Απόφαση 631 / 2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ).Θέμα.Εξαίρεση δικαστή.Περίληψη:Αίτηση εξαιρέσεως Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου από πολιτικώς ενάγουσα, για ..
αναιρετική πρότασή του στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, επί αιτήσεως αναιρέσεως κατηγορουμένου, παραπεμπτικού βουλεύματος. Απορρίπτει αίτηση ως απαράδεκτη.ΑΡΙΘΜΟΣ 631/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας - πολιτικώς ενάγουσας Χ1, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Δρούγκα και Νικόλαο Κοντοζαμάνη, περί της αιτήσεώς της για εξαίρεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή.
Με κατηγορούμενο τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αλέξανδρο Λυκουρέζο και Νικόλαο Πατεράκη.
Η αιτούσα - πολιτικώς ενάγουσα ζητεί την εξαίρεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή της εξαιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 267/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 92/4.3.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας την από 26.2.2010 αίτηση της πολιτικώς ενάγουσας Χ1 περί εξαιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή και εκθέτω τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του ΚΠΔ, "όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους δεν μπορεί (μόνος του) να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση". Εξ άλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ΚΠΔ, "δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος", ενώ κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου "η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: ...στη διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος... ". Τέλος, κατά την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του ΚΠΔ, "η αίτηση εξαιρέσεως πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαιρέσεως, να μνημονεύει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα αποδείξεως τους. Την αίτηση πρέπει να την υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή ο ειδικός πληρεξούσιος του' στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη".
Με την κρινόμενη αίτηση της, η πολιτικώς ενάγουσα Χ1, ζητεί την εξαίρεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή, από την άσκηση των καθηκόντων του στην υπόθεση της αναιρέσεως που άσκησε ο κατηγορούμενος Ψ1 κατά του 2129/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, επί της οποίας αυτός υπέβαλε στο Δικαστήριο τούτο (σε Συμβούλιο) την 4/7.1.2010 πρόταση του και πρότεινε να γίνει τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η εν λόγω αναίρεση του, ισχυριζόμενη ότι στο πρόσωπο του υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία του.
Από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι κατά του Ψ1 ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της διαταράξεως της ασφάλειας της αεροπλοΐας εκ προθέσεως, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (αρθρ. 291 παρ. 1 εδ. β' του ΠΚ). Μετά το πέρας της ανακρίσεως που διενεργήθηκε, εκδόθηκε το 2699/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του για την πιο πάνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού η ήδη αιτούσα άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το 1044/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η έφεση της, εξαφανίστηκε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκε ο άνω κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη. Ο κατηγορούμενος άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά του παραπάνω εφετειακού βουλεύματος, το οποίο, ύστερα από γραπτή πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, αναιρέθηκε με την 775/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) και παραπέμφθηκε η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν αποφανθεί προηγουμένως. Ακολούθως, εκδόθηκε το 2129/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο και πάλι έγινε δεκτή κατ' ουσία η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας και παραπέμφθηκε ο άνω κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστεί για τη ρηθείσα πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε αίτηση αναιρέσεως, την οποία επεξεργάστηκε ο καθού η αίτηση Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής, ο οποίος υπέβαλε στο Δικαστήριο τούτο την 4/7.1.2010 γραπτή πρόταση του, προτείνοντας την τυπική και κατ' ουσία παραδοχή της αναιρέσεως, δικάσιμος της οποίας για συζήτηση της ορίστηκε η 3.2.2010. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση της κρινόμενης αιτήσεως (εξαιρέσεως), προκύπτει ότι δεν διαλαμβάνονται σε αυτή τα αναγκαία εκείνα στοιχεία, τα οποία είναι ικανά να προκαλέσουν, έστω και υπόνοιες μεροληψίας, ούτε και στο περιεχόμενο της αιτήσεως αυτής αναφέρονται γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία του παραπάνω Αντεισαγγελέα. Το γεγονός ότι ο καθού η αίτηση εξαιρέσεως διέλαβε στην πρόταση που υπέβαλε προς το Δικαστήριο αυτό (σε Συμβούλιο) νομικές σκέψεις, οι οποίες δεν ταυτίζονται με εκείνες του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα και με αυτές της αιτούσας, δεν μπορούν να δημιουργήσουν υπόνοιες μεροληψίας σε βάρος του. Άλλωστε, στο Συμβούλιο παρέχεται η δυνατότητα, ενδεχομένως, να αποδεχθεί στο σύνολο ή κατά ένα μέρος την άνω πρόταση του Εισαγγελέα, αλλά και το Συμβούλιο κυριαρχικά μπορεί ακόμη και να καταλήξει σε κρίση διαφορετική από εκείνη που πρότεινε ο ως άνω Εισαγγελικός Λειτουργός. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση εξαιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 21 παρ. 2 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Να απορριφθεί η από 26.2.2010 αίτηση της Χ1 περί εξαιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, από την άσκηση των καθηκόντων του στην υπόθεση της αναιρέσεως του Ψ1 κατά του 2129/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Κολιοκώστας
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τους πληρεξούσιους των ως άνω διαδίκων,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του ΚΠοινΔ, όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορουμένους δεν μπορεί (μόνος του) να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων και ο αστικός υπεύθυνος. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 16, η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται στη διαδικασία του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του άρθρου 17 ΚΠοινΔ, η αίτηση εξαιρέσεως πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαιρέσεως, να μνημονεύει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα αποδείξεώς τους.
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ΚΠοινΔ και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία επικυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, που υπηρετούν πρωτίστως την αμεροληψία της δικαιοσύνης, σαφώς προκύπτει, ότι με αυτές εξασφαλίζεται και το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης δίκης και ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς μπορεί να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο, αν προκαλούν υπόνοια μεροληψίας. Μόνη η έκφραση γνώμης δικαστή ή εισαγγελέα σε νομικό ή πραγματικό ζήτημα που τίθεται ενώπιόν τους ή σε άλλη δίκη, δε συνιστά λόγο εξαιρέσεως, αλλά μόνον αν αυτή συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά τα οποία προκαλούν και διεγείρουν υπόνοιες μεροληψίας, ήτοι δικαιολογούν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο καθ' ού στρέφεται η κρινόμενη αίτηση εξαιρέσεως, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αθανάσιος Κονταξής, υπέβαλε στο Δικαστήριο αυτό τη με αριθμό 500/23-10-2008 πρότασή του επί της, με αριθμό 137/2008, αιτήσεως αναιρέσεως κατά του 1044/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που άσκησε ο, για παράβαση του άρθρου 291 παρ. 1 εδ. β, γ του ΠΚ, κατηγορούμενος Ψ1 και πρότεινε να γίνει τυπικά και κατ' ουσία δεκτή η εν λόγω αναίρεση του κατηγορουμένου. H πολιτικώς ενάγουσα στην υπόθεση αυτή Χ1, άσκησε την από 10-12-2008 αίτηση περί εξαιρέσεως του παραπάνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για το λόγο ότι η προς το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου αναιρετική πρότασή του, προκάλεσε σε αυτήν υπόνοιες μεροληψίας. Με την 2653/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκε η παραπάνω αίτηση εξαιρέσεως ως απαράδεκτη και στη συνέχεια, με την 775/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε το 1044/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παραπέφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο παραπάνω Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Το εν λόγω Συμβούλιο Εφετών, εξέδωσε το 2129/2009 νέο βούλευμά του, με το οποίο δέχθηκε και πάλι την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος και παρέπεμψε τον ανωτέρω κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, που είχε, ως αποτέλεσμα τον θάνατο επτά ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και το θάνατο του συζύγου της πολιτικώς ενάγουσας. Κατά του δεύτερου αυτού παραπεμπτικού βουλεύματος, ο κατηγορούμενος άσκησε την 212/2009 αίτηση αναιρέσεως, προβάλλων ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος σε σχέση με τον αποδιδόμενο ενδεχόμενο δόλο, η οποία εκκρεμεί στο Συμβούλιο τούτο του Αρείου Πάγου, επί της υποθέσεως δε αυτής υποβλήθηκε η με αριθ. πρωτ. 4/7-1-2010 νέα πρόταση προς το Συμβούλιο του ιδίου ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, καταλήγουσα σε παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου και σε αναίρεση του βουλεύματος, για τους σε αυτή λόγους. Ήδη, η πολιτικώς ενάγουσα Χ1, με την από 26-2-2010 αίτησή της, ζητεί την εξαίρεση του άνω Αντεισαγγελέα, προκειμένου να απόσχει αυτός από τα καθήκοντά του και συγκεκριμένα, από την υπόθεση που αφορά την προεκτεθείσα αναίρεση του άνω κατηγορουμένου, που εκκρεμεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (σε Συμβούλιο), γιατί στο πρόσωπο του άνω Εισαγγελικού Λειτουργού, που συμμετείχε και στην προηγηθείσα δικαστική διαδικασία του ιδίου ακριβώς βιοτικού συμβάντος, υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας. Ως λόγους, που της δημιουργούν υπόνοιες μεροληψίας υπέρ του κατηγορουμένου, του εν λόγω Αντεισαγγελέα, η αιτούσα εκθέτει στην αίτησή της περικοπές από τις σκέψεις, την κριτική του βουλεύματος και την επιχειρηματολογία της Εισαγγελικής προτάσεως και δη τις εξής περικοπές από την πρόταση: 1) Τα προκύπτοντα από το βούλευμα πραγματικά περιστατικά, μπορεί κάποιος βάσιμα να υποστηρίξει ότι απλά επανελήφθησαν, χωρίς κάν νέα αξιολόγηση και ότι το νέο βούλευμα, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στην αναιρετική απόφαση, αλλά ούτε καν αντελήφθη την ύπαρξή της, 2) για την τεκμηρίωση του βουλητικού στοιχείου της αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος (επί του ενδεχομένου δόλου) χρειάζεται πολύ επικίνδυνη εγκληματική προσωπικότητα προς τούτο, η οποία δεν αποδεικνύεται και είναι εκτός λογικής για την υπόθεση, 3) το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν συνεκτίμησε κατά την αιτιολόγησή του ότι ο κατηγορούμενος με την άνω συμπεριφορά του αφενός θα αναλάμβανε την υποχρέωση αποζημίωσης, αφετέρου η συμπεριφορά του αυτή θα κατέληγε σε δυσφήμιση της εταιρείας και επομένως σε προφανή διακινδύνευση των οικονομικών τους συμφερόντων και 4) συγκαταλέγει μαζί με άλλες επικαλούμενες ως αναιρετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, σχετικά με τη μη συνδρομή ενδεχόμενου δόλου και τις με αριθμούς 378/2008 και 408/2009, ενώ αυτές οι δύο αποφάσεις είναι απορριπτικές αιτήσεων αναιρέσεως.
Όμως, ούτε τα ανωτέρω φερόμενα κατά την αιτούσα ότι δημιουργούν υπόνοιες μεροληψίας, αποτελούν λόγο εξαιρέσεως, αφού συνιστούν έκφραση γνώμης του εν λόγω Αντεισαγγελέα, ούτε περιέχονται στην εν λόγω αίτηση περιστατικά που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία αυτού. Μόνη δε η υποβολή της προηγούμενης, αλλά και της δεύτερης, υπό την άνω διατύπωση και επιχειρηματολογία, αναιρετικής προτάσεώς του, για την ιδία υπόθεση, δε δικαιολογούν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία του.
Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση εξαιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 21 παρ. 2 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-2-2010 αίτηση της Χ1 για εξαίρεση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή, από την άσκηση των καθηκόντων του στην υπόθεση της 212/2009 αιτήσεως αναιρέσεως του Ψ1 κατά του 2129/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2010.-
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου