
διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν 5638/1932 οι επιζώντες συνδικαιούχοι δεν υπόκεινται σε φόρο κληρονομίας ή άλλο τέλος για την αυτοδικαίως περιερχόμενη σε αυτούς κατάθεση. Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, οι κληρονόμοι του καταθέτη δεν υπεισέρχονται κατά την κρατούσα άποψη έναντι της τράπεζας στη θέση συνδικαιούχου της κατάθεσης με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα δεδομένου ότι το άρθρο 3 του Ν 5638/1932 ορίζει ρητά ότι: α) απαγορεύεται οποιαδήποτε διάθεση της κατάθεσης με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου και β) οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Προστασία νόμιμων μεριδούχων (α.117 ΕισΝΑΚ)
Το αποτέλεσμα της προσθήκης του άρθρου 2 φάνηκε ιδιαίτερα αυστηρό για τους αναγκαίους κληρονόμους (νόμιμους μεριδούχους) του αποβιώσαντος και γι’ αυτό ο νομοθέτης θέλησε πράγματι να άρει αυτήν την αδικία εις βάρος των προσώπων αυτών. Εισήγαγε λοιπόν τη διάταξη του άρθρου 117 του ΕισΝΑΚ η οποία όριζε ότι «Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του Ν. 5638 της 31ης Αυγούστου / 7ης Σεπτεμβρίου 1932 “περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν” η κατάθεση, αν με αυτήν πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα».
Γίνεται δεκτό ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ περιλαμβάνονται τόσο η δωρεά εν ζωή όσο και η δωρεά αιτία θανάτου. Η διάκριση επάγεται διαφορετικές συνέπειες για το νόμιμο μεριδούχο:
Αν πρόκειται για δωρεά εν ζωή, ο μεριδούχος έχει τη δυνατότητα ανατροπής της με μέμψη άστοργης δωρεάς (ΑΚ 1835 επ).
Αν πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις κληροδοσίες (ΑΚ 2035) και συνεπώς η δωρεά είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέρος που θίγει τη νόμιμη μοίρα.
Απόρρητο και κοινός λογαριασμός
Η προστασία που παρέχει το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ στους αναγκαίους κληρονόμους κινδυνεύει να ματαιωθεί λόγω των διατάξεων περί απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων. Το πρόβλημα που εμφανίζεται κατά την εφαρμογή του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ εντοπίζεται στο αν οι αποκλειόμενοι σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 ν. 5638/1932, μεριδούχοι μπορούν να ζητήσουν από την τράπεζα πληροφορίες – κατά παράκαμψη του τραπεζικού απορρήτου- ως προς την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό (ποσό κατάθεσης, κίνηση του λογαριασμού), προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τη διάταξη αυτή. Δεδομένου ότι οι νόμιμοι μεριδούχοι δεν υπεισέρχονται σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομολογία στη θέση του αποβιώσαντος καταθέτη ως συνδικαιούχοι, είτε έχει είτε δεν έχει συνομολογηθεί ο όρος του άρθρου 2 παρ. 1ν.5638/1932, αυτοί θεωρούνται τρίτοι έναντι της τράπεζας σε ό,τι αφορά την κατάθεση και συνεπώς η τράπεζας δεν υποχρεούται να τους παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την κατάθεση.
Η παλαιότερη νομολογία (ΑΠ 1224/1975,ΝοΒ 1976,188 και ΑΠ 3/1993, ΝοΒ 1995,223) συνέδεσε το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων με το ακατάσχετο, κρίνοντας ότι η κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων στα χέρια τράπεζας ως τρίτης είναι άκυρη. Δεδομένου μάλιστα, ότι οι νόμιμοι μεριδούχοι, δεν υπεισέρχονται σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη στη θέση του αποβιώσαντος καταθέτη ως συνδικαιούχοι (είτε έχει είτε δεν έχει συνομολογηθεί ο όρος του άρθρου 2 ν. 5638/1932, όπως αναλύθηκε προηγουμένως), αυτοί θεωρούνται τρίτοι έναντι της τράπεζας, σε ό,τι αφορά την κατάθεση και συνεπώς η τράπεζα δεν υποχρεούται να τους παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την κατάθεση.
Ήδη, με το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 από 29.5.2001 αίρεται το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα. Με τη νέα αυτή ρύθμιση το τραπεζικό απόρρητο δεν διασπάται μόνον προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος (στις περιπτώσεις των άρθρων 13 του ν.δ. 1059/1971), αλλά και για την ικανοποίηση ιδιωτικών αξιώσεων. Από τη διάταξη αυτή δεν καταλαμβάνεται μόνον η περίπτωση που ο δανειστής έχει εκτελεστό τίτλο και προβαίνει σε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος. Πλεονέκτημα αυτής της ευρύτερης ερμηνείας είναι ότι μπορεί να καλύψει και άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες η τράπεζα υποχρεούται να παράσχει πληροφορίες για την ύπαρξη κατάθεσης όπως πχ όταν ζητούνται στοιχεία από νόμιμο μεριδούχο.
Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
Ήδη, με το άρθρο 24 του Ν 2915/2001, ορίζεται ότι «Το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Άυλων τίτλων (ΣΑΤ) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (ΚΑΑ) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή». Με τη νέα αυτή ρύθμιση το τραπεζικό απόρρητο δεν διασπάται μόνο προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος (στις περιπτώσεις των άρθρων 1-3 του ΝΔ 1059/1971), αλλά και για την ικανοποίηση ιδιωτικών αξιώσεων. Η άρση, όμως, του απορρήτου είναι περιορισμένης έκτασης καθόσον η ισχύς της ως άνω διατάξεως εκτείνεται μόνο έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης και μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίησητου δανειστή. Η ως άνω άρση του απορρήτου συνεπάγεται αναμφισβήτητα και αυτοδίκαιη άρση της απαγόρευσης της κατάσχεσης του κάθε μορφής καταθέσεων.
Η κατάσχεση, αναγκαστική ή συντηρητική, πρέπει να γίνεται κατά τη διαγραφόμενη στα άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ. διαδικασία, με την επίδοση στην τράπεζα κατασχετήριου (του άρθρου 983 ΚΠολΔ). Όμως, συνήθως, ο δανειστής δεν γνωρίζει την ύπαρξη ή μη κατάθεσης σε συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα του οφειλέτη του. Έτσι ο δανειστής, εφόσον έχει δικαίωμα κατάσχεσης, δικαιούται είτε να προβεί άμεσα στην επιβολή της κατάσχεσης είτε να ζητήσει πληροφορίες από την τράπεζα που (υποθέτει ότι) υπάρχει η κατάθεση, προκειμένου να προβεί, στη συνέχεια, στην κατάσχεση στα χέρια του πιστωτικού ιδρύματος. Επομένως, εφόσον, κριθεί, μετά τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων (δηλαδή μεταξύ του συμφέροντος του καταθέτη και της υποχρέωσης της τράπεζας για τήρηση εχεμύθειας και των συμφερόντων τρίτων (Δημοσίου, ιδιωτών) για παροχή πληροφοριών), ότι πρέπει να αρθεί το απόρρητο, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποκαλύψει και παράσχει στον τρίτο τόσες πληροφορίες όσες είναι αναγκαίες για την ικανοποίηση του δικαιώματος του (τήρηση αρχής αναλογικότητας).
Το άρθρο 4 ν. 5368/1932 έχει πρόσθετα ρυθμίσει ρητά την κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων σε κοινό λογαριασμό, ορίζοντας ότι η «κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη». Το προφανές νόημα του άρθρου 4 ν. 5368/1932 είναι ότι, αν επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια Τράπεζας ως τρίτης σε κοινό λογαριασμό από δανειστή ενός μόνον από τους συνδικαιούχους, ο δανειστής αυτός μπορεί να κατάσχει μόνο το μέρος που, κατά το παραπάνω αμάχητο τεκμήριο, ανήκει στον οφειλέτη του(:«ίσο μέρος»).
Έτσι η κατάθεση κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατάσχετου ως προς αυτόν. Όσον αφορά το ζήτημα αν το τεκμήριο του α.4 ν5638/1932 ισχύει και στις περιπτώσεις του συμψηφισμού και της επισχέσεως, κρατούσα είναι η ορθή άποψη, ότι εφόσον ο δανειστής ενός από τους συνδικαιούχους δεν επιτρέπεται να κατάσχει το μέρος της κατάθεσης που αναλογεί στους λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, δεν μπορεί ούτε να συμψηφίσει την απαίτηση του προς την απαίτηση αυτών κατά της τράπεζας. Αυτά ισχύουν και στην περίπτωση που επισπεύδων δανειστής είναι η τράπεζα στην οποία έχει γίνει η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό. Δεν αποκλείεται όμως η κατάρτιση συμβατικού ή εκούσιου συμψηφισμού δυνάμει της ελευθερίας των συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό είναι έγκυρος ο όρος που περιέρχεται στη σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, ότι παρέχεται ανέκκλητη εντολή στην τράπεζα να χρεώνει τον κοινό λογαριασμό με οποιανδήποτε ανταπαίτησή της κατ΄οποιουδήποτε από τους δικαιούχους. Πρόκειται για συμβατικό συμψηφισμό με τον οποίο παρακάμπτεται το κατ’άρθρο 4 ν 5638/1932 τεκμήριο της ισομοιρίας, αφού η τράπεζα μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό απαίτησης της ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού και όχι μόνο το ίσο μέρος που αναλογεί στο συνδικαιούχο- οφειλέτης της.
http://www.fragou-lawfirm.eu/news.php?p=5&id=5
Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο
Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός στο ελληνικό δίκαιο διέπεται από τις διατάξεις του Ν.5638/1932, όπως τροποποιηθείς και συμπληρωθείς ισχύει.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του άνω νόμου, χρηματική κατάθεση σε Τράπεζα σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι η κατάθεση που περιέχει τον όρο ότι δύναται να κάνει χρήση του λογαριασμού αυτού εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας δικαιούχος είτε κάποιοι από αυτούς.
Στην πράξη, ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός διακρίνεται σε κοινό διαζευκτικό, που απαντάται σχεδόν αποκλειστικά και σε κοινό συμπλεκτικό, που ονομάζεται και αδιαίρετος ή ενωμένος (άρθρο 111 Ν.Δ 118/1973). Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στον κοινό διαζευκτικό λογαριασμό κάθε δικαιούχος μπορεί να κινεί το λογαριασμό χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων, ενώ στον αδιαίρετο κοινό λογαριασμό απαιτείται η σύμπραξη όλων των δικαιούχων για κάθε κίνηση, συνιστάμενης με αυτό τον τρόπο κοινωνίας δικαιώματος , ήτοι γεννάται ενεργητική αδιαίρετη ενοχή κατ’ άρθρο 495 ΑΚ.
Από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 2 Ν.5638/1932 και 2 παρ.1 Ν.Δ 17-07/13.08.1923, καθώς και 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ προκύπτει ότι ανεξάρτητα αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε έναν ή μερικούς ή σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, παράγεται μεταξύ καταθέτη και τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου (της Τράπεζας) αφετέρου ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, ώστε η ανάληψη της χρηματικής κατάθεσης να γίνεται από οποιοδήποτε καταθέτη, χωρίς καμία σύμπραξη άλλου συνδικαιούχου.
Επομένως, στην περίπτωση που ένας συνδικαιούχος αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης από το λογαριασμό, τότε επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (Τράπεζα) και ως προς τους λοιπούς συνδικαιούχους . Δηλαδή η Τράπεζα υποχρεούται να αποδώσει την κατάθεση μόνο μία φορά. Πλην όμως, ο μη αναλαβών το ποσό συνδικαιούχος του λογαριασμού δύναται να αποκτήσει απαίτηση έναντι του δικαιούχου που ανέλαβε την κατάθεση για την καταβολή σε αυτόν του αναλογούντος ποσού βάσει της μεταξύ τους εσωτερικής σχέσης, που μπορεί να είναι π.χ η εντολή, η δωρεά κλπ. Η εσωτερική σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους είναι αντικείμενο απόδειξης και θα κριθεί από το Δικαστήριο.
Στο άρθρο 2 Ν.5638/1932 ορίζεται ότι μπορεί στην κατάθεση να τεθεί επιπρόσθετα ο όρος ότι, εάν αποβιώσει ο ένας εκ των συνδικαιούχων, η κατάθεση θα περιέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους, χωρίς καμία περαιτέρω διαδικαστική πράξη και προϋπόθεση. Στην πράξη, ο όρος αυτός περιλαμβάνεται στη συντριπτική πλειοψηφία των ανοιγόμενων κοινών λογαριασμών, αφού εξυπηρετεί τον κύριο σκοπό του λογαριασμού αυτού.
Με τον ανωτέρω όρο, παρακάμπτονται οι κανόνες της κληρονομικής διαδοχής, αφού στην παρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι στην περίπτωση αυτή η κατάθεση περιέρχεται στους επιβιώσαντες συνδικαιούχους ελεύθερη κάθε φόρου κληρονομίας ή τέλους, χωρίς η απαλλαγή αυτή βέβαια να επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου. Μάλιστα, η εισηγητική έκθεση του νόμου ανέφερε ότι σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν η συγκράτηση και προσέλκυση στη χώρα κεφαλαίων του εξωτερικού.
Εξαίρεση από την ανωτέρω ρύθμιση εισάγει ο ΕισΝΑΚ με το άρθρο 117, όπου προβλέπεται ότι «σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του νόμου 5638 της 31 Αυγούστου / 7 Σεπτεμβρίου 1932 περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν η κατάθεση, αν με αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα». Επομένως στην περίπτωση αυτή οι νόμιμοι μεριδούχοι θα μπορούν να προστατευθούν με τις διατάξεις για τη μέμψη της άστοργης δωρεάς κατ’ άρθρα 1825 επ. ΑΚ. Και πάλι όμως είναι αντικείμενο απόδειξης για το εάν με την κατάθεση αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά ή όχι.
Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου
Κοινός λογαριασμός ή κατάθεση σε κοινό λογαριασμό είναι μόνο η διεπόμενη από το Ν. 5638/1932 συμβατική χρηματική κατάθεση- πλέον και η κατάθεση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άυλων τίτλων- σε τράπεζα, η οποία συνδυαζόμενη με «ανοικτό» (τρέχοντα) λογαριασμό, έχει πλείονες δικαιούχους, έκαστος των οποίων από μόνος του ή μαζί με άλλους δύναται- δικαιούται έναντι της τράπεζας- να κάνει εν όλω ή εν μέρει χρήση του λογαριασμού, χωρίς τη σύμπραξη των υπολοίπων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 ν. 5638/1932 συνάγεται ότι, ως προς την τύχη κοινού τραπεζικού λογαριασμού σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συγκαταθέτες, πρέπει να διακριθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, ότι δηλαδή μετά το θάνατο κάποιου συγκαταθέτη η κατάθεση και ο λογαριασμός θα περιέλθει αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες, οι κληρονόμοι του καταθέτη δεν υπεισέρχονται έναντι της τράπεζας στη θέση συνδικαιούχου της κατάθεσης με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα, λόγω της σχετικής απαγόρευσης του άρθρου 3 ν. 5638/1932, αλλά απλώς έχουν τo δικαίωμα να απαιτήσουν από τους υπόλοιπους συγκατεθέτες το μέρος εκείνο της κατάθεσης που αντιστοιχεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση την εσωτερική σχέση, β) Αν, αντίθετα έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 ν. 5638/1932, οι κληρονόμοι αποξενώνονται πλήρως από το ποσό της κατάθεσης, το οποίο εξαιρείται από την κληρονομιά και περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες συγκαταθέτες, χωρίς να μπορούν οι κληρονόμοι να αντλήσουν δικαιώματα από την εσωτερική σχέση των τελευταίων με τον κληρονομούμενο. Ωστόσο, για την προστασία των δικαιωμάτων των νομίμων μεριδούχων, ο νομοθέτης διόρθωσε τις δυσμενείς αυτές συνέπειες με το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά, κρίνεται (προκειμένου για καταθέτη που απεβίωσε μετά την εισαγωγή του ΑΚ) ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά. Έτσι, προστίθεται στην κληρονομία για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας κατά τους όρους του άρθρου 1831 ΑΚ, υπόκειται δε σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1831 ΑΚ. Αν δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής των περί νόμιμης μοίρας διατάξεων, οι κληρονόμοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω σε ένα τέτοιο λογαριασμό του δικαιοπαρόχου τους (ΑΠ 1393/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 855/2002 ΕλλΔνη 43 (2002) σελ 1700, ΑΠ 540/1998 ΕλλΔνη 40 (1999) σελ. 148, ΑΠ 539/1992 ΕλλΔνη 35 (1994) σελ. 78, ΕφΑθ 7530/1997 ΕλλΔνη 39 (1998) σελ. 1685, ΜΠρΒολου 1215/2003,τνπ «ΝΟΜΟΣ`, Κ. Φουντεδάκη, «Κατάθεση σε κοινό λογαριασμό και προστασία του νόμιμου μεριδούχου», Αρμ 1997 σελ. 593-601 ιδίως 595, Σ, Ψυχομάνη, «Τραπεζικό δίκαιο Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων», σελ. 189,1. Βελέντζα, Τραπεζικά δίκαιο, σελ. 135).Μαρία Τζαβέλα Δικηγόρος, LL.M
Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Οι στενοί συγγενείς του κληρονομουμένου ερίζουν συχνά, είτε μεταξύ τους είτε με τρίτον, για το υπόλοιπο που ήταν κατατεθειμένο σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό του θανόντος. Ο κοινός αυτός λογαριασμός μπορεί να ήταν μεταξύ του θανόντος και ενός εκ των πλησιεστέρων συγγενών του, ή μεταξύ του θανόντος και ενός τρίτου, μη συγγενικού προσώπου. Όταν ο ένας εκ των δικαιούχων ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού αποβιώσει, συνήθως κατά την σύμβαση που έχει υπογραφεί με την τράπεζα κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού, το υπόλοιπο των χρημάτων του κοινού λογαριασμού δικαιούται να το αναλάβει ο επιζών δικαιούχος του λογαριασμού και όχι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν ο πατέρας είχε κοινό λογαριασμό με ένα μόνο από τα δύο παιδιά του, μετά τον θάνατο του πατρός, το ένα παιδί που ήταν συνδικαιούχος μπορεί να εισπράξει το υπόλοιπο του λογαριασμού. Το άλλο παιδί μπορεί να διαμαρτυρηθεί ότι το υπόλοιπο του κοινού λογαριασμού ήταν χρήματα του πατέρα τους και πρέπει να υπολογισθεί στην κληρονομιά και να μοιρασθεί αναλόγως και στα δύο παιδιά, ισχυρισμός όμως που συνήθως δεν γίνεται δεκτός από το παιδί που έχει πάρει τα χρήματα από την τράπεζα. Σε πρώτη ανάγνωση, η απάντηση προς τις δύο αντικρουόμενες απόψεις είναι ότι εφόσον κατά το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού είχε τεθεί ο σχετικός όρος (πράγμα που συμβαίνει αυτομάτως σχεδόν σε κάθε άνοιγμα κοινού τραπεζικού λογαριασμού στην Ελλάδα), ο συνδικαιούχος δικαιούται να αναλάβει το υπόλοιπο του ποσού (όπως άλλωστε συνέβαινε και όσο ο πατέρας ήταν εν ζωή) και το ποσό του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να υπολογισθεί στην κληρονομική περιουσία του θανόντος. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα το άλλο παιδί να διεκδικήσει μερίδιο από το υπόλοιπο του κοινού λογαριασμού κατά την ημέρα του θανάτου, εφόσον κατά το άρθρο 117 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αποδείξει ότι με την κατάθεση στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά από τον πατέρα προς το τέκνο του, το οποίο κατέστησε συνδικαιούχο του κοινού λογαριασμού τους και εφόσον βεβαίως τα χρήματα του λογαριασμού ήταν χρήματα μόνο του πατρός και όχι χρήματα και των δύο. Εάν το παιδί του θανόντος που δεν ήταν συνδικαιούχος του λογαριασμού επιτύχει να αποδείξει ότι επρόκειτο περί δωρεάς, τότε μπορεί να ανατρέψει το αποτέλεσμα της περιέλευσης της κατάθεσης του κοινού λογαριασμού στο ένα μόνο παιδί, στον βαθμό που θίγεται το ποσοστό της νομίμου μοίρας του. Για να γίνει αυτό πρέπει να αποδειχθεί ότι ο σκοπός του πατέρα που έβαλε το ένα μόνο παιδί του συνδικαιούχο του λογαριασμού ήταν να επωφεληθεί το παιδί αυτό από το ενεργητικό υπόλοιπο της καταθέσεως, ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιελεύσεως της ωφελείας είναι ο θάνατος του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη. Σ’ αυτήν την περίπτωση δύναται να υποστηριχθεί ότι επρόκειτο περί δωρεάς (εν ζωή ή αιτία θανάτου), ή εάν είχε συνταχθεί διαθήκη, περί κληροδοσίας. Αν κριθεί ότι επρόκειτο περί δωρεάς αιτία θανάτου (εξομοίωση με την κληροδοσία), το θιγμένο τέκνο που δεν ήταν συγκύριος του κοινού λογαριασμού, θα διεκδικήσει μερίδιο με βάση τις διατάξεις της νομίμου μοίρας, δηλ. στο παράδειγμά μας που υπήρχαν μόνο δύο παιδιά και όχι σύζυγος του θανόντος, η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της μερίδας του τέκνου, δηλαδή το μισό του 1/2, άρα το 1/4 του ποσού. Εάν κριθεί ότι η κατάθεση στον κοινό λογαριασμό ήταν δωρεά εν ζωή (του πατρός προς το τέκνο του που έβαλε συνδικαιούχο του λογαριασμού), το άλλο τέκνο μπορεί να διεκδικήσει το μερίδιό του με συνδυασμό των διατάξεων της νομίμου μοίρας και της μέμψεως αστόργου δωρεάς για να επιτύχει ακύρωση μέρους της αποδόσεως της χρηματικής καταθέσεως στον αδελφό του και την αντίστοιχη απόδοση του μέρους αυτού στον ίδιο. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος

Έννοια και λειτουργία του κοινού τραπεζικού λογαριασμού κατά το Ελληνικό δίκαιο
Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός στο ελληνικό δίκαιο διέπεται από τις διατάξεις του Ν.5638/1932, όπως τροποποιηθείς και συμπληρωθείς ισχύει.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του άνω νόμου, χρηματική κατάθεση σε Τράπεζα σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι η κατάθεση που περιέχει τον όρο ότι δύναται να κάνει χρήση του λογαριασμού αυτού εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας δικαιούχος είτε κάποιοι από αυτούς.
Στην πράξη, ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός διακρίνεται σε κοινό διαζευκτικό, που απαντάται σχεδόν αποκλειστικά και σε κοινό συμπλεκτικό, που ονομάζεται και αδιαίρετος ή ενωμένος (άρθρο 111 Ν.Δ 118/1973). Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στον κοινό διαζευκτικό λογαριασμό κάθε δικαιούχος μπορεί να κινεί το λογαριασμό χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων, ενώ στον αδιαίρετο κοινό λογαριασμό απαιτείται η σύμπραξη όλων των δικαιούχων για κάθε κίνηση, συνιστάμενης με αυτό τον τρόπο κοινωνίας δικαιώματος , ήτοι γεννάται ενεργητική αδιαίρετη ενοχή κατ’ άρθρο 495 ΑΚ.
Από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 2 Ν.5638/1932 και 2 παρ.1 Ν.Δ 17-07/13.08.1923, καθώς και 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ προκύπτει ότι ανεξάρτητα αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε έναν ή μερικούς ή σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, παράγεται μεταξύ καταθέτη και τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου (της Τράπεζας) αφετέρου ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, ώστε η ανάληψη της χρηματικής κατάθεσης να γίνεται από οποιοδήποτε καταθέτη, χωρίς καμία σύμπραξη άλλου συνδικαιούχου.
Επομένως, στην περίπτωση που ένας συνδικαιούχος αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης από το λογαριασμό, τότε επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (Τράπεζα) και ως προς τους λοιπούς συνδικαιούχους . Δηλαδή η Τράπεζα υποχρεούται να αποδώσει την κατάθεση μόνο μία φορά. Πλην όμως, ο μη αναλαβών το ποσό συνδικαιούχος του λογαριασμού δύναται να αποκτήσει απαίτηση έναντι του δικαιούχου που ανέλαβε την κατάθεση για την καταβολή σε αυτόν του αναλογούντος ποσού βάσει της μεταξύ τους εσωτερικής σχέσης, που μπορεί να είναι π.χ η εντολή, η δωρεά κλπ. Η εσωτερική σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους είναι αντικείμενο απόδειξης και θα κριθεί από το Δικαστήριο.
Στο άρθρο 2 Ν.5638/1932 ορίζεται ότι μπορεί στην κατάθεση να τεθεί επιπρόσθετα ο όρος ότι, εάν αποβιώσει ο ένας εκ των συνδικαιούχων, η κατάθεση θα περιέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους, χωρίς καμία περαιτέρω διαδικαστική πράξη και προϋπόθεση. Στην πράξη, ο όρος αυτός περιλαμβάνεται στη συντριπτική πλειοψηφία των ανοιγόμενων κοινών λογαριασμών, αφού εξυπηρετεί τον κύριο σκοπό του λογαριασμού αυτού.
Με τον ανωτέρω όρο, παρακάμπτονται οι κανόνες της κληρονομικής διαδοχής, αφού στην παρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι στην περίπτωση αυτή η κατάθεση περιέρχεται στους επιβιώσαντες συνδικαιούχους ελεύθερη κάθε φόρου κληρονομίας ή τέλους, χωρίς η απαλλαγή αυτή βέβαια να επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου. Μάλιστα, η εισηγητική έκθεση του νόμου ανέφερε ότι σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν η συγκράτηση και προσέλκυση στη χώρα κεφαλαίων του εξωτερικού.
Εξαίρεση από την ανωτέρω ρύθμιση εισάγει ο ΕισΝΑΚ με το άρθρο 117, όπου προβλέπεται ότι «σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του νόμου 5638 της 31 Αυγούστου / 7 Σεπτεμβρίου 1932 περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν η κατάθεση, αν με αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα». Επομένως στην περίπτωση αυτή οι νόμιμοι μεριδούχοι θα μπορούν να προστατευθούν με τις διατάξεις για τη μέμψη της άστοργης δωρεάς κατ’ άρθρα 1825 επ. ΑΚ. Και πάλι όμως είναι αντικείμενο απόδειξης για το εάν με την κατάθεση αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά ή όχι.
Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου:
Οι νόμιμοι κληρονόμοι του θανόντος δικαιούνται τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Δικαιούνται δηλαδή να εισπράξουν το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό που ήταν δικαιούχος του λογαριασμού ο θανών.
Για παράδειγμα: Εάν ο θανών είναι δικαιούχος σε έναν κοινό λογαριασμό με άλλα τρία άτομα, τότε οι κληρονόμοι του θανόντος θα κληρονομήσουν χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο 1/3.
Στην περίπτωση αυτή, οφείλεται φόρος κληρονομιάς ο οποίος υπολογίζεται …..
Οι νόμιμοι κληρονόμοι του θανόντος δεν δικαιούνται τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην περίπτωση που στους όρους που διέπουν την λειτουργία του λογαριασμού έχει προστεθεί ο όρος ότι με τον θάνατο του ενός από τους συνδικαιούχους το υπόλοιπο χρηματικό ποσό το αναλαμβάνει ο άλλος συνδικαιούχος που επιζεί. Στην περίπτωση αυτή το ποσό του τραπεζικού λογαριασμού εξαιρείται από την κληρονομιά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνιστάται να μπαίνουν συνδικαιούχοι σε τραπεζικούς λογαριασμούς πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος.
Στην περίπτωση που τα χρήματα μεταβαίνουν αυτόματα στον επιζήσαντα συνδικαιούχο (όταν δηλαδή προβλέπεται τέτοιος όρος) τότε ΔΕΝ οφείλεται φόρος κληρονομιάς για το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό διότι αυτά τα χρήματα δεν λογίζονται ως κληρονομιά.
Καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό – Θάνατος συνδικαιούχου
Κοινός λογαριασμός ή κατάθεση σε κοινό λογαριασμό είναι μόνο η διεπόμενη από το Ν. 5638/1932 συμβατική χρηματική κατάθεση- πλέον και η κατάθεση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άυλων τίτλων- σε τράπεζα, η οποία συνδυαζόμενη με «ανοικτό» (τρέχοντα) λογαριασμό, έχει πλείονες δικαιούχους, έκαστος των οποίων από μόνος του ή μαζί με άλλους δύναται- δικαιούται έναντι της τράπεζας- να κάνει εν όλω ή εν μέρει χρήση του λογαριασμού, χωρίς τη σύμπραξη των υπολοίπων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 ν. 5638/1932 συνάγεται ότι, ως προς την τύχη κοινού τραπεζικού λογαριασμού σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συγκαταθέτες, πρέπει να διακριθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2, ότι δηλαδή μετά το θάνατο κάποιου συγκαταθέτη η κατάθεση και ο λογαριασμός θα περιέλθει αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες, οι κληρονόμοι του καταθέτη δεν υπεισέρχονται έναντι της τράπεζας στη θέση συνδικαιούχου της κατάθεσης με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα, λόγω της σχετικής απαγόρευσης του άρθρου 3 ν. 5638/1932, αλλά απλώς έχουν τo δικαίωμα να απαιτήσουν από τους υπόλοιπους συγκατεθέτες το μέρος εκείνο της κατάθεσης που αντιστοιχεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση την εσωτερική σχέση, β) Αν, αντίθετα έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 ν. 5638/1932, οι κληρονόμοι αποξενώνονται πλήρως από το ποσό της κατάθεσης, το οποίο εξαιρείται από την κληρονομιά και περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες συγκαταθέτες, χωρίς να μπορούν οι κληρονόμοι να αντλήσουν δικαιώματα από την εσωτερική σχέση των τελευταίων με τον κληρονομούμενο. Ωστόσο, για την προστασία των δικαιωμάτων των νομίμων μεριδούχων, ο νομοθέτης διόρθωσε τις δυσμενείς αυτές συνέπειες με το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά, κρίνεται (προκειμένου για καταθέτη που απεβίωσε μετά την εισαγωγή του ΑΚ) ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά. Έτσι, προστίθεται στην κληρονομία για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας κατά τους όρους του άρθρου 1831 ΑΚ, υπόκειται δε σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1831 ΑΚ. Αν δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής των περί νόμιμης μοίρας διατάξεων, οι κληρονόμοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω σε ένα τέτοιο λογαριασμό του δικαιοπαρόχου τους (ΑΠ 1393/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 855/2002 ΕλλΔνη 43 (2002) σελ 1700, ΑΠ 540/1998 ΕλλΔνη 40 (1999) σελ. 148, ΑΠ 539/1992 ΕλλΔνη 35 (1994) σελ. 78, ΕφΑθ 7530/1997 ΕλλΔνη 39 (1998) σελ. 1685, ΜΠρΒολου 1215/2003,τνπ «ΝΟΜΟΣ`, Κ. Φουντεδάκη, «Κατάθεση σε κοινό λογαριασμό και προστασία του νόμιμου μεριδούχου», Αρμ 1997 σελ. 593-601 ιδίως 595, Σ, Ψυχομάνη, «Τραπεζικό δίκαιο Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων», σελ. 189,1. Βελέντζα, Τραπεζικά δίκαιο, σελ. 135).Μαρία Τζαβέλα Δικηγόρος, LL.M
Πώς ο κληρονόμος διεκδικεί κοινό λογαριασμό του θανόντος Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Οι στενοί συγγενείς του κληρονομουμένου ερίζουν συχνά, είτε μεταξύ τους είτε με τρίτον, για το υπόλοιπο που ήταν κατατεθειμένο σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό του θανόντος. Ο κοινός αυτός λογαριασμός μπορεί να ήταν μεταξύ του θανόντος και ενός εκ των πλησιεστέρων συγγενών του, ή μεταξύ του θανόντος και ενός τρίτου, μη συγγενικού προσώπου. Όταν ο ένας εκ των δικαιούχων ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού αποβιώσει, συνήθως κατά την σύμβαση που έχει υπογραφεί με την τράπεζα κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού, το υπόλοιπο των χρημάτων του κοινού λογαριασμού δικαιούται να το αναλάβει ο επιζών δικαιούχος του λογαριασμού και όχι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν ο πατέρας είχε κοινό λογαριασμό με ένα μόνο από τα δύο παιδιά του, μετά τον θάνατο του πατρός, το ένα παιδί που ήταν συνδικαιούχος μπορεί να εισπράξει το υπόλοιπο του λογαριασμού. Το άλλο παιδί μπορεί να διαμαρτυρηθεί ότι το υπόλοιπο του κοινού λογαριασμού ήταν χρήματα του πατέρα τους και πρέπει να υπολογισθεί στην κληρονομιά και να μοιρασθεί αναλόγως και στα δύο παιδιά, ισχυρισμός όμως που συνήθως δεν γίνεται δεκτός από το παιδί που έχει πάρει τα χρήματα από την τράπεζα. Σε πρώτη ανάγνωση, η απάντηση προς τις δύο αντικρουόμενες απόψεις είναι ότι εφόσον κατά το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού είχε τεθεί ο σχετικός όρος (πράγμα που συμβαίνει αυτομάτως σχεδόν σε κάθε άνοιγμα κοινού τραπεζικού λογαριασμού στην Ελλάδα), ο συνδικαιούχος δικαιούται να αναλάβει το υπόλοιπο του ποσού (όπως άλλωστε συνέβαινε και όσο ο πατέρας ήταν εν ζωή) και το ποσό του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να υπολογισθεί στην κληρονομική περιουσία του θανόντος. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα το άλλο παιδί να διεκδικήσει μερίδιο από το υπόλοιπο του κοινού λογαριασμού κατά την ημέρα του θανάτου, εφόσον κατά το άρθρο 117 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αποδείξει ότι με την κατάθεση στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά από τον πατέρα προς το τέκνο του, το οποίο κατέστησε συνδικαιούχο του κοινού λογαριασμού τους και εφόσον βεβαίως τα χρήματα του λογαριασμού ήταν χρήματα μόνο του πατρός και όχι χρήματα και των δύο. Εάν το παιδί του θανόντος που δεν ήταν συνδικαιούχος του λογαριασμού επιτύχει να αποδείξει ότι επρόκειτο περί δωρεάς, τότε μπορεί να ανατρέψει το αποτέλεσμα της περιέλευσης της κατάθεσης του κοινού λογαριασμού στο ένα μόνο παιδί, στον βαθμό που θίγεται το ποσοστό της νομίμου μοίρας του. Για να γίνει αυτό πρέπει να αποδειχθεί ότι ο σκοπός του πατέρα που έβαλε το ένα μόνο παιδί του συνδικαιούχο του λογαριασμού ήταν να επωφεληθεί το παιδί αυτό από το ενεργητικό υπόλοιπο της καταθέσεως, ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιελεύσεως της ωφελείας είναι ο θάνατος του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη. Σ’ αυτήν την περίπτωση δύναται να υποστηριχθεί ότι επρόκειτο περί δωρεάς (εν ζωή ή αιτία θανάτου), ή εάν είχε συνταχθεί διαθήκη, περί κληροδοσίας. Αν κριθεί ότι επρόκειτο περί δωρεάς αιτία θανάτου (εξομοίωση με την κληροδοσία), το θιγμένο τέκνο που δεν ήταν συγκύριος του κοινού λογαριασμού, θα διεκδικήσει μερίδιο με βάση τις διατάξεις της νομίμου μοίρας, δηλ. στο παράδειγμά μας που υπήρχαν μόνο δύο παιδιά και όχι σύζυγος του θανόντος, η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της μερίδας του τέκνου, δηλαδή το μισό του 1/2, άρα το 1/4 του ποσού. Εάν κριθεί ότι η κατάθεση στον κοινό λογαριασμό ήταν δωρεά εν ζωή (του πατρός προς το τέκνο του που έβαλε συνδικαιούχο του λογαριασμού), το άλλο τέκνο μπορεί να διεκδικήσει το μερίδιό του με συνδυασμό των διατάξεων της νομίμου μοίρας και της μέμψεως αστόργου δωρεάς για να επιτύχει ακύρωση μέρους της αποδόσεως της χρηματικής καταθέσεως στον αδελφό του και την αντίστοιχη απόδοση του μέρους αυτού στον ίδιο. *Ο Χρήστος Ηλιόπουλος
Ο τραπεζικός λογαριασμός μετά το θάνατο του δικαιούχου

Ο τραπεζικός λογαριασμός ανήκει στα πράγματα της κληρονομιάς και ως εκ τούτου μετά το θάνατο του δικαιούχου, ο τραπεζικός λογαριασμός μεταβιβάζεται στους κληρονόμους σύμφωνα με την κληρονομική διαδοχή (άρθρο 1710 Αστικού Κώδικα). Όταν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι από έναν, αναλαμβάνει έκαστος από τον τραπεζικό λογαριασμό το ποσοστό που του αναλογεί, σύμφωνα με τη μερίδα του στην κληρονομία. Εάν για παράδειγμα απεβίωσε κάποιος από τους γονείς αφήνοντας κληρονόμους τα 3 τέκνα του, τότε κληρονομεί το καθένα από αυτά το 1/3 από το ποσό που είναι κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό.
Τι πρέπει να κάνουν οι κληρονόμοι για να εκταμιεύσουν τα χρήματα από τον τραπεζικό λογαριασμό του κληρονομούμενου;
Για την ανάληψη του ποσού από τον τραπεζικό λογαριασμό, πρέπει ο κληρονόμος να προσκομίσει στην τράπεζα κατά κανόνα κληρονομητήριο ή αναγνωριστική δικαστική απόφαση, ή τουλάχιστον τα έγγραφα που απαιτούνται για την έκδοση κληρονομητηρίου. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως των τραπεζών, ίσως όλες, ζητούν την προσκόμιση κληρονομητηρίου. Για την έκδοση κληρονομητηρίου πρέπει να συγκεντρωθούν ορισμένα έγγραφα και να γίνει δικαστήριο. Για λεπτομέρειες σχετικά με την έκδοση του κληρονομητηρίου, παρακαλώ αναφερθείτε στο σχετικό άρθρο κάνοντας κλικ εδώ.
Τι ισχύει με τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, όπου συνδικαιούχοι είναι περισσότεροι του ενός;
Με τη σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε κοινό λογαριασμό, που συνάπτεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ενδιαφερόμενους και μία τράπεζα, συμφωνείται ότι θα καταθέτουν οι δικαιούχοι του λογαριασμού χρήματα σε αυτόν και παράλληλα ο κάθε ένας δικαιούχος θα μπορεί να κάνει μερική ή ολική χρήση του λογαριασμού, εκταμιεύοντας χρήματα από αυτόν χωρίς τη σύμπραξη των άλλων συνδικαιούχων. Με αυτή τη συμφωνία, κάθε δικαιούχος μπορεί να εκταμιεύσει όλα τα χρήματα που είναι κατατεθειμένα στο λογαριασμό και αντίστοιχα η τράπεζα υποχρεούται να αποδώσει τα χρήματα του λογαριασμού μόνο μία φορά.
Επομένως, σε περίπτωση που κάποιος συνδικαιούχος εκταμιεύσει όλα τα χρήματα από κοινό λογαριασμό, η τράπεζα καμία υποχρέωση ή ευθύνη δεν έχει έναντι των υπολοίπων συνδικαιούχων για τα χρήματα αυτά.
Οι υπόλοιπο συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα αναγωγής κατ` εκείνου που ανέλαβε τα χρήματα, εάν μάλιστα οι συνδικαιούχοι ήταν δύο, ο άλλος έχει αξίωση κατά του άλλου για τα μισά από τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από την τυχόν υφιστάμενη εσωτερική σχέση τους.
Λόγου χάρη, τα αδέλφια ΑΑ και ΒΒ έχουν ένα κοινό τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο είναι συνδικαιούχοι. Μία ημέρα ο ΑΑ αναλαμβάνει όλα τα χρήματα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Ο εξοργισμένος ΒΒ ασκεί αγωγή κατά του ΑΑ και ζητά τα μισά χρήματα από το λογαριασμό. Ο ΑΑ όμως επικαλείται ότι, αν και ήταν αδέλφια, ο ΒΒ δεν συνεισέφερε καθόλου στον τραπεζικό λογαριασμό και όλες οι καταθέσεις ήταν του ΑΑ και συνεπώς ο ΒΒ δεν δικαιούται τα χρήματα αυτά. Η αγωγή του ΒΒ απορρίπτεται.
Τι γίνεται όταν στον τραπεζικό λογαριασμό υπήρχαν περισσότεροι του ενός συνδικαιούχοι και κάποιος από αυτούς εκταμίευσε τα χρήματα μετά το θάνατο του ενός εκ των δικαιούχων;
Συχνά ο δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού, για να αποφύγει να περιέλθει το ποσό που περιλαμβάνει αυτός στους κληρονόμους του, καταφεύγει σε δικαιοπραξίες αιτία θανάτου.
Με τον Ν.5638/1932 θεσπίστηκε ο κοινός, διαζευκτικός, τραπεζικός λογαριασμός, με την πραγματοποίηση χρηματικής κατάθεσης σε τράπεζα στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων από κοινού, τον οποίον μπορούν να κάνουν χρήση και να τον κινούν είτε καθένας χωριστά είτε όλοι μαζί. Σύμφωνα με το άρθρα 2 και 1 του ως άνω νόμου, μπορεί κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού να τεθεί πρόσθετα ο όρος με βάση τον οποίο μετά τον θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, η κατάθεση περιέρχεται στους επιζώντες μέχρι τον τελευταίο από αυτούς, ενώ με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Για παράδειγμα, ο ηλικιωμένος κ. ΟΟ που θέλει να εξασφαλίσει την επιβίωση της - κατά πολλά χρόνια μικρότερης - αλλοδαπής συμβίας του ΓΓ, καταθέτει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό σε κοινό με αυτήν τραπεζικό λογαριασμό, ώστε μετά το θάνατό του να το αναλάβει αυτή και να μην το διεκδικήσουν τα αδηφάγα τέκνα του, οι ως άνω ΑΑ αλλά ιδιαίτερα ο χαραμοφάης ΒΒ, που έχει στραφεί ήδη κατά του αδελφού του ΑΑ, όπως είδαμε παραπάνω... Παράλληλα, ο ΟΟ συμφωνεί με την τράπεζα, μετά το θάνατό του, το εναπομείναν ποσό του τραπεζικού λογαριασμού να περιέλθει στην εν ζωή συμβία του ΓΓ, ώστε τα τέκνα του και νόμιμοι κληρονόμοι του ΑΑ και ΒΒ να μην μπορούν να πάρουν από τον τραπεζικό λογαριασμό ευρώ τσακιστό. Ύστερα από λίγους μήνες ο ΟΟ πεθαίνει από καρδιακή προσβολή υπό άγνωστες συνθήκες και η ΓΓ, αφού αναλαμβάνει τα χρήματα από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό ως συνδικαιούχος, ξεκινά την επένδυση αυτών στη ρουλέτα συνοδεία εικοσάχρονου κυρίου φερομένου ως ανεψιού της. Τα τέκνα και νόμιμοι κληρονόμοι του ΟΟ, ΑΑ και ΒΒ, βλέποντας ότι η συμβία του θανόντος πατέρα τους ΓΓ προβαίνει σε επενδύσεις, ενώ αυτοί αδυνατούν, ασκούν αγωγή κατά της ΓΓ ως νόμιμοι κληρονόμοι του πατέρα τους και ζητούν όλο το χρηματικό ποσό που ήταν κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό κατά το χρόνο θανάτου αυτού, εφόσον τα κατατεθέντα στο λογαριασμό χρήματα ανήκαν στον πατέρα τους, γιατί η ΓΓ δεν εργαζόταν. Η αγωγή των ΑΑ και ΒΒ δυστυχώς απορρίπτεται, διότι η ΓΓ προέβαλε στο Δικαστήριο τον ισχυρισμό ότι κατά το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, ο ΟΟ και ΓΓ έκαναν πρόσθετη συμφωνία με την τράπεζα, μετά το θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, το υπολοιπόμενο ποσό του λογαριασμού να περιέλθει στον επιζόντα, χωρίς οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος να έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα στην κατάθεση.
Δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντος συνδικαιούχου σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό.
Όπως είδαμε παραπάνω, με τον Ν.5638/1932 θεσπίστηκε ο κοινός, διαζευκτικός, τραπεζικός λογαριασμός, με την πραγματοποίηση χρηματικής κατάθεσης σε τράπεζα στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων από κοινού, τον οποίον μπορούν να κάνουν χρήση και να τον κινούν είτε καθένας χωριστά είτε όλοι μαζί. Σύμφωνα με το άρθρα 2 και 1 του ως άνω νόμου, μπορεί κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού να τεθεί πρόσθετα ο όρος με βάση τον οποίο μετά τον θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, η κατάθεση περιέρχεται στους επιζώντες μέχρι τον τελευταίο από αυτούς, ενώ με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Για να εξισορροπηθούν, όμως οι ευνοϊκές για τους επιζώντες συνδικαιούχους και δυσμενείς για τους αναγκαίους κληρονόμους του αποβιώσαντος συνδικαιούχου ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου, εισήχθη διάταξη κατά την οποία, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό του Ν.5638/1932 συντελέσθηκε δωρεά, αυτή κρίνεται σε σχέση με το δίκαιο της νόμιμης μοίρας (για το τι είναι νόμιμη μοίρα αναφερθείτε στο σχετικό άρθρο) ως δωρεά προκειμένου για καταθέτη που απεβίωσε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα.
Επειδή ο όρος δωρεά αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη γενικά και χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του είδους της, τούτο σημαίνει ότι με τον όρο αυτό νοείται κάθε είδους δωρεά, δηλαδή είτε δωρεά εν ζωή είτε δωρεά αιτία θανάτου, για να συντελεστεί όμως η ως άνω δωρεά (εν ζωή ή αιτία θανάτου) χρειάζεται και η συγκέντρωση των λοιπών ουσιαστικών προϋποθέσεων του κύρους των εν λόγω δικαιοπραξιών και συγκεκριμένα συμφωνία των συγκαταθετών σύμφωνα με τα άρθρα 496 και επόμενα ή 2032 του ΑΚ και συμβολαιογραφικό έγγραφο, την έλλειψη του οποίου αναπληρώνει και στις δύο περιπτώσεις η κατάθεση των χρημάτων στον κοινό λογαριασμό από όπου τα αποσύρει ακολούθως ο δωρεοδόχος - συγκαταθέτης.
Επειδή βέβαια το συνολικό ποσό της κατάθεσης στον κοινό λογαριασμό μπορεί να προέρχεται από συμβολή όχι μόνο του δωρητή, αλλά και του δωρεοδόχου, είναι ευνόητο ότι η δωρεά θα αφορά μόνο το ποσό που προήλθε από συμβολή του δωρητή, αφού δεν νοείται δωρεά ποσού που ανήκε στην κυριότητα του δωρεοδόχου.
Επομένως, οι ΑΑ και ΒΒ επανέρχονται με νέα αγωγή κατά της ΓΓ και διεκδικούν τη νόμιμη μοίρα (για το τι είναι η νόμιμη μοίρα αναφερθείτε στο σχετικό άρθρο) από το ποσό που υπήρχε στον τραπεζικό λογαριασμό κατά το θάνατο του πατέρα τους. Διεκδικούν δηλαδή το ½ των χρημάτων που είχε ο λογαριασμός, εφόσον η συμβία ΓΓ του πατέρα τους δεν εργαζόταν και όλο το ποσό του λογαριασμού είχε καταθέσει σταδιακά ο πατέρας τους. Το Δικαστήριο τους δικαιώνει....
Ύστερα από λίγο καιρό, οι ΑΑ, ΒΒ και ΓΓ, μιας και δραστηριοποιούνταν άπαντες στο χώρο των επενδύσεων, άφησαν τα μίση και ένωσαν τις δυνάμεις τους προκειμένου ενωμένοι πλέον να αντιμετωπίσουν το νέο μεγάλο τους αντίπαλο, Μπλακ Τζακ...
(ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΟ ΟΔΗΓΟ)
++++++++++++++++++++++++++++++++
Ασφαλιστικά Μέτρα – Κοινός Τραπεζικός Λογαριασμός – Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932 – Προσβολή νόμιμης μοίρας κληρονόμου – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Συντηρητική κατάσχεση.
Ασφαλιστικά Μέτρα. Κοινοί Προθεσμιακοί Τραπεζικοί Λογαριασμοί. Ανάληψη ολόκληρου του ποσού των καταθέσεων από τη συνδικαιούχο του λογαριασμού μετά το θάνατο του έτερου συνδικαιούχου. Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932. Μη δικαίωμα κληρονόμου του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχο να απαιτήσει από την έτερη συνδικαιούχο το μέρος της κατάθεσης που αντιστοιχεί σε αυτόν βάσει της εσωτερικής έννομης σχέσης που συνέδεε αυτήν με το θανόντα συνδικαιούχο. Κρίση ότι η κατάθεση σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό αποτελεί δωρεά. Μέμψη άστοργης δωρεάς κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Προσβολή της νόμιμης μοίρας του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχου. Επείγουσα περίπτωση. Επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος της επιζήσασας συνδικαιούχου των τραπεζικών λογαριασμών.
Αριθμός απόφασης 108/2013
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Αποτελούμενο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Ελένη Σκριβάνου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14-01-2013 χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ του αιτούντος Μ.Τ. του Λ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Γεωργίου Ν. Λαμπαδάκη, δικηγόρου Ρόδου και των καθών 1) Α.Μ. του Ν., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Α.Θ., Δικηγόρου Αθηνών, 2) Σ.Τ.Δ., η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
(…..) Ως προς τη δεύτερη των καθών η αίτηση θεωρείται μη ασκηθείσα, καθώς … ο αιτών έχει ήδη παραιτηθεί του δικογράφου της ένδικης αιτήσεως ως προς αυτήν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932 συνάγεται ότι ως προς την τύχη κοινού τραπεζικού λογαριασμού σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συγκαταθέτες, πρέπει να διακριθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Αν δεν έχει τεθεί ο όρος του αρ. 2, ότι δηλαδή μετά το θάνατο κάποιου συγκαταθέτη η κατάθεση και ο λογαριασμός θα περιέλθει αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες, οι κληρονόμοι του καταθέτη δεν υπεισέρχονται στη θέση της Τράπεζας στη θέση του συνδικαιούχου της κατάθεσης με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα, λόγω της σχετικής απαγόρευσης του αρ. 3 Ν. 5638/32, αλλά απλώς έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τους υπόλοιπους συγκαταθέτες το μέρος εκείνης της κατάθεσης που αντιστοιχεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση την εσωτερική σχέση, β) Αν αντίθετα έχει τεθεί ο όρος του αρ. 2 οι κληρονόμοι αποξενώνονται πλήρως από το ποσό της κατάθεσης, το οποίο εξαιρείται από την κληρονομιά και περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες συγκαταθέτες, χωρίς να μπορούν οι κληρονόμοι να αντλήσουν δικαιώματα από την εσωτερική σχέση των τελευταίων με τον κληρονομούμενο. Ωστόσο, για την προστασία των δικαιωμάτων των νομίμων μεριδούχων, ο νομοθέτης διόρθωσε τις δυσμενείς αυτές συνέπειες με το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά. Έτσι, προστίθεται στην κληρονομιά για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας κατά τους όρους του άρθρου 1831 ΑΚ, υπόκειται δε σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Αν δε συντρέχουν οι όροι εφαρμογής των περί νόμιμης μοίρας διατάξεων, οι κληρονόμοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω σε ένα τέτοιο λογαριασμό του δικαιοπαρόχου τους (ΑΠ 1393/2011 τνπ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 855/2002, ΑΠ 540/1998, ΑΠ 539/1992 κ.α.)
(………….) Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης ενώπιον του ακροατηρίου της μάρτυρας του αιτούντος (η πρώτη καθής δεν εξέτασε μάρτυρα) Σ.Π. του Ι., καθώς και των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Ο πατέρας του αιτούντος Λ.Τ. του Μ., ο οποίος απεβίωσε στις 11-04-2012 και του οποίου ο αιτών είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος διατηρούσε ενόσω ζούσε δύο κοινούς διαζευκτικούς λογαριασμούς προθεσμιακών καταθέσεων στη δεύτερη καθής Τράπεζα … ποσού €95.000 και €85.000 αντίστοιχα με συνδικαιούχο την πρώτη καθής, πρώτη εξαδέλφη και θεία του αιτούντος. Ο αιτών ισχυρίζεται ότι αρχικά αυτός ήταν συνδικαιούχος στα ποσά αυτά με τον πατέρα του, τα οποία αφορούσαν αποταμιεύσεις τους και ότι ο πατέρας του φοβούμενος μήπως η πρώην σύζυγος του αιτούντος θα διεκδικούσε τμήμα των χρημάτων αυτών ως συμμετοχή στα αποκτήματα γάμου, δημιούργησε κοινούς λογαριασμούς με συνδικαιούχο τον ίδιο και την πρώτη καθής στην οποία είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, με τη συμφωνία ότι σε περίπτωση θανάτου του και για να αποφύγει ο αιτών χρονοβόρες κληρονομικές διαδικασίες θα παραδώσει τα χρήματα αυτά στον αιτούντα-υιό του. Όμως, ανεξάρτητα από το αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή όχι, σύμφωνα με τους ως άνω λογαριασμούς (και συγκεκριμένα στους γενικούς όρους αυτών, τους οποίους είχε υπογράψει και ο πατέρας του αιτούντος-καταθέτης) περιλήφθηκε και ο όρος του αρ. 2 Ν. 5638/32…. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, εφόσον στους εν λόγω λογαριασμούς έχει τεθεί ο όρος του αρ. 2 Ν. 5638/32, όπως ισχυρίζεται βάσιμα η δεύτερη καθής, το ποσό τους δεν συμπεριλαμβάνεται στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του αιτούντος, ο δε τελευταίος (αιτών) ως κληρονόμος αυτού αποξενώθηκε πλήρως από τις καταθέσεις αυτές και το ποσό τους περιήλθε αυτοδικαίως στους επιζώντες συγκαταθέτες, δηλαδή στην πρώτη καθής, χωρίς να μπορεί ο κληρονόμος του, ήτοι ο αιτών, να αντλήσει δικαιώματα από την εσωτερική σχέση της τελευταίας (πρώτης καθής) με τον κληρονομούμενο. Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ο αιτών-κληρονόμος διατηρεί και σε αυτήν την περίπτωση που έχει τεθεί ο ως άνω όρος απαίτηση νόμιμης μοίρας, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέσθηκε δωρεά και προσβάλλεται με αυτήν η νόμιμη μοίρα του ως κληρονόμου, όπως υποστηρίζει ο αιτών κατ’ αντένσταση με τις προτάσεις του. Έτσι, προστίθεται στην κληρονομιά για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας κατά τους όρους του άρθρου 1831 ΑΚ, υπόκειται δε σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Πιθανολογείται δε ότι προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του αιτούντος, προς συμπλήρωση της οποίας έχει αξίωση ο αιτών, καθώς ο θανών πατέρας του άφησε κατά το χρόνο του θανάτου του τους ως άνω λογαριασμούς καθώς και ένα ισόγειο κατάστημα 39 τ.μ. στην Παλιά Πόλη της Ρόδου αξίας €89.008,92, όπως εκτιμήθηκε από τη Δ.Ο.Υ. Ρόδου, ήτοι συνολική περιουσία αξίας €269.008,92, οπότε η νόμιμη μοίρα του αιτούντος-υιού του και μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ανέρχεται στο μισό του ως άνω ποσού, ήτοι €134.504,46, αφαιρουμένης δε της αξίας του ως άνω καταστήματος, το οποίο περιέρχεται στην κληρονομιά του ως άνω θανόντος πατέρα του στον αιτούντα, υπολείπεται το ποσό των €45.495,54, ως προς το οποίο, ως συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του, η ως άνω κατάθεση μπορεί να υποβληθεί σε ανατροπή ως άστοργος δωρεά κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, πιθανολογείται αφενός μεν αξίωση του αιτούντος πηγάζουσα από τη νόμιμη μοίρα του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά της πρώτης καθής, αφετέρου δε και η επικείμενη αποξένωση της πρώτης καθής από τα περιουσιακά της στοιχεία, καθώς ήδη αυτή μετά την απόρριψη της προσωρινής διαταγής ανέλαβε όλα τα ως άνω ποσά από τους εν λόγω λογαριασμούς από τη δεύτερη καθής-Τράπεζα, η πράξη της δε αυτή σε συνδυασμό με την εν γένει συμπεριφορά της δημιουργεί άμεσο κίνδυνο μεταβίβασης και των λοιπών περιουσιακών της στοιχείων και ματαίωσης της ικανοποίησης της τυχόν επιδικασθείσας στο μέλλον απαίτησης του αιτούντος κατ’ αυτής.
Πρέπει συνεπώς, κατά τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρώτης καθής, είτε βρίσκεται στα χέρια της είτε στα χέρια τρίτου, μέχρι του ποσού των €50.000 κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό (….)
Ασφαλιστικά Μέτρα. Κοινοί Προθεσμιακοί Τραπεζικοί Λογαριασμοί. Ανάληψη ολόκληρου του ποσού των καταθέσεων από τη συνδικαιούχο του λογαριασμού μετά το θάνατο του έτερου συνδικαιούχου. Όρος αρ. 2 Ν. 5638/1932. Μη δικαίωμα του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχου να απαιτήσει από την έτερη συνδικαιούχο το μέρος της κατάθεσης που αντιστοιχεί σε αυτόν βάσει της εσωτερικής έννομης σχέσης που συνέδεε αυτήν με το θανόντα συνδικαιούχο. Κρίση ότι η κατάθεση σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό αποτελεί δωρεά. Μέμψη άστοργης δωρεάς κατά το άρθρο 1835 ΑΚ. Προσβολή της νόμιμης μοίρας του κληρονόμου του θανόντος συνδικαιούχου. Επείγουσα περίπτωση. Επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος της επιζήσασας συνδικαιούχου των τραπεζικών λογαριασμών. (Αριθμός Απόφασης 108/2013 Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, δημοσιευμένη απόφαση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ και στο νομικό περιοδικό Αρμενόπουλος 2013, 905 επ.)
Κοινός τραπεζικός λογαριασμός: Δικαιώματα συνδικαιούχων
Εφ.Θεσ/νίκης 74/2011: (..) Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό παράγεται, ανεξαρτήτως του εάν τα χρήματα που κατατέθηκαν ανήκαν σε όλους ή σε μερικούς υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση, ενεργητική σε ολόκληρο ενοχή μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (ολικώς ή μερικώς) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης καθ` ολοκληρία έναντι της Τράπεζας και ως προς τον άλλο,
δηλ. τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος εκ του νόμου αποκτά απαίτηση, έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν έκανε ανάληψη του ποσού. Με την κατάθεση δε σε κοινό λογαριασμό οι δικαιούχοι του λογαριασμού, ακόμη και αν δεν κατατέθηκαν δικά τους χρήματα, γίνονται συγκύριοι των χρημάτων του λογαριασμού, ανεξάρτητα από τον σκοπό της κατάθεσης, γι` αυτό και η ανάληψη των χρημάτων από οποιονδήποτε των δικαιούχων δεν συνιστά υπεξαίρεση και κατ` επέκταση αδικοπραξία (…)
Η ανάληψη οποιουδήποτε ποσού της χρηματικής κατάθεσης από τον παραπάνω συνδικαιούχο (είτε όλου είτε μέρους αυτού), έγινε, όπως προαναφέρθηκε στη σχετική νομική σκέψη, εξ ιδίου δικαίου, και επέφερε απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (εναγόμενης) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από τον νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα σε ολόκληρο το ποσό ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού. Σε περίπτωση δε θανάτου ενός των καταθετών, αν ο επιζών καταθέτης (ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας) εισπράξει, έχοντας το δικαίωμα, ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, δεν χωρεί υποκατάσταση του άλλου (αποβιώσαντος) από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της (τράπεζας). Έτσι, οι κληρονόμοι του αποθανόντος, στην περίπτωση που πρόκειται οι ενάγοντες, θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχο τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών (δημοσίευση τνπ Nomos)
2 σχόλια:
Συνάδελφε, πραγματικά ευχαριστώ για τη συγκεκριμένη ανάρτηση. Με βοήθησε πάρα πολύ! Μαριάννα Χαλικια
Μπράβο συνάδελφε για το άρθρο σου
Δημοσίευση σχολίου