- Σε περίπτωση προσωρινής επιδικάσεως απαίτησης περιοδικών παροχών, όπως είναι η διατροφή, εκείνος, υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση, οφείλει να..
ασκήσει (αν δεν την έχει ασκήσει) την κύρια αγωγή μέσα σε 30 ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Διαφορετικά, η απόφαση αυτή παύει αυτοδικαίως να ισχύει. Γι' αυτό δεν μπορεί να στηρίξει την έναρξη ή την εξακολούθηση αναγκαστικής εκτελέσεως ούτε για τις απαιτήσεις που αφορούν προγενέστερο (της λήξεως της προθεσμίας για την άσκηση της κύριας αγωγής) χρόνο διότι, κατά την ορθότερη άποψη, η παύση της ισχύος της είναι αναδρομική.- Η ανενέργεια της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων συνιστά επιγενόμενη μορφή της ελαττωματικότητας αυτής ως εκτελεστού τίτλου και ισοδυναμεί, εφόσον καθίσταται αυτοδικαίως ανενεργής (ή ανίσχυρη κατά τη διατύπωση της ΑΠ 708/1999), με έλλειψη εκτελεστού τίτλου, οπότε δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε την έναρξη αναγκαστικής εκτελέσεως ούτε τη συνέχιση εκτελέσεως που είχε αρχίσει νόμιμα πριν από την παύση της ισχύος της.
Διατάξεις:
ΚΠολΔ: 686, 702, 729, 730, 933, 934 Δώρα(Απόσπασμα)
Αριθμός 1286/2004
Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου
Πρόεδρος: θωμ. Πάτρωνα
Δικηγόρος: Βασ. Νιζάμης.
...2. Σύμφωνα με το άρθρο, 729 § 5 ΚΠολΔ, σε περίπτωση προσωρινής επιδικάσεως απαίτησης περιοδικών παροχών, όπως είναι η διατροφή, εκείνος, υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση, οφείλει να ασκήσει (αν δεν την έχει ασκήσει) την κύρια αγωγή μέσα σε 30 ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Διαφορετικά, η απόφαση αυτή παύει αυτοδικαίως να ισχύει. Γι' αυτό δεν μπορεί να στηρίξει την έναρξη ή την εξακολούθηση αναγκαστικής εκτελέσεως ούτε για τις απαιτήσεις που αφορούν προγενέστερο (της λήξεως της προθεσμίας για την άσκηση της κύριας αγωγής) χρόνο διότι, κατά την ορθότερη άποψη, η παύση της ισχύος της είναι αναδρομική (ΜονΠρωτΑΘ 1985/2001 Δίκη 33 (2002) σελ. 154 με σύμφωνα σχόλια Κ. Μπέη, ΜονΠρωτΑΘ 5108/1977 ΝοΒ 25 (1977) σελ. 775). Υπέρ της αναδρομικής ενέργειας της (αυτοδίκαιης) άρσης του ασφαλιστικού μέτρου συνηγορούν τα ακόλουθα επιχειρήματα: Α) Η ανενέργεια της απόφασης είναι αποτέλεσμα της παραβάσεως από το δικαιούχο της αξιώσεως του δικονομικού βάρους του να ασκήσει εμπρόθεσμα την κύρια αγωγή. Αν δεν τηρήσει το βάρος αυτό, η συνέπεια της ανενέργειας της απόφασης επέρχεται αυτοδικαίως. Η κατάργηση του διαπλαστικού αποτελέσματος που επέφερε (στο χώρο του δημόσιου δικαίου) η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, δεν μπορεί παρά να νοηθεί ενιαία σε όλη τη χρονική έκταση που αναπτύχθηκε η διάπλαση αυτή. Αν ο νομοθέτης ήθελε κατ' εξαίρεση η απόφαση να διατηρεί την ισχύ της για το παρελθόν διάστημα, θα είχε ρητά προβλέψει αυτό. Η μερική διατήρηση της ισχύος της απόφασης και η μερική παύση της δεν δικαιολογείται ως λύση ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα του νόμου που ήθελε ρητά - ως κύρωση της ασυνέπειας του δικαιούχου της αξιώσεως να ανταποκριθεί στο ανωτέρω δικονομικό βάρος του - την (καθολική) απώλεια της ισχύος της απόφασης περί προσωρινής επιδικάσεως. Β) Στην περίπτωση του άρθρου 730 § 2 ΚΠολΔ, όταν δηλαδή η κύρια αγωγή απορριφθεί κατ' ουσίαν με τελεσίδικη απόφαση, παύει αυτοδίκαια η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων και γεννιέται υποχρέωση αποδόσεως όλων όσων καταβλήθηκαν με βάση την απόφαση της προσωρινής επιδίκασης. Δηλαδή η παύση της ισχύος είναι αναδρομική. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η ίδια λύση πρέπει να δοθεί και στην περίπτωση παύσεως της ισχύος λόγω μη ασκήσεως της κύριας αγωγής μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία (επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης άποψης βλ. σε ΕφΑΘ 5194/1977 Αρμ 31 (1977) σελ. 77, ΜονΠρωτΛαρ 6/1/1987 ΕλλΔνη 29 (1988) σελ. 766). Επομένως η κατά τα ανωτέρω ανενέργεια της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων συνιστά επιγενόμενη μορφή της ελαττωματικότητας αυτής ως εκτελεστού τίτλου και ισοδυναμεί, εφόσον καθίσταται αυτοδικαίως ανενεργής (ή ανίσχυρη κατά τη διατύπωση της ΑΠ 708/1999 ΠοινΧρ 2000 σελ. 254), με έλλειψη εκτελεστού τίτλου, οπότε δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε την έναρξη αναγκαστικής εκτελέσεως ούτε τη συνέχιση εκτελέσεως που είχε αρχίσει νόμιμα πριν από την παύση της ισχύος της (ΜονΠρωτΑΘ 1985/2001 ο.π.).
Εν προκειμένω, ο ανακόπτων με την υπό κρίση ανακοπή του ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση που του κοινοποίησε η καθής η ανακοπή κάτω από το αντίγραφο της υπ' αριθ. 3006/2003 αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και η αναγκαστική εκτέλεση που επέβαλε στην ακίνητη περιουσία του με τον ίδιο τίτλο, επικαλούμενος λόγους που αναφέρονται στο κύρος του εκτελεστού τίτλου. Η υπόθεση ανήκει στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού και εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ., 702 ΚΠολΔ), διότι πρόκειται για διαφορά από την εκτέλεση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 298/2003 ΧρΙδΔικ 2003 σελ. 440). Εξάλλου, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, η ανακοπή είναι νόμιμη και στηρίζεται στα άρθρα 729 § 5, 933, 934 ΚΠολΔ. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική της έρευνα. 3. Από τα έγγραφα που ο ανακόπτων προσκομίζει και επικαλείται πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθ. 3006/2003 απόφαση του δικαστηρίου αυτού που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να πληρώνει στα ανήλικα τέκνα του Ευάγγελο και Κων/νο που εκπροσωπούνται από την καθής η ανακοπή μητέρα τους, στην οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια τους, προσωρινή διατροφή και για τα δύο συνολικά 300 ευρώ, προκαταβολικά κάθε μήνα. Η τελευταία κοινοποίησε στον ανακόπτοντα την από 26.2.1994 επιταγή, κάτω από αντίγραφο της απόφασης αυτής, με την οποία τον επιτάσσει να πληρώσει διατροφή για τους μήνες Οκτώβριο 2003 μέχρι και το Φεβρουάριο 2004 συνολικού ύψους 300 ευρώ για κάθε μήνα. Ακολούθως προέβη σε κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του με την υπ' αριθ. 3926/18.3.2004 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως της δικαστικής επιμελήτριας Βόλου Στ/ Οστόσο, η καθής η ανακοπή παρέλειψε να ασκήσει την κύρια αγωγή για την οριστική επιδίκαση διατροφής υπέρ των ανηλίκων τέκνων της μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, όπως ορίζει το άρθρο 729 § 5 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 9.12.2003, η προθεσμία έληξε στις 10.1.2004 και η κύρια αγωγή κατατέθηκε στις 21.1.2004, κοινοποιήθηκε δε στον εναγόμενο ανακόπτοντα στις 22.1.2004. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, η απόφαση έχασε την ισχύ της αυτοδικαίως και αναδρομικά και εξ αιτίας της ανενέργειάς της δεν συνιστούσε πλέον εκτελεστό τίτλο για την έναρξη αναγκαστικής εκτελέσεως, προκειμένου να εισπραχθούν οι περιοδικές παροχές που προσωρινά επιδίκασε. Συνακόλουθα είναι άκυρη τόσο η επιταγή προς πληρωμή που κοινοποίησε η καθής η ανακοπή στις 26.2. 2004, όσο και η κατάσχεση που έγινε με βάση την επιταγή αυτή διότι και οι δύο αυτές πράξεις έγιναν μετά την παύση της ισχύος της απόφασης. Επομένως, η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, όπως ορίζεται στο διατακτικό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου