Απόφαση 2246 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Δημόσια κτήματα, Νομή, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Απόκτηση κυριότητας ακινήτου - δασικής έκτασης με χρησικτησία, που συμπληρώθηκε μέχρι την 15-9-1915. Σχετικές διατάξεις. Έννοια νομής και καλής πίστης κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ (Επικυρώνει ΕφΑθ 2972/13).
Αριθμός 2246/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Τoυ αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. χας Α. Κ., το γένος Κ. Κ., 2)Ι. Κ. του Α., κατοίκων αμφοτέρων …, και 3) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ιερά Κοινοβιακή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης" που εδρεύει στην Παλαιά Πεντέλη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1η και 2η εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντίνα Κατσίφα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και το 3ο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ματθαίο Βαραγγούλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/11/2009 αγωγή και την από 2/2/2010 προσεπίκληση των 1ης και 2ης των ήδη αναιρεσιβλήτων καθώς και την από 14/4/2010 πρόσθετη παρέμβαση του 3ου ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2709/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 2972/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 15/10/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του 3ου αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 Παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, κατ' άρθρον 51 Εισ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής, ως τέτοιας νοούμενης της άσκησης σ' αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων που εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως καλλιέργεια, εκμίσθωση, εποπτεία, φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου, με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, γεγονός που συνάγει το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει της φύσης της καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ. (18.1), από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα με διάνοια κυρίου επί συνεχή εικοσαετία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/13.7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 Β. Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις στο άρθρο 3 του εν λόγω Β. Δ/τος προϋποθέσεις), εφόσον η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και του άρθρου 21 του ν. δ. της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας τον δημοσίων κτημάτων" και διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 Εισ.Ν. ΑΚ., με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάν σ' αυτά. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχε νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δ. αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι όμως και οι ελλείψεις που αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα αναφέρονται στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από έκτακτη χρησικτησία για να μη στερείται νομίμου βάσεως πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του, που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής του, καθώς και την καλή πίστη του νομέα, αν εμπίπτει στον χρόνο ισχύος του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων εκτίμησή του, τα εξής ουσιώδη αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητος αγωγή των αναιρεσιβλήτων, πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. .../18.9.1980 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Ζιάκα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, περιήλθε κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην Ε. χήρα Α. Κ. και κατά ποσοστό 3/4 στην Ι. Κ. του Α., ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος στις 7.6.1980 Α. Κ. του Ε., συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατέρα της δεύτερης, μεταξύ άλλων, και ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 1.000 τ.μ. περίπου, κείμενο στη θέση "Προφήτης Ηλίας" Μελισσιών Αττικής. Το ακίνητο αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 53/272 και δη με τον αριθμό 5 του … Οικοδομικού Τετραγώνου στο από 26.6.1975 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Γ. Μ., που προσαρτάται στο υπ' αριθμ. .../27.6.1975 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Δημόπουλου, και συνορεύει (...). Στον δικαιοπάροχο των προαναφερομένων Α. Κ. περιήλθε το ως άνω ακίνητο λόγω αγοράς από την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης δυνάμει του υπ' αριθμ..../27.6.1975 συμβολαίου συμβιβαστικής πωλήσεως του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Δημόπουλου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, σε συνδυασμό και με την υπ' αριθμ. 383/2.4.1978 πράξη εξοφλήσεως τιμήματος και άρσης διαλυτικής αίρεσης, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Κατά νεότερη δε καταμέτρηση του ακινήτου αυτού στο από Σεπτεμβρίου 2008 σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Θεόδωρου Κωστόπουλου, το οποίο προσκομίζεται από τις ενάγουσες, αυτό είναι συμβατό ως προς το σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν του ακινήτου προς τις αντίστοιχες καταχωρήσεις στο κτηματολογικό διάγραμμα αυτού. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13α του Ν.2664/1998, το ακίνητο αυτό έχει έκταση 992,07 τ.μ., βρίσκεται στη θέση Προφήτης Ηλίας Μελισσιών, κείται εκτός σχεδίου πόλεως και εμφαίνεται με τον αριθμό 53/272 του … Οικοδομικού Τετραγώνου, με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ (...). Το αγροτεμάχιο αυτό ο δικαιοπάροχος των εναγουσών είχε καταλάβει και κατείχε τουλάχιστον από το έτος 1954 και κατά καιρούς ζητούσε προφορικά και εγγράφως με την υπ'αριθμ.68/14.2.1975 αίτηση του προς το Ηγούμενο συμβούλιο της Ιεράς Μονής τη συμβιβαστική προς αυτόν εκ μέρους της Ιεράς Μονής μεταβίβαση του επιδίκου αντί ευλόγου και δικαίου τιμήματος. Για τη μεταβίβαση αυτή του επιδίκου ακινήτου από την Ιερά Μονή Πεντέλης προς τον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών προηγήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ειδικότερα: α) με την υπ' αριθμ. πρωτ. 39949/21.7.1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας άρθηκαν οι απαγορεύσεις του Ν.2148/1952 και επιτράπηκε στην Ιερά Μονή Πεντέλης η πώληση 72 στρεμμάτων στην περιοχή της Νέας και Παλαιάς Πεντέλης, β) με την υπ' αριθμ. Ε/II 836 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας εγκρίθηκε η πώληση έκτασης 85 στρεμμάτων στην περιοχή Πάτημα Προφήτου Ηλία Νέας Πεντέλης, γ) με την υπ' αριθμ. πρωτ. 317/1539/979/27.3.1970 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας- περί συμβιβαστικής εκποιήσεως- που εγκρίθηκε νόμιμα με την υπ' αριθμ. Α870/10.3.1975 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και δόθηκε η κατά νόμο άδεια με την υπ' αριθμ. 2/10.4.1975 απόφαση του Κ.Δ.Σ. ΟΔΔΕΠ και δ) με την υπ' αριθμ. 5883/11.2.1970 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, ενώ κατεβλήθησαν στο Ταμείο Γενικών Εσόδων τα νόμιμα τέλη υπέρ του Ειδικού Ταμείου Εποικισμού. Στο ίδιο συμβόλαιο δηλώθηκε από τους συμβαλλόμενους ότι δεν πρόκειται περί δάσους ή δασικής έκτασης και δεν υπάγεται στην αναδασωτέα περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής, η οποία καθορίστηκε με την υπ' αριθ. 108424/13.9.1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, κείται εκτός σχεδίου πόλεως και πρόκειται περί αγροτεμαχίου. Η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα ενός πολύ μεγάλου κτήματος της Ιεράς Μονής Πεντέλης ονομαζόμενου "Γεροτσακούλι" ή "Χεροτσακούλι", εκτάσεως χιλιάδων στρεμμάτων, το οποίο περιελάμβανε κυρίως δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες γαίες καθώς και αγρούς και συνόρευε ανατολικά από τη Ραφήνα μέχρι το χωριό Νέα Μάκρη στη θέση Πλαίσια ή Πλέστι με θάλασσα, βόρεια με την κορυφογραμμή του Πεντελικού όρους, νότια με τις θέσεις "Γαργητός", "Κάντζα", "Χαρβάτι", "Ντράφι" και "Πικέρμι" και με την οδό Μεσογείων μέχρι Ραφήνα και δυτικά με τα όρια της ιδιοκτησίας της Μονής Πετράκη στις τοποθεσίες Κοκκιναράς και Παλαιός Άγιος Ιωάννης (Παληάγιαννης) και με το δρόμο από το Μαρούσι προς Μεσόγεια, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων Πηγή Μελισσιών, Μελίσσια, Αγία Μαρίνα και Βριλήσσια. Μεγάλο τμήμα του κτήματος αυτού η Ιερά Μονή Πεντέλης απέκτησε το έτος 1578 κατά την ίδρυση της από δωρεές Χριστιανών και το υπόλοιπο τμήμα κατά το έτος 1600 περίπου από ένα Οθωμανό από την Κάρυστο, ονομαζόμενο Καγκάδη με τίτλους αγοραπωλησίας, οι οποίοι όμως καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα η άνω Μονή ασκούσε φυσική εξουσία επί του άνω κτήματος χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Αλλά και μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους η Μονή εξακολουθούσε αδιάκοπα και αδιατάρακτα να ασκεί τη φυσική εξουσία επ' αυτού με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, διενεργώντας όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση του. Συγκεκριμένα είχε φύλακες για να το φυλάσσουν, δημοπρατούσε την υλοτομία των δένδρων που υπήρχαν σ'αυτό, συνέλεγε ρητίνη από τα πεύκα ή εκμίσθωνε το δικαίωμα ρητινο συλλογή ς σε διάφορους μισθωτές, εκμίσθωνε τα βοσκήσιμα τμήματα του κτήματος σε κτηνοτρόφους για βοσκή και τα καλλιεργήσιμα, κυρίως με αμπέλια, τμήματα σε καλλιεργητές για καλλιέργεια (ενδεικτικά αναφέρονται στην απόφαση αντίστοιχα μισθωτήρια συμβόλαια των ετών 1867, 1869, 1870-1874, 1876-1879, 1881, 1884, 1885, 1886, 1896, 1898, 1900, 1909, 1920, 1929, 1932, 1938, 1942, 1943). Τις προαναφερόμενες πράξεις η Ιερά Μονή Πεντέλης ασκούσε με διάνοια κυρίας, γιατί ενεργώντας με τα όργανα της, είχε τη θέληση να εξουσιάζει το ως άνω κτήμα για δικό της λογαριασμό, ως κυρία αυτού. Λόγω καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ως άνω ακινήτου από τη Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν τα έτη 1836 και 1837 ως "μαρτυρικά" έγγραφα οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα, ο ένας από τους οποίους θεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του έτους 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής, που δεν αποτελούν μεν τίτλους ιδιοκτησίας, έχουν όμως ιδιαίτερη αξία ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εκτάσεις που νεμόταν η Μονή (στις οποίες περιλαμβάνεται το άνω μείζον ακίνητο), διότι συντάχτηκαν από Δημόσια Υπηρεσία (την επιτροπή Β.Δ. της 1-12-1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων των πλησίον του κτήματος αυτού χωρίων, στο δεύτερο δε απ' αυτούς περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή των ορίων του κτήματος. Η ανωτέρω πεποίθηση των αρμοδίων οργάνων της Μονής ενισχύθηκε και από την συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα στην κατάσταση πινάκων υλοτομίας του δάσους "Χεροτσακούλι" του Δασονομείου Αττικής αυτό αναφέρεται κατά τα έτη 1842-1844 ως διαφιλονικούμενο, το 1853 ως μοναστηριακό, τα έτη 1857, 1858, 1881 και 1882 ως εκκλησιαστικό, τα έτη 1875,1882-1883 ως εθνικό, το έτος 1866 με επιφύλαξη, τα έτη 1864-1865-1867-1869, 1874-1877-1879, 1883-1884 έως και 1901 ως ιδιόκτητο. Μέχρι τότε το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε ενοχλήσει τη Μονή στην άσκηση των πράξεων νομής, στις οποίες αυτή προέβαινε. Το 1884 η Μονή δώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο μέρος του επίμαχου κτήματος εκτάσεως 1.377,325 στρεμμάτων και η δωρεά εγκρίθηκε με Βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 45/3.2.1884). Το 1895 η Μονή διεκδίκησε την επιστροφή του δωρηθέντος και δικαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 4033/1897 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι η δωρεά ήταν άκυρη ελλείψει συμβολαιογραφικού εγγράφου. Η Μονή εγκαταστάθηκε εκ νέου στο εν λόγω τμήμα του κτήματος το έτος 1898. Το Δημόσιο ήγειρε αμφισβητήσεις για τα δικαιώματα της Μονής από το 1901 και εντεύθεν, όμως αργότερα, πριν την 11.9.1915 αποδέχθηκε την κυριότητα επί του ακύρως δωρηθέντος τμήματος του όλου ακινήτου με το υπ' αριθμ. .../1912 συμβόλαιο συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Γρηγορόπουλου. Το έτος 1900 η Μονή άσκησε την από 20.8.1900 αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών για προστασία της νομής της στο κτήμα "Χεροτσακούλι" κατά του Αλέξανδρου Σκουζέ, ο οποίος είχε κτήμα συνοδευόμενο με το ανωτέρω από το οποίο είχε υλοτομήσει κατά την αγωγή 100.000 πεύκα χωρίς δικαίωμα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ.471/1903 απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή κατά την ως άνω βάση της. Εξάλλου, από το υπ'αριθμ.πρωτοκ.137693/30.12.1941 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών προκύπτει ότι ο Διευθυντής του εν λόγω Υπουργείου γνωστοποιεί στην πιο πάνω υπηρεσία ότι το δάσος "Χεροτσακούλι" ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης και, προκειμένου να γίνει εκμετάλλευση αυτού για τις ανάγκες του νοσοκομείου παίδων, πρέπει να ζητηθεί η συγκατάθεση της δασοκτήμονος Ιεράς Μονής. Για τις επί του άνω κτήματος (περιλαμβάνοντος, όπως αναφέρθηκε, το επίδικο) πράξεις νομής της Ιεράς Μονής Πεντέλης τουλάχιστον από το έτος 1836 μέχρι και τις 11-9-1915, αλλά και μεταγενέστερα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση και τη διατήρηση της νομής αυτής δεν προσβάλλει δικαίωμα κυριότητας άλλου, σαφής είναι η κατάθεση τόσο του μάρτυρα των εφεσίβλητων- εναγόντων όσο και του μάρτυρα της εφεσίβλητης-προσθέτως παρεμβαίνουσας. Επομένως, η απώτερη δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων-εναγουσών Ιερά Μονή Πεντέλης, αφού νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, το ως άνω μείζον κτήμα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, από τα μέσα του 16ου αιώνα, που, κατά τα προαναφερθέντα, περιήλθε σε αυτήν, μέχρι τη μεταβίβαση της εκτάσεως των 992,07 τ.μ. το έτος 1975 στον δικαιοπάροχο των εναγουσών Α. Κ., έγινε κυρία του κτήματος (και του επιδίκου) με έκτακτη χρησικτησία για την οποία, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ισχύσαντος πριν τον ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, απαιτείται επί χρονικό διάστημα τριάντα ετών συνεχώς νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, την οποία αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ' ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ' αυτού (...). Το γεγονός ότι για τα δασικά τμήματα του μείζονος κτήματος δεν τηρήθηκε η διαδικασία του από 17-11/1.12.1836 Β.Δ "περί ιδιωτικών δασών", δηλαδή δεν προσήχθησαν τίτλοι ιδιοκτησίας από την Ιερά Μονή Πεντέλης στην επί των Οικονομικών Γραμματεία εντός έτους από της δημοσιεύσεως του άνω β.δ/τος, είχε μεν ως συνέπεια να θεωρηθούν τα προαναφερόμενα τμήματα (δασικά) του μείζονος κτήματος ως εθνικά (δημόσια), αφού όμως η Ιερά Μονή Πεντέλης νεμήθηκε με καλή πίστη και το τμήμα αυτό (μαζί με το υπόλοιπο κτήμα) συνεχώς από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι το έτος 1975, έγινε κυρία και αυτού του τμήματος με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω νομική σκέψη, και επί δημοσίων κτημάτων ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ,εφόσον η επ' αυτών τριακονταετής συνεχής νομή με καλή πίστη είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915, όπως εν προκειμένω συνέβη με τη νομή της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Τις ανωτέρω πράξεις νομής η Ιερά Μονή εξακολούθησε να τις ασκεί συνεχώς με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι τις 27.6.1975 που μεταβίβασε στον Α. Κ., δικαιοπάροχο των εναγουσών, την έκταση των 1.000 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 992,07 τ.μ., ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποδείχτηκε ότι προέβη σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη αυτής. Εξάλλου, η κυριότητα της Ιεράς Μονής επί του δασοαγροκτήματος "Γεροτσακούλι" ουδέποτε αμφισβητήθηκε από το Δημόσιο μέχρι το έτος 1983, αλλά απεναντίας τούτο αντιμετώπιζε αυτό ως ιδιωτική έκταση που ανήκε στην Ι. Μονή, όπως προκύπτει από σειρά δημοσίων εγγράφων. Ειδικότερα α)στο από 30-12-1941 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών ρητά μνημονεύεται ότι το δάσος "Γεροτσακούλι" ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης, β)με το από 28-5-1953 έγγραφο του το Δασαρχείο Πεντέλης απευθυνόμενο προς την Ι.Μονή ζητεί τη συγκατάθεση της για την διάνοιξη δρόμου και την υλοτομία πευκοδένδρων, γ)το υπ'αριθμ.634/200/25.7.1916 έγγραφο του Προτύπου Δασαρχείου Αττικής απευθύνεται επί λέξει "Προς τον ιδιοκτήτη του δάσους Χεροτσακούλι, Βουρβά, Γέρακα, Ηγουμενοσυμβούλιον της Ιεράς Μονής Πεντέλης" περί προστατευτικών λωρίδων κατά της πυρκαγιάς, δ)στο υπ'αριθμ.πρωτοκ.4560/21.8.1918 έγγραφο του Δασαρχείου Αττικής που απευθύνεται προς την Ιερά Μονή Πεντέλης και με το οποίο αποστέλλεται προς αυτή σχέδιο απαγορευτικής διατάξεως σχετικά με δασική έκταση ιδιοκτησίας της, η οποία βρίσκεται στην πλευρά του Πεντελικού που στρέφεται προς το λεκανοπέδιο Αθηνών, για να εκφέρει γνώμη, ε) με την υπ'αριθμ.77782/12.4.1944 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας με την οποία αίρεται η επίταξη του καμμένου μη δασικού δάσους ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής Πεντέλης, στ)στην υπ' αριθμ. πρωτοκ. 137.693/30.12.1941 επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών προμηθειών (Γραφείο Τροφίμων), με την οποία ο Διευθυντής του Υπουργείου γνωστοποιεί στην Υπηρεσία αυτή ότι το δάσος "Γεροτσακούλι" ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης και προκειμένου να γίνει εκμετάλλευση του δάσους για τις ανάγκες του Νοσοκομείου Παίδων πρέπει να ζητηθεί από αυτό η συγκατάθεση της δασοκτήμονος Ιεράς Μονής, ζ)στην υπ' αριθμ. πρωτοκ. 64010/7.8.1942 επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας προς τον Δασάρχη Αναδασώσεων, με την οποία του γνωστοποιεί την τροποποίηση της προβλεπόμενης σειράς υλοτομίας τμημάτων του Μοναστηριακού Δάσους Πεντέλης, η)στο υπ'αριθμ.πρωτοκ.606/26.1.1942 διαβιβαστικό έγγραφο του Δασαρχείου Πεντέλης προς την Ιερά Μονή, με το οποίο της κοινοποιήθηκε η υπ' αριθμό 137.363/10.1.1942 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία επιτάχθηκε το δάσος Γεροτσακούλι περιφέρειας Αττικής, ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής, μέχρι την 1.5.1942, υπέρ της Υπηρεσίας Κρατικών Προμηθειών προς χρήση του Νοσοκομείου Παίδων "Η Αγία Σοφία", με μίσθωμα δι'οκάν καυσόξυλων τρεις (3) δραχμές, θ)στην υπ'αριθμ. πρωτοκ. 1326/28.5.1953 επιστολή του Δασάρχη Πεντέλης προς την Ιερά Μονή, με την οποία ερωτάται η τελευταία αν είναι σύμφωνη για διάνοιξη δρόμου και υλοτομία πεύκων, ι) στην με αριθμ.πρωτοκ.39949/21.7.1953 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας με την οποία επετράπη στην Ιερά Μονή η πώληση 72 στρεμμάτων κείμενων στην περιοχή Νέας και Παλαιάς Πεντέλης, ια) στην υπ'αριθμ.πρωτοκ.123.576/5.8.1955 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία χορηγήθηκε στην ιερά Μονή η άδεια να πωλήσει δασική έκταση 270 στρεμμάτων κειμένων στη θέση Αγία Βαρβάρα - Γεροτσακούλι της περιφέρειας της Κοινότητας Ραφήνας, στην απόφαση δε αυτή επισυνάπτονται οι προηγηθείσες αυτής από 1.4.1955 και 2.8.1955 γνωμοδοτικές εκθέσεις της κατά Νόμον Επιτροπής εξ ανωτάτων υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Γεωργίας, Παιδείας και Οικονομικών, στις οποίες γίνεται λόγος περί δάσους της Μονής Πεντέλης, και ιβ) στην υπ' αριθμ. πρωτοκ. Ε/11.836/24.3.1960 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία χορηγήθηκε στην Ιερά Μονή η άδεια να πωλήσει διάφορες δασικές εκτάσεις πολλών στρεμμάτων κειμένων σε διάφορες θέσεις της Κοινότητας Πεντέλης, όπως Μαγειρίνα-πάτημα Προφήτη Ηλία και Μαντριά Καπράλου. Τέλος, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η περιοχή, εντός της οποίας βρίσκεται το επίδικο, ήταν ανέκαθεν αγροτική, επίπεδη και εκαλλιεργείτο με δημητριακά και αμπέλια. Ήταν ανέκαθεν αγρός, ουδέποτε είχε δασικό χαρακτήρα και η ύπαρξη ενός και μόνον πεύκου δεν αρκεί καθεαυτή να προσδώσει στο εν λόγω ακίνητο την ιδιότητα του δάσους, ως μη αποτελούσα οργανική ενότητα, με την έννοια που έχει ήδη αναπτυχθεί στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, οι δε μικροί θάμνοι δεν παράγουν δασικά προϊόντα κατόπιν δασικής εκμετάλλευσης. Εξάλλου και το εναγόμενο ουδέποτε αμφισβήτησε μέχρι το 2003 ότι ήταν αγρός. Τότε το πρώτον ισχυρίσθηκε ότι είναι δασική έκταση και, με βάση το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, υπέβαλε την υπ' αριθ. πρωτοκ. 25893/13.1.2003 ένσταση κατά των αναρτηθέντων στοιχείων κτηματογράφησης του Ο.Κ.Χ.Ε. στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου για το Δήμο Μελισσιών για την παραπάνω έκταση με ΚΑΕΚ ... εμβαδού 992,07 τ.μ. Τις ανωτέρω διακατοχικές πράξεις, ως προαναφέρθηκε, εξακολούθησε να ασκεί συνεχώς η Ιερά Μονή Πεντέλης με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι το έτος 1975, που μεταβίβασε το επίδικο στον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών Α. Κ.. Ο τελευταίος από το έτος αυτό και οι ενάγουσες από το έτος 1980 όταν περιήλθε σε αυτές το επίδικο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής νέμονταν το επίδικο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη δηλαδή χωρίς βαριά αμέλεια έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητα και με βάση τους πιο πάνω τίτλους τους. Συγκεκριμένα το επισκέπτονταν, το καθάριζαν και το επέβλεπαν, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν προέκυψε ότι προέβη σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη. Έτσι οι ενάγουσες έγιναν συγκυρίες του άνω επιδίκου ακινήτου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά κυριότητας τόσον παραγώγως όσον και πρωτοτύπως (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού νεμήθηκαν αυτό με τα άνω προσόντα πέραν της εικοσαετίας". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί, τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε τις τελευταίες συγκυρίες του επιδίκου κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου την καθεμιά. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο περιέχει στην απόφασή του τις πράξεις νομής, τις διακατοχικές δηλ. πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου και εκδηλώνουν τη βούλησή του νομέα να εξουσιάζει το ακίνητο, τις οποίες η απώτερη δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Ι.Μ. Πεντέλης από της αποκτήσεως του επιδίκου ακινήτου, εκτάσεως 992,07 τ.μ., ως τμήματος του περιγραφομένου μείζονας ακινήτου (1578-1600), μέχρι την κατά το έτος 1975 μεταβίβασή του στον άμεσο δικαιοπάροχο των (αναιρεσιβλήτων-εναγουσών δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1975 συμβολαίου, ασκούσε στο επίδικο τμήμα, ως ανέκαθεν καλλιεργήσιμον αγρό, το οποίο εφύλασσε, μαζί με τη μείζονα έκταση, δια φυλάκων και επέβλεπε, και εκμίσθωνε σε τρίτους κτηνοτρόφους τα βοσκήσιμα τμήματά του και σε καλλιεργητές τα καλλιεργήσιμα, για καλλιέργεια, κυρίως με αμπέλια και δημητριακά, καθώς (περιέχει το Εφετείο) και τις πράξεις νομής που ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Α. Κ. σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, ασκούσε στο επίδικο τμήμα από την κατά τα ανωτέρω απόκτησή του (1975) μέχρι τον θάνατό του (1980), έκτοτε δε οι αναιρεσίβλητες, στις οποίες περιήλθε το επίδικο δυνάμει της αναφερόμενης και νομίμως μεταγεγραμμένης πράξεως αποδοχής κληρονομίας του Α. Κ.υ, οι οποίοι επισκέπτονταν και επέβλεπαν το επίδικο, το οποίο, και καθάριζαν, μέχρι την άσκηση της αγωγής, και του οποίου άλλωστε(επιδίκου) οι αναιρεσίβλητες και ο ειρημένος άμμεσος δικαιοπάροχος τους είχαν γίνει κύριοι ήδη με παράγωγο τρόπο, κατά τα προεκτεθέντα. Περιέχει δε περαιτέρω το Εφετείο και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη, ως στοιχείο της χρησικτησίας υπό το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, η ειλικρινής δηλαδή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του ακινήτου δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, την οποία (καλή πίστη) δέχεται το δικαστήριο ως υπάρχουσα στην δικαιοπάροχο των (αναιρεσιβλήτων Ι.Μ. Πεντέλης καθ' όλον τον προαναφερθέντα χρόνο νομής, όπως (τέτοια περιστατικά) είναι κυρίως η έναντι της Μονής συμπεριφορά του ίδιου του Ελληνικού δημοσίου, το οποίο όχι μόνο δεν είχε αντιδράσει ποτέ στην μακρόχρονη, εμφανή νομή της Μονής και την εκμετάλλευση από την τελευταία του μείζονος ακινήτου και του επίδικου τμήματος του (δημοπρατήσεις, εκμισθώσεις καλλιέργειες), αλλά αναγνώριζε και μη πράξεις των δικών του οργάνων την Ι.Μ. Πεντέλης ως νομέα και κυρία του ακινήτου, όπως η σύνταξη, με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης των δυο Κωδικών-μαρτυρικών εγγράφων των ετών 1836 και 1837 που προαναφέρθηκαν, η κατάσταση πινάκων υλοτομίας του Δασονομείου Αττικής, που επίσης προαναφέρθηκε, η δωρεά προς το Ελληνικό δημόσιο εκ μέρους της Μονής εκτάσεως 1377,325 στρεμμάτων εν έτει 1884 κ.λπ., και η εν γένει αδιατάρακτη νομή της Ι.Μονής επί του επιδίκου επί αιώνες, μέχρι το έτος 2003, οπότε το ελληνικό δημόσιο αμφισβήτησε για πρώτη φορά την κυριότητά των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους, κατ' ουσίαν δηλαδή της Ι.Μ Πεντέλης, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο ήταν δασική έκταση και ως τέτοια ανήκει στην κυριότητά του. Η επίκληση άλλωστε από το αναιρεσείον της ιδιότητας του επίδικου ως δασικής έκτασης δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, ενόψει του ότι κατά τις παραδοχές του Εφετείου η Ι.Μ Πεντέλης ενέμετο το ακίνητο με καλή πίστη επί τριακονταετία κα πλέον μέχρι των 11-9-1915, οπότε και είχε γίνει κυρία του ακινήτου και από την εκδοχή ακόμη της τυχόν δασικής του μορφής, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο, με τους δυο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του, ότι δηλ. το Εφετείο δεν διαλαμβάνει στην απόστασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς τις πράξεις νομής και την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων, ιδίως δε της Ι.Μ Πεντέλης, επί του επιδίκου, είναι αβάσιμα. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο στη δικαστική δαπάνη του τρίτου των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 22 ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-10-2013 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2972/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του τρίτου των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου