Απόφαση 1031 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Διεκδικητική και αναγνωριστική κυριότητας ακίνητα αγωγή. Παράγωγος και πρωτότυπος τρόπος απαιτήσεως κυριότητος, ήτοι από αγορά και κληρονομική διαδοχή και με τακτική και έκταση χρησικτησία. Προϋπόθεση του παραγώγου τρόπου το να είναι κύριος ο μεταβιβάζων, 559 αρ. 1 και 19. Προϋποθέσεις. Η έλλειψη μείζονος πρότασης δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης. Η διακοπή της χρησικτησίας με διεκδικητική αγωγή προϋποθέτει χρησιδεσποτεία 559 αρ. 11 γ. Η αναφορά κάποιων εγγράφων δεν δηλώνει ότι τα μη αναφερόμενα δεν ληφθήκαν υπόψη. Η άποψη περί διαφορετικής εκτίμησης πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου 559 αρ. 20. Ιδρύεται επί διαγνωστικού και όχι εκτιμητικού λάθους.
Αριθμός 1031/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Α. Τ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Δ. του Γ., ο οποίος απεβίωσε στις 11/4/2013 όπως αναφέρεται στην από 17/7/2013 κλήση.
Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1)Γ. Δ. του Ν., κατοίκου ... και 2) Ε. Δ. του Ν., συζ. Ε. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι ατομικά και ως κληρονόμοι του Ν. Δ., εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Βαρδάκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/6/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 5/3/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2699/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 852/2009 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 9/3/2010 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 185/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 17/7/2013 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 28/12/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 44170/7-10-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ... με τη συνημμένη σ’ αυτή βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, ακριβές αντίγραφο της από 17-7-2013 κλήσεως για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από επισπεύδοντες τη συζήτηση, αναιρεσίβλητους, προς τον αναιρεσείοντα. Εφόσον όμως ο διάδικος αυτός δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτού (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ).
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων, είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η φύλαξη, η οριοθέτηση και εφόσον, πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παράβαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του ή εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται (διατυπώνεται) με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογή και ερμηνείας του (ΑΠ 40/2014 ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολδικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως ως προς τις συνεκδικασθείσες και αφορώσες στο ίδιο ακίνητο διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντα και αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσιβλήτων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../20-5-1967 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμ/φου Πειραιώς Δημοσθένη Κατωπόδη, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νικαίας στον τόμο ... και με αριθ. 457 και σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. .../1966 προσυμφώνου του ίδιο συμβολαιογράφου, περιήλθε κατά κυριότητα στη Θεοδοσία συζ. Ν. Δ. εξ αγοράς από την Ά. συζ. Ε. Β. ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 175 τ.μ., εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός ζώνης, που βρίσκεται στο θέση "..." του Δήμου Κορυδαλλού και εμφαίνεται με τον αριθμό 6 του ... Ο.Τ. στο από 10-3-1956 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Σ. Μ., καθώς και στο νεώτερο από Ιανουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Μ., όπου φέρει τον αριθμό 6 με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ και συνορεύει γύρω ανατολικά με το υπ’ αριθ. 7 τεμάχιο, δυτικά με το υπ’ αριθ. 5 τεμάχιο, Βόρεια με το υπ’ αριθ. 19 τεμάχιο και νότια με δρόμο, ήδη οδό ... . Κατά το χρόνο αγοράς του το αγροτεμάχιο αυτό υπήρχε μόνο ως φυσικό έδαφος, χωρίς καμία καλλιέργεια ή άλλη χρήση και δεν ήταν περιφραγμένο. Η Θ. Δ. επισκεπτόταν και επέβλεπε το πιο πάνω ακίνητο της δύο-τρεις φορές το χρόνο, ασκώντας με τον τρόπο αυτό τη νομή που προσιδιάζει στη φύση και στον προορισμό του με διάνοια κυρίας, το δήλωσε στη Εφορία (έντυπο Ε9) ως περιουσιακό της στοιχείο και με την από 3/6/1999 δήλωσή της προς το Εθνικό Κτηματολόγιο το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε με βάση τον προαναφερόμενο τίτλο ιδιοκτησίας στο Κτηματολογικό Γραφείο Νικαίας στο όνομά της με δικαίωμα κυριότητας, όπου έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ... . Το έτος 2000 η Θ. Δ. ασθένησε σοβαρά και μέχρι το χρόνο του θανάτου της, που επισυνέβη στις 17/11/2005, δεν επισκέφθηκε ξανά το εν λόγω ακίνητο της, το οποίο ακολούθως περιήλθε ως εξ αδιαθέτου κληρονομιά στους ενάγοντες-εναγομένους Ν. Δ., Γ. Δ. και Ε. Δ., σύζυγο και δύο τέκνα της, κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. .../29-5-2006 δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Χατζάκη, πράξη η οποία εγγράφηκε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με αριθμό .../1-6-2006. Τμήμα του παραπάνω αγροτεμαχίου, εμβαδού 157,50 τ.μ., αγόρασε ο ενάγων-εναγόμενος Α. Τ. δυνάμει του υπ’ αριθ. .../13-6- 1996 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Γεωργίας Βούλγαρη, νομίμως μεταγραφέντος στο Υποθηκοφυλακείο Νικαίας στον τόμο ... και με αριθμό 160, από τον Α. Χ. στον οποίο αμέσως προηγουμένως το είχε μεταβιβάσει με γονική παροχή η μητέρα του Τ. Χ. με το υπ’ αριθ. .../23-5- 1996 συμβόλαιο, νομίμως μεταγραφέντος, της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου. Η δικαιοπάροχος Τ. Χ., η οποία έχει γειτονική ιδιοκτησία και κατοικεί από χρόνια στην περιοχή, δεν είχε τίτλο ιδιοκτησίας και κατά τη σύνταξη του πιο πάνω συμβολαίου γονικής παροχής δήλωσε ότι το μεταβιβαζόμενο επίδικο ακίνητο έχει αποκτήσει με χρησικτησία, επειδή το κατέχει και το χρησιμοποιεί με διάνοια κυρίας περισσότερο από τριάντα χρόνια. Όμως τέτοιο δικαίωμα κυριότητας με χρησικτησία (έκτακτη) ουδέποτε απέκτησε η απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος-εναγομένου Α. Τ.. Ειδικότερα, από τη συνεκτίμηση των προσκομιζομένων και από τις δύο πλευρές τεχνικών εκθέσεων των μηχανικών Α. Κ., Δ. Ζ. και Δ. Α., οι οποίοι εξέτασαν τις αεροφωτογραφίες των ετών 1969, 1975, ληφθείσες από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στράτου (ΓΥΣ) και των ετών 1989, 1999, ληφθείσες από τον Οργανισμό Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ), προκύπτει ότι μέχρι το έτος 1975 το επίδικο αγροτεμάχιο ήταν φυσικό έδαφος χωρίς καμία χρήση η’ άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Το έτος 1989 δεν ήταν περιφραγμένο, υπήρχε μόνο ξερολιθιά στη βόρεια πλευρά του, με την οποία ήταν οριοθετημένο το προς βορράν όμορο ακίνητο, μια μικρή ελιά προφανώς αυτοφυής και δεν υπήρχαν κτίσματα (κοτέτσια), τοποθετημένη ξυλεία ή άλλα υλικά. Το έτος 1999 φαίνεται να έχει περίφραξη με πασσάλους και συρματόπλεγμα στην πρόσοψη και στη δυτική πλευρά του και να υπάρχουν μέσα σ’ αυτό προϊόντα εκσκαφής (μπάζα). Από τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίες αξιολογούνται κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας, αποδεικνύεται ότι η Τ. Χ. δεν άσκησε στο επίδικο πράξεις νομής με διάνοια κυρίας και μάλιστα επί εικοσαετία, καθόσον ποτέ δεν καλλιέργησε μέσα σ’ αυτό οπωροκηπευτικά, ούτε είχε κοτέτσια, δεν το είχε περιφράξει ποτέ η ίδια με ξερολιθιά και συρματόπλεγμα, αλλά η όποια οριοθέτηση υπήρχε προερχόταν από τα συνορεύοντα ακίνητα και η παράνομη πολλές φορές είσοδος της σ’ αυτό, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η κατοικία της βρισκόταν πλησίον του επιδίκου, γινόταν λάθρα και εν αγνοία της αληθινής κυρίας Θ. Δ., η οποία με την οικογένεια της διέμενε μακριά σε άλλη περιοχή στο Δήμο ... και δεν ήταν εύκολο να το επισκέπτεται συχνά. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι αυτό το συγκεκριμένο ακίνητο είχε μισθώσει η Τ. Χ. στον Α. Κ. για την τοποθέτηση επαγγελματικής ξυλείας, πράγματα τα οποία θα φαίνονταν στις αεροφωτογραφίες του έτους 1989, ενώ το προσκομιζόμενο από 10-11-1976 ιδιωτικό συμφωνητικό δεν φέρει καν βέβαια χρονολογία. Για πρώτη φορά στο επίδικο εμφανίζεται περίφραξη μετά το έτος 1998, όταν ο αγοραστής Α. Τ. μίσθωσε αυτό στον Η. Θ. για την αποθήκευση πέτρας, γι’ αυτό και στις αεροφωτογραφίες του έτους 1999 φαίνεται να υπάρχουν μέσα σ’ αυτό υπολείμματα πέτρας και υλικά εκσκαφής, ενώ προηγουμένως από το έτος 1996, που έγινε η αγορά καμία εμφανή υλική πράξη και συγκεκριμένα τοποθέτηση κουνελιών ή άλλη χρήση του επίδικου δεν έκανε ο Α. Τ.. Κατόπιν των ανωτέρω ο ενάγων-εναγόμενος ο Α. Τ. δεν κατέστη κύριος του επιδίκου αγροτεμαχίου με βάση το υπ’ αριθ. .../13-6-1996 συμβόλαιο αγοράς του, αφού οι δικαιοπάροχοι του απώτερη και άμεσος Τ. και Α. Χ., δεν είχαν αποκτήσει με κάποιο νόμιμο τρόπο (πρωτότυπο ή παράγωγο) κυριότητα επ’ αυτού, αλλά ούτε και με τακτική χρησικτησία έγινε κύριος, αφενός διότι από το έτος 1998 που άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο μέχρι την άσκηση της αγωγής του, η οποία επιδόθηκε στις 12-7-2006, δεν συμπληρώθηκε δεκαετία, αφετέρου διότι ήταν κακόπιστος νομέας, αφού από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος του Τ. Χ. δεν είχε καταστεί κυρία με έκτακτη χρησικτησία και ότι αυτός αγόρασε από μη κύριο, ενώ η δικαιοπάροχος των αντιδίκων του Θ. Δ. ουδέποτε απώλεσε την κυριότητά της επί του επιδίκου".
Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας, ενόψει του ότι στην απόφασή του, υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου παραγώγως, αλλά ούτε και πρωτοτύπως καθόσον οι δικαιοπάροχοί του (αμέσος και απώτερος) δεν ήταν κύριοι του επιδίκου, αφού δεν είχαν αποκτήσει επ’ αυτού κυριότητα με κάποιο νόμιμο τρόπο (πρωτότυπο ή παράγωγο), ενώ προσέτι ούτε δεκαετία συμπληρώθηκε από του χρόνου της ασκήσεως από τον αναιρεσείοντα πράξεων νομής δυνάμει του αγοραπωλητηρίου τίτλου, ούτε καλή πίστη υπήρχε, αφού αυτός από βαριά αμέλεια, αγνοούσε ότι η απώτερη, δικαιοπαρόχός του δεν είχε καταστεί κυρία από έκτακτη χρησικτησία και ότι ο άμεσος δικαιοπαρόχός του, δεν ήταν κύριος, ενώ αντίθετα οι αναιρεσίβλητοι απέκτησαν το μεγαλύτερο ακίνητό τους, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο από νόμιμα αποδειχθείσα και μεταγραφείσα εξ αδιαθέτου κληρονομιά της δικαιοπαρόχου τους, η οποία είχε αποκτήσει την κυριότητα του περιλαμβάνοντος και το επίδικο ακινήτου παραγώγως και πρωτοτύπως και δεν την είχε ουδέποτε απωλέσει. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδη ζήτημα της μη αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσείοντα με τον επικαλούμενο πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των επικαλουμένων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1044, αλλά και του 1049 ΑΚ, καθόσον η διακοπή της τακτικής χρησικτησίας με την έγερση διεκδικητικής αγωγής προϋποθέτει χρησιδεσποτεία κατά το 1041 ΑΚ, η οποία στην προκειμένη περίπτωση λόγω της ελλείψεως καλής πίστεως δεν συνέτρεξε. Ενόψει τούτων οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρεις πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του δεύτερου λόγου κατά τις οποίες η απόφαση περιέχει ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και την αιτιολόγηση τόσο της βαρειάς αμέλειας του αναιρεσίβλητου, όσο και της παραλαβής του περιέχοντος και το επίδικο μεγαλυτέρου ακινήτου από τη δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων οι οποίες δεν ιδρύουν τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό πόρισμα από το εξαχθέν, αφορούν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου η αιτίαση του πρώτου λόγου κατά την οποία η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως ως ενσωματώσασα την πρωτόδικη απόφαση, στην οποία δεν γινόταν επίκληση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον οι εφαρμοστέες νομικές διατάξεις, που πράγματα δεν αναφερόντουσαν στην πρωτόδικη απόφαση συμπληρώθηκαν από την προσβαλλομένη απόφαση, ενώ σε κάθε περίπτωση η τυχόν έλλειψή τους δεν στοιχειοθετεί τον επικαλούμενο αναιρετικά λόγο, αφού οι νομικές διατάξεις, που στήριζαν το αγωγικό αίτημα, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση αρκεί να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει ουσιαστικών παραδοχών, το διατακτικό της και μπορούν να συμπληρωθούν ακόμη και από τον Άρειο Πάγο.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, από τη δε ειδική αναφορά σε κάποιο από τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν συνάγεται ότι τα υπόλοιπα δεν λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 835, 481/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε, από τα οποία προέκυπτε τα ουσία βάσιμο των ισχυρισμών του, περί ασκήσεως από τον άμεσο και την απώτερη δικαιοπάροχό του πράξεων νομής στο επίδικο. Ειδικότερα κατά το λόγο αυτό το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις ένορκες βεβαιώσεις και τις τεχνικές εκθέσεις των αγρονόμων τοπογράφων μηχανικών Δ. Ζ. και Δ. Α.. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση και ρητά βεβαιώνει (φύλλο 4α) ότι κατά την κατάστρωση του νομικού της συλλογισμού έλαβε υπόψη τις ειδικά αναφερόμενες και προσκομισθείσες από τον αναιρεσείοντα ένορκες βεβαιώσεις καθώς και τις τεχνικές εκθέσεις (στις οποίες και αν ακόμη δεν γινόταν ειδική αναφορά καλύπτονται από την αναφορά της απόφασης στα έγγραφα) αλλά και από το περιεχόμενο της απόφασης όπου γίνεται ειδική αναφορά στις επίμαχες τεχνικές εκθέσεις (φύλλο 5α), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν, με τις λοιπές αποδείξεις, για την εξαγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος. Η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε στις τεχνικές εκθέσεις τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτές έχουν και ότι η διαφορετική εκτίμησή τους, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν οδηγεί σε έλεγχο της αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα του έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελίωση επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ. Εξάλλου η αιτίαση του ίδιου λόγου, κατά την οποία το Εφετείο δεν αιτιολογεί γιατί θεώρησε μεγαλύτερης αποδεικτικής ισχύος την προσκομισθείσα από τους αναιρεσίβλητους τεχνική έκθεση της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Κ., από ότι τις παραπάνω προσκομισθείσες από τον αναιρεσείοντα τεχνικές εκθέσεις, είναι απαράδεκτη, καθόσον η απόδοση από το δικαστήριο μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας ή αξιοπιστίας σε κάποιο από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα ανήκει στην ανέλεγκτη κατά το 340 ΚΠολΔικ ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και δεν στοιχειοθετεί κάποιο αναιρετικό λόγο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (πέμπτος-1ο μέρος), πρέπει ως προς όλες τις αιτιάσεις να απορριφθεί, ενώ προσέτι απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος, κατά τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι, παρά το νόμο, θεώρησε ότι το από 10-11-1976 συμφωνητικό μισθώσεως, με το οποίο η απώτερη δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντα Τ. Χ. εκμίσθωσε το επίδικο στον Α. Κ., δεν φέρει βεβαία χρονολογία, καθόσον ως προς το ιδιωτικό αυτό έγγραφο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αποφάσεως, δεν προέκυψε κάποιος από τους αναφερομένους στο άρθρο 446 ΚΠολΔικ τρόπους, που θα προσέδιδαν βεβαία χρονολογία στο φερόμενο ως χρόνο συντάξεώς του χρόνο.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιείχε περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δεν και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Κατά την έννοια του ως άνω άρθρου έγγραφα, η παραμόρφωση των οποίων ιδρύει λόγο αναιρέσεως είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. αποδεικτικά εγγράφου που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου του επικαλουμένου και προσκομίζοντος αυτά. Τέτοια όμως έγγραφα δεν είναι οι προβλεπόμενες στην ΚΠολΔ 390 γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνες σε ζητήματα που αφορούν σε εκκρεμή δίκη, οι οποίες εισήχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και εκτιμώντας ελευθέρα. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθ. 20 του άρθρου 55 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παραπάνω τεχνικών εκθέσεων από την ανάγνωση των οποίων δεν προέκυπταν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά ως προς τη φύση του εδάφους του επιδίκου το 1975, την περίφραξή του το 1989 και την οριοθέτησή του κατά το 1999. Ο λόγος αυτός, που υποβάλλεται επικουρικά σε σχέση με εκείνον του 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ του πρώτου μέρους του ίδιου λόγου, με τον οποίο διαφορετικά θα αντέφασκε, είναι απαράδεκτος, διότι οι τέχνες αυτές εκθέσεις (γνωμοδοτήσεις) δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφων. Ενόψει τούτων, και ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-3-2010 αίτηση του Α. Τ. του Δ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 852/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου