Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013
- Αριθμός : 2
- Έτος : 2013
- Δικαστήριο : Άρειος Πάγος
- Μελέτη :
- Διάταξη :
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της A' Σύνθεσης:...,...,...,..., Αντιπροέδρους,...,...,...,...,...,...,...,..
.-Χριστοφίλου,...,...,...,...,...- Εισηγητή,...,...,...,...,...,...,...,...,...- Πετρουλάκη και..., Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνεδρίασε δημόσια στο κατάστημά του στις 22 Μαρτίου 2012, με την παρουσία του... -...και της...για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Eταιρίας με την επωνυμία ...GERMAN TRANSPORT & LOGISTIC GmbH" (πρώην ...BUNKER GERMANY GmbH"), που εδρεύει στο ...και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της....
Του αναιρεσίβλητου: 1....Μ., κατοίκου ... και ήδη κατά το δικόγραφο των από 1.2.2011 και 28.9.2011 κλήσεών του ... και 2....με την επωνυμία "ALCHEMY SHIPPING CORP", η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη ..., στην πραγματικότητα όμως στον ..., όπου ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, τους οποίους (αναιρεσιβλήτους) εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους.... Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Οκτωβρίου 2004 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο.... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1371/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 215/2007 του.... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 3 Ιουλίου 2007 αίτησή της. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 905/2010 απόφαση του Α2..., η οποία παρέπεμψε στην... Πάγου τους πρώτο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Μετά την πιο πάνω απόφαση και τις από 1 Φεβρουαρίου 2011 και 28 Σεπτεμβρίου 2011 (συμπληρωματική) κλήσεις του πρώτου των αναιρεσιβλήτων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν, ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. Ο Εισαγγελέας πρότεινε να κριθούν βάσιμοι τόσο ο πρώτος όσο και ο τρίτος των λόγων αναιρέσεως επί των αντιστοίχων ζητημάτων που παραπέμφηκαν στην Ολομέλεια του.... Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. Κατά την 8 Νοεμβρίου 2012, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν Δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες,...,...-Χριστοφίλου,...,...και..., οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Με την υπ' αριθ. 905/2010 απόφαση του Α2... Πάγου κρίθηκε βάσιμος με πλειοψηφία μιας ψήφου και γι' αυτό παραπέμφθηκε στην..., σύμφωνα με τα άρθρ. 563§2 εδ.γ ΚΠολΔ και 23§2 του...(ν. 1756/1988), ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος της από 3.7.2007 αίτησης για αναίρεση της αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 215/2007 απόφασης του..., ενώ απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αίτησης αυτής από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ...ίδια απόφαση του...παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αυτό επίσης αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, επειδή κρίθηκε ότι αφορά σε ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον (άρθρ. 563§2 εδ.β ΚΠολΔ). Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έγιναν τυπικά και ουσιαστικά δεκτές οι από 3.5.2006 και 4.5.2006 αντίστοιχες εφέσεις των ήδη αναιρεσιβλήτων και εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ. 1371/2006 απόφαση του..., που είχε αναγνωρίσει ότι οι αναιρεσίβλητοι υποχρεούνται εις ολόκληρο να καταβάλουν στην αναιρεσείουσα το ποσό των 29.182,28 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από 11.1.2003, απορρίφθηκε ακολούθως (με την εφετειακή απόφαση) ως νόμω αβάσιμη έναντι της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων και ως ουσιαστικά αβάσιμη έναντι του πρώτου αυτών η ένδικη από 8.10.2004 αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία αυτή, όπως παραδεκτά περιόρισε την αγωγή της, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι της οφείλουν από την πώληση καυσίμων στη δεύτερη των αντιδίκων της, για τις ανάγκες του πλοίου της "H...", το ποσό των 136.883,78 δολλαρίων..., που είναι το συμφωνημένο τίμημα της πώλησης και για το οποίο ευθύνεται και ο πρώτος των αντιδίκων της, ως ο βασικός μέτοχος της δεύτερης αυτών ναυτικής εταιρείας, επικαλούμενη (η αναιρεσείουσα) για τη θεμελίωση της ευθύνης του την ανάγκη άρσης της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της δεύτερης αναιρεσίβλητης λόγω της καταχρηστικής από μέρους του χρησιμοποίησης της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας του κατά τη σχετική συναλλαγή. Ήδη παραδεκτά μετά την από 28.9.2011 κλήση της αναιρεσείουσας εισάγονται προς συζήτηση στην Α'... Πάγου οι παραπεμφθέντες σ' αυτή λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση οι πλημμέλειες ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρ. 281, 288 ΑΚ έκρινε ότι υπό τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν δικαιολογείται η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης και ότι η επικαλούμενη κάμψη της νομικής προσωπικότητάς της αποκλείει σε κάθε περίπτωση την ύπαρξη ευθύνης της έναντι της αναιρεσείουσας και μάλιστα εις ολόκληρο με τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων. 2. Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006). Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης ελέγχεται και η παράλειψη του δικαστηρίου να προβεί σε ανάλογη εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου παρά την ύπαρξη κενού στη ρύθμιση του νόμου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κατέφυγε σε επιτρεπτή από το νόμο ανάλογη εφαρμογή του κανόνα, που ισοδυναμεί με τη μη εφαρμογή του, ενώ αντιστρόφως συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή του κανόνα, όταν αυτός εφαρμόζεται αναλόγως, μολονότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι όροι για την ανάλογη εφαρμογή του, δηλαδή ομοιότητα της αρρύθμιστης με τη ρυθμισμένη στο νόμο περίπτωση. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ' αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ' αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83§2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§1&3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή..., βλ. άρθρ. 1§3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 3604/2007, 41§2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι' αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ' αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ' υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ' άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ' αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ' αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι' αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ' αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρ. 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι το Εφετείο, αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση της δεύτερης αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε ως προς αυτή την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε ως μη νόμιμη ως προς την ίδια την ένδικη αγωγή, κρίνοντας ότι εφόσον με την αγωγή αυτή η αναιρεσείουσα επικαλείται λόγους άρσης (κάμψης) της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης σε σχέση με τη μεταξύ τους από 12.11.2002 συναλλαγή, που αφορά την πώληση από την ίδια στη δεύτερη αναιρεσίβλητη καυσίμων για τις ανάγκες του πλοίου της "H...", συνολικής αξίας 136.883,78 δολλαρίων..., δεν υφίσταται ως προς το τίμημα αυτό ευθύνη της δεύτερης αναιρεσίβλητης και μάλιστα εις ολόκληρο με τον πρώτο αναιρεσίβλητο, αφού εξ αιτίας της άρσης της νομικής προσωπικότητάς της ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή οι σχετικές υποχρεώσεις της μεταφέρθηκαν αποκλειστικά στον πρώτο αναιρεσίβλητο. Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου στις οποίες στήριξε την απόφασή του, αφού κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, σε περίπτωση άρσης της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης δεν αποκόπτεται η ευθύνη της για την επίδικη συναλλαγή της, αλλά ευθύνεται εις ολόκληρο με το βασικό μέτοχό της για τις συνέπειες της συναλλαγής της, δηλαδή με τον πρώτο αναιρεσίβλητο, στον οποίο ως πρόσθετο οφειλέτη επεκτείνονται πλέον οι συνέπειες της συναλλαγής της. Επομένως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που παραπέμφθηκε με την υπ' αριθ. 905/2010 απόφαση του Α2 Τμήματος του...στην.... Εξ άλλου αναφορικά με τον πρώτο αναιρεσίβλητο η προσβαλλόμενη απόφαση, εκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Ο...ήσκει ναυτιλιακάς επιχειρήσεις, δηλονότι τοιαύτας εκμεταλλεύσεως πλοίων επί κέρδει....ανήκαν 14 πλοία, υπό αλλοδαπήν σημαίαν ως επί το πλείστον, έκαστον των οποίων ανήκε στην πλοιοκτησία μιας προς τούτο συσταθείσης εταιρίας, συμφώνως προς τις διατάξεις του Νόμου της Λιβερίας περί Επιχειρήσεων και Εταιρειών και του αντιστοίχου Νόμου του Παναμά. Οι εταιρείες αυτές ήσαν οι συνεστημένες κατά το νόμο της Λιβερίας Cardinal Ventures Inc, Kestr Maritime Inc ... και οι συνεστημένες κατά το νόμο του Παναμά Cedar Enterprises Inc ..., στις οποίες ανήκαν αντιστοίχως τα εξής 11 πλοία ... Μέτοχος των ανωτέρω πλοιοκτητριών ετύγχανε η εν ... εδρεύουσα εταιρία χαρτοφυλακίου (holdings) υπό την επωνυμία "ΖΙΟΝ ENTERPRISES...", ενώ η τελευταία αυτή ήτο κατά 100% θυγατρική της εν ... εδρευούσης εταιρίας χαρτοφυλακίου υπό την επωνυμία "ΑΧΑ HOLDING...". Εις τον ανωτέρω Όμιλο ανήκον επίσης οι συνεστημένες κατά το Νόμον της Λιβερίας εταιρείες "Twin Shipping Co", "Alchemy Sipping Co" και "Mystras Maritime Co", πλοιοκτήτριες των υπό σημαία Λιβερίας υπολοίπων 3 πλοίων Ρ..., H... και L... αντιστοίχως. Την διαχείριση των πλοίων είχε αναλάβει η προς τούτο συσταθείσα κατά τους Νόμους της Λιβερίας εταιρία υπό την επωνυμία "ARROW COMPANY LIMITED", η οποία εγκατέστησε γραφείο εν Ελλάδι συμφώνως προς τις διατάξεις των ΑΝ 89/67, 378/68 και Ν 27/1975. Της αναλήψεως της διαχειρίσεως προηγείτο έγγραφος σύμβαση, καταρτιζομένη μετά της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας νομίμως εκπροσωπούμενης, ωρίζετο δε συγκεκριμένον ποσόν δι' αμοιβήν διαχειρίσεως. Ο...είχε εγκαταστήσει το γραφείο του εν Πειραιεί και επί της οδού ... αριθ. 1, ένθα ησκείτο πράγματι η διοίκηση και διαχείριση των πλοιοκτητριών και της διαχειριστρίας. Ο ανωτέρω Όμιλος είχε ιδρύσει επίσης την Pegasus Ocean Services Ltd, η οποία ήτο αντιπρόσωπος (agent) της Arrow στο Λονδίνο. Η διαχειρίστρια εταιρεία Arrow είχε εσωτερική οργάνωση κατά τμήματα, όπως...,...,...,...,..., τα οποία διευθύνοντο υπό διωρισμένων προς τούτο Διευθυντών, το δε σύνολο του προσωπικού ανήρχετο σε 36 άτομα. Η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία επελαμβάνετο των θεμάτων της διαχειρίσεως των πλοίων και δη των επισκευών, της προσλήψεως πληρωμάτων, του εφοδιασμού των δια τροφοεφοδίων, καυσίμων κλπ. Τις αποφάσεις δια την διαχείριση των πλοίων ελάμβανον τα ειδικευμένα επαγγελματικά στελέχη, τα οποία επελαμβάνοντο των αναφυομένων ζητημάτων και επέλυον τα ανακύπτοντα σε καθημερινή σχεδόν βάση θέματα είτε αυτοτελώς είτε εν συνεργασία. Οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είχαν ανεξάρτητα διοικητικά συμβούλια και παρηκολουθούντο λογιστικώς. Δι' εκάστην πλοιοκτήτρια συνετάσσετο ισολογισμός, στον έλεγχο του οποίου προέβαινον ορκωτοί ελεγκταί των MOORE STEPHE...εντός των πλαισίων της ως άνω επιχειρηματικής της δραστηριότητος η ειρημένη διαχειρίστρια, δια των οργάνων της και δη του Διευθυντού του..., ήλθε εις επαφήν κατά μήνα Σεπτέμβριον έτους 2002 μετά του διευθυντού της εναγούσης Μ. και ητήσατο όπως η τελευταία προμηθεύση τα υπό διαχείριση πλοία της ARROW δια καυσίμων και λιπαντικών. Κατόπιν επελθούσης συμφωνίας η ενάγουσα (αναιρεσείουσα) επώλησε προς την πλοιοκτήτρια εταιρεία (δεύτερη αναιρεσίβλητη) και παρέδωσε κατά την 12.11.2002 στο δεξαμενόπλοιο "Η…" μη αμφισβητούμενες ποσότητες καυσίμων και λιπαντικών, συνολικής αξίας 136.883,78 δολλαρίων ΗΠΑ, εξέδωσε δε το σχετικό τιμολόγιό της. Υπόχρεος για την καταβολή του ανωτέρω ποσού τυγχάνει η πλοιοκτήτρια εταιρεία, η οποία ήταν η αγοράστρια των πωληθεισών ποσοτήτων. Ο δεύτερος των εναγομένων (πρώτος των αναιρεσιβλήτων) ετύγχανε κύριος μέτοχος των ειρημένων εταιρειών χαρτοφυλακίου "ΑΧΑ HOLDINGS..." και "ZION ENTERPRISES...", δια των οποίων ηλέγχοντο οι θυγατρικές πλοιοκτήτριες εταιρείες. Ούτος, διαμένων εν Λονδίνω, απησχολείτο κυρίως με τις ναυτιλιακές υποθέσεις του Ομίλου εντός των πλαισίων της επιχειρηματικής δραστηριότητος της εταιρείας Pegasus Ocean Servic...η ανάμειξή του στις ναυτιλιακές υποθέσεις του Ομίλου εγένετο πλέον ενεργός, ιδίως όταν έδει να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις λόγω της κακής πορείας των οικονομικών υποθέσεων των εταιρειών. Την 19.7.2001 παρέσχε προσωπικώς εγγύηση προς την..., προκειμένου η παρά της Τραπέζης δανειζομένη "ΑΧΑ Holdings..." να λάβη ως δάνειο ποσό 10.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και να το εισφέρει ως κεφάλαιο στην ZION Entperises και δι' αυτής στις θυγατρικές της και υπό αυτής ελεγχόμενες ως άνω πλοιοκτήτριες εταιρείες επί σκοπώ καλύψεως μέρους του τιμήματος αγοράς των προαναφερθέντων πλοίων τους. Η πτώση των ναύλων και η αδυναμία εξευρέσεως ναυλωτών δι' όλα τα πλοία εδημιούργησε οικονομικές δυσχέρειες στον Όμιλο, εφ' όσον πρωτίστως έπρεπε να καλυφθούν οι δόσεις των αναληφθέντων δανείων. Ανεζητήθησαν νέοι προμηθευταί δια να καλυφθούν οι ανάγκες των ποντοπόρων δεξαμενοπλοίων, ως προμήθεια καυσίμων και λιπαντικών, τροφοεφοδίων κλπ. Τις διαπραγματεύσεις διενήργησε ο Διευθυντής του...της ARROW, Κ., ο οποίος ήλθε εις επαφήν με τους νόμιμους εκπροσώπους των προμηθευτριών εταιρειών. Ούτω κατά μήνα Σεπτέμβριον 2002 ο ειρημένος ήλθε εις επαφήν μετά του διευθυντού του εν Πειραιεί γραφείου της εναγούσης Μ. και ητήσατο την σύναψη συμφωνίας δια την προμήθεια των πλοίων του Ομίλου δια καυσίμων και λιπαντικών με επιμήκυνση του συνήθους χρονικού ορίου πιστώσεως του τιμήματος εις 60 ημέρες δια τα καύσιμα και 90 ημέρες δια τα λιπαντικά. Ο Κ. παρέσχε ζητηθείσες διαβεβαιώσεις ότι το τίμημα των πωλήσεων θα κατεβάλετο κανονικώς και ότι δεν υπήρχε ανησυχία εφ' όσον ο Όμιλος ανήκε στον Π.. Τους ενδοιασμούς της εναγούσης διεσκέδασε ο ίδιος ο..., ο οποίος εις τηλεφωνικήν επικοινωνίαν μετά του ως άνω διευθυντού της εναγούσης επεβεβαίωσε την κυριαρχική του θέση στον Όμιλο και εδήλωσε ότι υπεύθυνος δια την εξόφληση του τιμήματος θα ήτο ο ίδιος. Ενώ κατά τους πρώτους μήνες η συνεργασία εξελίχθη ομαλώς και τα τιμολόγια της εναγούσης εξοφλήθησαν, το οφειλόμενο ποσό δια την επίδικο πώληση καυσίμων δεν επληρώθη. Εις τα αιτήματα των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγούσης, οι οποίοι επεσκέφθησαν τα γραφεία του Ομίλου επί της οδού ..., οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ARROW διεβεβαίωσαν ότι η καθυστέρηση οφείλεται εις πρόσκαιρον οικονομική αδυναμία και ότι οι απαιτήσεις των θα ικανοποιούντο. Τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί πληρωμής των τιμολογίων παρέσχε κατόπιν προσωπικής επικοινωνίας και ο.... Τελικώς, οι δανείστριες Τράπεζες κατήγγειλαν τις συμβάσεις δανείων, ανεζήτησαν εξ ολοκλήρου τα δανεισθέντα ποσά και προέβησαν εις δέσμευση ορισμένων πλοίων. Συνεπεία του γεγονότος αυτού o...κατέρρευσε". Με βάση τα παραπάνω περιστατικά το Εφετείο έκρινε ότι "δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση χρησιμοποιήσεως υπό του δεύτερου εναγομένου...της νομικής προσωπικότητας των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών προς καταστρατήγηση του νόμου ή προς δολίαν αποφυγήν της εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του". Ειδικότερα το Εφετείο αιτιολόγησε την κρίση του αυτή με τις ακόλουθες σκέψεις: "Ως προελέχθη, ο ως άνω εναγόμενος ετύγχανε ο κυρίαρχος μέτοχος των εταιρειών χαρτοφυλακίου στις οποίες ανήκαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες και η συμβολή του στην λήψη των εταιρικών αποφάσεων, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτο καθοριστική, εφ' όσον ούτος είχε τον έλεγχο της διαχειρίστριας εταιρίας και των πλοιοκτητριών εταιρειών. Επίσης παρέσχε αυτός προσωπική εγγύηση προς εξασφάλιση ληφθέντος δανείου παρά της ηγέτιδος μετόχου εταιρίας "ΑΧΑ Holdings..." και προσωπική εγγύηση προς την προμηθεύτρια εταιρία BUNKER AND FINANCE SERVICES..., προς εξασφάλιση απαιτήσεών της εξ εφοδιασμού των πλοίων του Ομίλου, ύψους δολλαρίων ΗΠΑ 2.850.000, ενώ συνήνεσε εις εγγραφήν προσημειώσεως επί ακινήτων του, τα δε συμφέροντά του εταυτίζοντο προς τα συμφέροντα των εταιρειών, ενώ ενεφανίζετο ούτος ως ουσιαστικός φορεύς της επιχειρήσεως. Πλην τα γεγονότα αυτά δεν αρκούν κατά νόμον για την θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητος νομίμως συσταθέντων και λειτουργούντων νομικών προσώπων, ως οι προαναφερθείσες πλοιοκτήτριες εταιρείες. Εξάλλου, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι επήλθε σύγχυση της ατομικής και της εταιρικής περιουσίας. Εκάστη πλοιοκτήτρια εταιρία είχε οικονομική αυτοτέλεια και δια της εκμεταλλεύσεως του πλοίου της κατεβάλετο προσπάθεια, ώστε να εξοφληθούν πρωτίστως οι προς την δανείστρια Τράπεζα υποχρεώσεις και ακολούθως οι προς τους τρίτους (προμηθευτές) υποχρεώσεις, αφού προηγουμένως κατεβάλοντο οι μισθοί του πληρώματος. Ούτε η παρασχεθείσα προσωπική εγγύηση προς εξόφληση δανείου των εταιρειών και προς εξόφληση αξιώσεων εκ πωληθέντων καυσίμων προς τα πλοία αποδεικνύει ταύτιση περιουσιών. Υπό τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά δεν απεδείχθη ότι εγένετο κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ότι δηλονότι εγένετο κατάχρηση της νομικής προσωπικότητός των. Οι επίδικες συναλλαγές αφορούσαν εταιρικές υποθέσεις και εγένοντο εντός των συνήθων πλαισίων επιχειρηματικής λειτουργίας και δραστηριότητας των πλοιοκτητριών εταιρειών. Δεν απετέλουν πράξεις του κυρίαρχου μετόχου, οι οποίες σκοπίμως παρηλλάσσοντο, αλλά συνήθη μορφή ναυτιλιακής δραστηριότητος. Οι πλοιοκτήτριες εταιρείες ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα ήταν φορείς κεχωρισμένης περιουσίας (δηλ. του πλοίου), το οποίο ήτο υπέγγυο στους εταιρικούς δανειστές. Η ίδια η ενάγουσα ως προμηθεύτρια, κινούμενη επαγγελματικώς εντός των πλαισίων της παγκοσμίως ασκούμενης ναυτιλιακής δραστηριότητας, εγνώριζε δια των οργάνων της, ότι υπέγγυος περιουσία δια την εξασφάλιση των εκάστοτε απαιτήσεών της ετύγχανε το πλοίο, το οποίο ανήκε σε μία πλοιοκτήτρια εταιρία. Επίσης, εγνώριζε την επιχειρηματική δραστηριότητα του δευτέρου των εναγομένων και την ιδιότητα υπό την οποία ενήργει. Η παρουσία τούτου απετέλει εγγύηση όχι διότι θα ήτο προσωπικώς υπεύθυνος, αλλά διότι η επιτυχημένη επιχειρηματική δράση τούτου και του Ομίλου επί σειράν ετών εξησφάλιζε κατά το δυνατόν την ομαλή πορεία των εταιρικών υποθέσεων, την οικονομική ευρωστία, εντεύθεν την δυνατότητα εκπληρώσεως των αναληφθεισών υποχρεώσεων. Το γεγονός ότι ο ειρημένος διοχέτευε θεμιτώς την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε "μονοβάπορες" εταιρείες εντεταγμένες σε ένα ναυτιλιακό επιχειρηματικό Όμιλο και εχρησιμοποίει την νομική προσωπικότητα τούτων ως "μηχανισμό απορροφήσεων" των δυσμενών συνεπειών της τοιαύτης δραστηριότητος δεν δικαιολογεί την ταύτιση τούτου με εκάστη των εταιρειών και την μεταφορά στον ίδιο της βαρυνούσης το νομικό πρόσωπο της εταιρίας ευθύνης". Συνεπώς, κατέληξε το Εφετείο, "δεν υποχρεούται ούτος να καταβάλει το παρά της εναγούσης αιτούμενο ποσό, το αποτελούν το τίμημα της γενομένης πωλήσεως προς το αυτοτελές νομικό πρόσωπο της πλοιοκτητρίας εταιρίας". Σύμφωνα με τις παραδοχές του Εφετείου, η συνεστημένη κατά το νόμο της Λιβερίας εταιρεία Alchemy Shipping Co (δεύτερη αναιρεσίβλητη), στην οποία ανήκε το Δ/Ξ "H...", ήταν θυγατρική της εταιρείας χαρτοφυλακίου ZION ENTERPRISES..., η οποία ήταν και αυτή θυγατρική της εταιρείας χαρτοφυλακίου ΑΧΑ HOLDINGS...οι εταιρείες αυτές ήταν συνεστημένες κατά το νόμο της Λιβερίας και κύριος μέτοχός τους ήταν, κατά την εφετειακή απόφαση, ο πρώτος αναιρεσίβλητος. Με δεδομένο όμως ότι κατά την ίδια απόφαση η εταιρεία ZION ENTERPRISES...ήταν 100% θυγατρική της εταιρείας ΑΧΑ HOLDINGS..., πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος ήταν κύριος μέτοχος μόνο της δεύτερης αυτής εταιρείας. Το γεγονός ωστόσο αυτό αρκούσε για να έχει ο ίδιος μέσω της εν λόγω εταιρείας, όπως και η εφετειακή απόφαση δέχθηκε, τον έλεγχο του ομίλου ναυτιλιακών επιχειρήσεων, που έφερε το όνομά του και είχε ως πραγματική έδρα τον Πειραιά, όπου διατηρούσε γραφεία στην οδό ... αριθμός 1. Στον όμιλο αυτό ήταν ενταγμένες οι παραπάνω εταιρείες χαρτοφυλακίου, αλλά και 14 συνολικά ναυτικές εταιρείες, συνεστημένες κατά το νόμο της Λιβερίας ή του Παναμά, στις οποίες ανήκαν ισάριθμα πλοία, δηλαδή σε κάθε εταιρεία ανήκε και από ένα πλοίο. Τη διαχείριση όλων των πλοίων αυτών είχε αναλάβει η συνεστημένη κατά το νόμο της Λιβερίας εταιρεία ARROW COMPANY LIMITED, η οποία ήταν επίσης ενταγμένη στον..., χωρίς όμως να προκύπτει από την εφετειακή απόφαση ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος ήταν και ο κύριος μέτοχος της εταιρείας αυτής. Σε κάθε πάντως περίπτωση έγινε δεκτό με την εφετειακή απόφαση ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος είχε τον έλεγχο τόσο της εταιρείας αυτής όσο και των πλοιοκτητριών εταιρειών του ομίλου του, μέσω των οποίων ασκούσε την επιχειρηματική του δραστηριότητα και τις χρησιμοποιούσε έτσι, όντας ο ουσιαστικός φορέας αυτών, ως μηχανισμό απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών από την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Όμως το γεγονός αυτό και γενικότερα η ταύτιση των συμφερόντων του πρώτου αναιρεσιβλήτου με αυτά των εταιρειών του ομίλου του αποτελούν στοιχεία, που είτε αυτοτελώς εκτιμηθούν είτε σε συνάρτηση, δεν υποδηλώνουν από μόνα τους, κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, καταχρηστική από μέρους του συμπεριφορά προς καταστρατήγηση του εταιρικού θεσμού ούτε η παροχή από τον ίδιο προσωπικών ή εμπράγματων εγγυήσεων υπέρ των εταιρειών αυτών αποδεικνύει σύγχυση των περιουσιών τους με την ατομική του περιουσία, την οποία και ρητά απέκλεισε η εφετειακή απόφαση, με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά τις αντίστοιχες όμοιες κρίσεις της. Ωστόσο με βάση τις περαιτέρω παραδοχές του Εφετείου, η συναλλαγή που πραγματοποίησε η διαχειρίστρια εταιρεία ARROW COMPANY LIMITED στις 12.11.2002 με την αναιρεσείουσα, από την οποία αγόρασε για τις ανάγκες του πλοίου H... και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας Alchemy Shipping Co, δηλαδή της δεύτερης αναιρεσίβλητης, καύσιμα συνολικής αξίας 136.883,78 δολλαρίων..., έγινε κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας αυτής, αφού κατά το χρόνο της σχετικής συναλλαγής η εν λόγω εταιρεία αντιμετώπιζε, όπως και όλες οι εταιρείες του..., σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, ήταν δηλαδή ελλιπώς χρηματοδοτημένη (υποκεφαλαιοδοτημένη) και η κρίσιμη συναλλαγή καταρτίσθηκε μόνον ύστερα από τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του διευθυντή προμηθειών της διαχειρίστριας εταιρείας ότι το τίμημα της πώλησης θα εξοφλείτο εμπρόθεσμα, καθόσον ο όμιλος ανήκε στον Π. (πρώτο αναιρεσίβλητο), ο οποίος, όπως αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση, έδωσε και ο ίδιος ανάλογες διαβεβαιώσεις στο διευθυντή της αναιρεσείουσας. Δηλαδή η αναιρεσείουσα οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή βασιζόμενη κυρίως στις ως άνω διαβεβαιώσεις και μάλιστα του ίδιου του πρώτου αναιρεσιβλήτου, ο οποίος έτσι μετέφερε αθέμιτα στην αναιρεσείουσα, εξ αιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης της πλοιοκτήτριας εταιρείας Alchemy Shipping Co (δεύτερης αναιρεσίβλητης), τον κίνδυνο από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνακόλουθα η επίκληση από τον πρώτο αναιρεσίβλητο της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης, η οποία δεν εξόφλησε το τίμημα της επίδικης πώλησης, συνιστά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του αντίστοιχου δικαιώματός του και είναι, συνεπώς, καταχρηστική, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς της, προκειμένου η υποχρέωσή της προς εξόφληση του παραπάνω χρέους της έναντι της αναιρεσείουσας να επεκταθεί και στον πρώτο των αναιρεσιβλήτων στο πλαίσιο εις ολόκληρο ενοχής τους. Επομένως το Εφετείο που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε ως προς αυτόν την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού προηγουμένως δέχθηκε την έφεσή του και εξαφάνισε ως προς τον ίδιο την πρωτόδικη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 281 και 288 ΑΚ, όπως βάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και πρέπει έτσι να γίνει δεκτός και ο λόγος αυτός, ο οποίος, όπως και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, παραπέμφθηκε με την αυτή υπ' αριθ. 905/2010 απόφαση του Α2 Τμήματος του...στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές κατά την παράγραφο 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή διορθωτικά ερμηνεύεται μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 12§4 του ν. 4055/2012 [ΟλΑΠ (σε συμβούλιο) 4/2012], ενώ η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 215/2007 απόφαση του....
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε δε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 17 Iανουαρίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της A' Σύνθεσης:...,...,...,..., Αντιπροέδρους,...,...,...,...,...,...,...,..
.-Χριστοφίλου,...,...,...,...,...- Εισηγητή,...,...,...,...,...,...,...,...,...- Πετρουλάκη και..., Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνεδρίασε δημόσια στο κατάστημά του στις 22 Μαρτίου 2012, με την παρουσία του... -...και της...για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Eταιρίας με την επωνυμία ...GERMAN TRANSPORT & LOGISTIC GmbH" (πρώην ...BUNKER GERMANY GmbH"), που εδρεύει στο ...και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της....
Του αναιρεσίβλητου: 1....Μ., κατοίκου ... και ήδη κατά το δικόγραφο των από 1.2.2011 και 28.9.2011 κλήσεών του ... και 2....με την επωνυμία "ALCHEMY SHIPPING CORP", η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη ..., στην πραγματικότητα όμως στον ..., όπου ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, τους οποίους (αναιρεσιβλήτους) εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους.... Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Οκτωβρίου 2004 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο.... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1371/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 215/2007 του.... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 3 Ιουλίου 2007 αίτησή της. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 905/2010 απόφαση του Α2..., η οποία παρέπεμψε στην... Πάγου τους πρώτο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Μετά την πιο πάνω απόφαση και τις από 1 Φεβρουαρίου 2011 και 28 Σεπτεμβρίου 2011 (συμπληρωματική) κλήσεις του πρώτου των αναιρεσιβλήτων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν, ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. Ο Εισαγγελέας πρότεινε να κριθούν βάσιμοι τόσο ο πρώτος όσο και ο τρίτος των λόγων αναιρέσεως επί των αντιστοίχων ζητημάτων που παραπέμφηκαν στην Ολομέλεια του.... Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. Κατά την 8 Νοεμβρίου 2012, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν Δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες,...,...-Χριστοφίλου,...,...και..., οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Με την υπ' αριθ. 905/2010 απόφαση του Α2... Πάγου κρίθηκε βάσιμος με πλειοψηφία μιας ψήφου και γι' αυτό παραπέμφθηκε στην..., σύμφωνα με τα άρθρ. 563§2 εδ.γ ΚΠολΔ και 23§2 του...(ν. 1756/1988), ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος της από 3.7.2007 αίτησης για αναίρεση της αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 215/2007 απόφασης του..., ενώ απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αίτησης αυτής από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ...ίδια απόφαση του...παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αυτό επίσης αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, επειδή κρίθηκε ότι αφορά σε ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον (άρθρ. 563§2 εδ.β ΚΠολΔ). Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έγιναν τυπικά και ουσιαστικά δεκτές οι από 3.5.2006 και 4.5.2006 αντίστοιχες εφέσεις των ήδη αναιρεσιβλήτων και εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ. 1371/2006 απόφαση του..., που είχε αναγνωρίσει ότι οι αναιρεσίβλητοι υποχρεούνται εις ολόκληρο να καταβάλουν στην αναιρεσείουσα το ποσό των 29.182,28 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας από 11.1.2003, απορρίφθηκε ακολούθως (με την εφετειακή απόφαση) ως νόμω αβάσιμη έναντι της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων και ως ουσιαστικά αβάσιμη έναντι του πρώτου αυτών η ένδικη από 8.10.2004 αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία αυτή, όπως παραδεκτά περιόρισε την αγωγή της, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι της οφείλουν από την πώληση καυσίμων στη δεύτερη των αντιδίκων της, για τις ανάγκες του πλοίου της "H...", το ποσό των 136.883,78 δολλαρίων..., που είναι το συμφωνημένο τίμημα της πώλησης και για το οποίο ευθύνεται και ο πρώτος των αντιδίκων της, ως ο βασικός μέτοχος της δεύτερης αυτών ναυτικής εταιρείας, επικαλούμενη (η αναιρεσείουσα) για τη θεμελίωση της ευθύνης του την ανάγκη άρσης της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της δεύτερης αναιρεσίβλητης λόγω της καταχρηστικής από μέρους του χρησιμοποίησης της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας του κατά τη σχετική συναλλαγή. Ήδη παραδεκτά μετά την από 28.9.2011 κλήση της αναιρεσείουσας εισάγονται προς συζήτηση στην Α'... Πάγου οι παραπεμφθέντες σ' αυτή λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση οι πλημμέλειες ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρ. 281, 288 ΑΚ έκρινε ότι υπό τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν δικαιολογείται η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης και ότι η επικαλούμενη κάμψη της νομικής προσωπικότητάς της αποκλείει σε κάθε περίπτωση την ύπαρξη ευθύνης της έναντι της αναιρεσείουσας και μάλιστα εις ολόκληρο με τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων. 2. Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006). Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης ελέγχεται και η παράλειψη του δικαστηρίου να προβεί σε ανάλογη εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου παρά την ύπαρξη κενού στη ρύθμιση του νόμου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κατέφυγε σε επιτρεπτή από το νόμο ανάλογη εφαρμογή του κανόνα, που ισοδυναμεί με τη μη εφαρμογή του, ενώ αντιστρόφως συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή του κανόνα, όταν αυτός εφαρμόζεται αναλόγως, μολονότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι όροι για την ανάλογη εφαρμογή του, δηλαδή ομοιότητα της αρρύθμιστης με τη ρυθμισμένη στο νόμο περίπτωση. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ' αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ' αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83§2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§1&3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή..., βλ. άρθρ. 1§3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 3604/2007, 41§2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι' αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ' αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ' υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ' άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ' αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ' αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι' αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ' αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρ. 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι το Εφετείο, αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση της δεύτερης αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε ως προς αυτή την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε ως μη νόμιμη ως προς την ίδια την ένδικη αγωγή, κρίνοντας ότι εφόσον με την αγωγή αυτή η αναιρεσείουσα επικαλείται λόγους άρσης (κάμψης) της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης σε σχέση με τη μεταξύ τους από 12.11.2002 συναλλαγή, που αφορά την πώληση από την ίδια στη δεύτερη αναιρεσίβλητη καυσίμων για τις ανάγκες του πλοίου της "H...", συνολικής αξίας 136.883,78 δολλαρίων..., δεν υφίσταται ως προς το τίμημα αυτό ευθύνη της δεύτερης αναιρεσίβλητης και μάλιστα εις ολόκληρο με τον πρώτο αναιρεσίβλητο, αφού εξ αιτίας της άρσης της νομικής προσωπικότητάς της ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή οι σχετικές υποχρεώσεις της μεταφέρθηκαν αποκλειστικά στον πρώτο αναιρεσίβλητο. Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου στις οποίες στήριξε την απόφασή του, αφού κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, σε περίπτωση άρσης της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης δεν αποκόπτεται η ευθύνη της για την επίδικη συναλλαγή της, αλλά ευθύνεται εις ολόκληρο με το βασικό μέτοχό της για τις συνέπειες της συναλλαγής της, δηλαδή με τον πρώτο αναιρεσίβλητο, στον οποίο ως πρόσθετο οφειλέτη επεκτείνονται πλέον οι συνέπειες της συναλλαγής της. Επομένως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που παραπέμφθηκε με την υπ' αριθ. 905/2010 απόφαση του Α2 Τμήματος του...στην.... Εξ άλλου αναφορικά με τον πρώτο αναιρεσίβλητο η προσβαλλόμενη απόφαση, εκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Ο...ήσκει ναυτιλιακάς επιχειρήσεις, δηλονότι τοιαύτας εκμεταλλεύσεως πλοίων επί κέρδει....ανήκαν 14 πλοία, υπό αλλοδαπήν σημαίαν ως επί το πλείστον, έκαστον των οποίων ανήκε στην πλοιοκτησία μιας προς τούτο συσταθείσης εταιρίας, συμφώνως προς τις διατάξεις του Νόμου της Λιβερίας περί Επιχειρήσεων και Εταιρειών και του αντιστοίχου Νόμου του Παναμά. Οι εταιρείες αυτές ήσαν οι συνεστημένες κατά το νόμο της Λιβερίας Cardinal Ventures Inc, Kestr Maritime Inc ... και οι συνεστημένες κατά το νόμο του Παναμά Cedar Enterprises Inc ..., στις οποίες ανήκαν αντιστοίχως τα εξής 11 πλοία ... Μέτοχος των ανωτέρω πλοιοκτητριών ετύγχανε η εν ... εδρεύουσα εταιρία χαρτοφυλακίου (holdings) υπό την επωνυμία "ΖΙΟΝ ENTERPRISES...", ενώ η τελευταία αυτή ήτο κατά 100% θυγατρική της εν ... εδρευούσης εταιρίας χαρτοφυλακίου υπό την επωνυμία "ΑΧΑ HOLDING...". Εις τον ανωτέρω Όμιλο ανήκον επίσης οι συνεστημένες κατά το Νόμον της Λιβερίας εταιρείες "Twin Shipping Co", "Alchemy Sipping Co" και "Mystras Maritime Co", πλοιοκτήτριες των υπό σημαία Λιβερίας υπολοίπων 3 πλοίων Ρ..., H... και L... αντιστοίχως. Την διαχείριση των πλοίων είχε αναλάβει η προς τούτο συσταθείσα κατά τους Νόμους της Λιβερίας εταιρία υπό την επωνυμία "ARROW COMPANY LIMITED", η οποία εγκατέστησε γραφείο εν Ελλάδι συμφώνως προς τις διατάξεις των ΑΝ 89/67, 378/68 και Ν 27/1975. Της αναλήψεως της διαχειρίσεως προηγείτο έγγραφος σύμβαση, καταρτιζομένη μετά της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας νομίμως εκπροσωπούμενης, ωρίζετο δε συγκεκριμένον ποσόν δι' αμοιβήν διαχειρίσεως. Ο...είχε εγκαταστήσει το γραφείο του εν Πειραιεί και επί της οδού ... αριθ. 1, ένθα ησκείτο πράγματι η διοίκηση και διαχείριση των πλοιοκτητριών και της διαχειριστρίας. Ο ανωτέρω Όμιλος είχε ιδρύσει επίσης την Pegasus Ocean Services Ltd, η οποία ήτο αντιπρόσωπος (agent) της Arrow στο Λονδίνο. Η διαχειρίστρια εταιρεία Arrow είχε εσωτερική οργάνωση κατά τμήματα, όπως...,...,...,...,..., τα οποία διευθύνοντο υπό διωρισμένων προς τούτο Διευθυντών, το δε σύνολο του προσωπικού ανήρχετο σε 36 άτομα. Η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία επελαμβάνετο των θεμάτων της διαχειρίσεως των πλοίων και δη των επισκευών, της προσλήψεως πληρωμάτων, του εφοδιασμού των δια τροφοεφοδίων, καυσίμων κλπ. Τις αποφάσεις δια την διαχείριση των πλοίων ελάμβανον τα ειδικευμένα επαγγελματικά στελέχη, τα οποία επελαμβάνοντο των αναφυομένων ζητημάτων και επέλυον τα ανακύπτοντα σε καθημερινή σχεδόν βάση θέματα είτε αυτοτελώς είτε εν συνεργασία. Οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είχαν ανεξάρτητα διοικητικά συμβούλια και παρηκολουθούντο λογιστικώς. Δι' εκάστην πλοιοκτήτρια συνετάσσετο ισολογισμός, στον έλεγχο του οποίου προέβαινον ορκωτοί ελεγκταί των MOORE STEPHE...εντός των πλαισίων της ως άνω επιχειρηματικής της δραστηριότητος η ειρημένη διαχειρίστρια, δια των οργάνων της και δη του Διευθυντού του..., ήλθε εις επαφήν κατά μήνα Σεπτέμβριον έτους 2002 μετά του διευθυντού της εναγούσης Μ. και ητήσατο όπως η τελευταία προμηθεύση τα υπό διαχείριση πλοία της ARROW δια καυσίμων και λιπαντικών. Κατόπιν επελθούσης συμφωνίας η ενάγουσα (αναιρεσείουσα) επώλησε προς την πλοιοκτήτρια εταιρεία (δεύτερη αναιρεσίβλητη) και παρέδωσε κατά την 12.11.2002 στο δεξαμενόπλοιο "Η…" μη αμφισβητούμενες ποσότητες καυσίμων και λιπαντικών, συνολικής αξίας 136.883,78 δολλαρίων ΗΠΑ, εξέδωσε δε το σχετικό τιμολόγιό της. Υπόχρεος για την καταβολή του ανωτέρω ποσού τυγχάνει η πλοιοκτήτρια εταιρεία, η οποία ήταν η αγοράστρια των πωληθεισών ποσοτήτων. Ο δεύτερος των εναγομένων (πρώτος των αναιρεσιβλήτων) ετύγχανε κύριος μέτοχος των ειρημένων εταιρειών χαρτοφυλακίου "ΑΧΑ HOLDINGS..." και "ZION ENTERPRISES...", δια των οποίων ηλέγχοντο οι θυγατρικές πλοιοκτήτριες εταιρείες. Ούτος, διαμένων εν Λονδίνω, απησχολείτο κυρίως με τις ναυτιλιακές υποθέσεις του Ομίλου εντός των πλαισίων της επιχειρηματικής δραστηριότητος της εταιρείας Pegasus Ocean Servic...η ανάμειξή του στις ναυτιλιακές υποθέσεις του Ομίλου εγένετο πλέον ενεργός, ιδίως όταν έδει να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις λόγω της κακής πορείας των οικονομικών υποθέσεων των εταιρειών. Την 19.7.2001 παρέσχε προσωπικώς εγγύηση προς την..., προκειμένου η παρά της Τραπέζης δανειζομένη "ΑΧΑ Holdings..." να λάβη ως δάνειο ποσό 10.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και να το εισφέρει ως κεφάλαιο στην ZION Entperises και δι' αυτής στις θυγατρικές της και υπό αυτής ελεγχόμενες ως άνω πλοιοκτήτριες εταιρείες επί σκοπώ καλύψεως μέρους του τιμήματος αγοράς των προαναφερθέντων πλοίων τους. Η πτώση των ναύλων και η αδυναμία εξευρέσεως ναυλωτών δι' όλα τα πλοία εδημιούργησε οικονομικές δυσχέρειες στον Όμιλο, εφ' όσον πρωτίστως έπρεπε να καλυφθούν οι δόσεις των αναληφθέντων δανείων. Ανεζητήθησαν νέοι προμηθευταί δια να καλυφθούν οι ανάγκες των ποντοπόρων δεξαμενοπλοίων, ως προμήθεια καυσίμων και λιπαντικών, τροφοεφοδίων κλπ. Τις διαπραγματεύσεις διενήργησε ο Διευθυντής του...της ARROW, Κ., ο οποίος ήλθε εις επαφήν με τους νόμιμους εκπροσώπους των προμηθευτριών εταιρειών. Ούτω κατά μήνα Σεπτέμβριον 2002 ο ειρημένος ήλθε εις επαφήν μετά του διευθυντού του εν Πειραιεί γραφείου της εναγούσης Μ. και ητήσατο την σύναψη συμφωνίας δια την προμήθεια των πλοίων του Ομίλου δια καυσίμων και λιπαντικών με επιμήκυνση του συνήθους χρονικού ορίου πιστώσεως του τιμήματος εις 60 ημέρες δια τα καύσιμα και 90 ημέρες δια τα λιπαντικά. Ο Κ. παρέσχε ζητηθείσες διαβεβαιώσεις ότι το τίμημα των πωλήσεων θα κατεβάλετο κανονικώς και ότι δεν υπήρχε ανησυχία εφ' όσον ο Όμιλος ανήκε στον Π.. Τους ενδοιασμούς της εναγούσης διεσκέδασε ο ίδιος ο..., ο οποίος εις τηλεφωνικήν επικοινωνίαν μετά του ως άνω διευθυντού της εναγούσης επεβεβαίωσε την κυριαρχική του θέση στον Όμιλο και εδήλωσε ότι υπεύθυνος δια την εξόφληση του τιμήματος θα ήτο ο ίδιος. Ενώ κατά τους πρώτους μήνες η συνεργασία εξελίχθη ομαλώς και τα τιμολόγια της εναγούσης εξοφλήθησαν, το οφειλόμενο ποσό δια την επίδικο πώληση καυσίμων δεν επληρώθη. Εις τα αιτήματα των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγούσης, οι οποίοι επεσκέφθησαν τα γραφεία του Ομίλου επί της οδού ..., οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ARROW διεβεβαίωσαν ότι η καθυστέρηση οφείλεται εις πρόσκαιρον οικονομική αδυναμία και ότι οι απαιτήσεις των θα ικανοποιούντο. Τις ίδιες διαβεβαιώσεις περί πληρωμής των τιμολογίων παρέσχε κατόπιν προσωπικής επικοινωνίας και ο.... Τελικώς, οι δανείστριες Τράπεζες κατήγγειλαν τις συμβάσεις δανείων, ανεζήτησαν εξ ολοκλήρου τα δανεισθέντα ποσά και προέβησαν εις δέσμευση ορισμένων πλοίων. Συνεπεία του γεγονότος αυτού o...κατέρρευσε". Με βάση τα παραπάνω περιστατικά το Εφετείο έκρινε ότι "δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση χρησιμοποιήσεως υπό του δεύτερου εναγομένου...της νομικής προσωπικότητας των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών προς καταστρατήγηση του νόμου ή προς δολίαν αποφυγήν της εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του". Ειδικότερα το Εφετείο αιτιολόγησε την κρίση του αυτή με τις ακόλουθες σκέψεις: "Ως προελέχθη, ο ως άνω εναγόμενος ετύγχανε ο κυρίαρχος μέτοχος των εταιρειών χαρτοφυλακίου στις οποίες ανήκαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες και η συμβολή του στην λήψη των εταιρικών αποφάσεων, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτο καθοριστική, εφ' όσον ούτος είχε τον έλεγχο της διαχειρίστριας εταιρίας και των πλοιοκτητριών εταιρειών. Επίσης παρέσχε αυτός προσωπική εγγύηση προς εξασφάλιση ληφθέντος δανείου παρά της ηγέτιδος μετόχου εταιρίας "ΑΧΑ Holdings..." και προσωπική εγγύηση προς την προμηθεύτρια εταιρία BUNKER AND FINANCE SERVICES..., προς εξασφάλιση απαιτήσεών της εξ εφοδιασμού των πλοίων του Ομίλου, ύψους δολλαρίων ΗΠΑ 2.850.000, ενώ συνήνεσε εις εγγραφήν προσημειώσεως επί ακινήτων του, τα δε συμφέροντά του εταυτίζοντο προς τα συμφέροντα των εταιρειών, ενώ ενεφανίζετο ούτος ως ουσιαστικός φορεύς της επιχειρήσεως. Πλην τα γεγονότα αυτά δεν αρκούν κατά νόμον για την θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητος νομίμως συσταθέντων και λειτουργούντων νομικών προσώπων, ως οι προαναφερθείσες πλοιοκτήτριες εταιρείες. Εξάλλου, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι επήλθε σύγχυση της ατομικής και της εταιρικής περιουσίας. Εκάστη πλοιοκτήτρια εταιρία είχε οικονομική αυτοτέλεια και δια της εκμεταλλεύσεως του πλοίου της κατεβάλετο προσπάθεια, ώστε να εξοφληθούν πρωτίστως οι προς την δανείστρια Τράπεζα υποχρεώσεις και ακολούθως οι προς τους τρίτους (προμηθευτές) υποχρεώσεις, αφού προηγουμένως κατεβάλοντο οι μισθοί του πληρώματος. Ούτε η παρασχεθείσα προσωπική εγγύηση προς εξόφληση δανείου των εταιρειών και προς εξόφληση αξιώσεων εκ πωληθέντων καυσίμων προς τα πλοία αποδεικνύει ταύτιση περιουσιών. Υπό τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά δεν απεδείχθη ότι εγένετο κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ότι δηλονότι εγένετο κατάχρηση της νομικής προσωπικότητός των. Οι επίδικες συναλλαγές αφορούσαν εταιρικές υποθέσεις και εγένοντο εντός των συνήθων πλαισίων επιχειρηματικής λειτουργίας και δραστηριότητας των πλοιοκτητριών εταιρειών. Δεν απετέλουν πράξεις του κυρίαρχου μετόχου, οι οποίες σκοπίμως παρηλλάσσοντο, αλλά συνήθη μορφή ναυτιλιακής δραστηριότητος. Οι πλοιοκτήτριες εταιρείες ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα ήταν φορείς κεχωρισμένης περιουσίας (δηλ. του πλοίου), το οποίο ήτο υπέγγυο στους εταιρικούς δανειστές. Η ίδια η ενάγουσα ως προμηθεύτρια, κινούμενη επαγγελματικώς εντός των πλαισίων της παγκοσμίως ασκούμενης ναυτιλιακής δραστηριότητας, εγνώριζε δια των οργάνων της, ότι υπέγγυος περιουσία δια την εξασφάλιση των εκάστοτε απαιτήσεών της ετύγχανε το πλοίο, το οποίο ανήκε σε μία πλοιοκτήτρια εταιρία. Επίσης, εγνώριζε την επιχειρηματική δραστηριότητα του δευτέρου των εναγομένων και την ιδιότητα υπό την οποία ενήργει. Η παρουσία τούτου απετέλει εγγύηση όχι διότι θα ήτο προσωπικώς υπεύθυνος, αλλά διότι η επιτυχημένη επιχειρηματική δράση τούτου και του Ομίλου επί σειράν ετών εξησφάλιζε κατά το δυνατόν την ομαλή πορεία των εταιρικών υποθέσεων, την οικονομική ευρωστία, εντεύθεν την δυνατότητα εκπληρώσεως των αναληφθεισών υποχρεώσεων. Το γεγονός ότι ο ειρημένος διοχέτευε θεμιτώς την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε "μονοβάπορες" εταιρείες εντεταγμένες σε ένα ναυτιλιακό επιχειρηματικό Όμιλο και εχρησιμοποίει την νομική προσωπικότητα τούτων ως "μηχανισμό απορροφήσεων" των δυσμενών συνεπειών της τοιαύτης δραστηριότητος δεν δικαιολογεί την ταύτιση τούτου με εκάστη των εταιρειών και την μεταφορά στον ίδιο της βαρυνούσης το νομικό πρόσωπο της εταιρίας ευθύνης". Συνεπώς, κατέληξε το Εφετείο, "δεν υποχρεούται ούτος να καταβάλει το παρά της εναγούσης αιτούμενο ποσό, το αποτελούν το τίμημα της γενομένης πωλήσεως προς το αυτοτελές νομικό πρόσωπο της πλοιοκτητρίας εταιρίας". Σύμφωνα με τις παραδοχές του Εφετείου, η συνεστημένη κατά το νόμο της Λιβερίας εταιρεία Alchemy Shipping Co (δεύτερη αναιρεσίβλητη), στην οποία ανήκε το Δ/Ξ "H...", ήταν θυγατρική της εταιρείας χαρτοφυλακίου ZION ENTERPRISES..., η οποία ήταν και αυτή θυγατρική της εταιρείας χαρτοφυλακίου ΑΧΑ HOLDINGS...οι εταιρείες αυτές ήταν συνεστημένες κατά το νόμο της Λιβερίας και κύριος μέτοχός τους ήταν, κατά την εφετειακή απόφαση, ο πρώτος αναιρεσίβλητος. Με δεδομένο όμως ότι κατά την ίδια απόφαση η εταιρεία ZION ENTERPRISES...ήταν 100% θυγατρική της εταιρείας ΑΧΑ HOLDINGS..., πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος ήταν κύριος μέτοχος μόνο της δεύτερης αυτής εταιρείας. Το γεγονός ωστόσο αυτό αρκούσε για να έχει ο ίδιος μέσω της εν λόγω εταιρείας, όπως και η εφετειακή απόφαση δέχθηκε, τον έλεγχο του ομίλου ναυτιλιακών επιχειρήσεων, που έφερε το όνομά του και είχε ως πραγματική έδρα τον Πειραιά, όπου διατηρούσε γραφεία στην οδό ... αριθμός 1. Στον όμιλο αυτό ήταν ενταγμένες οι παραπάνω εταιρείες χαρτοφυλακίου, αλλά και 14 συνολικά ναυτικές εταιρείες, συνεστημένες κατά το νόμο της Λιβερίας ή του Παναμά, στις οποίες ανήκαν ισάριθμα πλοία, δηλαδή σε κάθε εταιρεία ανήκε και από ένα πλοίο. Τη διαχείριση όλων των πλοίων αυτών είχε αναλάβει η συνεστημένη κατά το νόμο της Λιβερίας εταιρεία ARROW COMPANY LIMITED, η οποία ήταν επίσης ενταγμένη στον..., χωρίς όμως να προκύπτει από την εφετειακή απόφαση ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος ήταν και ο κύριος μέτοχος της εταιρείας αυτής. Σε κάθε πάντως περίπτωση έγινε δεκτό με την εφετειακή απόφαση ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος είχε τον έλεγχο τόσο της εταιρείας αυτής όσο και των πλοιοκτητριών εταιρειών του ομίλου του, μέσω των οποίων ασκούσε την επιχειρηματική του δραστηριότητα και τις χρησιμοποιούσε έτσι, όντας ο ουσιαστικός φορέας αυτών, ως μηχανισμό απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών από την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Όμως το γεγονός αυτό και γενικότερα η ταύτιση των συμφερόντων του πρώτου αναιρεσιβλήτου με αυτά των εταιρειών του ομίλου του αποτελούν στοιχεία, που είτε αυτοτελώς εκτιμηθούν είτε σε συνάρτηση, δεν υποδηλώνουν από μόνα τους, κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, καταχρηστική από μέρους του συμπεριφορά προς καταστρατήγηση του εταιρικού θεσμού ούτε η παροχή από τον ίδιο προσωπικών ή εμπράγματων εγγυήσεων υπέρ των εταιρειών αυτών αποδεικνύει σύγχυση των περιουσιών τους με την ατομική του περιουσία, την οποία και ρητά απέκλεισε η εφετειακή απόφαση, με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά τις αντίστοιχες όμοιες κρίσεις της. Ωστόσο με βάση τις περαιτέρω παραδοχές του Εφετείου, η συναλλαγή που πραγματοποίησε η διαχειρίστρια εταιρεία ARROW COMPANY LIMITED στις 12.11.2002 με την αναιρεσείουσα, από την οποία αγόρασε για τις ανάγκες του πλοίου H... και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας Alchemy Shipping Co, δηλαδή της δεύτερης αναιρεσίβλητης, καύσιμα συνολικής αξίας 136.883,78 δολλαρίων..., έγινε κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας αυτής, αφού κατά το χρόνο της σχετικής συναλλαγής η εν λόγω εταιρεία αντιμετώπιζε, όπως και όλες οι εταιρείες του..., σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, ήταν δηλαδή ελλιπώς χρηματοδοτημένη (υποκεφαλαιοδοτημένη) και η κρίσιμη συναλλαγή καταρτίσθηκε μόνον ύστερα από τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του διευθυντή προμηθειών της διαχειρίστριας εταιρείας ότι το τίμημα της πώλησης θα εξοφλείτο εμπρόθεσμα, καθόσον ο όμιλος ανήκε στον Π. (πρώτο αναιρεσίβλητο), ο οποίος, όπως αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση, έδωσε και ο ίδιος ανάλογες διαβεβαιώσεις στο διευθυντή της αναιρεσείουσας. Δηλαδή η αναιρεσείουσα οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή βασιζόμενη κυρίως στις ως άνω διαβεβαιώσεις και μάλιστα του ίδιου του πρώτου αναιρεσιβλήτου, ο οποίος έτσι μετέφερε αθέμιτα στην αναιρεσείουσα, εξ αιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης της πλοιοκτήτριας εταιρείας Alchemy Shipping Co (δεύτερης αναιρεσίβλητης), τον κίνδυνο από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνακόλουθα η επίκληση από τον πρώτο αναιρεσίβλητο της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης αναιρεσίβλητης, η οποία δεν εξόφλησε το τίμημα της επίδικης πώλησης, συνιστά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του αντίστοιχου δικαιώματός του και είναι, συνεπώς, καταχρηστική, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς της, προκειμένου η υποχρέωσή της προς εξόφληση του παραπάνω χρέους της έναντι της αναιρεσείουσας να επεκταθεί και στον πρώτο των αναιρεσιβλήτων στο πλαίσιο εις ολόκληρο ενοχής τους. Επομένως το Εφετείο που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε ως προς αυτόν την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού προηγουμένως δέχθηκε την έφεσή του και εξαφάνισε ως προς τον ίδιο την πρωτόδικη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 281 και 288 ΑΚ, όπως βάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ και πρέπει έτσι να γίνει δεκτός και ο λόγος αυτός, ο οποίος, όπως και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, παραπέμφθηκε με την αυτή υπ' αριθ. 905/2010 απόφαση του Α2 Τμήματος του...στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές κατά την παράγραφο 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή διορθωτικά ερμηνεύεται μετά την αντικατάστασή της με το άρθρ. 12§4 του ν. 4055/2012 [ΟλΑΠ (σε συμβούλιο) 4/2012], ενώ η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 215/2007 απόφαση του....
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε δε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 17 Iανουαρίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1 σχόλιο:
Ακολουθούν τα στοιχεία επικοινωνίας του κ. Benjamin, lfdsloans@outlook.com. / Ή Whatsapp +1 989-394-3740 που με βοήθησε με δάνειο 90.000,00 ευρώ για την εκκίνηση της επιχείρησής μου και είμαι πολύ ευγνώμων, ήταν πολύ δύσκολο για μένα εδώ να προσπαθήσω να κάνω έναν τρόπο, όπως η μόνη μητέρα τα πράγματα δεν ήταν εύκολο με μένα, αλλά με τη βοήθεια του κ. Benjamin έβαλε χαμόγελο στο πρόσωπό μου καθώς βλέπω την επιχείρησή μου να μεγαλώνει και να επεκτείνεται επίσης. Ξέρω ότι μπορεί να εκπλήσσετε γιατί βάζω τέτοια πράγματα εδώ, αλλά πρέπει πραγματικά να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, οπότε όποιος ζητά για οικονομική βοήθεια ή για να αντιμετωπίσετε δυσκολίες με εκεί επιχειρήσεις ή θέλετε να ξεκινήσετε επιχειρηματικό έργο, μπορείτε να το δείτε και να ελπίζετε να βγείτε από την δυσκολία..Σε ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου