Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Β΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ Απόφαση 613/2016/ ζητείται η ακύρωση της 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης.

ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ - Το θεμιτό της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική δίκη 

Ακυρωτική διαδικασία – αλλοδαποί – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης πολιτών Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 45 και 49 Σ.Λ.Ε.Ε. – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – π.δ. 106/2007 – Ανάκληση ...βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ε.Ε. και επιβολή του μέτρου της επιστροφής – Εγγραφή πολίτη της Ε.Ε. στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών στο παρελθόν λόγω έκδοσης σε βάρος του απόφασης επιστροφής για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας (καταδίκη σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών για κλοπή) – Αμφισβήτηση ως προς την τήρηση των διαδικαστικών τύπων κατά την έκδοση της εν λόγω πράξης (έλλειψη μετάφρασης της πράξης επιστροφής) – Επανείσοδός του στη χώρα πριν τη λήξη της περιόδου εγγραφής του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. και έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας – Ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. και επιβολή του μέτρου της επιστροφής από το αρμόδιο για την ανάκληση όργανο – Υποβολή προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ακόλουθων προδικαστικών ερωτημάτων: α) επιτρέπεται ή επιβάλλεται η ανάκληση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. που είχε στο παρελθόν εγγραφεί στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών σε περίπτωση που αυτός επανέλθει στη χώρα για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη διαδικασία διαγραφής του από τον κατάλογο; β) Αν ναι, ταυτίζεται η εν λόγω περίπτωση της ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. με την έλλειψη νόμιμου τίτλου διαμονής, ώστε να μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής από το ίδιο όργανο; γ) Αν όχι, μπορεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό να θεωρηθεί ότι πρόκειται για πράξη απέλασης κατά τα άρθρα 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις των τελευταίων αυτών διατάξεων; δ) Στην προκείμενη περίπτωση της ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη Ε.Ε. και επιβολής μέτρου επιστροφής λόγω προγενέστερης (μη προσβληθείσας δικαστικώς) εγγραφής του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική νομολογιακή πρακτική που απαγορεύει τον έλεγχο προγενέστερης ατομικής διοικητικής πράξης (λόγω του τεκμηριού νομιμότητας ατομικών διοικητικών πράξεων); και ε) Αν ναι, υπάρχει υποχρέωση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών να κοινοποιούν, σε κάθε περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους την απόφαση απομάκρυνσής του σε γλώσσα την οποία κατανοεί, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται σχετικό αίτημα από τον ίδιο; 

Απόφαση 613/2016

13/07/2016

ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΤΡΙΜΕΛΕΣ..


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015, με την εξής σύνθεση: Ιωάννα Λαμπίρη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Αλέξανδρος Κελτιμλίδης, Πρωτοδίκης Δ.Δ. και Στέργιος Κοφίνης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.. Ως γραμματέας συμμετείχε ο δικαστικός υπάλληλος Δημήτριος Τσιρκινίδης.

Για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με ημερομηνία κατάθεσης 31.10.2014,

Του ……………., κατοίκου Σίνδου Θεσσαλονίκης (οδός ……………..), ο οποίος παρέστη μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Σίλβιας Δήμα,

κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ήδη Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ο οποίος παρέστη δια του εξουσιοδοτημένου Υπαρχιφύλακα Ευστράτιου Ζαχαρία.

Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε χωρίς να αναγνωστεί η έκθεση του εισηγητή Στέργιου Κοφίνη (άρθρο 33 παρ. 2 του π.δ. 18/1989), το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα,

Σκέφθηκε κατά το νόμο:

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, η οποία έχει εισαχθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 15 του ν. 3068/2002, Α' 274), καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα σειράς Α' 1369045/31.10.2014 και 3889751/31.10.2014 ειδικά έντυπα).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή παραδεκτώς ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της 380976/2-δ/10.11.2014 απόφασης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αιτούντος κατά της 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή διοικητική πράξη ανακλήθηκε η υπ’ αρ. 179000 βεβαίωση εγγραφής του αιτούντος ως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβλήθηκε, σ’ αυτόν, το μέτρο της επιστροφής στη χώρα του με οικειοθελή αναχώρηση από την επικράτεια εντός προθεσμίας 6 ημερών από 18.10.2013.

3. Επειδή, η Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους νακυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών» (ΕΕ L 158 της 30.4.2004)ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως : 1) “Πολίτης της Ένωσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους…», στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι: «Η παρούσα οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι …», στην παρ. 1 του άρθρου 5 ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων επί των ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης ο οποίος φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο …», στην παρ. 1 του άρθρου 7 ότι: «Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:α) είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή β) διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους …», στο άρθρο 27 ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας … 2. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων. Η προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές. 3. Για να εξακριβώσει κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ή, αν δεν υπάρχει σύστημα εγγραφής, το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης του ενδιαφερομένου στην επικράτειά του ή από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρουσίας του ενδιαφερόμενου στην επικράτειά του, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 5, ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητεί από το κράτος μέλος καταγωγής και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να παρέχουν πληροφορίες για το ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου. … 4. …», στην παρ. 1 του άρθρου 28 ότι: «Πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής λαμβάνει υπόψη εκτιμήσεις όπως η διάρκεια παραμονής του αφορώμενου ατόμου στην επικράτειά του, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής», στο άρθρο 30 ότι: «1. Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερόμενους κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της απόφασης. 2. … 3. Η κοινοποίηση περιέχει μνεία του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής ενώπιον του οποίου ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, την προθεσμία της προσφυγής καθώς και, ενδεχομένως, την προθεσμία που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο να εγκαταλείψει την επικράτεια του κράτους μέλους. Με εξαίρεση τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η τασσόμενη προθεσμία για την εγκατάλειψη της επικράτειας δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης», στο άρθρο 31 ότι: «1. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν πρόσβαση σε δικαστικές και, ενδεχομένως, διοικητικές διαδικασίες προσφυγών στο κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να προσβάλλουν ή να ζητήσουν την αναθεώρηση απόφασης η οποία έχει ληφθεί εις βάρος τους για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. 2. … 3. Οι διαδικασίες προσφυγών επιτρέπουν τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης καθώς και των γεγονότων και των περιστάσεων επί των οποίων βασίζεται το προτεινόμενο μέτρο. Εξασφαλίζουν επίσης ότι η απόφαση δεν είναι δυσανάλογη, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 28. 4. …» και στο άρθρο 32 ότι: «1. Τα πρόσωπα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο απόφασης απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας μπορούν να υποβάλλουν αίτηση, για την άρση της απόφασης απαγόρευσης εισόδου μετά από μία εύλογη, ανάλογα με τις περιστάσεις, προθεσμία, και, εν πάση περιπτώσει, μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου που έχει ληφθεί νομοτύπως σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, επικαλούμενα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την απόφαση απαγόρευσης εισόδου. Το οικείο κράτος μέλος αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής εντός έξι μηνών από την υποβολή της. 2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 πρόσωπα δεν έχουν κανένα δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους όσο εξετάζεται η αίτησή τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που - με σκοπό τη διευκόλυνση και ενίσχυση των απονεμομένων, από το πρωτογενές δίκαιο, δικαιωμάτων - αποσαφηνίζουν το πεδίο εφαρμογής και καθορίζουν τις λεπτομέρειες άσκησης των άρθρων 18, 40, 44 και 52 ΣΕΚ (προϊσχύσαντα άρθρα 48, 52 και 59 ΣυνθΕΟΚ και ήδη άρθρα 18, 26, 46, 49 και 50 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής ΣΛΕΕ, βλ. ΔΕΚ απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, C-127/08 Metock), εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση στο έδαφος όλων των κρατών μελών των πολιτών της Ένωσης, ελευθερία η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα των υπηκόων άλλων κρατών μελών να εισέρχονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, να μετακινούνται ελεύθερα εκεί, να διαμένουν σ’ αυτό με σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασία ή επιχειρηματική δραστηριότητα και, ιδίως μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, να παραμένουν σ’ αυτό ανεξαρτήτως ασκήσεως επαγγελματικής (μισθωτής ή ανεξάρτητης) δραστηριότητας (ΔΕΚ απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-413/99 Baumbast, σκ. 80-84). Το δικαίωμα αυτό αποκτάται ανεξάρτητα από τη χορήγηση, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στο οποίο εισέρχεται και διαμένει πολίτης της Ένωσης, άδειας διαμονής, η οποία πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί όχι ως πράξη συστατική δικαιωμάτων, αλλά ως πράξη με την οποία διαπιστώνεται, εκ μέρους κράτους μέλους, η ατομική κατάσταση υπηκόου άλλου κράτους μέλους από την άποψη των διατάξεων του κοινοτικού (ήδη ενωσιακού) δικαίου (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, C-48/75 Royer, σκ. 20 και 31-33). Το δικαίωμα διαμονής, ωστόσο, των υπηκόων κράτους μέλους στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής δεν είναι απόλυτο. Αντιθέτως, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών, δεκτικών στενής ερμηνείας και υποκείμενων σε δικαστικό έλεγχο, ώστε να εξασφαλίζεται η διαφύλαξη του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής (βλ. και ΔΕΚ απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974, C-41/74 Van Duyn, σκ. 7), κατά τη ρητή δε, πρόβλεψη των διατάξεων των άρθρων 27 έως 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ επιτρέπεται η απέλαση από την επικράτεια του κράτους υποδοχής υπηκόου άλλου κράτους μέλους με την προϋπόθεση αφενός ότι συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης, υφίσταται δηλαδή πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας, αφετέρου τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να αρκεί η αναφορά σε προηγούμενες καταδίκες του ενδιαφερομένου (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri, σκ. 64-66, ΔΕΕ απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, C-145/09, Τσακουρίδης, σκ. 48-50). Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, για λόγους δημόσιας τάξης, που, ως δικαιολογούντες παρέκκλιση από τη θεμελιώδη ελευθερία κυκλοφορίας και εγκατάστασης, επιδέχονται στενής ερμηνείας και υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1975, C-36/75 Rutili, σκ. 26-28), μπορεί να απαγορευθεί σε πολίτη της Ένωσης ή σε μέλος της οικογένειάς του η πρόσβαση στο έδαφος κράτους μέλους, μόνο, όμως, αν ο ενδιαφερόμενος συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή, θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας [βλ. ΔΕΚ απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau, σκ. 35 και απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2006 (μειζ.συνθ.), C-503/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ. 39]. Στην περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται σε βάρος πολίτη της Ένωσης απόφαση απαγόρευσης εισόδου, ληφθείσα εγκύρως κατά την έννοια του κοινοτικού (ήδη ενωσιακού) δικαίου, αυτός μπορεί να υποβάλει αίτηση, μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, για την άρση της απόφασης αυτής, ρητώς, ωστόσο, ορίζεται ότι αυτός δεν έχει κανένα δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια εξέτασής της (βλ. και ΔΕΚ απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, C-115/81 και 116/81, Adoui, σκ. 12).

4. Επειδή, το π.δ. 106/2007 (Α΄ 135) που τιτλοφορείται «Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους», με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ανωτέρω οδηγία 2004/38/ΕΚ, ορίζει στο άρθρο 8 ότι: «1. Πολίτες της Ένωσης που πρόκειται να διαμείνουν στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία άφιξης τους, υποχρεούνται μετά τη λήξη του τριμήνου να εμφανίζονται αυτοπροσώπως, στις αρμόδιες για το χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους, για καταγραφή. Οι ανωτέρω υπηρεσίες ενεργούν σχετική εγγραφή και χορηγούν άμεσα βεβαίωση για την πράξη τους, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του εγγραφέντος και η ημερομηνία εγγραφής. Η μη συμμόρφωση με την απαίτηση εγγραφής τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του παρόντος (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 42 του ν.4071/2012, Α΄ 85). 2. Για τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής απαιτείται να προσκομισθούν στις ανωτέρω αναφερόμενες αρχές, ακριβές φωτοαντίγραφο ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου... 3. … 4. …», στο άρθρο 21: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειας τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση σκοπών γενικότερης δημοσιονομικής πολιτικής. 2. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του προσώπου που αφορά. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αυτοτελώς λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων. Η προσωπική συμπεριφορά του προσώπου που αφορά το μέτρο πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, που στρέφεται κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές. 3. Για κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 23 και 24 του παρόντος. Δεν μπορεί να επιβληθεί απαγόρευση εισόδου σε συνδυασμό με απόφαση απέλασης για την οποία ισχύει το προηγούμενο εδάφιο. 4. Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, οι αρμόδιες για το χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους, κατά τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής για τους πολίτες της Ένωσης καθώς και για τα μέλη των οικογενειών τους που είναι επίσης πολίτες της Ένωσης ή οι αρμόδιες Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της οικείας Περιφέρειας κατά τη χορήγηση δελτίου διαμονής για τα μέλη οικογένειας πολίτη της Ένωσης που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, μπορούν να ζητούν, εφόσον κριθεί απαραίτητο, πληροφορίες για το ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου, από το κράτος μέλος καταγωγής και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη. Η έρευνα αυτή δεν μπορεί να έχει συστηματικό χαρακτήρα. … 5. … 6. Πρόσωπα εις βάρος των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση απαγόρευσης εισόδου στην Ελλάδα, για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση, για την άρση της απαγόρευσης εισόδου, μετά από εύλογη, κατά τις περιστάσεις, προθεσμία, εν πάση περιπτώσει δε, μετά την πάροδο τριετίας από την έκδοση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου, επικαλούμενα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την επιβολή απαγόρευσης. Για την αίτηση αυτή αποφαίνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή της, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Εάν λόγω της απόφασης απαγόρευσης εισόδου είχε γίνει σχετική εγγραφή στον Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών και η παραπάνω αίτηση γίνει δεκτή, διατάσσεται η διαγραφή από τον Κατάλογο. … 7. Τα αναφερόμενα στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου πρόσωπα δεν έχουν κανένα δικαίωμα εισόδου στην Ελληνική επικράτεια όσο εξετάζεται η αίτηση τους. 8. … 9. … 10. …», στο άρθρο 22 ότι: «1. Προκειμένου να εκδοθεί απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια παραμονής στην ελληνική επικράτεια, του ατόμου εις βάρος του οποίου λαμβάνεται το μέτρο, η ηλικία του, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ένταξη του στην Ελλάδα και οι δεσμοί του με τη χώρα καταγωγής. 2. Η απέλαση πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην ελληνική επικράτεια, διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Ως προς τα αρμόδια για την απέλαση όργανα, τη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης της απόφασης απέλασης, τις εξαιρέσεις και λοιπά σχετικά ζητήματα, εφαρμόζονται, αναλόγως, οι διατάξεις των άρθρων 76, παράγραφοι 2-5, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 του ν. 3386/2005. 3. … 4. … 5. … 6. … 7. … 8. Δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο επιστροφής κατά πολίτη της Ένωσης …, ακόμη και αν αυτός έπαυσε να πληροί τους όρους των άρθρων 6 παρ. 3, 7, 11 παρ. 1 και 12 παρ. 1 του παρόντος, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου VI, εφόσον οι πολίτες της Ένωσης είναι μισθωτοί ή ασκούν ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα … (όπως η τελευταία παράγραφος αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 42 του ν. 4071/2012, Α΄ 85)», στο άρθρο 23 ότι: «1. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του παρόντος,  πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερόμενους και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α΄), κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της σχετικής απόφασης. Οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται, επακριβώς και πλήρως, για τους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, στους οποίους στηρίζεται η ληφθείσα απόφαση, εκτός αν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας του κράτους. 2. Η κοινοποίηση περιέχει μνεία του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής, ενώπιον των οποίων ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος, καθώς και της προθεσμίας άσκησής της, και, ενδεχομένως, της προθεσμίας που τάσσεται στον ενδιαφερόμενο να εγκαταλείψει την Ελληνική επικράτεια. Με εξαίρεση τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η τασσόμενη προθεσμία για την εγκατάλειψη της επικράτειας δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης» και στο άρθρο 24 ότι: «1. Κατά της διοικητικής απόφασης απέλασης είναι επιτρεπτή η άσκηση διοικητικής προσφυγής,… 2. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της διοικητικής προσφυγής της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησης για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής, δελτίου διαμονής ή μόνιμης διαμονής, της ανάκλησης ή μη ανανέωσής του, ασκείται αίτηση ακύρωσης …».

5. Επειδή, περαιτέρω, η Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 «σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη - μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» (ΕΕ L 348/24.12.2008) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών…», στο άρθρο 2 ότι: «1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας. 2. … 3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που απολαύουν του κοινοτικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν», στο άρθρο 3: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: 1. «υπήκοος τρίτης χώρας»: κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1 της Συνθήκης και δεν απολαύει του κοινοτικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, 2. «παράνομη παραμονή»: παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, 3. «επιστροφή»: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας - είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά … 4. «απόφαση επιστροφής»: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής, 5. …, 6. …, 7. …, 8. …, 9. …», στην παρ. 1 του άρθρου 6 ότι: «Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5» και στην παρ. 1 του άρθρου 8 ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής, εάν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4 ή εάν ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7». Όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2008/115, έχει δε, κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, C-146/14 PPU, Mahdi, σκ. 38), σκοπός της Οδηγίας είναι η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομακρύνσεως και επαναπατρισμού υπηκόων τρίτων χωρών, με βάση κοινούς κανόνες και ενιαίες νομικές εγγυήσεις, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επαναπατρίζονται με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους. Προς τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες εθνικές αρχές, που κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας μεριμνούν ώστε η παύση της παράνομης παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών να διενεργείται με δίκαιη και διαφανή διαδικασία, εκδίδουν, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων των παρ. 2 έως 5, απόφαση επιστροφής ως λογική απόρροια του μη νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας (ΔΕΕ απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, C-61/11 PPU El Dridi, σκ. 35, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11 Achughbabian, σκ. 31, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, C-166/13 Mukarubega, σκ. 57 και 59, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, C-249/13 Khaled Boudjlida, σκ. 46), απόφαση που δίνει μεν προτεραιότητα στην οικειοθελή αναχώρηση του ενδιαφερομένου, ωστόσο, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παρ. 1 της Οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν στο πλαίσιο του καθήκοντος πίστεως και της ειλικρινούς συνεργασίας να προβαίνουν στην απομάκρυνση εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου (ΔΕΕ Achughbabian σκ. 45, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C-430/11 Sagor, σκ. 43, απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, C-38/14 Zaizoune σκ. 39).

6. Επειδή, η Οδηγία 2008/115/ΕΚ ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα άρθρα 16 έως και 33 (κεφάλαιο Γ) του ν. 3907/2011 «Υπηρεσίες Ασύλου – Πρώτης Υποδοχής, επιστροφή παρανόμως διαμενόντων, άδεια διαμονής κλπ» (Α΄ 7). Ο νόμος αυτός ορίζει στο άρθρο 17 ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παράνομα στην ελληνική επικράτεια. 2. Το παρόν Κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι: α. … β. … γ. Απολαμβάνουν του δικαιώματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν και το π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α`)», στην παρ. 1 του άρθρου 21 ότι: «Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας. ... Στις λοιπές περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα σε ελληνικό έδαφος εκδίδεται απόφαση επιστροφής από τα αρμόδια, κατά το άρθρο 76 παρ. 2 του ν. 3386/2005, όργανα. Οι αποφάσεις επιστροφής εκδίδονται με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5», στο άρθρο 22 ότι: «1. Η απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση του, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ επτά (7) και τριάντα (30) ημερών με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4. … 2. … 3. … 4. Αν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή η αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική ή ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, οι κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή χορηγούν χρονικό διάστημα αναχώρησης μικρότερο των επτά (7) ημερών. 5. …» και στο άρθρο 28 ότι: «1. Κατά των αποφάσεων επιστροφής που εκδίδονται από τις αστυνομικές αρχές, οι υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να ασκήσουν την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 77 του ν. 3386/2005. … 2. Τα διοικητικά όργανα που είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών της παραγράφου 1 έχουν την αρμοδιότητα να επανεξετάζουν αυτεπαγγέλτως, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία των αποφάσεων επιστροφής και να αναστέλλουν προσωρινώς την εφαρμογή τους. … 3. … 4. … 5. …». Επίσης, στο άρθρο 40 του ν. 3907/2011, που εντάσσεται στο κεφάλαιο Δ΄ του νόμου, ορίζεται ότι: «1. Για την επιστροφή προσώπων που απολαμβάνουν του κοινοτικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, καθώς και τις διατάξεις του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α`), ισχύουν οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ` του παρόντος νόμου που αφορούν τα όργανα, τις διαδικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική προστασία των υπό επιστροφή αλλοδαπών, με την επιφύλαξη ότι στα άρθρα 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 δεν περιέχονται ευνοϊκότερες διατάξεις. 2. Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και όρους έκδοσης των αποφάσεων επιστροφής σε βάρος των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α`). 3. … .».

7. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 40 του ν. 3907/2011 με αυτές που μεταφέρουν τις Οδηγίες 2004/38/ΕΚ (π.δ. 106/2007) και 2008/115/ΕΚ (άρθρα 16 έως και 33 του ν. 3907/2011) συνάγεται ότι η απομάκρυνση πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, μπορεί να επιδιωχθεί είτε με απόφαση διοικητικής απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας (άρθρα 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, άρθρα 22 έως 24 του π.δ. 106/2007), είτε με απόφαση επιστροφής που εκδίδεται, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, από τα όργανα και με τις διαδικασίες που προβλέπονται για την έκδοση, σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας, απόφασης επιστροφής λόγω μη νόμιμης διαμονής του τελευταίου στην ελληνική επικράτεια. Τούτο διότι το προαναφερθέν άρθρο 40 του ν. 3907/2011, το οποίο αποτελεί εθνική ρύθμιση, ορίζει ότι για την επιστροφή προσώπων που απολαμβάνουν του κοινοτικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, μέτρο που διατάσσεται υπό τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους των άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 (παρ. 2), ισχύουν ως προς τα όργανα, τις διαδικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική προστασία οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ (άρθρα 16 έως και 33) του ν. 3907/2011 (παρ. 1), με τις οποίες μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2008/115/ΕΚ. Αυτή η εθνική ρύθμιση επιλέχθηκε μολονότι η Οδηγία 2008/115/ΕΚ αφενός περιορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της στους παρανόμως διαμένοντες, στο έδαφος κράτους μέλους, υπηκόους τρίτης χώρας εξαιρώντας ρητώς τα πρόσωπα που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, αφετέρου ορίζει (άρθρο 6 παρ. 1) ότι τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, διάταξη κατά την οποία η απόφαση επιστροφής αποτελεί, όπως έγινε ερμηνευτικώς δεκτό από το ΔΕΕ (ανωτ. σκ. 5), λογική απόρροια του μη νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας και δεν βρίσκει έρεισμα σε λόγους δημόσιας τάξης.

8. Επειδή, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι ο αιτών, πολίτης Ρουμανίας, γεννηθείς στις 6.11.1988, συνελήφθη στις 27.10.2011 για παράβαση των άρθρων 372 και 45 του Π.Κ. (κλοπή κατά συναυτουργία), αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε με την 11161/2011 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών με τριετή αναστολή. Ακολούθως, με την 462421/1-β/30.10.2011 απόφαση του προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής διατάχθηκε η επιστροφή του αιτούντος [με στοιχεία ταυτότητας (επ) Α (ον) Β αντί του ορθού (επ) Β (ον) Α] στη χώρα καταγωγής του, ενώ δεν χορηγήθηκε προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης διότι κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Με την ίδια απόφαση ο αιτών εγγράφθηκε στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών και στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν μέχρι 30.10.2018. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται ρητώς επίκληση του γεγονότος ότι στον αιτούντα κοινοποιήθηκε, στις 27.10.2011, πληροφοριακό δελτίο για τους υπό απομάκρυνση αλλοδαπούς, με το οποίο πληροφορήθηκε, σε γλώσσα που κατανοούσε, τα δικαιώματά του και τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, ενώ στην τελευταία παράγραφο του διατακτικού της αναφέρεται ότι «Δύνασθε να αιτηθείτε γραπτή ή προφορική μετάφραση των βασικών σημείων της ως άνω απόφασης επιστροφής, καθώς και των προβλεπόμενων ένδικων μέσων σε γλώσσα που κατανοείτε ή θεωρείται ευλόγως ότι κατανοείτε». Εξάλλου, ο αιτών υπέβαλε την από 1.11.2011 υπεύθυνη δήλωση, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του από αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με την οποία παραιτήθηκε από κάθε ένδικο μέσο και επιθυμούσε την άμεση απέλασή του στη Ρουμανία, ενώ δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι προσέβαλε δικαστικώς την ως άνω απόφαση επιστροφής του. Η απομάκρυνση αυτή πράγματι έλαβε χώρα με δικά του έξοδα στις 5.11.2011. Εν συνεχεία, την 1.9.2013, ο αιτών επέστρεψε στη χώρα και στις 25.9.2013 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ως πολίτη της Ε.Ε., επί της οποίας έχει τεθεί η σημείωση «Έλεγχος Η/Υ: Σηματικές αναφορές SIS: Αρνητική». Η αίτησή του έγινε δεκτή και του χορηγήθηκε, στις 25.9.2013, η υπ’ αρ. 179000 βεβαίωση εγγραφής πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολούθως, αφού πρώτα ο αιτών κλήθηκε με το 4000/10/19533/2/8.10.2014 έγγραφο να εκφράσει τις αντιρρήσεις του, εκδόθηκε η 4000/10/19233/2-β΄/14.10.2014 απόφαση του Αναπληρωτή Διοικητική του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης, με την οποία αφενός ανακλήθηκε η 179000 βεβαίωση εγγραφής πολίτη κράτους μέλους της Ε.Ε., αφετέρου διατάχθηκε η επιστροφή στη χώρα καταγωγής του για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας με προθεσμία 6 ημερών για την οικειοθελή του αναχώρηση. Η αιτιολογία της ως άνω πράξης, συνίσταται στο ότι ο αιτών «παραμένει παράνομα στη χώρα, ενώ είναι καταχωρημένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, συνεπεία της υπ’ αρ. 462421/1-β΄/30.10.2011 απόφασης επιστροφής, που εκδόθηκε σε βάρος του, διότι κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, καθώς καταδικάστηκε … σε φυλάκιση 8 μηνών με τριετή αναστολή για παράβαση των άρθρων 372 και 45 Π.Κ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η προσωπική συμπεριφορά του ανωτέρω συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας». Κατά της ως άνω απόφασης ο αιτών άσκησε την από 29.10.2014 προσφυγή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, προέβαλε ότι η 462421/1-β΄/30.10.2011 απόφαση επιστροφής ουδέποτε κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν ώστε να μπορεί να κατανοήσει το περιεχόμενο και τις συνέπειες της σχετικής διοικητικής πράξης και ότι, εφόσον μετά την ως άνω καταδίκη του δεν υπέπεσε, εκ νέου, σε οποιοδήποτε αδίκημα, δεν αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η διοικητική αυτή προσφυγή του απορρίφθηκε με την 380976/2-δ/10.11.2014 απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης με την αιτιολογία ότι ο αιτών είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια «καθώς στο παρελθόν έχει καταχωρηθεί στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, διότι εκδόθηκε σε βάρος του η … από 30-10-2011 απόφαση του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή του με στοιχεία ταυτότητας (επ) ………. (ον) …… για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ως αυτοί αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση και παρόλο που απομακρύνθηκε την 5-11-2011, επανήλθε και παρέμενε στη χώρα, ενώ το μέτρο της απαγόρευσης ήταν σε ισχύ, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για άτομο που δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της διοίκησης που τον καθιστά ανεπιθύμητο», ενώ ο ισχυρισμός περί πλημμελούς κοινοποίησης της από 30.10.2011 απόφασης επιστροφής απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι «θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της εν λόγω απόφασης και δεν δύναται να επικαλεσθεί στην προκείμενη περίπτωση για την ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης».

9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών υποστηρίζει ότι η 462421/1-β/30.10.2011 απόφαση του προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής ουδέποτε του κοινοποιήθηκε σε γλώσσα, την οποία να κατανοεί, ως εκ τούτου, δεν είχε λάβει γνώση της εγγραφής του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, μετά την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής στη χώρα του, εισήλθε στην Ελλάδα στις αρχές του 2012 και από τις αρχές του 2013 ξεκίνησε δική του επιχείρηση εμπορίας καυσόξυλων, πλαισίων στοιβάσματος υλικών κλπ, όπου απασχολεί πλέον δύο εργαζόμενους, ότι μολονότι υπέστη αρκετές φορές ελέγχους από αστυνομικά όργανα ουδέποτε του επισημάνθηκε ότι υπήρχε εγγραφή του στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών και, τέλος, ότι η σχετική εγγραφή δεν προέκυψε ούτε κατά τον ηλεκτρονικό έλεγχο που διενεργήθηκε όταν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ως πολίτης Ε.Ε. Ενόψει τούτων, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε χωρίς νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, εφόσον δεν εξειδικεύεται η σοβαρότητα των λόγων δημόσιας τάξης που επιτάσσουν την απομάκρυνσή του από τη χώρα, κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και κατά παράβαση του άρθρου 23 παρ. 2 του π.δ. 106/2007, καθ’ όσον αφορά τη χορήγηση προθεσμίας 6 ημερών για την οικειοθελή του αναχώρηση.

10. Επειδή, ο αιτών είχε καταχωρηθεί στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών βάσει διοικητικής απόφασης επιστροφής του, την οποία δεν προσέβαλε δικαστικά. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, όπως μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με το π.δ. 106/2007, ο αιτών μπορούσε, μετά την πάροδο εύλογης προθεσμίας, ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο τριετίας, να υποβάλει αίτηση άρσης του μέτρου της απαγόρευσης εισόδου, κατά τη διάρκεια, ωστόσο, εξέτασης της εν λόγω αίτησής του δεν είχε «κανένα δικαίωμα» εισόδου στην επικράτεια. Παρ’ όλα αυτά, ο αιτών εισήλθε στην ελληνική επικράτεια, ενώ ίσχυε η απαγόρευση εισόδου χωρίς να υποβάλει αίτηση άρσης του μέτρου αυτού, και ξεκίνησε επιχειρηματική δραστηριότητα, λαμβάνοντας μάλιστα βεβαίωση εγγραφής ως πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν έγινε αντιληπτό από τη Διοίκηση ότι υπήρχε προηγούμενη εγγραφή του αιτούντος (με διαφορετικά στοιχεία) στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, η χορηγηθείσα βεβαίωση εγγραφής πολίτη Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακλήθηκε από το όργανο που ήταν αρμόδιο για την έκδοσή της, καθώς εκτιμήθηκε ότι η παραβίαση της απαγόρευσης εισόδου στη χώρα συνιστά αυτοτελώς λόγο δημόσιας τάξης, ταυτόχρονα δε, επιβλήθηκε σε βάρος του, από το ίδιο όργανο, το μέτρο της επιστροφής. Με αυτά τα δεδομένα, μπορεί να υποστηριχθεί η θέση ότι, εφόσον απαγορεύεται, βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους πολίτη άλλου κράτους μέλους που είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, εάν δεν τηρηθεί προηγουμένως η σχετική διαδικασία υποβολής αίτησης άρσης του μέτρου της απαγόρευσης εισόδου, νομίμως ανακαλείται η χορηγηθείσα σε αυτόν βεβαίωση εγγραφής πολίτη της Ένωσης και λαμβάνεται σε βάρος του απόφαση απομάκρυνσής του από τη χώρα (εφόσον είχε εισέλθει στο οικείο κράτος μέλος παρά την ύπαρξη μέτρου απαγόρευσης εισόδου), διότι στην περίπτωσή του δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που αναγνωρίζεται σε όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί, ωστόσο, να υποστηριχθεί και η αντίθετη γνώμη, ότι δηλαδή η απέλαση υπηκόου άλλου κράτους μέλους επιτρέπεται, κατά τη ρητή πρόβλεψη της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, μόνο εφόσον συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας και ότι δεν επιτρέπεται, ως εκ της στενής ερμηνείας των διατάξεων, που εισάγουν εξαίρεση στα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης, η συναγωγή επιπλέον περιορισμών στο εν λόγω δικαίωμα, όπως είναι η υποχρεωτική, αυτόματη απομάκρυνση σε περίπτωση που διατηρείται σε ισχύ παλαιότερη απαγόρευση εισόδου χωρίς εκ νέου έλεγχο της συνδρομής λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπο του αιτούντος. Αυτό δε ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία - όπως συμβαίνει εν προκειμένω - μεταξύ της πράξης επιβολής απαγόρευσης εισόδου και της απόφασης εκ νέου απέλασης μεσολαβεί χρονικό διάστημα σχεδόν τριών ετών, στη διάρκεια του οποίου ο ενδιαφερόμενος υπήκοος κράτους μέλους έλαβε βεβαίωση εγγραφής ως πολίτης Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρχισε επιχειρηματική δραστηριότητα στο κράτος υποδοχής, με αποτέλεσμα, όπως ο ίδιος προβάλλει, να ανακύπτουν ζητήματα χρηστής διοίκησης και προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του. Εν όψει των ανωτέρω ερμηνευτικών δυσχερειών ως προς την έννοια αφενός των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ αφετέρου των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οποιαδήποτε γνώμη ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, C-283/81, CILFIT).

11. Επειδή, περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται να προβλέψει για μια κατηγορία περιπτώσεων ή προσώπων πρόσφορους κανόνες εμπνεόμενος από τις διατάξεις Οδηγίας, που δεν περιλαμβάνει τα πρόσωπα αυτά ή τις περιπτώσεις αυτές στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον τούτο είναι προφανώς χρήσιμο και καθόσον καμία άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν το εμποδίζει (πρβλ. ΔΕΚ διάταξη της 10ης Φεβρουαρίου 2004, C-85/03 Μαυρωνά, σκ. 22). Η παραπομπή, ωστόσο, με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3907/2011, για τις περιπτώσεις πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις διατάξεις που μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη τις ρυθμίσεις σχετικά με τα όργανα, τις διαδικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική προστασία για την επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών λόγω μη νόμιμης διαμονής είναι πιθανό να υπονομεύσει τους σκοπούς των οδηγιών 2008/115/ΕΚ και 2004/38/ΕΚ, καθώς δημιουργούνται κοινές διαδικασίες και ορίζονται ενιαία όργανα για δύο κατηγορίες προσώπων (υπήκοοι τρίτων χωρών - υπήκοοι άλλου κράτους μέλους) που το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σαφώς διακρίνει, καθόσον οι μεν έχουν την ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι δε όχι. Και ναι μεν επιφυλάσσεται ο εθνικός νομοθέτης στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου ότι ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους έκδοσης των αποφάσεων επιστροφής σε βάρος των προσώπων της παρ. 1 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007, όμως κατά την εφαρμογή του συνόλου των ρυθμίσεων (παρ. 1 και 2 του άρθρου 40 του ν. 3907/2011) είναι ενδεχόμενο οι λόγοι και η διαδικασία απομάκρυνσης των πολιτών της Ε.Ε. να εξομοιωθούν με τους λόγους και τη διαδικασία απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση σε βάρος του αιτούντος, υπηκόου Ρουμανίας, εκδόθηκε απόφαση επιστροφής ως παρακολουθηματική πράξη απόφασης ανάκλησης, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας (υφιστάμενη απαγόρευση εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας), βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, ωστόσο, δεν αποτελεί τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα. Εξάλλου, το εκδόν τις πράξεις αυτές όργανο (Αναπληρωτής Διοικητής του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης), δεν συγκαταλέγεται, σύμφωνα με την 4000/4/31-ρο΄/11.9.2013 απόφαση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οργάνων που έχουν αρμοδιότητα να εκδίδουν αυτοτελώς αποφάσεις επιστροφής υπηκόων τρίτων χωρών, παρίσταται, ως εκ τούτου, αναγκαία για την κρίση ως προς την αρμοδιότητα του οργάνου, που εν προκειμένω εξέδωσε την απόφαση επιστροφής, η διερεύνηση της συμβατότητας προς το δίκαιο της Ένωσης της διάταξης του άρθρου 40 του ν. 3907/2011, επί της οποίας, ωστόσο, δεν μπορεί να διατυπωθεί από το Δικαστήριο κρίση απαλλαγμένη εύλογων αμφιβολιών. Συνεπώς, εν όψει των ανωτέρω ερμηνευτικών δυσχερειών αφενός ως προς την έννοια των διατάξεων της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ και των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ, αφετέρου ως προς τη συμβατότητα της διάταξης του άρθρου 40 του ν. 3907/2011 προς τις διατάξεις των Οδηγιών 2004/38/ΕΚ και 2008/115/ΕΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οποιαδήποτε γνώμη ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, C-283/81, CILFIT).

12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθούν προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, προδικαστικά ερωτήματα με το εξής περιεχόμενο: «Έχουν τα άρθρα 27 και 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, ερμηνευόμενα υπό το φως των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ και ενόψει της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών και των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, την έννοια ότι επιβάλλεται ή επιτρέπεται η ανάκληση της, ήδη χορηγηθείσας, κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 106/2007, σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η σε βάρος του επιβολή μέτρου επιστροφής από το κράτος υποδοχής σε περίπτωση που, μολονότι είχε εγγραφεί στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών με το μέτρο της απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αυτός εισήλθε εκ νέου στο εν λόγω κράτος μέλος και προχώρησε στην έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη, στο άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, διαδικασία υποβολής αίτησης άρσης της απαγόρευσης εισόδου, αναγομένης της τελευταίας (απαγόρευσης εισόδου) σε αυτοτελή λόγο δημόσιας τάξης που δικαιολογεί την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής πολίτη κράτους μέλους; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, η περίπτωση αυτή ταυτίζεται με περίπτωση μη νόμιμης διαμονής του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έδαφος του κράτους υποδοχής, ώστε να επιτρέπεται η, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, έκδοση πράξης επιστροφής από το όργανο το οποίο είναι αρμόδιο για την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης, μολονότι αφενός η βεβαίωση εγγραφής δεν αποτελεί, όπως παγίως γίνεται δεκτό, τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, αφετέρου στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ υπάγονται μόνο οι υπήκοοι τρίτων χωρών; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ίδιο ερώτημα, αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, δρώντας στο πλαίσιο της διαδικαστικής αυτονομίας του κράτους μέλους υποδοχής, ανακαλέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τη βεβαίωση εγγραφής πολίτη άλλου κράτους μέλους, που δεν αποτελεί τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, και ταυτόχρονα επιβάλλουν, σ’ αυτόν, μέτρο επιστροφής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, για μία και μόνο διοικητική πράξη περί διοικητικής απέλασης των άρθρων 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις των τελευταίων αυτών διατάξεων που θεσπίζουν αποκλειστικό, ενδεχομένως, τρόπο διοικητικής απομάκρυνσης πολιτών της Ε.Ε. από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής;».

13. Επειδή, εξάλλου, ο αιτών προβάλλει ότι δεν έλαβε γνώση του περιεχομένου της 462421/1-β΄/30.10.2011 απόφασης επιστροφής σε γλώσσα που να μπορεί να κατανοεί, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει ότι έχει εις βάρος του εκδοθεί απαγόρευση εισόδου στη χώρα ισχύουσα έως 30.10.2018. Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του, πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, διότι οδηγεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης, η οποία ως εκ του χαρακτήρα της έχει το τεκμήριο της νομιμότητας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη με την ένδικη αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 3107/2005, 4516/2014, 2422, 755/2013 κ.ά). Όπως, ωστόσο, παγίως γίνεται δεκτό το τεκμήριο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων κάμπτεται σε περίπτωση ύπαρξης αντίθετης ειδικής διατάξεως, που επιτάσσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο (όπως ο παρεμπίπτων έλεγχος προπαρασκευαστικών της εκλογής πράξεων κατά την εκδίκαση διαφορών κατά την εκλογική διαδικασία των Ο.Τ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 258 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97∙ βλ. π.χ. ΣτΕ 1273/1993 Ολ, 122, 1454/2008 κ.ά.∙ πρβλ. ΑΕΔ 26/1994). Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγεται ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν μεν τα αρμόδια δικαστήρια και τους δικονομικούς κανόνες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων, που αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο, εντούτοις οι κανόνες αυτοί δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η ενωσιακή έννομη τάξη (βλ. μεταξύ άλλων ΔΕΚ απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri, σκ. 80 και απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 25, επίσης ΔΕΕ απόφαση μείζονος σύνθεσης της 5ης Οκτωβρίου 2010, C-173/09 Elchinov, σκ. 31). Εν προκειμένω, ο αιτών παραπονείται κατ’ ουσία ότι η εις βάρος του ληφθείσα αρχική απόφαση επιστροφής, με την οποία ταυτοχρόνως απαγορεύθηκε η είσοδός του στην ελληνική επικράτεια, δεν του κοινοποιήθηκε εγγράφως κατά τρόπο που να του επιτρέπει να κατανοήσει το περιεχόμενο και τις συνέπειές της, όπως ορίζει το άρθρο 30 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, δηλαδή σε γλώσσα την οποία να κατανοεί, και συνεπώς δεν ελήφθη νομοτύπως σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως συνάγεται από το άρθρο 32 της ως άνω Οδηγίας), ώστε να μπορείνα στηριχθεί επ’ αυτής ο περιορισμός των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης. Η αντιμετώπιση του λόγου αυτού θέτει ζητήματα αφενός πιθανής παραβίασης, από τους συναφείς εθνικούς δικονομικούς κανόνες, της αρχής της αποτελεσματικότητας (βλ. και ΔΕΕ απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, C-161/15 Benallal, σκ. 24), αφετέρου ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 30, 31 και 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η έννοια των οποίων, παρά την απόφαση του ΔΕΕ της 4ης Ιουνίου 2013 (C-300/11 ZZ), δεν είναι πρόδηλη ούτε απαλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών. Για τον λόγο αυτό πρέπει να υποβληθούν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προδικαστικά ερωτήματα με το εξής περιεχόμενο: «Στην περίπτωση που η απάντηση επί των ανωτέρω προδικαστικών ερωτημάτων είναι καταφατική, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική νομολογιακή πρακτική η οποία απαγορεύει στις διοικητικές αρχές και ακολούθως στα αρμόδια δικαστήρια, που επιλαμβάνονται της υπόθεσης, να εξετάζουν, στο πλαίσιο ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή επιβολής μέτρου απομάκρυνσης από το κράτος μέλος υποδοχής λόγω της ισχύος, σε βάρος του υπηκόου άλλου κράτους μέλους, μέτρου απαγόρευσης εισόδου στο κράτος μέλος υποδοχής, το κατά πόσο τηρήθηκαν, κατά την έκδοση της απόφασης απαγόρευσης εισόδου, οι διαδικαστικές εγγυήσεις των διατάξεων των άρθρων 30 και 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ; Σε περίπτωση που η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι καταφατική, συνάγεται από το άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποχρέωση των αρμόδιων διοικητικών αρχών του κράτους μέλους να κοινοποιούν, σε κάθε περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους την απόφαση απομάκρυνσής του σε γλώσσα την οποία κατανοεί, ώστε να δύναται λυσιτελώς να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλούνται από τις εν λόγω διατάξεις της Οδηγίας, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται σχετικό αίτημα από τον ίδιο;».

14. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να αναβληθεί η οριστική κρίση της υποθέσεως μέχρις ότου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αποφανθεί επί των ανωτέρω προδικαστικών ερωτημάτων.

Διά ταύτα

Αναβάλλει την οριστική κρίση.

Διατυπώνει προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν τα άρθρα 27 και 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, ερμηνευόμενα υπό το φως των άρθρων 45 και 49 της ΣΛΕΕ και ενόψει της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών και των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, την έννοια ότι επιβάλλεται ή επιτρέπεται η ανάκληση της, ήδη χορηγηθείσας, κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 106/2007, σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η σε βάρος του επιβολή μέτρου επιστροφής από το κράτος υποδοχής σε περίπτωση που, μολονότι είχε εγγραφεί στον εθνικό κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών με το μέτρο της απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αυτός εισήλθε εκ νέου στο εν λόγω κράτος μέλος και προχώρησε στην έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη, στο άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, διαδικασία υποβολής αίτησης άρσης της απαγόρευσης εισόδου, αναγομένης της τελευταίας (απαγόρευσης εισόδου) σε αυτοτελή λόγο δημόσιας τάξης που δικαιολογεί την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής πολίτη κράτους μέλους;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, η περίπτωση αυτή ταυτίζεται με περίπτωση μη νόμιμης διαμονής του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έδαφος του κράτους υποδοχής, ώστε να επιτρέπεται η, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, έκδοση πράξης επιστροφής από το όργανο το οποίο είναι αρμόδιο για την ανάκληση της βεβαίωσης εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης, μολονότι αφενός η βεβαίωση εγγραφής δεν αποτελεί, όπως παγίως γίνεται δεκτό, τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, αφετέρου στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ υπάγονται μόνο οι υπήκοοι τρίτων χωρών;

3) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο ίδιο ερώτημα, αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, δρώντας στο πλαίσιο της διαδικαστικής αυτονομίας του κράτους μέλους υποδοχής, ανακαλέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, τη βεβαίωση εγγραφής πολίτη άλλου κράτους μέλους, που δεν αποτελεί τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα, και ταυτόχρονα επιβάλλουν, σ’ αυτόν, μέτρο επιστροφής, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, για μία και μόνο διοικητική πράξη περί διοικητικής απέλασης των άρθρων 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις των τελευταίων αυτών διατάξεων που θεσπίζουν αποκλειστικό, ενδεχομένως, τρόπο διοικητικής απομάκρυνσης πολιτών της Ε.Ε. από το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής;

4) Σε περίπτωση που η απάντηση επί του πρώτου και δεύτερου των προδικαστικών ερωτημάτων είναι είτε καταφατική είτε αρνητική, αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική νομολογιακή πρακτική η οποία απαγορεύει στις διοικητικές αρχές και ακολούθως στα αρμόδια δικαστήρια, που επιλαμβάνονται της υπόθεσης, να εξετάζουν, στο πλαίσιο ανάκλησης βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή επιβολής μέτρου απομάκρυνσης από το κράτος μέλος υποδοχής λόγω της ισχύος σε βάρος του υπηκόου άλλου κράτους μέλους μέτρου απαγόρευσης εισόδου στο εν λόγω κράτος μέλος, το κατά πόσο τηρήθηκαν κατά την έκδοση της εν λόγω απόφασης απαγόρευσης εισόδου οι διαδικαστικές εγγυήσεις των διατάξεων των άρθρων 30 και 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ;

5) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης επί του ανωτέρω ερωτήματος, συνάγεται από το άρθρο 32 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ υποχρέωση των αρμόδιων διοικητικών αρχών του κράτους μέλους να κοινοποιούν, σε κάθε περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους την απόφαση απομάκρυνσής του σε γλώσσα την οποία κατανοεί, ώστε να δύναται λυσιτελώς να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλούνται από τις εν λόγω διατάξεις της Οδηγίας, ανεξαρτήτως του αν υποβάλλεται σχετικό αίτημα από τον ίδιο;».

Μετά την απάντηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα οριστεί αρμοδίως νέα δικάσιμος για την οριστική επίλυση της διαφοράς και θα κλητευθούν εκ νέου οι διάδικοι.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 15.10.2015 και στις 28.12.2015, με την κατά τη συζήτηση της υπόθεσης σύνθεση του Δικαστηρίου. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 23.3.2016 με τη συμμετοχή του Πρωτοδίκη Δ.Δ. Ανδρέα Σιγούρου λόγω απουσίας του Πρωτοδίκη Δ.Δ. Αλέξανδρου Κελτιμλίδη με άδεια.

Η Πρόεδρος                                                                  Ο Γραμματέας



Θεωρήθηκε στις 23.3.2016

Ο Εισηγητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: