Άρθρο 752
[Παρέμβαση]
1. Η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται για την παρέμβαση αυτή τα άρθρα 747, 748 και 751.
2. Η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να....
ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς προδικασία.
Διάγραμμα
1. Γραμματικές ερμηνευτικές εξηγήσεις
2. Νομοθετικός στόχος
3. Γενική περιγραφή
3.1. Η κύρια παρέμβαση
3.2. Η (αυτοτελής) πρόσθετη παρέμβαση
4. Ειδικοί προβληματισμοί
4.1. Υπάρχουν περιθώρια για απλή πρόσθετη παρέμβαση στην εκούσια δικαιοδοσία;
4.2. Η άσκηση κύριας παρέμβασης μετατρέπει το χαρακτήρα της δικαιοδοσίας από εκούσια σε αμφισβητούμενη;
4.3. Είναι κύρια ή πρόσθετη η παρέμβαση μετόχου ανώνυμης εταιρίας που
κηρύχθηκε σε πτώχευση, όταν ζητεί να απορριφθεί η αίτηση της για
ανάκληση της απόφασης που την κήρυξε σε πτώχευση;
5. Σχετικές διατάξεις
6. Νομοθετική εξέλιξη
7. Διαδικαστική τεχνική
8. Βιβλιογραφία
1. Γραμματικές ερμηνευτικές εξηγήσεις
1.1. Τις έννοιες της κύριας και της πρόσθετης παρέμβασης θεωρεί η
διατύπωση του άρθρου 752 γνωστές ήδη από τα άρθρα 79 και 80. Κύρια
παρέμβαση, είναι η διεύρυνση των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων
της εκκρεμούς δίκης με την πρωτοβουλία τρίτου προσώπου, το οποίο
αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης (79). Εξάλλου πρόσθετη παρέμβαση
είναι η προσέλευση και συμμετοχή στην εκκρεμή δίκη τρίτου προσώπου,
δίχως αντίστοιχη διεύρυνση των αντικειμενικών της ορίων. Και εφόσον
διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της δίκης τούτης, με την έννοια ότι ο
προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται κύριος διάδικος, και συνακόλουθα
αναγκαίος ομόδικος (πρβλ. 83) εκείνου από τους αρχικούς διαδίκους, του
οποίου το αίτημα υποστηρίζει, πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση,
ενώ αν ούτε τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης διευρύνονται με
την επιχειρούμενη πρόσθετη παρέμβαση, με την έννοια ότι ο παρεμβαίνων θα
είναι απλός βοηθός του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου, έτσι ώστε να μη
δεσμεύεται από το δεδικασμένο, αλλά απλά και μόνο να χάνει το δικαίωμα
για άσκηση τριτανακοπής, πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση.
Σε οποιοδήποτε είδος παρέμβασης πάντως ο παρεμβαίνων πρέπει να ήταν
ως το χρονικό σημείο της παρέμβασης του τρίτος σε σχέση με την εκκρεμή
δίκη. Για το λόγο τούτο είναι απαράδεκτη η πρόσθετη παρέμβαση που ασκεί
εκείνος, του οποίου την κλήτευση είχε διατάξει ο δικαστής κατά την
κατάθεση της αρχικής αίτησης. Αυτός ήταν έκτοτε διάδικος, και όχι
τρίτος, έτσι ώστε να μην υπάρχει περιθώριο για άσκηση παρέμβασης.
1.2. Η άσκηση της κύριας παρέμβασης με δικόγραφο, και με τη
διευκρίνιση ότι εφαρμόζονται σχετικώς τα άρθρα 747 και 748, δεν
εξαντλείται στην απλή σύνταξη του διαδικαστικού εγγράφου που ρυθμίζουν
τα άρθρα 118 επ., αλλά το δικόγραφο τούτο θα πρέπει να κατατεθεί στη
γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται, δηλαδή στη
γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η ήδη διευρυνόμενη δίκη,
οπότε ο δικαστής θα διατάξει τις κατά το άρθρο 748 κοινοποιήσεις.
1.3. Η προδικασία, που δεν απαιτείται για την άσκηση πρόσθετης
παρέμβασης, είναι στο άρθρο 752 ευρύτερη από εκείνην, στην οποία
αναφέρεται το άρθρο 111. Η τελευταία τούτη διάταξη ορίζει πως η
διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται στην έγγραφη προδικασία και ότι
καμιά κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να
εισαχθεί στο δικαστήριο, χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος
ορίζει διαφορετικά. Η αναφορά στη μη απαιτούμενη προδικασία, κατά το
άρθρο 752 δεν εισάγει απλά και μόνο μια εξαίρεση από τον κανόνα του
άρθρου 111, στο πλαίσιο της επιφύλαξης για διαφορετική νομοθετική
ρύθμιση που γίνεται εκεί. Προχωρεί ακόμη περισσότερο, με την έννοια ότι
δεν απαιτείται ούτε καν η κατάθεση έγγραφων προτάσεων, αλλά μπορεί να
γίνει με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της δημόσιας
συνεδρίασης του δικαστηρίου, και φυσικά με πλήρη αιφνιδιασμό των άλλων
προσώπων που μετέχουν στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενοι. Όμως ο
αιφνιδιασμός τούτος δεν προκαλεί καμιά ανωμαλία, αφού με την ασκούμενη
πρόσθετη παρέμβαση δε διευρύνονται τα αντικειμενικά όρια της δίκης, ενώ
εξάλλου η δίχως προδικασία συνεισφορά νέων πραγματικών γεγονότων, προς
στήριξη ή απόκρουση του εκκρεμούς αιτήματος, είναι απόλυτα εναρμονισμένη
με την ανακριτική αρχή που διέπει τις δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας
(744).
2. Νομοθετικός στόχος
Το άρθρο 752 περιέχει αμιγώς διαδικαστικές διατάξεις. Δεν περιέχει
κατά κυριολεξία (ουσιαστικούς του δημόσιου δικαίου) κανόνες δικαίου.
Στόχος είναι να διευκρινιστεί απλά και μόνο το πώς. Πώς δηλαδή ασκείται η
κύρια, και πώς η πρόσθετη παρέμβαση. Οι διαφορετικές επιλογές, ανάλογα
με το αν πρόκειται για κύρια ή για πρόσθετη παρέμβαση, δικαιολογούνται
από την αξιοπρόσεχτη διαφοροποίηση καθενός από τα δυο τούτα είδη
παρέμβασης, δηλαδή ότι με την κύρια εισάγεται νέο αυτοτελές αίτημα
δικαστικής προστασίας, με το οποίο ο παρεμβαίνων αντιποιείται το
αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης, ενώ με την πρόσθετη παρέμβαση δεν
αλλοιώνεται το αντικείμενο της αρχικής δίκης.
3. Γενική περιγραφή
3.1. Η κύρια παρέμβαση
3.1.1. Είναι πλατιά διαδομένη η αντίληψη ότι στο χώρο της εκούσιας
δικαιοδοσίας, αν τρίτος παρεμβαίνει και αποκρούει το αίτημα του
μοναδικού ως τότε διαδίκου, πρόκειται τάχα για κύρια παρέμβαση[1].
Η αντίληψη τούτη επηρεάζεται προδήλως από τον ορισμό του άρθρου 80,
κατά το οποίο πρόσθετη παρέμβαση υπάρχει όταν ο παρεμβαίνων τρίτος έχει
έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, οπότε παρεμβαίνει ακριβώς
για να υποστηρίξει ίο διάδικο αυτόν. Έτσι, στην εκούσια δικαιοδοσία, αν ο
παρεμβαίνων τρίτος αποκρούει το αίτημα του μοναδικού ως τότε διαδίκου,
δεν υπάρχει άλλος διάδικος, για την υποστήριξη του οποίου να παρέμβει,
με αποτέλεσμα, πάντα κατά την αντίληψη τούτη, να μην μπορεί να γίνει
λόγος για πρόσθετη παρέμβαση (πρόσθετη, υπέρ τίνος, αναρωτιώνται). Δε
μένει, κατά το επιχείρημα της αντιδιαστολής, παρά να πρόκειται για κύρια
παρέμβαση[2].
Όμως η αντίληψη τούτη παραβλέπει ότι κύρια παρέμβαση δεν είναι κάθε
τι που (με την πρώτη ματιά) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσθετη. Ο
πυρήνας της κύριας παρέμβασης εντοπίζεται στο αυτοτελές αίτημα
δικαστικής προστασίας που υποβάλλει ο κυρίως παρεμβαίνων, και με το
οποίο αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης[3]. Κατά το άρθρο 79 § 1, αν
τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο δίκης που
εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως. Δίχως
αντιποίηση λοιπόν του αντικειμένου της δίκης, μόνη η απόκρουση του
εκκρεμούς αρχικού αιτήματος, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύρια
παρέμβαση[4].
Στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το
αντικείμενο της δίκης αναφέρεται στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, είτε
άμεσα (έτσι οι ουσιαστικές θεωρίες για το αντικείμενο της πολιτικής
δίκης)[5], είτε εμμέσως, με την έννοια δηλαδή ότι το αίτημα (ή ο νομικός
ισχυρισμός του ενάγοντα) αναφέρεται στην ισχύ του ουσιαστικού τούτου
δικαιώματος (έτσι οι δικονομικές θεωρίες). Μιλώντας λοιπόν για
αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης από τον κυρίως παρεμβαίνοντα στο
χώρο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας εννοούμε ότι αντιποιείται το
επίδικο δικαίωμα, ότι δηλαδή υποβάλλει αίτημα, με το οποίο ζητεί
σωρευτικά, αφενός, να απορριφθεί το αίτημα του ενάγοντα και, αφετέρου,
να γίνει δεκτό το δικό του αίτημα, έτσι που να αναγνωριστεί δεσμευτικά
ότι αυτός, ο κυρίως παρεμβαίνων, και όχι ο ενάγων, είναι ο δικαιούχος
του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος.
Όμως, καθώς ήδη επανειλημμένα έχει σημειωθεί, στις δίκες της εκούσιας
δικαιοδοσίας το δικαστήριο δεν προχωρεί σε δεσμευτική διάγνωση
δικαιωμάτων, αλλά περιορίζεται στο να διατάξει ή μη το ζητούμενο
ρυθμιστικό μέτρο. Συνακόλουθα η αντιποίηση του αντικειμένου της δίκης με
την κύρια παρέμβαση σε δίκη εκούσιας δικαιοδοσίας δεν μπορεί να έχει το
νόημα ότι ο παρεμβαίνων αντιποιείται το επίδικο δικαίωμα (αφού τέτοιο
επίδικο δικαίωμα δεν υπάρχει εδώ), αλλά απλά και μόνον ότι ο κυρίως
παρεμβαίνων ζητεί σωρευτικώς, αφενός, να απορριφθεί το εισαγωγικό της
δίκης αίτημα του αρχικού αιτούντα και, αφετέρου, να γίνει δεκτό το δικό
του, έτσι ώστε να διαταχθεί το ρυθμιστικό μέτρο, που είχε ζητήσει ο
αρχικός αιτών, υπέρ του ήδη κυρίως παρεμβαίνοντα και εναντίον των
συμφερόντων του αρχικού αιτούντα[6].
Η άσκηση πραγματικής κύριας παρέμβασης σε δίκη εκούσιας δικαιοδοσίας
είναι σπάνιο φαινόμενο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αποκλείεται εξ αρχής
από τη φύση των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, τουλάχιστον όχι
πάντοτε[7].
Είναι αλήθεια ότι σε αρκετές περιπτώσεις είναι αδιανόητη η άσκηση
κύριας παρέμβασης, όπως ιδίως στις δίκες που έχουν ως αντικείμενο:
- τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης,
- την κήρυξη ή την άρση της αφάνειας,
- τον έλεγχο ανώνυμης εταιρίας
- την παροχή αδείας για την εκποίηση ενεχύρου, ακόμη και αν ο
παρεμβαίνων αντιποιείται την κυριότητα του αντικειμένου του ενεχύρου,
- την παύση μεσεγγυούχου,
- την παύση επιτρόπου, παρεπιτρόπου, ειδικού ή προσωρινού επιτρόπου ή δικαστικού αντιλήπτορα,
- την άδεια για την ενέργεια πράξεων, και ιδίως δικαιοπραξιών,
- την υιοθεσία,
- την κήρυξη προσώπου υπό δικαστική απαγόρευση ή αντίληψη,
- τη διαταγή για επίδειξη διαθήκης,
- την παύση του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς ή του εκκαθαριστή της κληρονομιάς,
- την άδεια για εκποίηση του καταπιστεύματος, ακόμη και όταν παρεμβαίνει ο καταπιστευματοδόχος, που αποκρούει το αίτημα.
Άσκηση κύριας παρέμβασης αποκλείεται παντελώς όταν η δίκη έχει μπεί
σε κίνηση με την πρωτοβουλία του ίδιου του δικαστηρίου (πρβλ. 747 § 4),
όπως επίσης είναι αδιανόητη η άσκηση κύριας παρέμβασης από τον
εισαγγελέα. Αντίθετα δεν αποκλείεται η άσκηση κύριας παρέμβασης από
τρίτο σε δίκη που έχει ανοίξει ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα.
Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, στις οποίες, αν και δε
συνηθίζεται να ασκείται κύρια παρέμβαση, όμως δεν είναι εξ αρχής
ανεπίδεκτες παραδεκτής άσκησης της. Πρόκειται κυρίως (και οπωσδήποτε
ενδεικτικώς) για τις περιπτώσεις που η εκκρεμής δίκη αφορά:
- τη μεταβολή του χρόνου έναρξης της αφάνειας,
- το διορισμό προσωρινής διοίκησης, ή εκκαθαριστών, νομικού προσώπου,
ή εταιρίας, που δεν έχει νομική προσωπικότητα, ή εκκαθαριστών
συνεταιρισμού[8],
- την εγγραφή σωματείου, με την έννοια ότι άλλοι ζητούν, για την
ικανοποίηση του ίδιου σκοπού να μην αναγνωριστεί το σωματείο που ίδρυσαν
οι αρχικοί αιτούντες, αλλά εκείνο που ίδρυσαν οι ήδη κυρίως
παρεμβαίνοντες, ζητώντας να διαταχθεί η εγγραφή στο σχετικό βιβλίο
αποκλειστικά του δικού τους σωματείου,
- την εξουσιοδότηση για σύγκληση της συνέλευσης σωματείου ή
συνεταιρισμού και τη ρύθμιση της προεδρίας της, καθώς και των θεμάτων
της ημερήσιας διάταξης,
-την καταχώριση στα δημόσια βιβλία πράξεων για τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση ιδιωτικών δικαιωμάτων,
- το διορισμό ή την αντικατάσταση μεσεγγυούχου,
- την άδεια για την εκμίσθωση πράγματος που βρίσκεται στην επικαρπία
άλλου ή την ανάθεση της άσκησης της επικαρπίας σε διαχειριστή,
- το διορισμό ή την αντικατάσταση επιτρόπου, παρεπιτρόπου, ειδικού ή προσωρινού επιτρόπου ή δικαστικού αντιλήπτορα,
- τη δημοσίευση διαθήκης,
- το διορισμό ή την αντικατάσταση κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς ή εκκαθαριστή της κληρονομιάς,
- την έκδοση κληρονομητηρίου[9],
- την κήρυξη αξιόγραφου ως ανίσχυρου,
- τη δόση βεβαιωτικού όρκου.
3.1.2. Η κύρια παρέμβαση ασκείται πάντα, δηλαδή ακόμη και στο
ειρηνοδικείο, με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου,
προς το οποίο απευθύνεται. Αλλά παραδεκτώς η κύρια παρέμβαση μπορεί να
απευθύνεται μόνο στο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η ήδη διευρυνόμενη
δίκη, ακόμη και αν το δικαστήριο τούτο είναι αναρμόδιο.
Η κύρια παρέμβαση, με τον τρόπο που σημειώθηκε, ασκείται παραδεκτώς
σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας δίκης (79 § 1),
συνεπώς και ενώπιον του τμήματος της παραπομπής του Αρείου Πάγου[10], με
εξαίρεση τη διαδικασία ενώπιον του αναιρετικού τμήματος προς εκδίκαση
της αναιρετικής αίτησης.
3.1.3. Το δικόγραφο της αίτησης πρέπει να περιέχει:
(α) Προσδιορισμό του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, και στο
οποίο απευθύνεται η ασκούμενη κύρια παρέμβαση. Ατέλειες ως προς τον
προσδιορισμό του δικαστηρίου τούτου, εφόσον δεν προκαλούν σύγχυση, είναι
νομικά αδιάφορες, ιδίως όταν το δικαστήριο προκύπτει με σαφήνεια από τη
συντασσόμενη δικαστική έκθεση που βεβαιώνει την κατάθεση του
δικογράφου.
(β) Προσδιορισμό του είδους του δικογράφου (118 αρ. 2). θα πρέπει
λοιπόν να αναφέρεται ότι πρόκειται για κύρια παρέμβαση. Όμως και πάλι ο
ενδεχόμενα λαθεμένος προσδιορισμός (λχ ως αίτησης) κατ' αρχήν δε
δημιουργεί πρόβλημα απαραδέκτου, εκτός αν προκαλείται σύγχυση και
συνακόλουθα ανεπανόρθωτη βλάβη σε άλλα πρόσωπα που μετέχουν στη
διαδικασία.
(γ) Προσδιορισμό του ονόματος, του πατρώνυμου, του επωνύμου, της
κατοικίας και της ακριβούς διεύθυνσης στην πόλη κατοικίας του κυρίως
παρεμβαίνοντα, καθώς και του αρχικού αιτούντα. Εφόσον πρόκειται για
νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και την έδρα τους. Και σε κάθε περίπτωση
που ο διάδικος παρίσταται διαμέσου νόμιμου αντιπροσώπου, το
ονοματεπώνυμο και την κατοικία του (118 αρ. 3).
(δ) Ακριβή περιγραφή του επίδικου αιτήματος, που συνιστά το αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης.
(ε) Ορισμένο αίτημα (747 § 2 εδ. β'), δηλαδή, αφενός, να απορριφθεί
το αίτημα του αρχικού αιτούντα και, αφετέρου, να γίνει δεκτό το αίτημα
του κυρίως παρεμβαίνοντα, έτσι ώστε να διαταχθεί το αρχικά ζητούμενο
ρυθμιστικό μέτρο αποκλειστικά προς το συμφέρον του ήδη κυρίως
παρεμβαίνοντα, και φυσικά με τις παραλλαγές που προσδιορίζονται στο
δικόγραφο για να επιτευχθεί ο στόχος τούτος, όπως λχ τα ονοματεπώνυμα
των προσώπων, των οποίων ζητείται ο διορισμός ως προσωρινής διοίκησης
νομικού προσώπου, αντί των προσώπων, των οποίων το διορισμό είχε ζητήσει
ο αρχικός αιτών.
(ς) Σαφή έκθεση των πραγματικών γεγονότων που δικαιολογούν τόσο την
απόρριψη του εκκρεμούς αρχικού αιτήματος, όσο και του ήδη υποβαλλόμενου,
με το οποίο ο κυρίως παρεμβαίνων ζητεί να διαταχθεί το ίδιο ρυθμιστικό
μέτρο αποκλειστικά προς το δικό του συμφέρον. Όμως οποιεσδήποτε
παραλείψεις, αναφορικά με τα γεγονότα που συνιστούν τις προϋποθέσεις των
δύο τούτων ειδικότερων αιτημάτων, δεν οδηγούν σε απαράδεκτο της κύριας
παρέμβασης. Και τούτο, επειδή το ανακριτικό σύστημα, που κυριαρχεί στις
υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (744 και 759 § 3), και μάλιστα σε
συνάρτηση με την εγκατάλειψη του συγκεντρωτικού συστήματος (745 και
765), δεν αφήνει περιθώρια για ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 224.
(z) Σαφή έκθεση εκείνων των πραγματικών γεγονότων που στηρίζουν τη
νομιμοποίηση του κυρίως παρεμβαίνοντα. Αλλά και τα γεγονότα τούτα
επιτρέπεται να συμπληρωθούν κατά τη συζήτηση, για τους ίδιους λόγους,
για ιούς οποίους επιτρέπεται η συμπλήρωση ή μεταβολή και των λόγων που
στηρίζουν το αίτημα.
(η) Σαφή έκθεση των γεγονότων που στηρίζουν την αρμοδιότητα του
δικαστηρίου (747 § 2 εδ. γ' στο τέλος). Πρόκειται για μόνο το γεγονός
ότι η δίκη, στην οποία γίνεται η κύρια παρέμβαση, είναι εκκρεμής στο
ίδιο δικαστήριο, αδιάφορα από το αν τούτο έχει ή δεν έχει αρμοδιότητα.
(θ) Χρονολογία και υπογραφή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κυρίως
παρεμβαίνοντα ή από τον ίδιο τον παρεμβαίνοντα, όπου επιτρέπεται η
παράσταση του δίχως πληρεξούσιο δικηγόρο, δηλαδή στο ειρηνοδικείο, στο
πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας και γενικότερα για την
αποτροπή επικείμενου κινδύνου (94 § 2).
3.1.4. Η κατάθεση του δικογράφου της κύριας παρέμβασης στη γραμματεία
του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται, βεβαιώνεται με έκθεση του
προσώπου που προσήλθε και έκανε την κατάθεση του δικογράφου, όπως επίσης
την ημέρα και την ώρα, κατά την οποία συντελέστηκε. Μετά την υπογραφή
της έκθεσης γίνεται σχετική καταχώριση στο βιβλίο εκούσιας δικαιοδοσίας
που τηρείται σε κάθε πρωτόβαθμο δικαστήριο (776 § 1 εδ. α').
3.1.5. Η άσκηση της κύριας παρέμβασης ολοκληρώνεται με μόνη τη
σύνταξη και υπογραφή της έκθεσης που βεβαιώνει την κατάθεση του σχετικού
δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η ήδη
διευρυνόμενη δίκη.
Η κατάθεση του δικογράφου της κύριας παρέμβασης, όμοια όπως και η
υποβολή της αρχικής αίτησης για υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, επιφέρει
ελάχιστες από τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση της αγωγής.
Ειδικότερα:
(α) συνεπάγεται εκκρεμοδικία ως προς το υποβαλλόμενο νέο αίτημα, έτσι
ώστε να είναι απαράδεκτη νέα αίτηση του ίδιου ενδιαφερομένου, αναφορικά
με το ίδιο ρυθμιστικό μέτρο, ενώ δε δημιουργείται εκκρεμοδικία για τη
δεσμευτική διάγνωση επικαλούμενων δικαιωμάτων του ιδιωτικού δικαίου,
(β) επιφέρει αμετάβλητο της δικαιοδοσίας, της υλικής αρμοδιότητας και
της ενδεχόμενης αποκλειστικής τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, στο
οποίο παραδεκτώς εκκρεμεί,
(γ) κατ' αρχήν επιφέρει αμετάβλητο του αιτήματος, όμως δεκτικό
μεταβολής ύστερα από άδεια του δικαστηρίου, αν τούτο κρίνει ότι δεν
βλάπτονται τα συμφέροντα τρίτων προσώπων,
(δ) δεν επιφέρει αμετάβλητο της ιστορικής βάσης της, όπως επίσης (ε)
δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η επίδοση αντιγράφου
της αγωγής στον εναγόμενο κατά το ουσιαστικό δίκαιο.
3.1.6. Ο δικαστικός γραμματέας, που παρέλαβε το δικόγραφο της κύριας
παρέμβασης, την υποβάλλει δίχως υπαίτια καθυστέρηση στο δικαστή για να
ορίσει δικάσιμο, η οποία δεν πρέπει να είναι άλλη από εκείνην που έχει
οριστεί για την εκδίκαση της αρχικής αίτησης. Προκειμένου για πολυμελή
δικαστήρια ο γραμματέας υποβάλλει το δικόγραφο της κύριας παρέμβασης
στον πρόεδρο του δικαστηρίου.
3.1.7. Αντίγραφο του δικογράφου της κύριας παρέμβασης πρέπει
υποχρεωτικά να κοινοποιηθεί στον εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφέρειας
του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη, ακόμη και αν δεν
έγινε σχετική σημείωση από το δικαστή στο πρωτότυπο, προκειμένου για
μεταβολή του χρόνου της έναρξης της αφάνειας, ή
αντικατάσταση επιτρόπου ή αντιλήπτορα. Επίσης κοινοποίηση στον
εισαγγελέα γίνεται αν το διατάξει ο δικαστής, σε περίπτωση που ο ίδιος
είχε διατάξει και την κοινοποίηση της αρχικής αίτησης, με τη σκέψη ότι η
έκβαση της δίκης ενδέχεται να θίξει ισχυρό και άξιο προστασίας δημόσιο
συμφέρον, του οποίου η υπεράσπιση ανατίθεται ακριβώς στον καλούμενο
εισαγγελέα.
3.1.8. Ο δικαστής δεσμεύεται να διατάξει την κοινοποίηση της κύριας
παρέμβασης στον αρχικό αιτούντα, σε όσους είχε διατάξει την κοινοποίηση
της αρχικής αίτησης, κι ακόμη σε όλους, όσοι μετέχουν ήδη στη διαδικασία
ως ενδιαφερόμενοι. Αλλά και δίχως δικαστική εντολή, ο κυρίως
παρεμβαίνων έχει το βάρος να κοινοποιήσει την παρέμβαση του σε όλα τα
πρόσωπα τούτα, διαφορετικά θίγει το δικαίωμα τους για έγκαιρη ενημέρωση
τους και προετοιμασία της υπεράσπισης τους, έτσι που να μην μπορεί να
εκδικαστεί η κύρια παρέμβαση δίχως τις κοινοποιήσεις τούτες.
Εξάλλου ο δικαστής έχει εξουσία να διατάξει την κοινοποίηση της
κύριας παρέμβασης και σε άλλα τρίτα πρόσωπα, τα οποία μόλις τώρα, με την
κύρια παρέμβαση, ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της δίκης.
3.1.9. Στην έκταση που επιτρέπεται η μεταβολή του αρχικού αιτήματος,
επιτρέπεται αντίστοιχα και η μεταβολή του αντικειμένου της κύριας
παρέμβασης. Αυτό δε σημαίνει ότι η μεταβολή του αιτήματος της κύριας
παρέμβασης είναι παραδεκτή μόνον όταν έχει ήδη δοθεί δικαστική άδεια για
τη μεταβολή ίου αρχικού αιτήματος (751), αλλά και σε περίπτωση που, ενώ
δεν μεταβλήθηκε το αρχικό αίτημα, όμως η αντιποίηση από τον κυρίως
παρεμβαίνοντα του αρχικά αιτούμενου ρυθμιστικού μέτρου απαιτεί αναγκαία
κάποιες παραλλαγές του μέτρου που θα διαταχθεί. Οπωσδήποτε όμως θα
πρέπει και εδώ να υπάρχει κάποια συνάφεια μεταξύ του αρχικού και του
νέου αιτήματος της κύριας παρέμβασης. Μέτρο πρέπει σχετικώς να είναι η
ικανοποίηση της ίδιας ή παραπλήσιας βιοτικής ανάγκης του κυρίως
παρεμβαίνοντα με ένα άλλο, παραπλήσιο ρυθμιστικό μέτρο, σε σύγκριση με
εκείνο που είχε προσδιορίσει με το δικόγραφο της παρέμβασης του.
Η παραλλαγή τούτη δεν αποκλείεται να αναφέρεται σε σύγκριση με το
αρχικό αίτημα, με το οποίο άνοιξε η ήδη διευρυνόμενη δίκη, έτσι ώστε το
αίτημα της μεταβολής να διατυπώνεται εξ αρχής με το δικόγραφο της κύριας
παρέμβασης.
3.2. Η (αυτοτελής) πρόσθετη παρέμβαση
3.2.1. Πρόσθετη παρέμβαση υπάρχει όταν ο ως τώρα τρίτος, που
προσέρχεται και μετέχει στη δίκη, δεν υποβάλλει νέο (δικό του) αυτοτελές
αίτημα δικαστικής προστασίας, αλλά περιορίζεται είτε στην υποστήριξη
είτε στην απόκρουση του εκκρεμούς αρχικού αιτήματος[11].
Και επειδή το αίτημα τούτο έχει σχεδόν πάντα διαπλαστικό χαρακτήρα,
έτσι που να ισχύουν τα υποκειμενικά όρια της διαπλαστικής ενέργειας
απέναντι σε όλον τον κόσμο, συνακόλουθα απέναντι και στον παρεμβαίνοντα,
η ασκούμενη πρόσθετη παρέμβαση έχει ομοδικιακό χαρακτήρα (83).
Πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, όπου ο παρεμβαίνων καθίσταται
κύριος διάδικος και έχει εξουσία να προτείνει μέσα υπεράσπισης ακόμη
και αντίθετα προς εκείνα που προτείνει ο υπέρ ου η παρέμβαση.
Το ζήτημα, αν κατ' εξαίρεση υπάρχουν περιθώρια για άσκηση απλής
πρόσθετης παρέμβασης στο χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας, εξετάζεται στο
πλαίσιο των σχετικών προβληματισμών[12].
3.2.2. Σε αντίθεση προς την κύρια παρέμβαση, που ασκείται με κατάθεση
στη γραμματεία του δικαστηρίου δικογράφου, η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί
να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δίχως προδικασία.
Ασφαλώς δεν είναι απαράδεκτη η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης με την
κατάθεση δικογράφου. Όμως δεν είναι απαραίτητη η τήρηση της προδικασίας
τούτης. Κάτι που έχει αξιοπρόσεχτη πρακτική σημασία, σε περίπτωση
τυπικών ελλείψεων της προδικασίας, οπότε οι ελλείψεις τούτες ή και τα
σφάλματα δεν ασκούν επιρροή στο παραδεκτό της πρόσθετης παρέμβασης,
αρκεί ο παρεμβαίνων να είναι παρών στο ακροατήριο και να επιβεβαιώσει,
κατά το δικονομικώς προσήκοντα τρόπο, την παρέμβαση του, δίχως τις
ελλείψεις ή τα σφάλματα που είχε το δικόγραφο, οπότε θεραπεύονται τα
κενά και τα λάθη της προδικασίας που περιττά είχε τηρηθεί.
3.2.3. Από τη γραμματική διατύπωση του νόμου (752 § 2) δεν προκύπτει
αν η δήλωση στο ακροατήριο, με την οποία ασκείται η πρόσθετη παρέμβαση,
μπορεί να γίνει απλά και μόνο προφορικώς ή αν απαιτείται να γίνει με
προτάσεις.
Είναι αλήθεια ότι τα πρακτικά της συντακτικής επιτροπής δεν αφήνουν
καμιά αμφιβολία ότι οι συντάκτες του κώδικα, μιλώντας για άσκηση της
πρόσθετης παρέμβασης κατά την επ'ακροατηρίου συζήτησιν άνευ προδικασίας,
είχαν κατά νου την άσκηση της με τις προτάσεις. Αυτό ορίζεται ρητώς,
στα σχετικά πρακτικά[13]. Πραγματικά στα σχετικά πρακτικά αναφέρεται ότι
«αποφασίζεται όπως επί των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας η (...)
πρόσθετος παρέμβασις ασκήται επ' ακροατηρίου και δια των προτάσεων»[14].
Είναι όμως πρόδηλο ότι η διευκρίνιση τούτη της συντακτικής επιτροπής
έχει ως αφετηρία τη θέση ότι και στη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας θα ήταν υποχρεωτική κατάθεση έγγραφων προτάσεων. Πρόκειται
για αφετηρία που δεν βρήκε τελικά νομοθετική έκφραση, και είναι δεκτική
ερμηνευτικής αμφισβήτησης, τόσο προς την καταφατική κατεύθυνση, στο
πλαίσιο της γενικής παραπομπής του άρθρου 741 στην ανάλογη εφαρμογή των
άρθρων 1 έως 590 (άρα και του άρθρου 115 § 3), όσο και προς την αρνητική
κατεύθυνση, στο πλαίσιο της επιφύλαξης που κάνει το άρθρο 741, για την
περίπτωση της μη προσαρμογής στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Σε άλλη θέση[15] εξηγήθηκε ήδη ότι στη νομολογία κυριαρχεί η
καταφατική εκδοχή, δηλαδή ότι είναι υποχρεωτική η κατάθεση έγγραφων
προτάσεων και για την εκδίκαση γνήσιων υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας,
ενώ κατά τη γνώμη του συντάκτη των γραμμών τούτων η υποχρεωτική κατάθεση
έγγραφων προτάσεων δεν μπορεί να έχει θέση σε μια διαδικασία, όπου τα
μετέχοντα πρόσωπα δεν έχουν δικονομικά βάρη, τουλάχιστον όχι με την
οξύτητα που τα έχουν οι διάδικοι στις διαγνωστικές διαδικασίες της
αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Αν λοιπόν δεν είναι υποχρεωτική η
κατάθεση έγγραφων προτάσεων, τότε εξ ίσου δεν απαιτούνται προτάσεις ούτε
για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης σε γνήσια υπόθεση εκούσιας
δικαιοδοσίας. Σχετικώς θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και τα ακόλουθα
στοιχεία.
(α) Ότι στις διαδικασίες των διαγνωστικών δικών της αμφισβητούμενης
δικαιοδοσίας ισχύει ο κανόνας πως και η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται κατά
τις διατάξεις που ισχύουν για την άσκηση της αγωγής (81 § 1), δηλαδή με
κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου και επίδοση στους
αρχικούς διαδίκους (215), τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη
δικάσιμο. Εξαιρέσεις εισάγονται στις δίκες ενώπιον του ειρηνοδικείου
(231), όπου η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά κατά τη
δικάσιμο, όπως επίσης στις ειδικές διαδικασίες ενώπιον του μονομελούς
πρωτοδικείου, όπου εφαρμόζονται οι διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία
ενώπιον των ειρηνοδικείων, όπως στις εργατικές διαφορές (666 § 1), στις
διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας (679 § 1), στις διαφορές
για ζημιές από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισης του
(681 Α'), και στις διαφορές που αφορούν τη διατροφή ή την επιμέλεια
τέκνων (681 Β' § 1). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η πρόσθετη παρέμβαση
μπορεί να ασκηθεί και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την
εκδίκαση της διαφοράς.
Αν και δεν ορίζεται τούτο ρητώς, όμως το ίδιο θα πρέπει να γίνει
δεκτό και στις διαφορές για την παράδοση ή απόδοση μισθίου, καθώς και
τις διαφορές μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ'
ορόφους, αφού στην αντίστοιχη ειδική διαδικασία οι διάδικοι δεν έχουν
υποχρέωση να καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν το δικαστήριο το διατάξει
(649 § 1)[16]. Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να γίνει δεκτή η προφορική
άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης και ενώπιον του αναιρετικού τμήματος του
Αρείου Πάγου, όπου επίσης οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να
καταθέσουν προτάσεις (570 § 1).
Τέλος η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί δίχως οποιαδήποτε
προδικασία, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του ειρηνοδικείου ή του
μονομελούς πρωτοδικείου, κατά την εκδίκαση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων
(686 § 6).
Δεν είναι λοιπόν στο δίκαιο μας άγνωστη η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης
με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, και
μάλιστα ακριβώς εκεί όπου είτε ισχύει ανακριτικό σύστημα και τα
δικονομικά βάρη των διαδίκων είναι περιορισμένα, είτε προέχει η
απλούστευση και η ταχύτητα της διαδικασίας.
(β) Από τη διαπλαστική ενέργεια της μέλλουσας να εκδοθεί απόφασης για
γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας θα δεσμεύονται οπωσδήποτε όλοι,
μολονότι δεν είχαν μετάσχει τυπικώς στη διαδικασία. Αφού λοιπόν η
επέκταση της δεσμευτικής τούτης ισχύος της μέλλουσας να εκδοθεί απόφασης
συντελείται ατύπως, θα ήταν οπωσδήποτε ανακόλουθο να απαιτείται η
τήρηση τυπικής διαδικασίας για την υποστήριξη ή την απόκρουση του
αιτήματος που οδηγεί σ' αυτήν την ατύπως ισχύουσα για όλους διαπλαστική
ενέργεια της δικαστικής απόφασης.
(γ) Τέλος, αφού στόχος της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν είναι η
δεσμευτική διάγνωση έννομων σχέσεων, αλλά η λήψη ή μη του ζητούμενου
ρυθμιστικού μέτρου, και μάλιστα όσο το δυνατό ταχύτερα και
απλούστερα[17], θα ήταν ανακόλουθο να αξιώνεται η τήρηση έστω και
υποτυπώδους προδικασίας, με την υποχρεωτική στο μονομελές πρωτοδικείο
κατάθεση προτάσεων τρείς πλήρεις εργάσιμες ημέρες πρίν από τη δικάσιμο
(238), μολονότι η ασκούμενη πρόσθετη παρέμβαση δεν ενεργοποιεί
οποιαδήποτε δικονομικά βάρη για τα άλλα πρόσωπα που μετέχουν στη
διαδικασία ως ενδιαφερόμενοι.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο συντάκτης των γραμμών τούτων έχει τη
γνώμη ότι η υποχρεωτική άσκηση πρόσθετης παρέμβασης με κατάθεση
έγγραφων προτάσεων, και μάλιστα προς τριών πλήρων εργάσιμων ημερών στο
μονομελές πρωτοδικείο, συνιστά άσκοπη τυπολατρεία, ασυμβίβαστη με τις
θεμελιακές αρχές, στις οποίες στηρίζεται η δίκη για γνήσια υπόθεση
εκούσιας δικαιοδοσίας.
Όμως πρέπει επίσης να τονιστεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις που η άσκηση
της πρόσθετης παρέμβασης με την προηγούμενη κατάθεση έγγραφων προτάσεων
είναι πιο εξυπηρετική για τον παρεμβαίνοντα, όπως ιδίως όταν κατά τη
συζήτηση της αίτησης δεν εμφανίζεται ο αιτών, οπότε ματαιώνεται η
συζήτηση (754 § 1). Σ' αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει περιθώριο να
ασκηθεί προφορικά η πρόσθετη παρέμβαση, δεν αποκτά λοιπόν ακόμη την
ιδιότητα διαδίκου εκείνος που θέλει να παρέμβει. Γιαυτό και δεν έχει
δικαίωμα να του κοινοποιηθεί η κλήση προς συζήτηση στη νέα δικάσιμο που
θα οριστεί. Αντίθετα, αν έχει παρέμβει με την προηγούμενη κατάθεση
προτάσεων έχει ήδη αποκτήσει ιδιότητα διαδίκου και συνακόλουθα έχει
δικαίωμα να κληθεί στη νέα δικάσιμο (81 § 3). Αν δεν του κοινοποιηθεί
κλήση στη νέα δικάσιμο, τότε θα έχει δικαίωμα να ασκήσει αιτιολογημένη
ανακοπή ερημοδικίας. Πλεονέκτημα, που θα είχε αποστερηθεί, αν είχε
αφήσει να ασκήσει την παρέμβαση του με προφορική δήλωση στο ακροατήριο.
3.2.4. Όπως και αν ασκείται η πρόσθετη παρέμβαση, πάντως πρέπει ο
παρεμβαίνων να αναφέρει το έννομο συμφέρον, στο οποίο στηρίζει την
παρέμβαση του, καθώς και τη θέση που παίρνει αναφορικά με το εκκρεμές
αρχικό αίτημα, δηλαδή αν το υποστηρίζει ή αν το αποκρούει.
Οι συντάκτες του κώδικα ενσυνείδητα απέφυγαν να εξειδικεύσουν τις
περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντρέχει έννομο συμφέρον για την άσκηση
πρόσθετης παρέμβασης σε υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας[18]. Κρίθηκε
δηλαδή ότι από τη φύση των πραγμάτων ήταν αδύνατη η αποκλειστική
απαρίθμηση και ότι ήταν σκοπιμότερο να επαφεθεί το ζήτημα στη φρόνιμη
κρίση του δικαστή. Όμως αυτό δε σημαίνει ούτε ότι καταλήφθηκε διακριτική
ευχέρεια στο δικαστή, ούτε ότι η εξειδίκευση της αόριστης νομικής
έννοιας του έννομου συμφέροντος προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης
εξαιρέθηκε τάχα από τον αναιρετικό έλεγχο.
Κρίσιμα για την ορθή εξειδίκευση της αόριστης τούτης νομικής έννοιας
είναι κατά τη γνώμη μου, αφενός, η συνταγματική κατοχύρωση του
δικαιώματος για δικαστική ακρόαση και προστασία καθενός «για τα
συμφέροντά του» (Σ 20 § 1)και, αφετέρου, ο περιορισμός της νομιμοποίησης
για άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης στις περιπτώσεις που η ισχύς
της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις
εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση (83). Συνεπώς, για να έχει τρίτος
έννομο συμφέρον να μετάσχει στην εκκρεμή δίκη για γνήσια υπόθεση
εκούσιας δικαιοδοσίας, με την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης,
δεν αρκεί η επίκληση του ότι θα καταλαμβάνεται και αυτός από τη
διαπλαστική ενέργεια της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής απόφασης, αν
αυτή διατάσσει όντως το ζητούμενο με την αρχική αίτηση ρυθμιστικό μετρό,
αλλά θα πρέπει να προσδιορίζεται ειδικότερα η συγκεκριμένη έννομη
σχέση, είτε του ιδιωτικού είτε του δημόσιου δικαίου, στην οποία μετέχει ο
προσθέτως παρεμβαίνων, και η οποία πιθανολογείται ότι θα επηρεαστεί από
τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση.
Ενδεικτικά στη νομολογία έχει κριθεί on έχουν έννομο συμφέρον να
ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση οι δανειστές του κληρονομουμένου υπέρ του
κηδεμόνα της σχολάζουσας κληρονομιάς που ζητεί τη σφράγιση της
κληρονομικής περιουσίας[19]. Αντίθετα έχει κριθεί ότι δεν έχει έννομο
συμφέρον να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση ο σύνδικος της πτώχευσης στη δίκη
για το διορισμό επιτρόπου του παιδιού του πτωχού[20]. Επίσης δεν έχει
έννομο συμφέρον ο εργοδότης να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση και να ζητήσει
την απόρριψη της αίτησης εργαζομένων του που ζητούν να αναγνωριστεί το
σωματείο που σύστησαν[21].
Εφόσον η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται με κατάθεση δικογράφου, όπως
επίσης όταν ασκείται με την κατάθεση έγγραφων προτάσεων, θα πρέπει
επιπρόσθετα να αναφέρεται το δικαστήριο, προς το οποίο απευθύνεται η
ασκούμενη πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και το ονοματεπώνυμο του αιτούντα,
με την αίτηση του οποίου άνοιξε η εκκρεμής δίκη, ή, αν η διαδικασία
άνοιξε με την πρωτοβουλία του δικαστηρίου, να προσδιορίζεται το
αντικείμενο της δίκης, στην οποία γίνεται η παρέμβαση.
Σε αντίθεση με το δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης στο πλαίσιο των
διαγνωστικών δικών της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (πρβλ. 81 § 1 εδ.
γ'), εδώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ο διάδικος, για την υποστήριξη
του οποίου γίνεται η παρέμβαση. Άλλωστε ένας τέτοιος προσδιορισμός δεν
είναι πάντα δυνατός, όπως ιδίως στις περιπτώσεις που ο προσθέτως
παρεμβαίνων αποκρούει το εκκρεμές αίτημα, και ο μοναδικός ως τώρα
διάδικος ήταν ο αιτών.
3.2.5. Η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί ως την έκδοση
αμετάκλητης απόφασης (80), συνεπώς και ενώπιον του αναιρετικού τμήματος
του Αρείου Πάγου.
3.2.6. Σε περίπτωση που η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται με τις
προτάσεις, επιτρέπεται να σωρευθεί στις προτάσεις που από κοινού
υποβάλλουν ο παρεμβαίνων και ο υπέρ ου η παρέμβαση αρχικός
διάδικος[22]. Και τούτο, γιατί η αρχή της οικονομίας της δίκης επιτρέπει
την από κοινού υποβολή προτάσεων εκμέρους των αναγκαίων ομοδίκων, ενώ
εξάλλου η ασκούμενη πρόσθετη παρέμβαση στην εκούσια δικαιοδοσία έχει
πάντοτε χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, έτσι που ο
παρεμβαίνων και ο υπέρ ου η παρέμβαση να είναι αναγκαίοι ομόδικοι.
3.2.7. Η άσκηση της (αυτοτελούς) πρόσθετης παρέμβασης έχει ως έννομη
συνέπεια τη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της διεξαγόμενης
διαδικασίας. Εφεξής μετέχει σ' αυτήν και ο παρεμβαίνων ως κύριος
διάδικος. Εφόσον υποστηρίζει το αίτημα του αρχικού αιτούντα, καθίσταται
αναγκαίος ομόδικος του. Αλλά και όταν αποκρούει το εκκρεμές αίτημα,
εφόσον στη διαδικασία μετέχει και άλλο πρόσωπο ως ενδιαφερόμενος που
επίσης αποκρούει το εκκρεμές αίτημα, ο ήδη προσθέτως παρεμβαίνων, που
αποκρούει το εκκρεμές αίτημα, καθίσταται αναγκαίος ομόδικος εκείνου.
3.2.8. Ο παρεμβαίνων έχει δικαίωμα δικαστικής ακρόασης. Συνακόλουθα
έχει δικαίωμα να καλείται σε κάθε επόμενη στάση της δίκης, όπως επίσης
σε κάθε δικαστική ενέργεια που πρόκειται να γίνει έξω από το ακροατήριο
(81 § 3). Για το λόγο τούτο αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται
στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε
πρόσθετη παρέμβαση. Την έλλειψη της κλήτευσης του έχει υπηρεσιακό
καθήκον να εξετάσει το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, ενώ εξάλλου μπορεί να
προτείνει και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που μετέχει στη διαδικασία ως
ενδιαφερόμενος.
4. Ειδικοί προβληματισμοί
4.1. Υπάρχουν περιθώρια για απλή πρόσθετη παρέμβαση στην εκούσια δικαιοδοσία;
Καθώς σημειώθηκε ήδη, η πρόσθετη παρέμβαση στο χώρο της εκούσιας
δικαιοδοσίας έχει αυτοτελή χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 83,
έτσι ώστε ο παρεμβαίνων να έχει κατά πάντα ισότιμη δικονομική θέση με
όλα τα άλλα πρόσωπα που μετέχουν στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενοι. Είναι
δηλαδή κύριος διάδικος.
Εύλογα όμως ανακύπτει εδώ το ερώτημα, αν ο κανόνας τούτος είναι
απόλυτος, ή μήπως υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις που να μπορεί και
στην εκούσια δικαιοδοσία να ασκηθεί απλή πρόσθετη παρέμβαση.
Η απάντηση στο ερώτημα τούτο θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την
παρατήρηση ότι η ιδιαιτερότητα της απλής πρόσθετης παρέμβασης στις
διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δηλαδή η
υποβαθμισμένη θέση του απλώς προσθέτως παρεμβαίνοντα, σε σύγκριση με τη
διαδικαστική θέση του υπέρ ου η παρέμβαση, υπαγορεύεται από το χαρακτήρα
του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, το οποίο συνίσταται στο αίτημα
δεσμευτικής διάγνωσης δικαιώματος, για το οποίο έχει εξουσία να
δικάζεται ως ενάγων ή εναγόμενος αποκλειστικά ο υπέρ ου η παρέμβαση. Για
το λόγο τούτο το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του απλώς προσθέτως
παρεμβαίνοντα έχει ως έσχατο όριο την εξουσία για ελεύθερη διάθεση του
αντικειμένου της δίκης από τον υπέρ ου η παρέμβαση, εξουσία που δεν
έχει, ούτε μπορεί να έχει ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων. Έτσι εξηγείται
γιατί ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων έχει δικονομικό δικαίωμα να
ενεργήσει διαδικαστικές πράξεις μόνον προς το συμφέρον εκείνου, για την
υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, όπως επίσης έτσι εξηγείται
γιατί οι πράξεις που ενεργεί είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι αντίθετες
προς τις πράξεις του διαδίκου, νια την υποστήριξη του οποίου άσκησε την
παρέμβαση (82).
Ύστερα από αυτές τις εξηγήσεις γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει κανένα
περιθώριο για να ασκηθεί απλή πρόσθετη παρέμβαση στις γνήσιες υποθέσεις
εκούσιας δικαιοδοσίας. Ακριβώς επειδή σ' αυτές δεν επιδιώκεται η
δεσμευτική διάγνωση της ισχύος ή μη έννομων σχέσεων αποκλειστικά του
υπέρ ου η παρέμβαση. Συνακόλουθα δεν υπάρχει λόγος για υποβαθμισμένη
διαδικαστική θέση του παρεμβαίνοντα.
4.2. Η άσκηση κύριας παρέμβασης μετατρέπει το χαρακτήρα της δικαιοδοσίας από εκούσια σε αμφισβητούμενη;
Τους συντάκτες του κώδικα είχε απασχολήσει το ερώτημα αν η διαδικασία
θα μεταβάλλει χαρακτήρα, έτσι ώστε από ειδική της εκούσιας δικαιοδοσίας
να μετατρέπεται σε τακτική της αμφισβητούμενης, στις περιπτώσεις που
ασκείται κύρια παρέμβαση. Ο εισηγητής της σχετικής διάταξης του
προσχεδίου Γ. Ράμμος είχε προτείνει ότι «εφ' όσον η απόφασις πρόκειται
να αποτελή δεδικασμένον και να επιτρέπεται η άσκησις τριτανακοπής, ως
κατά το ισχύον δίκαιον (ΠολΔικ αρθρ. 645, ΚρητΠολΔικ αρθρ. 560) και ουχί
η άσκησις αγωγής περί ακυρώσεως ή διαρρήξεως της αποφάσεως εκ μέρους
των διαδίκων ή τρίτων, ορθόν είναι να τηρούνται μετά την προσέλευσιν του
τρίτου οι κανόνες της κατ' αντιδικίαν διαδικασίας»[23]. Όμως τελικά ο
κώδικας δεν περιέλαβε καμιά διάταξη που να ορίζει (ή έστω να
προσανατολίζει προς τη θέση του εισηγητή) ότι η διαδικασία μετατρέπεται
σε διαγνωστική της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αν τυχόν ασκηθεί κύρια
παρέμβαση στη διαδικασία γνήσιας υπόθεσης εκούσιας δικαιοδοσίας.
Βέβαια, και κατά τη γνώμη του συντάκτη των γραμμών τούτων, αν ασκηθεί
τριτανακοπή, όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο εισηγητής του προσχεδίου
Γ. Ράμμος, το κύριο αντικείμενο της νέας δίκης, δηλαδή η ακύρωση της
τριτανακοπτόμενης απόφασης, έχει πρωταρχικά χαρακτήρα διαφοράς. Διαφοράς
του δικονομικού δικαίου, ως κλάδου του ουσιαστικού δημόσιου δικαίου.
Όμως ο νομοθέτης, έτσι όπως είχε εξουσία, παρέπεμψε τη συνεκδίκαση αυτής
της διαφοράς στην απλή και οπωσδήποτε γρήγορη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας.
Εξάλλου είναι αλήθεια πως συχνά λέγεται ότι η τριτανακοπή δεν είναι
τίποτε άλλο παρά υποκατάστατο της κύριας παρέμβασης που δεν πρόλαβε να
ασκηθεί, όσο η δίκη ήταν εκκρεμής. Όμως αυτή η αποστροφή δε σημαίνει ότι
η κύρια παρέμβαση, όμοια όπως η τριτανακοπή, εισάγει προς εκδίκαση
οπωσδήποτε διαφορά. Και τούτο, γιατί, σε αντίθεση προς την τριτανακοπή,
που έχει ως κύριο αντικείμενο δίκης το αγωγικό διαπλαστικό δικαίωμα του
τριτανακόπτοντα, προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η κύρια
παρέμβαση, στο χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν εισάγει κανένα
αυτοτελές διαγνωστικό αίτημα. Ασφαλώς έχει διαγνωστικό χαρακτήρα το
αίτημα του κυρίως παρεμβαίνοντα προς απόρριψη του αρχικού αιτήματος, με
το οποίο άνοιξε η δίκη. Όμοια όπως αντίστοιχα και η απορριπτική απόφαση
θα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Αλλά το αναγνωριστικό τούτο αίτημα δεν
έχει αυτοτέλεια. Είναι απλά και μόνο η αντίστροφη όψη του αιτήματος του
διαδίκου που άνοιξε τη διαδικασία. Και όπως το αίτημα εκείνο δεν εισάγει
διαφορά, έτσι όμοια δεν μπορεί να εισάγει διαφορά και το αντίστροφο
αίτημα της απόρριψης εκείνου.
Για τους λόγους τούτους η άσκηση κύριας παρέμβασης σε γνήσια υπόθεση
εκούσιας δικαιοδοσίας ούτε διαφορά εισάγει στην εκκρεμή δίκη εκούσιας
δικαιοδοσίας, ούτε, πολύ περισσότερο, μετατρέπει το χαρακτήρα της
διεξαγόμενης διαδικασίας από εκούσιας σε αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.
Και γενικότερα, αν αναφύει οποιαδήποτε έριδα κατά την πορεία της
διαδικασίας για γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, η εκδίκαση
συνεχίζεται απρόσκοπτα με το αρχικό αντικείμενο δίκης και με την ίδια
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας[24].
4.3. Είναι κύρια ή πρόσθετη η παρέμβαση μετόχου ανώνυμης εταιρίας που
κηρύχθηκε σε πτώχευση, όταν ζητεί να απορριφθεί η αίτηση της για
ανάκληση της απόφασης που την κήρυξε σε πτώχευση;
Τη δικαστική πρακτική απασχόλησε και δίχασε η ακόλουθη περίπτωση.
Κηρύχθηκαν από κοινού σε κατάσταση πτώχευσης τόσο το νομικό πρόσωπο
ορισμένης ανώνυμης εταιρίας, όσο και συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο
ατομικώς. Στη συνέχεια η εταιρία υπέβαλε αίτηση για την ανάκληση της
απόφασης που την είχε κηρύξει σε κατάσταση πτώχευσης, και την έστρεψε
εναντίον του οριστικού συνδίκου, ο οποίος όμως συμμάχησε μαζί της και
ζήτησε να γίνει δεκτή η ανακλητική αίτηση. Στη συζήτηση της αίτησης
τούτης παρενέβη με τις προτάσεις το προαναφερόμενο φυσικό πρόσωπο και
ζήτησε να απορριφθεί η εκκρεμής ανακλητική αίτηση, αντιποιούμενο την
κυριότητα σε ορισμένο αριθμό μετοχών της εταιρίας τούτης.
Ανέκυψε το ζήτημα αν η παρέμβαση τούτη ήταν κύρια ή πρόσθετη. Με την
πρώτη εκδοχή θα ήταν απαράδεκτη, επειδή δεν είχε ασκηθεί με αυτοτελές
δικόγραφο, ενώ με τη δεύτερη θα ήταν παραδεκτή.
Το εφετείο[25] έκρινε ότι πρόκειται για πρόσθετη παρέμβαση, επειδή ο
παρεμβαίνων δεν υπέβαλε αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας.
Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την προαναφερόμενη απόφαση[26], με τη σκέψη
on, αφού ο παρεμβαίνων έγινε αντίδικος και των δυο αρχικών διαδίκων, δεν
υπήρχε περιθώριο για άσκηση πρόσθετης, αλλά μόνον κύριας παρέμβασης,
και αυτή έπρεπε να ασκηθεί με αυτοτελές δικόγραφο.
Η τελευταία τούτη εκδοχή επικρίθηκε[27]. Πρώτο, γιατί το
χαρακτηριστικό γνώρισμα της κύριας ή της πρόσθετης παρέμβασης δεν είναι
οπωσδήποτε η αντιδικία με όλους τους αρχικούς διαδίκους (για την κύρια
παρέμβαση) και η συμμαχία με έναν τουλάχιστον από αυτούς (για την
πρόσθετη). Κύρια παρέμβαση υπάρχει όταν ο παρεμβαίνων δεν αρκείται στο
να ζητήσει την απόρριψη ίου εκκρεμούς αρχικού αιτήματος, αλλά
επιπρόσθετα σωρεύει δικό του αίτημα αυτοτελούς δικαστικής προστασίας,
και μάλιστα στο περιορισμένο πλαίσιο της αντιποίησης του αντικειμένου
της δίκης. Αντίθετα, πρόκειται για πρόσθετη παρέμβαση, όταν ο
παρεμβαίνων δεν υποβάλλει νέο αίτημα (αυτοτελούς) δικαστικής προστασίας,
αλλά περιορίζεται είτε στην υποστήριξη είτε στην απόκρουση του αρχικού
αιτήματος που εκκρεμεί. Δεύτερο, γιατί η αντίθετη εκδοχή θα προκαλούσε
αβεβαιότητα δικαίου, αφού ο τρίτος πρίν από τη συζήτηση στο ακροατήριο
δε θα γνώρίζε αν ο σύνδικος θα υποστηρίξει ή θα αποκρούσει την αίτηση
για ανάκληση της πτωχευτικής απόφασης, και συνακόλουθα θα βρισκόταν σε
αμηχανία, αν θα έπρεπε να ασκήσει την παρέμβαση του με δικόγραφο, ως
κύρια, ή δίχως προδικασία, ως πρόσθετη. Αλλά μια τέτοια λύση, όπου δεν
είναι εξ αρχής σαφές, αν η ασκούμενη παρέμβαση έχει χαρακτήρα κύριας ή
πρόσθετης, δεν μπορεί να ικανοποιεί.
5. Σχετικές διατάξεις
Το άρθρο 752 εισάγει αποκλίσεις από τις ρυθμίσεις που ισχύουν στις
διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αναφορικά με την
κύρια παρέμβαση (79), την απλή πρόσθετη παρέμβαση (80), την αυτοτελή
πρόσθετη παρέμβαση (83) και το διαδικαστικό τρόπο άσκησης τους (81).
6. Νομοθετική εξέλιξη
Το άρθρο 752, με τη διατύπωση που έχει, προστέθηκε απευθείας από τη
συντακτική επιτροπής[28], η οποία διακριτικά είχε απορρίψει το
αντίστοιχο προσχέδιο του εισηγητή. Η αναθεωρητική επιτροπή δεν επέφερε
καμιά τροποποίηση[29], ούτε οι κατά καιρούς νομοθετικές τροποποιήσεις
του αρχικού κώδικα πολιτικής δικονομίας.
7. Διαδικαστική τεχνική
Σχέδιο δικογράφου κύριας παρέμβασης
Ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών
κύρια παρέμβαση
Αντωνίας θυγατέρας Αποστόλη Αμελίδη, χήρας Γεωργίου Ελευθεριάδη,
κατοίκου Αθηνών, οδός Μακροχέρη 123
κοινοποιούμενη στην αιτούσα Μαγδαληνή θυγατέρα Ανέστη Εξωπόρτη,
κάτοικο ομοίως, οδός Ανακρέοντος 524
Στις 17 Νοεμβρίου 1990 αποβίωσε στην Αθήνα ο σύζυγος μου Γεώργιος Ελευθεριάδης.
Η Μαγδαληνή Εξωπόρτη, επικαλούμενη ιδιόγραφη της 14 Μαΐου 1989
διαθήκη του συζύγου μου, με την οποία φέρεται να την καθιστούσε μοναδική
κληρονόμο του, υπέβαλε στο δικαστήριο Σας την από 21 Δεκεμβρίου 1990
αίτηση για την έκδοση κληρονομητηρίου, με το οποίο να πιστοποιηθεί ότι
αυτή είναι η μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος του συζύγου μου.
Στη δίκη τούτη παρεμβαίνω κυρίως, με το αίτημα, αφενός, να απορριφθεί
η προαναφερόμενη αίτηση της Μαγδαληνής Εξωπόρτη ως αβάσιμη και,
αφετέρου, να γίνει δεκτό το αίτημα της παρέμβασης μου και να εκδοθεί
κληρονομητήριο, με το οποίο να πιστοποιηθεί ότι μοναδικός εξ αδιαθέτου
κληρονόμος του συζύγου μου είμαι εγώ η κυρίως παρεμβαίνουσα.
Επειδή η κύρια παρέμβαση μου ασκείται παραδεκτώς. Εξάλλου είναι και
βάσιμη, επειδή η επικαλούμενη από τη Μαγδαληνή Εξωπόρτη από 14 Μαΐου
1989 ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου μου είναι προδήλως άκυρη. Και τούτο,
επειδή η χρονολογία (14 Μαΐου 1989) εμφανώς δεν έχει τεθεί ιδιοχείρως
από το ίδιο πρόσωπο που συνέταξε τη διαθήκη, και μάλιστα το διαθέτη,
κατ' αντίθεση προς τους ορισμούς του άρθρου 1721 ΑΚ.
Επειδή δεν έχει δημοσιευθεί άλλη διαθήκη, ούτε έχει περιέλθει σε
γνώση μου η ύπαρξη άλλης, ενώ εξάλλου, σε περίπτωση ανυπαρξίας ή
ακυρότητας διαθήκης, ο σύζυγος που επιβιώνει έχει από το νόμο εξ
αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα (ΑΚ 1820).
Επειδή με τον κληρονομούμενο είχαμε τελέσει γάμο στην Αθήνα στις 13
Φεβρουαρίου 1959 κατά τους θείους και ιερούς κανόνες της Ανατολικής του
Χριστού Εκκλησίας, δίχως ο γάμος τούτος να λυθεί ως το θάνατο του
συζύγου μου.
Επειδή δεν υπάρχουν άλλοι στενότεροι συγγενείς που να κληρονομούν με εμένα εξ αδιαθέτου.
Επειδή καμιά δίκη δεν εκκρεμεί, με αντικείμενο αμφισβήτηση του εξ αδιαθέτου κληρονομικού μου δικαιώματος.
Για όλους αυτούς τους λόγους
ζητώ
να απορριφθεί η προαναφερόμενη αίτηση της Μαγδαληνής Εξωπόρτη, να
γίνει δεκτό το αίτημα της κύριας παρέμβασης μου, και να διαταχθεί ο
γραμματέας του δικαστηρίου Σας να εκδώσει και να μου χορηγήσει
πιστοποιητικό (κληρονομητήριο), με το οποίο να πιστοποιείται ότι εγώ
είμαι η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του συζύγου μου Γεωργίου
Ελευθεριάδη.
Αθήνα, 28 Δεκεμβρίου 1990
ο πληρεξούσιος δικηγόρος
Χρυσόστομος Υπερείδης
Σχέδιο πρόσθετης παρέμβασης
Ενώπιον του Εφετείου Αθηνών
Πρόσθετη παρέμβαση και προτάσεις
Αντωνίας θυγατέρας Αποστόλη Αμελίδη, χήρας Γεωργίου Ελευθεριάδη,
κατοίκου Αθηνών, οδός Μακροχέρη 123
κατά
Μαγδαληνής θυγατέρας Ανέστη Εξωπόρτη, κατοίκου ομοίως
Στις 17 Νοεμβρίου 1990 αποβίωσε στην Αθήνα ο σύζυγος μου Γεώργιος Ελευθεριάδης.
Η αντίδικος[30] Μαγδαληνή Εξωπόρτη, επικαλούμενη ιδιόγραφη της 14
Μαΐου 1989 διαθήκη του συζύγου μου, με την οποία φέρεται να την
καθιστούσε μοναδική κληρονόμο του, υπέβαλε στο μονομελές πρωτοδικείο
Αθηνών την από 30 Δεκεμβρίου 1990 αίτηση για τη δημοσίευση αυτής της
διαθήκης και την κήρυξη της ως κυρίας.
Με την 223.789/1991 οριστική απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου
Αθηνών απορρίφθηκε η προαναφερόμενη αίτηση της αντιδίκου ως αβάσιμη, με
τη σκέψη ότι η επικαλούμενη από τη Μαγδαληνή Εξωπόρτη από 14 Μαΐου 1989
ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου μου είναι προδήλως άκυρη. Και τούτο,
επειδή η χρονολογία (14 Μαΐου 1989) εμφανώς δεν έχει τεθεί ιδιοχείρως
από το ίδιο πρόσωπο που συνέταξε τη διαθήκη, και μάλιστα το διαθέτη,
κατ' αντίθεση προς τους ορισμούς του άρθρου 1721 ΑΚ.
Την απόφαση τούτη εξεκάλεσε η αντίδικος με την από 22 Φεβρουαρίου
έφεση της ενώπιον του δικαστηρίου Σας, με το αίτημα να εξαφανιστεί η
απόφαση τούτη και να γίνει δεκτό το αρχικό της αίτημα για δημοσίευση της
διαθήκης και κήρυξη της ως κυρίας.
Στην εκκρεμή τούτη δίκη παρεμβαίνω με τις παρούσες προτάσεις
προσθέτως, ζητώντας να απορριφθεί η έφεση της αντιδίκου ως αβάσιμη,
άλλως να απορριφθεί το αίτημα της για δημοσίευση της προαναφερόμενης
διαθήκης και κήρυξη της ως κυρίας.
Για την άσκηση της πρόσθετης τούτης παρέμβασης έχω έννομο συμφέρον.
Και τούτο, γιατί, αν επικυρωθεί η πρωτόβαθμη απόφαση που αρνήθηκε να
κηρύξει την παραπάνω διαθήκη κυρία, θα ενεργοποιηθεί το δικό μου
κληρονομικό δικαίωμα, ως συζύγου του φερομένου ως διαθέτη. Τούτο γίνεται
φανερό, επειδή δεν έχει δημοσιευθεί άλλη διαθήκη του ίδιου διαθέτη,
ούτε έχει περιέλθει σε γνώση μου η ύπαρξη άλλης, ενώ εξάλλου, σε
περίπτωση ανυπαρξίας ή ακυρότητας διαθήκης, ο σύζυγος που επιβιώνει έχει
από το νόμο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα (ΑΚ 1820).
Επειδή με τον κληρονομούμενο είχαμε τελέσει γάμο στην Αθήνα στις 13
Φεβρουαρίου 1959 κατά τους θείους και ιερούς κανόνες της Ανατολικής του
Χριστού Εκκλησίας, δίχως ο γάμος τούτος να λυθεί ως το θάνατο του
συζύγου μου.
Επειδή δεν υπάρχουν άλλοι στενότεροι συγγενείς που να κληρονομούν με εμένα εξ αδιαθέτου.
Για τους λόγους τούτους έχω πρόδηλο έννομο συμφέρον προς άσκηση της προκείμενης πρόσθετης παρέμβασης.
Νομιμοποιούμενη λοιπόν να ασκήσω παραδεκτώς και βασίμως την πρόσθετη τούτη παρέμβαση,
ζητώ
να απορριφθεί η έφεση της αντιδίκου, άλλως επικουρικώς να απορριφθεί η
αρχική της αίτηση της για να δημοσιευθεί και να κηρυχθεί κυρία η
προαναφερόμενη διαθήκη του συζύγου μου.
Αθήνα, 23 Μαρτίου 1990
ο πληρεξούσιος δικηγόρος
Χρυσόστομος Υπερείδης
8. Βιβλιογραφία
ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 21 επ., 133. Πρακτικά αναθεωρητικής επιτροπής,
σελ. 384. Μπέης, Αι διαδικασίαι ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, ΙΙΙ
§ 6 Ι 6 σελ. 525 επ. Τ. Οικονομόπουλος, Εγχειρίδιον πολιτικής
δικονομίας κατά τον κώδικα, τόμος II τεύχος β', σελ. 18 επ.
Σταυρόπουλος, Ερμηνεία του κώδικος πολιτικής δικονομίας, ΙΙ άρθρο 752
σελ. 901.
[1] Έτσι παλαιότερα, Αι διαδικασία: ενώπιον τον μονομελούς
πρωτοδικείου, III § 6 Ι 6 σελ. 526. Κι ακόμη Σταυρόπουλος, 752 § 2 ν'
σελ. 901. ΑΠ 423/1970 Δ 2,211 με αντίθετες παρατ. Κ. Μπέη. Πρβλ. και
ΕφΘεσ 1815/1975 Αρμ 31,43 με σημ.
[2] ΑΠ 423/1970 Δ 2,211. Αντιθέτως η μη ορθώς αναιρεθείσα ΕφΑθ 518/1970 Δ 2,212 με παρατ. Κ. Μπέη.
[3] ΑΠ 423/1970 Δ 2,211 με παρατ. Κ. Μπέη
[4] ΜΠρΙωαν 856/1976 ΑρχΝ 28,144. 215/1976 Αρμ 30,635. 176/1982 Αρμ 36,826 με σημ.
[5] Βλ. προχείρως, Μπέη, Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης, Δ 21,3
επ. και εκεί παραπέρα παραπομπές στην πλούσια βιβλιογραφία, ελληνική και
ξένη.
[6] Μπέης, Δ 2,213.
[7] Όπως είχα υποστηρίξει παλαιότερα, Δ 2,213 επ.
[8] ΕφΑθ 7640/1979 ΝοΒ 28,325.
[9] Σταυρόπουλος, 752 § 1 ς' σελ. 901. ΜΠρΑθ 3308/1975 ΕλΔ 1975,373.
[10] Βλ. κάτω από το άρθρο 581,2.10 σελ. 2405, κι ακόμη Ράμμο στους
Glasson - Tissier - Morel, IV § 978 ν' σελ. 772. Σούρλα, Η αναίρεσις εν
τη πολιτική δίκη μετά τον ν. 3810/1957, 1959 σελ. 262.
[11] ΜΠρΙωαν 856/1976 ΑρχΝ 28,144. 215/1976 Αρμ 30,635.
[12] Πιο κάτω, 4.1.
[13] ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 133.
[14] 'Eτσι και Σταυρόπουλος, 752 § 2 σελ. 901.
[15] Κάτω από το άρθρο 741, 4.1.
[16] Θεοδωρόπουλος, Κώδικας πολιτικής δικονομίας, 1988, κάτω από το
άρθρο 649 § 2 σελ. 541. ΕφΑθ 5248/1972 ΑρχΝ 24,142 με σημ. ΠΙΘ.
Αντιθέτως κάτω από το άρθρο 649, 1.4 σελ. 309. Σταυρόπουλος, 649 § 2 ς'
σελ. 799. Φλούδας, Προστασία μισθώσεων, 1978 σελ. 242.
[17] Βλ. το διάγραμμα του εισηγητή Γ. Οικονομόπουλου, ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 28 - 29.
[18] ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 21.
[19] ΕιρΑθ 353/1969 ΝοΒ 17,323 με σύμφωνη σημ.
[20] ΜΠρΑθ 5145/1969 ΑρχΝ 22,549.
[21] ΠΠρΑθ 3293/1982 Αρμ 37,676 με σημ.
[22] ΜΠρΙωαν 856/1976 ΑρχΝ 28,144. 215/1976 Αρμ 30,635.
[23] ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 22.
[24] Πρακτικά αναθεωρητικής επιτροπής, σελ. 392. Γ. Οικονομόπουλος,
ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 29. Γ. Ράμμος, ΣχεδΠολΔ, VII σελ. 22. Μπέης,Αι
διαδικασίαι ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, III § 6 Ι 9 σελ. 533.
Τ. Οικονομόπουλος, σελ. 19. Σταυρόπουλος, 752 5 3 σελ. 902. ΕφΑθ
2284/1970. ΕφΘεσ 843/1970 ΑρχΝ 22,654 με σημ. ΠΙΘ.
[25] ΕφΑθ 518/1970 Δ 2,212.
[26] ΑΠ 423/1970 Δ 2,211.
[27] Μπέης, Δ 2,213 επ.
[28] ΣχεδΠοΛΔ, VII σελ. 133.
[29] Πρακτικά αναθεωρητικής επιτροπής, σελ. 384.
[30] Καθώς έχει ήδη εξηγηθεί στις προσήκουσες θέσεις, τo κύριο
αντικείμενο της δίκης, ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου, έχει και στο
χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας χαρακτήρα διαφοράς, δηλαδή τη διάγνωση
του αγωγικού διαπλαστικού δικαιώματος του εκκαλούντα προς εξαφάνιση της
εκκαλούμενης απόφασης. Για το λόγο τούτο η εκκαλούσα προσδιορίζεται στο
κείμενο του σχεδίου ως αντίδικος της προσθέτως παρεμβαίνουσας.
του Κ.Μπέη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου