Ειδικότερα το Εφετείο δέχτηκε ότι δυνάμει του από 1-10-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού το αναιρεσίβλητο εκμίσθωσε στην αναιρεσείουσα ένα πολυώροφο κτίριο στην Αθήνα, επί της διασταύρωσης των οδών ..., για διάστημα 20 ετών και με μηνιαίο μίσθωμα 34.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατά 4% ετησίως, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ξενοδοχείο, ότι η μισθώτρια, αν και χρησιμοποιούσε ακώλυτα το μίσθιο, από τον Ιούνιο του έτους 2010, επικαλούμενη οικονομική δυσχέρεια, έπαυσε να καταβάλει μισθώματα γνωστοποιώντας παράλληλα στο αναιρεσίβλητο τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησής της από 31-10-2010 και ζητώντας τη συναινετική λύση της μίσθωσης, ότι το αναιρεσίβλητο ενέμεινε στη μίσθωση, ότι το μίσθιο αποδόθηκε τελικά στις 4-3-2011 σε εκτέλεση της 414/31-1-2011 διαταγής αποδόσεως του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας και η συνακόλουθη διακοπή της χρήσης του μισθίου από αυτή δεν συνιστούν ανώτερη βία και λόγο απαλλαγής της από την καταβολή μισθώματος και ότι η αναιρεσείουσα υποχρεούται να καταβάλει τα επίδικα μισθώματα στο αναιρεσίβλητο. ..
Απόφαση 878 / 2021 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 878/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα
Φλουρή - Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο
Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο
Κατάστημά του, στις 8 Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα
Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της
αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΡΑΛΙΑΚΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ
- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ", που εδρεύει στα Μέγαρα Αττικής και
εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
της Χρήστο Δεμερούκα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν
κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΙΔ με την
επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ - ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΚΑΙ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΤΕΑ - ΕΑΠΑΕ)", που εδρεύει στην
Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την
πληρεξούσια δικηγόρο του Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου με δήλωση του άρθρου
242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη
διαφορά άρχισε με την από 19-11-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
483/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1775/2018 του Μονομελούς
Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η
αναιρεσείουσα με την από 5-12-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αικατερίνη Βλάχου, που
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο
πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από
τις διατάξεις των άρθρων 574 και 596 του ΑΚ, οι οποίες, κατ' άρθρο 44
του π.δ. 34/1995, εφαρμόζονται και επί εμπορικών μισθώσεων, προκύπτει
ότι επί μίσθωσης ορισμένης διάρκειας ο μισθωτής, στον οποίο παραχωρήθηκε
η χρήση του μισθίου, υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα
στον εκμισθωτή και αν ακόμη αδυνατεί από λόγους που αφορούν τον ίδιο ή
δεν επιθυμεί να κάνει χρήση του μισθίου. Έτσι, αν ο μισθωτής
εγκαταλείψει το μίσθιο πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου χωρίς νόμιμο
ή συμβατικό δικαίωμα, η μίσθωση δεν λύνεται και αυτός υποχρεούται να
καταβάλει τα μισθώματα για ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα, έστω και αν
δεν χρησιμοποιεί το μίσθιο ή κατά την εγκατάλειψή του δεν όφειλε
μισθώματα (ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 1730/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του
άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, "αναίρεση επιτρέπεται "αν παραβιάστηκε
κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι
ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών...". Ο κανόνας δικαίου
παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές
προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν
οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με
εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η
παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά
περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι
αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο
προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης
καθιστούν φανερή την παραβίαση. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός,
πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του
ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, το αποδιδόμενο στο
δικαστήριο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του
ουσιαστικού νόμου και, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την
υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή τα
πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η
προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. Δεν αρκεί,
για το ορισμένο του λόγου αυτού, η ανάλυση της έννοιας που ο αναιρεσείων
αποδίδει στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ούτε η παράθεση του
συμπεράσματος του δικαστηρίου, γιατί μόνο με βάση τις κρίσιμες
ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί αν η αποδιδόμενη νομική
πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται
τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ. Με τον
λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την
εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατ' άρθρο
561 παρ.1 του ΚΠολΔ. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του
ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των
πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες
ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή
εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19
και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη
και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του
οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις πιο πάνω εξαιρετικές
περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της
υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Στην προκείμενη
περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των
διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτουν τα
ακόλουθα: Το αναιρεσίβλητο, με την από 19-11-2010 αγωγή του ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενο ορισμένου (συμβατικού)
χρόνου εμπορική μίσθωση μεταξύ αυτού και της αναιρεσείουσας και
δυστροπία της τελευταίας ως προς την καταβολή των μισθωμάτων των μηνών
Ιουνίου έως και Νοεμβρίου 2010, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του
καταβάλει, για καθυστερούμενα μισθώματα του προαναφερόμενου διαστήματος,
το συνολικό ποσό των 273.980,92 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την
483/2013 απόφασή του, δέχτηκε την αγωγή, η δε κατ' αυτής ασκηθείσα από
την εναγόμενη μισθώτρια έφεση απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη,
1775/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα το Εφετείο
δέχτηκε ότι δυνάμει του από 1-10-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού το
αναιρεσίβλητο εκμίσθωσε στην αναιρεσείουσα ένα πολυώροφο κτίριο στην
Αθήνα, επί της διασταύρωσης των οδών ..., για διάστημα 20 ετών και με
μηνιαίο μίσθωμα 34.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατά 4% ετησίως,
προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ξενοδοχείο, ότι η μισθώτρια, αν και
χρησιμοποιούσε ακώλυτα το μίσθιο, από τον Ιούνιο του έτους 2010,
επικαλούμενη οικονομική δυσχέρεια, έπαυσε να καταβάλει μισθώματα
γνωστοποιώντας παράλληλα στο αναιρεσίβλητο τη διακοπή της λειτουργίας
της επιχείρησής της από 31-10-2010 και ζητώντας τη συναινετική λύση της
μίσθωσης, ότι το αναιρεσίβλητο ενέμεινε στη μίσθωση, ότι το μίσθιο
αποδόθηκε τελικά στις 4-3-2011 σε εκτέλεση της 414/31-1-2011 διαταγής
αποδόσεως του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι η διακοπή
της λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας και η συνακόλουθη διακοπή
της χρήσης του μισθίου από αυτή δεν συνιστούν ανώτερη βία και λόγο
απαλλαγής της από την καταβολή μισθώματος και ότι η αναιρεσείουσα
υποχρεούται να καταβάλει τα επίδικα μισθώματα στο αναιρεσίβλητο. Με τον
πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη την
πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αναφέροντας κατά
λέξη τα εξής: "(το Εφετείο) εσφαλμένα ερμήνευσε το αποδεικτικό υλικό,
αφού αφενός δέχτηκε ότι η διακοπή της χρήσεως του μισθίου οφείλεται σε
λόγους που δεν συνιστούν ανωτέρα βία, αφετέρου δε δέχτηκε ότι οφείλουμε
το μίσθωμα του μηνός Νοεμβρίου 2010, ύψους 47.337 ευρώ
(συμπεριλαμβανομένου και του χαρτοσήμου 3,6%), ενώ αν εκτιμούσε ορθά τα
στοιχεία που προσκομίσαμε, τότε θα είχε αχθεί στην κρίση ότι αφενός η
διακοπή της χρήσης του μισθίου οφειλόταν αποκλειστικά σε λόγους ανωτέρας
βίας, όπως θα εκτεθούν κατωτέρω και αφετέρου ήδη από την 31-10-2010
διακόψαμε τη λειτουργία του ξενοδοχείου, την 1-11-2010 καταγγείλαμε τις
συμβάσεις όλων των εργαζομένων μας και καλέσαμε το αναιρεσίβλητο να
παραλάβει τα κλειδιά του μισθίου κι ως εκ τούτου δεν οφείλαμε σε κάθε
περίπτωση μίσθωμα για τον μήνα Δεκέμβριο του 2010". Στη συνέχεια, αφού
εκθέτει το περιεχόμενο του μισθωτηρίου συμβολαίου και ιστορεί την κατά
την άποψή της εξέλιξη των γεγονότων σε σχέση με την οικονομική κρίση
στην Ελλάδα από το έτος 2008, την επικρατούσα στο κέντρο των Αθηνών
κατάσταση, την επιδείνωση των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησής της
και την εξ αυτής διακοπή της λειτουργία της, προβάλλει την αιτίαση ότι
το Εφετείο "δεν εκτίμησε ορθώς" το προσκομιζόμενο από μέρους της
αποδεικτικό υλικό και τους νόμιμους και βάσιμους ισχυρισμούς της και
επιδίκασε όλα τα αιτούμενα μισθώματα. Ο λόγος αυτός, πέραν της αοριστίας
του, αφού δεν αναφέρονται ούτε οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που
φέρεται ότι παραβιάστηκαν ούτε οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της
προσβαλλομένης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση
της πιο πάνω αναιρετικής πλημμέλειας, προβάλλονται αιτιάσεις για την,
κατ' άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των
πραγματικών περιστατικών από το Εφετείο.
Περαιτέρω, κατά την έννοια
των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 του ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της
πρότασης συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες
απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα
συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η
δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της ανταπαίτησης να αποσβέσει μονομερώς
την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε
συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε
συμβατικό συμψηφισμό. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των
αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από το
συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 262 παρ. 1 και
221 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η ένσταση
συμψηφισμού, πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της
ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος στην
οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και
του χρόνου γέννησής τους και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των
συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής. Δυνατότητα
θεραπείας της αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου
αναφέρονται τα απαιτούμενα περιστατικά, δεν υφίσταται, κατ' ανάλογη
εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής
(ΑΠ 1057/2019, ΑΠ 84/2019). Τέλος, η νομική αοριστία της ένστασης, η
συνδεόμενη δηλαδή με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1
του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής
επάρκειας της ένστασης κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα
απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα,
ενώ αντίθετα η ποσοτική (ή ποιοτική) αοριστία της ένστασης, η οποία
υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο
για τη θεμελίωση του αιτήματος, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559
αριθμ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 666/2020, 658/2015). Ο λόγος δε αναίρεσης
από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο,
παρά τη μη επαρκή έκθεση των περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική
βάση της ένστασης, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με
επάρκεια, ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε
ως αόριστη.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της
αίτησης αναίρεσης, προβάλλεται η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 και ορθώς
από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το
Εφετείο, παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την
προταθείσα από την αναιρεσείουσα (εναγομένη) ένσταση συμψηφισμού
ανταπαίτησής της περί δαπανών στο μίσθιο ύψους 3.006.788,56 ευρώ. Από
την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η
αναιρεσείουσα, προς απόκρουση της αγωγής, πρόβαλε με τις προτάσεις της
ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (οι προτάσεις αυτές δεν
προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο) την ένσταση συμψηφισμού προς την
πιο πάνω απαίτηση του αναιρεσιβλήτου για καθυστερούμενα μισθώματα
ανταπαίτησή της ποσού 3.006.788,56 ευρώ για εκτέλεση δαπανών ανακαίνισης
του μισθίου, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως
αόριστη. Την ένσταση αυτή επανέφερε η αναιρεσείουσα στο Εφετείο, με την
από 25-4-2013 έφεσή της, η οποία επιτρεπτά επισκοπείται, εκθέτοντας τα
εξής: "...για την αποκατάσταση του ακινήτου και την εξυπηρέτηση του
σκοπού της μισθώσεως απαιτείτο δαπάνη 2.100.000 ευρώ...αποδεχθήκαμε τη
δαπάνη αυτή και η σχετική υποχρέωσή μας αποτυπώθηκε στον υπ' αριθμ. 1.02
όρο του συμφωνητικού μισθώσεως χωρίς καμία υποχρέωση του Ταμείου και
αντίστοιχο δικαίωμα αποζημίωσης...αναθέσαμε το σύνολο των εργασιών στην
εταιρεία ΑΚΤΩΡ...κατά τη διάρκεια των εργασιών διαπιστώθηκε ότι στο
κτίριο απαιτείτο να γίνουν στατικές ενισχύσεις, ενισχύσεις των υπογείων,
του μεσοπατώματος, εργασίες που απαιτούσαν τροποποιήσεις όλων των
μελετών που είχαν υποβληθεί αρμοδίως, όπως ηλεκτρομηχανολογικών,
πυρασφαλείας, κ.α...το κόστος εκτοξεύτηκε στο ποσό των 5.106.788,56
ευρώ, όπως προκύπτει από τα σχετικά τιμολόγια της παραπάνω τεχνικής
εταιρείας, ποσό το οποίο εξ ιδίων καταβάλαμε...το επιπλέον ποσό, που
είναι η διαφορά μεταξύ του τελικού κόστους και της συμβατικής μας
δέσμευσης, δηλαδή 5.106.788,56 ευρώ μείον 2.1000.000 ευρώ, το ωφελήθηκε
το αντίδικο...
Επειδή έχουμε το δικαίωμα κατ' ένσταση να ζητήσουμε
και ζητάμε, σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής του αντιδίκου, η αγωγική
του απαίτηση να συμψηφιστεί με το ποσό των 3.006.788,56 ευρώ που
δαπανήσαμε επιπλέον της συμβατικής μας δεσμεύσεως...". Το Εφετείο, με
την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε (επικυρώνοντας την πρωτόδικη
απόφαση) την ένσταση αυτή ως αόριστη λόγω μη αναφοράς των προτεινόμενων
προς συμψηφισμό δαπανών συγκεκριμένα κατά είδος και ποσό. Κρίνοντας έτσι
το Εφετείο, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, καθόσον, με το
περιεχόμενο που προαναφέρθηκε η πιο πάνω ένσταση συμψηφισμού ήταν
πράγματι αόριστη, αφού δεν γίνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών
της ανταπαίτησης της αναιρεσείουσας γεγονότων, δηλαδή περιγραφή των
εργασιών-δαπανών και του χρόνου πραγματοποίησής τους, στο πλαίσιο των
οποίων προέκυψε η προς συμψηφισμό προτεινόμενη ανταπαίτηση της
αναιρεσείουσας. Η αοριστία δε αυτή δεν θεραπεύεται με την (αόριστη)
παραπομπή σε τιμολόγια της τεχνικής εταιρείας που εκτέλεσε το έργο. Κατά
συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατόπιν
αυτών, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να
απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου
που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκησή της στο δημόσιο
ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν
διαλαμβάνεται, γιατί το νικήσαν αναιρεσίβλητο, που παραστάθηκε με δήλωση
χωρίς να καταθέσει προτάσεις, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
την από 5-12-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. 11541/949/2018) αίτηση για
αναίρεση της 1775/13-4-2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουλίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου