Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ - ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ - ΑΠ Απόφαση 160 / 2014- Αγωγή αναγνωριστική, Αιγιαλός, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Παραμεθόριες περιοχές, Χρησικτησία.


Απόφαση 160 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αιγιαλός, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Παραμεθόριες περιοχές, Χρησικτησία.

Περίληψη:

Διακρίσεις Γαιών κατά Οθωμανικό Δίκαιο. Τα κτήματα στις Κυκλάδες ήταν μούλκια, εκτός από εκείνα που λόγω της φύσης τους δεν εξουσιαζόντουσαν από κανένα (δάση, αιγιαλοί, κοινόχρηστα) τα οποία ανήκαν στο δημόσιο. ΒΔ της 12.12.1833 «περί διορισμού και φόρου βοσκής όλα τα λειβάδια για τα οποία δεν υπάρχει ταπί θεωρούνται δημόσια. Περ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Στις παραμεθόριες περιοχές δεν περιλαμβάνονται οι παραμεθόριες που έχουν ορισθεί με το άρθρο 4 του Ν. 1366/1938. Μετά την Ολ.ΑΠ 1/2013 υφίσταται τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου στις Κυκλάδες. Βάρος αποδείξεως επί αγωγής κατά Δημοσίου για εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων. Ο ισχυρισμός περί αδεσπότων στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση καθώς και για παραβίαση του Ν. ΚΘ΄/1864 «περί βοσκησίμων γαιών», του Ν. ΨΝ2/1880 περί Κοινοτικών και Εθνικών λιβαδιών και του Ν. ΔΝΖ/12, πλημμέλειες επάλληλες που δεν στηρίζουν αυτοτελώς το διατακτικό ούτε δημιουργούν δεδικασμένο, δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση και δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η μείζων σκέψη δεν είναι στοιχείο της αποφάσεως 281 ΑΚ. Προϋποθέσεις. Δεν ιδρύεται όταν αυτός που επικαλείται την κατάχρηση ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα είναι δικό του. Αν το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την σύσταση, ενώ είναι νόμω αβάσιμη, αντικαθίστανται οι αιτιολογίες και απορρίπτεται ο λόγος κατά 587 ΚΠολΔικ. Οι αιτιάσεις που αφορούν στην κατ’ ουσία απόρριψη του ισχυρισμού είναι απαράδεκτες, αφού ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αόριστος. 11γ άρθρ. 559. Αβάσιμος λόγος γιατί λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα. 559 αρ.8 εδ.β. Τα επικαλούμενα πράγματα δεν προτάθηκαν και γι’ αυτό δεν στοιχειοθετείται ο λόγος. Χρησικτησία κατά ΒΡΔ.



Αριθμός 160/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. του Θ. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/4/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10ΤΜ/2004 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου λόγω αρμοδιότητας, 1/ΤΠ/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου και 81/2007 του Εφετείου Αιγαίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1524/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 81/2007 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 266/2011, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/2/2012 αίτηση και τους από 30/8/2013 πρόσθετους λόγους του. 
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτησης αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. 
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονταν σε πέντε κατηγορίες: α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) π.χ. οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες, κλπ, των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ) π.χ. τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση, κλπ, των οπoίων η κυριότητα ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οπoίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια) των οπoίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού (π.χ. μοναστηριού, νοσοκομείου κλπ), δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ) π.χ. δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κλπ, οι οποίες ήταν προορισμένες στην κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ) π.χ. βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση κλπ, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δε κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος", τα ερμηνευτικά των εν λόγω πρωτοκόλλων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830 και 19.6.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. 'Ετσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον προαναφερθέντα οθωμανικό νόμο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνον εκείνων των ιδιοκτητών γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830 είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά με την οικειοθελή υποταγή τους κατόπιν συνθηκών που συνάφθηκαν μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του Νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών από 26.5/7.6.1835" όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα". Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο όμως συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κων/λης, για εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τους βοσκότοπους και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου και τούτο γιατί οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπάγοντο υπό την απόλυτη εξουσία του Κράτους αυτού. Μετά δε την επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους με τα προαναφερθέντα Πρωτόκολλα και Συνθήκη, οπότε προσδιορίστηκε η Χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το νέο ελληνικό κράτος χωρίς καμία αποζημίωση. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της 4/16 Ιουνίου 1830, στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα "βακούφια" και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα θα ανήκαν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (Ολ ΑΠ 1/2013). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και επομένως και σε αυτές στις Κυκλάδες που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα καταστεί κύριός τους το Ελλ. Δημόσιο. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ερμηνείας της (ΑΠ 10022/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, επί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1127/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ'αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο νησίδες, που βρίσκονται στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Πάρου και Αντιπάρου και εμφαίνονται στο από 19.9.1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , που συνοδεύει την υπ'αριθμ. 605/1998 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Κυκλάδων και στα από 8.8.200 τοπογραφικά διαγράμματα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. , που συνοδεύουν τις από 10.4.2002 εκθέσεις της επιτροπής του άρθρου 3 του Ν.2971/2001. Η πρώτη από αυτές ονομάζεται "Τουρκονήσι" ή "Τούρλος" ή "Τούρνα", εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Α στο προαναφερόμενο από 19.9.1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , έχει εμβαδόν 33.390 τ.μ. συνορεύει σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα: βόρεια σε πλευρά Β-Γ μήκους 134 μ. με θάλασσα, βορειοδυτικά σε πλευρά Α-Β μήκους 175 μ με θάλασσα, ανατολικά σε πλευρές Γ-Δ μήκους 179,5 μ. και Ε-Δ μήκους 69 μ. με θάλασσα και νοτιοδυτικά σ πλευρές Η-Α μήκους 78 μ., Ζ-Η μήκους 58 μ. και Ζ μήκους 172 μ. με θάλασσα. Το έδαφος της νησίδας αυτής είναι άγονο και
βραχώδες. Ένα τμήμα της, εμβαδού 8.078 τ.μ., που αποτυπώνεται με κίτρινο περίγραμμα στο προαναφερόμενο από 19-9-1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , καλύπτεται από χορτολιβαδική βλάστηση και μεμονωμένα άτομα σχίνου νανώδους μορφής σε ποσοστό μικρότερο του 15% και έχει χαρακτηρισθεί ως χορτολιβαδική έκταση, που εμπίπτει στην διάταξη του άρθρου 3§6β' του Ν.998/1979. Τα υπόλοιπο τμήμα της, εμβαδού 25.312 τ.μ., καλύπτεται σήμερα σε μεγάλο ποσοστό από αυτοφυή δασική βλάστηση (κυρίως σχίνους νανώδους μορφής) και έχει χαρακτηρισθεί ως δασική έκταση, που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3 §§ 2 και 3 του Ν. 998/1979 και όσον αφορά την κατηγορία και την θέση στο άρθρο 4§1ε' του ίδιου νόμου. (βλ. υπ' αριθμ.2.667/74.8.1997 πράξη χαρακτηρισμού της Διευθύντριας Δασών Ν.Κυκλάδων]. Κατά της παραπάνω πράξης ο ενάγων κατέθεσε αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 605/1998 απόφαση, σύμφωνα με την οποία τμήμα της νησίδας αυτής εμβαδού 8.078 τ.μ. αποτελεί χορτολιβαδική έκταση, που εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 3§6β' του Ν 998/1979, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της, εμβαδού 25.312 τ.μ. αποτελεί δασική έκταση, που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3§§ 2 και 3 του Ν.998/1979 και όσον αφορά την κατηγορία και. την θέση στο άρθρο 4 § 1ε' του ίδιου νόμου. Η δεύτερη νησίδα ονομάζεται "Πρασσονήσι" ή "Άγιος Νικόλαος", εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Θ-Ι-Κ-Λ-Θ στο προαναφερόμενο από 19.9.1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , έχει εμβαδόν 8.000 τ.μ. και συνορεύει σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα: βόρεια σε πλευρά Ι-Κ μήκους 106 μ. με θάλασσα, νοτιοανατολικά σε πλευρές Κ-Λ μήκους 65 μ. και Λ-Θ μήκους 80 μ. με θάλασσα και δυτικά σε πλευρά Ι-Θ μήκους 81 μ. με θάλασσα. Η νησίδα αυτή αποτελεί άγονη βραχώδη χορτολιβαδική έκταση, στην οποία υπάρχουν σήμερα μεμονωμένα άτομα σχίνου νανώδους μορφής σε ποσοστό μικρότερο του 15% (βλ. υπ' αριθμ. …/24.8.1999πράξη χαρακτηρισμού της Διευθύντριας Δασών Ν. Κυκλάδων η οποία δεν προβάλλεται ότι έχει ακυρωθεί). Επίσης με τις από 10.4.2002 εκθέσεις της επιτροπής επανακαθορισμού των ορίων του αιγιαλού, οι οποίες επικυρώθηκαν με τις υπ' αριθμ. 41524/3484/Β0010/15.5.2003 και 1041490/3478/Β0010/ 26.5.2003 αποφάσεις του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως [ΦΕΚ Δ'566/10-6-2003626/20.6.2003 αντίστοιχα) και μεταγράφηκαν νόμιμα, καθορίστηκε η οριογραμμή του αιγιαλού σε καθεμία από τις επίδικες νησίδες. Ο ενάγων δεν ανήγγειλε στον Υπουργό Οικονομικών το τυχόν δικαίωμα κυριότητας του στις ζώνες του αιγιαλού υποβάλλοντας συγχρόνως τους τίτλους του μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την δημοσίευση των παραπάνω αποφάσεων, με αποτέλεσμα ο αιγιαλός να θεωρείται ότι καθορίσθηκε οριστικά (άρθρο 10 § 6 το Ν. 2971/2001). Εξάλλου, όπως δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, η οριογραμμή, που καθορίσθηκε για κάθε. νησίδα και αποτυπώνεται με κόκκινο χρώμα στα προαναφερόμενα από 8.8.2001 τοπογραφικά διαγράμματα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. , με τα περιμετρικά στοιχεία Α 1, Α2, A3........Α28 ,Α29, Α30, Α 1, όσον αφορά την νησίδα "Τουρκονήσι" "Τούρλος" ή "Τούρνα" και Α1, Α2, A3... Α7, Α8, Α9Α 1, όσον αφορά την νησίδα "Πρασσονήσι" ή "Αγιος Νικόλαος", συμπίπτει απόλυτα με τα πραγματικά όρια του αιγιαλού, δηλαδή της ζώνης της ξηράς των επιδίκων νησίδων, που βρέχεται από την θάλασσα από τις -μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της.
Συνεπώς, τα τμήματα των επιδίκων νησίδων, που εμπίπτουν στην ζώνη του αιγιαλού, δηλαδή: α) το τμήμα της νησίδας "Τουρκονήσι" ή "Τούρλος" ή "Τούρνα" που εκτείνεται από την οριογραμμή του αιγιαλού, η οποία αποτυπώνεται με κόκκινο χρώμα στο προαναφερόμενο από 8.8.2001 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. με τα περιμετρικά στοιχεία Α1, Α2, Α3Α28,Α29, Α30, Α1 μέχρι την θάλασσα και β) το τμήμα της νησίδας "Πρασσονήσι" ή "Άγιος Νικόλαος", που εκτείνεται από την οριογραμμή του αιγιαλού, η οποία αποτυπώνεται με κόκκινο χρώμα στο προαναφερόμενο από 8.8.2001:τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. με τα περιμετρικά στοιχεία Α 1, Α2, A3... Α7, Α8, Α9, Α1, μέχρι την θάλασσα, αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία ανήκουν εναγόμενο (άρθρα 967, 968 ΑΚ, 1 § 1 και 2 § 1 του Ν 2971/2001). Επομένως ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι τμήματα των επιδίκων νησίδων αποτελούσαν ανέκαθεν, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής , αιγιαλό είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση αυτή. Εκτός από τα ως άνω τμήματα τους, που εμπίπτουν στη ζώνη του αιγιαλού οι επίδικες νησίδες, κατά την έναρξη της ισχύος του ΒΔ/τος της 3/15-12-1833, αποτελούσαν βοσκότοπους και ως τέτοιοι αποτελούν δημόσια γη που ανήκει στην κυριότητα του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου. Οι φερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος Ι. Μ. και Π. Γ. ζήτησαν με την από 18-10-1996 αίτηση τους, που υπέβαλαν, δια του ενάγοντος, στην Διεύθυνση Δασών του Νομού Κυκλάδων να τους πληροφορήσει για τον τρόπο διαχείρισης και το χαρακτήρα των επίδικων βραχονησίδων. Σε απάντηση της άνω αιτήσεως τους, η εν λόγω Υπηρεσία με το υπ'αριθμ. πρωτ. 1299/12-5-1999 έγγραφό της, που κοινοποιήθηκε στους αιτούντες μέσω του ενάγοντος, τους γνωστοποίησε ότι οι νησίδες αυτές διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις των περί δασών διαταγμάτων και διαχειρίζονται ως δημόσιες. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τις επίδικες νησίδες απέκτησε με τον αναφερόμενο παρακάτω παράγωγο τρόπο [αγορά και μεταγραφή των οικείων συμβολαιογραφικών πράξεων], αλλά και με πρωτότυπο τρόπο δηλαδή με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την προσμέτρηση στη νομή του, της νομής χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, που άρχισε πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Ότι ειδικότερα περιήλθαν σ' αυτόν με τα υπ'αριθμ. ... και ... /30-12-1996 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Βλάχου-Παναγή, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα λόγω αγοράς από τους Ι. Μ. και Π. Γ. , κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Ότι στους τελευταίους είχαν περιέλθει λόγω αγοράς από τον Γ. Σ. δυνάμει του με υπ'αριθμ. ... 1970 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Χαραλάμπους Κ.Μπουσιώτη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ότι ακόμη στον ανωτέρω Γ. Σ. είχαν περιέλθει δυνάμει του υπ'αριθμ. ... /26-6-1954 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πάρου Θ. Κονταράτου από την τότε Κοινότητα και ήδη Δήμο Πάρου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω υπ'αριθμ. ... /26-6-1954 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πάρου Θεοδώρου Κονταράτου και το υπ'αριθμ. ... 20.8.1970 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Χαραλάμπους Κ. Μπουσιώτη καταρτίσθηκαν, χωρίς να εκδοθεί προηγουμένως απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για την άρση της απαγόρευσης μεταβιβάσεως της κυριότητας των επίδικων νησίδων, όπως επιβαλλόταν σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 § 2 του α.ν.-1366/1938 "περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών εις παραμεθορίους περιοχάς". Ακόμη στα υπ'αριθμ. ... και ... /30.12.1996 συμβόλαια της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Βλάχου - Παναγή με τα οποία φέρεται ότι απέκτησε ο ενάγων τις επίδικες νησίδες έχει προσαρτηθεί μόνο το υπ'αριθ.4207/8.11.1996 έγγραφο της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχίας Κυκλάδων, σύμφωνα με το οποίο "επειδή με βάση την αίτηση η προς πώληση έκταση είναι -μικρότερη των 250 στρεμμάτων, δεν απαιτείται έκδοση απόφασης Νομάρχη για άρση απαγόρευσης". Οι δικαιοπραξίες όμως αυτές είναι απολύτως άκυρες σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν. 1892/1990 "για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις", διότι δεν εκδόθηκε προηγουμένως απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για την άρση της απαγόρευσης μεταβιβάσεως της κυριότητας των νησίδων αυτών , όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 28 του ίδιου νόμου. Η ακυρότητα αυτή δεν θεραπεύεται με την έκδοση της υπ'αριθμ. 25.506/22-3-2000 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία ήρθη η απαγόρευση και επετράπη στον ενάγοντα να αγοράσει τη νησίδα "Πρασσονήσι" ή "Άγιος Νικόλαος" και ένα τμήμα, εμβαδού 8.000 τ.μ., της νησίδας " Τουρκονήσι" ή "Τούρνα" [πρβλ. ΑΠ 829/2005 Δημ. Νόμος]. Βέβαια ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έγινε κύριος και με πρωτότυπο τρόπο [τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία ], ότι δηλαδή νεμήθηκε με καλή πίστη, νομίμω τίτλω και διάνοια κυρίου επί πενήντα [ 50] περίπου έτη συνυπολογίζοντας στο χρόνο της δικής του νομής τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του στις επίδικες νησίδες και συγκεκριμένα ότι τις επέβλεπαν, τις καθάριζαν από αγριόχορτα και τις φρόντιζαν χωρίς ποτέ να ενοχληθούν ή να αμφισβητήσει κάποιος τα δκαιώματα τους επ'αυτών. Ο μάρτυρας του ενάγοντος, Θ. Μ. , πατέρας του κατέθεσε ένορκα στο ακροατήριο ότι: "...τα νησιά αυτά ανήκαν στις αρχές του αιώνα στην τότε Κοινότητα Πάρου, η οποία τα πούλησε το 1954 στον Γ. Σ. . Σε αυτά τα νησιά έβοσκαν ζώα και τα καθάριζε και τα φρόντιζε αυτός που τα είχε. Δεν έκαναν για καλλιέργεια, αλλά μόνο για βοσκή ζώων, κατσικιών και κουνελιών.... Το 1860-1870 τα παραχώρησε στην Εκατονταπυλιανή. Τα νησάκια αυτά έχουν την ίδια βλάστηση που είχαν και τα προηγούμενα χρόνια.... Στο μεγάλο έβαζα περίπου το χρόνο 5 με 100 κατσίκια και στο μικρό 20 με 30"." Ωστόσο από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε φυσική εξουσίαση των επιδίκων νησίδων, που δεν εμπίπτουν στην ζώνη του αιγιαλού με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από τους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος επί τριάντα τουλάχιστον χρόνια μέχρι την 11-9-1915. Περί αυτών ουδέν κατατέθηκε και ουδένα αποδεικτικό προσκομίστηκε. Τα επίδικα δεν αναφέρονται σε κανένα προ του 1953 έγγραφο ως ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου ή του Ιερού Ναού Εκατονταπυλιανής Πάρου. Επίσης από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει ότι τα νομικά πρόσωπα αυτά από το 1870 ή και προγενέστερα μέχρι το 1953 ασκούσαν διακατοχικές πράξεις επ'αυτών. Ο μάρτυρας απόδειξης ουδέν περιστατικό κατέθεσε, σχετικό με την άσκηση επί των επιδίκων πράξεων νομής, από την απώτατη δικαιοπάροχο του ενάγοντος, Κοινότητα Πάρου επί μία συνεχή τριακονταετία, μέχρι την 11-9-1915.Το δε δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετη κρίση από τις καταθέσεις των Ι. Σ. του Δ., Κ. Π. του Δ. και Γ. Τ. του Κ., που περιέχονται στις από 24.10.1998 ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πάρου οι οποίοι βεβαιώνουν ότι δεν υπήρξε καμία δραστηριότητα στις νησίδες εκτός από βοσκή από τον Γ. Σ. , ο οποίος τις αγόρασε, ούτε από τις καταθέσεις των Δ. Σ. του Ι. και του Κ. Π. του Δ., στην προαναφερομένη υπ' αριθμ. 1332/14-5-2003 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πάρου Ελευθερίας Ιορδάνη-Μυτιληναίου ,οι οποίοι καταθέτουν γενικά και αόριστα επί λέξει ότι" ...Τα νησάκια αυτά ανήκαν παλιά στην τότε Κοινότητα Πάρου, οποία πούλησε το 1954 στον Γ. Σ. ... Ο Γ. Σ. τα χρησιμοποιούσε, για να βόσκει αιγοπρόβατα του, δεδομένου ότι το έδαφος τους είναι άγονο και πετρώδες και δεν προσφέρεται για καλλιέργεια, παρά μόνο για βόσκηση ζώων...." Αλλά ούτε και η βόσκηση των ποιμνίων τους που δεν απαγορευόταν από το Ελληνικό Δημόσιο, στις επίδικες νησίδες, έστω και μόνον από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους μέχρι και το 1929 μπορεί να θεωρηθεί ως διακατοχική πράξη που οδηγεί στην απόκτηση της κυριότητας με έκτατη χρησικτησία, καθ'όσον δεν αποδείχθηκε η καλή πίστη των τελευταίων. Δεν αποδείχθηκε δηλαδή ότι αγνοούσαν τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου στις επίδικες νησίδες και ότι είχαν την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτου σ'αυτές, ενόψει και του ότι δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι το 1929 βοσκούσαν & αυτές τα ποίμνια τους μόνον οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και όχι και οι άλλοι κάτοικοι του νησιού. Εξάλλου από το έτος 1938 και μεταγενέστερα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η βοσκή και στα λειβάδια και χορτολιβαδικά εδάφη δε θεωρείται πράξη νομής. Με βάση τα δεδομένα αυτά οι επίδικες νησίδες που αποτελούσαν, ως βοσκότοποι, δημόσια γη ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου καθόσον δεν αποδείχθηκε συνεχής νομή με καλή πίστη από τους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος επί τριάντα χρόνια μέχρι την 11-9-1915, και δεν καταλύθηκε η κυριότητα αυτών (Ελληνικού Δημοσίου) ενόψει του ότι η βοσκή των ποιμνίων τους, αλλά και η ύπαρξη κάποιων τίτλων δεν ενεργοποίησε υπέρ των κατόχων τους το θεσμό της κτητικής χρησικτησίας, όπως προεκτέθηκε. Εξάλλου στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο ενάγων δεν προβάλλει με την αγωγή του τέτοιο ισχυρισμό, ότι δηλαδή οι δικαιοπάροχοι του νεμήθηκαν, διάνοια κυρίου, τις επίδικες βραχονησίδες, επί μία συνεχή τριακονταετία μέχρι την 11-9-1915. Αντιθέτως ισχυρίζεται ότι ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοι του άσκησαν διακατοχικές πράξεις επί των επιδίκων μόνο για 50 χρόνια, ήτοι από το 1954 και εντεύθεν. Παρά ταύτα όμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε τέτοιος αγωγικός ισχυρισμός, δέχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος άσκησαν διάνοια κυρίου διακατοχικές πράξεις, διάνοια κυρίου, με καλή πίστη στις επίδικες βραχονησίδες, επί μία συνεχή τριακονταετία, ήτοι από το 1870 έως το 1915 και στη συνέχεια μέχρι και το 1996 που τις επώλησαν στον ίδιο, και ότι, επομένως τυχόν δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου επ' αυτών απωλέστηκε. Επομένως ο ενάγων δεν κατέστη κύριος των επιδίκων νησίδων ούτε με παράγωγο, ούτε με πρωτότυπο τρόπο, αφού, οι δικαιοπάροχοι του δεν απέκτησαν την κυριότητα αυτών. Σε σχέση με την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος και ειδικότερα των απωτέρων και απωτάτων, που φέρονται ότι κατείχαν τις επίδικες νησίδες μέχρι και την 11-9-1915 θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το έτος 1916 ο Ιερός Ναός Εκατονταπυλιανής Πάρου είχε ασκήσει την από 14.5.1916 αγωγή του ενώπιον του Πρωτοδικείου Σύρου. Με την αγωγή αυτή, που στρεφόταν εναντίον της Κοινότητας Πάρου ισχυριζόταν ότι είναι αποκλειστικά κύριος των περιγραφομένων σ' αυτήν ακινήτων, τα οποία όπως αναφερόταν στο 12/30-3-1916 πρακτικό του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του, ο Ιερός Ναός κατείχε και νεμόταν από εκατονταετηρίδες. Στο παραπάνω πρακτικό δεν αναφέρονται οι επίδικες νησίδες, αλλά διαφορετικά ακίνητα που αναφέρονται ως "αγροί, άμπελοι, ελαιόφυτα και βοσκότοποι κείμενα στη νήσο Πάρο και στις Δήμων Πάρου και Υρίας και στη νήσο Αντίπαρο". Η αγωγή αυτή δεν προσκομίζεται από τον εφεσίβλητο, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι ο Ναός είχε κυριότητα επί των επιδίκων. Η δίκη αυτή καταργήθηκε με το υπ'αριθμόν …/30.9.1929 συμβόλαιο συμβιβασμού του Συμβολαιογράφου Πάρου Μιχαήλ Παπαγεωργίου, με το οποίο η τότε Κοινότητα Πάρου (εναγομένη στην δίκη εκείνη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας του Ιερού Ναού Εκατονταπυλιανής σε ένα κτήμα, που συνορεύει με δημόσιες οδούς και με τον προαναφερόμενο Ιερό Ναό, ενώ ο τελευταίος (ενάγων στην δίκη εκείνη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας της Κοινότητας Πάρου σε όλα τα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα αλλά και σε, κάθε άλλο ακίνητο το οποίο δε συμπεριλαμβανόταν στην, αγωγή, αλλά τελούσε υπό τη αδιαμφισβήτητη κατοχή της Κοινότητας. Στο συμβόλαιο αυτό επισυνάφθηκαν το υπ'αριθμόν πρωτοκόλλου 10.027/23.7.1929 έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων και το υπ' αριθ. πρωτοκόλλου 517/2.8.1929 έγγραφο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Παροναξίας περί συναινέσεως για την σύναψη της προαναφερομένης συμφωνίας. Βάσει της ανωτέρω πράξης, η Κοινότητα Πάρου ενέγραψε τις επίδικες νησίδες στο Κτηματολόγιο της με αύξοντες αριθμούς … και …αντίστοιχα. Όμως δεν προσκομίζεται το κτηματολόγιο του Ναού ή κάποιο άλλο έγγραφο αποδεικτικό τόσο της κυριότητας του Ναού όσο και της άσκησης διαχειριστικών πράξεων από το Δήμο, όπως μισθωτήρια, αποδεικτικά είσπραξης μισθωμάτων ή και τίτλους, δηλαδή έγγραφα που οπωσδήποτε θα είχαν εκδοθεί εάν η Κοινότητα ή μετά ο Δήμος Πάρου διαχειριζόταν και εκμεταλλευόταν τα επίδικα ως περιουσία του. Στη συνέχεια με την 49900/31-3-53 απόφαση Υπ.Γεωργίας, άρθηκε η απαγόρευση εκποίησης κτηνοτροφικών εκτάσεων του άρθρου 28 ΝΔ 2185/52 από την τέως Κοινότητα Πάρου, ο καθορισμός των οποίων εκτάσεων, θα έπρεπε να γίνει από την Επιτροπή του άρθρου 23 του ιδίου ΝΔ και με το από 31-7-53 πρωτόκολλο της προβλεπομένης από το άρθρο 23 του ν.δ. 2185/1952 Επιτροπής Νομού Κυκλάδων διαχωρίσθηκαν οι απαλλοτριωθείσες καλλιεργούμενες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις που φέρονταν στην ιδιοκτησία τέως Κοινότητας Πάρου από τις εξαιρούμενες της απαλλοτρίωσης κτηνοτροφικές εκτάσεις. Μεταξύ των εξαιρουμένων συμπεριλαμβάνονταν και οι επίδικες νησίδες οι οποίες περιγράφονται στο άνω πρωτόκολλο ως βοσκότοποι. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε ότι οι επίδικες νησίδες ανήκαν οπωσδήποτε στον Ιερό Ναό Εκατονταπυλιανής, αλλά αυτές εμφανίσθηκαν το έτος 1929 καταγεγραμμένες στο βιβλίο κτηματολογίου της τέως Κοινότητας Πάρου, οπότε και στη συνέχεια μεταβιβάσθηκαν το έτος 1954 στον προαναφερόμενο Γ. Σ. . Στο συμβολαιογραφικό όμως αυτό έγγραφο δε συμβάλλεται το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον οι επίδικες νησίδες ανήκουν στην κυριότητα του ως δημόσια γη, ούτε άλλωστε αναφέρεται σ'αυτά και ο τρόπος με τον οποίο απέκτησε την κυριότητα η μεταβιβάζουσα αυτήν πωλήτρια Κοινότητα Πάρου. Επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για καλόπιστη νομή. Ο τρόπος αυτός φυσικής εξαυσίασης με βοσκή από τους κτηνοτρόφους, απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, δεν ενείχε χρησιδεσποτεία στην ένδικη βοσκήσιμη δημόσια γη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε απολεσθεί η κυριότητα σε μεγάλο τμήμα των δημοσίων ακινήτων. Σημειωτέον ότι, σχετικά με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι σύμφωνα με τη με αριθμό 16/1999 Γνωμοδότηση Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, που έγινε δεκτή με τη με αριθμό 1083782/8937/Α0010/30.9.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, το εναγόμενο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας στις επίδικες νησίδες, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του στους κοινοχρήστους χώρους του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, η γνωμοδότηση αυτή καθ' εαυτή, δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο ή νόμιμη προϋπόθεση κυριότητας και κατοχής σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της αναγνωρίσεως της κυριότητας του εφεσίβλητου. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την από 19-11-1998 έκθεση διοικητικής έρευνας ιδιοκτησιακού καθεστώτος των επίδικων νησίδων, η οποία διενεργήθηκε κατόπιν εντολής με το 1111402/7899/ΑΟ010/10-11-97 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, η Κτηματική Υπηρεσία Κυκλάδων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, κατά την άποψη της, το Δημόσιο πρέπει να προβάλει δικαιώματα κυριότητας επί των νησίδων αυτών. Ακόμη σύμφωνα με το προαναφερόμενο υπ αριθμ. πρωτ. 1299/12-5-1999 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών του Νομού Κυκλάδων οι επίδικες νησίδες εποπτευόταν κατά το Παρελθόν, αλλά και τώρα από τη Δασική Υπηρεσία, τις οποίες διαχειρίζεται και κατέχει ως δημόσια κτήματα και η προβολή δικαιωμάτων κυριότητας επί των πιο πάνω νησίδων εκ μέρους του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, δεν αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ ,όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμη κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσίβλητου (εναγομένου) Ελληνικού Δημοσίου και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που είχε κάνει κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή και δη ως προς τα τμήματα των επιδίκων νησίδων που δεν εμπίπτουν στις περιοχές του αιγιαλού, αναδίκασε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας διατάξεις, καθόσον υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού οι συμβληθέντες ως πωλητές, στα επικαλούμενα συμβόλαια (του 1996, 1970,1954), δεν είχαν αποκτήσει κυριότητα, ώστε να μπορούν να την μεταβιβάσουν, καθόσον η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων αυτών, που κατά το χρόνο ισχύος του ΒΔ της 3/5.12.1833 ήταν βοσκότοποι, και σήμερα έχουν την επακριβώς περιγραφόμενη μορφή (χορτολιβαδική και δασική έκταση για τις μη εμπίπτουσες στον αιγιαλό περιοχές) δεν καταλύθηκε κατά παραδοχή του οικείου αρνητικού ισχυρισμού του εναγομένου αναιρεσιβλήτου Δημοσίου από τους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα, με άσκηση νομής και διάνοια κυρίου και καλή πίστη για την πριν το 1915 τριακονταετία και δη από την απώτατη δικαιοπάροχο του Κοινότητα Πάρου, που το 1929 ενέγραψε τα επίδικα στη μερίδα της, οι δε προκύψασες μέχρι τότε από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα πράξεις νομής δεν έγιναν με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, αφού αυτοί δεν αγνοούσαν τα δικαιώματα του Δημοσίου και απλώς ενεργούσαν, όπως και άλλοι κάτοικοι της Κοινότητας Πάρου βοσκή στα επίδικα. Ακόμη με το να δεχθεί η προσβαλλομένη ότι τα επίδικα ως βοσκότοποι, ανήκαν στο αναιρεσίβλητο, κατά το χρόνο ισχύος του ΒΔ της 3/5.12.1833, δεν παραβίασε τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις περί διαδοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα ανήκοντα στο Οθωμανικό Δημόσιο, με τη μορφή του επιδίκου, ακίνητα, ενώ η επικαλούμενη με το δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αιτίαση, περί παραβιάσεως εκτός του προαναφερθέντος ΒΔ της 3/5.12.1833 και των διατάξεων α) του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. ΚΘ/1864 "περί βοσκησίμων γαιών", β) του άρθρου 3 του Ν.ΨΝΖ/1880 "περί Κοινοτικών και Εθνικών λειβαδίων" και γ) του άρθρου 12 παρ.4 του Ν.
ΔΝΖ/1912, όπως τούτο ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το Ν.2798/1922, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόσθηκαν στην ένδικη διαφορά, πράγμα το οποίο όμως δεν έγινε, καθόσον η επίκληση του πραγματικού των διατάξεων αυτών δεν έγινε στα δικαστήρια της ουσίας, ενώ γίνεται για πρώτη φορά στην αναιρετική δίκη, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 562 Κ.Πολ.Δικ. Εξάλλου οι παραδοχές της απόφασης κατά τις οποίες τα επικαλούμενα αγοραπωλητήρια συμβόλαια των ετών 1954, 1970 και 1996 είναι άκυρα για το λόγο ότι κατά την κατάρτισή τους δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν.1366/1938 "περί παραμεθορίων" είναι επάλληλες με τις παραδοχές περί μεταβιβάσεως των επιδίκων παρά μη κυρίων, έχουν αναφερθεί ως εκ περισσού, δεν επιστηρίζουν το διατακτικό, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (ΑΠ 1494/2013) και συνακόλουθα πρόκειται περί παραδοχών του δεν ασκούν έννομη επιρροή. Περαιτέρω έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις παραπάνω διατάξεις, αφού διέλαβε σ'αυτήν (απόφαση), χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα (προσδιορισμός και φύση επιδίκων, πράξεις των επί των επιδίκων χωρίς διάνοια κυρίου και καλή πίστη, μεταβίβαση παρά μη κυρίου, μη απώλεια της κυριότητας του Δημοσίου), τα οποία δεν ήταν ικανά να προσπορίσουν κυριότητα στον ενάγοντα και να καταλύσουν την κυριότητα του Δημοσίου. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, δεύτερος πρόσθετος (559 αριθ.1), τρίτος πρόσθετος κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του (559 αρ.1 και 19) και τέταρτος πρόσθετος κατά το πρώτο μέρος του (559 αρ.19), πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου οι αιτιάσεις του δεύτερου κυρίου λόγου, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση δεν δικαιολογεί την έλλειψη της καλής πίστης και τον χαρακτήρα του επιδίκου ως βοσκότοπου (1833) αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, οι οποίες όμως δεν συνιστούν έλλειψη αιτιολογιών, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται, εκτίθεται με σαφήνεια, ενώ η αιτιολογία ότι εκτός από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα ασκούσαν και άλλοι κάτοικοι της Πάρου, μέχρι το 1929, βοσκή στα επίδικα, δεν ενέχει αντίφαση, αλλά δικαιολογεί την έλλειψη καλής πίστης και διάνοιας κυρίου των εν λόγω δικαιοπαρόχων, που έβοσκαν, όπως και πολλοί άλλοι τα ζώα τους στα επίδικα, χωρίς τούτο να προσπορίζει σε όλους αυτούς δικαιώματα ή να καταλύει τα δικαιώματα του Δημοσίου. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του τέταρτου πρόσθετου λόγου, κατά τις οποίες οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης είναι ασαφείς, αφού δέχεται ότι τα επίδικα μέχρι το 1953 δεν αναφέρονται σε κανένα έγγραφο ως ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου, καθώς και ότι μέχρι το 1915 ή το 1929 δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής, ενώ έχει αποδειχθεί ότι το 1929 η Κοινότητα Πάρου ενέγραψε τα επίδικα στο Κτηματολόγιο ως ιδιοκτησία της, καθώς και ότι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος έβοσκαν σ'αυτά (επίδικα) τα ποίμνιά τους, είναι απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση των ανεπαρκών αιτιολογιών, πλήττουν την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Ενόψει με το δεύτερο μέρος του τρίτου πρόσθετου λόγου και κατ'εκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι οι επικαλούμενοι στην αγωγή τίτλοι κτήσεως του ενάγοντα και των δικαιοπαρόχων και των ετών 1954, 1979 και 1996 είναι άκυροι, γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις περί παραμεθορίων περιοχών, ενώ προσέτι η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη αφού η Πάρος δεν περιλαμβάνεται στις καθορισθείσες, με το άρθρο 4 του Ν.1366/1938, ως παραμεθόριος, αφετέρου δε γιατί την ακυρότητα και μάλιστα με αγωγή μπορεί να την επικαλεσθεί μόνο το Δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.1 του ν.1540/1985. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, αφορά σε λήψη υπόψη ισχυρισμών που δεν άσκησαν επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή δεν επηρέασαν το διατακτικό της αποφάσεως και πιο συγκεκριμένα οι οικείες παραδοχές της αποφάσεως είναι επάλληλες με εκείνες περί μεταβιβάσεως των επιδίκων, παρά μη κυρίων, έχουν αναφερθεί ως εκ περισσού και δεν επιστηρίζουν το διατακτικό, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς αναίρεσης. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (3ος πρόσθετος-δεύτερος μέρος) πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.13 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με το ρυθμιζόμενο από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔικ βάρος της αποδείξεως, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης (ΑΠ 847/2013). Περαιτέρω ο ιδιώτης ο οποίος, ως ενάγων, επικαλείται στη δικαστική διένεξή του με το Ελληνικό Δημόσιο εμπράγματα δικαιώματα οφείλει, κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου βασιζόμενη στην αναφερομένη παραπάνω διάταξη του άρθρ. 338 ΚΠολΔικ, να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται στην αγωγή του, ενώ φέρει ως βαρυνόμενος με το αντικειμενικό βάρος αποδείξεις τον κίνδυνο που απορρέει για τον διάδικο από την αμφιβολία του δικαστή να απορριφθεί η αγωγή του, αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια των πραγματικών γεγονότων που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής του αφού η αμφιβολία, δικονομικά, εξισώνεται με την μη απόδειξη του αποδεικτέου ισχυρισμού (ΑΠ 305/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο μέρος του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, ότι κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 338 ΚΠολΔικ, εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, αφού δέχθηκε ότι το αναιρεσίβλητο δεν βαρύνεται με την απόδειξη της κυριότητάς του, την οποία δέχθηκε χωρίς την επίκληση και απόδειξη, από αυτό, των παραγωγικών του δικαιώματός του λόγων, ενώ αντίθετα επέβαλλε στον αναιρεσείοντα το βάρος αποδείξεως των αγωγικών του ισχυρισμών. Οι αιτιάσεις αυτές, ως αφορώσες σε παραβίαση διατάξεως δικονομικού δικαίου δεν υπάγονται στην επικαλούμενη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αλλά σε εκείνη του αριθμού 13 του ίδιου άρθρου, που, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αφορά την εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, είναι αβάσιμες αφού ο ενάγων φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς την απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής του πραγματικών περιστατικών, το δε Δημόσιο επικαλέσθηκε τους παραγωγικούς και γενομένους δεκτούς του δικαιώματός του λόγους, ανταποκρινόμενο στο αντικειμενικό βάρος αποδείξεως με το οποίο βαρυνόταν. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (2ος λόγος- τρίτο μέρος) πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου η επικαλούμενη με τον ίδιο λόγο παραβίαση των περί αδεσπότων ισχυουσών και προϊσχυσασών διατάξεων, ερείδεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι επίδικες νησίδες θεωρήθηκαν αδέσποτες, πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, αφού κατά τα προεκτεθέντα, έχει γίνει ανελέγκτως δεκτό, ότι αυτές (επίδικες νησίδες) ήταν βοσκότοποι και σήμερα είναι, ως προς τις περιοχές τους που δεν εμπίπτουν στον αιγιαλό, χορτολυβαδικές εκτάσεις ή δάση, κατά τις προσδιοριζόμενες ειδικότερα στην απόφαση εκτάσεις. Επειδή οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι αναιρέσεως ιδρύονται όταν υφίσταται ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον ο κανόνας αυτός αποτέλεσε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΑΠ 835/2013). Δεν ιδρύεται όμως τέτοιος λόγος όταν η απόφαση δεν έχει μείζονα πρόταση, καθόσον αυτή δεν είναι από τα στοιχεία, του κατά το άρθρο 305 ΚΠολΔικ, πρέπει να περιέχει η απόφαση, ώστε να είναι υποστατή. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος, όταν αυτή υπερβαίνει τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα όρια, έχει εφαρμογή όταν πρόκειται περί ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο του, όχι δε και όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή άσκηση δικαιώματος του αντιδίκου του. Στην προκειμένη περίπτωση με το τέταρτο μέρος του δεύτερου λόγου του κυρίως δικογράφου, καθώς και του δευτέρου μέρους του τετάρτου λόγου των προσθέτων λόγων της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από του αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι χωρίς να παραθέτει μείζονα πρόταση ως προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, όπως τούτο επιβάλλεται, ώστε να μπορεί να γίνει αναγωγή των πραγματικών περιστατικών στον αναλυθέντα κανόνα δικαίου, απέρριψε "χωρίς καμμία απολύτως αμφιβολία" και χωρίς να αναφέρει αν απορρίπτει "ως νόμω ή ουσία αβάσιμη" την εκ του παραπάνω άρθρου ένσταση, που υποβλήθηκε πρωτοδίκως από τον ενάγοντα με την από 28-3-2005 προσθήκη και αντίκρουση των προτάσεών του, προς αντίκρουση των περί ιδίας κυριότητας ισχυρισμών του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου (άρθ.237 παρ.3 εδ. γ ΚΠολΔικ) και επαναφέρθηκε νόμιμα κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 483/2013) στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο,-έχουν εκτεθεί παραπάνω οι παραδοχές της αποφάσεως που τον απορρίπτει ως ουσιαστικά αβάσιμο (6 τελευταίοι στίχοι της 15ης και 16ης σελίδα της προσβαλλομένης). Όπως όμως αναφέρεται στο αναιρετήριο, αλλά κα προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του ενάγοντα-αναιρεσείοντα και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), αυτός αρνείται το δικαίωμα του Δημοσίου επικαλούμενος δικό του δικαίωμα και επικουρικά επικαλείται αντιφατική συμπεριφορά του Δημοσίου. Αναφέρεται ειδικότερα στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις (σελ. 21-22) "... η κυριότητά μου επιβεβαιώνεται και ισχυροποιείται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα δημόσια έγγραφα, με τα οποία το αντίδικο αναγνώρισε κατ'επανάληψη την κυριότητά μου και συγχρόνως δήλωσε ότι δεν προβάλλει δικαίωμα κυριότητας επ'αυτών και εγώ καλοπίστως προχώρησα στην αγορά τους με τη βεβαιότητα ότι αποκτούσα την κυριότητά τους... Η εκ των υστέρων αντιφατική συμπεριφορά του αντιδίκου, ήτοι η αμφισβήτηση της κυριότητάς μου εκ μέρους του... αποτελεί κραυγαλέα περίπτωση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος ... ακόμη και αν η κυριότητα των επιδίκων ανήκε εις τον αντίδικο, εν τούτοις με την πολλάκις και πολλαπλώς δηλωθείσα και αναγνωρισθείσα έλλειψη κυριότητας του επ'αυτών, εδημιούργησε ευλόγως σε μένα την πεποίθηση ότι δεν έχει, ούτε πρόκειται να ασκήσει δικαίωμα κυριότητας...". Υπό τα περιστατικά όμως αυτά δεν θεμελιώνεται κατά νόμο η, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, προϋποθέτουσα δικαίωμα, καταχρηστική άσκησή του, αφού ο ενιστάμενος ενάγων, αρνείται το προτεινόμενο δικαίωμα του Δημοσίου, επικαλούμενος δικό του δικαίωμα και συνακόλουθα δεν συντρέχει η απαιτούμενη από το νόμο προϋπόθεση της ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο, ενώ η επίκληση μόνο αντιφατικής συμπεριφοράς, χωρίς τον προσδιορισμό των στοιχείων που την συνιστούν, καθιστούν αόριστο τον επικαλούμενο ισχυρισμό, μη αρκούσης για το ορισμένο του της αναφοράς στην "πολλάκις και πολλαπλώς δηλωθείσα έλλειψη κυριότητας". Ενόψει τούτων η ένσταση αυτή που απορρίφθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη ορθά μεν απορρίφθηκε, πλην όμως με εσφαλμένες αιτιολογίες, οι οποίες αφού αντικατασταθούν με τις αιτιολογίες ότι η ένσταση αυτή είναι νομικά αβάσιμη και αόριστη, αντίστοιχα, κατά την κύρια και επικουρική βάση της να απορριφθούν οι από τους αριθμούς 1 και 10, του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις των ερευνώμενων λόγων (άρθρ. 578 ΚΠολΔικ), αφού κατ'αποτέλεσμα δεν υφίσταται παραβίαση της ως άνω ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Περαιτέρω απαράδεκτες είναι και οι αιτιάσεις του δεύτερου (κυρίου λόγου (4ο μέρος) ως προς την έλλειψη"μείζονος πρότασης", καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η επικαλούμενη παράλειψη δεν είναι απαραίτητο, κατά το άρθρο 305 ΚΠολΔικ στοιχείο της αποφάσεως και η έλλειψή της δεν ιδρύει τους επικαλουμένους από τους αριθμούς 1 και 19 αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ούτε κάποιον άλλον από τους αναφερόμενους στο άρθρο αυτό λόγους. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (2ος λόγος-4ο μέρος και 4ος πρόσθετος λόγος-2ο μέρος) πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 835/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1021/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθώς και εκείνες του αριθμού 18 του ίδιου άρθρου, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση έχει εκδοθεί μετά από αναίρεση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα από τον ενάγοντα-αναιρεσείοντα με επίκληση στον πρώτο βαθμό και επαναφερθέντα με τις προτάσεις της μετ'αναίρεση συζήτησης (ΑΠ 994/2012) αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυπτε η βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών περί κτήσεως ιδίας κυριότητας στα επίδικα με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο και περί μη προβολής σ'αυτά (επίδικα) δικαιωμάτων του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου Δημοσίου. Ειδικότερα αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη α) το υπ'αριθμ. πρωτ. 3129/3.10.1999 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και β) το με αριθμό πρωτοκόλλου 1068257/7382/Α0010/26.7.2001 έγγραφο του Τμήματος Α της Διεύθυνσης Δημ. Περιουσίας της Γενικής Δ/νσης Δημ. Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, στα οποία αναφέρεται ότι το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα επί των επιδίκων νησίδων. Επίσης με τον πρώτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη το πρώτο από τα παραπάνω έγγραφα, ήτοι το υπ'αριθμ. πρωτ. 3129/13.10.1999 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Κυκλάδων. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ) που ρητά αναφέρει (φύλλο 7) ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι" και την ιδιαίτερη αναφορά (σελ.15) "της υπ'αριθμ. 16/1999 γνωμοδοτήσεως του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, που έγινε δεκτή με την υπ'αριθμ. 1083782/8937/Α0010/30.9.1999 απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών" σε κοινοποίηση περίληψη της οποίας αφορά το πρώτο από τα παραπάνω έγγραφα (3129/13.10.1999 της Κτημ. Υπηρ. του Δημοσίου)- όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή του-, δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα, λήφθηκαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος και την απόρριψη ως ουσία αβασίμου της αγωγικής βάσης περί πρωτοτύπου τρόπου απαιτήσεως κυριότητος. Εξάλλου η άποψη του αναιρεσείοντα ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο τη προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (1ος κύριος και 1ος πρόσθετος λόγος) πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ. β ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα τη αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι αρνητικοί απλώς ισχυρισμοί ή εκείνοι που αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν ιδρύεται όμως ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό.
Συνεπώς, αν από την προσβαλλομένη, με αναίρεση, απόφαση προκύπτει ότι ο ισχυρισμός εξετάσθηκε και έγινε δεκτός ή απορρίφθηκε ως απαράδεκτος ή αβάσιμος από το δικαστήριο της ουσίας, ο σχετικός από τη διάταξη αυτή λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 1127/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχεται ότι ο αναιρεσείων-ενάγων δεν επικαλέστηκε στην επίδικη αγωγή τριακονταετή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη άσκηση νομής των δικαιοπαρόχων του, επί των ένδικων νησίδων, για την προ του 1915 τριακονταετία, που κατά τις διατάξεις του βρδ καταλύει την κυριότητα του Δημοσίου επί των ακινήτων του, καθόσον από το ιστορικό της αγωγής και τους προς υποστήριξή της υποβληθέντες από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμούς, προκύπτει ότι αναφέρεται τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, που μάλιστα αφορά σε 50ετία. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής -η ιστορική βάση της οποίας δεν συμπληρώνεται, ούτε μεταβάλλεται με άλλα, εκτός αυτής έγγραφα- ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός (αγωγική βάση) δεν περιεχόταν σ'αυτήν (αγωγή), η δε επικαλούμενη 50ετία αφορούσε στο επέκεινα του 1954 διάστημα. Εν όψει τούτων και ο λόγος αυτός , καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔικ), τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ, με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο, ισχύει, μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 193/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 1023/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 14.2.2012 αίτηση και τους από 30.8.2013 πρόσθετους λόγους, του Ι. Μ. του Θ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 266/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: