Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Αναστολή ποινικής δίωξης – Προδικαστικά ζητήματα – Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος

Αναστολή ποινικής δίωξης – Προδικαστικά ζητήματα – Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος

Διατάξεις: άρθρα 59 [παρ. 1-2], 321, 322 [παρ. 3], 510 [παρ. 1 στοιχ. Θ΄] ΚΠΔ
(Περίληψη) Η εξουσία αναστολής της ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 59 ΚΠΔ υφίσταται όχι μόνο για το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, αλλά και ....
για το δικαστικό συμβούλιο και όταν ακόμα αυτό επιλαμβάνεται της δικαιοδοτικής έρευνας της υπόθεσης κατόπιν προσφυγής του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της δικονομικής ρύθμισης του άρθρου 322 παρ. 3 ΚΠΔ. Η εξουσία αυτή του συμβουλίου παρέχεται σε κάθε περίπτωση που αναφύεται προδικαστικό ζήτημα σε μια ποινική δίκη και όχι μόνο επί των εγκλημάτων της παρ. 2 του άρθρου 59 ΚΠΔ, επί των οποίων την προαναφερόμενη δυνατότητα έχει και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Και ναι μεν στη διάταξη του άρθρου 322 παρ. 3 οι παρεχόμενες στο δικαστικό συμβούλιο δικαιοδοτικές εξουσίες αναγράφονται περιοριστικώς, πλην όμως δεν απαγορεύεται το δικαστικό συμβούλιο να αναστείλει την ποινική δίωξη σε περίπτωση προσφυγής, αφού τούτο έχει τη δυνατότητα να πράξει το μείζον, δηλ. να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από κάθε κατηγορία εκτιμώντας το συνολικό αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από την προανάκριση. Περαιτέρω, οι ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο υπό του νόμου. Οι λόγοι ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέρονται περιοριστικώς και η δικαιοδοσία αυτή ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο το οποίο θα επιληφθεί της εκδίκασης της κατηγορίας.
Νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο η με αριθμό 41/2012 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση του υπ’ αριθμό 211/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών με το οποίο αφού έγιναν δεκτές οι προσφυγές των κατηγορουμένων 1) Χ.Α., 2) Χ.Π., 3) Ι.Π., 4) Κ.Σ., 5) Κ.Σ. και 6) Λ.Κ., κατά του υπ’ αριθμό …/2012 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών με το οποίο παραπέμπονταν για να δικασθούν ως υπαίτιοι, η μεν πρώτη για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση, οι δε λοιποί για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, ακύρωσε το ως άνω κλητήριο θέσπισμα και μετά ταύτα ανέστειλε την ποινική δίωξη των προσφευγόντων έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δίκη της μηνύτριας Α.Θ.Α. για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν 1608/1950 για την οποία διενεργείται κυρία ανάκριση από την Ανακρίτρια Πλημμελειοδικών Ζακύνθου. Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 322 και 59 ΚΠΔ και θετική υπέρβαση εξουσίας. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα, άρα είναι παραδεκτή, νόμιμη (άρθρα 505 παρ. 2, 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄, 479 εδ. β΄ και 483 παρ. 3 ΚΠΔ), και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της ερήμην των προσφευγόντων.
Κατά το άρθρο 59 ΚΠΔ «1. Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση, για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται, ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. 2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362, 363 του ΠΚ, αν για το γεγονός, για το οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 31, 43 παρ. 1 εδ. β΄) αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέως Εφετών». Περαιτέρω στο άρθρο 322 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζονται τα εξής: «Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου σύμφωνα με τη διάταξη της περ. 6 του άρθρου 111, έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 1. Η προσφυγή υποβάλλεται στα όργανα που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο ή στο γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών. Το Συμβούλιο Εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η έκθεση προσφυγής μαζί με τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε ή την ενέργεια κύριας ανάκρισης μετά την ολοκλήρωση των οποίων το ίδιο Συμβούλιο, αφού επανεισαχθεί σ’ αυτό η υπόθεση από τον Εισαγγελέα Εφετών, ή απορρίπτει την προσφυγή ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Το Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. στον κατηγορούμενο· αν από την επίδοση του βουλεύματος έως τη δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που ορίστηκε για την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο αυτή για να δικασθεί χωρίς άλλη κλήτευση». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ιδίου Κώδικος, ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος. Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής: α) εάν το αντικείμενο μιας ποινικής δίκης, που είναι εκκρεμής, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για άλλη, εκκρεμεί επίσης, δίκη, δηλ. η λύση του ζητήματος αυτού είναι απαραίτητη για την έκδοση αποφάσεως για τη δεύτερη δίκη, τότε, εάν η ένωση των δύο δικών δεν είναι σκόπιμη ή δυνατή, αναστέλλεται η δεύτερη δίκη (ή αναβάλλεται όροι εννοιολογικώς ταυτόσημοι), μέχρι ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην πρώτη δίκη, δηλ. εκείνης της οποίας αντικείμενο είναι το προδικαστικό ζήτημα της άλλης, άλλως ανακύπτει απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται ο υπό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ ή 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως, β) την εξουσία αναστολής (ή αναβολής) έχει όχι μόνο το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, αλλά και το δικαστικό συμβούλιο και όταν ακόμα αυτό επιλαμβάνεται της δικαιοδοτικής ερεύνης της υποθέσεως κατόπιν προσφυγής του κατηγορουμένου στα πλαίσια της δικονομικής ρυθμίσεως του άρθρου 322 παρ. 3 του ΚΠΔ. Η εξουσία αυτή του συμβουλίου παρέχεται σε κάθε περίπτωση που αναφύεται προδικαστικό ζήτημα σε μια ποινική δίκη, υπό την προεκτεθείσα έννοια, και όχι μόνο επί των εγκλημάτων της παρ. 2 του άρθρου 59 ΚΠΔ, επί των οποίων την προαναφερόμενη δυνατότητα έχει και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Η παράλειψη του τελευταίου να εφαρμόσει τη ρηθείσα δικονομική διάταξη (άρθρο 59 παρ. 2 ΚΠΔ), δεν μπορεί να αποστερήσει τον παραπεμπόμενο διά κλητηρίου θεσπίσματος στο ακροατήριο κατηγορούμενο του δικαιώματός του να ζητήσει την αναστολή της όλης ποινικής διαδικασίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, προβάλλοντας διά της προσφυγής του την απόλυτη ακυρότητα εκ της μη αναστολής της δίκης. Και ναι μεν στην προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 322 παρ. 3 οι παρεχόμενες στο δικαστικό συμβούλιο δικαιοδοτικές εξουσίες αναγράφονται περιοριστικώς, πλην όμως δεν απαγορεύεται το δικαστικό συμβούλιο να αναστείλει την ποινική δίωξη κατ’ άρθρον 59 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, σε περίπτωση προσφυγής, αφού τούτο έχει τη δυνατότητα να πράξει το μείζον, δηλ. να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από κάθε κατηγορία εκτιμώντας το συνολικό αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από την προανάκριση. Άλλωστε κατά το αντικειμενικό τελολογικό νόημα της άνω διατάξεως, πέραν από τη στενή γραμματική ερμηνεία, περιλαμβάνεται και η άνω εξουσία του Συμβουλίου Εφετών, δηλ. η έκδοση βουλεύματος του ανωτέρω περιεχομένου το οποίο σημειωτέον είναι παρεμπίπτον και όχι οριστικό δυνάμενο να ανακληθεί. Επομένως θα ήτο άτοπον να μπορεί το Συμβούλιο Εφετών σε περίπτωση προσφυγής να εκδόσει βούλευμα οριστικό περί της ουσιαστικής υποθέσεως της κατηγορίας με δύναμη δεδικασμένου και όχι αναστολή της ποινικής διώξεως η οποία θα προπαρασκευάσει την τελειωτική του κρίση.
Τέλος, ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος αφού δεν ορίζεται τούτο υπό του νόμου. Οι λόγοι ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος σύμφωνα με το άρθρο 321 ΚΠΔ αναφέρονται περιοριστικά και η δικαιοδοσία αυτή ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο το οποίο θα επιληφθεί της εκδίκασης της κατηγορίας. Εξάλλου η προσφυγή του άρθρου 322 παρ. 3 ΚΠΔ δεν έχει στόχο την προβολή της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά την αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για πράξη για την οποία προφανώς δεν πρέπει να δικαστεί είτε για νομικούς είτε για ουσιαστικούς λόγους.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών με το υπ’ αριθμό …/2012 κλητήριο θέσπισμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/μάτων Πατρών τους κατηγορουμένους 1. Χ.Α. δικηγόρο, 2. Χ.Π., 3 Ι.Π., 4. Κ.Σ., 5 Κ.Σ. και 6 Λ.Κ., για να δικαστούν ως υπαίτιοι, η μεν πρώτη ως πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας (άρθρο 111 παρ. 6 ΚΠΔ) για το πλημμέλημα της ψευδής ανώμοτης κατάθεσης κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 98 και 225 παρ. 1 ΠΚ), οι δε υπόλοιποι, λόγω συνάφειας, για το πλημμέλημα της ψευδορκίας μάρτυρος κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 98 και 224 παρ. 2 ΠΚ). Κατά του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος άσκησαν άπαντες οι παραπεμπόμενοι τις αντίστοιχες υπ’ αριθμ. 1/2012, 2/2012, 3/2012, 4/2012, 5/2012 και 6/2012 προσφυγές τους. Επί των προσφυγών αυτών το Συμβούλιο Εφετών Πατρών εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 211/2012 προσβαλλόμενο βούλευμά του με το οποίο δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά τις προσφυγές και στη συνέχεια αφού ακύρωσε το κλητήριο θέσπισμα, ανέστειλε κατά το άρθρο 59 παρ. 2 του ΚΠΔ αφενός μεν την κατά της Χ.Α. ποινική διαδικασία για τα πλημμελήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, κατ’ εξακολούθηση αφ’ ετέρου δε κατά των υπολοίπων προσφευγόντων για το πλημμέλημα ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης στην υπόθεση επί της οποίας διενεργείται κυρία ανάκριση από τον Ανακριτή Ζακύνθου σε βάρος της Α.-Θ.Α., για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν 1608/1950 και έπαυσε εν μέρει λόγω παραγραφής την ασκηθείσα σε βάρος των προσφευγόντων Κ.Σ., Κ.Σ. και Λ.Κ. ποινική δίωξη για επιμέρους πράξεις ψευδορκιών μαρτύρων που τους αποδίδονταν.
Με αυτές τις παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών δεν υπερέβη θετικά την εξουσία του με το ν’ αναστείλει κατ’ άρθρο 59 παρ. 1, 2 ΚΠΔ την ποινική δίωξη κατά των ως άνω προσφευγόντων μετά από προσφυγή αυτών, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ [ενν. Η΄] ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Όμως με το να ακυρώσει το ως άνω Συμβούλιο το κλητήριο θέσπισμα υπερέβη την εξουσία του θετικά, αφού σύμφωνα με τα γενόμενα ως άνω δεκτά δεν συνέτρεχε λόγος ακυρότητος ούτε είχε τέτοια δικαιοδοσία. Επομένως πρέπει να απαλειφθεί η διάταξη από το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος περί ακυρώσεως του με αριθμό …/2012 κλητηρίου θεσπίσματος. [...]
Σημείωμα
α) Σύμφωνα με τη δογματικά πειστικότερη και κρατούσα στη θεωρία [βλ. Γκρόζου Κ., Παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΠειρ 15/2000, Υπερ 2000, 627 επ., Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2008, σελ. 652, Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, έκδ. στ΄ (: 2012), σελ. 486, του ίδιου, Παρατηρήσεις στη ΔιατΕισΕφΘρ 5/2000, ΠοινΔικ 2003, 154, Παπανδρέου Π., σε Μαργαρίτη Λ., ΚΠΔ, Ερμηνεία κατ' άρθρο, τόμ. β΄, 2012, σελ. 1425] και τη νομολογία [βλ. ΔιατΕισΕφΠειρ 15/2000 (: Α. Ζύγουρας), Αρμ 2000, 1147, ΑρχΝ 2000, 321, ΝοΒ 2000, 863, ΠοινΧρ 2001, 569, Υπερ 200, 626 (με σύμφωνες παρατηρήσεις Κ. Γκρόζου), ΔιατΕισΕφΘρ 5/2000 (: Π. Ραπτόπουλος), ΠοινΔικ 2003, 153, με σύμφωνες παρατηρήσεις Παπαδαμάκη Α., Αρμ 2003, 86, ΑρχΝ 2002, 954, ΔιατΕισΕφΛαρ 44/2001 (: Π. Ψάνης), Αρμ 2002, 101 (: ωστόσο η ορθή θέση που ενσωματώθηκε στη μείζονα σκέψη δεν υπήρξε συνεπής με τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος, στο βαθμό που οι τελευταίες δεν αφορούσαν το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος, αλλά λοιπές ακυρότητες της προδικασίας? έτσι, η βασιμότητα των ισχυρισμών έπρεπε να εξετασθεί? βλ. δικαιολογημένα επικριτικές επισημάνσεις Γ. Δημήτραινα, Αρμ 2002, 101 επ.), ΔιατΕισΕφΔωδ 29/2002 (: Π. Θάνος), ΑρχΝ 2004, 145, ΔιατΕισΕφΘεσ 30/2004 (: Π. Ραπτόπουλος), Αρμ 2004, 1329, ΑρχΝ 2004, 573, ΠοινΧρ 2005, 170, ΔιατΕισΕφΑθ 564/2004, αδημ., ΔιατΕισΕφΛαρ 49/2006 (: Ε. Ζαχαρής), ΠοινΧρ 2006, 857, ΔιατΕισΕφΘεσ 1/2006 (: Π. Ραπτόπουλος), ΠοινΔικ 2006, 177, Αρμ 2006, 918] άποψη, στην οποία προσδένεται και το σχολιαζόμενο βούλευμα (: αναιρώντας βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών), η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ δεν είναι δυνατό να έχει σημείο αναφοράς την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος. Σύμφωνα πάντα με την ίδια θέση, εφόσον με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος αρχίζει η προπαρασκευαστική του ακροατηρίου διαδικασία, οι ακυρότητές του κρίνονται από το δικαστήριο.[...]
Βασίλειος Ι. Αδάμπας, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, ΔΝ
Πηγή: ΠοινΔικ 12/2013, 1101

Δεν υπάρχουν σχόλια: