Κατάχρηση δικαιώματος. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη..
ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την εφαρμογή της απαιτείται καταρχήν μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του και παράλληλα να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά του ίδιου, από τα οποία, ενόψει και της αδράνειας, να δημιουργήθηκε στον οφειλέτη εύλογη πεποίθηση της μη ενάσκησης αυτού, οπότε και μόνο η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η υπέρβαση είναι προφανής, όταν προκαλείται έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος. (ΦΑΝΙΑ) ΔΟΥΛΓ.
Αριθμός 215/2005
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: της Εταιρίας με την επωνυμία «ΧΧΧ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κατρά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. ΧΧΧ και 2. ΧΧΧ, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ψωμά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 1-2-2001 και 24-5-2001 αγωγές των ήδη 1ου και 2ου αναιρεσιβλήτων, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4128/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3965/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13 Σεπτεμβρίου 2003 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αχιλλέας Νταφούλης, ανάγνωσε την από 29 Δεκεμβρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υπάρχει κενό στη σύμβαση ή αμφιβολία για τις βουλήσεις που δηλώθηκαν. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Η διαπίστωση αυτή μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητά, είτε να προκύπτει από αυτή έμμεσα, όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της διαπίστωσης, ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης. Αν παρά την άμεση ή έμμεση αυτή διαπίστωση της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας το δικαστήριο της ουσίας δεν προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες για να ανεύρει την αληθινή βούληση των συμβληθέντων παραβιάζει, με τη μη εφαρμογή τους, τους κανόνες αυτούς που καθιερώνουν οι πιο πάνω διατάξεις του αστικού κώδικα.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ανέλεγκτα τα παρακάτω: «Αποδείχτηκε ότι στις 28-8-1998 ο ενάγων παρέλαβε τα κλειδιά του μισθίου, στο σχετικό δε πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής αυτού υπάρχει η ακόλουθη κατά λέξη επιφύλαξή του «με πάσα επιφύλαξη παντός δικαιώματός μου σχετικά με την εκκρεμούσα στο δικαστήριο εγκυρότητα της καταγγελίας, για την οποία αμφισβητούν την νομιμότητα». Προφανές είναι ότι με την παραπάνω παραλαβή των κλειδιών του μισθίου ακινήτου στις 28-8-1998 από τον εκμισθωτή ΧΧΧ δεν επήλθε η λύση της υποκειμένης συμβάσεως μισθώσεως, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, αφού η παραλαβή των κλειδιών δεν έγινε ανεπιφύλακτα, αλλά με την προαναφερθείσα επιφύλαξη αφενός μεν γενική («πάσα επιφύλαξη παντός δικαιώματος») και αφετέρου ειδική, δηλαδή σε σχέση με την εκκρεμούσα στο δικαστήριο εγκυρότητα της καταγγελίας, για την οποία αναμενόταν τότε η έκδοση της επακολουθήσασας 5002/1998 απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, με συνέπεια ουδόλως να αποδεικνύεται βούληση του εκμισθωτή να λυθεί η μίσθωση με την παραλαβή κλειδιών του μισθίου και να παρίσταται βάσιμος ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι επρόκειτο για καλόπιστη ενέργεια, που είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου μίσθωση του επιδίκου και την ευεργετική απαλλαγή της μισθώτριας από την υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του οφειλόμενου, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, μισθώματος. Επομένως στις 28-8-1998 δεν επήλθε η λύση της προκειμένης συμβάσεως μισθώσεως». Από τις παραδοχές αυτές της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει, ότι το Εφετείο διαπίστωσε έμμεσα αμφιβολία ως προς την έννοια της γενόμενης επιφύλαξης, γι’ αυτό και έχει προβεί στην ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως του πρώτου αναιρεσιβλήτου που αφορούσε τη διατυπωθείσα στο από 28-8-1998 πρωτόκολλο επιφύλαξη. ΄Ομως παρέλειψε να προσφύγει για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης του ενάγοντος (εκμισθωτή) στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατά παράβαση των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Συνεπώς υπέπεσε στην από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Προβλεπόμενη πλημμέλεια και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναίρεσης ως βάσιμος.-
2. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα (μισθώτρια), υπό την επίκληση του εδαφίου 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενη πλημμέλεια, γιατί δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό (ένσταση) της, που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και είχε υποβάλλει τόσο στο πρωτοβάθμιο, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο νόμιμα, κατά τον οποίο η υπό κρίση μίσθωση είχε συμφωνηθεί προφορικά (ατύπως) στις 1-1-1996 για το νόμιμο χρόνο των εννέα (9) ετών, αλλά με νεότερη συμφωνία που περιέχεται στο από 8-2-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, που απόκτησε βέβαιη χρονολογία με τη θεώρησή του με την 222/14-2-1996 πράξη της Δ.Ο.Υ. Β’ Ελευθ. Επαγγελμάτων, περιορίστηκε η διάρκειά της μέχρι 5-12-1999, γεγονός που αποδεικνύεται και από τηλεομοιοτυπικό μήνυμα (φαξ) της 7-6-1999 του πληρεξούσιου δικηγόρου του πρώτου αναιρεσιβλήτου προς την ίδια που το προσκόμισε με επίκληση. Όμως η προσβαλλομένη, όπως απ’ αυτή προκύπτει, δέχτηκε σχετικά τα εξής: «Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε τετραετής, αρχομένη από 1-1-1996 και λήγουσα την 5-12-1999. Η εναγομένη μισθώτρια κατήγγειλε τη μίσθωση, αλλά η καταγγελία ήταν άκυρη, καθόσον κατά το χρόνο περιέλευσής της (5-8-1997) στον ενάγοντα εκμισθωτή δεν είχε περιέλθει η κατά το νόμο (άρθρο 43 Π.Δ. 34/1995) διετία από την έναρξη της μίσθωσης την 1-1-1996. Δεν επήλθε η λύση της μίσθωσης και η εναγομένη υποχρεούται στην καταβολή των μηνιαίων μισθωμάτων, όπως δέχτηκε η τελεσίδικη 5002/1998 απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών που επιδίκασε καθυστερούμενα μισθώματα μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Μαϊου 1998. Με την παραλαβή των κλειδιών του μισθίου ακινήτου στις 28-8-1998 από τον εκμισθωτή ΧΧΧ δεν επήλθε η λύση της υποκειμένης σύμβασης μισθώσεως. Στη συνέχεια ο ενάγων με το από 10-9-1998 συμφωνητικό εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο στην εταιρεία «ΧΧΧ» για διάστημα από 10-9-98 μέχρι 9-9-2003, αντί μισθώματος δρχ. 585.000 το μήνα, προσαυξανόμενου για το δεύτερο και κάθε επόμενο μισθωτικό έτος. Ο ενάγων (πατέρας) ΧΧΧ με το 10789/31-12-1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, που μετέγραψε νόμιμα, μεταβίβασε στον άλλο ενάγοντα ΧΧΧ (τέκνο του) την ψιλή κυριότητα του μισθίου ακινήτου και κατόπιν με το 11337/29-12-1998 άλλο συμβόλαιο της ίδιας συμ/φου, νόμιμα μεταγραφέντος, παραιτήθηκε από την ισόβια επικαρπία του, η οποία περιήλθε στον ψιλό κύριο του μισθίου, ο οποίος υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως με την εναγομένη». Μετά απ’ αυτά επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους, κατά παραδοχή βάσιμων κατά ένα μέρος αγωγών τους από 1-2-2001 και 24-5-2001 αντίστοιχα, διαφορές μισθωμάτων μεταξύ του μισθώματος που εισέπραξαν από το νέο μισθωτή και του μισθώματος που θα όφειλε να καταβάλει η αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει α) στον πρώτο αναιρεσίβλητο δρχ. 3.052.703 (ευρώ 8.959), για διαφορές μισθωμάτων διαστήματος από 1-6-1998 μέχρι 31-12-1998 και β) στο δεύτερο αναιρεσίβλητο δρχ. 10.613.772 (ευρώ 31.148), για διαφορές μισθωμάτων από 1-1-1999 έως 10-9-2001. Με τέτοια δεδομένα γίνεται φανερό, ότι το εφετείο έλαβε υπόψη και στη συνέχεια απέρριψε από τα πράγματα ως αβάσιμο τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για λύση της μίσθωσης με νεότερη συμφωνία. Εξάλλου η μίσθωση αυτή, υφιστάμενη στις 28.9.1999, μετατράπηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6,8 και 9 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999, που αντικατέστησαν τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 του Π.Δ. 34/1995, σε διάρκειας δώδεκα (12) ετών, ανεξάρτητα από τη θέληση των συμβληθέντων. Συνεπώς ο λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά την αιτίασή του από το εδάφιο 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ένσταση αυτή δεν αποτελεί «αίτηση» κατά την αληθινή έννοια της παραπάνω διάταξης. Τέλος, κατά την άλλη αιτίασή του από το εδάφιο 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., πρέπει ο αυτός λόγος να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης και την περιλαμβανόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση τα διάδικα μέρη, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι έλαβε υπόψη και εκτίμησε και το από 7-6-1999 παραπάνω τηλεομοιοτυπικό μήνυμα (φαξ).
3. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την εφαρμογή της απαιτείται καταρχήν μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του και παράλληλα να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά του ίδιου, από τα οποία, ενόψει και της αδράνειας, να δημιουργήθηκε στον οφειλέτη εύλογη πεποίθηση της μη ενάσκησης αυτού, οπότε και μόνο η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η υπέρβαση είναι προφανής, όταν προκαλείται έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ισχυρίζεται, ότι προέβαλε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο, αλλά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ζήτησε να απορριφθούν οι παραπάνω αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως καταχρηστικές. Ειδικότερα εκθέτει ότι επικαλέστηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος αναιρεσίβλητος με πράξεις και παραλείψεις του, με χαρακτήρα επαναλαμβανόμενο, δημιούργησε σ’ αυτή ασφαλή πεποίθηση και βεβαιότητα για τη συμβατική διάρκεια της μίσθωσης μέχρι 5-12-1999. Για πρώτη φορά με την από 1-2-2001 αγωγή του αναφέρθηκε στην αναγκαστική από το νόμο διάρκεια της μίσθωσης μέχρι 5-12-1999. Για πρώτη φορά με την από 1-2-2001 αγωγή του αναφέρθηκε στην αναγκαστική από το νόμο διάρκεια της επίδικης σύμβασης, ενώ από 1-1-1996 μέχρι 5-12-1999 υποστήριζε τη συμβατική διάρκεια μέχρι 5-12-1999, χωρίς να στηρίζει απαιτήσεις του σ’ αυτή. Πιο αναλυτικά: α) με την από 30-1-1998 εξώδικη δήλωσή του διαβεβαίωνε, ότι με την από 8-2-1996 έγγραφη διατύπωση της από 1-1-1996 μίσθωσης (νεότερη συμφωνία), συμφώνησαν και προέβλεψαν ορισμένη διάρκεια της μίσθωσης, β) η αυτή τοποθέτησή του διαλαμβάνεται στο από 7-6-1999 ιδιόχειρο σημείωμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που στάλθηκε στην ίδια με φαξ, γ) σε προηγούμενη από 16-3-1998 αγωγή του και στις κατατεθείσες προτάσεις τότε δεν αναφέρθηκε στην αναγκαστική διάρκεια της μίσθωσης (δωδεκαετία), αλλά επαναλάμβανε ότι λήγει στις 5-12-1999, δ) στις 28-8-1998 με την ανεπιφύλακτη (ως προς τη διάρκεια της μίσθωσης) παραλαβή του μισθίου και υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής, καθώς και την εκμίσθωση του μισθίου σε νέα μισθώτρια εταιρεία, εύλογα της δημιούργησε την ασφαλή πεποίθηση, ότι η μίσθωση λύθηκε τότε (28-8-1998), ε) επιμελημένα παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε όχληση (έγγραφη ή προφορική) για οφειλή μισθωμάτων και κοινοχρήστων, ή για αναπροσαρμογή του ύψους του μηνιαίου μισθώματος (άρθρο 7 παρ. 5 του Π.Δ. 34/1995) ή για την πραγματοποιηθείσα μεταβολή στο πρόσωπο του εκμισθωτή (τέκνου του) και στ) σκόπιμα επιδίωξε τον «εφησυχασμό» της και ξαφνικά μετά πάροδο δυόμισυ και πλέον ετών από την τελευταία όχλησή του με την κρινόμενη αγωγή του αξιώνει τάχα οφειλόμενα μισθώματα, αναπροσαρμογές παράλογες και τόκους. Με βάση όλα αυτά υποστήριξε η αναιρεσείουσα ότι η αγωγή του πρώτου αναιρεσιβλήτου ήταν καταχρηστική, γιατί αποτελούσε αντίφαση, έκδηλη συνέπεια και ανακολουθία προς την μέχρι τότε συναλλακτική συμπεριφορά του ενάγοντος, αλλά και γιατί έθιγε το κοινό περί δικαίου αίσθημα, παντελώς ασύμβατη προς τη συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλά και προφανώς υπερβαίνουσα τα όρια που θέτει ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του επικαλούμενου δικαιώματος. Καθόσον αφορά το δεύτερο αναιρεσίβλητο, η ίδια αναιρεσείουσα, για θεμελίωση της ένστασης αυτής, ισχυρίζεται ότι επικαλέστηκε όλα τα παραπάνω και επιπλέον ότι: α) μέχρι την κοινοποίηση της από 24-5-2001 αγωγής του, ουδέποτε της γνωστοποίησε την ιδιότητά του, ούτε όχλησε για οφειλόμενα τάχα μισθώματα, προφανώς εσκεμμένα και σε συνέχεια της παρελκυστικής συμπεριφοράς του δικαιοπαρόχου (πατέρα του), β) με τις συντονισμένες, επανειλημμένες και σταθερές ως προς το χαρακτήρα τους πράξεις και παραλείψεις του, αυτός (σε αγαστή συνεργασία με τον πατέρα του) δημιούργησε στην ίδια βεβαιότητα και ασφαλή πεποίθηση, ότι δεν θα επιδιώξει «ευκαιριακά» αδικαιολόγητο πλουτισμό σε βάρος της, γ) απέκρυψε επιμελώς και αυτή την ύπαρξη συμβατικής σχέσης με την ίδια, ξαφνικά μετά πάροδο ικανού χρόνου άσκησε την κρινόμενη αγωγή του, χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί σε κάποια όχληση αυτής (έγγραφη ή προφορική), για οφειλή μισθωμάτων, κοινοχρήστων, αναπροσαρμογή του ύψους του μηνιαίου μισθώματος, μεταβολή στο πρόσωπο του εκμισθωτή της μίσθωσης και για υπεισέλευσή του στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης και δ) ουδέποτε την όχλησε για την ισχύ της μίσθωσης και την υποχρέωσή της σε πληρωμή μισθωμάτων, για να αιφνιδιάσει με την πιο πάνω αγωγή του, που ασκήθηκε μετά από δυόμισυ περίπου έτη, από τότε που αυτός υπεισήλθε στη θέση του εκμισθωτή (1-1-1999). Σύμφωνα και με αυτά υποστήριξε, ότι και η αγωγή του αναιρεσιβλήτου αυτού ήταν καταχρηστική και γι’ αυτό έπρεπε να απορριφθεί. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ.) και μάλιστα των από 24-9-2001 (δύο) και 30-9-2002 προτάσεων της αναιρεσείουσας ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε νομότυπα τα πραγματικά ως άνω περιστατικά, που θεμελιώνουν πράγματι την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση. Όμως το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την εκκληθείσα 4128/2001 πρωτόδικη απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών και δίκασε τις πιο πάνω αγωγές των αναιρεσιβλήτων δεν ασχολήθηκε καθόλου και έτσι παρέλειψε να λάβει υπόψη «πράγματα» που προτάθηκαν νόμιμα, δηλαδή τους άνω ισχυρισμούς που συνιστούν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία αν είναι βάσιμη ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΄Ετσι υπέπεσε στην πλημμέλεια από το εδάφιο 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Συνακόλουθα, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και ο τελευταίος αυτός λόγος αναίρεσης.
4. Μετά απ΄ αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.), γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. -
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3965/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) Ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2005.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2005.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: της Εταιρίας με την επωνυμία «ΧΧΧ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κατρά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. ΧΧΧ και 2. ΧΧΧ, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ψωμά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 1-2-2001 και 24-5-2001 αγωγές των ήδη 1ου και 2ου αναιρεσιβλήτων, αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4128/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3965/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13 Σεπτεμβρίου 2003 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αχιλλέας Νταφούλης, ανάγνωσε την από 29 Δεκεμβρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υπάρχει κενό στη σύμβαση ή αμφιβολία για τις βουλήσεις που δηλώθηκαν. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Η διαπίστωση αυτή μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητά, είτε να προκύπτει από αυτή έμμεσα, όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της διαπίστωσης, ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης. Αν παρά την άμεση ή έμμεση αυτή διαπίστωση της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας το δικαστήριο της ουσίας δεν προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες για να ανεύρει την αληθινή βούληση των συμβληθέντων παραβιάζει, με τη μη εφαρμογή τους, τους κανόνες αυτούς που καθιερώνουν οι πιο πάνω διατάξεις του αστικού κώδικα.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ανέλεγκτα τα παρακάτω: «Αποδείχτηκε ότι στις 28-8-1998 ο ενάγων παρέλαβε τα κλειδιά του μισθίου, στο σχετικό δε πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής αυτού υπάρχει η ακόλουθη κατά λέξη επιφύλαξή του «με πάσα επιφύλαξη παντός δικαιώματός μου σχετικά με την εκκρεμούσα στο δικαστήριο εγκυρότητα της καταγγελίας, για την οποία αμφισβητούν την νομιμότητα». Προφανές είναι ότι με την παραπάνω παραλαβή των κλειδιών του μισθίου ακινήτου στις 28-8-1998 από τον εκμισθωτή ΧΧΧ δεν επήλθε η λύση της υποκειμένης συμβάσεως μισθώσεως, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, αφού η παραλαβή των κλειδιών δεν έγινε ανεπιφύλακτα, αλλά με την προαναφερθείσα επιφύλαξη αφενός μεν γενική («πάσα επιφύλαξη παντός δικαιώματος») και αφετέρου ειδική, δηλαδή σε σχέση με την εκκρεμούσα στο δικαστήριο εγκυρότητα της καταγγελίας, για την οποία αναμενόταν τότε η έκδοση της επακολουθήσασας 5002/1998 απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, με συνέπεια ουδόλως να αποδεικνύεται βούληση του εκμισθωτή να λυθεί η μίσθωση με την παραλαβή κλειδιών του μισθίου και να παρίσταται βάσιμος ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι επρόκειτο για καλόπιστη ενέργεια, που είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου μίσθωση του επιδίκου και την ευεργετική απαλλαγή της μισθώτριας από την υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του οφειλόμενου, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, μισθώματος. Επομένως στις 28-8-1998 δεν επήλθε η λύση της προκειμένης συμβάσεως μισθώσεως». Από τις παραδοχές αυτές της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει, ότι το Εφετείο διαπίστωσε έμμεσα αμφιβολία ως προς την έννοια της γενόμενης επιφύλαξης, γι’ αυτό και έχει προβεί στην ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως του πρώτου αναιρεσιβλήτου που αφορούσε τη διατυπωθείσα στο από 28-8-1998 πρωτόκολλο επιφύλαξη. ΄Ομως παρέλειψε να προσφύγει για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης του ενάγοντος (εκμισθωτή) στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατά παράβαση των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Συνεπώς υπέπεσε στην από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Προβλεπόμενη πλημμέλεια και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναίρεσης ως βάσιμος.-
2. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα (μισθώτρια), υπό την επίκληση του εδαφίου 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενη πλημμέλεια, γιατί δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό (ένσταση) της, που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και είχε υποβάλλει τόσο στο πρωτοβάθμιο, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο νόμιμα, κατά τον οποίο η υπό κρίση μίσθωση είχε συμφωνηθεί προφορικά (ατύπως) στις 1-1-1996 για το νόμιμο χρόνο των εννέα (9) ετών, αλλά με νεότερη συμφωνία που περιέχεται στο από 8-2-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, που απόκτησε βέβαιη χρονολογία με τη θεώρησή του με την 222/14-2-1996 πράξη της Δ.Ο.Υ. Β’ Ελευθ. Επαγγελμάτων, περιορίστηκε η διάρκειά της μέχρι 5-12-1999, γεγονός που αποδεικνύεται και από τηλεομοιοτυπικό μήνυμα (φαξ) της 7-6-1999 του πληρεξούσιου δικηγόρου του πρώτου αναιρεσιβλήτου προς την ίδια που το προσκόμισε με επίκληση. Όμως η προσβαλλομένη, όπως απ’ αυτή προκύπτει, δέχτηκε σχετικά τα εξής: «Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε τετραετής, αρχομένη από 1-1-1996 και λήγουσα την 5-12-1999. Η εναγομένη μισθώτρια κατήγγειλε τη μίσθωση, αλλά η καταγγελία ήταν άκυρη, καθόσον κατά το χρόνο περιέλευσής της (5-8-1997) στον ενάγοντα εκμισθωτή δεν είχε περιέλθει η κατά το νόμο (άρθρο 43 Π.Δ. 34/1995) διετία από την έναρξη της μίσθωσης την 1-1-1996. Δεν επήλθε η λύση της μίσθωσης και η εναγομένη υποχρεούται στην καταβολή των μηνιαίων μισθωμάτων, όπως δέχτηκε η τελεσίδικη 5002/1998 απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών που επιδίκασε καθυστερούμενα μισθώματα μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Μαϊου 1998. Με την παραλαβή των κλειδιών του μισθίου ακινήτου στις 28-8-1998 από τον εκμισθωτή ΧΧΧ δεν επήλθε η λύση της υποκειμένης σύμβασης μισθώσεως. Στη συνέχεια ο ενάγων με το από 10-9-1998 συμφωνητικό εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο στην εταιρεία «ΧΧΧ» για διάστημα από 10-9-98 μέχρι 9-9-2003, αντί μισθώματος δρχ. 585.000 το μήνα, προσαυξανόμενου για το δεύτερο και κάθε επόμενο μισθωτικό έτος. Ο ενάγων (πατέρας) ΧΧΧ με το 10789/31-12-1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, που μετέγραψε νόμιμα, μεταβίβασε στον άλλο ενάγοντα ΧΧΧ (τέκνο του) την ψιλή κυριότητα του μισθίου ακινήτου και κατόπιν με το 11337/29-12-1998 άλλο συμβόλαιο της ίδιας συμ/φου, νόμιμα μεταγραφέντος, παραιτήθηκε από την ισόβια επικαρπία του, η οποία περιήλθε στον ψιλό κύριο του μισθίου, ο οποίος υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως με την εναγομένη». Μετά απ’ αυτά επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους, κατά παραδοχή βάσιμων κατά ένα μέρος αγωγών τους από 1-2-2001 και 24-5-2001 αντίστοιχα, διαφορές μισθωμάτων μεταξύ του μισθώματος που εισέπραξαν από το νέο μισθωτή και του μισθώματος που θα όφειλε να καταβάλει η αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να καταβάλει α) στον πρώτο αναιρεσίβλητο δρχ. 3.052.703 (ευρώ 8.959), για διαφορές μισθωμάτων διαστήματος από 1-6-1998 μέχρι 31-12-1998 και β) στο δεύτερο αναιρεσίβλητο δρχ. 10.613.772 (ευρώ 31.148), για διαφορές μισθωμάτων από 1-1-1999 έως 10-9-2001. Με τέτοια δεδομένα γίνεται φανερό, ότι το εφετείο έλαβε υπόψη και στη συνέχεια απέρριψε από τα πράγματα ως αβάσιμο τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για λύση της μίσθωσης με νεότερη συμφωνία. Εξάλλου η μίσθωση αυτή, υφιστάμενη στις 28.9.1999, μετατράπηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6,8 και 9 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999, που αντικατέστησαν τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 του Π.Δ. 34/1995, σε διάρκειας δώδεκα (12) ετών, ανεξάρτητα από τη θέληση των συμβληθέντων. Συνεπώς ο λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά την αιτίασή του από το εδάφιο 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ένσταση αυτή δεν αποτελεί «αίτηση» κατά την αληθινή έννοια της παραπάνω διάταξης. Τέλος, κατά την άλλη αιτίασή του από το εδάφιο 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., πρέπει ο αυτός λόγος να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης και την περιλαμβανόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση τα διάδικα μέρη, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι έλαβε υπόψη και εκτίμησε και το από 7-6-1999 παραπάνω τηλεομοιοτυπικό μήνυμα (φαξ).
3. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την εφαρμογή της απαιτείται καταρχήν μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του και παράλληλα να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά του ίδιου, από τα οποία, ενόψει και της αδράνειας, να δημιουργήθηκε στον οφειλέτη εύλογη πεποίθηση της μη ενάσκησης αυτού, οπότε και μόνο η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η υπέρβαση είναι προφανής, όταν προκαλείται έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ισχυρίζεται, ότι προέβαλε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο, αλλά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ζήτησε να απορριφθούν οι παραπάνω αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως καταχρηστικές. Ειδικότερα εκθέτει ότι επικαλέστηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος αναιρεσίβλητος με πράξεις και παραλείψεις του, με χαρακτήρα επαναλαμβανόμενο, δημιούργησε σ’ αυτή ασφαλή πεποίθηση και βεβαιότητα για τη συμβατική διάρκεια της μίσθωσης μέχρι 5-12-1999. Για πρώτη φορά με την από 1-2-2001 αγωγή του αναφέρθηκε στην αναγκαστική από το νόμο διάρκεια της μίσθωσης μέχρι 5-12-1999. Για πρώτη φορά με την από 1-2-2001 αγωγή του αναφέρθηκε στην αναγκαστική από το νόμο διάρκεια της επίδικης σύμβασης, ενώ από 1-1-1996 μέχρι 5-12-1999 υποστήριζε τη συμβατική διάρκεια μέχρι 5-12-1999, χωρίς να στηρίζει απαιτήσεις του σ’ αυτή. Πιο αναλυτικά: α) με την από 30-1-1998 εξώδικη δήλωσή του διαβεβαίωνε, ότι με την από 8-2-1996 έγγραφη διατύπωση της από 1-1-1996 μίσθωσης (νεότερη συμφωνία), συμφώνησαν και προέβλεψαν ορισμένη διάρκεια της μίσθωσης, β) η αυτή τοποθέτησή του διαλαμβάνεται στο από 7-6-1999 ιδιόχειρο σημείωμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που στάλθηκε στην ίδια με φαξ, γ) σε προηγούμενη από 16-3-1998 αγωγή του και στις κατατεθείσες προτάσεις τότε δεν αναφέρθηκε στην αναγκαστική διάρκεια της μίσθωσης (δωδεκαετία), αλλά επαναλάμβανε ότι λήγει στις 5-12-1999, δ) στις 28-8-1998 με την ανεπιφύλακτη (ως προς τη διάρκεια της μίσθωσης) παραλαβή του μισθίου και υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής, καθώς και την εκμίσθωση του μισθίου σε νέα μισθώτρια εταιρεία, εύλογα της δημιούργησε την ασφαλή πεποίθηση, ότι η μίσθωση λύθηκε τότε (28-8-1998), ε) επιμελημένα παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε όχληση (έγγραφη ή προφορική) για οφειλή μισθωμάτων και κοινοχρήστων, ή για αναπροσαρμογή του ύψους του μηνιαίου μισθώματος (άρθρο 7 παρ. 5 του Π.Δ. 34/1995) ή για την πραγματοποιηθείσα μεταβολή στο πρόσωπο του εκμισθωτή (τέκνου του) και στ) σκόπιμα επιδίωξε τον «εφησυχασμό» της και ξαφνικά μετά πάροδο δυόμισυ και πλέον ετών από την τελευταία όχλησή του με την κρινόμενη αγωγή του αξιώνει τάχα οφειλόμενα μισθώματα, αναπροσαρμογές παράλογες και τόκους. Με βάση όλα αυτά υποστήριξε η αναιρεσείουσα ότι η αγωγή του πρώτου αναιρεσιβλήτου ήταν καταχρηστική, γιατί αποτελούσε αντίφαση, έκδηλη συνέπεια και ανακολουθία προς την μέχρι τότε συναλλακτική συμπεριφορά του ενάγοντος, αλλά και γιατί έθιγε το κοινό περί δικαίου αίσθημα, παντελώς ασύμβατη προς τη συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλά και προφανώς υπερβαίνουσα τα όρια που θέτει ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του επικαλούμενου δικαιώματος. Καθόσον αφορά το δεύτερο αναιρεσίβλητο, η ίδια αναιρεσείουσα, για θεμελίωση της ένστασης αυτής, ισχυρίζεται ότι επικαλέστηκε όλα τα παραπάνω και επιπλέον ότι: α) μέχρι την κοινοποίηση της από 24-5-2001 αγωγής του, ουδέποτε της γνωστοποίησε την ιδιότητά του, ούτε όχλησε για οφειλόμενα τάχα μισθώματα, προφανώς εσκεμμένα και σε συνέχεια της παρελκυστικής συμπεριφοράς του δικαιοπαρόχου (πατέρα του), β) με τις συντονισμένες, επανειλημμένες και σταθερές ως προς το χαρακτήρα τους πράξεις και παραλείψεις του, αυτός (σε αγαστή συνεργασία με τον πατέρα του) δημιούργησε στην ίδια βεβαιότητα και ασφαλή πεποίθηση, ότι δεν θα επιδιώξει «ευκαιριακά» αδικαιολόγητο πλουτισμό σε βάρος της, γ) απέκρυψε επιμελώς και αυτή την ύπαρξη συμβατικής σχέσης με την ίδια, ξαφνικά μετά πάροδο ικανού χρόνου άσκησε την κρινόμενη αγωγή του, χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί σε κάποια όχληση αυτής (έγγραφη ή προφορική), για οφειλή μισθωμάτων, κοινοχρήστων, αναπροσαρμογή του ύψους του μηνιαίου μισθώματος, μεταβολή στο πρόσωπο του εκμισθωτή της μίσθωσης και για υπεισέλευσή του στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης και δ) ουδέποτε την όχλησε για την ισχύ της μίσθωσης και την υποχρέωσή της σε πληρωμή μισθωμάτων, για να αιφνιδιάσει με την πιο πάνω αγωγή του, που ασκήθηκε μετά από δυόμισυ περίπου έτη, από τότε που αυτός υπεισήλθε στη θέση του εκμισθωτή (1-1-1999). Σύμφωνα και με αυτά υποστήριξε, ότι και η αγωγή του αναιρεσιβλήτου αυτού ήταν καταχρηστική και γι’ αυτό έπρεπε να απορριφθεί. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ.) και μάλιστα των από 24-9-2001 (δύο) και 30-9-2002 προτάσεων της αναιρεσείουσας ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε νομότυπα τα πραγματικά ως άνω περιστατικά, που θεμελιώνουν πράγματι την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση. Όμως το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την εκκληθείσα 4128/2001 πρωτόδικη απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών και δίκασε τις πιο πάνω αγωγές των αναιρεσιβλήτων δεν ασχολήθηκε καθόλου και έτσι παρέλειψε να λάβει υπόψη «πράγματα» που προτάθηκαν νόμιμα, δηλαδή τους άνω ισχυρισμούς που συνιστούν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία αν είναι βάσιμη ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ΄Ετσι υπέπεσε στην πλημμέλεια από το εδάφιο 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Συνακόλουθα, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και ο τελευταίος αυτός λόγος αναίρεσης.
4. Μετά απ΄ αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.), γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. -
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3965/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) Ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2005.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2005.
foggs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου