Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Αριθμός 577/2021 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα - με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς όλες τις βάσεις της. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 7-5-2015 έφεση και το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του έκανε τυπικά δεκτή αυτή και την απέρριψε κατ' ουσίαν ως προς την κύρια και εξ αδικοπραξίας βάση της, ενώ την έκανε δεκτή εν μέρει κατά την επικουρική εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της και ως προς τα οφειλόμενα απευθείας εκ του νόμου δώρα εορτών και αποδοχές ....


Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η 217/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς όλες τις βάσεις της. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 7-5-2015 έφεση και το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του έκανε τυπικά δεκτή αυτή και την απέρριψε κατ' ουσίαν ως προς την κύρια και εξ αδικοπραξίας βάση της, ενώ την έκανε δεκτή εν μέρει κατά την επικουρική εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της και ως προς τα οφειλόμενα απευθείας εκ του νόμου δώρα εορτών και αποδοχές - επιδόματα αδειών για το μετά την 1-1-2008 χρονικό διάστημα (κρίνοντας τις αξιώσεις του προηγούμενου χρονικού διαστήματος ως παραγεγραμμένες) και κατά το μέρος τούτο (που έκανε δεκτό) εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και επιδίκασε στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στην απόφαση χρηματικά ποσά. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε την από 3-9-2018(αριθ. κατ.648/2018) αίτηση αναίρεσης το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον.

 


Απόφαση 577 / 2021    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 577/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Νικολακέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου - Εισηγήτρια, Ολγα Σχετάκη - Μπονάτου, Οεόδωρο Μαντούβαλο και Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημα του, στις 9 Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού - Ο.Α.Ε.Δ.", που εδρεύει στο Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρθένα Παπαδοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1.. 57., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Παυλάτο, ο οποίος ανακάλεσε την από 8/2/2021 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/12/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 217/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 2223/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 3/9/2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.



ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


1. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, με την από 16-12-2010 (αριθ. κατ. 226368/8073/2010) αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει συμβάσεων, που καταρτίστηκαν από τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2004 μέχρι τις 29-6-2007, όπως ειδικότερα για καθένα αναφέρεται στην αγωγή ως προς την ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης, και ονομάστηκαν συμβάσεις εργασιακής εμπειρίας ανέργων του ΟΑΕΔ (stage), απασχολήθηκαν για την εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, στις υπηρεσίες που αυτό καθόρισε ως "φορείς υλοποίησης" του άνω προγράμματος, υπό τις αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή ειδικότητες και θέσεις στις αναφερόμενες, επίσης, ημεροχρονολογίες. Ότι οι αρχικές συμβάσεις, που ήταν για δεκαοκτώ (18) μήνες, παρατάθηκαν έως το έτος 2010, όπως αναλυτικά αναφέρουν για καθένα στο αγωγικό δικόγραφο, και με αμοιβή, που οριζόταν στις εν λόγω συμβάσεις. Ότι στην πραγματικότητα δεν προσλήφθηκαν για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, ούτε η σύμβασή τους ήταν σύμβαση μαθητείας, αλλά απασχολούνταν με πλήρες ωράριο, όπως και το τακτικό προσωπικό, με τα καθήκοντα που καθένας εξ αυτών ειδικότερα περιγράφει, έφερε δε η σύμβασή τους τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι η πρόσληψή τους για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας δεν δικαιολογείτο από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας τους, ούτε υπαγορευόταν από άλλο ειδικό λόγο, αναγόμενο στις ιδιαίτερες συνθήκες των υπηρεσιών του εναγομένου, αλλά αυτή έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, καθόσον οι συμβάσεις τους εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούσαν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, διότι από την πρόσληψή τους απασχολούντο συνεχώς για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών αυτού, κατά τα στην αγωγή ιστορούμενα. Ότι, ενόψει του ότι παρείχαν εργασία αντίστοιχη με αυτή των τακτικών υπαλλήλων του εναγομένου, έπρεπε να αμείβονται και με τους αντίστοιχους μισθούς που προβλέπονται από το Ν. 3205/2003, δηλαδή με το μισθολόγιο που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ. Και ότι το εναγόμενο τους κατέβαλλε, για το χρονικό διάστημα που καθένας απασχολήθηκε, αποδοχές κατώτερες από τις νόμιμες, ενώ επίσης δεν τους κατέβαλλε επιδόματα εορτών και αποδοχές-επιδόματα αδείας, καθώς και αποζημίωση λόγω μη χορήγησης της ετήσιας αδείας αναψυχής. Κατόπιν των ανωτέρω ζήτησαν, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί, ότι το εναγόμενο οφείλει να τους καταβάλει, για τις προαναφερόμενες αιτίες, τα αναφερόμενα στην αγωγή για καθένα χρηματικά ποσά, με βάση τη σύμβαση εργασίας, που τους συνέδεε, και τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον ωφελήθηκε το εναγόμενο, με το να αποφύγει να καταβάλει τα ως άνω χρηματικά ποσά σε μόνιμους υπαλλήλους, που, διαφορετικά, θα ήταν υποχρεωμένο να προσλάβει, με τον νόμιμο τόκο, όπως αναφέρουν στην αγωγή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η 217/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς όλες τις βάσεις της. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 7-5-2015 έφεση και το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του έκανε τυπικά δεκτή αυτή και την απέρριψε κατ' ουσίαν ως προς την κύρια και εξ αδικοπραξίας βάση της, ενώ την έκανε δεκτή εν μέρει κατά την επικουρική εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της και ως προς τα οφειλόμενα απευθείας εκ του νόμου δώρα εορτών και αποδοχές - επιδόματα αδειών για το μετά την 1-1-2008 χρονικό διάστημα (κρίνοντας τις αξιώσεις του προηγούμενου χρονικού διαστήματος ως παραγεγραμμένες) και κατά το μέρος τούτο (που έκανε δεκτό) εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και επιδίκασε στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στην απόφαση χρηματικά ποσά. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε την από 3-9-2018(αριθ. κατ.648/2018) αίτηση αναίρεσης το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον.
2. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 § 1, 577 § 3 και 578 ΚΠολΔ, για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 559 αρ. 1α), δεν αρκεί να εκτίθεται στο αναιρετήριο η εκδοχή του αναιρεσείοντος για την έννοια της διατάξεως που φέρεται, ότι παραβιάστηκε, ούτε το κατά την άποψη του τελευταίου πραγματικό μέρος της υποθέσεως και το συμπέρασμα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει να αναφέρονται σαφώς και τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσεώς του για το βάσιμο ή μη της αγωγής. Διότι η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται όχι από την ορθότητα του αιτιολογικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά από εκείνη του διατακτικού της (ΚΠολΔ 578), τούτο δε συνάπτεται, σε σχέση λογικής ακολουθίας, προς τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου, έτσι ώστε η έκθεση των τελευταίων στο αναιρετήριο να είναι απαραίτητη, προκειμένου να ελεγχθεί αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου της αναίρεσης δε μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλομΑΠ 27/1998, ΟλομΑΠ 32/1996).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους λόγους της από 3-9-2018(αριθ. κατ.648/2018) αίτησης αναίρεσης, το αναιρεσείον ΝΠΔΔ ΟΑΕΔ αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο, α) αποφαινόμενο ότι οι ενάγοντες που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας δήθεν συνδέονταν με το αναιρεσείον με συμβάσεις απλής σχέσης εργασίας, ανεπίτρεπτα, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετάλλαξε το χαρακτήρα των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας τα οποία εισήχθησαν στην Ελλάδα με το άρθρο 20 § 15 Ν 2639/1998 (1ος λόγος αναίρεσης), β) κρίνοντας ότι η υπαγωγή των αναιρεσιβλήτων σε προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας δεν συνιστά μέτρο διευκόλυνσης για την ένταξη αυτών στην αγορά εργασίας εν γένει, όπως πρότεινε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις δυνάμει του άρθρου 148 § 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της EE εκδοθείσες κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, όπως τούτο έγινε αποδεκτό από το Ελληνικό Κράτος με το άρθρο 20 § 15 Ν. 2639/1998, εξέδωσε απόφαση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την υλοποίηση της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, άρα κοινοτικού στόχου υπό την έννοια του άρθρου 4 § 3 της Συνθ. EE (2ος λόγος αναίρεσης), γ) κρίνοντας ότι "οι ενάγοντες συνδέονταν με το εναγόμενο νπδδ με την έννομη σχέση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ... Κατ' επέκταση οι προαναφερόμενες συμβάσεις στις οποίες προέχει το στοιχείο της παροχής εργασίας, δεν δύνανται να εξαιρεθούν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ" έσφαλε διότι η Οδηγία αυτή δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει εφαρμοστέο δίκαιο αλλά μόνο εργαλείο ερμηνείας, ενώ όσον αφορά τις διατάξεις του Ν. 2112/1920, ο χαρακτήρας των επίδικων συμβάσεων ως "συμβάσεων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας" τις εξαιρεί οπωσδήποτε από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 § 1 Ν. 2112/1920 (3ος λόγος αναίρεσης), δ) κρίνοντας "ότι η συμμετοχή των εναγόντων στα προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας αποτελεί άκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με την Οδηγία 99/70 και κατά τούτο δικαιούνται να λάβουν ως αποζημίωση τα ποσά που θα ελάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου", καθώς και " ότι τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και ότι εμπόδιο για την εφαρμογή του τελευταίου αυτού άρθρου δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος"(4ος λόγος αναίρεσης), ε) ότι η προσβαλλομένη παραβίασε την θεμελιώδη αρχή του άρθρου 110 ΚΠολΔ, λαμβάνοντας υπόψη μόνο την αγωγή και τις προτάσεις των εναγομένων και αντιπαρήλθε δια της σιωπής τις προτάσεις αυτού (ΟΑΕΔ) και τις νομίμως απ' αυτόν προταθείσες ενστάσεις του(5ος λόγος αναίρεσης), και στ) κρίνοντας " ότι οι συμβάσεις των εναγόντων με τον ΟΑΕΔ, δεν αποτελούν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, για τις οποίες δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και στις οποίες εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας καθόσον δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας" (8ος λόγος αναίρεσης).
4. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 559 αρ. 1), εκ της μη εφαρμογής διατάξεων που ήταν κατά το αναιρεσείον εφαρμοστέες, είναι αόριστοι και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον δεν καθορίζεται στο αναιρετήριο η νομική πλημμέλεια του δικαστηρίου, δηλαδή σε τί συνίσταται ακριβώς το σφάλμα που αποδίδεται στο Εφετείο, ούτε και αναφέρονται, πλην ελαχίστων κατ' επιλογή αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά, με τις κρίσιμες παραδοχές του Εφετείου, υπό τις οποίες συντελέσθηκαν οι προβαλλόμενες παραβιάσεις των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, με συνέπεια να μην καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος.
5. Περαιτέρω με τον 6ο λόγο της αίτησης προσάπτει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια ότι " το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη της την προταθείσα απ' αυτόν ένσταση αοριστίας της αγωγής". Ο λόγος αυτός είναι επίσης αόριστος και απορριπτέος, καθόσον το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, δεν επικαλείται την νόμιμη προβολή του ισχυρισμού του αυτού ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ήτοι με συνοπτική δήλωσή του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου και ανάπτυξή του (ισχυρισμού) στις προτάσεις του, καθώς και νόμιμη επαναφορά του με τις προτάσεις του ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, προς αντίκρουση της εφέσεως των εναγόντων.
6. Τέλος με τον 7ο λόγο της αίτησης ισχυρίζεται το αναιρεσείον, ότι η προσβαλλομένη "έπρεπε να απορρίψει την αγωγή διότι είναι μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα για την καταβολή μισθολογικών διαφορών, επιδομάτων εορτών και επιδομάτων αδειών, κατ'επίκληση της εφαρμογής της αρχής της ισότητος, άλλως της ίσης μεταχείρισης, καθόσον είναι επιτρεπτή στην προκειμένη περίπτωση η διαφοροποιημένη ρύθμιση των εναγουσών, έναντι των απασχολουμένων με συμβάσεις δημοσίου δικαίου ή με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι οι ενάγουσες αποτελούν ειδική κατηγορία εκπαιδευομένων, που απασχολήθηκαν στον ΟΑΕΔ μόνο λόγω της συμμετοχής τους σε προγράμματα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων". Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω στις με αριθμούς 2 και 4 μείζονες σκέψεις, καθόσον δεν καθορίζεται στο αναιρετήριο η νομική πλημμέλεια του δικαστηρίου, δηλαδή σε τί συνίσταται ακριβώς το σφάλμα που αποδίδεται στο Εφετείο, ούτε και αναφέρονται, πλην ελαχίστων κατ' επιλογή αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά, με τις κρίσιμες παραδοχές του Εφετείου, υπό τις οποίες συντελέσθηκαν οι προβαλλόμενες παραβιάσεις των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, με συνέπεια να μην καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ερείδεται και επί αναληθούς προϋπόθεσης, καθόσον από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλομένης προκύπτει ότι η αγωγή έγινε δεκτή ως προς την επικουρική της βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό(904 ΑΚ), και όχι κατά την κυρία της βάση που στηριζόταν στην αρχή της ισότητας, η οποία απορρίφθηκε.
7. Επομένως και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολο της και να καταδικασθεί το αναιρεσείον ως ηττημένο σύμφωνα με τα άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, δοθέντος ότι τα δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικασθούν μειωμένα, γιατί η νομική υπηρεσία του αναιρεσείοντος δεν διεξάγεται από το Ν. Σ. Κ.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Απορρίπτει την από 3-9-2018 αίτηση περί αναιρέσεως της 2223/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Και

Καταδικάζει το αναιρεσείον σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ για δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Απριλίου 2021.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2021.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ





© ?ρειος Πάγος, http://www.areiospagos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: