
Απόφαση 783 / 2016 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Αποδείξεων εκτίμηση, Κυριότητα.
Περίληψη:
Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Αποδείξεων εκτίμηση, Κυριότητα.
Περίληψη:
Διάκριση Γαιών κατά το Οθωμανικό Νόμο της 7ης Ράμαζαν 1274. Διαδοχή Ελληνικού κατά τα Πρωτόκολλα της 3.2.1830, 4.6.1830 και 19.6.1830 και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και 3.7.1832. Τι ισχύει για τις Κυκλάδες. Β.Δ. της 17/29.11.1896 «περί Ιδιωτικών Δασών». ΒΔ της 12.12.1833 «περί διορισμού και Φόρου Βοσκής» Έκτακτη χρησικτησία κατά ΒΡΔ. Εφαρμογή επί Δημοσίων Κτημάτων. 559 ΑΡ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ. Δικαστική Δαπάνη Δημοσίου.
Αριθμός 783/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη,-εισηγήτρια- Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ.
Του αναιρεσίβλητου: Α. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-7-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1ΤΜ/2012 μη οριστική και 170ΤΜ/2013 του ιδίου Δικαστηρίου, 22/2016 Εφετείου Σύρου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-5-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου, ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονταν σε πέντε κατηγορίες: α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) π.χ. οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες, κλπ, των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ) π.χ. τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση, κλπ, των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού (π.χ. μοναστηριού, νοσοκομείου κλπ), δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μέτρουκε π.χ. δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κλπ, οι οποίες ήταν προορισμένες στην κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ) π.χ. βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση κλπ, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δε κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος", τα ερμηνευτικά των εν λόγω πρωτοκόλλων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830 και 19.6.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον προαναφερθέντα οθωμανικό νόμο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνον εκείνων των ιδιοκτητών γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830 είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολο τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά; με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών, που συνάφθηκαν μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ιδιωτικές, ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του Νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών από 26.5/7.6.1835" όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιοκτήτες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα". Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο όμως συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως για εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τους βοσκότοπους και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. (Ολ.ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του από 17/29-11.1836 Β.Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών", για τα δάση που δεν αναγνωρίστηκαν, κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο 3 και ως άνω Β.Δ/τος διαδικασία ως ιδιωτικά, δημιουργείται "αμάχητο τεκμήριο" ότι ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (θεωρούνται αδιαφιλονίκητα ως εθνικά και δεν διατίθενται). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και επομένως και σε αυτές στις Κυκλάδες που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα καταστεί κύριός τους το Ελλ. Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ'αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. (δάσος, χορτολιβαδική έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξάλλου κατά τη διάταξη του αρ.19 του ίδιου άρθρου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ'αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την από 19-10-2006 αναγνωριστική κυριότητος ακινήτου αγωγή του ενάγοντα: Το επίδικο, επιφανείας 23.073,75 τ.μ., βρίσκεται στη θέση "..." της Κτηματικής Περιφέρειας του ΔΔ … του Δήμου … και απεικονίζεται στα τοπογραφικά διαγράμματα του αγρονόμου τοπογράφου - μηχανικού Ι. Σ. και του αρχιτέκτονα μηχανικού Β. Π., το δεύτερο από τα οποία συνοδεύει την τελεσίδικη υπ'αριθμ. …/2003 απόφαση της Πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ του Νομού Κυκλάδων, κατά την οποία τούτο (επίδικο) είναι δασική έκταση, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ.2 του Ν.998/1979, όπως ίσχυε τότε. Τούτο έχει περιέλθει στον ενάγοντα ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, επιφανείας, κατά την επικαλούμενη διορθωτική και συμπληρωματική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, 41.300 τμ, από εξ ιδιογράφου διαθήκης κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 24-3-1955 πατέρα του Γ. Ζ. του Ν., την οποία αποδέχθηκε με τη νόμιμα μεταγραφείσα υπ'αριθμ.18407/30.9.1967 πράξη του συμβ/φου … Θ. Κ.. Το επίδικο αυτό ακίνητο περιλαμβάνεται ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου στους τίτλους του αμέσου και των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα. Οι τίτλοι αυτοί είναι τα υπ'αριθμ.20189/1918 και 2233/1933 νόμιμα μεταγεγραμμένα δωρητήρια εν ζωή συμβόλαια των συμβολαιογράφων … Φ. Σ. και Μ. Π. αντίστοιχα, με τα οποία ο πατέρας του ενάγοντα απέκτησε το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο από δωρεά του δικού του πατέρα και παππού του ενάγοντα Ν. Γ. Ζ., ο οποίος το είχε αποκτήσει με τα νόμιμα μεταγεγραμμένα υπ'αριθμ.1613/1880 προικοσύμφωνο του συμβ/φου … Α Μ. και στη συνέχεια με το υπ'αριθμ.898/1890 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου … Γ. Ζ., σε συνδυασμό με την υπ'αριθμ.3794/1898 εγκριτική της διανομής από τον πατέρα του Πράξης του συμβ/φου … Φ. Σ., με το οποίο (διανεμητήριο) αυτός διένειμε μαζί με τον αδελφό του Χ. Γ. Ζ., την περιλαμβάνουσα και το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο περιουσία της Μονής του ..., που τους είχε παραχωρηθεί, μαζί με τη Μονή, από τον πατέρα τους Γ. Χ. Ζ., ο οποίος κατά τα έτη 1859-1860 είχε αγοράσει τη Μονή και την περιουσία της από τους κληρονόμους του Λ. Σ., που είχε γίνει ιδιοκτήτης στις 30.8.1826 από δημοπρασία που είχαν διενεργήσει οι κληρονόμοι του Ν. Μ., που ήταν ιδιοκτήτης από το 1816, ενώ πριν από αυτόν ιδιοκτήτες ήταν ο Ι. Μ. από το 1806 και προγενέστερα τα παιδιά του Ι. Α., σύμφωνα δε με έγγραφα του Πατριαρχείου Κων/λεως, που ανάγονται στο 1793 η Μονή και η περιουσία της από το 1715 ανήκαν σε ιδιώτες. Στη συνέχεια γίνεται, επί λέξει, δεκτό από την προσβαλλομένη απόφαση. Ακολούθως, ως πρός την μορφή του εδάφους του επιδίκου, το οποίο κατά τον τελεσίδικο χαρακτηρισμό του με την με αριθ. …/2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων είναι δασική έκταση με αραιά ή πενιχρή ξυλώδη βλάστηση, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες δασών που χρήζουν αποτελεσματικής και διαρκούς προστασίας, ανάλογα προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετούν δεν προέκυψε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι είχε τον ίδιο χαρακτήρα κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17 (29).11. /1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών", κατά τον οποίο απαιτείτο να υφίσταται η ιδιότητα του δάσους για την εφαρμογή του τεκμηρίου κυριότητας επ' αυτού του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Η περί τούτου αμφιβολία, με δεδομένο ότι το εναγόμενο δεν διαθέτει αεροφωτογραφίες ή άλλο σχετικό αποδεικτικό μέσο προ του 1945 ενισχύεται από το γεγονός ότι περιβάλλεται στο σύνολό του από ξηρολιθιά, η οποία έχει καλυφθεί σε διάφορα σημεία από δασική βλάστηση (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τις συνημμένες φωτογραφίες του επιδίκου), με εύλογο το συμπέρασμα ότι, αν υπήρχε ανέκαθεν δασική βλάστηση στα συγκεκριμένα σημεία, δεν θα είχε ανεγερθεί επ' αυτής η ξηρολιθιά, σε συνδυασμό και με το ότι δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι το επίδικο συνορεύει με δημόσια δασική έκταση. Οπωσδήποτε, από τα προειρημένα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν άγονη, μη καλλιεργήσιμη έκταση, χωρίς κάποιο ίχνος καλλιέργειας διαχρονικά, και αποτελούσε, περισσότερο ή λιγότερο κατά τη διαδρομή του χρόνου, βοσκότοπο. Τέλος, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και, ιδίως, τις συνδυαζόμενες με τους τίτλους ιδιοκτησίας ένορκες καταθέσεις που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρακτικά και ένορκες βεβαιώσεις, και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο, που περιβάλλει το υπόλοιπο ακίνητο του ενάγοντος, περιβάλλεται, όπως αποδείχθηκε, ανέκαθεν από ξηρολιθιά, που οριοθετεί το όλο ακίνητο από άλλες ιδιοκτησίες ιδιωτών, χωρίς να συνορεύει καθόλου με δημόσια έκταση, είτε δασική είτε χορτολιβαδική, προκύπτει ότι πράξεις νομής ασκούνταν διαχρονικά στο όλο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., το οποίο εντάσσεται κατά τα ανωτέρω στην ενιαία έκταση του. Ειδικότερα ο ενάγων και πριν από αυτόν οι δικαιοπάροχοι του, άμεσος και απώτεροι, καθ' όλο το διάστημα που αφορούν οι προπαρατεθέντες τίτλοι ιδιοκτησίας τους (οπωσδήποτε έως το 1880, αλλά και επί πολλά χρόνια πρωτύτερα), με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ως αγροτικού ακινήτου κατά το καλλιεργήσιμο μέρος του και για την παραμονή και βόσκηση των ζώων τους κατά το μη καλλιεργήσιμο μέρος. Συγκεκριμένα, μεριμνούσαν για τη συντήρηση και διατήρηση της περίφραξης από ξηρολιθιά, καλλιεργούσαν το καλλιεργήσιμο, στο κέντρο του όλου ακινήτου, ακανόνιστου σχήματος τμήμα με δημητριακά, έβοσκαν δε και εξέτρεψαν τα ζώα τους στο, μη δεκτικό καλλιέργειας, επίδικο, ακανόνιστου επίσης σχήματος, τμήμα του, που περιβάλλει το υπόλοιπο, χωρίς να ενοχλούνται στην άσκηση των πράξεων νομής από κανένα. Έτσι ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., με παράγωγο τρόπο, αλλά και (επικουρικά, κατά την επικουρική βάση της αγωγής) με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Τούτο δε διότι, έχει μεν σήμερα τη μορφή δασικής έκτασης, στο δε απώτερο παρελθόν οπωσδήποτε τη μορφή χορτολιβαδικής έκτασης και ισχύει ως προς αυτό το τεκμήριο (μαχητό) κυριότητας του εναγομένου (για τις χορτολιβαδικές εκτάσεις), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, πλην όμως η κυριότητα του είχε αποκτηθεί από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του ΒΡ δικαίου (ήτοι με την άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία), καθώς ο σχετικός χρόνος χρησικτησίας αυτών είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915, και συνεχίστηκαν οι αυτές πράξεις νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο τον ενάγοντα με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και διάνοια κυρίου έως την έγερση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, με βάση τ'ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις του εναγομένου ως αβάσιμες και να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη". Η υποβληθείσα από το εναγόμενο - εφεσίβλητο ένσταση ήταν εκείνη της ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, που αποκτήθηκε α)δικαιώματι πολέμου, αφού το ενιστάμενο ήταν διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους, στην ιδιοκτησία του οποίου το επίδικο ανήκε, β)ως δάσος, κατά τις διατάξεις του Β.Δ/τος της 17/29.11.1836 και γ)ως αδέσποτο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. της 21.6/10.7.1837. Με βάση τις αποδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του ενάγοντος και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή την οποία δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ απέρριψε την καταλυτική περί ιδίας κυριότητας ένσταση του εναγομένου Δημοσίου για όλους τους επικληθέντες λόγους. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι το επίδικο ακίνητο, που σήμερα έχει δασική μορφή, περιήλθε στην κυριότητα του ενάγοντα παραγώγως και πρωτοτύπως και ειδικότερα από νομίμως γενομένη αποδεκτή και μεταγραφείσα κληρονομιά του πατέρα του, που ήταν κύριος από δωρεά του 1933 του δικού του πατέρα και παππού του ενάγοντα, ο οποίος είχε γίνει κύριος από προίκα του δικού του πατέρα και προπάππου του ενάγοντα το 1880 και στη συνέχεια με διανομή του 1890 άλλως με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ και του ΑΚ, άλλως με τακτική χρησικτησία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, αφού ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του νεμήθηκαν το ακίνητο, με τα οικεία προσόντα, τουλάχιστον από το 1880 μέχρι του χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής και ότι το ακίνητο αυτό την νομή του οποίου είχαν οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και πριν από την δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν κατά το 1836 δάσος ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το ΒΔ της 17/29-11-1836, ενώ τα τυχόν δικαιώματα του εναγομένου λόγω της ιδιότητας του επιδίκου ως χορτολιβαδικού έχουν καταλυθεί λόγω συμπληρώσεως στις 11.9.1915 της 30ετούς χρησικτησίας του ΒΡΔ. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των κανόνων δικαίου που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρωτόκολλα και τη Συνθήκη, το ΒΔ 17/29-11-1836 και το ΒΔ της 3/15.12.1833, καθόσον υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ενώ περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ'αυτήν με πληρότητα όλα τα κτητικά πραγματικά περιστατικά της κυριότητας του επιδίκου από τον ενάγοντα, με παράγωγο κατά τις διατάξεις του ΑΚ τρόπο καθώς και με τακτική και έκτακτη κατά το ισχύον δίκαιο χρησικτησία, αλλά και έκτακτη υπό το προϊσχύσαν, η οποία είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915 οι δε εκ των πραγμάτων παραδοχές της αποφάσεως περί δικαιωμάτων του απώτατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα επί του επιδίκου κατά τον χρόνο ισχύος των επίμαχων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης απέκλειαν την εφαρμογή τους όπως απέκλειε και την εφαρμογή του ΒΔ της 17/29.11.1836 η μη απόδειξη της ιδιότητας του επιδίκου κατά το χρόνο αυτό ως δασικού, ενώ τυχόν δικαιώματα του εναγομένου λόγω της ιδιότητας του επιδίκου ως χορτολιβαδικής έκτασης έχουν, όπως προαναφέρθηκε καταλυθεί. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το επίδικο δεν ήταν δασική έκταση το 1836 γιατί δεν μπορούσε να συναγάγει κατά τέτοιο από τις αεροφωτογραφίες του 1945 που το φέρουν ως δασικό, ενώ από τις αεροφωτογραφίες αυτές και τα διδάγματα της κοινής πείρας και επιστήμης, κατά τα οποία η γεωμορφολογία της … είναι αναλλοίωτη από το 1800, προέκυπτε το αντίθετο, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Προσέτι η αιτίαση του ίδιου λόγου περί ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως από το Εφετείο του άρθρου 2 του α.ν. 1539/24/29.12.1938 "περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων" γιατί δέχθηκε ως πράξη νομής επί του επιδίκου τη βοσκή από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα, είναι απαράδεκτη γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η βοσκή ήταν απαγορευμένη πράξη νομής επί δημοσίων χορτολιβαδικών εκτάσεων και για προγενέστερο της ισχύος του εν λόγω α.ν. χρόνο και ειδικότερα για την ενδιαφέρουσα, στην προκειμένη περίπτωση, προγενέστερη της 11.9.1915 τριακονταετία. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του και συνακόλουθα η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 22 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.5.2016 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Α. Ζ. του Γ., για αναίρεση της υπ'αριθμ.22/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Δεκεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου