Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013
- Αριθμός : 1663
- Έτος : 2012
- Δικαστήριο : Άρειος Πάγος
- Μελέτη :
- Διάταξη :
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ'...
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:...,...(λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα),...,...,...και...
, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως..., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος:...Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του....
Των αναιρεσιβλήτων: 1)...Ν. και 2) Ο...., συζ. Β., το γένος Δ...., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους.... Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις α) από 4/1/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, β) από 14/5/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, και γ) από 7/1/2004 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκαν στο...και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 95/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 323/2006 του.... Επί της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 2065/2009 απόφαση του..., η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή ως προς τον ήδη αναιρεσείοντα και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο....εξέδωσε την 72/2011 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/7/2011 αίτησή του και με τους από 31/4/2012 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο... ανέγνωσε την από 10/9/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθετών λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1045, 1046 και 974 του ΑΚ, για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται η επί εικοσαετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του πράγματος. Ο τρόπος απόκτησης της νομής του πράγματος δεν έχει σημασία. Αυτή μπορεί να αποκτήθηκε αυτογνωμόνως ή με παράδοσή της από τον προηγούμενο νομέα, με κάποιον από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 976, 977 και 979 του ΑΚ τρόπους. Φυσική εξουσίαση του πράγματος αποτελεί η άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του πράγματος, ώστε κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Υπάρχει, επίσης, όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με τις αντίθετες αναγνωριστικές της κυριότητας ακινήτου αγωγές του αναιρεσείοντος και των αναιρεσιβλήτων, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο που βρίσκεται εντός σχεδίου της κτηματικής περιφέρειας του...στην περιοχή "ΑΜΠΟΥΤΣΙ" και ειδικότερα στη συνοικία "Σκάλα της Καλής" ή "Τεμπελόσκαλα", έκτασης 1790 τ.μ. όπως αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία...Θ.Ι.Κ.Λ.Μ....Π.Ρ.Σ.Τ.Υ.Ο.Χ.Ψ.Ω.α.β.γ.δ.Α στο από...2001 σχεδιάγραμμα της αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού...και συνορεύει βόρεια εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς...Δ.Ε συνολικού μήκους 25,80 μέτρων με ιδιοκτησία...και εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς ΛΜΝΞΟΠ συνολικού μήκους 26,40 μέτρων με δημοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία..., νότια επί τεθλασμένης πλευράς...Φ.Υ. συνολικού μήκους 48,30 μέτρων με δημοτική οδό, ανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς...Σ'.Ρ.Π συνολικού μήκους 40 μέτρων με δημοτική οδό και δυτικά εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς α.β.γ.δ.Α συνολικού μήκους 26,50 μέτρων με δημοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ΤΕΒ και εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς...Κ.Λ συνολικού μήκους 26,60 μέτρων με ιδιοκτησία.... Το ακίνητο, αυτό το οποίο είναι πετρώδες και επικλινές και δεν αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση περιήλθε από το έτος 1944 στη νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων..., μετά από άτυπη προς αυτόν δωρεά των τότε κυρίων του Τ. συζύγου..., ο οποίος ...) έκτοτε και μέχρι το έτος 1983 νεμήθηκε αυτό διανοία κυρίου, ενεργώντας όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στη φύση του και ειδικότερα επισκεπτόμενος αυτό κατά τακτά χρονικά διαστήματα, επιβλέποντας αυτό και φροντίζοντάς το με διάφορους εργάτες ή γυναίκες, όταν ήταν απαραίτητο για να το καθαρίζουν από τα κλαδιά και τα ξύλα που συσσωρεύονταν λόγω των καιρικών συνθηκών (βροχή, αέρας) καθώς και από τα αγριόχορτα. Το έτος 1981, κατόπιν εντολής του παραπάνω..., το ακίνητο αυτό εμβαδομετρήθηκε για πρώτη φορά από την αρχιτέκτονα-μηχανικό.... Στη συνέχεια ο...μεταβίβασε, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο στους άμεσους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων Α. χήρα...κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και...κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του με αριθμό .../28-1-1983 πωλητηρίου συμβολαίου της..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του...στον τόμο ... και με αύξ. αριθμό 28. Οι τελευταίοι, μετά την αγορά του επίδικου ακινήτου, συνέχισαν να νέμονται αυτό μέχρι και την κατά το έτος 1999 πώλησή του στους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους διανοία αποκλειστικών συγκυρίων, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα και πολύ περισσότερο από τον εναγόμενο-ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα ή τους αντιπροσώπους του, ενεργώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής. Ειδικότερα, αν και οι ίδιοι ήταν κάτοικοι Αθηνών, το επισκέπτοντο κάθε καλοκαίρι, το επέβλεπαν και το φρόντιζαν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, προσλαμβάνοντας, όταν ήταν απαραίτητο γυναίκες ή εργάτες προκειμένου να το καθαρίζουν και μάλιστα ήδη από το έτος 1989, κατόπιν εντολής τους, ο φωτογράφος...το είχε φωτογραφήσει, ώστε να υπάρχει σχετικό αποδεικτικό στοιχείο της κατάστασης και της εμφάνισης του ενώ το έτος 1991, κατ' εντολή του..., η αρχιτέκτων-μηχανικός...επισκέφθηκε το ακίνητο αυτό και συνέταξε μελέτη για την κατασκευή ενοικιαζομένων διαμερισμάτων Δ' τάξεως, ενώ στην συνέχεια το έτος 1999 ανέθεσαν στον μεσίτη...πώλησή του και όταν βρέθηκε αγοραστής το καλοκαίρι του 1999, μετά από εντολή τους, η τοπογράφος μηχανικός...εμβαδομέτρησε εκ νέου το επίδικο ακίνητο συντάσσοντας σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα. Υπό τα ανωτέρω, συνεπώς, αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων, προσμετρώντας στον δικό τους χρόνο χρησικτησίας τον χρόνο χρησικτησίας του απώτερου δικαιοπαρόχου τους..., κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, οπότε το έτος 1999 το μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα δυνάμει του με αριθμό .../ 11-11-1999 πωλητηρίου συμβολαίου της...-Χατζάκη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του...στον τόμο ... και με αριθμό 1 και έτσι οι τελευταίοι (ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι) κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου με τον προαναφερόμενο τρόπο. Περαιτέρω από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι μετά την υπογραφή του ανωτέρω πωλητηρίου συμβολαίου δήλωσαν το ακίνητο που αγόρασαν στο...από το οποίο και έλαβε ΚΑΕΚ ... και υπέβαλαν ένσταση στην πρωτοβάθμια επιτροπή εκδίκασης ενστάσεων του Κτηματολογίου, γιατί τους είχε αναγνωρίσει ιδιοκτήτες επί των 1553 τμ, αντί των 1790 τμ που είχαν αγοράσει, η οποία ένσταση έγινε δεκτή με την με αριθμό 371/26-8-2002 απόφαση της ανωτέρω επιτροπής που απέρριψε αντίθετη ένσταση του αναιρεσείοντος.... Στις 12-8-2000 οι ενάγοντες επισκέφθηκαν το ακίνητο τους και όταν αντιλήφθηκαν ότι η ιδιοκτήτρια του όμορου ακινήτου Ε. σύζυγος..., το γένος..., είχε περιφράξει ένα τμήμα του επιφανείας 32 τ.μ. άσκησαν εναντίον της την από 18-8-2000 αγωγή τους, ενώ μετά από αυτό ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα-μηχανικό...έκδοση άδειας περίφραξης για να προστατεύσουν το ακίνητο τους από τρίτους που θα ήθελαν να προβούν στο μέλλον σε παρόμοιες καταλήψεις. Ο τελευταίος στις 12-9-2000 υπέβαλε αρχικά αίτηση στην 4η..., η οποία με το με αριθμό πρωτ. .../21-9-2000 έγγραφό της απάντησε στους ενάγοντες-αναιρεσείοντες ότι δεν έχει αντιρρήσεις για την περίφραξη του οικοπέδου τους και τους υπέδειξε να γίνει αυτή με μεταλλικούς πασσάλους και σύρμα περίφραξης, ενώ στην συνέχεια υποβλήθηκε η σχετική μελέτη και εκδόθηκε η με αριθμό .../4-5-2001 άδεια περίφραξης από την διεύθυνση Πολεοδομίας ΤΟ και ΠΕ Ρόδου, για την έκδοση της οποίας οι αναιρεσείοντες κατέβαλαν το ποσό των 100.000 δραχμών. Και ενώ αυτή ήταν η πραγματική κατάσταση του επίδικου ακινήτου, το οποίο οι αναιρεσείοντες συνέχισαν να συννέμονται ακώλυτα διανοία συγκυρίων και μετά την κατά το έτος 2000 αγορά του, ο αναιρεσείων στις 27-4-2001 αντιποιήθηκε για πρώτη φορά την νομή επί του επιδίκου δίδοντας εντολή στον αγροφύλακα...να αναθέσει στον..., κάτοικο Σύμης να προχωρήσει στην περίφραξη τμήματος του ακινήτου με συρματόπλεγμα. Αμέσως τότε, ο αρχιτέκτων-μηχανικός..., ο οποίος όπως προαναφέρθηκε, είχε εκδώσει για λογαριασμό των αναιρεσειόντων την άδεια περίφραξης του ακινήτου τους, ειδοποίησε την...και στην θέα των αστυνομικών οργάνων ο...σταμάτησε την περίφραξη και διέφυγε την σύλληψη, το βράδυ όμως της ίδιας ημέρας ολοκλήρωσε την περίφραξη ενός τμήματος του επίδικου ακινήτου επιφανείας 1200 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από Μάιο 2001 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού...με στοιχεία γωνιών...Δ.Ε.Ε'.Ε.Τ.Υ.Φ.Χ.Ψ.Ω, α,β.γ.δ.Α. Μετά από αυτό, οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι άσκησαν εναντίον του εναγομένου-αναιρεσείοντος ενώπιον του...από 2-5-2011 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία συνεκδικάστηκε με την από 5-6-2001 αντίθετη αίτησή του και το Δικαστήριο αυτό με την με αριθμ. 1/2002 απόφαση του έκανε δεκτή την αίτηση των εναγόντων-αναιρεσειόντων και τους ανεγνώρισε προσωρινά συννομείς και συγκατόχους του επιδίκου ακινήτου, αλλά και μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, ο αναιρεσείων συνέχισε να αμφισβητεί τα δικαιώματα των αναιρεσιβλήτων, αρνούμενος να τους αναγνωρίσει συγκυρίους του εν λόγω ακινήτου. Αντίθετα, από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων, άσκησε τις πράξεις νομής διανοία κυρίου στο επίδικο ακίνητο, με τους αναφερόμενους στην από 4-1-2002 αγωγή του τρόπους, οι οποίοι συνίστανται στο ότι η δικαιοπάροχος μητέρα του...και αυτός από το έτος 1980 με αντιπρόσωπο τον αγρότη...το επέβλεπαν, συντηρούσαν την παλαιά περίφραξη από συρματόπλεγμα, συγκόμιζαν τα σύκα από τις υπάρχουσες σε αυτό συκιές, καλλιεργούσαν ένα τμήμα του με δημητριακά, και αργότερα με κουκιά, και στο υπόλοιπο ο αντιπρόσωπος του...έβαλε μέσα τις κατσίκες του και τα αρνιά του και είχε κατασκευάσει και μια παράγκα. Οι προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις του ενάγοντος όχι μόνον δεν αποδείχθηκαν αλλ' έρχονται και σε ευθεία αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα. Πιο συγκεκριμένα: 1) Το επίδικο ακίνητο λόγω του βραχώδους του εδάφους του και της κλίσης που είχε δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθεί ούτε βέβαια καλλιεργήθηκε ούτε από τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος...με οποιαδήποτε καλλιέργεια και ότι το έτος 1980 και μετά, ούτε ο τελευταίος καταθέτει από τις προσκομιζόμενες από τον αναιρεσείοντα φωτογραφίες του τον Σεπτέμβριο του 1989, δεν εμφαίνεται ούτε κάποιο καλλιεργήσιμο τμήμα του, ούτε κάποια περίφραξη, αλλά, ούτε και κάποια πρόχειρη κατασκευή (παράγκα), την οποία να είχε κατασκευάσει ο ανωτέρω αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος, 2) Ο ανωτέρω αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης άλλου ακινήτου στην ίδια περιοχή, ουδέποτε, ενόχλησε ή προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τις επισκέψεις των άμεσων δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων και των ιδίων των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο ακίνητο, αλλά και του προαναφερόμενου πολιτικού μηχανικού, οι οποίοι προέβαιναν στις επιτόπιες., μετρήσεις για την σύνταξη των απαραίτητων σχεδιαγραμμάτων για την εμβαδομέτρηση και αποτύπωσή του και βέβαια ούτε διαπιστώθηκε κατά τις επισκέψεις των προαναφερομένων προσώπων στο επίδικο ακίνητο κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1980 και το έτος 2001 η ύπαρξη κατοικίδιων ζώων στο ακίνητο ή η ύπαρξη κατοικίας κατασκευής με λαμαρίνες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων-αναιρεσείων και 3) ούτε και το έτος 1999 οπότε οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων έδωσαν εντολή στο μεσίτη...να προσφέρει προς πώληση το επίδικο ακίνητο, γεγονός που έγινε κοινά γνωστό στη μικρή κοινωνία της Σύμης, εμφανίστηκε και προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση ο αναιρεσείων ή ο προαναφερόμενος αντιπρόσωπός του στη Σύμη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι οι ενάγοντες-εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και ότι ούτε η δικαιοπάροχος μητέρα του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου και κατόπιν τούτου δέχτηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά, που δέχθηκε, και έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τους αναιρεσιβλήτους και της μη απόδειξης, ότι το επίδικο έχει περιέλθει ποτέ στην κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία στον αναιρεσείοντα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές του Εφετείου, το επίδικο ακίνητο, το οποίο δεν αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση, περιήλθε από το έτος 1944 στη νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων..., ο οποίος συνεχώς έκτοτε ασκούσε σ' αυτό πράξεις νομής με διάνοια κυρίου μέχρι το έτος 1983, οπότε το μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στους άμεσους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων Α. χήρα...και..., οι οποίοι ασκούσαν συνεχώς στο επίδικο πράξεις νομής με διάνοια κυρίου μέχρι το έτος 1999, οπότε το μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στους αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι έγιναν συγκύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι η δικαιοπάροχος μητέρα του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου. Δεν είναι δε αντιφατική η παραδοχή του Εφετείου, ότι η επίδικη έκταση είναι πετρώδης και βραχώδης, αφού σε κάθε περίπτωση το Εφετείο δέχεται, ότι η επίδικη έκταση δεν είναι καλλιεργήσιμη. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 987 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της απ' αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του, προκύπτει ότι, για την παροχή της προβλεπόμενης από αυτήν προστασίας, απαιτείται νομή του ενάγοντος στο πράγμα κατά το χρόνο της αποβολής του και προσβολή αυτής με αποβολή του ενάγοντος νομέα, η οποία να έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Από δε τη διάταξη του άρθρου 991..., που ορίζει ότι ο εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεσθεί δικαίωμα που του παρέχει εξουσία πάνω στο πράγμα, παρά μόνο αν το δικαίωμα έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σε αυτόν και τον ενάγοντα, συνάγεται ότι ο εναγόμενος με τις αγωγές περί διαταράξεως ή αποβολής από τη νομή δεν δικαιούται να αντιτάξει κατά του ενάγοντος ενστάσεις ανατρεπτικές, που στηρίζονται σε δικαίωμα ιδίας αυτού κυριότητας ή σε άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί του επιδίκου πράγματος ή σε προσωπικά περί αυτού δικαιώματα, με βάση τα οποία θα μπορούσε ο ίδιος να αξιώσει την παράδοση σ' αυτόν του πράγματος ή την παραχώρηση της χρήσης αυτού. Από τη διάταξη όμως αυτή δεν συνάγεται και ότι απαγορεύεται στον εναγόμενο να αντιτάξει τη δική του νομή επί του επίδικου πράγματος, αφού ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, που μπορεί να αποδειχθεί ανταποδεικτικώς και να επιφέρει την απόρριψη αυτής ως αναπόδεικτης (ΑΠ 1195/2011, ΑΠ 275/2010). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τους πρώτο και ένατο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγους αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με το να δεχτεί την αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ήτοι του ιδίου ακινήτου που αυτός ζητούσε με την αγωγή του κυρίως να αναγνωριστεί η νομή του και επικουρικώς η κυριότητά του επ' αυτού, παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 991 ...αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι απορριπτέοι, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι το Εφετείο δέχθηκε, ότι αρχικά νομέας του επίδικου ακινήτου υπήρξε ο αναιρεσείων, ενώ το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το περιεχόμενό της ανωτέρω εκτέθηκε, δέχτηκε ότι ουδέποτε ο αναιρεσείων ή η δικαιοπάροχός του άσκησαν οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου, του οποίου συγκύριοι είναι οι αναιρεσίβλητοι, και για το λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος και δέχτηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές, που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. β' του ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο, αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι, όταν παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί, ότι "το επίδικο ακίνητο λόγω του βραχώδους του εδάφους του και της κλήσης που είχε δεν ήταν δυνατό να καλλιεργηθεί ούτε βέβαια καλλιεργήθηκε ποτέ από τον αντιπρόσωπο του ενάγοντος-αναιρεσείοντος με οποιαδήποτε καλλιέργεια", καθώς και ότι "το ακίνητο αυτό το οποίο είναι πετρώδες και επικλινές και δεν αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση", παραβιάσθηκαν τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνίστανται στο ότι το επικλινές έδαφος είναι καλλιεργήσιμο και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της δημιουργίας αναβαθμών, δηλαδή επιπέδων οριζοντίου εδάφους σαν "μεγάλα σκαλιά" στη νήσο Σύμη, γνωστών με την ονομασία "γύροι". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 974 και 1046 ΑΚ, που επικαλείται ο αναιρεσείων ή την υπαγωγή σ' αυτές των πραγματικών περιστατικών, αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες (εξακρίβωση και εκτίμηση) κρίνουν ανελέγκτως τα δικαστήρια της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επειδή, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, καθώς και τους δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και ότι ούτε η δικαιοπάροχος μητέρα του ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου και κατόπιν τούτου να δεχτεί την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και να απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις του της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ήτοι 1) το από 13 Ιουλίου 1927 προικοσύμφωνο μεταβιβάσεως ακινήτου στον πατέρα του αναιρεσείοντος...από τους γονείς της μητέρας του της οικογένειας..., λόγω προικός, 2) αντίγραφο της από 8-6-1999 αγωγής του...Γ. κατά των...Θ. και Α. θυγ...., που κατατέθηκε στο...με αριθμό 401/1999, 3) το με αριθμό πρωτ. 37166/6-7-2001 έγγραφο της 4ης..., με την οποία ανεστάλη η εφαρμογή της με αριθ. πρωτ. .../2000 άδειας που αφορούσε την περίφραξη ακινήτου στην περιοχή Αμπούτζι και 4) την από 14-3-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος προς τη...και Αποχέτευσης σχετικά με παράνομη σωλήνωση του επιδίκου. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, "από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύσει χωριστά το καθένα από αυτά. Επειδή, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. α' και β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δε επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Ο παρών λόγος ιδρύεται και εάν οι αποδείξεις προσκομίσθηκαν κατά τρόπο απαράδεκτο. Δεν αρκεί η προσκόμιση του εγγράφου ή άλλου αποδεικτικού μέσου, αλλά πρέπει να γίνεται και νόμιμη επίκληση αυτού με σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να αναγνωρίζεται η ταυτότητα του εγγράφου (ΑΠ 1342/2006), η δε επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις του διαδίκου που το προσκόμισε, κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και όχι με την προσθήκη των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου (ΑΠ 527/1994, ΑΠ 740/1996, ΑΠ 774/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους έκτο και έβδομο λόγους της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, υπέπεσε στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, εκ του ότι, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και ότι ούτε η δικαιοπάροχος μητέρα του ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου και κατόπιν τούτου να δεχτεί την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και να απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη την με αριθμό .../10-2-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου...- Χατζηδιάκου, καίτοι ουδόλως έγινε επίκληση αυτής από τα διάδικα μέρη. Από την παραδεκτή επισκόπηση στα πλαίσια της διάταξης του άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ των από 11-2-2011 προτάσεων των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Εφετείου προκύπτει, ότι οι αναιρεσίβλητοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν την με αριθμό .../10-2-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου...- Χατζηδιάκου, ήτοι η ταυτότητα της ένορκης αυτής βεβαίωσης προσδιορίστηκε με σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να αναγνωρίζεται χωρίς αμφιβολία. Από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ότι το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη ακριβώς αυτή την επικληθείσα ένορκη βεβαίωση, όμως από παραδρομή αναγράφηκε ότι λήφθηκε υπόψη η με αριθμό ... (αντί του ορθού ...) ένορκη βεβαίωση, της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου και έτσι δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι λήφθηκε υπόψη η επικληθείσα ένορκη βεβαίωση. Επομένως, οι ερευνώμενοι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη συνάγεται, ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Κατ' ακολουθίαν ο πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 10 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος χωρίς απόδειξη είναι αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση μνημονεύονται σ' αυτή όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρας, έγγραφα) που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη για την συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, μεταξύ δε των εγγράφων έλαβε υπόψη και το με αριθμό πρωτ. 567/1-3-1994 έγγραφο του..., που είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει οι αναιρεσίβλητοι. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο αυτό, καίτοι αφορά τελείως άσχετο χώρο και άσχετο οικόπεδο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν προσβάλλεται η περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται μόνον αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, την οποία δεν έχει κατά νόμο, ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο, και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 75/2008, ΑΠ 329/2007). Περαιτέρω, από τα άρθρα 339 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι δικαστική είναι όχι κάθε ομολογία, αλλά εκείνη που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος με σκοπό αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη, η δικαστική δε ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, από τους αριθμούς 11 περ. γ' και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων ψέγει την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του δικαστική ομολογία των αντιδίκων του αναιρεσιβλήτων, που έγινε με την αγωγή και συνίσταται στην παραδοχή από μέρους τους, ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δομημένο σε αναβαθμούς και άρα ήταν έκταση καλλιεργήσιμη και ότι έτσι κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από την ομολογία αυτή, αναφορικά με το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της νομής και της κτήσης εν τέλει της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία από τον αναιρεσείοντα (ΑΚ 1045), καλλιεργώντας το επίδικο, αφού, κατ' αυτόν, η εν λόγω ομολογία αποτελεί ευνοϊκό γι' αυτόν στοιχείο, δεδομένου ότι "η αρχική χρήση των αναβαθμών, δηλαδή των ξερολιθιών, γνωστές στη Σύμη ως γύροι και σύμφωνα με το επικρατούν εθιμικό δίκαιο, ήταν και είναι αποκλειστικά και μόνο για καλλιέργεια και για συγκράτηση του εδάφους, του χώματος, ώστε να μαζεύει υγρασία, και δευτερευόντως για περίφραξη". Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα γεγονός της υπάρξεως στο επίδικο αναβαθμών και άρα της υπάρξεως καλλιεργήσιμης έκτασης, που, κατά τον αναιρεσείοντα, ρητά και ανεπιφύλακτα αποδέχθηκαν οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους, δεν συνιστά δικαστική ομολογία τους, αφού, κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα ως άνω σκέψη της παρούσας, δεν είναι ουσιώδες και δεν αποτελεί επιβλαβές για τους φερομένους ως ομολογούντες αναιρεσιβλήτους γεγονός, ως προς το ζήτημα της νομής και της κτήσης εν τέλει από μέρους του αναιρεσείοντος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 559 αριθ. 12 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως της παραβιάσεως από το δικαστήριο των ορισμών του νόμου ως προς τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, απαιτείται να αναφέρονται στο αναιρετήριο: α) για την απόδειξη ποίου συγκεκριμένου ισχυρισμού προσκομίσθηκε το αποδεικτικό μέσο και η επίδραση του ισχυρισμού στην έκβαση της δίκης, β) η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε στο αποδεικτικό μέσο από το δικαστήριο, η οποία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά καθορίζει ο νόμος και γ) το σχετικό σφάλμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, ο πέμπτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, με το να λάβει υπόψη και το με αριθμό πρωτ. 567/1-3-1994 έγγραφο του..., που είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει οι αναιρεσίβλητοι, παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν αναφέρεται καθόλου στο αναιρετήριο για την απόδειξη ποίου συγκεκριμένου ισχυρισμού προσκομίσθηκε το αποδεικτικό μέσο και η επίδραση του ισχυρισμού στην έκβαση της δίκης, ποία η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε στο ως άνω έγγραφο από το Δικαστήριο, η οποία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά καθορίζει ο νόμος και ποίο το σχετικό σφάλμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ώστε να εκτιμηθεί, αν υπέπεσε έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως των ορισμών του νόμου ως προς τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα, όσον αφορά το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, που συντρέχει όταν ο δικαστής εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος δεν έπρεπε να εφαρμοσθεί ή παρέλειψε να εφαρμόσει εκείνον που έπρεπε να εφαρμοσθεί ή έδωσε στον κανόνα που εφάρμοσε έννοια διαφορετική από εκείνην που πραγματικά έχει, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα και επιπλέον να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο, ενόψει των οποίων εξέφερε την κρίση του για τη βασιμότητα ή μη της αγωγής. Τούτο, διότι μέσω των πραγματικών αυτών παραδοχών πραγματώνεται εκάστοτε η συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και μόνο ενόψει αυτών μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης (άρθρο 578 ΚΠολΔ, Ολ.ΑΠ 28/1998, Ολ.ΑΠ 57/1990). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον όγδοο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή του και είχε δεχθεί την ένδικη αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων αρχικού ενάγοντα, "αντιγράφει ότι η αγωγή των αντιδίκων έγινε πλήρως ορισμένη με τη συμπλήρωση του έγινε στις πρωτόδικες προτάσεις, όπως έκρινε τούτο ο...με απόφασή του, με την οποία αναιρέθηκε η επί της υποθέσεως προγενέστερη απόφαση του Εφετείου, και ότι η κρίση του αυτή είναι πλέον υποχρεωτική για το Εφετείο, παρότι η απόφαση του...αποφαίνεται για συμπλήρωση της αγωγής από επίκληση κυριότητας με παράγωγο τρόπο σε κτήση με χρησικτησία και δεν αναφέρεται σε αλλαγή από αγωγή νομής σε αγωγή κυριότητας". Με το περιεχόμενο αυτό, ο λόγος αυτός αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αόριστος, διότι δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο η συγκεκριμένη διάταξη ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή αυτής, ώστε να εξακριβωθεί αν η αιτίαση που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον ένατο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, 1) ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι δεν μπορούν ως εναγόμενοι για διατάραξη ή αποβολή από τη νομή να επικαλεσθούν δικαίωμα κυριότητας κατά της δικής του νομής επί του επίδικου ακινήτου, αφού το δικαίωμα αυτό των αναιρεσιβλήτων δεν είχε αναγνωρισθεί τελεσίδικα σε μεταξύ τους δίκη, και 2) ότι αυτός (αναιρεσείων) είχε καταστεί κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και ο οποίος ισχυρισμός στήριζε την αγωγή της κατά τη σχετική επικουρική της βάση. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσειόντος και τους απέρριψε, απορρίπτοντας ακολούθως την αγωγή του στο σύνολό της, ήτοι τόσο ως προς την κύρια βάση όσο και ως προς την επικουρική. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, ο ένατος, κατά το τρίτο μέρος του, αλλά και τελευταίος εξεταζόμενος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αόριστος και απορριπτέος, διότι ο αναιρεσείων πέραν από την αναφορά στην ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, δεν αναφέρει καθόλου πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν τον λόγο αυτό αναίρεσης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-1-2011 αίτηση και τους από 31-7-2012 πρόσθετους λόγους του αναιρεσείοντος...για αναίρεση της 72/2011 αποφάσεως του....
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2012. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γ'...
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:...,...(λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα),...,...,...και...
, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως..., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος:...Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του....
Των αναιρεσιβλήτων: 1)...Ν. και 2) Ο...., συζ. Β., το γένος Δ...., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους.... Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις α) από 4/1/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, β) από 14/5/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, και γ) από 7/1/2004 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκαν στο...και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 95/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 323/2006 του.... Επί της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 2065/2009 απόφαση του..., η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή ως προς τον ήδη αναιρεσείοντα και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο....εξέδωσε την 72/2011 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/7/2011 αίτησή του και με τους από 31/4/2012 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο... ανέγνωσε την από 10/9/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθετών λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1045, 1046 και 974 του ΑΚ, για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται η επί εικοσαετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του πράγματος. Ο τρόπος απόκτησης της νομής του πράγματος δεν έχει σημασία. Αυτή μπορεί να αποκτήθηκε αυτογνωμόνως ή με παράδοσή της από τον προηγούμενο νομέα, με κάποιον από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 976, 977 και 979 του ΑΚ τρόπους. Φυσική εξουσίαση του πράγματος αποτελεί η άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του πράγματος, ώστε κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Υπάρχει, επίσης, όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με τις αντίθετες αναγνωριστικές της κυριότητας ακινήτου αγωγές του αναιρεσείοντος και των αναιρεσιβλήτων, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο που βρίσκεται εντός σχεδίου της κτηματικής περιφέρειας του...στην περιοχή "ΑΜΠΟΥΤΣΙ" και ειδικότερα στη συνοικία "Σκάλα της Καλής" ή "Τεμπελόσκαλα", έκτασης 1790 τ.μ. όπως αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία...Θ.Ι.Κ.Λ.Μ....Π.Ρ.Σ.Τ.Υ.Ο.Χ.Ψ.Ω.α.β.γ.δ.Α στο από...2001 σχεδιάγραμμα της αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού...και συνορεύει βόρεια εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς...Δ.Ε συνολικού μήκους 25,80 μέτρων με ιδιοκτησία...και εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς ΛΜΝΞΟΠ συνολικού μήκους 26,40 μέτρων με δημοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία..., νότια επί τεθλασμένης πλευράς...Φ.Υ. συνολικού μήκους 48,30 μέτρων με δημοτική οδό, ανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς...Σ'.Ρ.Π συνολικού μήκους 40 μέτρων με δημοτική οδό και δυτικά εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς α.β.γ.δ.Α συνολικού μήκους 26,50 μέτρων με δημοτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ΤΕΒ και εν μέρει επί τεθλασμένης πλευράς...Κ.Λ συνολικού μήκους 26,60 μέτρων με ιδιοκτησία.... Το ακίνητο, αυτό το οποίο είναι πετρώδες και επικλινές και δεν αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση περιήλθε από το έτος 1944 στη νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων..., μετά από άτυπη προς αυτόν δωρεά των τότε κυρίων του Τ. συζύγου..., ο οποίος ...) έκτοτε και μέχρι το έτος 1983 νεμήθηκε αυτό διανοία κυρίου, ενεργώντας όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στη φύση του και ειδικότερα επισκεπτόμενος αυτό κατά τακτά χρονικά διαστήματα, επιβλέποντας αυτό και φροντίζοντάς το με διάφορους εργάτες ή γυναίκες, όταν ήταν απαραίτητο για να το καθαρίζουν από τα κλαδιά και τα ξύλα που συσσωρεύονταν λόγω των καιρικών συνθηκών (βροχή, αέρας) καθώς και από τα αγριόχορτα. Το έτος 1981, κατόπιν εντολής του παραπάνω..., το ακίνητο αυτό εμβαδομετρήθηκε για πρώτη φορά από την αρχιτέκτονα-μηχανικό.... Στη συνέχεια ο...μεταβίβασε, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο στους άμεσους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων Α. χήρα...κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και...κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του με αριθμό .../28-1-1983 πωλητηρίου συμβολαίου της..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του...στον τόμο ... και με αύξ. αριθμό 28. Οι τελευταίοι, μετά την αγορά του επίδικου ακινήτου, συνέχισαν να νέμονται αυτό μέχρι και την κατά το έτος 1999 πώλησή του στους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους διανοία αποκλειστικών συγκυρίων, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα και πολύ περισσότερο από τον εναγόμενο-ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα ή τους αντιπροσώπους του, ενεργώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής. Ειδικότερα, αν και οι ίδιοι ήταν κάτοικοι Αθηνών, το επισκέπτοντο κάθε καλοκαίρι, το επέβλεπαν και το φρόντιζαν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, προσλαμβάνοντας, όταν ήταν απαραίτητο γυναίκες ή εργάτες προκειμένου να το καθαρίζουν και μάλιστα ήδη από το έτος 1989, κατόπιν εντολής τους, ο φωτογράφος...το είχε φωτογραφήσει, ώστε να υπάρχει σχετικό αποδεικτικό στοιχείο της κατάστασης και της εμφάνισης του ενώ το έτος 1991, κατ' εντολή του..., η αρχιτέκτων-μηχανικός...επισκέφθηκε το ακίνητο αυτό και συνέταξε μελέτη για την κατασκευή ενοικιαζομένων διαμερισμάτων Δ' τάξεως, ενώ στην συνέχεια το έτος 1999 ανέθεσαν στον μεσίτη...πώλησή του και όταν βρέθηκε αγοραστής το καλοκαίρι του 1999, μετά από εντολή τους, η τοπογράφος μηχανικός...εμβαδομέτρησε εκ νέου το επίδικο ακίνητο συντάσσοντας σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα. Υπό τα ανωτέρω, συνεπώς, αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων, προσμετρώντας στον δικό τους χρόνο χρησικτησίας τον χρόνο χρησικτησίας του απώτερου δικαιοπαρόχου τους..., κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, οπότε το έτος 1999 το μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα δυνάμει του με αριθμό .../ 11-11-1999 πωλητηρίου συμβολαίου της...-Χατζάκη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του...στον τόμο ... και με αριθμό 1 και έτσι οι τελευταίοι (ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι) κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου με τον προαναφερόμενο τρόπο. Περαιτέρω από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι μετά την υπογραφή του ανωτέρω πωλητηρίου συμβολαίου δήλωσαν το ακίνητο που αγόρασαν στο...από το οποίο και έλαβε ΚΑΕΚ ... και υπέβαλαν ένσταση στην πρωτοβάθμια επιτροπή εκδίκασης ενστάσεων του Κτηματολογίου, γιατί τους είχε αναγνωρίσει ιδιοκτήτες επί των 1553 τμ, αντί των 1790 τμ που είχαν αγοράσει, η οποία ένσταση έγινε δεκτή με την με αριθμό 371/26-8-2002 απόφαση της ανωτέρω επιτροπής που απέρριψε αντίθετη ένσταση του αναιρεσείοντος.... Στις 12-8-2000 οι ενάγοντες επισκέφθηκαν το ακίνητο τους και όταν αντιλήφθηκαν ότι η ιδιοκτήτρια του όμορου ακινήτου Ε. σύζυγος..., το γένος..., είχε περιφράξει ένα τμήμα του επιφανείας 32 τ.μ. άσκησαν εναντίον της την από 18-8-2000 αγωγή τους, ενώ μετά από αυτό ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα-μηχανικό...έκδοση άδειας περίφραξης για να προστατεύσουν το ακίνητο τους από τρίτους που θα ήθελαν να προβούν στο μέλλον σε παρόμοιες καταλήψεις. Ο τελευταίος στις 12-9-2000 υπέβαλε αρχικά αίτηση στην 4η..., η οποία με το με αριθμό πρωτ. .../21-9-2000 έγγραφό της απάντησε στους ενάγοντες-αναιρεσείοντες ότι δεν έχει αντιρρήσεις για την περίφραξη του οικοπέδου τους και τους υπέδειξε να γίνει αυτή με μεταλλικούς πασσάλους και σύρμα περίφραξης, ενώ στην συνέχεια υποβλήθηκε η σχετική μελέτη και εκδόθηκε η με αριθμό .../4-5-2001 άδεια περίφραξης από την διεύθυνση Πολεοδομίας ΤΟ και ΠΕ Ρόδου, για την έκδοση της οποίας οι αναιρεσείοντες κατέβαλαν το ποσό των 100.000 δραχμών. Και ενώ αυτή ήταν η πραγματική κατάσταση του επίδικου ακινήτου, το οποίο οι αναιρεσείοντες συνέχισαν να συννέμονται ακώλυτα διανοία συγκυρίων και μετά την κατά το έτος 2000 αγορά του, ο αναιρεσείων στις 27-4-2001 αντιποιήθηκε για πρώτη φορά την νομή επί του επιδίκου δίδοντας εντολή στον αγροφύλακα...να αναθέσει στον..., κάτοικο Σύμης να προχωρήσει στην περίφραξη τμήματος του ακινήτου με συρματόπλεγμα. Αμέσως τότε, ο αρχιτέκτων-μηχανικός..., ο οποίος όπως προαναφέρθηκε, είχε εκδώσει για λογαριασμό των αναιρεσειόντων την άδεια περίφραξης του ακινήτου τους, ειδοποίησε την...και στην θέα των αστυνομικών οργάνων ο...σταμάτησε την περίφραξη και διέφυγε την σύλληψη, το βράδυ όμως της ίδιας ημέρας ολοκλήρωσε την περίφραξη ενός τμήματος του επίδικου ακινήτου επιφανείας 1200 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από Μάιο 2001 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού...με στοιχεία γωνιών...Δ.Ε.Ε'.Ε.Τ.Υ.Φ.Χ.Ψ.Ω, α,β.γ.δ.Α. Μετά από αυτό, οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι άσκησαν εναντίον του εναγομένου-αναιρεσείοντος ενώπιον του...από 2-5-2011 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία συνεκδικάστηκε με την από 5-6-2001 αντίθετη αίτησή του και το Δικαστήριο αυτό με την με αριθμ. 1/2002 απόφαση του έκανε δεκτή την αίτηση των εναγόντων-αναιρεσειόντων και τους ανεγνώρισε προσωρινά συννομείς και συγκατόχους του επιδίκου ακινήτου, αλλά και μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, ο αναιρεσείων συνέχισε να αμφισβητεί τα δικαιώματα των αναιρεσιβλήτων, αρνούμενος να τους αναγνωρίσει συγκυρίους του εν λόγω ακινήτου. Αντίθετα, από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων, άσκησε τις πράξεις νομής διανοία κυρίου στο επίδικο ακίνητο, με τους αναφερόμενους στην από 4-1-2002 αγωγή του τρόπους, οι οποίοι συνίστανται στο ότι η δικαιοπάροχος μητέρα του...και αυτός από το έτος 1980 με αντιπρόσωπο τον αγρότη...το επέβλεπαν, συντηρούσαν την παλαιά περίφραξη από συρματόπλεγμα, συγκόμιζαν τα σύκα από τις υπάρχουσες σε αυτό συκιές, καλλιεργούσαν ένα τμήμα του με δημητριακά, και αργότερα με κουκιά, και στο υπόλοιπο ο αντιπρόσωπος του...έβαλε μέσα τις κατσίκες του και τα αρνιά του και είχε κατασκευάσει και μια παράγκα. Οι προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις του ενάγοντος όχι μόνον δεν αποδείχθηκαν αλλ' έρχονται και σε ευθεία αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα. Πιο συγκεκριμένα: 1) Το επίδικο ακίνητο λόγω του βραχώδους του εδάφους του και της κλίσης που είχε δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθεί ούτε βέβαια καλλιεργήθηκε ούτε από τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος...με οποιαδήποτε καλλιέργεια και ότι το έτος 1980 και μετά, ούτε ο τελευταίος καταθέτει από τις προσκομιζόμενες από τον αναιρεσείοντα φωτογραφίες του τον Σεπτέμβριο του 1989, δεν εμφαίνεται ούτε κάποιο καλλιεργήσιμο τμήμα του, ούτε κάποια περίφραξη, αλλά, ούτε και κάποια πρόχειρη κατασκευή (παράγκα), την οποία να είχε κατασκευάσει ο ανωτέρω αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος, 2) Ο ανωτέρω αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης άλλου ακινήτου στην ίδια περιοχή, ουδέποτε, ενόχλησε ή προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τις επισκέψεις των άμεσων δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων και των ιδίων των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο ακίνητο, αλλά και του προαναφερόμενου πολιτικού μηχανικού, οι οποίοι προέβαιναν στις επιτόπιες., μετρήσεις για την σύνταξη των απαραίτητων σχεδιαγραμμάτων για την εμβαδομέτρηση και αποτύπωσή του και βέβαια ούτε διαπιστώθηκε κατά τις επισκέψεις των προαναφερομένων προσώπων στο επίδικο ακίνητο κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1980 και το έτος 2001 η ύπαρξη κατοικίδιων ζώων στο ακίνητο ή η ύπαρξη κατοικίας κατασκευής με λαμαρίνες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων-αναιρεσείων και 3) ούτε και το έτος 1999 οπότε οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων έδωσαν εντολή στο μεσίτη...να προσφέρει προς πώληση το επίδικο ακίνητο, γεγονός που έγινε κοινά γνωστό στη μικρή κοινωνία της Σύμης, εμφανίστηκε και προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση ο αναιρεσείων ή ο προαναφερόμενος αντιπρόσωπός του στη Σύμη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι οι ενάγοντες-εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και ότι ούτε η δικαιοπάροχος μητέρα του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου και κατόπιν τούτου δέχτηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά, που δέχθηκε, και έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τους αναιρεσιβλήτους και της μη απόδειξης, ότι το επίδικο έχει περιέλθει ποτέ στην κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία στον αναιρεσείοντα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές του Εφετείου, το επίδικο ακίνητο, το οποίο δεν αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση, περιήλθε από το έτος 1944 στη νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων..., ο οποίος συνεχώς έκτοτε ασκούσε σ' αυτό πράξεις νομής με διάνοια κυρίου μέχρι το έτος 1983, οπότε το μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στους άμεσους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων Α. χήρα...και..., οι οποίοι ασκούσαν συνεχώς στο επίδικο πράξεις νομής με διάνοια κυρίου μέχρι το έτος 1999, οπότε το μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στους αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι έγιναν συγκύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι η δικαιοπάροχος μητέρα του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου. Δεν είναι δε αντιφατική η παραδοχή του Εφετείου, ότι η επίδικη έκταση είναι πετρώδης και βραχώδης, αφού σε κάθε περίπτωση το Εφετείο δέχεται, ότι η επίδικη έκταση δεν είναι καλλιεργήσιμη. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 987 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της απ' αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του, προκύπτει ότι, για την παροχή της προβλεπόμενης από αυτήν προστασίας, απαιτείται νομή του ενάγοντος στο πράγμα κατά το χρόνο της αποβολής του και προσβολή αυτής με αποβολή του ενάγοντος νομέα, η οποία να έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Από δε τη διάταξη του άρθρου 991..., που ορίζει ότι ο εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεσθεί δικαίωμα που του παρέχει εξουσία πάνω στο πράγμα, παρά μόνο αν το δικαίωμα έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σε αυτόν και τον ενάγοντα, συνάγεται ότι ο εναγόμενος με τις αγωγές περί διαταράξεως ή αποβολής από τη νομή δεν δικαιούται να αντιτάξει κατά του ενάγοντος ενστάσεις ανατρεπτικές, που στηρίζονται σε δικαίωμα ιδίας αυτού κυριότητας ή σε άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί του επιδίκου πράγματος ή σε προσωπικά περί αυτού δικαιώματα, με βάση τα οποία θα μπορούσε ο ίδιος να αξιώσει την παράδοση σ' αυτόν του πράγματος ή την παραχώρηση της χρήσης αυτού. Από τη διάταξη όμως αυτή δεν συνάγεται και ότι απαγορεύεται στον εναγόμενο να αντιτάξει τη δική του νομή επί του επίδικου πράγματος, αφού ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, που μπορεί να αποδειχθεί ανταποδεικτικώς και να επιφέρει την απόρριψη αυτής ως αναπόδεικτης (ΑΠ 1195/2011, ΑΠ 275/2010). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τους πρώτο και ένατο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγους αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με το να δεχτεί την αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ήτοι του ιδίου ακινήτου που αυτός ζητούσε με την αγωγή του κυρίως να αναγνωριστεί η νομή του και επικουρικώς η κυριότητά του επ' αυτού, παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 991 ...αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι απορριπτέοι, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι το Εφετείο δέχθηκε, ότι αρχικά νομέας του επίδικου ακινήτου υπήρξε ο αναιρεσείων, ενώ το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το περιεχόμενό της ανωτέρω εκτέθηκε, δέχτηκε ότι ουδέποτε ο αναιρεσείων ή η δικαιοπάροχός του άσκησαν οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου, του οποίου συγκύριοι είναι οι αναιρεσίβλητοι, και για το λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος και δέχτηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές, που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. β' του ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο, αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι, όταν παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί, ότι "το επίδικο ακίνητο λόγω του βραχώδους του εδάφους του και της κλήσης που είχε δεν ήταν δυνατό να καλλιεργηθεί ούτε βέβαια καλλιεργήθηκε ποτέ από τον αντιπρόσωπο του ενάγοντος-αναιρεσείοντος με οποιαδήποτε καλλιέργεια", καθώς και ότι "το ακίνητο αυτό το οποίο είναι πετρώδες και επικλινές και δεν αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση", παραβιάσθηκαν τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνίστανται στο ότι το επικλινές έδαφος είναι καλλιεργήσιμο και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της δημιουργίας αναβαθμών, δηλαδή επιπέδων οριζοντίου εδάφους σαν "μεγάλα σκαλιά" στη νήσο Σύμη, γνωστών με την ονομασία "γύροι". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 974 και 1046 ΑΚ, που επικαλείται ο αναιρεσείων ή την υπαγωγή σ' αυτές των πραγματικών περιστατικών, αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες (εξακρίβωση και εκτίμηση) κρίνουν ανελέγκτως τα δικαστήρια της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επειδή, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, καθώς και τους δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και ότι ούτε η δικαιοπάροχος μητέρα του ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου και κατόπιν τούτου να δεχτεί την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και να απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις του της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ήτοι 1) το από 13 Ιουλίου 1927 προικοσύμφωνο μεταβιβάσεως ακινήτου στον πατέρα του αναιρεσείοντος...από τους γονείς της μητέρας του της οικογένειας..., λόγω προικός, 2) αντίγραφο της από 8-6-1999 αγωγής του...Γ. κατά των...Θ. και Α. θυγ...., που κατατέθηκε στο...με αριθμό 401/1999, 3) το με αριθμό πρωτ. 37166/6-7-2001 έγγραφο της 4ης..., με την οποία ανεστάλη η εφαρμογή της με αριθ. πρωτ. .../2000 άδειας που αφορούσε την περίφραξη ακινήτου στην περιοχή Αμπούτζι και 4) την από 14-3-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος προς τη...και Αποχέτευσης σχετικά με παράνομη σωλήνωση του επιδίκου. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, "από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύσει χωριστά το καθένα από αυτά. Επειδή, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. α' και β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δε επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Ο παρών λόγος ιδρύεται και εάν οι αποδείξεις προσκομίσθηκαν κατά τρόπο απαράδεκτο. Δεν αρκεί η προσκόμιση του εγγράφου ή άλλου αποδεικτικού μέσου, αλλά πρέπει να γίνεται και νόμιμη επίκληση αυτού με σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να αναγνωρίζεται η ταυτότητα του εγγράφου (ΑΠ 1342/2006), η δε επίκληση πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις του διαδίκου που το προσκόμισε, κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και όχι με την προσθήκη των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου (ΑΠ 527/1994, ΑΠ 740/1996, ΑΠ 774/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους έκτο και έβδομο λόγους της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, υπέπεσε στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, εκ του ότι, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και ότι ούτε η δικαιοπάροχος μητέρα του ήδη αναιρεσείοντος ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων άσκησαν ποτέ οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου και κατόπιν τούτου να δεχτεί την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και να απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη την με αριθμό .../10-2-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου...- Χατζηδιάκου, καίτοι ουδόλως έγινε επίκληση αυτής από τα διάδικα μέρη. Από την παραδεκτή επισκόπηση στα πλαίσια της διάταξης του άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ των από 11-2-2011 προτάσεων των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Εφετείου προκύπτει, ότι οι αναιρεσίβλητοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν την με αριθμό .../10-2-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου...- Χατζηδιάκου, ήτοι η ταυτότητα της ένορκης αυτής βεβαίωσης προσδιορίστηκε με σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να αναγνωρίζεται χωρίς αμφιβολία. Από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ότι το δικάσαν Εφετείο έλαβε υπόψη ακριβώς αυτή την επικληθείσα ένορκη βεβαίωση, όμως από παραδρομή αναγράφηκε ότι λήφθηκε υπόψη η με αριθμό ... (αντί του ορθού ...) ένορκη βεβαίωση, της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου και έτσι δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι λήφθηκε υπόψη η επικληθείσα ένορκη βεβαίωση. Επομένως, οι ερευνώμενοι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη συνάγεται, ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Κατ' ακολουθίαν ο πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 10 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος χωρίς απόδειξη είναι αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση μνημονεύονται σ' αυτή όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρας, έγγραφα) που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη για την συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, μεταξύ δε των εγγράφων έλαβε υπόψη και το με αριθμό πρωτ. 567/1-3-1994 έγγραφο του..., που είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει οι αναιρεσίβλητοι. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο αυτό, καίτοι αφορά τελείως άσχετο χώρο και άσχετο οικόπεδο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν προσβάλλεται η περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται μόνον αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, την οποία δεν έχει κατά νόμο, ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο, και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 75/2008, ΑΠ 329/2007). Περαιτέρω, από τα άρθρα 339 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι δικαστική είναι όχι κάθε ομολογία, αλλά εκείνη που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος με σκοπό αποδοχής του και είναι σαφής και ορισμένη, η δικαστική δε ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, από τους αριθμούς 11 περ. γ' και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων ψέγει την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του δικαστική ομολογία των αντιδίκων του αναιρεσιβλήτων, που έγινε με την αγωγή και συνίσταται στην παραδοχή από μέρους τους, ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δομημένο σε αναβαθμούς και άρα ήταν έκταση καλλιεργήσιμη και ότι έτσι κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από την ομολογία αυτή, αναφορικά με το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της νομής και της κτήσης εν τέλει της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία από τον αναιρεσείοντα (ΑΚ 1045), καλλιεργώντας το επίδικο, αφού, κατ' αυτόν, η εν λόγω ομολογία αποτελεί ευνοϊκό γι' αυτόν στοιχείο, δεδομένου ότι "η αρχική χρήση των αναβαθμών, δηλαδή των ξερολιθιών, γνωστές στη Σύμη ως γύροι και σύμφωνα με το επικρατούν εθιμικό δίκαιο, ήταν και είναι αποκλειστικά και μόνο για καλλιέργεια και για συγκράτηση του εδάφους, του χώματος, ώστε να μαζεύει υγρασία, και δευτερευόντως για περίφραξη". Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα γεγονός της υπάρξεως στο επίδικο αναβαθμών και άρα της υπάρξεως καλλιεργήσιμης έκτασης, που, κατά τον αναιρεσείοντα, ρητά και ανεπιφύλακτα αποδέχθηκαν οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους, δεν συνιστά δικαστική ομολογία τους, αφού, κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα ως άνω σκέψη της παρούσας, δεν είναι ουσιώδες και δεν αποτελεί επιβλαβές για τους φερομένους ως ομολογούντες αναιρεσιβλήτους γεγονός, ως προς το ζήτημα της νομής και της κτήσης εν τέλει από μέρους του αναιρεσείοντος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 559 αριθ. 12 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως της παραβιάσεως από το δικαστήριο των ορισμών του νόμου ως προς τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, απαιτείται να αναφέρονται στο αναιρετήριο: α) για την απόδειξη ποίου συγκεκριμένου ισχυρισμού προσκομίσθηκε το αποδεικτικό μέσο και η επίδραση του ισχυρισμού στην έκβαση της δίκης, β) η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε στο αποδεικτικό μέσο από το δικαστήριο, η οποία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά καθορίζει ο νόμος και γ) το σχετικό σφάλμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, ο πέμπτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, με το να λάβει υπόψη και το με αριθμό πρωτ. 567/1-3-1994 έγγραφο του..., που είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει οι αναιρεσίβλητοι, παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν αναφέρεται καθόλου στο αναιρετήριο για την απόδειξη ποίου συγκεκριμένου ισχυρισμού προσκομίσθηκε το αποδεικτικό μέσο και η επίδραση του ισχυρισμού στην έκβαση της δίκης, ποία η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε στο ως άνω έγγραφο από το Δικαστήριο, η οποία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά καθορίζει ο νόμος και ποίο το σχετικό σφάλμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ώστε να εκτιμηθεί, αν υπέπεσε έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως των ορισμών του νόμου ως προς τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα, όσον αφορά το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, που συντρέχει όταν ο δικαστής εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος δεν έπρεπε να εφαρμοσθεί ή παρέλειψε να εφαρμόσει εκείνον που έπρεπε να εφαρμοσθεί ή έδωσε στον κανόνα που εφάρμοσε έννοια διαφορετική από εκείνην που πραγματικά έχει, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα και επιπλέον να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο, ενόψει των οποίων εξέφερε την κρίση του για τη βασιμότητα ή μη της αγωγής. Τούτο, διότι μέσω των πραγματικών αυτών παραδοχών πραγματώνεται εκάστοτε η συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και μόνο ενόψει αυτών μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης (άρθρο 578 ΚΠολΔ, Ολ.ΑΠ 28/1998, Ολ.ΑΠ 57/1990). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον όγδοο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή του και είχε δεχθεί την ένδικη αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων αρχικού ενάγοντα, "αντιγράφει ότι η αγωγή των αντιδίκων έγινε πλήρως ορισμένη με τη συμπλήρωση του έγινε στις πρωτόδικες προτάσεις, όπως έκρινε τούτο ο...με απόφασή του, με την οποία αναιρέθηκε η επί της υποθέσεως προγενέστερη απόφαση του Εφετείου, και ότι η κρίση του αυτή είναι πλέον υποχρεωτική για το Εφετείο, παρότι η απόφαση του...αποφαίνεται για συμπλήρωση της αγωγής από επίκληση κυριότητας με παράγωγο τρόπο σε κτήση με χρησικτησία και δεν αναφέρεται σε αλλαγή από αγωγή νομής σε αγωγή κυριότητας". Με το περιεχόμενο αυτό, ο λόγος αυτός αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αόριστος, διότι δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο η συγκεκριμένη διάταξη ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή αυτής, ώστε να εξακριβωθεί αν η αιτίαση που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον ένατο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, 1) ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι δεν μπορούν ως εναγόμενοι για διατάραξη ή αποβολή από τη νομή να επικαλεσθούν δικαίωμα κυριότητας κατά της δικής του νομής επί του επίδικου ακινήτου, αφού το δικαίωμα αυτό των αναιρεσιβλήτων δεν είχε αναγνωρισθεί τελεσίδικα σε μεταξύ τους δίκη, και 2) ότι αυτός (αναιρεσείων) είχε καταστεί κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και ο οποίος ισχυρισμός στήριζε την αγωγή της κατά τη σχετική επικουρική της βάση. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσειόντος και τους απέρριψε, απορρίπτοντας ακολούθως την αγωγή του στο σύνολό της, ήτοι τόσο ως προς την κύρια βάση όσο και ως προς την επικουρική. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, ο ένατος, κατά το τρίτο μέρος του, αλλά και τελευταίος εξεταζόμενος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αόριστος και απορριπτέος, διότι ο αναιρεσείων πέραν από την αναφορά στην ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, δεν αναφέρει καθόλου πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν τον λόγο αυτό αναίρεσης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-1-2011 αίτηση και τους από 31-7-2012 πρόσθετους λόγους του αναιρεσείοντος...για αναίρεση της 72/2011 αποφάσεως του....
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2012. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου