Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

ΑΠ 835 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Θέμα Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Παρέμβαση, Κυριότητα, Οθωμανικό δίκαιο.

Απόφαση 835 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Παρέμβαση, Κυριότητα, Οθωμανικό δίκαιο.


Περίληψη:
Παρέμβαση Δημοσίου σε δίκη μεταξύ ιδιώτη και ΟΚΧΕ για ανακριβή πρώτη εγγραφή. Νομικό καθεστώς των ακινήτων στις Κυκλάδες κατά της Τουρκοκρατία. Τα μουλκία, ήτοι οι γαίες καθαρής ιδιοκτησίας ανήκαν στους ιδιώτες και σ' αυτούς εξακολούθησαν να ανήκουν μετά την απελευθέρωση και δεν περιήλθαν στο Δημόσιο με το οικείο πρωτόκολλο του Λονδίνου περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων (Πρωτόκολλο 3/22.2.1830, ερμηνευτ. πρωτοκ. 4/16.6.1830 και 1.7/19.8.1830) 559 αρ.1. Πότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος. Οι διατάξεις των πρωτοκόλλων είναι ουσιαστικού δικαίου 559 αρ. 8 "πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως. Δεν ιδρύεται ο οικείος αναιρετικός λόγος αν ο λόγος εφέσεως εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Η πλημμέλεια ότι για το ορισμένο ισχυρισμού απαιτήθηκαν περισσότερα από τόσα απαιτεί ο νόμος, αφορά σε νομική και όχι σε ποσοτική αοριστία και γι αυτό ιδρύεται ο αναιρετικό λόγος του αρ.1 του άρθρου 559 και όχι του αριθμού 14. Ο ισχυρισμός περί αδεσπότων είναι αόριστος, γιατί για το επέκεινα της ανεξαρτησίας διάστημα δεν γίνεται επίκληση των απαιτουμένων κατά τις ισχύουσες διατάξεις προϋποθέσεων περί αδεσπότων Δικαστικά έξοδα Δημοσίου ΑΔΕΣΠΟΤΑ κατά Οθωμανικό και Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο καθώς και υπό την ισχύ του ΑΚ.


Αριθμός 835/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα -------

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος δεν παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. Μ. του Δ., το γένος Μ. Δ., κατοίκου ... και 2)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ... και το 2ο δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 4/11/2005 αγωγή και ανακοίνωση δίκης του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου και την από 20/2/2007 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 69/2012 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 6/11/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο 1ος αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/12/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 2100Γ/19.6.2013 και 2117Γ/20.6.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Γ. Κ., ακριβές αντίγραφο της από 6.11.2012 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση πρώτο αναιρεσίβλητο, τόσο προς το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, όσο και στο δεύτερο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδας".
Συνεπώς εφόσον οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών.
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του από 3/22.2.1830 Πρωτοκόλλου του Λονδίνου "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1. 7/19.8.1830, και ιδίως με το άρθρο 5 του πρώτου από αυτά, του μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον, ως προς τις τέως ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την από 3.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων" με την οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274, περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο, δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνο εκείνων των ιδιόκτητων γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830, είτε καταλήφθηκαν από τις στρατιωτικές δυνάμεις και δημοσιεύθηκαν, είτε εγκαταλείφθηκαν από τους αποχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ν. 21-6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων". Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά, με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών που συνήφθησαν μεταξύ των μέχρι τότε Γεναιατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από της 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαρής ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως Ελληνικών Οικογενειών από 26.5/7.6.1835", όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα. Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον Σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9.7.1932 Συνθήκης της Κων/λεως (Ολ. ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2664/1998, όπως η παρ. 3 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3127/2003, και ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής (22.11.2005) "πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές στο κτηματολογικό βιβλίο, σύμφωνα με την παρ. 2 περ.β του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή υπόκειται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου (παρ.1). Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον....... (παρ. 2). Η αγωγή της παρ. 2, όσο αφορά σε ακίνητο "αγνώστου ιδιοκτήτη" κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9, απευθύνεται κατά του ΟΚΧΕ και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την κατάθεσή της" (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην περίπτωση αγωγής της παρ. 2 για αρχικές εγγραφές με την ένδειξη "αγνώστου ιδιοκτήτη", αυτή (αγωγή) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, στο καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο απευθύνεται δε κατά του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος (ΟΚΧΕ) και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την κατάθεσή της. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την κυρία παρέμβαση, που άσκησε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, μετά από ανακοίνωση, σ' αυτό, της ασκηθείσας στις 22.11.2005 από 4.11.2011 αγωγής, του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 μεταξύ των αναιρεσιβλήτων, για την διόρθωση ανακριβούς και αφορώσας σε άγνωστο ιδιοκτήτη πρώτης εγγραφής, στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου, ως προς το ποσοστό συγκυριότητας 10% επί δέκα ακινήτων κειμένων στην Ποσειδωνία Σύρου, η συζήτηση της οποίας (αγωγής) κηρύχθηκε απαράδεκτη από το Πρωτόδικο δικαστήριο λόγω μη τηρήσεως της διαδικασίας του άρθρου 214Α ΚΠολΔικ περί εξώδικης επιλύσεως της διαφοράς: Τα επίδικα ακίνητα βρίσκονται στην Ποσειδώνια της νήσου Σύρου των Κυκλάδων, έχουν λάβει ΚΑΕΚ 2909607072, 290960708032, 290960708003, 290960817007, 290960709016, 290960709001, 290960306009, 290960617004, 290960709026, 290960709024, 290960709023, 290960708019, 290960708031, 90960707096, 290960617025, 290960709022, 290960708024 και 290960709020 και έχουν καταχωρηθεί όλα στους κτηματολογικούς πίνακες του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου ως ανήκοντα κατά συγκυριότητα σε κληρονόμους του Μ. Δ., πλην κάποιων μικρών εξ αδιαιρέτου ποσοστών επ'αυτών, στα οποία φαίνεται ως δικαιούχος "άγνωστος". Ο ενάγων της κύριας αγωγής και καθού η κύρια παρέμβαση Ε. Μ. ισχυρίζεται ότι συγκύριος επί των αδιαιρέτου αυτών ποσοστών, τα οποία ο ίδιος προσδιορίζει σε 10% για κάθε ακίνητο, είναι ο ίδιος εκ κληρονομίας, αφ' ενός των γονέων του Δ. Μ. και Ά. συζ. Δ. Μ. το γένος Μ. Δ., την οποία κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. ... πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύρου, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την υπ'αριθμ. ... πράξη της συμβ/φου Αθηνών Μάρθας Κωνσταντοπούλου και αφ' ετέρου της γιαγιάς του Ε. χήρας Μ. Δ., την οποία κληρονομία αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. ... πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Ν. Βουλά, που νόμιμα έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύρου. Το κυρίως παρεμβαίνων και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, αποκρούοντας την επικαλούμενη από τον ενάγοντα συγκυριότητα επί των ιδανικών μεριδίων των επιδίκων ακινήτων, ισχυρίζεται ότι την κυριότητα αυτών απέκτησε το ίδιο, δυνάμει των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1930 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου, καθόσον αυτά αποτελούσαν ιδιοκτησία του Οθωμανικού Κράτους, που καταλήφθηκαν και δημοσιεύθηκαν κατά τον περί ανεξαρτησίας αγώνα και δεν δεσπόζονταν πριν και μετά τον αγώνα αυτό, ως επίσης και κατά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, από οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη νομική σκέψη, οι διατάξεις των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830 και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, δεν εφαρμόζονται επί των κειμένων στα νησιά των Κυκλάδων γαιών, διότι είναι πασίγνωστο ότι, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Κυκλάδες αποτελούντο στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών", ενόψει του ότι δεν εξουσιάζονταν από το Σουλτάνο πριν από την επανάσταση, ούτε κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες και έτσι δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, αλλ' εξακολούθησαν να εξουσιάζονται από τους μέχρι τότε κυρίους αυτών (χριστιανούς ιδιώτες) και δη κατά πλήρη κυριότητα. Στοιχεία αποδεικτικά της κυριότητος του Οθωμανικού κράτους επί των επιδίκων ακινήτων και κατ'επέκταση και δική του το εκκαλούν (Ελληνικό Δημόσιο) δεν προσκόμισε, επειδή δε, το ίδιο φέρει το βάρος του εν λόγω ισχυρισμού, χωρίς να εξαντλεί τη δικονομική του υποχρέωση απλά και μόνο με την επίκληση των διατάξεων των άνω Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, πρέπει αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι το αντιποιηθέν το αντικείμενο της δίκης κυρίως παρεμβάν-αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, δεν απέκτησε τη συγκυριότητα των επίδικων ακινήτων, σύμφωνα με τα επικαλούμενα Πρωτόκολλά και Συνθήκη, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού αυτά (επίδικα) βρίσκονται στο νησί των Κυκλάδων Σύρο, όπου τα ακίνητα ήταν γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και δεν εξουσιάζονταν από τον Σουλτάνο, ούτε κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες που τα εγκατέλειψαν, ώστε να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ούτε δε το βαρυνόμενο με το οικείο βάρος αναιρεσείον απέδειξε το αντίθετο. Κατόπιν τούτου το Εφετείο απέρριψε τον οικείο πρώτο λόγο της εφέσεως, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και αναφερόμενες στη νομική σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των από 3/22.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω Πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως, των οποίων οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν συνέτρεχαν. Ενόψει τούτων ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 άρ. 8 εδ.β ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένο λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος. Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ'αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε ως αόριστο τον δεύτερο λόγο της εφέσεως, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τον περιεχόμενο στο λόγο αυτό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον οποίο τα επίδικα είχαν περιέλθει σ'αυτό ως αδέσποτα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο Πρωτόκολλα, εξαιτίας του ότι αυτά είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς κυρίους τους πριν από την υπογραφή των εν λόγω Πρωτοκόλλων. Ο λόγος αυτός είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του δεν αφορούν στο ότι δεν εξετάστηκε ο επίμαχος λόγος εφέσεως, αλλά στο ότι εξετάσθηκε και απορρίφθηκε, κριθέντος εσφαλμένα (κατά το αναιρεσείον) του περιεχομένου του ως αορίστου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το Οθωμανικό δίκαιο της 7ης Ραμαζάν τις νεκρές γαίες τις αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε όπως π.χ. τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ. Αδέσποτα μπορούσαν να καταστούν μόνο οι γαίες αυτές που βρίσκονταν μακριά από πόλεις και χωριά ("όσο και η φωνή μεγαλόσωμου ανθρώπου"). Αντίθετα οι υπόλοιπες κατηγορίες γαιών δεν ήταν δυνατόν να καταστούν αδέσποτες. Επομένως εφόσον στις Κυκλάδες υπήρχαν μόνο γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), αυτές δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν εξ αρχής αδέσποτες. Μετά την απελευθέρωση ένα ακίνητο στα νησιά των Κυκλάδων μπορούσε να καταστεί αδέσποτο μόνο αν είχε εγκαταλειφθεί από τον Οθωμανό κύριο, λόγω της οριστικής αποχώρησής του από την Ελλάδα, οπότε και το Δημόσιο θα απαιτούσε την κυριότητα, είτε αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων" του Ν. 21-6/10.7.1837, το οποίο όριζε ότι όλα τα μη δεσποζόμενα παρ' ιδιωτών ή Κοινοτήτων κτήματα ανήκουν στο Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος μετά την απελευθέρωση και μέχρι της ισχύος του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (Ν. 1, 23 Πανδ (47, 1) Εισηγ. 47 (2-1), για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα και χωρίς την πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς της προς τρίτο πρόσωπο, η δε βούληση του κυρίου θα έπρεπε να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν την καθιστούν αμφίβολη, χωρίς να απαιτείται η τήρηση τύπου, όπως απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ, όπου τα αδέσποτα ρυθμίζονται από το άρθρο 972 ΑΚ και το άρθρο 2 παρ. 1 του αν 1539/1938 η σχετική δήλωση του κυρίου περί παραιτήσεως πρέπει να γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου και να υποβληθεί σε μεταγραφή, γιατί η εγκατάλειψη (DEREDITIO AK 1076) αποτελεί δικαιοπραξία, που τείνει σε κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου (ΑΚ 1192 αρ. 1, 1198). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ίδιο δεύτερο λόγο της εφέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, κατά παράβαση του νόμου απέρριψε ως αόριστο τον αναφερόμενο παραπάνω (στο πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου) και περιεχόμενο στο δεύτερο λόγο της εφέσεως περί αδεσπότων ισχυρισμό, καθόσον αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ώστε τα επίδικα, ως αδέσποτα, να έχουν περιέλθει στο αναιρεσείον κατά την υπογραφή των παραπάνω Πρωτοκόλλων και δη απαίτησε την επίκληση των προϋποθέσεων του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του άρθρου 34 παρ. 8 και α.ν. 1539/1938 καθώς και του Αστικού Κώδικα. Ο λόγος αυτός, που κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του, αφορούσε νομική και όχι σε ποσοτική αοριστία, ιδρυομένου εντεύθεν του αναιρετικού λόγου της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι αβάσιμος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα επίδικα ως ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε νησί των Κυκλάδων και που δεν γίνεται επίκληση εγκαταλείψεώς τους από τυχόν Οθωμανούς ιδιώτες ώστε να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Ν. 21.6/10.7.1837, αδέσποτα κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη θα μπορούσαν να καταστούν κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού και του εν συνεχεία ισχύσαντος δικαίου η επίκληση των προϋποθέσεων του οποίου ήταν απαραίτητη για το ορισμένο του επίμαχου ισχυρισμού. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6.11.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 69/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. Και

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: