
Μέμψη άστοργης δωρεάς.
- Μέμψη άστοργης δωρεάς. Διαδοχικές δωρεές. Υπολογισμός νόμιμης μοίρας.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία, που υπάρχει, κατά...
το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγουμένη είναι δυνατόν να προσβληθεί, εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ο θιγόμενος μεριδούχος θα επιληφθεί πρώτα της τελευταίας χρονικώς δωρεάς και θα προχωρεί σταδιακά στις προγενέστερες δωρεές, μέχρι ότου ικανοποιηθεί πλήρως και συνεπώς η σχετική αγωγή θα απορριφθεί κατ' ουσία, όσο αφορά τις προγενέστερες δωρεές, όταν αποδειχθεί ότι η ανατροπή της τελευταίας χρονικώς δωρεάς αρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και όχι εκ των προτέρων και από μόνο το λόγο ότι με την αγωγή δεν προσβάλλεται και η τελευταία χρονικώς δωρεά.
- Κατά μεν τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 1831 ΑΚ, ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας. Στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά, που ο κληρονομούμενος έκανε τα τελευταία δέκα χρόνια πριν το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1833 παρ.1 ΑΚ, στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία, που είχαν, όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην κληρονομία, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1825 και 1827 ΑΚ, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα κατά τον χρόνο αυτό υπάρχοντα στην κληρονομία στοιχεία, δεκτικά κληρονομικής διαδοχής (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομίας, προσθέτονται δε ακολούθως και θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία, που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, όσα ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε, σε μεριδούχο με τον όρο να καταλογισθούν στη νόμιμη μοίρα του, όπως και κάθε δωρεά κατά τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του και επί της προσδιοριζομένης έτσι αυξημένης κληρονομικής ομάδας εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου, στην οποία καταλογίζονται και όσα, κατά τα ανωτέρω, ο κληρονομούμενος παραχώρησε στο μεριδούχο. Γίνεται, δηλαδή, λογιστική συνεισφορά με απλή έκπτωση της αξίας του συνεισενεκτέου, υπολογιζομένης με βάση το χρόνο παροχής από το μερίδιο του υποχρέου κατά το στάδιο της διανομής. Όταν, όμως, μετά την καταλογιστέα στη νόμιμη μοίρα παροχή και μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου επέλθει ουσιώδης υποτίμηση στην τρέχουσα αξία της δραχμής ή μεταβολή του νομίσματος, πρέπει, κατ' εφαρμογή και της, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, αρχής της καλής πίστεως, να αναχθεί η κατά το χρόνο της παροχής αξία του συνεισενεκτέου σε δραχμές, στο ισάξιο του ποσού κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, κατά τον οποίο αποτιμάται και η κληρονομία, για να συγχρονίζονται, κατ' αγοραστική αξία, τα αθροιζόμενα ποσά, διότι, κατά το πνεύμα του νόμου, ισχύει εδώ η αρχή της πραγματικής αξίας και όχι η νομιναλιστική αρχή.
ΘΕΩΡΙΑ
TO ΒΑΣΙΚΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ-ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ
Υπάρχους δύο τρόποι να εγκατασταθεί κάποιος κληρονόμος. Με διαθήκη ή χωρίς διαθήκη, (εξ αδιαθέτου κληρονόμος). Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος, όπως προκύπτουν από το ομώνυμο πιστοποιητικό που εκδίδεται από το Δήμο που ήταν εγγεγραμμένος ο θανών.
Αν ο αποβιώσας είχε σύζυγο και 2 τέκνα τότε αυτοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και τον κληρονομούν κατά τα εξής ποσοστά: Κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου η σύζυγος και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα. Στην περίπτωση δε που είναι δύο όπως στο παράδειγμα μας κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος.
Αν ένα τέκνο είχε προαποβιώσει του θανόντος τότε στην μερίδα του υπεισέρχονται και κληρονομούν τα δικά του τέκνα (εγγόνια). Αν είναι ένα κληρονομεί τα 3/8 αν είναι δύο τα 3/16 το καθένα κ.τ.λ. Αν ο αποβιώσας δεν είχε τέκνα τότε κληρονομείται από την σύζυγο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα αδέλφια του ή τους γονείς του που υπεισέρχονται στο άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου.
Ο/Η σύζυγος, τα τέκνα, τα εγγόνια και οι γονείς ονομάζονται «αναγκαίοι κληρονόμοι» και έχουν δικαίωμα στην κληρονομιαία περιουσία ακόμα κι αν η επιθυμία του θανόντος ήταν να αποκλειστούν από αυτήν. Αυτοί θα λάβουν ως κληρονομιά το μέρος εκείνο της κληρονομικής περιουσίας, που ονομάζεται «νόμιμη μοίρα» και προβλέπεται από τις διατάξεις της «αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής» του κληρονομικού δικαίου. Οι διατάξεις αυτές ενεργοποιούνται μόνο στην περίπτωση που ο διαθέτης άφησε με διαθήκη την περιουσία του αποκλείοντας με αυτήν κάποιους από τους αναγκαστικούς κληρονόμους ή αφήνοντας τους ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είναι μικρότερη και από αυτήν της νόμιμης μοίρας.
Από τους ανωτέρω συγγενείς αναγκαίοι κληρονόμοι θα γίνουν μόνο οι κατιόντες και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος άφησε κατιόντες, και οι γονείς και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν άφησε κατιόντες αλλά μόνο γονείς. Γίνεται λοιπόν ήδη φανερό ότι ο/η σύζυγος του κληρονομούμενου γίνεται αναγκαία κληρονόμος σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής, οι δε γονείς γίνονται αναγκαίοι κληρονόμοι μόνο εάν ο κληρονομούμενος δεν κατέλειπε τέκνα ή εγγόνια.
Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή η νόμιμη μοίρα είναι το μισό του υποθετικού ποσοστού, το οποίo θα ελάμβανε ο αναγκαίος κληρονόμος, αν ο κληρονομούμενος δεν είχε αφήσει διαθήκη και κληρονομούνταν με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Για να βρούμε επομένως ποιο ποσοστό θα λάβει ο κάθε κληρονόμος πρέπει να γνωρίζουμε ποιο είναι το ποσοστό το οποίο θα ελάμβανε ως κανονικός κληρονόμος με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.
Ο/Η σύζυγος περιορίζεται στο 1/8 της κληρονομίας ήτοι το μισό του 1/4 που δικαιούται με την εξ αδιαθέτου διαδοχή εφόσον υπάρχουν τέκνα ή εγγόνια, σε κάθε άλλη περίπτωση στο 1/4 εξ αδιαιρέτου.
Η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεται και μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας.
Για τον υπολογισμό της αξίας της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα κηδείας και τα υπόλοιπα χρέη [πραγματική κληρονομιά] β) προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι παροχές του κληρονομούμενου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, (δωρεές, γονικές παροχές), [πλασματική κληρονομιά], γ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου και δ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρανομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρανομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του.
Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας πρέπει να προστεθεί για την εξεύρεση της αυξημένης κληρονομικής ομάδας στην πραγματική κληρονομική ομάδα, η αξία κατά τον χρόνο που έγιναν όλων των δωρεών ή γονικών παροχών, που έκανε εν ζωή ο διαθέτης προς τους άλλους μεριδούχους.
Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου [πραγματική κληρονομιά] δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.
Όταν η πραγματική κληρονομική ομάδα δεν επαρκεί για να καλύψει την νόμιμη μοίρα του αναγκαίου κληρονόμου, οι παροχές εκ μέρους του διαθέτη τυγχάνουν ακυρωτέες ως άστοργες, αφού μ` αυτές προσβάλλεται το δικαίωμα των αναγκαίων κληρονόμων στη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή αυτή ονομάζεται αγωγη μέμψης αστόργου δωρέας και η προθεσμία άσκησής της είναι δύο χρόνια από το θάνατο του διαθέτη.
Συνεπώς, για να λάβει κάποιος τη νόμιμη μοίρα που του αναλογεί κατά το ελλείπον ποσοστό από την κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη, πρέπει να λάβει την αξία της υπολειπομένης νομίμου μοίρας του τόσο από την πραγματική κληρονομική ομάδα, όσο και με ανατροπή των τυχόν υπαρχουσών δωρεών κατά το μέτρο που η αξία των δωρηθέντων καλύπτει το ελλείπον ποσοστό της νομίμου μοίρας του.
Με βάση τα ανωτέρω, οι προϋποθέσεις της μέμψεως είναι: α) η ύπαρξη αναγκαίων κληρονόμων, β) η προσβολή της νόμιμης μοίρας, γ) η αδυναμία καλύψεως της νόμιμης μοίρας με την πραγματική κληρονομία και δ) η ύπαρξη άστοργης δωρεάς με την οποία προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα ως τοιαύτης νοουμένης και της δωρεάς εν ζωή προς τρίτους που έγινε κατά την προ του θανάτου του κληρονομουμένου δωρητή δεκαετία και δεν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.
Εν όψει αυτών: 1. Η μέμψη άστοργης δωρεάς είναι η αγωγή του μεριδούχου, του οποίου η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με δωρεά, 2. χωρεί μόνον κατά το μέρος που η πραγματική κληρονομία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας. 3. Σε μέμψη υπόκεινται μόνον δωρεές, που κατά το άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ συνυπολογίζονται στον καθορισμό της κληρονομίας, με βάση την οποία υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα. 4. Αν οι δωρεές είναι περισσότερες η μέμψη αρχίζει από την χρονικά τελευταία δωρεά και προχωρεί στις χρονικά αμέσως προηγούμενες δωρεές, εωσότου φθάσουμε σε δωρεά, που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα, κατά της οποίας και δεν χωρεί μέμψη.
Για να διαπιστωθεί η προσβολή της νόμιμης μοίρας, η οποία είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδος, είναι απαραίτητο να καθοριστεί, όχι το ποσοστό της, αλλά η αξία της.
Συνεπώς για τον προσδιορισμό της νομίμου μοίρας προς ανατροπή δωρεάς κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα, πρέπει να γνωρίζουμε την αξία όλης της καταλειφθείσης κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, καθώς και την αξία των υπό του θανόντος εις τους μεριδούχους οποτεδήποτε παραχωρηθέντων άνευ ανταλλάγματος, καθώς και των σε οποιουσδήποτε (τρίτους ή μεριδούχους) δωρηθέντων υπ’ αυτού εντός της τελευταίας προ του θανάτου δεκαετίας, αξία την οποία κάθε παροχή είχε κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της και η οποία προστίθεται λογιστικώς στην υπάρχουσα κληρονομιά, ώστε να προκύψει το ποσοστό της νομίμου μοίρας του καθενός και η τυχόν ανάγκη της ανατροπής της δωρεάς κατά το μέρος που λείπει, διότι άλλως δεν μπορεί να διακριβωθεί αν η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, επαρκεί ή όχι για την ικανοποίηση της νομίμου μοίρας του μεριδούχου και κατά συνέπεια εάν πρέπει να ανατραπεί και κατά ποιο μέτρο η δωρεά της οποίας ζητείται η ανατροπή, αλλά και διότι δεν γίνεται δυνατός ο ακριβής υπολογισμός της νομίμου μοίρας της οποίας και ζητείται η ικανοποίηση με την ανατροπή της άστοργου δωρεάς.
Προκειμένου δε να βρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσόν που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρανομαστής το ποσόν της προς ανατροπή δωρεάς και όχι όλης της κληρονομικής ομάδος.
Υπάρχους δύο τρόποι να εγκατασταθεί κάποιος κληρονόμος. Με διαθήκη ή χωρίς διαθήκη, (εξ αδιαθέτου κληρονόμος). Εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος, όπως προκύπτουν από το ομώνυμο πιστοποιητικό που εκδίδεται από το Δήμο που ήταν εγγεγραμμένος ο θανών.
Αν ο αποβιώσας είχε σύζυγο και 2 τέκνα τότε αυτοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και τον κληρονομούν κατά τα εξής ποσοστά: Κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου η σύζυγος και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα. Στην περίπτωση δε που είναι δύο όπως στο παράδειγμα μας κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος.
Αν ένα τέκνο είχε προαποβιώσει του θανόντος τότε στην μερίδα του υπεισέρχονται και κληρονομούν τα δικά του τέκνα (εγγόνια). Αν είναι ένα κληρονομεί τα 3/8 αν είναι δύο τα 3/16 το καθένα κ.τ.λ. Αν ο αποβιώσας δεν είχε τέκνα τότε κληρονομείται από την σύζυγο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα αδέλφια του ή τους γονείς του που υπεισέρχονται στο άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου.
Ο/Η σύζυγος, τα τέκνα, τα εγγόνια και οι γονείς ονομάζονται «αναγκαίοι κληρονόμοι» και έχουν δικαίωμα στην κληρονομιαία περιουσία ακόμα κι αν η επιθυμία του θανόντος ήταν να αποκλειστούν από αυτήν. Αυτοί θα λάβουν ως κληρονομιά το μέρος εκείνο της κληρονομικής περιουσίας, που ονομάζεται «νόμιμη μοίρα» και προβλέπεται από τις διατάξεις της «αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής» του κληρονομικού δικαίου. Οι διατάξεις αυτές ενεργοποιούνται μόνο στην περίπτωση που ο διαθέτης άφησε με διαθήκη την περιουσία του αποκλείοντας με αυτήν κάποιους από τους αναγκαστικούς κληρονόμους ή αφήνοντας τους ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είναι μικρότερη και από αυτήν της νόμιμης μοίρας.
Από τους ανωτέρω συγγενείς αναγκαίοι κληρονόμοι θα γίνουν μόνο οι κατιόντες και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος άφησε κατιόντες, και οι γονείς και η σύζυγος, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν άφησε κατιόντες αλλά μόνο γονείς. Γίνεται λοιπόν ήδη φανερό ότι ο/η σύζυγος του κληρονομούμενου γίνεται αναγκαία κληρονόμος σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής, οι δε γονείς γίνονται αναγκαίοι κληρονόμοι μόνο εάν ο κληρονομούμενος δεν κατέλειπε τέκνα ή εγγόνια.
Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή η νόμιμη μοίρα είναι το μισό του υποθετικού ποσοστού, το οποίo θα ελάμβανε ο αναγκαίος κληρονόμος, αν ο κληρονομούμενος δεν είχε αφήσει διαθήκη και κληρονομούνταν με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Για να βρούμε επομένως ποιο ποσοστό θα λάβει ο κάθε κληρονόμος πρέπει να γνωρίζουμε ποιο είναι το ποσοστό το οποίο θα ελάμβανε ως κανονικός κληρονόμος με βάση την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.
Ο/Η σύζυγος περιορίζεται στο 1/8 της κληρονομίας ήτοι το μισό του 1/4 που δικαιούται με την εξ αδιαθέτου διαδοχή εφόσον υπάρχουν τέκνα ή εγγόνια, σε κάθε άλλη περίπτωση στο 1/4 εξ αδιαιρέτου.
Η νόμιμη μοίρα είναι δικαίωμα που δεν παραγράφεται και μπορεί να διεκδικηθεί ανά πάσα στιγμή από τον αναγκαίο κληρονόμο ή ακόμα και από τον δικό του κληρονόμο μόνο επί της πραγματικής κληρονομίας.
Για τον υπολογισμό της αξίας της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα κηδείας και τα υπόλοιπα χρέη [πραγματική κληρονομιά] β) προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι παροχές του κληρονομούμενου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, (δωρεές, γονικές παροχές), [πλασματική κληρονομιά], γ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου και δ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρανομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρανομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του.
Για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας πρέπει να προστεθεί για την εξεύρεση της αυξημένης κληρονομικής ομάδας στην πραγματική κληρονομική ομάδα, η αξία κατά τον χρόνο που έγιναν όλων των δωρεών ή γονικών παροχών, που έκανε εν ζωή ο διαθέτης προς τους άλλους μεριδούχους.
Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου [πραγματική κληρονομιά] δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.
Όταν η πραγματική κληρονομική ομάδα δεν επαρκεί για να καλύψει την νόμιμη μοίρα του αναγκαίου κληρονόμου, οι παροχές εκ μέρους του διαθέτη τυγχάνουν ακυρωτέες ως άστοργες, αφού μ` αυτές προσβάλλεται το δικαίωμα των αναγκαίων κληρονόμων στη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή αυτή ονομάζεται αγωγη μέμψης αστόργου δωρέας και η προθεσμία άσκησής της είναι δύο χρόνια από το θάνατο του διαθέτη.
Συνεπώς, για να λάβει κάποιος τη νόμιμη μοίρα που του αναλογεί κατά το ελλείπον ποσοστό από την κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη, πρέπει να λάβει την αξία της υπολειπομένης νομίμου μοίρας του τόσο από την πραγματική κληρονομική ομάδα, όσο και με ανατροπή των τυχόν υπαρχουσών δωρεών κατά το μέτρο που η αξία των δωρηθέντων καλύπτει το ελλείπον ποσοστό της νομίμου μοίρας του.
Με βάση τα ανωτέρω, οι προϋποθέσεις της μέμψεως είναι: α) η ύπαρξη αναγκαίων κληρονόμων, β) η προσβολή της νόμιμης μοίρας, γ) η αδυναμία καλύψεως της νόμιμης μοίρας με την πραγματική κληρονομία και δ) η ύπαρξη άστοργης δωρεάς με την οποία προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα ως τοιαύτης νοουμένης και της δωρεάς εν ζωή προς τρίτους που έγινε κατά την προ του θανάτου του κληρονομουμένου δωρητή δεκαετία και δεν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.
Εν όψει αυτών: 1. Η μέμψη άστοργης δωρεάς είναι η αγωγή του μεριδούχου, του οποίου η νόμιμη μοίρα προσβάλλεται με δωρεά, 2. χωρεί μόνον κατά το μέρος που η πραγματική κληρονομία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας. 3. Σε μέμψη υπόκεινται μόνον δωρεές, που κατά το άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ συνυπολογίζονται στον καθορισμό της κληρονομίας, με βάση την οποία υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα. 4. Αν οι δωρεές είναι περισσότερες η μέμψη αρχίζει από την χρονικά τελευταία δωρεά και προχωρεί στις χρονικά αμέσως προηγούμενες δωρεές, εωσότου φθάσουμε σε δωρεά, που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα, κατά της οποίας και δεν χωρεί μέμψη.
Για να διαπιστωθεί η προσβολή της νόμιμης μοίρας, η οποία είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδος, είναι απαραίτητο να καθοριστεί, όχι το ποσοστό της, αλλά η αξία της.
Συνεπώς για τον προσδιορισμό της νομίμου μοίρας προς ανατροπή δωρεάς κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα, πρέπει να γνωρίζουμε την αξία όλης της καταλειφθείσης κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, καθώς και την αξία των υπό του θανόντος εις τους μεριδούχους οποτεδήποτε παραχωρηθέντων άνευ ανταλλάγματος, καθώς και των σε οποιουσδήποτε (τρίτους ή μεριδούχους) δωρηθέντων υπ’ αυτού εντός της τελευταίας προ του θανάτου δεκαετίας, αξία την οποία κάθε παροχή είχε κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της και η οποία προστίθεται λογιστικώς στην υπάρχουσα κληρονομιά, ώστε να προκύψει το ποσοστό της νομίμου μοίρας του καθενός και η τυχόν ανάγκη της ανατροπής της δωρεάς κατά το μέρος που λείπει, διότι άλλως δεν μπορεί να διακριβωθεί αν η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, επαρκεί ή όχι για την ικανοποίηση της νομίμου μοίρας του μεριδούχου και κατά συνέπεια εάν πρέπει να ανατραπεί και κατά ποιο μέτρο η δωρεά της οποίας ζητείται η ανατροπή, αλλά και διότι δεν γίνεται δυνατός ο ακριβής υπολογισμός της νομίμου μοίρας της οποίας και ζητείται η ικανοποίηση με την ανατροπή της άστοργου δωρεάς.
Προκειμένου δε να βρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσόν που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρανομαστής το ποσόν της προς ανατροπή δωρεάς και όχι όλης της κληρονομικής ομάδος.
Διατάξεις:
ΑΚ: 288, 1825, 1827, 1831, 1835
ΚΠολΔ: 111, 216, 224,
Αριθμός 854/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Ιωάννη Ιωαννίδη και Μίμη Γραμματικούδη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστάθιο Ζάγκα.
Των αναιρεσίβλητων: 1) ΧΧΧ, 2) ΧΧΧ και 3) ΧΧΧ, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Τσουμάνη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 12-8-1998 και 14-11-1998 αγωγές των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 286/1999 μη οριστική,127/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 168/2005 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9-5-2005 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καπερώνης ανέγνωσε την από 11-12-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της, από 9-5-2005, αίτησης αναίρεσης της 168/2005 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία, που υπάρχει, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγουμένη είναι δυνατόν να προσβληθεί, εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ο θιγόμενος μεριδούχος θα επιληφθεί πρώτα της τελευταίας χρονικώς δωρεάς και θα προχωρεί σταδιακά στις προγενέστερες δωρεές, μέχρι ότου ικανοποιηθεί πλήρως και συνεπώς η σχετική αγωγή θα απορριφθεί κατ' ουσία, όσο αφορά τις προγενέστερες δωρεές, όταν αποδειχθεί ότι η ανατροπή της τελευταίας χρονικώς δωρεάς αρκεί για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και όχι εκ των προτέρων και από μόνο το λόγο ότι με την αγωγή δεν προσβάλλεται και η τελευταία χρονικώς δωρεά. Εξάλλου, κατά μεν τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 1831 ΑΚ, ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας. Στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά, που ο κληρονομούμενος έκανε τα τελευταία δέκα χρόνια πριν το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1833 παρ.1 ΑΚ, στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία, που είχαν, όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην κληρονομία, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1825 και 1827 ΑΚ, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα κατά τον χρόνο αυτό υπάρχοντα στην κληρονομία στοιχεία, δεκτικά κληρονομικής διαδοχής (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομίας, προσθέτονται δε ακολούθως και θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία, που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, όσα ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε, σε μεριδούχο με τον όρο να καταλογισθούν στη νόμιμη μοίρα του, όπως και κάθε δωρεά κατά τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του και επί της προσδιοριζομένης έτσι αυξημένης κληρονομικής ομάδας εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου, στην οποία καταλογίζονται και όσα, κατά τα ανωτέρω, ο κληρονομούμενος παραχώρησε στο μεριδούχο. Γίνεται, δηλαδή, λογιστική συνεισφορά με απλή έκπτωση της αξίας του συνεισενεκτέου, υπολογιζομένης με βάση το χρόνο παροχής από το μερίδιο του υποχρέου κατά το στάδιο της διανομής. Όταν, όμως, μετά την καταλογιστέα στη νόμιμη μοίρα παροχή και μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου επέλθει ουσιώδης υποτίμηση στην τρέχουσα αξία της δραχμής ή μεταβολή του νομίσματος, πρέπει, κατ' εφαρμογή και της, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, αρχής της καλής πίστεως, να αναχθεί η κατά το χρόνο της παροχής αξία του συνεισενεκτέου σε δραχμές, στο ισάξιο του ποσού κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, κατά τον οποίο αποτιμάται και η κληρονομία, για να συγχρονίζονται, κατ' αγοραστική αξία, τα αθροιζόμενα ποσά, διότι, κατά το πνεύμα του νόμου, ισχύει εδώ η αρχή της πραγματικής αξίας και όχι η νομιναλιστική αρχή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει, το Εφετείο δέχθηκε, σε σχέση με τα θιγόμενα, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ζητήματα, τα ακόλουθα: "Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1835 ΑΚ και, ενόψει του ότι, κατά τις εν λόγω διατάξεις, επί πλειόνων διαδοχικών δωρεών, η μέμψις αυτών, συντρεχουσών των προϋποθέσεων της πρώτης παραγράφου, δεν χωρεί συμμέτρως, αλλά υπόκειται σε μέμψη πρώτα η μεταγενέστερη και μόνο αν και καθ'ο μέρος η ανατροπή αυτής δεν επαρκεί για την κάλυψη της νομίμου μοίρας, υπόκεινται διαδοχικώς σε μέμψη οι προγενέστερες, συνάγεται, ότι η προσβολή ως αστόργου προγενεστέρας δωρεάς, κατά παράλειψη μεταγενεστέρας, δεν επάγεται, άνευ ετέρου, την απόρριψη της σχετικής αγωγής, εκτός εάν, κατά την έρευνα της αντενστάσεως του ενάγοντος περί ανεπαρκείας της μεταγενεστέρας δωρεάς, προτεινομένης κατά της ενστάσεως του εναγομένου περί υπάρξεως μεταγενεστέρας δωρεάς, προκύψει, ότι η αξία της μεταγενεστέρας δωρεάς καλύπτει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος εν όλω ή εν μέρει, οπότε, αναλόγως, ήτοι εν όλω ή εν μέρει, απορρίπτεται κατ' ουσίαν και η αγωγή. Εν όψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίψαν, με την εκκαλουμένη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, την από 14-11-1998 (αρ. κατ. 487/18-11-1998) αγωγή των εκκαλούντων της πρώτης των ενδίκων εφέσεων κατά του εφεσιβλήτου της ιδίας εφέσεως, κατά το αίτημά της, περί μέμψεως της αναφερομένης δωρεάς ακινήτου, περί ης το ΧΧΧ συμβόλαιο, εκ μόνου του λόγου ότι της δωρεάς αυτής προς τον εφεσίβλητο προηγείται χρονικώς, η περί ης το ΧΧΧ συμβόλαιο, δωρεά ετέρου ακινήτου του ιδίου δωρητή προς τον ΧΧΧ, εσφαλμένα τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου ερμήνευσε και εφήρμοσε...... Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 111, 216 παρ.1 και 224 ΚΠολΔ, συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής η δια των προτάσεων επίκληση από τον ενάγοντα, για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, νέων πραγματικών περιστατικών, ήτοι περιστατικών, τα οποία είναι διάφορα των επικληθέντων με την αγωγή και τα οποία συνιστούν νέα αυτοτελή βάση αγωγής. Η δια της μεταβολής αυτής νέα βάση της αγωγής, επειδή δεν τείνει στη συμπλήρωση, διευκρίνιση ή διόρθωση της αρχικής, απορρίπτεται, ελλείψει προδικασίας και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη και ερευνάται η αρχική βάση, εφόσον ο ενάγων επεφυλάχθη αυτής, αφού η μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, εν αμφιβολία ενέχει παραίτηση της αρχικώς προταθείσης. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες με την, εφ'ης η εκκαλουμένη απόφαση, από 12-8-1998 (αρ.κατ. 347/17-8-1998) αγωγή ζητούν, ως νόμιμοι μεριδούχοι του θανόντος Χ2, την αναγνώριση του δικαιώματός τους νομίμου μοίρας επί της αποτελουμένης, από τα αναφερόμενα επτά ακίνητα, πραγματικής ομάδας της κληρονομίας του ανωτέρω κληρονομουμένου. Με τις από 2-4-2003 προτάσεις τους της μετ' απόδειξη συζητήσεως της εν λόγω αγωγής τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι το πρώτον ότι κατέστησαν (συγ)κύριοι των αναφερομένων τριών εκ των ανωτέρω επτά ακινήτων (και) με τις μνημονευόμενες στις εν λόγω προτάσεις πράξεις εφαρμογής του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, αιτούνται "και την εκ του λόγου τούτου αναγνώριση του παραπάνω κληρονομικού τους δικαιώματος επί των ανωτέρω ακινήτων". Ενόψει τούτων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα σκέψη, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγόντων περί κυριότητάς τους στα παραπάνω ακίνητα με τις προαναφερθείσες πράξεις εφαρμογής, συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της αρχικής βάσεως της αγωγής τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη απορρίψαν την ανωτέρω νέα βάση της αγωγής ως απαράδεκτη και μη χωρήσαν, εν συνεχεία, στην έρευνα της αρχικής βάσεως, αφού οι ενάγοντες, ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου του ερευνωμένου, δια των ανωτέρω προτάσεών τους, ισχυρισμού τους, αιτούμενοι "και την εκ του λόγου τούτου" αναγνώριση του ενδίκου κληρονομικού δικαιώματός τους, επεφυλάχθησαν σχετικώς, αλλά απορρίψαν την αγωγή ως προς τα παραπάνω τρία ακίνητα με την εκκαλουμένη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, για έλλειψη εννόμου πλέον συμφέροντος των εναγόντων, εκ του ότι, κατά τις παραδοχές του, αυτοί κατέστησαν πλέον κύριοι των ανωτέρω ακινήτων, εσφαλμένα τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων ερμήνευσε και εφήρμοσε...... Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1831 παρ. 2, 1832 και 1833 ΑΚ, προκειμένου για παροχές του κληρονομουμένου, οι οποίες υπόκεινται σε συνεισφορά, επειδή η πρόσθεσή τους στην κληρονομία γίνεται με την αξία, την οποία είχαν κατά το χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν, αν, μετά την παροχή και πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, κατά τον οποίο αποτιμάται και η κληρονομία, επέλθει ουσιώδης υποτίμηση στην τρέχουσα αξία του νομίσματος ή μεταβολή αυτού, πρέπει, κατ' εφαρμογή της, κατ' άρθρο 288 ΑΚ, αρχής της καλής πίστεως, η αξία της παροχής σε δραχμές, κατά το χρόνο πραγματοποιήσεώς της, να αναχθεί στο ισάξιο του ποσού αυτού σε δραχμές στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου". Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων... και τα έγγραφα και τις φωτογραφίες, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, που εκτιμώνται και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων..." θεώρησε, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα τα εξής: α) Ότι τα στην από 12-8-1998, αγωγή με στοιχεία Α1, Α2 και Α7 ακίνητα περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην κληρονομία του κατά την 26-1-1998 αποβιώσαντος Χ2, β) ότι η αξία των κληρονομιαίων ακινήτων, καθώς και εκείνων, που μεταβιβάσθηκαν, λόγω δωρεάς, από τον ανωτέρω κληρονομούμενο ανερχόταν, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, στο προσδιοριζόμενο, με την προσβαλλομένη απόφαση, για καθένα από αυτά, ποσό (για ορισμένα με αναγωγή, κατ' άρθρο 288 ΑΚ), γ) ότι ο κληρονομούμενος "είχε χορηγήσει την περίοδο 1993-1997 στον πρώτο εναγόμενο, λόγω δωρεάς, το συνολικό ποσό των 50.000.000 δραχμών" και δ) ότι "το 1/3 της αξίας της πραγματικής ομάδας είναι μικρότερο της νομίμου μοίρας εκάστου των εναγόντων, που ανερχόταν σε 31.643.327 δρχ. για την πρώτη των εναγόντων, σε 18.530.731 δρχ. για τον δεύτερο και σε 31.982.769 δρχ. για τον τρίτο και δεν μπορούσε να καλυφθεί με την ανατροπή της τελευταίας και μόνο δωρεάς του κληρονομουμένου" και με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε και κατ' ουσία τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 127/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, εξαφάνισε την απόφαση αυτή, δέχθηκε μερικώς κατ' ουσία τις από 12-8-1998 και από 14-11-1998 αγωγές των αναιρεσιβλήτων καθ' όλων των αναιρεσειόντων (πρώτη) και κατά μόνου του πρώτου αναιρεσείοντος (δεύτερη), αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων στα, στην πρώτη αγωγή ακίνητα, αναγνώρισε ότι η σύμβαση πωλήσεως που έγινε με το ΧΧΧ συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ιωαννίνων ΧΧΧ είναι άκυρη, ως εικονική και υποκρύπτει δωρεά του σ' αυτή ακινήτου από τον κληρονομούμενο προς τον Χ1, την οποία ανέτρεψε (το Εφετείο) ως άστοργη, αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου (Χ1) να μεταβιβάσει το ανωτέρω ακίνητο στους ενάγοντες και να καταβάλει σ' αυτούς, αντιστοίχως, 10652 ευρώ (στην πρώτη), 2421 ευρώ (στο δεύτερο) και 10864 ευρώ (στον τρίτο) και υποχρέωσε τον ίδιο εναγόμενο (Χ1) να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 3198,50 ευρώ. Με αυτά, που δέχθηκε και έτσι, που αποφάσισε το Εφετείο, αφενός ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1835, 1831 παρ.2 και 1833 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 68 και 224 ΚΠολΔ και ορθώς δεν κήρυξε απαράδεκτο το αίτημα της πρώτης αγωγής, όσο αφορά τα τρία πρώτα ακίνητα και συνεπώς είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι ο δεύτερος (εξολοκλήρου) και οι πρώτος και τρίτος (κατά το αντίστοιχα μέρη τους) λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως και αφετέρου διέλαβε, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και κατέληξε σε πλήρες και σαφές αποδεικτικό πόρισμα, μνημονεύοντας και τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία το στήριξε, δεν είχε δε υποχρέωση να αξιολογήσει ειδικότερα τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, ούτε να κάνει διάκριση από ποιά αποδεικτικά μέσα συνήγαγε άμεση και από ποιά έμμεση απόδειξη και επομένως πρέπει να απορριφθούν και οι πρώτος, από τις διατάξεις των αριθ.14 (και όχι 12, όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο) και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τρίτος και τέταρτος, κατά τα αντίστοιχα μέρη τους, λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την, από 9 Μαΐου 2005, αίτηση των Χ1, Χ2 και Χ3 για αναίρεση της 168/2005 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου