Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ (Κωνσταντίνος Π. Τσίνας)

Ημερίδα-Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗ Σ
 Παλαιά Βουλή 6-2-2014
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ- Κωνσταντίνος Π. Τσίνας
Διδάκτωρ Νομικής, Μ.Phil. Φιλοσοφίας της Επιστήμης Δικηγόρος
Με μεγάλη προσοχή άκουσα τις εξαιρετικές τοποθετήσεις των κ. κ. Εισηγητών και συγχαίρω με την σειρά μου τους διοργανωτές της Ημερίδας, για την τόσο χρήσιμη πρωτοβουλία τους. Η παρέμβασή μου, στην οποία θα... προσπαθήσω να είμαι όσο πιο σύντομος γίνεται, οφείλεται στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου για ζητήματα αιτιολογίας και θεμελίωσης των δικανικών κρίσεων, ως θεωρητικού ασχολουμένου με ζητήματα της μεθοδολογίας του δικαίου[1].
Ξεκινώντας, θα ήθελα να συμφωνήσω με μια παρατήρηση του εισηγητή και Καθηγητή κ. Φ. Σπυρόπουλου σχετικά με τον τίτλο της ημερίδας, δηλ. τον τίτλο "Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων της πολιτικής δίκης ". Ο τίτλος πράγματι, είναι μόνον εν μέρει ακριβής, καθώς, φαίνεται ότι το θέμα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον σήμερα ήταν το θέμα "Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων ως αιτία καθυστερήσεως της πολιτικής δίκης". Με αναφορά σ' αυτό το σημείο, μου γεννήθηκαν δύο ερωτήματα, που μπορούν ίσως να ιδωθούν και ως επισημάνσεις ενός λογικού σφάλματος (λήψη του ζητουμένου, petitio principii) που φοβούμαι ότι διεπράχθη διττώς στην σημερινή ημερίδα. Τα ερωτήματά μου είναι τα εξής:
1. Οφείλεται πράγματι η καθυστέρηση απονομής της πολιτικής Δικαιοσύνης, στην ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων; Πόθεν προκύπτει αυτή η βεβαιότητα; Έχουν γίνει επ' αυτού σχετικές μετρήσεις (από αρμοδίους φορείς της Πολιτείας), ώστε να διαθέτουμε αυτή την βεβαιότητα; Αν ναι, ποιες είναι αυτές; Αν όχι, τότε φοβούμαι ότι ενδέχεται να λαμβάνεται ως δεδομένο (ότι η καθυστέρηση οφείλεται και στην ανάγκη της αιτιολόγησης) το ζητούμενο (που είναι ακριβώς, το αν η καθυστέρηση οφείλεται και στην ανάγκη αιτιολόγησης)! Διότι, ασφαλώς και όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει καθυστέρηση, ασφαλώς και υπάρχουν αιτίες αυτής (και μάλιστα κάποιες είναι καλά γνωστές!), αλλά αυτό δεν δικαιολογεί να θεωρείται ως τέτοια και η ανάγκη εμπεριστατωμένης και ειδικής αιτιολόγησης των πολιτικών αποφάσεων, τουλάχιστον όσο δεν υπάρχουν σχετικές αποδείξεις, πέραν ίσως, μιας "κοινής διαίσθησης" όσων αιτιολογούν, ότι αυτή η δραστηριότητα τους κάνει να «καθυστερούν». Η διαίσθηση μας, εδώ, δεν αρκεί. Χρειάζονται μετρήσεις, για να μπορεί να διατυπώνεται -όπως άκουσα από κάποιους εισηγητές, και τούτο ομολογώ πως με ξένισε κάπως- ένα τόσο «μαξιμαλιστικό» αίτημα, όπως η Αναθεώρηση του άρ. 93 του Συντάγματος... Είναι άραγε αυτό αληθινά αναγκαίο, ώστε να αποφευχθεί η καθυστέρηση στην πολιτική δίκη;
2.     Ερώτημα δεύτερο: Γνωρίζουμε άραγε, όλοι μας -θεωρητικοί και πρακτικοί νομικοί ανεξαιρέτως- τί ακριβώς εστί αιτιολογία, και δη αιτιολογία δικαστικής κρίσεως, ώστε να μπορούμε να αξιώνουμε την περικοπή, τον αφανισμό της από κάποιες περιπτώσεις αποφάσεων, προκειμένου να αποφεύγεται η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης; Φοβούμαι πως και εδώ τα πράγματα είναι πολύ ρευστά. Για παράδειγμα, ελάχιστα ξεκαθαρισμένη στην σκέψη αρκετών από μας, είναι η έννοια της "μείζονος", μια έννοια για την οποία όλοι συζητούμε (υποτίθεται μετά Λόγου γνώσεως) αλλά παραμένει -ως επί το πλείστον- θολή και συγκεχυμένη, ίσως και παρεξηγημένη ως προς το ακριβές περιεχόμενό της, την σύνδεσή της με έννοιες της τυπικής λογικής, την σχέση της με την παραγωγή (deduction) κ.λπ. Επιτρέψτε μου εδώ να αναφερθώ σε ένα προσωπικό μου παράδειγμα: Συνομιλώντας σχετικά πρόσφατα με έναν νέο δικαστικό λειτουργό, απόφοιτο της ΕΣΔΙΛ, δικαστή με έξοχη νομική κατάρτιση, διαπίστωσα στα μισά της συζήτησής μας περί αιτιολογίας μιας πολιτικής αποφάσεως, ότι χρησιμοποιούσαμε αμφότεροι διαφορετικές έννοιες της "μείζονος προτάσεως" στον δικανικό συλλογισμό, κατανοώντας έτσι και οι δύο μας, τελείως διαφορετικά πράγματα, μολονότι αναφερόμασταν σε ένα και το αυτό μέγεθος (δικανικό συλλογισμό).
3.     Θεωρώ λοιπόν ότι και στο σημείο αυτό ανακύπτει -αθέλητα μάλλον- μια λήψη του ζητουμένου, διαπράττεται δηλ. πάλι το αριστοτελικό σφάλμα του «εν αρχή αιτείσθαι»: Λαμβάνεται ως δεδομένη η απόλυτη συμφωνία όλων ως προς το τί εστίν αιτιολογία και ποιά είναι τα αναγκαία της στοιχεία (με αποτέλεσμα να διατυπώνονται, κατόπιν, τολμηρές προτάσεις περικοπής της), ενώ το αν μια τέτοια συμφωνία υφίσταται εν τοις πράγμασι και αν θεωρούμε όλοι ως αναγκαία στοιχεία μιας καλής αιτιολογίας τα ίδια πράγματα, είναι ακριβώς το ερευνητέο ζητούμενο! Διότι, ενδέχεται κάποιοι, κατανοώντας ως αιτιολογία κάτι διαφορετικό από αυτό που πράγματι είναι η αιτιολογία των δικανικών κρίσεων, να αιτούνται την περικοπή της, ενώ οι ίδιοι δεν θα την ζητούσαν, αν τους εξασφαλίζαμε μια πιο καθαρή και θεωρητικώς ορθή εικόνα της. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί παλαιότεροι δικαστές ομιλούν σήμερα για μια επιχωριάζουσα, εν πολλοίς αδόκιμη "φλυαρία" των αιτιολογιών των πολιτικών αποφάσεων, για σχοινοτενείς "μείζονες", που εκτρέπουν την αιτιολογία από το ουσιώδες, για αυτοπαγίδευση των αιτιολογιών σε φαύλο κύκλο επαναλήψεων μεγάλου αριθμού νομολογιακών προηγουμένων (κυρίως του ακυρωτικού) άσχετων με το κρινόμενο ζήτημα, απλώς και μόνο χάριν εντυπώσεων, ή μιας υποτιθέμενης "πληρότητας" του σκεπτικού της αποφάσεως. Δεν είναι τέλος, διόλου τυχαίο, ότι οι παλαιότεροι
αιτιολογούντες Δικαστές γράφανε, κατά κοινή παραδοχή, λιγότερα και οι νεότεροι γράφουν περισσότερα, χωρίς πάντοτε να δικαιολογείται από τα πράγματα ο πλατειασμός των τελευταίων.
Δεν θέλω να κουράσω περισσότερο το ακροατήριό σας. Κλείνω λοιπόν με μιαν επισήμανση και με μια πρόταση.
Η επισήμανση έχει να κάνει με την προσωπική θεωρητική μου γνώμη περί αιτιολογίας, την οποία επιτρέψτε μου να εκθέσω με απόλυτη συντομία εδώ[2]: η αιτιολογία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εξήγηση, δηλαδή μια απάντηση "διότι..." σε ένα ερώτημα "γιατί;" που τίθεται από κάποιον, και αφορά σε έννομες συνέπειες (δέοντα) ενός διατακτικού: Από την φαινομενικως απλούστατη αυτή παραδοχή οφείλουν να ξεκινήσουν όλα ως προς την κατανόηση της έννοιας της αιτιολογίας, δηλ. να καθοριστούν οι αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις της τελευταίας (μεταξύ των οποίων και η δέουσα έκταση της!), ίσως και με αναγωγή σε πρότυπα της επιστημονικής εξήγησης, δηλ. σε ήδη διαμορφωμένα στην σύγχρονη επιστημολογία σχετικά μοντέλα.
Η πρότασή μου, δε, είναι τελείως πρακτική: Προτείνω να διδάσκεται υποχρεωτικώς το μάθημα της μεθοδολογίας του δικαίου, στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ένα μάθημα απολύτως παραγκωνισμένο, που νομίζω ότι κάποτε διδασκόταν και διεκόπη (κρίθηκε άραγε αχρείαστο;; - θα ήθελα επ' αυτού και την γνώμη των κ. Εισηγητών). Η επανάληψη της νομικής και δογματικής ύλης (ενοχικό, εμπράγματο, ποινικό, εμπορικό κ.λπ.) στο πρόγραμμα σπουδών της ΕΣΔΙΛ είναι ίσως χρήσιμη. Όμως, δεδομένου ότι πρόκειται για μιαν ύλη, την οποία οι νεοεισαχθέντες στην Σχολή έχουν πολλάκις μελετήσει και εμπεδώσει -τόσον ως σπουδαστές των νομικών τμημάτων της χώρας όσο και ως υποψήφιοι στις δύσκολες εξετάσεις για το δικαστικό σώμα- είναι, κατά την γνώμη μου, λιγότερο χρήσιμη από την διδασκαλία ζητημάτων δομής του δικανικού συλλογισμού, ορθής θεμελίωσης των νομικών κρίσεων, κατάστρωσης ερμηνειών, επιτυχημένης υπαγωγής και βέβαια, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων.
Και εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν υπάρχει στις νομικές σπουδές μάθημα πιο «αρμόδιο» για την διδασκαλία της παραπάνω ύλης, από αυτό της μεθοδολογίας του δικαίου.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.




[1] Βλ. ενδεικτικώς ΤΣΙΝΑ, Απαγορευμένη αναλογία & επιτρεπτή ερμηνεία του ποινικού νόμου - Μια συμβολή στην μεθοδολογία του ποινικού δικαίου, εκδ. Α, Σάκκουλα, 2010, ΤΣΙΝΑ, Δίκαιο και Λογική (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), εκδ. Ευρασία, 2011.
[2] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. ΤΣΙΝΑ, «Ποινική αιτιολόγηση και επιστημονική εξήγηση», υπό δημοσίευση εις: Αιτιολόγηση-Νομιμοποίηση-Δίκαιο, 6ος Τόμος Πεπραγμένων Ελληνικής Εταιρείας Δικαιοφιλοσοφικής και Δικαιοϊστορικής Ερεύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: