κράτους δικαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση του Ν. 3296/2004 τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου. Όμως, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, με τη χρήση αορίστων εννοιών (που γίνεται στο Ν. 3296/2004) «καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επίμαχου μέτρου».
Εξάλλου, στον επίμαχο νόμο δεν τίθεται κάποιος περιορισμός ούτε ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν υπό δέσμευση, ούτε κυρίως ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως. Επίσης, στο νόμο δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία επιβολής και άρσεως του μέτρου της δεσμεύσεως, με την πρόβλεψη σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων αναλόγων προς τη σοβαρότητα του λαμβανομένου μέτρου.
Κατόπιν αυτών, οι δικαστές έκριναν αντισυνταγματικό και αντίθετο στην ΕΣΔΑ το άρθρο 30 (παράγραφος 5 περίπτωση Ε) του Ν. 3296/2004.
Στην προκειμένη περίπτωση είχε υποβληθεί καταγγελία στην περιφερειακή διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ. Η καταγγελία αφορούσε επιχειρηματία που διατηρεί ατομική επιχείρηση εισαγωγής αγροτικών μηχανημάτων. Από τον έλεγχο των οργάνων του ΣΔΟΕ προέκυψαν ενδείξεις για φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία μεγάλης έκτασης, με χρήση τεχνασμάτων, όπως είναι οι υποτιμολογήσεις. Έτσι αποφασίστηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, κ.λπ. και η απόφαση της δέσμευσης κοινοποιήθηκε στην αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών, η οποία διενεργεί προκαταρκτική εξέταση.

πηγή: enet.gr

ΣτΕ 1032/2013
Αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης που παρέχει στα όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. την εξουσία να δεσμεύουν τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία ελεγχομένων προσώπων
Το μέτρο της δεσμεύσεως των τραπεζικών λογαριασμών και οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων ελεγχομένου προσώπου συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι καθ' όσον χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσεως και διαθέσεως περιουσιακών του στοιχείων, και δη ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα, το μέτρο αυτό συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του, αγαθών, δηλαδή, η προστασία των οποίων κατοχυρώνεται με τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 17 παρ.1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος.

Και ναι μεν, το μέτρο αυτό αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα, στην διασφάλιση της διατηρήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στην διασφάλιση της διατηρήσεως στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου κατά την διερεύνηση της τελέσεως της παραβάσεως, αλλά ο σκοπός και μόνον του μέτρου αυτού δεν εξαρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής απόψεως την επίμαχη ρύθμιση του νόμου, εφ' όσον μάλιστα δεν έτυχε περαιτέρω εξειδικεύσεως με το ως άνω π.δ. 85/2005.

Απαιτείται επί πλέον, εν όψει της επεμβάσεως σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του ελεγχομένου προσώπου, αφ' ενός μεν οι προϋποθέσεις επιβολής του επιμάχου μέτρου να διαγράφονται στο νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, αφ' ετέρου δε η σχετική ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων που τάσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

ΣτΕ   1032/2013

TO ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 18 Σεπτεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ' Τμήματος, Ευθ. Αντωνόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Ο. Νικολαράκου-Μαυρομιχάλη, Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδροι, Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 21 Οκτωβρίου 2011 αίτηση:
του................................. των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο........................., που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος δεν παρέστη. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. ΕΜΠ 25/24.5.2011 πράξη του Προϊσταμένου της Περιφερειακής Διευθύνσεως Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.).

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο. Νικολαράκου-Μαυρομιχάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (3091384-6/2011 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμ. ΕΜΠ 25/24.5.2011 πράξεως του Προϊσταμένου της Περιφερειακής Διευθύνσεως Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), με την οποία αποφασίσθηκε η δέσμευση πάσης φύσεως τραπεζικών λογαριασμών, τραπεζικών προϊόντων, στοιχείων και θυρίδων του αιτούντος.

3. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη», στο άρθρο 17 παρ.1 ότι
«Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος» και στο άρθρο 25 παρ.1 ότι
«Τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους...

Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εξ άλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α. - ν.δ. 53/1Θ74, Α' 256), ορίζονται τα ακόλουθα:

«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. — Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

4. Επειδή, με το άρθρο 30 του ν.3296/2004 (Α' 253) ορίσθηκαν τα εξής :
«1. Στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών συνιστάται νέα υπηρεσία με τον τίτλο "Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων" (ΥΠ.Ε.Ε.) υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με την έναρξη λειτουργίας της οποίας παύει η λειτουργία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε. - Η ανωτέρω Ειδική Υπηρεσία μετονομάσθηκε σε Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος με το άρθρο 88 παρ.1 του ν.3842/2010, Α' 58) ...
2. Κύριο έργο της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων είναι η αποκάλυψη και καταπολέμηση εστιών οικονομικού εγκλήματος, μεγάλης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας, ο έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων, ο έλεγχος της διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και της κατοχής και διακίνησης απαγορευμένων ή υπό ειδικό καθεστώς ειδών και ουσιών, ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που σχετίζονται με τις εθνικές και κοινοτικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, καθώς επίσης και των διατάξεων που αναφέρονται στην προστασία της δημόσιας περιουσίας. Ειδικότερα :
α. Η έρευνα, ο εντοπισμός και η καταστολή οικονομικών παραβάσεων ιδιαίτερης βαρύτητας και σημασίας ...
β. Ο προληπτικός έλεγχος εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας και ο προσωρινός φορολογικός έλεγχος ... καθώς και ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας γ. ...
3. ...
5. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων προβαίνει σε :
α. Ελέγχους των μεταφορικών μέσων, καταστημάτων, αποθηκών και άλλων χώρων, όπου βρίσκονται αγαθά, ...
β. Ερευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων, ως και έρευνες σε άλλους χώρους που δεν αφορούν την επαγγελματική απασχόληση του ελεγχομένου, ...
γ. Συλλήψεις και ανακρίσεις προσώπων και έρευνες μεταφορικών μέσων, αγαθών, προσώπων, καταστημάτων, αποθηκών, οικιών και λοιπών χώρων, ως και στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων, ...
δ. Κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων, αγαθών, μέσων μεταφοράς και άλλων στοιχείων, ...
ε. Δεσμεύσεις, σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου, τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων, με έγγραφο του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, ενημερώνοντας για την ενέργεια αυτή, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, τον αρμόδιο εισαγγελέα.
6. ...
7. Η οργάνωση, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών που συγκροτούν την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, καθώς και τα θέματα λειτουργίας αυτών καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών ...
10. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων λειτουργεί με βάση ειδικό κανονισμό λειτουργίας, που εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών».

Κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 εξεδόθη το π.δ. 85/2005 «Οργάνωση της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών» (Α' 122), στο άρθρο 2 του οποίου επαναλαμβάνονται τα ως άνω οριζόμενα στο νόμο σχετικά με την αποστολή και τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ήδη Σ.Δ.Ο.Ε.)

5. Επειδή, από τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 προκύπτει ότι στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) παρέχονται ευρείες εξουσίες για την αποκάλυψη διαφόρων παραβάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και σοβαρές οικονομικής φύσεως παραβάσεις, προκειμένου στην συνέχεια να επιληφθούν τα αρμόδια, εν όψει των κατ' αρχήν πιθανολογηθεισών παραβάσεων, όργανα για να επιβάλουν τις σχετικές κυρώσεις ή λάβουν τα τυχόν προβλεπόμενα από την οικεία νομοθεσία μέτρα, τα οποία μπορεί να μην είναι μόνον διοικητικής φύσεως. Μεταξύ των εξουσιών αυτών περιλαμβάνεται και η εξουσία των αρμοδίων οργάνων του Σ.Δ.Ο.Ε. να επιβάλουν την δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων ελεγχομένου προσώπου, η οποία αναφέρεται στην ως άνω παρατεθείσα διάταξη της παρ.5 εδ. ε' άρθρου 30 ν. 3296/2004 και επαναλαμβάνεται, χωρίς να εξειδικεύεται, στην παρ. 2 εδ. ι) άρθρου 2 π.δ. 85/2005.
Δεδομένου δε ότι το μέτρο αυτό αποσκοπεί, κατ' αρχήν, στην προστασία γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα και επιβάλλεται από διοικητικό όργανο, η πράξη περί επιβολής του προκαλεί διοικητική διαφορά, αδιαφόρως του χαρακτήρα των ελεγχομένων παραβάσεων και της φύσεως της νομοθεσίας που τις διέπει.
Εξ άλλου, το μέτρο αυτό έχει προληπτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί κύρωση για παράβαση διατάξεων της φορολογικής ή άλλης νομοθεσίας, από την αμφισβήτηση δε της νομιμότητας της πράξεως επιβολής του γεννάται ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2797/2009).

6. Επειδή, το κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε του ν. 3296/2004 μέτρο της δεσμεύσεως των τραπεζικών λογαριασμών και οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων ελεγχομένου προσώπου συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι καθ' όσον χρόνο διαρκεί η δέσμευση, το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσεως και διαθέσεως περιουσιακών του στοιχείων, και δη ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα, το μέτρο αυτό συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του, αγαθών, δηλαδή, η προστασία των οποίων κατοχυρώνεται με τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 17 παρ.1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος.

Και ναι μεν, το μέτρο αυτό αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα, στην διασφάλιση της διατηρήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αξιώσεων του Δημοσίου κατ' αυτού, σε περίπτωση που διαπιστωθεί η εκ μέρους του τέλεση της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στην διασφάλιση της διατηρήσεως στοιχείων, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου κατά την διερεύνηση της τελέσεως της παραβάσεως, αλλά ο σκοπός και μόνον του μέτρου αυτού δεν εξαρκεί για να νομιμοποιήσει από συνταγματικής απόψεως την επίμαχη ρύθμιση του νόμου, εφ' όσον μάλιστα δεν έτυχε περαιτέρω εξειδικεύσεως με το ως άνω π.δ. 85/2005.

Απαιτείται επί πλέον, εν όψει της επεμβάσεως σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του ελεγχομένου προσώπου, αφ' ενός μεν οι προϋποθέσεις επιβολής του επιμάχου μέτρου να διαγράφονται στο νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, αφ' ετέρου δε η σχετική ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων που τάσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

Εν προκειμένω, στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 30 παρ.5 περ.3 του ν. 3296/2004, ως προς τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να ληφθεί το επίμαχο μέτρο, ορίζεται ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται «σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου».

Με την χρήση, όμως, των ανωτέρω αορίστων εννοιών καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην Διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο οι προϋποθέσεις επιβολής του επιμάχου μέτρου. Περαιτέρω, στο νόμο δεν τίθεται κάποιος περιορισμός ούτε ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν υπό δέσμευση, ούτε, κυρίως, ως προς την χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως, Επίσης, στο νόμο δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία επιβολής και άρσεως του μέτρου της δεσμεύσεως, με την πρόβλεψη σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων αναλόγων προς την σοβαρότητα του λαμβανομένου μέτρου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η διάταξη του άρθρου 30 παρ.5 περ. ε του ν. 3296/2004, ως έχει, αντίκειται στα άρθρα 5 παρ.1, 17 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, δεν δύναται δε, δια καταλλήλου ερμηνείας, επιχειρούμενης από τον δικαστή, να προσλάβει περιεχόμενο που θα την καθιστούσε συνταγματικώς ανεκτή, διότι τέτοια «ερμηνεία» θα ισοδυναμούσε με κατασκευή νέας διατάξεως, αρμοδιότητα ανήκουσα στην νομοθετική εξουσία.

Περαιτέρω δε, για τους ίδιους λόγους η διάταξη αυτή αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Κατά την γνώμη, όμως, της Παρέδρου Ουρανίας Νικολαράκου - Μαυρομιχάλη, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 30 παρ.5 περ.ε του ν. 3296/2004 πρέπει να ερμηνευθεί, κατά τρόπο σύμφωνο με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, ως έχουσα την έννοια ότι, προκειμένου να επιβληθεί το μέτρο της δεσμεύσεως των τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων ελεγχομένου προσώπου, απαιτείται να εξειδικεύεται κάθε φορά, βάσει σχετικής εκθέσεως ελέγχου ή των εν γένει στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως, η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσονται στο νόμο με την χρήση των ανωτέρω αορίστων εννοιών, της σχετικής κρίσεως της Διοικήσεως υποκείμενης, βεβαίως, πάντοτε, στον δικαστικό έλεγχο ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει των δεδομένων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, η διάρκεια του μέτρου της δεσμεύσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει έναν εύλογο, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, χρόνο. Ερμηνευόμενη δε κατά τον τρόπο αυτό, η διάταξη του άρθρου 30 παρ.5 περ.3 του ν. 3296/2004 δεν αντίκειται στις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής : Κατόπιν ανώνυμης καταγγελίας που υπεβλήθη στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του Σ.Δ.Ο.Ε., κινήθηκε από τα αρμόδια όργανα της ανωτέρω Υπηρεσίας διαδικασία ελέγχου με αντικείμενο την επιχειρηματική δραστηριότητα του αιτούντος, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση με έδρα την Κομοτηνή και αντικείμενο εργασιών την εισαγωγή από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και πώληση στην Ελλάδα βαμβακοσυλλεκτικών μηχανών. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο προέκυψαν ενδείξεις για τέλεση εκ μέρους του αιτούντος των αδικημάτων της φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας μεγάλης εκτάσεως, με χρήση τεχνασμάτων (υποτιμολογήσεων) κατά την εισαγωγή και πώληση των εν λόγω γεωργικών μηχανημάτων. Κατόπιν αυτών, με την ήδη προσβαλλόμενη πράξη αποφασίσθηκε η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών του αιτούντος, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30 παρ.5 περ. ε του ν. 3296/2004 (Α' 253). Η απόφαση περί επιβολής της δεσμεύσεως κοινοποιήθηκε προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης με το υπ' αριθμ. ΕΜΠ 26/25.5.2011 έγγραφο της Περιφερειακής Διευθύνσεως Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του Σ.Δ.Ο.Ε. Κατόπιν αυτών, με την υπ' αριθμ. Γ11/148ά74.7.2011 παραγγελία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ροδόπης ζητήθηκε από την εν λόγω Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.Δ.Ο.Ε. η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με την υπόθεση, η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον χρόνο συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως (την 18.9.2012).

8. Επειδή, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην έκτη σκέψη, η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει διότι ερείδεται επί της διατάξεως του άρθρου 30 παρ.5 περ. ε του ν. 3296/2004, η οποία αντίκειται στα άρθρα 5 τταρ.1, 17 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε για τον λόγο αυτό να γίνει δεκτή. Δεδομένου, όμως, ότι η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της συνταγματικότητας της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 30 του ν. 3296/2004, πρέπει το σχετικό ζήτημα να παραπεμφθεί σε αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.5 του Συντάγματος, το οποίο προσετέθη με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, να ορισθεί δε ως εισηγητής ενώπιον της Ολομελείας ο Σύμβουλος Κων. Πισπιρίγκος.

Δια ταύτα
Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

Παραπέμπει στην Ολομέλεια προς επίλυση το εκτιθέμενο στο αιτιολογικό ζήτημα.

Ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας τον Σύμβουλο Κων Πισπιρίγκο.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Πρόεδρος του Δ' Τμήματος) Η Γραμματέας του Δ' Τμήματος
Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπαδοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 2013. Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας Ε. Σαρπ Ν. Αθανασίου Ν.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: